This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61999CC0482
Opinion of Mr Advocate General Jacobs delivered on 13 December 2001. # French Republic v Commission of the European Communities. # State aid - Article 87(1) EC - Aid granted to the French Republic to Stardust Marine - Decision 2000/513/EC - State resources - Imputability to the State - Prudent investor operating in a market economy. # Case C-482/99.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 13ης Δεκεμβρίου 2001.
Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - .ρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ - Ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην επιχείρηση Stardust Marine - Απόφαση 2000/513/ΕΚ - Κρατικοί πόροι - Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο - Συνετός επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.
Υπόθεση C-482/99.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 13ης Δεκεμβρίου 2001.
Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - .ρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ - Ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην επιχείρηση Stardust Marine - Απόφαση 2000/513/ΕΚ - Κρατικοί πόροι - Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο - Συνετός επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.
Υπόθεση C-482/99.
Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-04397
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:685
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 13ης Δεκεμβρίου 2001. - Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατικές ενισχύσεις - .ρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ - Ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην επιχείρηση Stardust Marine - Απόφαση 2000/513/ΕΚ - Κρατικοί πόροι - Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο - Συνετός επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. - Υπόθεση C-482/99.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-04397
1. Στην παρούσα υπόθεση η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2000/513/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση Stardust Marine (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
2. Αντικείμενο της διαφοράς είναι η ερμηνεία της εξής φράσης του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ: «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους». Τα δύο βασικά ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω είναι, πρώτον, αν οι πόροι των δημόσιων επιχειρήσεων είναι πάντα κρατικοί πόροι και, δεύτερον, αν το Δημόσιο ευθύνεται πάντοτε για τα μέτρα που λαμβάνουν οι δημόσιες επιχειρήσεις.
ραγματικό και νομικό πλαίσιο
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά διάφορες πράξεις χρηματοδοτήσεως στις οποίες προέβησαν αρχικά δύο θυγατρικές της Crédit Lyonnais (στο εξής: CL) και στη συνέχεια το Consortium de Réalisations (στο εξής: CDR), το οποίο περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως ο φορέας αναλήψεως των μη αποδοτικών στοιχείων του ενεργητικού της CL, προς την επιχείρηση μίσθωσης και εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής Stardust Marine (στο εξής: Stardust). Ο όμιλος CL δραστηριοποιείται στον τραπεζικό τομέα. Κατά τον κρίσιμο χρόνο η CL και οι θυγατρικές της ανήκαν στο γαλλικό Δημόσιο και ελέγχονταν από αυτό .
4. Μολονότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά άμεσα τις ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην CL, είναι εντούτοις αναγκαίο να δώσω ορισμένα γενικότερα πληροφοριακά στοιχεία για το τι συνέβη στην CL κατά τη δεκαετία του '90. Από το 1992 η CL άρχισε να έχει σημαντικά οικονομικά προβλήματα, οπότε το γαλλικό Δημόσιο της χορήγησε το 1994 ενίσχυση υπό μορφή αυξήσεως κεφαλαίου κατά 4,9 δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα (FRF) και δημιούργησε έναν πρώτο φορέα αναλήψεως των μη αποδοτικών στοιχείων του ενεργητικού, αξίας 40 περίπου δισεκατ. FRF. Το 1995 το γαλλικό Δημόσιο δημιούργησε ένα δεύτερο φορέα αναλήψεως των μη αποδοτικών στοιχείων του ενεργητικού, το προαναφερθέν CDR, που αγόρασε από την CL στοιχεία ενεργητικού αξίας 190 σχεδόν δισεκατ. FRF, περιλαμβανομένων των στοιχείων του ενεργητικού που είχαν μεταβιβαστεί στον πρώτο φορέα το 1994, ενώ οι ζημίες καλύπτονταν από εγγύηση του Δημοσίου. Τα μέτρα αυτά αφορούσε μια πρώτη απόφαση της Επιτροπής, η απόφαση 95/547/ΕΚ, της 26ης Ιουλίου 1995 , με την οποία η Επιτροπή ενέκρινε, υπό ορισμένους όρους, τις σχετικές κρατικές ενισχύσεις, εφόσον το καθαρό κόστος για το Δημόσιο δεν υπερέβαινε τα 45 δισεκατ. FRF. Η κατάσταση της CL εξακολούθησε να χειροτερεύει και η Επιτροπή, με μια δεύτερη απόφαση, της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 , ενέκρινε επείγουσα ενίσχυση 4 δισεκατ. FRF. Τέλος, με την απόφαση 98/490/ΕΚ, της 20ής Μα_ου 1998 , η Επιτροπή ενέκρινε συμπληρωματικές διαρθρωτικές ενισχύσεις, ύψους 53 έως 98 δισεκατ. FRF, υπό την προϋπόθεση ότι η Γαλλία θα αναλάμβανε ορισμένες δεσμεύσεις και θα συμμορφωνόταν με ορισμένους όρους .
5. Η Stardust ιδρύθηκε το 1989. Κύρια δραστηριότητά της ήταν η εκμίσθωση πλοίων (χωρίς πλήρωμα), τα οποία ανήκαν σε πλείονες του ενός συνιδιοκτήτες και των οποίων τη διαχείριση είχε αναλάβει η ίδια. Η Stardust επωφελήθηκε από τα κίνητρα που δόθηκαν το 1986 με τον νόμο Pons, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα μη φορολόγησης των επενδύσεων που πραγματοποιούνταν στα γαλλικά υπερπόντια εδάφη και διαμερίσματα, όπου ήταν νηολογημένο ένα μεγάλο μέρος του στόλου της. Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή τον ακόλουθο πίνακα για την εξέλιξη της δραστηριότητας και των αποτελεσμάτων της Stardust.
Εξέλιξη της δραστηριότητας και των αποτελεσμάτων της Stardust
(σε εκατομμ. FRF)
>lt>0
6. Η επέκταση της Stardust φαίνεται ότι δεν επετεύχθη με αυτοχρηματοδότηση , αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση που της παρέσχον υπό διάφορες μορφές αρχικά ο όμιλος CL και στη συνέχεια το CDR. Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή τον ακόλουθο πίνακα για τη διαχρονική εξέλιξη των υποχρεώσεων του ομίλου CL και του CDR.
Εξέλιξη των υποχρεώσεων του ομίλου CL και του CDR σε σχέση με τη Stardust
(σε εκατομμύρια FRF)
>lt>1
7. Από τους δύο ανωτέρω πίνακες και την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τα γεγονότα συνέβησαν με την εξής χρονολογική σειρά.
8. Μεταξύ 1989 και 1992 υπήρξε ταχεία επέκταση των δραστηριοτήτων της Stardust. Το 1992 ο κύκλος εργασιών της ανήλθε σε 53,2 εκατ. FRF και το αποτέλεσμα χρήσης σε 9,9 εκατ. FRF. Η τράπεζα SBT-Batif (στο εξής: SBT), θυγατρική της Altus Finance (στο εξής: Altus), η οποία ήταν θυγατρική της CL, ήταν η μόνη τράπεζα με την οποία συνεργαζόταν η Stardust. Η SBT χορήγησε όχι μόνον απευθείας δάνεια στη Stardust, αλλά χρηματοδότησε επενδυτές που επιθυμούσαν να αγοράσουν μετοχές στα πλοία που διαχειριζόταν η Stardust ή παρέσχε εγγυήσεις στους επενδυτές αυτούς. Η πρακτική αυτή ενείχε τον κίνδυνο να υποστεί η SBT (και συνεπώς ο όμιλος CL) διπλή ζημία σε περίπτωση αφερεγγυότητας της Stardust, καθόσον η SBT ήταν ο πιστωτής της εταιρίας και ο πιστωτής ή εγγυητής των κυρίων των πλοίων.
9. Το 1993 η Stardust υπερδιπλασίασε τον κύκλο εργασιών της. αρά το ότι το αποτέλεσμα χρήσης ανήλθε σε 6,7 εκατ. FRF, υπέστη καθαρή ζημία 15,9 εκατ. FRF. Σύμφωνα με ένα μεγαλεπήβολο επιχειρηματικό σχέδιο του Οκτωβρίου 1993, η Stardust επρόκειτο να καταλάβει την πρώτη θέση στην ευρωπαϊκή αγορά μικρών σκαφών αναψυχής: η περίοδος 1993-1994 θα αποτελούσε την περίοδο «απογειώσεως», την οποία θα ακολουθούσε μια περίοδος σταθερής αναπτύξεως από το 1995· ο στόλος της θα αύξανε από 218 σκάφη το 1993 σε 355 το 1996 και στόχος ήταν η πραγματοποίηση κύκλου εργασιών που να υπερβαίνει τα 300 εκατ. FRF το 1996. Από τον πίνακα που παρατίθεται στο σημείο 6 προκύπτει ότι από την ίδρυσή της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1993 η Stardust είχε λάβει από τον όμιλο CL δάνεια 320 τουλάχιστον εκατ. FRF.
10. Το 1994 και το πρώτο μισό του 1995 (η εταιρική χρήση έκλεισε μετά διάστημα 18 μηνών στις 30 Ιουνίου 1995) ο κύκλος εργασιών σημείωσε και πάλι σημαντική αύξηση και ανήλθε σε 291,7 εκατ. FRF. Εντούτοις, η εταιρία υπέστη τεράστιες ζημίες, ύψους 361,2 εκατ. FRF. Κατά τις γαλλικές αρχές, οι ζημίες αυτές οφείλονταν κυρίως στους εξής παράγοντες:
- απάτη από τον διευθυντή της εταιρίας,
- κακή εμπορική στρατηγική και ακατάλληλη διαχείριση,
- μη επαναλαμβανόμενα εξαιρετικά γεγονότα, όπως ήταν οι ζημίες από τη συμμετοχή της Stardust στο America Cup, τις οποίες οι γαλλικές αρχές υπολογίζουν σε 45 εκατ. FRF,
- ζημίες που οφείλονται στις αρχικές δραστηριότητες της Stardust σχετικά με την πώληση και τη διαχείριση σκαφών τύπου Scorpio και που οφείλονται εν μέρει στην απερίσκεπτη ανάληψη κινδύνων.
11. Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ Ιανουαρίου 1994 και Ιουνίου 1995 συνέβησαν τα εξής:
- μεταξύ Ιανουαρίου 1994 και Δεκεμβρίου 1994 ο όμιλος CL πρέπει να χορήγησε στη Stardust νέα δάνεια, ύψους 90 τουλάχιστον εκατ. FRF, αφού οι απαιτήσεις του στην κατηγορία αυτή αυξήθηκαν από 320 σε 410 εκατ. FRF (βλ. τον πίνακα στο σημείο 6)·
- τον Οκτώβριο 1994 πραγματοποιήθηκε αύξηση του κεφαλαίου της Stardust με κάλυψη του νέου κεφαλαίου από τον όμιλο CL μέσω της Altus, αύξηση συνιστάμενη στην κεφαλαιοποίηση των χρεών της εταιρίας προς την SBT (που ανήκε στη CL), ύψους 37 εκατ. FRF (πρώτη αύξηση κεφαλαίου)· νομίζω ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και τους πίνακες προκύπτει ότι, κατόπιν της κεφαλαιοποιήσεως των χρεών, ο όμιλος CL, που αποτελούσε τον σπουδαιότερο δανειστή, απέκτησε επίσης τον έλεγχο της Stardust·
- στις αρχές του 1995 η Stardust μεταβιβάστηκε στο CDR, τον προαναφερθέντα φορέα αναλήψεως των μη αποδοτικών στοιχείων του ενεργητικού της Crédit Lyonnais· επιπλέον, το conseil d'administration (διοικητικό συμβούλιο) της Stardust άλλαξε τον διευθυντή της εταιρίας·
- τον Απρίλιο 1995 το CDR εισέφερε κεφάλαιο 112 εκατ. FRF, ολόκληρο δε το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση χρεών της Stardust προς την SBT (δεύτερη αύξηση κεφαλαίου).
12. Κατά το οικονομικό έτος 1995/96 ο κύκλος εργασιών της Stardust ήταν χαμηλότερος (178,4 εκατ. FRF) και η εταιρία υπέστη και πάλι σημαντική ζημία, ύψους 146,9 εκατ. FRF. Όπως διατυπώνεται στην απόφαση της Επιτροπής, τον Ιούλιο 1995 το CDR δέσμευσε σε άτοκο τρεχούμενο λογαριασμό ποσό 127,5 εκατ. FRF, τα οποία όφειλε η Stardust στο CDR (στο εξής: προκαταβολή στον τρεχούμενο λογαριασμό), και στις 26 Ιουνίου 1996 το CDR προέβη σε αύξηση του κεφαλαίου της Stardust κατά 250,5 εκατ. FRF (τρίτη αύξηση κεφαλαίου).
13. Κατά το οικονομικό έτος 1996/97 ο κύκλος εργασιών της Stardust ανήλθε σε 134,9 εκατ. FRF και τα καθαρά κέρδη της ανήλθαν σε 24,3 εκατ. FRF. Στις 5 Ιουνίου 1997 η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων ενέκρινε την πώληση του 99 % της Stardust στην FG Marine αντί ποσού 2 εκατ. FRF. Στην ίδια γενική συνέλευση εγκρίθηκε αύξηση του κεφαλαίου κατά 89,5 εκατ. FRF (τέταρτη αύξηση κεφαλαίου), η οποία επίσης έλαβε τη μορφή κεφαλαιοποιήσεως χρεών προς το CDR. Όπως διευκρίνισαν οι γαλλικές αρχές, το ύψος της τελευταίας εισφοράς κεφαλαίου οφειλόταν στο ότι η Stardust είχε πριν από την αύξηση του κεφαλαίου αρνητική αξία, η οποία επιβεβαιώθηκε από την αρνητική τιμή πωλήσεως που πρότεινε ο αγοραστής.
Η προσβαλλόμενη απόφαση και η προσφυγή περί ακυρώσεως
14. Στις 20 Ιουνίου 1997 ένας ανταγωνιστής της Stardust (που είχε επιδιώξει να αγοράσει τη Stardust και είχε υποβάλει προσφορά με υψηλότερο τίμημα απ' ό,τι η FG Marine) υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου της Stardust και διάφορες ανωμαλίες σχετικά με την πώλησή της. Κατόπιν της ανταλλαγής διαφόρων εγγράφων με τις αρμόδιες αρχές και διάφορες συναντήσεις, η Επιτροπή εξέδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 1999 την προσβαλλόμενη απόφαση.
15. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δέχθηκε, πρώτον, ότι το CDR πώλησε τη Stardust στην FG Marine κατ' εφαρμογήν διαδικασίας που δεν ήταν ανοικτή, δεν χαρακτηριζόταν από διαφάνεια και εισήγε διακρίσεις, κατά παράβαση των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου η Επιτροπή να αποκλείει κάθε υποψία περί ενισχύσεως . Η Επιτροπή πάντως δέχθηκε ότι μεταξύ των στοιχείων που προσδιορίζουν την αξία μιας επιχειρήσεως ενδέχεται να περιλαμβάνονται παράγοντες που είναι ιδιαίτερα αβέβαιοι, όπως είναι οι εγγυήσεις που παρέχει ο υποψήφιος αγοραστής, οι εκτός στοιχείων του ισολογισμού κίνδυνοι της προσφοράς ή η αξία των άυλων περιουσιακών στοιχείων, π.χ. της φήμης και πελατείας. Το γεγονός ότι ο καταγγέλλων υπέβαλε στο CDR προσφορά ονομαστικής αξίας ανώτερης από εκείνη της προσφοράς του αγοραστή της Stardust δεν αποτελούσε συνεπώς επαρκή απόδειξη για τη χορήγηση ενισχύσεως στον αγοραστή. Λόγω των προαναφερθέντων κινδύνων που οφείλονταν στα εκτός ισολογισμού στοιχεία και τις αβεβαιότητες σχετικά με την πραγματική αγοραία αξία της Stardust η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε χορηγηθεί στη Stardust ή στην FG Marine ενίσχυση υπό τη μορφή του τιμήματος της πωλήσεως .
16. Η Επιτροπή δέχθηκε, δεύτερον, ότι τα μέτρα στήριξης υπό μορφή χρηματοδοτήσεων και τραπεζικών εγγυήσεων που χορήγησε το Δημόσιο στη Stardust μέσω του ομίλου CL και στη συνέχεια του CDR περιείχαν «στοιχεία ενίσχυσης», διότι δεν συμβιβάζονταν με τις συνήθεις ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε ένας ιδιώτης επενδυτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Η ενίσχυση είχε τη μορφή μη επιστρεπτέας χρηματοδοτήσεως από τη CL υπό μορφή αυξήσεως του κεφαλαίου και στη συνέχεια υπό μορφή προκαταβολής στον τρεχούμενο λογαριασμό και αυξήσεων του κεφαλαίου μέσω διαγραφής απαιτήσεων του CDR, στο οποίο μεταβιβάστηκε η Stardust το 1995 . Η ενίσχυση ήταν παράνομη, διότι δεν είχε κοινοποιηθεί. Η ενίσχυση ήταν επίσης ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, διότι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της μόνης δυνατής εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ_: δεν επρόκειτο για ενίσχυση προς αναδιάρθρωση, αλλά για ενίσχυση που αποσκοπούσε στην πλαισίωση και στήριξη της ταχείας αναπτύξεως μιας μη αποδοτικής επιχειρήσεως . Το συνολικό ονομαστικό ποσό των ενισχύσεων, χωρίς προσαρμογή του στην τρέχουσα αξία, ανήλθε σε 496,2 εκατ. FRF. Οι αυξήσεις κεφαλαίου όμως, που άρχισαν τον Οκτώβριο 1994, αποτελούσαν απλώς κεφαλαιοποιήσεις χρεών και οφείλονταν στην προηγούμενη χορήγηση ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις αυτές δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής της CL στη Stardust. Αφού το 1994 υπήρξε το τελευταίο έτος κατά το οποίο σημειώθηκε αύξηση της συμμετοχής της CL στη Stardust, η αξία των ενισχύσεων πρέπει να προσαρμοστεί με αναγωγή της στον Οκτώβριο 1994 .
17. Για τους ανωτέρω λόγους η Επιτροπή εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση:
«Άρθρο 1
Οι αυξήσεις κεφαλαίου της Stardust Marine ύψους 44,3 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων που πραγματοποίησε η Altus Finance τον Οκτώβριο του 1994, ύψους 112 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων εκ μέρους του CDR τον Απρίλιο του 1995, η τρέχουσα προκαταβολή ύψους 127,5 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων εκ μέρους του CDR από τον Ιούλιο του 1995 έως τον Ιούνιο του 1996, οι αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 250,5 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων τον Ιούνιο του 1996 και 89 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων τον Ιούνιο του 1997 εκ μέρους του CDR αποτελούν μέτρα κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τα μέτρα αυτά, συνολικής παρούσας αξίας 450,4 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων στις 31 Οκτωβρίου 1994, δεν μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης [...]
Άρθρο 2
Η Γαλλία υποχρεούται να απαιτήσει από τη Stardust να επιστρέψει στο κράτος, ή στο CDR, το ποσό των 450,4 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων που αντιστοιχεί στο στοιχείο ενίσχυσης των υπό εξέταση μέτρων, σε παρούσα αξία στις 31 Οκτωβρίου 1994. Από την ημερομηνία αυτή, επί του εν λόγω ποσού υπολογίζονται τόκοι [...]».
18. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η Stardust ετέθη υπό εκκαθάριση κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης.
