Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998TJ0191

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2003.
    Atlantic Container Line AB και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ανταγωνισμός.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-191/98, T-212/98 έως T-214/98.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 II-03275

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2003:245

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-191/98, T-212/98 έως T-214/98


    Atlantic Container Line AB κ.λπ.
    κατά
    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων


    «Ανταγωνισμός – Ναυτιλιακές διασκέψεις – Κανονισμός (ΕΟΚ) 4056/86 – Εξαίρεση κατά κατηγορία – Ατομική εξαίρεση – Συλλογική δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Προσχωρήσεις στη διάσκεψη – Προσβολή της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού – Ανάκληση της εξαιρέσεως κατά κατηγορία – Πρόστιμα – Δικαιώματα άμυνας»

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2003
        

    Περίληψη της αποφάσεως

    1..
    Διαδικασία – Αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων – Περιεχόμενο

    2..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση αιτιάσεων – Προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο μπορεί να τροποποιήσει η Επιτροπή – Δυνατότητα της Επιτροπής να ζητεί περαιτέρω πληροφορίες – Όρια

    3..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση αιτιάσεων – Αναγκαίο περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 4)

    4..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη

    5..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Υποχρέωση της Επιτροπής να προσκομίζει τα επιβαρυντικά στοιχεία

    6..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποκλεισμός αποδεικτικών στοιχείων μη γνωστοποιηθέντων στους διαδίκους – Συνέπειες – Αδυναμία αποδείξεως της αντίστοιχης αιτιάσεως βάσει των εγγράφων αυτών

    7..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Απόφαση μη πανομοιότυπη με την ανακοίνωση αιτιάσεων – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Προϋπόθεση – Απόδειξη εκ μέρους της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως περί καταλογισμού νέων αιτιάσεων

    8..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Εισαγωγή νέων ισχυρισμών κατά το στάδιο της αποφάσεως περί διαπιστώσεως της παραβάσεως – Κύρωση – Προϋπόθεση

    9..
    Διαδικασία – Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Τυπικές προϋποθέσεις – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών – Σαφής έκθεση των νομικών ισχυρισμών

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ)· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γ΄ και δ΄)]

    10..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Αντικείμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο – Επιβαρυντικά στοιχεία – Αποκλεισμός των μη γνωστοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων – Απαλλακτικά στοιχεία – Εκτίμηση από την Επιτροπή και μόνον της χρησιμότητας της γνωστοποιήσεώς τους – Δεν επιτρέπεται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 § 1 και 86 (νυν άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ)· κανονισμοί 17, 1017/68 και 4056/86 του Συμβουλίου]

    11..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Έγγραφα μη περιεχόμενα στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως – Έγγραφα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για την άμυνα των διαδίκων – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Προϋποθέσεις

    12..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Έγγραφα μη περιεχόμενα στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, τα οποία δεν χρησιμοποίησε η Επιτροπή ως επιβαρυντικά στοιχεία – Υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στους διαδίκους με δική της πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα αυτά – Δεν υφίσταται

    13..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Όρια – Επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση και δυνάμενη να λάβει ανταποδοτικά μέτρα κατά των προσώπων που παρέσχον πληροφορίες στην Επιτροπή

    14..
    Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Ανακοίνωση αιτιάσεων – Δεν περιλαμβάνεται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ)]

    15..
    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αποστολή εκ μέρους της Επιτροπής στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μεγάλου αριθμού αιτήσεων παροχής πληροφοριών μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων – Όρια της επιβαρύνσεως αυτής – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

    16..
    Μεταφορές – Θαλάσσιες μεταφορές – Κανόνες ανταγωνισμού – Εξαίρεση κατά κατηγορία – Στενή ερμηνεία – Υπηρεσίες μη συνιστώσες υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86 – Δεν εμπίπτουν

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)· κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2 και άρθρο 3]

    17..
    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Εφαρμογή ανάλογα με τις εθνικές πρακτικές των κρατών μελών ή ορισμένων τρίτων κρατών – Δεν επιτρέπεται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 (νυν άρθρο 81 ΕΚ)]

    18..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Συλλογική δεσπόζουσα θέση – Έννοια – Ναυτιλιακή διάσκεψη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)· κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3, στοιχ. β΄]

    19..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Συλλογική δεσπόζουσα θέση – Ύπαρξη – Μέσα εξακριβώσεως – Συνεκτίμηση συμφωνίας μολονότι αυτή απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ)

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 και άρθρο 86 (νυν άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ)· κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3, στοιχ. β΄]

    20..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Συλλογική δεσπόζουσα θέση – Έννοια – Αναγκαιότητα εξαλείψεως κάθε ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων – Δεν υφίσταται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    21..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Συλλογική δεσπόζουσα θέση – Έννοια – Ναυτιλιακή διάσκεψη – Αποκλείεται σε περίπτωση σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    22..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Συλλογική δεσπόζουσα θέση – Έννοια – Ναυτιλιακή διάσκεψη – Δεν ασκούν κατ' αρχήν επιρροή άλλες μορφές ανταγωνισμού εφόσον υφίσταται κοινή στρατηγική στον τομέα των τιμών

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    23..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Οριοθέτηση – Κριτήρια

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    24..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Ύπαρξη – Κατοχή εξαιρετικά σημαντικών μεριδίων αγοράς – Γενικώς επαρκής ένδειξη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    25..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Έννοια – Τεκμήριο υπάρξεως σε περίπτωση κατοχής πλέον του ημίσεος των μεριδίων αγοράς

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    26..
    Ανταγωνισμός – Θαλάσσιες μεταφορές – Δεσπόζουσα θέση – Κατοχή σημαντικών μεριδίων αγοράς – Γενικώς επαρκής ένδειξη

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)· κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 8]

    27..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Έννοια – Ικανότητα επιβολής τακτικών αυξήσεων στις τιμές – Μη απαραίτητο στοιχείο

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    28..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Aπαλλαγή – Εξαίρεση – Υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Δυνατότητα της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως να προστατεύει τα συμφέροντά της, εφόσον δεν προβαίνει σε ενίσχυση ή κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεώς της

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    29..
    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής – Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)]

    30..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσεως – Ναυτιλιακή διάσκεψη – Εισδοχή νέων μελών – Στοιχείο δυνάμενο να αποτελεί κατάχρηση

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    31..
    Μεταφορές – Θαλάσσιες μεταφορές – Κανόνες ανταγωνισμού – Εξαίρεση κατά κατηγορία – Κανονισμός 4056/86 περί θαλασσίων μεταφορών – Στενή ερμηνεία

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1, ΕΚ)· κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3, στοιχ. β΄, και άρθρο 3]

    32..
    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κοινοποίηση – Αποτελέσματα – Ευεργέτημα της ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα – Ανάγκη ρητής διατάξεως – Ασυλία μη προβλεπόμενη στον κανονισμό 1017/68

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)· κανονισμός 1017/68 του Συμβουλίου]

    33..
    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κοινοποίηση – Αποτελέσματα – Ασυλία ως προς τα πρόστιμα προβλεπόμενη στο άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 περί των θαλασσίων μεταφορών – Πεδίο εφαρμογής – Παραβάσεις των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (νυν άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)· κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 2, στοιχ. α΄, και άρθρο 4, εδ. 2]

    34..
    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καταμερισμός ενός συνολικού ποσού μεταξύ διαφόρων ομάδων επιχειρήσεων που διαμορφώνονται με βάση το μέγεθος των επιχειρήσεων που μετέσχον στην παράβαση – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

    35..
    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Αρκεί

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2]

    36..
    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιχείρηση μέλος ναυτιλιακής διασκέψεως – Εκτίμηση με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως – Επιτρέπεται – Συνεκτίμηση των λοιπών ατομικών περιστάσεων που προσιδιάζουν σε κάθε μία των μετεχουσών επιχειρήσεων – Δεν είναι υποχρεωτική

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 4056/86, άρθρο 19)

    37..
    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή – Οι επιχειρηματίες δεν δύνανται να επικαλούνται τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως – Αύξηση του γενικού επιπέδου των προστίμων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, 1017/68 και 4056/86)

    38..
    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Κοινοποίηση συμφωνίας η οποία διευκόλυνε τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των πρακτικών που αυτή προβλέπει

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    39..
    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Πρακτικές σχετικές με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται μεταξύ ενός φορτωτή και μιας ναυτιλιακής διασκέψεως ή ενός μεταφορέα

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

    40..
    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Βάρος αποδείξεως

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 178 και 215 (νυν άρθρα 235 ΕΚ και 288 ΕΚ)]

    1.
    Η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία. βλ. σκέψη 90

    2.
    Δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο μπορεί να τροποποιήσει η Επιτροπή, ιδίως για να λάβει υπόψη την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ουδόλως απαιτείται να έχει οριστικά περατώσει η Επιτροπή τη διοικητική της έρευνα κατά τον χρόνο της εκδόσεως της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορίζεται όσον αφορά τα ζητήματα που προτίθεται να εγείρει με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που αποστέλλει μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, εφόσον ωστόσο, αφενός, σύμφωνα με τις διατάξεις των εφαρμοστέων κανονισμών, τα ζητήματα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα συλλογής των αναγκαίων για την έρευνα πληροφοριών και, αφετέρου, η Επιτροπή παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με τους νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς που η Επιτροπή προτίθεται να αντλήσει από τις απαντήσεις που οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έδωσαν στα εν λόγω ερωτήματα. βλ. σκέψη 122

    3.
    H ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπον αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επέκρινε η Επιτροπή. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε μια διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι δόθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων η ευκαιρία να εκφέρουν, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, λυσιτελώς τη γνώμη τους επί του αληθούς και της επιρροής που ασκούν τα πραγματικά περιστατικά, οι αιτιάσεις και οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή. Η απαίτηση αυτή ικανοποιείται οσάκις η απόφαση δεν περιέχει κατηγορίες κατά των ενδιαφερομένων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που περιέχονται στην έκθεση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά περί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον τις αιτιάσεις για τις οποίες οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους. Η Επιτροπή πρέπει ωστόσο να είναι σε θέση να λάβει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις που οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Συναφώς, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί όχι μόνο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αλλά και να προβεί σε δική της ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν είτε για να εγκαταλείψει τις αιτιάσεις που θα αποδειχθούν αβάσιμες είτε για να διαμορφώσει ή να συμπληρώσει, τόσο νομικώς όσο και όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων τις οποίες διατυπώνει. Η λήψη υπόψη ενός επιχειρήματος που προέβαλε μια επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να της δοθεί η δυνατότητα να το διευκρινίσει πριν από τη λήψη της τελικής αποφάσεως, δεν μπορεί να συνιστά, καθεαυτή, προσβολή των δικαιωμάτων αμύνης της, κατά μείζονα λόγο όταν η λήψη υπόψη του επιχειρήματος αυτού δεν μεταβάλλει τη φύση των αιτιάσεων οι οποίες της προσάπτονται. βλ. σκέψεις 138, 152, 191, 194, 314