19. Η Γαλλία, προς στήριξη της προσφυγής της της 17ης Δεκεμβρίου 1999, με την οποία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει τους εξής πέντε λόγους ακυρώσεως:
- Η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια «ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
- Η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι τα μέτρα στήριξης που έλαβαν η SBT και η Altus υπέρ της Stardust δεν θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από ιδιώτη επενδυτή που θα ενεργούσε υπό συνήθεις συνθήκες οικονομίας της αγοράς, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.
- Η απόφαση περιέχει διάφορες αντιφάσεις, ιδίως όσον αφορά τον χορηγήσαντα τις ενισχύσεις.
- Η απόφαση της Επιτροπής αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον αντιφάσκει προς βασικά σημεία των προγενέστερων αποφάσεων, της 26ης Ιουλίου 1995 και της 20ής Μα_ου 1998, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στη CL.
- Η Επιτροπή πρόσβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Γαλλικής Κυβερνήσεως, καθόσον δημιούργησε την εντύπωση, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι δεν ερευνούσε τα μέτρα που είχαν λάβει η SBT και η Altus πριν από τη μεταβίβαση των μη αποδοτικών στοιχείων στο CDR.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως: τα μέτρα υπέρ της Stardust δεν συνίσταντο σε ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους
20. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται στις «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους».
21. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή εκθέτει ότι πριν από το 1995 η Γαλλία χορήγησε ενισχύσεις στη Stardust «μέσω» της CL και ότι οι πόροι που χορηγήθηκαν στη Stardust από τη CL, δημόσια επιχείρηση, μέσω των θυγατρικών της εταιριών SBT και Altus, ήσαν «κρατικές ενισχύσεις», υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ . Σε υποσημείωση της αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι, «σύμφωνα με τη νομολογία σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, οι πόροι μιας δημόσιας επιχειρήσεως όπως η Crédit Lyonnais είναι κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης» . Όσον αφορά τα μέτρα περί χορηγήσεων από το CDR μεταξύ 1995 και 1997, η Επιτροπή παραθέτει ένα χωρίο της αποφάσεως 98/490/ΕΚ, κατά το οποίο οι πόροι του CDR είναι κρατικοί πόροι κατά την έννοια της Συνθήκης όχι μόνον επειδή το CDR είναι κατά 100 % θυγατρική μιας δημόσιας επιχειρήσεως, αλλά επειδή επίσης χρηματοδοτείται με συμμετοχικό δάνειο υπό την εγγύηση του Δημοσίου και οι ζημίες του αναλαμβάνονται από το Δημόσιο .
22. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι τα μέτρα υπέρ της Stardust δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις χορηγηθείσες από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, για τον λόγο και μόνον ότι στις χορηγήσεις προέβησαν δημόσιες επιχειρήσεις.
23. Κατά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζει ουσιαστικά ως ενισχύσεις μόνον τα μέτρα που έλαβαν η SBT και η Altus πριν από τον Οκτώβριο του 1994. Επομένως, δεν είναι αναγκαία η αξιολόγηση των πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των μέτρων του CDR. Δεύτερον, η SBT και η Altus χρησιμοποίησαν αποκλειστικά και μόνον τους δικούς τους πόρους και τις καταθέσεις των πελατών τους, άρα δεν χρησιμοποίησαν «κρατικούς πόρους» υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Τρίτον, η ευρεία ερμηνεία που προσδίδει η Επιτροπή στην έννοια «κρατικοί πόροι» αντιβαίνει στο άρθρο 295 ΕΚ, καθόσον συνιστά διάκριση σε βάρος των δημόσιων επιχειρήσεων, και συγκεκριμένα σε βάρος των τραπεζών που ελέγχει το Δημόσιο. Τέταρτον, το Δημόσιο δεν έχει ευθύνη για τα μέτρα που έλαβαν η SBT και η Altus υπέρ της Stardust, διότι η SBT και η Altus έλαβαν τις αποφάσεις τους τελείως ανεξάρτητα από τη CL και, κατά μείζονα λόγο, από το γαλλικό Δημόσιο. Τέλος, η Επιτροπή παρέλειψε, εν πάση περιπτώσει, να αιτιολογήσει την άποψή της ότι τα μέτρα υπέρ της Stardust συνιστούν ενισχύσεις χορηγηθείσες με κρατικούς πόρους.
24. Η Επιτροπή απαντά κατ' ουσία ότι η CL, η SBT και η Altus είναι δημόσιες επιχειρήσεις ελεγχόμενες από το Δημόσιο, ότι το Δημόσιο ευθύνεται πάντοτε για τα μέτρα που λαμβάνουν οι δημόσιες επιχειρήσεις και ότι οι πόροι των επιχειρήσεων αυτών είναι εξ ορισμού κρατικοί πόροι.
Τα επίμαχα μέτρα
25. ροκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον πρόκειται για μέτρα που εμπίπτουν στο άρθρο 87, παράγραφος 1, πρέπει κατ' αρχάς να προσδιοριστούν τα μέτρα που χαρακτηρίζει πράγματι ως ενισχύσεις η προσβαλλόμενη απόφαση.
26. Αν ληφθεί υπόψη η ανωτέρω εκτεθείσα χρονολογική σειρά, πρόκειται για τέσσερις κατηγορίες μέτρων:
- δάνεια και εγγυήσεις της SBT και της Altus προς τη Stardust και τους πελάτες της πριν από τον Οκτώβριο 1994,
- πρώτη αύξηση κεφαλαίου από την Altus τον Οκτώβριο 1994,
- δεύτερη, τρίτη και τέταρτη αύξηση κεφαλαίου τον Απρίλιο 1995, τον Ιούνιο 1996 και τον Ιούνιο 1997 και προκαταβολή στον τρεχούμενο λογαριασμό τον Ιούλιο 1995 από το CDR,
- πώληση της Stardust στην FG Marine τον Ιούνιο 1997.
27. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει ρητά ότι η πώληση της Stardust το 1997 δεν ενείχε ενισχύσεις προς τη Stardust ή τον αγοραστή της . Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν έχει κανένα ειρμό ως προς το ζήτημα ποια από τις άλλες τρεις κατηγορίες μέτρων ενείχε ενισχύσεις, καθόσον άλλοτε αναφέρεται στα προγενέστερα του Οκτωβρίου 1994 μέτρα και άλλοτε στα μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής μέτρα. Για παράδειγμα, το άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως αναφέρει ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο 1994 χάρη στις εισφορές της Altus στη Stardust και τα μέτρα που έλαβε το CDR μεταξύ 1995 και 1997 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Εντούτοις, από τα περισσότερα σχετικά χωρία της αποφάσεως συνάγεται ότι μόνον τα δάνεια και οι εγγυήσεις που χορηγήθηκαν πριν από τον Οκτώβριο 1994 συνιστούν τις επίμαχες ενισχύσεις, ενώ κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμφώνησαν ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζει ως ενισχύσεις μόνον τα μέτρα που έλαβαν η SBT και η Altus πριν από τον Οκτώβριο 1994. Συνεπώς, θα περιοριστώ να αναλύσω μόνον τα δάνεια και τις εγγυήσεις που παρέσχον η SBT και η Altus στη Stardust και στους πελάτες της πριν από τον Οκτώβριο 1994.
Τα κεφάλαια της SBT και της Altus ως «κρατικοί πόροι»
28. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποίησαν η SBT και η Altus δεν ήταν «κρατικοί πόροι». Κατά την άποψή της, οι πόροι των δημόσιων επιχειρήσεων δεν συνιστούν αυτόματα κρατικούς πόρους. Στην προκειμένη περίπτωση η SBT και η Altus ουδέποτε έλαβαν συγκεκριμένα κεφάλαια από το Δημόσιο και χρηματοδότησαν τα μέτρα υπέρ της Stardust αποκλειστικά και μόνο με τους δικούς τους πόρους και με τις καταθέσεις των πελατών τους. Η CL δεν έλαβε κρατικές ενισχύσεις παρά μόνο στις 30 Ιουνίου 1994, δηλαδή όταν τα επίμαχα μέτρα είχαν ήδη εφαρμοστεί.
29. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα χρησιμοποιούμενα κεφάλαια δεν χρειάζεται να προέρχονται οπωσδήποτε από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αρκεί να πρόκειται για κεφάλαια που βρίσκονται στη διάθεση του Δημοσίου. Οι πόροι των δημόσιων επιχειρήσεων βρίσκονται εξ ορισμού υπό τον έλεγχο και επομένως στη διάθεση του Δημοσίου.
30. Για τον ορισμό της έννοιας της δημόσιας επιχειρήσεως κρίσιμο είναι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: οδηγία περί διαφάνειας) , που ορίζει τις δημόσιες επιχειρήσεις ως «κάθε επιχείρηση στην οποία οι αρχές μπορούν να ασκούν άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή λόγω κυριότητας ή χρηματοοικονομικής συμμετοχής τους σε αυτήν ή δυνάμει των κανόνων που τη διέπουν». Στην παρούσα υπόθεση το γαλλικό Δημόσιο κατείχε το 80 % περίπου των μετοχών και είχε το 100 % περίπου των δικαιωμάτων ψήφου στη CL. Η δε CL κατείχε το 100 % της Altus, στην οποία ανήκε το 97 % περίπου της SBT, ενώ το υπόλοιπο 3 % ανήκε στη CL. Το γαλλικό Δημόσιο διόριζε τον πρόεδρο και δώδεκα από τα δεκαοκτώ μέλη του διοικητικού συμβουλίου της CL. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της CL ήταν επίσης πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Altus, τα μέλη του οποίου διορίζονταν από το διοικητικό συμβούλιο της CL. Είναι σαφές συνεπώς ότι η CL, η SBT και η Altus ήσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο δημόσιες επιχειρήσεις, κατά την έννοια της οδηγίας περί διαφάνειας.