    4.
    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί μια επιχείρηση που είναι αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού να ήταν σε θέση να προβάλει επωφελώς την άποψή της σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τις διαπιστώσεις στις οποίες στηρίζεται η απόφαση. Κατά συνέπεια, μόνον τα έγγραφα που παρατέθηκαν ή αναφέρθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων συνιστούν, κατ' αρχήν, αποδεικτικά μέσα τα οποία μπορούν να αντιταχθούν στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αυτής. Περαιτέρω, τα έγγραφα που προσαρτώνται στην ανακοίνωση αιτιάσεων αλλά δεν αναφέρονται σ' αυτήν δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά του αποδέκτη, παρά μόνον αν αυτός μπορούσε ευλόγως να συναγάγει από την ανακοίνωση αιτιάσεων τα συμπεράσματα τα οποία η Επιτροπή προετίθετο να αντλήσει από αυτήν. βλ. σκέψεις 162, 171, 287

    5.
    Στις υποθέσεις ανταγωνισμού, δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε σε προσφεύγουσα επιχείρηση έγγραφο το οποίο μπορούσε να περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτής στοιχεία, αν το έγγραφο αυτό προέρχεται από την εν λόγω προσφεύγουσα ή αν βρισκόταν προδήλως στην κατοχή της κατά τη διοικητική διαδικασία. Το αντίθετο ισχύει ωστόσο για τα έγγραφα που συνιστούν επιβαρυντικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, ναι μεν εναπόκειται στις προσφεύγουσες να επικαλεστούν με δική τους πρωτοβουλία κάθε έγγραφο που περιέχει απαλλακτικά γι' αυτές στοιχεία και το οποίο μπορεί να αποκρούσει την αιτίαση, πλην όμως εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την παράβαση και να προσκομίσει προς τούτο κάθε επιβαρυντικό στοιχείο βάσει του οποίου μπορούν να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την παράβαση αυτή. βλ. σκέψη 172

    6.
    Πρέπει να αποκλείονται ως αποδεικτικά στοιχεία για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού τα έγγραφα τα οποία, μολονότι προέρχονται από τις επιχειρήσεις στις οποίες αποδίδονται οι παραβάσεις αυτές ή ήσαν προδήλως στην κατοχή τους κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν παρατίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή δεν προσαρτώνται σ' αυτήν, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν μπόρεσαν ευλόγως να προβλέψουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή προετίθετο να αντλήσει από τα έγγραφα αυτά. Ο αποκλεισμός αυτός όχι μόνο δεν συνεπάγεται την ολική ακύρωση της αποφάσεως, αλλά επιπλέον έχει σημασία μόνο στο μέτρο που η αντίστοιχη αιτίαση της Επιτροπής μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με τα έγγραφα αυτά. βλ. σκέψεις 186-188

    7.
    Οι επιχειρήσεις, σε μια απόφαση περί ανταγωνισμού, για να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην απόφαση με την οποία η Επιτροπή τους καταλογίζει παραβάσεις, δεν μπορούν απλώς να επικαλεστούν την ύπαρξη και μόνο διαφορών μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της αποφάσεως αυτής, χωρίς να εκθέσουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους για τους οποίους εκάστη των διαφορών αυτών συνιστά νέα αιτίαση σε σχέση με την οποία δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν την άποψή τους. Συγκεκριμένα, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, καθόσον εξαρτάται ουσιωδώς από τις αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την παράβαση που προσάπτει στις οικείες επιχειρήσεις. βλ. σκέψεις 192, 396

    8.
    Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, ακόμη και αν μια απόφαση της Επιτροπής περιέχει νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τους οποίους δεν υπήρξε ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, το διαπιστωθέν ελάττωμα δεν συνεπάγεται την ακύρωσή της επί του σημείου αυτού, παρά μόνον αν οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν μπορούν να αποδειχθούν επαρκώς κατά νόμο βάσει άλλων στοιχείων τα οποία περιέχονται στην απόφαση και σε σχέση με τα οποία οι επιχειρήσεις αυτές είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους. βλ. σκέψη 196

    9.
    Δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου οργανισμού και σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να καθίσταται δυνατόν στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία. Για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, της ασφαλείας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, για να κριθεί παραδεκτή μια προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, επί των οποίων αυτή στηρίζεται, να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Ναι μεν δεν υφίσταται καμία διάταξη περιορίζουσα τον όγκο των δικογράφων και των εγγράφων που κατατίθενται προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), πλην όμως εναπόκειται στους προσφεύγοντες, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των τυπικών απαιτήσεων, να περιορίζουν το δικόγραφο της προσφυγής εντός ευλόγων ορίων και, εν πάση περιπτώσει, να παρουσιάζουν χωριστά τους νομικούς ισχυρισμούς που προβάλλουν προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων τους σε σχέση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προβάλλουν για τη διασαφήνισή τους και τα οποία δεν συνιστούν, αυτά καθεαυτά, νομικούς ισχυρισμούς. βλ. σκέψεις 281-282, 1637

    10.
    Tο δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο στις υποθέσεις ανταγωνισμού αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε, με βάση τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων. Η πρόσβαση στον φάκελο περιλαμβάνεται έτσι μεταξύ των διαδικαστικών εγγυήσεων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στη διασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως. Η Επιτροπή έχει έτσι την υποχρέωση να παράσχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ) ή του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ) τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των επιβαρυντικών ή απαλλακτικών εγγράφων που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας, με εξαίρεση τα καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες. Όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να δοθεί η δυνατότητα στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή της επί των στοιχείων τα οποία έλαβε τελικώς υπόψη η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως παραβάσεως. Τα έγγραφα για τα οποία δεν τηρήθηκε η προϋπόθεση αυτή πρέπει να αποκλείονται ως αποδεικτικά στοιχεία. Όσον αφορά τα απαλλακτικά έγγραφα, στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνουν οι κανονισμοί εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, ειδικότερα οι κανονισμοί 17, 1017/86 και 4056/86, δεν μπορεί να εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνο να αποφασίζει ποια έγγραφα είναι χρήσιμα για την άμυνα των διαδίκων που εμπλέκονται σε διαδικασία παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, ενόψει της γενικής αρχής της ισότητας των όπλων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει μόνη να χρησιμοποιήσει ή όχι κάποια έγγραφα κατά των προσφευγουσών, ενώ αυτές δεν μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και συνεπώς δεν μπόρεσαν να λάβουν την αντίστοιχη απόφαση να τα χρησιμοποιήσουν ή όχι για την άμυνά τους. βλ. σκέψεις 334-335, 337-339, 351, 354, 376, 385

    11.
    Οσάκις αποδεικνύεται, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, ότι η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στις προσφεύγουσες έγγραφα τα οποία θα μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά γι' αυτές στοιχεία, μπορεί να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν αποδεικνύεται ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής. Οσάκις τα εν λόγω έγγραφα περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής, η ως άνω προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο κατά τον οποίο η ενδιαφερόμενη επιχείρηση συμπεριφέρθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία. Αντιθέτως, οσάκις τα επίμαχα απαλλακτικά έγγραφα δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής, μπορεί να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν ο προσφεύγων υπέβαλε ρητώς στην Επιτροπή αίτηση περί προσβάσεως στα έγγραφα αυτά, καθόσον άλλως το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να περιληφθεί στην προσφυγή ακυρώσεως που θα ασκηθεί κατά της οριστικής αποφάσεως. βλ. σκέψεις 340, 430

    12.
    Για να καθοριστεί αν, σε μια διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού, έγινε σεβαστό το δικαίωμα προσβάσεως στα επιβαρυντικά στοιχεία του φακέλου, το κρίσιμο ζήτημα είναι όχι το ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή διατύπωσε μια αιτίαση ή ποιος λόγος προκάλεσε την αιτίαση αυτή, αλλά μόνον το αν η αιτίαση που διατυπώθηκε στην τελική απόφαση στηρίζεται σε επιβαρυντικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία περί παραβάσεως. Επομένως, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να εξετάσουν τη διαδικασία με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στα συμπεράσματά της. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τα επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία δεν λαμβάνει υπόψη στην απόφασή της προς στήριξη των αιτιάσεων. βλ. σκέψη 377

    13.
    Στο πλαίσιο διαδικασίας περί διαπιστώσεως παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την κοινοποίηση εγγράφων εσωτερικής φύσεως, καθώς και την πρόσβαση στην αλληλογραφία με τρίτους, στηριζόμενη στον εμπιστευτικό χαρακτήρα της, εφόσον μια επιχείρηση που είναι αποδέκτης ανακοινώσεως αιτιάσεων και η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί να λάβει ανταποδοτικά μέτρα κατά της ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, του προμηθευτή ή του πελάτη που συνεργάστηκε με την Επιτροπή κατά την έρευνά της. βλ. σκέψεις 393-394

    14.
    O έλεγχος της νομιμότητας που διενεργεί το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ) αφορά όχι την ανακοίνωση αιτιάσεων, αλλά την τελική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της ανακοινώσεως αυτής. Η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν συνιστά εξάλλου πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε εκδηλώσει, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, κάποια προκατάληψη κατά των προσφευγουσών επιχειρήσεων, η προκατάληψη αυτή δεν θα μπορούσε να καταστήσει ελαττωματική την προσβαλλόμενη απόφαση παρά μόνον αν είχε εκφραστεί με την απόφαση αυτή. βλ. σκέψη 414

    15.
    Η εκ μέρους της Επιτροπής αποστολή μεγάλου αριθμού αιτήσεων παροχής πληροφοριών μετά την έκδοση μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων μπορεί να επηρεάσει την εκ μέρους των οικείων επιχειρήσεων επωφελή άσκηση του δικαιώματός τους να διατυπώνουν παρατηρήσεις επί των αιτιάσεων που προβάλλονται κατ' αυτών. Εναπόκειται συγκεκριμένα στην Επιτροπή να μεριμνά για την προσεκτική διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας. Οι αιτήσεις όμως παροχής πληροφοριών πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση παροχής μιας πληροφορίας που επιβάλλεται σε επιχείρηση δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει για την επιχείρηση αυτή δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας. Για να εξεταστεί αν η αποστολή των επίδικων αιτήσεων παροχής πληροφοριών επέβαλε στις επιχειρήσεις αυτές ένα τέτοιο βάρος ικανό να προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο των εν λόγω αιτήσεων παροχής πληροφοριών, το πλαίσιο στο οποίο απεστάλησαν και ο σκοπός τους. βλ. σκέψεις 418-419

    16.
    Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως των συμπράξεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό την οποία θεσπίζει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ), οι παρεκκλίνουσες διατάξεις που περιέχονται σε κανονισμό περί εξαιρέσεως κατά κατηγορία πρέπει, λόγω της φύσεώς τους, να ερμηνεύονται στενά. Το πεδίο όμως εφαρμογής του κανονισμού 4056/86, για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης και του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ) στις θαλάσσιες μεταφορές, δεδομένου ότι περιορίζεται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, σε μόνες τις θαλάσσιες μεταφορές από λιμένα σε λιμένα, η εξαίρεση κατά κατηγορία από την εν λόγω απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να επεκταθεί σε υπηρεσίες οι οποίες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορούν να θεωρηθούν παρεπόμενες ή αναγκαίες για τη θαλάσσια μεταφορά από λιμένα σε λιμένα, δεν συνιστούν, αυτές καθεαυτές, υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86. Τούτο εν προκειμένω αληθεύει τοσούτω μάλλον όταν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο ξεχωριστής αγοράς στην οποία οι ναυλομεσίτες τελούν σε ανταγωνισμό με άλλους επιχειρηματίες. βλ. σκέψη 568