31. Επιπλέον, αμφότεροι οι διάδικοι γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως με την πρόσφατη απόφαση PreussenElektra, ως ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης πρέπει να θεωρούνται μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους . Δεν αμφισβητείται επίσης ότι πριν από τις 30 Ιουνίου 1994 οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν στον όμιλο CL κεφάλαια από τον κρατικό προϋπολογισμό και ότι τα δάνεια και οι εγγυήσεις υπέρ της Stardust και των πελατών της χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά με τους πόρους του ομίλου CL και με τις καταθέσεις των πελατών του.
32. Το επίμαχο ζήτημα είναι επομένως κατά πόσον οι πόροι μιας δημόσιας επιχειρήσεως αποτελούν κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
33. Νομίζω ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ρητά επί του ζητήματος αυτού. Η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας αφορούσε ενισχύσεις που χρηματοδοτούνταν από τα πλεονάσματα διαχειρίσεως του γαλλικού Caisse nationale de crédit agricole. Η απόφαση Van der Kooy αφορούσε τις προτιμησιακές τιμές φυσικού αερίου που εφάρμοζε υπέρ των καλλιεργητών δενδροκηπευτικών σε θερμοκήπια μια εταιρία αεριόφωτος που ανήκε εν μέρει στο ολλανδικό Δημόσιο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι επρόκειτο για κρατική ενίσχυση. Τότε όμως το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η χρηματοδότηση με κρατικούς πόρους δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως και επομένως δεν εξέτασε κατά πόσον είχαν χρησιμοποιηθεί κρατικοί πόροι . Σε δύο υποθέσεις που αφορούσαν ενισχύσεις που είχε χορηγήσει η Ιταλία οι δημόσιες επιχειρήσεις ENI και IRI είχαν λάβει μέτρα στηρίξεως ορισμένων άλλων επιχειρήσεων. Τόσο στην ENI όσο και στην IRI είχε εισφέρει όμως κεφάλαια το ιταλικό Δημόσιο, τα οποία οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποίησαν για τα μέτρα στηρίξεως . Επομένως, το Δικαστήριο δεν χρειαζόταν ούτε στις περιπτώσεις αυτές να αποφανθεί κατά πόσον οι πόροι των δημόσιων επιχειρήσεων αποτελούν πάντοτε κρατικούς πόρους . Οι αποφάσεις Ecotrade και Piaggio αφορούσαν τον ιταλικό νόμο που επέτρεπε να τίθενται οι αφερέγγυες βιομηχανικές επιχειρήσεις υπό έκτακτη διαχείριση, οπότε ίσχυε, κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο περί αφερεγγυότητας, ειδική προστασία των επιχειρήσεων αυτών από το ενδεχόμενο αναγκαστικής εκτελέσεως εκ μέρους των δανειστών. Το Δικαστήριο, προκειμένου να εξηγήσει γιατί θα μπορούσε να πρόκειται για κρατικούς πόρους, ανέφερε, ως ενδεχομένως θιγόμενους δανειστές, τους «δημόσιους φορείς», «το Δημόσιο ή τους δημόσιους οργανισμούς» και τις «δημόσιες αρχές» . Το Δικαστήριο πάντως δεν αποφάνθηκε ρητά ότι η χρηματοδότηση ενός μέτρου μέσω της μειώσεως των κερδών των δημόσιων επιχειρήσεων πρέπει να θεωρείται ως χρηματοδότηση με κρατικούς πόρους .
34. Το μόνο κρίσιμο νομολογιακό προηγούμενο μέχρι σήμερα είναι συνεπώς η απόφαση του ρωτοδικείου στην υπόθεση Air France . Στην εν λόγω υπόθεση η ενίσχυση χρηματοδοτούνταν με πόρους της ανήκουσας στο Δημόσιο τράπεζας Caisse des dépôts et consignations και με το υπόλοιπο που προέκυπτε από τις καταθέσεις και τις αναλήψεις των καταθετών στην τράπεζα αυτή. Το ρωτοδικείο δέχθηκε ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, περιλαμβάνει «όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία ο δημόσιος τομέας μπορεί όντως να χρησιμοποιεί προς υποστήριξη των επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι τα μέσα αυτά ανήκουν ή όχι διαρκώς στην περιουσία του εν λόγω τομέα». Επιπλέον, κατά το ρωτοδικείο, η εν λόγω τράπεζα ανήκε στον δημόσιο τομέα και αρκούσε το γεγονός ότι τα χρησιμοποιούμενα κεφάλαια «παρέμεναν οριστικά στη διάθεσή του» .
35. Η Γαλλική Κυβέρνηση επικρίνει την ανωτέρω απόφαση. Κατά την άποψή της, στηρίζεται σε υπερβολικά ευρεία ερμηνεία της έννοιας των κρατικών πόρων και αντιβαίνει στο άρθρο 295 ΕΚ, καθόσον συνιστά διάκριση σε βάρος των δημόσιων επιχειρήσεων, και συγκεκριμένα σε βάρος των τραπεζών που ελέγχει το Δημόσιο. Αν όλα τα μέτρα που λαμβάνει μια δημόσια επιχείρηση υπέρ άλλης επιχειρήσεως έπρεπε να θεωρούνται ως μέτρα χρηματοδοτούμενα με κρατικούς πόρους, θα ήταν αναγκαίο - προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον ένα συγκεκριμένο μέτρο συνιστά ενίσχυση - να εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν ο ιδιώτης επενδυτής ή δανειστής θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο. Λόγω των δυσχερειών που ενέχει η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου του ιδιώτη που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, τα κράτη μέλη θα έπρεπε να κοινοποιούν στην Επιτροπή ένα τεράστιο αριθμό καθαρά εμπορικών πράξεων των δημόσιων επιχειρήσεων. Οι κοινοποιήσεις αυτές θα ήσαν δαπανηρές και χρονοβόρες και θα δημιουργούσαν ανασφάλεια στους πελάτες, οι οποίοι επομένως θα είχαν την τάση να προτιμούν να συναλλάσσονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις.
36. Η Επιτροπή παραπέμπει στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου εκθέτει τα εξής:
«Η Επιτροπή δεν έχει κανονικά λόγους να θεωρεί ότι κάθε χρηματοδότηση που χορηγεί η Crédit Lyonnais συνιστά κρατική ενίσχυση [...]. Μόνον όταν μπορεί να αποδειχτεί [...] βάσει πραγματικών περιστατικών ότι η παρέμβαση, στο πλαίσιο στο οποίο έγινε, δεν ανταποκρινόταν στα κριτήρια ενός ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, η Επιτροπή θεωρεί τις παρεμβάσεις αυτές ως κρατικές ενισχύσεις» .
37. Κατά την άποψή μου, οι πόροι των δημόσιων επιχειρήσεων, όπως είναι η SBT και η Altus, αποτελούν κρατικούς πόρους, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, και οι ανησυχίες της Γαλλικής Κυβερνήσεως σχετικά με τις συνέπειες της απόψεως αυτής μπορούν να μη ληφθούν υπόψη.
- Η νομολογία σχετικά με την έννοια των κρατικών πόρων
38. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν πρόκειται για κρατικούς πόρους, όταν οι δημόσιες αρχές δεν έχουν και δεν αποκτούν σε καμία φάση τον έλεγχο των κεφαλαίων με τα οποία χρηματοδοτείται το επίμαχο οικονομικό πλεονέκτημα. Στην υπόθεση Van Tiggele το Δημόσιο είχε ορίσει κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως για το τζιν . Στην υπόθεση PrussenElektra το Δημόσιο επέβαλλε μια κατώτατη τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν από ανανεώσιμες πηγές και, παράλληλα, μια υποχρέωση αγοράς . Στις εν λόγω υποθέσεις τα οικονομικά οφέλη για τους πωλητές τζιν και για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές «χρηματοδοτούνταν» αποκλειστικά με κεφάλαια τα οποία δεν υπέκειντο σε καμία φάση στον έλεγχο του Δημοσίου.
39. Το Δικαστήριο έχει δεχθεί πάντως ότι οι κρατικοί πόροι, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν είναι υποχρεωτικό να προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όταν τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για ορισμένο μέτρο χρηματοδοτούνται με υποχρεωτικές εισφορές (π.χ. φόρους υπέρ τρίτων) και στη συνέχεια επιμερίζονται σύμφωνα με την κρατική νομοθεσία, πρέπει να θεωρούνται ως κρατικοί πόροι, ακόμη και αν η είσπραξη και διαχείρισή τους πραγματοποιείται από φορείς που δεν συνιστούν δημόσιες αρχές (αλλά ελέγχονται από τις αρχές αυτές) .
40. Επιπλέον, οι κρατικοί πόροι, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μπορούν κάλλιστα να βρίσκονται συνεχώς στη διάθεση των ενισχυόμενων επιχειρήσεων. Τούτο συμβαίνει κατά κανόνα στις περιπτώσεις στις οποίες το Δημόσιο χορηγεί ενίσχυση παραιτούμενο από ορισμένα έσοδά του .
41. Ο κοινός παρονομαστής των σχετικών αυτών υποθέσεων είναι ότι το Δημόσιο ασκούσε άμεσα ή έμμεσα νομικό έλεγχο επί των οικείων πόρων, παρά το γεγονός ότι τα κεφάλαια δεν προέρχονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στην περίπτωση των φόρων υπέρ τρίτων, τα κεφάλαια περιέρχονταν κατ' αρχάς στον έλεγχο του Δημοσίου και στη συνέχεια αναδιανέμονταν στις ωφελούμενες επιχειρήσεις. Στην περίπτωση παραιτήσεως από τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως εισοδήματος, το Δημόσιο παραιτούνταν από νόμιμες χρηματικές αξιώσεις του. Κατά συνέπεια, κρατικοί πόροι είναι οι πόροι που τελούν άμεσα ή έμμεσα υπό τον νομικό έλεγχο του Δημοσίου ή, με άλλα λόγια, βρίσκονται στη διάθεση του Δημοσίου.
42. Με την απόφαση Ladbroke, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ρητά αυτή την ερμηνεία της έννοιας των κρατικών πόρων:
«[Η] απόφαση [...] Air France [...] επιβεβαιώνει κατά τρόπο σαφή [...] ότι το άρθρο [87], παράγραφος 1, της Συνθήκης περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία ο δημόσιος τομέας μπορεί όντως να χρησιμοποιεί προς υποστήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι τα μέσα αυτά ανήκουν ή όχι διαρκώς στην περιουσία του εν λόγω τομέα. Κατά συνέπεια, έστω και αν τα [οικεία] ποσά [...] δεν είναι διαρκώς στην κατοχή του δημόσιου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι [...]» .
- όροι των δημόσιων επιχειρήσεων ως κρατικοί πόροι
43. Η διάκριση που κάνει το άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης μεταξύ ενισχύσεων που χορηγούν τα κράτη και ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους αποβλέπει στο να περιλάβει στην έννοια της ενισχύσεως όχι μόνον τις ενισχύσεις που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, αλλά και εκείνες που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος . Τα κράτη μέλη, λόγω της δυνατότητάς τους να επηρεάζουν τη συμπεριφορά των δημόσιων επιχειρήσεων, ενδέχεται να επιδιώκουν σκοπούς μη εμπορικούς .
44. Κατά την άποψή μου, δεν έχει καμία σημασία αν το κράτος μέλος που επιθυμεί να χορηγήσει ενισχύσεις χρησιμοποιεί ειδικά κονδύλια που μεταφέρονται από τον προϋπολογισμό στις δημόσιες επιχειρήσεις πριν από τη χορήγηση της ενισχύσεως ή πόρους των επιχειρήσεων αυτών. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το κράτος χρησιμοποιεί πόρους που τελούν υπό τον έλεγχό του, υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας, και σε αμφότερες τις περιπτώσεις το μέτρο τελικά επιβαρύνει οικονομικά το κράτος. Ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες το Δημόσιο ενεργεί ως ιδιοκτήτης επιχειρήσεως, τα κεφάλαια που επενδύονται ή τελικά χάνονται πρέπει οπωσδήποτε να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, δεν υπάρχει, από οικονομική άποψη, καμία διαφορά μεταξύ του μέτρου που χρηματοδοτείται από ειδικά κονδύλια που μεταφέρονται σε δημόσια επιχείρηση πριν από τη χορήγηση της ενισχύσεως και του μέτρου που χρηματοδοτείται αρχικά με πόρους της ίδιας της δημόσιας επιχειρήσεως, στην οποία όμως χορηγούνται στη συνέχεια κρατικά κονδύλια. Το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να επιτρέπει ούτε την καταστρατήγηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων μέσω της δημιουργίας δημόσιων επιχειρήσεων στις οποίες ανατίθεται ουσιαστικά η χορήγηση ενισχύσεων .
45. Αυτοί είναι προφανώς οι λόγοι για τους οποίους δεν εξετάστηκε η προέλευση των πόρων στις περισσότερες από τις υποθέσεις που αφορούσαν ενισχύσεις χρηματοδοτούμενες από δημόσιες επιχειρήσεις. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου π.χ. η ενίσχυση χορηγούνταν από τη δημόσια επιχείρηση επενδύσεων SRIW . Η υπόθεση Salomon αφορούσε μέτρα που είχε λάβει η δημόσια επιχείρηση χαρτοφυλακίου Austria Tabakwerke . Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις BFM και EFIM ορισμένα από τα μέτρα υπέρ της BFM είχαν ληφθεί από τη FEB, στην οποία ανήκε η BFM, και από την κρατική εταιρία χαρτοφυλακίου EFIM, στην οποία ανήκε η FEB . Στην υπόθεση Alitalia τα μέτρα είχαν ληφθεί από την κρατική εταιρία χαρτοφυλακίου IRL . Σε όλες αυτές τις υποθέσεις ούτε οι διάδικοι ούτε τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα είχαν καμία αμφιβολία για τον δημόσιο χαρακτήρα των χρησιμοποιηθέντων κεφαλαίων.
46. Στην παρούσα υπόθεση η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι η SBT και η Altus ήσαν επιχειρήσεις που ανήκαν στο Δημόσιο και επί των οποίων οι δημόσιες αρχές μπορούσαν να ασκούν άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας περί διαφάνειας. Κατωτέρω θα εξεταστεί το ζήτημα του βαθμού στον οποίο οι πράξεις των επιχειρήσεων μπορούν να καταλογιστούν στις δημόσιες αρχές.
- Μη δημιουργία διακρίσεων από την άποψη του άρθρου 295 της Συνθήκης
47. Όσον αφορά το άρθρο 295 της Συνθήκης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων. Θα πρέπει πάντως να υπενθυμιστεί ότι, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι κανόνες περί ανταγωνισμού εφαρμόζονται αδιακρίτως τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες επιχειρήσεις. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η αρχή της ισότητας προϋποθέτει ότι οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επιχειρήσεις τελούν σε συγκρίσιμες καταστάσεις. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις καθορίζουν τη στρατηγική τους λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την προοπτική κερδοφορίας, ενώ οι αποφάσεις των δημόσιων επιχειρήσεων είναι δυνατόν να επηρεάζονται από διαφορετικούς παράγοντες. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ δημόσιων αρχών και δημόσιων επιχειρήσεων είναι συνεπώς ιδιάζουσες και διαφέρουν από τις σχέσεις μεταξύ δημόσιων αρχών και ιδιωτικών επιχειρήσεων . Ο κίνδυνος να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη τις δημόσιες επιχειρήσεις ως φορέα χορηγήσεως ενισχύσεων είναι ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει, σύμφωνα με την οδηγία περί διαφάνειας, να διασφαλίζουν τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των δημόσιων αρχών και των δημόσιων επιχειρήσεων .
48. Αν ο συνεχής έλεγχος των δραστηριοτήτων των δημόσιων επιχειρήσεων είναι αναγκαίος και δικαιολογημένος, βάσει της οδηγίας περί διαφάνειας, είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία η κοινοποίηση στην Επιτροπή των μέτρων ενισχύσεων που χορηγούνται με κεφάλαια των δημόσιων επιχειρήσεων.
49. Όσον αφορά την ανησυχία της Γαλλικής Κυβερνήσεως σχετικά με το ενδεχόμενο να πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός εμπορικών πράξεων των δημόσιων επιχειρήσεων, και ειδικότερα των ελεγχόμενων από το Δημόσιο τραπεζών, θα ήθελα να επισημάνω ότι τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να κοινοποιούν τα μέτρα που δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης· τούτο προβλέπεται πλέον ρητά από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 1, στοιχείο α_, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 [νυν άρθρου 88] της Συνθήκης ΕΚ . Το Δημόσιο μπορεί να μην ευθύνεται για πολλές από τις πράξεις των δημόσιων επιχειρήσεων που ασκούν εμπορικές δραστηριότητες ή ενδέχεται οι πράξεις αυτές να διέπονται από τις αρχές του επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς . Νομίζω επιπλέον ότι ορισμένος βαθμός αβεβαιότητας του Δημοσίου και της ενδιαφερόμενης δημόσιας επιχειρήσεως σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις αποτελεί το αναγκαίο επακόλουθο ενός αποτελεσματικού ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται μέσω δημόσιων επιχειρήσεων.
50. Κατά συνέπεια, τα κεφάλαια που χρησιμοποίησαν η SBT και η Altus για να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα που έλαβαν υπέρ της Stardust αποτελούσαν κρατικούς πόρους υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης .
Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημοσίου
51. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το γαλλικό Δημόσιο δεν μπορεί να ευθύνεται για τα μέτρα που έλαβαν η SBT και η Altus. Η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου , δεν αρκεί να αποδεικνύεται ότι η δημόσια επιχείρηση που χορηγεί, καθ' υπόθεση, την ενίσχυση ανήκει στο Δημόσιο και επομένως υπόκειται στον έλεγχο του Δημοσίου: η Επιτροπή πρέπει να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αν το συγκεκριμένο μέτρο της δημόσιας επιχειρήσεως μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο. Στην παρούσα υπόθεση, η SBT και η Altus έλαβαν τις αποφάσεις τους τελείως ανεξάρτητα από τη CL και, κατά μείζονα λόγο, από το γαλλικό Δημόσιο. Η ίδια η Επιτροπή, με τις αποφάσεις που εξέδωσε σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη CL, τόνισε ότι το γεγονός ότι η CL δεν ασκούσε έλεγχο επί των θυγατρικών της, και συγκεκριμένα επί της Altus, αποτελούσε έναν από τους κυριότερους λόγους για τις οικονομικές δυσχέρειες της CL .
52. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το γαλλικό Δημόσιο ήταν πανταχού παρόν στη CL, στην SBT και στην Altus: το γαλλικό Δημόσιο έλεγχε άμεσα και έμμεσα το κεφάλαιο, τα δικαιώματα ψήφου και τους διορισμούς των προέδρων και των μελών των διαφόρων διοικητικών συμβουλίων (conseils d'administrations). Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτή η μορφή δυνητικού ελέγχου αρκεί για να αποδειχθεί ότι τα ληφθέντα μέτρα μπορούν να καταλογιστούν στο Δημόσιο. Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στον ορισμό που δίδει στις δημόσιες επιχειρήσεις η οδηγία περί διαφάνειας . Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν επιτρέπεται να επικαλείται το γεγονός ότι απέσχε κατά σύστημα από την άσκηση ελέγχου επί του ομίλου CL ή να υποστηρίζει ότι τα αξίας 450 εκατ. FRF μέτρα δεν ήταν αρκετά σημαντικά, ώστε να επισύρουν την προσοχή του διοικητικού συμβουλίου της CL.