    17.
    Οι εθνικές πρακτικές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν να επιβάλλονται στην εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης. A fortiori, οι πρακτικές ορισμένων τρίτων κρατών δεν μπορούν να κατευθύνουν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. βλ. σκέψη 569

    18.
    Tο άρθρο 86 της Συνθήκης (νυν άρθρο 82 ΕΚ) μπορεί να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πολλές επιχειρήσεις κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά. Για να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να είναι επαρκώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, ώστε να ακολουθούν την ίδια γραμμή δράσεως στην αγορά· δεν είναι αντιθέτως αναγκαίο να αποδειχθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές υιοθέτησαν πράγματι όλες την ίδια αυτή γράμμη δράσης σε όλες τις περιστάσεις. Συναφώς, πρέπει να εξεταστούν οι δεσμοί ή οι οικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων και να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω δεσμοί ή διασυνδέσεις τους παρέχουν τη δυνατότητα να ενεργούν από κοινού ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους, από τους πελάτες τους και από τους καταναλωτές. Τούτο ισχύει κατ' αρχήν στην περίπτωση των ναυτιλιακών εταιριών οι οποίες, μέσω των στενών σχέσεων που διατηρούν μεταξύ τους στο πλαίσιο ναυτιλιακής διασκέψεως κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4056/86, μπορούν από κοινού, ως ενιαία οντότητα που παρουσιάζεται υπό τη μορφή αυτή στην αγορά έναντι των χρηστών και των ανταγωνιστών, να θέσουν σε εφαρμογή στην οικεία αγορά πρακτικές συνιστώσες μονομερείς συμπεριφορές. Επιπλέον, δεν έχει σημασία το ότι μια επιχείρηση κατέχει ελάχιστο μερίδιο αγοράς ή πραγματοποιεί ελάχιστο κύκλο εργασιών στη σχετική αγορά. Συγκεκριμένα, αφ' ης στιγμής οι δεσμοί στους οποίους στηρίζεται η συλλογική εκτίμηση της θέσεως των μερών της ναυτιλιακής διασκέψεως προκύπτουν από την προσχώρησή τους στη διάσκεψη αυτή, η θέση εκάστου μέρους της εν λόγω διασκέψεως πρέπει, από το γεγονός και μόνον της προσχωρήσεως αυτής, να εκτιμάται μαζί με εκείνη των λοιπών μερών της διασκέψεως συλλογικά, καθόσον, με την προσχώρηση αυτή, η εν λόγω επιχείρηση συνδέθηκε, όσον αφορά τη συμπεριφορά της σε μια συγκεκριμένη αγορά, με τα άλλα μέρη που προσχώρησαν στη διάσκεψη, οπότε παρουσιάζονται στην αγορά αυτή ως συλλογική οντότητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των εμπορικών εταίρων τους και των καταναλωτών. βλ. σκέψεις 594-602, 629-630, 652

    19.
    To γεγονός ότι μια συμφωνία απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) δεν εμποδίζει την Επιτροπή να λάβει υπόψη τη συμφωνία αυτή για να συμπεράνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ), τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως των οικείων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά. Συγκεκριμένα, μια συμφωνία, μια απόφαση ή μια εναρμονισμένη πρακτική, που τυγχάνει ή όχι εξαιρέσεως κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, μπορεί, όταν τίθεται σε εφαρμογή, να έχει ως συνέπεια ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεσμεύονται όσον αφορά τη συμπεριφορά τους σε ορισμένη αγορά κατά τρόπον ώστε να εμφανίζονται στην αγορά αυτή ως συλλογική οντότητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των εμπορικών εταίρων τους και των καταναλωτών. Η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως μπορεί συνεπώς να προκύπτει από τη φύση και τους όρους μιας συμφωνίας, από τον τρόπο της εφαρμογής της και, επομένως, από τους δεσμούς ή τις διασυνδέσεις μεταξύ επιχειρήσεων που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 4056/86. βλ. σκέψη 610

    20.
    Ναι μεν η δυνατότητα που έχει μια επιχείρηση να ευθυγραμμίζει τη συμπεριφορά της με βάση τη συμπεριφορά ενός ή περισσοτέρων ανταγωνιστών συνεπάγεται αναγκαστικά ότι περιορίζεται αισθητά ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, πλην όμως μια τέτοια δυνατότητα ευθυγραμμίσεως της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται, αντιθέτως, ότι έχει απολύτως εξαλειφθεί ο μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ανταγωνισμός. Η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ) προϋποθέτει την ύπαρξη οικονομικών δεσμών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων οικονομικών οντοτήτων, εξ ορισμού ανεξάρτητων και, επομένως, ικανών να ανταγωνιστούν η μια την άλλη, και όχι την μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ύπαρξη θεσμικών δεσμών αναλόγων με εκείνους που υφίστανται μεταξύ μιας μητρικής εταιρίας και των θυγατρικών εταιριών. Κατά συνέπεια, ναι μεν η απουσία αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρηματιών που φέρονται να είναι μέλη δεσπόζοντος ολιγοπωλίου συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συνεκτιμηθούν για την εκτίμηση της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πλην όμως δεν μπορεί να απαιτείται, για να διαπιστωθεί μια τέτοια δεσπόζουσα θέση, η εξάλειψη αυτή του αποτελεσματικού ανταγωνισμού να καταλήγει στην εξάλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων. βλ. σκέψεις 653-654