53. Κατά πάγια νομολογία, την οποία δεν αμφισβητούν οι διάδικοι, ένα μέτρο θεωρείται ως κρατική ενίσχυση μόνον εφόσον οφείλεται στη συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους .
54. Η εξήγηση για τη νομολογία αυτή είναι η εξής. Από τη διατύπωση του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης συνάγεται ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη μέλη και των ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους. Εντούτοις, σήμερα είναι πλέον σαφές ότι «οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη» πρέπει να χορηγούνται επίσης με κρατικούς πόρους. Το δεύτερο σκέλος της διαζεύξεως που χρησιμοποιείται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης (ενισχύσεις που χορηγούνται με κρατικούς πόρους) εξυπηρετεί επομένως την αποφυγή μόνον του ενδεχομένου καταστρατηγήσεως των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων μέσω της αποκεντρώσεως ή της «ιδιωτικοποιήσεως» της χορηγήσεως των ενισχύσεων. Αυτό όμως σημαίνει ότι, όταν η ενίσχυση χορηγείται, κατά το δεύτερο σκέλος της διαζεύξεως, «με κρατικούς πόρους», το επίμαχο μέτρο πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ενέργειας του οικείου κράτους μέλους. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιβεβαιώνεται από την επικεφαλίδα του σχετικού τμήματος της Συνθήκης: «Κρατικές ενισχύσεις», από την οποία συνάγεται ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να μπορεί τελικά να καταλογιστεί στις δημόσιες αρχές.
55. Από την άποψη αυτή, νομίζω ότι θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηρίζονται αυτόματα ως κρατικά μέτρα οι αποφάσεις που λαμβάνουν αυτοτελώς οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι άλλοι φορείς που δεν συνιστούν δημόσιες αρχές. Για παράδειγμα, οι εμπορικού χαρακτήρα αποφάσεις μιας ανήκουσας στο Δημόσιο ζυθοποιίας, οι οποίες λαμβάνονται χωρίς καμία παρέμβαση των δημόσιων αρχών, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι η οδηγία περί διαφάνειας επιδιώκει τη διευκόλυνση του ελέγχου των ενισχύσεων που χορηγούνται «από» τις αρχές «μέσω» δημόσιων επιχειρήσεων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών (άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β_) και ότι κάνει σαφή διάκριση μεταξύ δημόσιων αρχών και δημόσιων επιχειρήσεων (άρθρο 2, παράγραφος 1).
56. Είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο ερμηνεύει την έννοια του Δημοσίου ή του κράτους ευρύτερα σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, όταν το τιθέμενο ζήτημα είναι κατά πόσον η οδηγία παράγει άμεσο αποτέλεσμα και κατά πόσον επιτρέπεται η επίκλησή της έναντι του κράτους - οι οδηγίες επιβάλλουν υποχρεώσεις κατά κανόνα μόνον έναντι των κρατών στα οποία απευθύνονται - η έννοια «κράτος» ερμηνεύεται ευρέως και μπορεί να θεωρηθεί ότι όλες οι δημόσιες αρχές, ακόμη και οι δημόσιες επιχειρήσεις, καλύπτονται από την έννοια αυτή. Η ερμηνεία αυτή όμως δεν μπορεί αυτόματα να ισχύσει κατ' αναλογία για τις διατάξεις της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων. Η έννοια του κράτους ή του Δημοσίου πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και τους σκοπούς τους· ορθώς το Δικαστήριο προβαίνει σε λειτουργική προσέγγιση, βασίζοντας την ερμηνεία του επί της όλης οικονομίας και του σκοπού των διατάξεων στις οποίες εντάσσεται η έννοια αυτή .
57. Όταν πρόκειται για τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένα συγκεκριμένο μέτρο δημόσιας επιχειρήσεως να καταλογιστεί στο Δημόσιο;
58. Με την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το επίδομα αλληλεγγύης που χορηγούσε το Caisse nationale de crédit agricole στους αγρότες «αποφασίστηκε και χρηματοδοτήθηκε από δημόσιο ίδρυμα», η χορήγησή του εξαρτιόταν «από την έγκριση των δημόσιων αρχών», οι λεπτομέρειες χορηγήσεώς του αντιστοιχούσαν «προς εκείνες μιας συνήθους κρατικής ενισχύσεως», η δε Γαλλική Κυβέρνηση το «εμφάνισε ότι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου μέτρων υπέρ των γεωργών που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή» .
59. Στην υπόθεση Van der Kooy το Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι το Δημόσιο κατείχε το 50 % των μετοχών και διόριζε το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Gasunie, δεύτερον, ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση είχε την εξουσία εγκρίσεως των τιμών που καθόριζε η Gasunie και επομένως τη δυνατότητα να εμποδίζει την εφαρμογή των τιμών που δεν της ήταν αρεστές και, τρίτον, ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση είχε ασκήσει επιτυχώς, σε δύο περιπτώσεις, την επιρροή της επί της Gasunie για την τροποποίηση των τιμών της. Από τα στοιχεία αυτά, «θεωρούμενα στο σύνολό τους», προέκυπτε ότι η Gasunie δεν διέθετε πλήρη αυτονομία, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών του φυσικού αερίου, αλλά ενεργούσε «υπό τον έλεγχο και τις οδηγίες» των δημόσιων αρχών. Κατά το Δικαστήριο, ήταν σαφές ότι η Gasunie δεν μπορούσε να ορίζει τις τιμές αυτές «χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημοσίων αρχών» .
60. Στις δύο υποθέσεις που παρέθεσα ήδη σχετικά με τα μέτρα που είχαν λάβει οι ιταλικές επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου ENI και IRI, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων τους και των οργάνων διαχειρίσεως διορίζονταν με υπουργική απόφαση και δεν είχαν πλήρη ελευθερία δράσης, διότι έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη τις οδηγίες μιας κρατικής επιτροπής οικονομικού προγραμματισμού. Τα στοιχεία αυτά, «θεωρούμενα στο σύνολό τους», αποδείκνυαν ότι η ENI και η IRI ενεργούσαν «υπό τον έλεγχο» του ιταλικού κράτους .
61. Στην υπόθεση Air France το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο είχε τυπικά ληφθεί από ανώνυμη εταιρία διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο, είχε εφαρμοστεί στην πραγματικότητα «υπό την καθοριστική ώθηση του πλειοψηφούντος μετόχου», του Caisse des dépôts et consignations. Το ίδιο το Caisse είχε ιδρυθεί με νόμο, υπέκειτο στην εποπτεία και στην εγγύηση της νομοθετικής εξουσίας, το έργο του συνίστατο στη διαχείριση ιδιωτικών και δημόσιων κεφαλαίων που προέρχονταν από υποχρεωτικές καταθέσεις, η λειτουργία του διεπόταν από νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και ο γενικός διευθυντής του και τα άλλα διευθυντικά στελέχη διορίζονταν από τον ρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Γαλλική Κυβέρνηση. Τα στοιχεία αυτά αρκούσαν για να γίνει δεκτό ότι το Caisse εμπίπτει «στον δημόσιο τομέα» και η Επιτροπή καλώς χαρακτήρισε το Caisse ως «ίδρυμα ανήκον στον δημόσιο τομέα, του οποίου η συμπεριφορά καταλογίζεται στο γαλλικό Δημόσιο». Ο δημόσιος χαρακτήρας του Caisse δεν αναιρείται από την ύπαρξη κανόνων που διασφάλιζαν τη νομική αυτονομία του έναντι των πολιτικών οργάνων του κράτους .
62. Μεταξύ των ανωτέρω παρατεθεισών αποφάσεων φαίνεται να υπάρχει μια πολύ λεπτή ισορροπία. Με την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας το Δικαστήριο διαπίστωσε συγκεκριμένα ότι το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη μέτρο απέρρεε από τη δράση του Δημοσίου. Με την απόφαση Van der Kooy το Δικαστήριο συνήγαγε από το σύνολο των περιστάσεων ότι το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο απέρρεε προφανώς από την παρέμβαση του Δημοσίου. Στις δύο ιταλικές υποθέσεις το Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η ENI και η IRI λειτουργούσαν γενικά υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Στην υπόθεση Air France το ρωτοδικείο ασχολήθηκε κυρίως με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του Caisse και δεν εξέτασε κατά πόσον οι δημόσιες αρχές επηρέαζαν αποφασιστικά την εκ μέρους του Caisse λήψη των αποφάσεών του - στη συγκεκριμένη περίπτωση ή ακόμη γενικότερα.
63. Η έκταση του ελέγχου του Δικαστηρίου ενδέχεται να εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο εμπλέκονται ενδεχομένως οι δημόσιες αρχές. Για παράδειγμα, το μέτρο υπέρ της Air France αφορούσε τον μεγαλύτερο γαλλικό αερομεταφορέα, ο οποίος είναι ένας από τους τρεις μεγαλύτερους της Ευρώπης. Επιπλέον, το γαλλικό Δημόσιο έλεγχε τόσο την επιχείρηση που χορήγησε την ενίσχυση όσο και τον αποδέκτη της ενισχύσεως (το γαλλικό Δημόσιο κατείχε περισσότερο από 99 % του μετοχικού κεφαλαίου της Air France). Στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Γαλλία και Van der Kooy η εμπλοκή των δημόσιων αρχών ήταν ίσως - εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον - λιγότερο προφανής.
64. Δεν είναι εύκολο να καθιερωθεί ένα γενικό κριτήριο για να εξακριβώνεται αν ένα συγκεκριμένο μέτρο δημόσιας επιχειρήσεως μπορεί να αναχθεί ή να καταλογιστεί στο κράτος.