    21.
    O σημαντικός εσωτερικός ανταγωνισμός στο πλαίσιο μιας ναυτιλιακής διασκέψεως μπορεί να αποδεικύει ότι, παρά τους διάφορους δεσμούς ή τις διασυνδέσεις που υφίστανται μεταξύ των μελών της, τα μέλη αυτά δεν μπορούν να υιοθετήσουν την ίδια γραμμή δράσης στην αγορά βάσει της οποίας να μπορούν να παρουσιάζονται ως ενιαία οντότητα έναντι των τρίτων και, κατά συνέπεια, λόγω της οποίας να δικαιολογείται συλλογική εκτίμηση της θέσεώς τους στην αγορά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ). βλ. σκέψη 695

    22.
    Η παρουσία, μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως, άλλων μορφών ανταγωνισμού πέραν αυτού σε επίπεδο τιμών, που αφορούν για παράδειγμα την ποιότητα της παρεχομένης υπηρεσίας, δεν αρκεί, κατ' αρχήν, για να αντικρουστεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στηριζομένης σε δεσμούς που συνάγονται από την κοινή στρατηγική τους στον τομέα του καθορισμού των τιμών, εκτός αν το μέγεθος και η ένταση αυτών των άλλων μορφών ανταγωνισμού μπορούν να εμποδίσουν την εύλογη στήριξη στην κοινή πολιτική τους περί των τιμών για να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας και μόνης οντότητας στην αγορά. βλ. σκέψη 714

    23.
    Για να εξεταστεί η ενδεχομένως δεσπόζουσα θέση μιας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη αγορά, η αγορά που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων, τα οποία βάσει των χαρακτηριστικών τους είναι ιδιαιτέρως ικανά να ικανοποιήσουν διαρκείς ανάγκες και μπορούν να εναλλαγούν με άλλα προϊόντα σε μικρό βαθμό. Για να μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν χωριστή αγορά, τα επίμαχα προϊόντα πρέπει να εξατομικεύονται όχι μόνον από το απλό γεγονός της χρησιμοποιήσεώς τους, αλλά και από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παραγωγής που τα καθιστούν ειδικώς κατάλληλα για τον προορισμό αυτό. βλ. σκέψεις 798-799, 828

    24.
    Ναι μεν η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως μπορεί να προκύπτει από πολλούς παράγοντες οι οποίοι, εξεταζόμενοι μεμονωμένα, δεν είναι κατ' ανάγκη καθοριστικοί, πλην όμως εξαιρετικά σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν, αυτά καθεαυτά και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Έτσι, ένα μερίδιο αγοράς που ανέρχεται στο 70 έως 80 % συνιστά, αυτό καθεαυτό, σαφή ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. βλ. σκέψη 907

    25.
    Η έννοια της δεσπόζουσας θέσεως αναφέρεται σε μια κατάσταση οικονομικής ισχύος που παρέχει την εξουσία στον φορέα που κατέχει την ισχύ αυτή να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην υπό εξέταση αγορά, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών του, των πελατών του και, τελικώς, των καταναλωτών. Ένας φορέας που κατέχει άνω του 50 % της αγοράς, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ατομικό ή συλλογικό φορέα, μπορεί να συμπεριφέρεται με τέτοια ανεξαρτησία. βλ. σκέψεις 931-932

    26.
    Ναι μεν το γεγονός της εξαλείψεως του ανταγωνισμού μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, πλην όμως το γεγονός και μόνον της κατοχής δεσπόζουσας θέσεως ουδεμία ασκεί συναφώς επιρροή. Αφενός, δεδομένου ότι η έννοια της εξαλείψεως του ανταγωνισμού είναι πιο περιοριστική από εκείνη της υπάρξεως ή της αποκτήσεως δεσπόζουσας θέσεως, μια επιχείρηση που κατέχει μια τέτοια θέση μπορεί να τύχει εξαιρέσεως. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 4056/86, μόνον όταν μια ναυτιλιακή διάσκεψη εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της μπορεί η Επιτροπή να αποσύρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός. Αφετέρου, το γεγονός και μόνον της κατοχής δεσπόζουσας θέσεως δεν απαγορεύεται, αυτό καθεαυτό, από τους περί ανταγωνισμού κανόνες που θεσπίζει η Συνθήκη, καθόσον απαγορεύεται μόνον η καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως αυτής. Έτσι, ακόμη και στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, η κατοχή μεγάλου μεριδίου αγοράς μπορεί να συνιστά ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ). βλ. σκέψεις 939-940

    27.
    Ναι μεν η ικανότητα επιβολής τακτικών αυξήσεων τιμών συνιστά αναμφισβήτητα στοιχείο δυνάμενο να αποτελεί ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, πλην όμως ουδόλως συνιστά απαραίτητο στοιχείο, καθόσον η ανεξαρτησία που έχει μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στον τομέα των τιμών οφείλεται περισσότερο στην ικανότητά της να καθορίζει τις τιμές αυτές χωρίς να χρειάζεται να λάβει υπόψη την αντίδραση των ανταγωνιστών, των πελατών και των προμηθευτών απ' ό,τι στην ικανότητά της να αυξάνει τις τιμές αυτές. βλ. σκέψη 1084