65. ρώτον, το Δημόσιο δεν μπορεί να θεωρείται ότι ευθύνεται για συγκεκριμένο χρηματοδοτικό μέτρο, όταν η εμπορική επιχείρηση της οποίας το Δημόσιο κατέχει μετοχές ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς . Επομένως, δεν αρκεί να αποτελεί ο φορέας που χορηγεί την ενίσχυση δημόσια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας περί διαφάνειας. Το γεγονός ότι οι δημόσιες αρχές ενδέχεται να ασκούν άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή δεν αποδεικνύει ότι άσκησαν πράγματι την επιρροή τους αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση.
66. Δεύτερον, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος καταστρατηγήσεως των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, όταν οι δημόσιες επιχειρήσεις ενεργούν - ανοικτά ή συγκαλυμμένα, κατά σύστημα ή σε μεμονωμένες περιπτώσεις - ως «μεσάζοντες», τους οποίους χρησιμοποιούν οι δημόσιες αρχές για να παρεμβαίνουν υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή βιομηχανικών κλάδων . Η εμπλοκή του Δημοσίου δεν χρειάζεται συνεπώς να λαμβάνει τη μορφή ρητών οδηγιών. Νομίζω αντίθετα ότι αρκεί να αποδεικνύεται, κατόπιν αναλύσεως των γεγονότων και περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν μπορούσε να λάβει την επίμαχη απόφαση «χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημοσίων αρχών» .
67. Μεταξύ των πραγματικών στοιχείων και των περιστάσεων που θα μπορούσαν να λαμβάνονται υπόψη καταλέγονται, κατά τη γνώμη μου, για παράδειγμα τα εξής:
- αποδεικτικά στοιχεία ότι το μέτρο ελήφθη κατόπιν προτροπής του Δημοσίου,
- η φύση και η έκταση του μέτρου (εδώ θα μπορούσε να υπάρχει κάποια αλληλεπικάλυψη με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή/δανειστή, το οποίο θα εξετάσω κατωτέρω),
- ο βαθμός ελέγχου που ασκεί το Δημόσιο επί της οικείας δημόσιας επιχειρήσεως και
- η γενική πρακτική της χρησιμοποιήσεως της οικείας επιχειρήσεως για μη εμπορικούς σκοπούς ή η πρακτική επηρεασμού των αποφάσεών της.
68. Λόγω των δυσχερειών αποδείξεως και του προφανούς κινδύνου καταστρατηγήσεως, οι κανόνες περί των αποδεικτικών στοιχείων δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά αυστηροί. Η ύπαρξη ενδείξεων και μόνο (ακόμη και δημοσιευμάτων του Τύπου) θα πρέπει να θεωρείται αρκετή.
69. Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι τα πρωτοφανή οικονομικά προβλήματα της CL οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το γαλλικό Δημόσιο δεν άσκησε αποτελεσματικά την εποπτεία του επί της CL και των θυγατρικών της. Όσον αφορά την εποπτεία επί της ίδιας της CL, υπήρξαν, σύμφωνα με την απόφαση 98/490, «σοβαρή έλλειψη διακυβέρνησης της επιχείρησης», «ανευθυνότητα των αποφάσεων των [...] διοικητών της τράπεζας», «έλλειψη διαφάνειας στη διαχείριση και τους λογαριασμούς της επιχείρησης» και γενικά «έλλειψη εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων» . Όσον αφορά τις θυγατρικές της CL, από την έκθεση μιας εξεταστικής επιτροπής του γαλλικού Κοινοβουλίου, την οποία παραθέτει η Επιτροπή, προκύπτει ότι η Altus αποτελούσε «άτυπη θυγατρική εταιρία», η οποία πραγματοποιούσε ασυνήθεις και ριψοκίνδυνες οικονομικές πράξεις, ότι είχε αφεθεί εσκεμμένα εκτός του συστήματος εσωτερικού ελέγχου του ομίλου CL και ότι ο μόνος ιεραρχικός δεσμός μεταξύ της CL και της Altus ήταν μια εβδομαδιαία συνάντηση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της CL και του διευθυντή της Altus.
70. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει, πρώτον, ότι το Δημόσιο δεν εκπροσωπούνταν στο διοικητικό συμβούλιο, στα όργανα διαχειρίσεως ή στην επιτροπή χορηγήσεως δανείων της SBT, η οποία χορήγησε τα περισσότερα από τα επίμαχα δάνεια και παρέσχε τις περισσότερες από τις επίμαχες εγγυήσεις, ούτε άλλωστε στα όργανα διαχειρίσεως ή στην επιτροπή χορηγήσεως δανείων της Altus.
71. Δεύτερον, η ίδια η Stardust αποτελούσε σχετικά μικρή επιχείρηση και τα δάνεια και οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν στη Stardust και στους πελάτες της ήταν επίσης χαμηλά, σε σύγκριση με το σύνολο των δανείων και εγγυήσεων που παρείχαν η CL και οι θυγατρικές της. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανείς λόγος (ούτε κανένα αποδεικτικό στοιχείο) να γίνει δεκτό ότι το διοικητικό συμβούλιο της CL ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι της CL ή οποιοσδήποτε εκπρόσωπος των δημόσιων αρχών γνώριζαν τη χορήγηση των δανείων και την παροχή των εγγυήσεων αυτών. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το γαλλικό Δημόσιο ή η CL προσπάθησαν πριν από τον Οκτώβριο 1994 να επηρεάσουν τις αποφάσεις της SBT ή της Altus σχετικά με τη Stardust.
72. Τρίτον, η CL, η SBT και η Altus ενεργούσαν υπό τη νομική μορφή των συνήθων εμπορικών εταιριών ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τα συνήθη εμπορικά κριτήρια και υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, κατά τη γαλλική νομοθεσία, η CL, η SBT και η Altus ήσαν αυτοτελείς, όσον αφορά τη διαχείρισή τους, από τους μετόχους τους, οπότε το Δημόσιο δεν είχε κανένα νομικό μέσο για την έγκριση, την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων των διευθυνόντων συμβούλων ή του διοικητικού συμβουλίου της CL ή, κατά μείζονα λόγο, των θυγατρικών της, δηλαδή της SBT και της Altus.
73. Εν πάση περιπτώσει, ομολογώ ότι δεν μπορώ να εντοπίσω κανένα στοιχείο στην προσβαλλόμενη απόφαση ή στα έγγραφα της δικογραφίας από το οποίο να προκύπτει ότι οι γαλλικές αρχές επηρέασαν άμεσα ή έμμεσα τις αποφάσεις της SBT ή της Altus σχετικά με τη Stardust ή ότι οι αρχές αυτές γνώριζαν έστω τις αποφάσεις αυτές. Ούτε άλλωστε προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι η SBT ή η Altus επιδίωκαν, σε σχέση με τη Stardust ή γενικά, μη εμπορικούς σκοπούς. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η SBT και η Altus λάμβαναν τις αποφάσεις τους σχετικά με τη Stardust με πλήρη εμπορική αυτονομία, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη πραγματικές ή υποτιθέμενες απαιτήσεις των δημόσιων αρχών.
74. Η Επιτροπή αντιτάσσει στα ανωτέρω, πρώτον, ότι η έννοια της ενισχύσεως συνιστά αντικειμενική έννοια και ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των κρατικών μέτρων σε συνάρτηση με τις αιτίες τους ή τους σκοπούς τους, αλλά τα ορίζει με βάση τα αποτελέσματά τους.
75. Συμφωνώ ότι τα ζητήματα κατά πόσον ένα συγκεκριμένο κρατικό μέτρο παρέχει σε ορισμένες επιχειρήσεις πλεονεκτήματα και στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό πρέπει να επιλύονται βάσει αντικειμενικών και μόνον κριτηρίων και της αναλύσεως των αποτελεσμάτων του οικείου μέτρου. Στην παρούσα υπόθεση όμως ανακύπτει το προκαταρκτικό ζήτημα αν τα επίμαχα μέτρα συνιστούν πράγματι κρατικά μέτρα. Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί σε συνάρτηση μόνο με τα αποτελέσματα του μέτρου, διότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή επί των μη κρατικών μέτρων που παρέχουν πλεονεκτήματα σε ορισμένες επιχειρήσεις και στρεβλώνουν ή απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό.
76. Η Επιτροπή αντιτάσσει, δεύτερον, ότι οι γαλλικές αρχές είχαν προειδοποιηθεί ήδη από το 1991 για τα σοβαρά προβλήματα διαχειρίσεως της Altus. Κατά την Επιτροπή, δεν πρέπει να επιτραπεί στη Γαλλική Κυβέρνηση να επικαλεστεί το γεγονός ότι παρέλειψε κατά σύστημα να ασκήσει έλεγχο επί της CL και των θυγατρικών της.
77. Κατά την άποψή μου, η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, διότι προϋπόθεση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως είναι να έχει παρέμβει πράγματι το Δημόσιο. Αναμφίβολα δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος να εφαρμόζουν οι πλημμελώς ελεγχόμενες δημόσιες τράπεζες ριψοκίνδυνες εμπορικές πρακτικές ούτε ο έμμεσος κίνδυνος να επιδιώξει το οικείο κράτος μέλος, σε περίπτωση χρηματοοικονομικών προβλημάτων, να χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις στις τράπεζες αυτές. Θεωρώ πάντως ότι ο πρώτος από τους κινδύνους αυτούς δεν έχει άμεση σχέση με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων και ότι ο δεύτερος, ακόμη και αν συνεπάγεται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, δεν ασκεί καμία επιρροή στην παρούσα υπόθεση, αντικείμενο της οποίας είναι οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στον τομέα της εκμισθώσεως σκαφών αναψυχής.
78. Κατά συνέπεια, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα δάνεια που χορήγησαν και οι εγγυήσεις που παρέσχον στη Stardust η SBT και η Altus αποτελούσαν το αποτέλεσμα συμπεριφοράς καταλογιστής στο γαλλικό Δημόσιο. Κατά συνέπεια, η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να ακυρωθεί.
Η υποχρέωση αιτιολογήσεως
79. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Επιτροπής αντιβαίνει οπωσδήποτε στο άρθρο 253 της Συνθήκης, καθόσον η Επιτροπή δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα μέτρα υπέρ της Stardust συνιστούσαν ενισχύσεις «που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους», υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
80. Ειδικότερα, η Επιτροπή συνάγει από την πρόσφατη απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.
81. Κατά πάγια νομολογία, από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 253 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να προκύπτει σαφώς και χωρίς διφορούμενα η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που θέσπισε το προσβαλλόμενο μέτρο, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη θέσπισή του και το Δικαστήριο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. Εντούτοις, δεν απαιτείται να εξετάζεται στην εν λόγω αιτιολογία κάθε κρίσιμο πραγματικό ή νομικό στοιχείο: το ζήτημα αν η αιτιολογία ικανοποιεί τις εν λόγω επιταγές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με τη διατύπωσή της, αλλά και με το πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Στο πλαίσιο της τηρήσεως της ανωτέρω αρχής για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως, η Επιτροπή πρέπει να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που από τις περιστάσεις της χορηγήσεως της ενισχύσεως προκύπτει ότι «χορηγήθηκε από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους», η Επιτροπή πρέπει τουλάχιστον να εκθέσει τις περιστάσεις αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της .
82. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή εκθέτει ότι η CL ήταν ο φορέας «μέσω του οποίου χορηγήθηκε η ενίσχυση» . Με τη σχετική υποσημείωση η Επιτροπή προσθέτει ότι, «σύμφωνα με τη νομολογία σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, οι πόροι μια δημόσιας επιχείρησης όπως η Crédit Lyonnais είναι κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης». Η Επιτροπή εκθέτει επίσης ότι «η παρασχεθείσα στήριξη εξέρχεται των ορίων της αναμενόμενης συνετής συμπεριφοράς ενός τραπεζίτη και συνιστά κρατική ενίσχυση, καθότι οι πόροι του Δημοσίου που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της στήριξης, μέσω της Crédit Lyonnais, ήταν κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης» , και ότι «οι πόροι της Crédit Lyonnais - η οποία είναι δημόσια επιχείρηση - που διατέθηκαν [...] μέσω των θυγατρικών της SBT και Altus είναι κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης» . Τέλος, η Επιτροπή αναφέρεται στη «συνεχή παροχή στήριξης του κράτους προς τη Stardust, μέσω του ομίλου Crédit Lyonnais» .
83. Φρονώ ότι τα ανωτέρω εξηγούν για ποιους λόγους η Επιτροπή θεώρησε ότι οι πόροι της SBT και της Altus αποτελούν κρατικούς πόρους.
84. Εντούτοις, σε κανένα σημείο η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι τα δάνεια που χορήγησαν και οι εγγυήσεις που παρέσχον στη Stardust η SBT και η Altus πριν από τον Οκτώβριο του 1994 πρέπει να καταλογιστούν στο γαλλικό Δημόσιο. Εξάλλου, από κανένα από τα αναφερόμενα στην απόφαση στοιχεία δεν προκύπτει ότι το γαλλικό Δημόσιο είχε πράγματι την ευθύνη για τα μέτρα αυτά.
85. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 253 της Συνθήκης.
Επικουρικά: ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή
86. Δεδομένου ότι προτείνω να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, θα εξετάσω επικουρικά μόνον και με πολύ συντομία τα ζητήματα που θέτει ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.
87. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή του επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, πρώτον, επειδή εκτίμησε εκ των υστέρων τα δάνεια και τις εγγυήσεις των SBT και Altus προς τη Stardust και τους πελάτες της και όχι στο πλαίσιο των ετών 1990, 1991, 1992, 1993 και 1994, δηλαδή κατά τα έτη χορηγήσεώς τους, και, δεύτερον, επειδή ανέλυσε τη συμπεριφορά της SBT και της Altus υπερβολικά περιοριστικά και δεν έλαβε υπόψη ένα μεγάλο αριθμό στοιχείων, όπως ήταν οι προοπτικές της αγοράς εκμισθώσεως σκαφών αναψυχής ή οι απάτες που διέπραξε ο διευθυντής της Stardust.
88. Η Επιτροπή ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι εκτίμησε τις χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο στο οποίο χορηγήθηκαν πριν από το 1995 και ότι τα τρία στοιχεία που έλαβε υπόψη αρκούσαν ως έρεισμα του συμπεράσματός της ότι η χρηματοδότηση αυτή δεν θα είχε χορηγηθεί στη Stardust από ιδιώτη επενδυτή που θα ενεργούσε υπό τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά ήσαν τα εξής:
- η SBT και η Altus χρηματοδότησαν όχι μόνον τη Stardust, αλλά και επενδυτές που επιθυμούσαν να αγοράσουν μερίδια σκαφών που διαχειριζόταν η Stardust, πράγμα που σημαίνει ότι ανέλαβαν κινδύνους όχι μόνον έναντι της Stardust, αλλά και έναντι των πελατών της,
- η SBT και η Altus ανέλαβαν κινδύνους υπό μορφή δανειοδοτήσεων και εγγυοδοσιών που υπερέβαιναν κατά δύο και πλέον φορές το σύνολο του ισολογισμού,
- η SBT και η Altus ενήργησαν ως ο μόνος τραπεζίτης της Stardust.
89. Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να εξακριβώνεται κατά πόσον ορισμένα μέτρα όπως τα επίμαχα εν προκειμένω αποτελούν ενισχύσεις, από την άποψη του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, είναι αναγκαίο να εξετάζεται αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής συγκρίσιμου μεγέθους θα είχε εισφέρει ισόποσα κεφάλαια ή, με άλλα λόγια, αν στην επιχείρηση υπέρ της οποίας ελήφθη το μέτρο παρασχέθηκαν οικονομικά οφέλη που δεν θα είχαν παρασχεθεί υπό συνήθεις περιστάσεις . Αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι η σύγκριση πρέπει να γίνεται σε σχέση με τη συμπεριφορά που θα επιδείκνυε, υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, ένας ιδιώτης επενδυτής κατά τον χρόνο της χορηγήσεως των επίμαχων δανείων και εγγυήσεων, βάσει των διαθέσιμων τότε στοιχείων και των προβλέψιμων τότε εξελίξεων .
90. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επανειλημμένα αναφέρει ρητά τη γενική αρχή ότι τα επίμαχα μέτρα πρέπει να αναλύονται εντός του πλαισίου στο οποίο ελήφθησαν και όχι εκ των υστέρων . Στην προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν αναλύεται το πλαίσιο της χρονικής περιόδου (1990-1994) κατά την οποία χορηγήθηκαν πράγματι τα δάνεια και οι εγγυήσεις. Στην πραγματικότητα, από το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις της SBT και της Altus στα τέλη του 1994 έφθαναν το διπλάσιο του ισολογισμού της Stardust η Επιτροπή συνάγει ότι όλες οι αποφάσεις της SBT και της Altus σχετικά με τη Stardust κατά τα προηγούμενα έτη ήσαν οπωσδήποτε ασυμβίβαστες με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή.
91. Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι δεν μπορούσε να εκτιμήσει το γενικό πλαίσιο των ετών 1992, 1993 και 1994, διότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν της είχε παράσχει, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, τα αναγκαία στοιχεία. Όταν η Γαλλική Κυβέρνηση προσκόμισε πίνακα των εγγράφων που της είχε διαβιβάσει κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι της είχαν αποσταλεί πράγματι πολλά και λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα μέτρα στηρίξεως που είχαν λάβει η SBT και η Altus υπέρ της Stardust και σχετικά με τις δραστηριότητες της Stardust μεταξύ 1990 και 1994.
92. Κατά την άποψή μου, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή, καθόσον δεν εξέτασε τα δάνεια και τις εγγυήσεις που χορηγήθηκαν στη Stardust εντός του χρονικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η χορήγησή τους, μολονότι διέθετε λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω περιόδους.
93. Ομολογώ ότι έχω αμφιβολίες ακόμα και ως προς τα τρία στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή. ρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι οι SBT και Altus ήταν ο μόνος τραπεζίτης της Stardust, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να έχει μια σχετικά μικρή επιχείρηση έναν μόνον τραπεζίτη. Δεύτερον, δέχομαι ότι τα δύο άλλα στοιχεία (έκταση του κινδύνου σε σύγκριση με τον ισολογισμό, υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού) έχουν κρίσιμη σημασία. Εντούτοις, αν ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου , η απόλυτη και απαρέγκλιτη εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλα κριτήρια, όπως είναι τα χαρακτηριστικά της αγοράς σκαφών αναψυχής, το φορολογικό σύστημα στο οποίο στηριζόταν η επιχειρηματική δράση της Stardust, οι απάτες που διέπραξε πιθανώς ο διευθυντής της Stardust ή τα κέρδη που προσδοκούσαν να αποκομίσουν η SBT και η Altus σε περίπτωση αυξήσεως του κύκλου εργασιών της Stardust, η οποία αποτελούσε ουσιαστικά νέα επιχείρηση, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, τυπολατρική και υπερβολικά αυστηρή και περιοριστική. Δεδομένου όμως ότι η Επιτροπή οπωσδήποτε παρέλειψε να εξετάσει τα επίμαχα μέτρα εντός του πλαισίου στο οποίο θεσπίστηκαν, δεν χρειάζεται να συνεχίσω την εξέταση του ζητήματος αυτού.
94. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει οπωσδήποτε να ακυρωθεί, αφού η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή.
95. Κατόπιν του συμπεράσματός μου ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση είναι βάσιμοι, δεν χρειάζεται να εξετάσω τους άλλους λόγους, οι οποίοι προβάλλονται ακόμη επικουρικότερα.
ρόταση
96. Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο:
1) να ακυρώσει την απόφαση 200/513/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση Stardust Marine,
2) να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.