    28.
    Αντίθετα προς το άρθρο 85 της Συνθήκης (νυν άρθρο 81 ΕΚ), το άρθρο 86 της Συνθήκης (νυν άρθρο 82 ΕΚ) δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση να ζητούν τη χορήγηση εξαιρέσεως υπέρ των καταχρηστικών πρακτικών τους. Περαιτέρω, οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη τόσο να μη βλάπτουν, με τη συμπεριφορά τους, την ύπαρξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά όσο και να μην προκαλούν άμεση ζημία στους καταναλωτές. Κατά συνέπεια, οι καταχρηστικές πρακτικές των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση απαγορεύονται άνευ εξαιρέσεως. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως δεν μπορεί να στερήσει από μια επιχείρηση η οποία τελεί σε μια τέτοια θέση το δικαίωμα να διαφυλάξει τα εμπορικά συμφέροντά της, οσάκις αυτά υφίστανται επίθεση, οπότε πρέπει να της χορηγηθεί, σε εύλογο βαθμό, η δυνατότητα να πραγματοποιεί τις ενέργειες που κρίνει ενδεδειγμένες για να προστατεύσει τα συμφέροντά της εφόσον, ωστόσο, οι συμπεριφορές αυτές δεν έχουν ως σκοπό την ενίσχυση και την κατάχρηση της δεσπόζουσας αυτής θέσεως. Εντεύθεν προκύπτει ότι επιτρέπεται συνεπώς σε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να επικαλείται κάποιους λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τις πρακτικές που αυτή υιοθετεί, χωρίς ωστόσο να μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη λόγων εξαιρέσεως. βλ. σκέψεις 1109, 1113-1114, 1124

    29.
    Τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) αφορούν μόνον τις συμπεριφορές που είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό και τις οποίες υιοθετούν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία. Αν μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από εθνική νομοθεσία ή αν η νομοθεσία αυτή δημιουργεί ένα νομικό πλαίσιο το οποίο εξαλείφει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους τους, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτία του περιορισμού του ανταγωνισμού δεν εντοπίζεται, όπως προϋποθέτουν οι διατάξεις αυτές, σε αυτοτελείς συμπεριφορές των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης μπορούν να εφαρμοστούν αν προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία δεν αποκλείει τη δυνατότητα υπάρξεως ανταγωνισμού δυνάμενου να εμποδιστεί, να περιοριστεί ή να νοθευτεί από τις αυτοτελείς συμπεριφορές των επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, αν ένας εθνικός νόμος περιορίζεται στο να επιτρέπει, να παρακινεί ή να διευκολύνει την εκ μέρους των επιχειρήσεων υιοθέτηση αυτοτελών συμπεριφορών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό, οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούν να υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης. βλ. σκέψη 1130

    30.
    Το γεγονός ότι μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση ενισχύει τη θέση αυτή τόσο ώστε φθάνει σε τέτοιο βαθμό κυριαρχίας που να εμποδίζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό, ήτοι αφήνει να υπάρχουν μόνον επιχειρήσεις εξαρτημένες, στη συμπεριφορά τους, από τη δεσπόζουσα επιχείρηση, μπορεί να συνιστά κατάχρηση αυτής της δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ). Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, το γεγονός ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δέχεται νέα μέλη συνιστά, αυτό καθεαυτό, κατάχρηση. βλ. σκέψη 1262

    31.
    Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπράξεων που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ), οι εισάγουσες παρεκκλίσεις διατάξεις που περιέχονται σε κανονισμό περί εξαιρέσεως κατά κατηγορία πρέπει, ως εκ φύσεως, να ερμηνεύονται περιοριστικά. Η λύση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο για τις διατάξεις του κανονισμού 4056/86, οι οποίες εξαιρούν ορισμένες συμφωνίες από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, λόγω της επ' αόριστον ισχύος του, καθώς και του εξαιρετικού χαρακτήρα των επιτρεπομένων περιορισμών του ανταγωνισμού, οπότε στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 δεν μπορεί να δοθεί ευρεία και εξελικτική ερμηνεία που να καλύπτει όλες τις συμφωνίες, των οποίων τη σύναψη θεωρούν χρήσιμη αν όχι αναγκαία οι ναυτιλιακές εταιρίες για να προσαρμοστούν στις συνθήκες της αγοράς. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να τύχουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, οι συμφωνίες περί καθορισμού των ναύλων και των όρων μεταφοράς τις οποίες συνάπτουν τα μέλη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως πρέπει να προβλέπουν την εφαρμογή κοινών ή ίσων ναύλων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, πράγμα το οποίο επιβάλλει την εφαρμογή πανομοιότυπων ναύλων για όλα τα μέλη της διασκέψεως και έναντι όλων των φορτωτών. Η εξαίρεση κατά κατηγορία δεν έχει συνεπώς εφαρμογή στις συμφωνίες μεταξύ μεταφορέων που προβλέπουν διαφορετικό καθεστώς τιμών ανάλογα με τα μέλη. βλ. σκέψεις 1381-1382, 1384

    32.
    Ο κανονισμός 1017/68, περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στους τομείς των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, δεδομένου ότι δεν προβλέπει καμία σχετική με τα πρόστιμα ασυλία όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, τόσο έναντι των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης (νυν άρθρου 81 ΕΚ) όσο και έναντι των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ), μια κοινοποίηση δεν μπορεί να παράσχει στις επιχειρήσεις που κοινοποίησαν τις συμφωνίες αυτές το ευεργέτημα οποιασδήποτε ασυλίας. βλ. σκέψεις 1433-1434

    33.
    Οι διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 που προβλέπουν ασυλία ως προς τα πρόστιμα σε περίπτωση κοινοποιήσεως πρέπει να ερμηνεύονται στενά και δεν μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να επεκτείνει τα αποτελέσματά τους σε μη ρητώς προβλεπόμενες περιπτώσεις. Ωστόσο, η ασυλία την οποία προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλοναι όχι μόνο για το γεγονός της συμμετοχής σε σύμπραξη περιοριστική του ανταγωνισμού, αλλά και για καταχρηστικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, το άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, αφορά ρητώς τα πρόστιμα για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρων 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ). Από την παραπομπή αυτή προκύπτει συνεπώς ότι το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86, όχι μόνο δεν περιορίζει τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία στις παραβάσεις και μόνον του άρθρου 85 της Συνθήκης, αλλά, όλως αντιθέτως, προβλέπει ρητώς ότι οι καταχρηστικές πρακτικές που είναι αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης μπορούν επίσης να τύχουν της εν λόγω ασυλίας. βλ. σκέψεις 1441-1443

    34.
    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν στις διάφορες επιχειρήσεις που μετέσχον στην ίδια παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η διαίρεση των οικείων επιχειρήσεων σε κατηγορίες με βάση το μέγεθός τους δεν υπερβαίνει την εξουσία που διαθέτει η Επιτροπή για τον καθορισμό των προστίμων, εφόσον η διαίρεση αυτή, διασφαλίζοντας ότι στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες επιχειρήσεων μεγαλύτερου μεγέθους θα επιβληθούν υψηλότερα πρόστιμα από αυτά που θα επιβληθούν στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες επιχειρήσεων μικρότερου μεγέθους, συμβάλλει στον επιδιωκόμενο σκοπό που συνίσταται στην επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, όταν καθορίζει το ύψος των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία θα καταλήξει ο υπολογισμός της για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα αντικατοπτρίζουν οιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους. βλ. σκέψεις 1518-1519

    35.
    Κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής. βλ. σκέψεις 1521, 1532, 1558

    36.
    H σοβαρότητα των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως μπορούν, αναλόγως της περιπτώσεως, να περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως. Η Επιτροπή δικαιούται, προκειμένου να προσδιορίσει το μέγεθος των οικείων επιχειρήσεων, να αναφερθεί στον συνολικό κύκλο εργασιών τους αντί στον κύκλο εργασιών τους εντός της ή των οικείων αγορών. Πράγματι, ο συνολικός κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως αποτελεί ένδειξη, έστω και κατά προσέγγιση και ατελώς, του μεγέθους της και της οικονομικής της ισχύος. Έτσι, στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως για τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια, χωρίς να παραβαίνει το άρθρο 19 του κανονισμού 4056/86. Από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 προκύπτει ότι, μολονότι η σοβαρότητα της παραβάσεως εκτιμάται, σε ένα πρώτο στάδιο, σε συνάρτηση με τα στοιχεία που προσιδιάζουν στην παράβαση, όπως είναι η φύση της και ο αντίκτυπός της στην αγορά, η εκτίμηση αυτή, σε ένα δεύτερο στάδιο, διαμορφώνεται σε συνάρτηση με περιστάσεις που προσιδιάζουν στην επιχείρηση, πράγμα που ωθεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη, εκτός από το μέγεθος και τις ικανότητες της επιχειρήσεως αυτής, όχι μόνον τις ενδεχόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις, αλλά επίσης, ενδεχομένως, τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δικαιούται, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως αυτό προκύπτει από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, να μη λάβει υπόψη τις ατομικές περιστάσεις εκάστης των μετεχουσών σε ναυτιλιακή διάσκεψη επιχειρήσεων πέραν εκείνων που προκύπτουν από τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ο οποίος αφορά τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια. βλ. σκέψεις 1525, 1528, 1571

    37.
    Όσον αφορά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται ως κύρωση για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή ασκεί την εξουσία της εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που της παρέχει ο κανονισμός 17 και οι κανονισμοί 1017/68 και 4056/86. Οι επιχειρηματίες όμως δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως, όταν η κατάσταση αυτή μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να αυξάνει το γενικό επίπεδο των προστίμων εντός των ορίων που καθορίζει ο κανονισμός 17, αν τούτο είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. βλ. σκέψεις 1567-1568

    38.
    H κοινοποίηση μιας συμφωνίας, η οποία παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει με λιγότερες δυσκολίες τον καταχρηστικό χαρακτήρα των πρακτικών που προβλέπει η εν λόγω συμφωνία και η οποία συνέβαλε έτσι στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και στον κολασμό των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, αποτελεί περίσταση ικανή να δικαιολογήσει μείωση του ύψους των προστίμων. βλ. σκέψη 1607

    39.
    H κατάχρηση που προκύπτει από πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, με τις οποίες, αφενός, ένας φορτωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει προς μεταφορά μια κατώτατη ποσότητα φορτίου στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου και, αφετέρου, η διάσκεψη ή ο μεταφορέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εφαρμόσει ορισμένο ναύλο καθώς και να παράσχει ορισμένο επίπεδο υπηρεσιών δεν συνιστά κλασική μορφή καταχρηστικής πρακτικής υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ). Έτσι, οι πρακτικές ναυτιλιακών εταιριών στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι οποίες μετέχουν σε ναυτιλιακή διάσκεψη η οποία έχει περιορίσει την πρόσβαση και το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αλλά δεν έχει στερήσει τους φορτωτές από τη δυνατότητα να αναθέτουν στα μέλη της διασκέψεως τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους στο επίμαχο δρομολόγιο, είτε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είτε στο πλαίσιο των ναύλων του τιμολογίου, ουδόλως μπορούν να εξομοιωθούν με τις περιπτώσεις αρνήσεως πωλήσεως που έχουν ήδη χαρακτηριστεί καταχρηστικές από τη νομολογία και με τις οποίες αποσκοπείται, μεταξύ άλλων, η παύση παραδόσεων εμπορευμάτων σε ένα πελάτη όταν οι παραγγελίες του πελάτη αυτού δεν παρουσιάζουν κανένα ασυνήθη χαρακτήρα, η εκ μέρους επιχειρήσεως άρνηση εφοδιασμού ενός πελάτη προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση της επιχειρήσεως αυτής στην αγορά των παραγώγων προϊόντων ή η άρνηση εφοδιασμού πελάτη για να προστατευθούν αποκλειστικά δικαιώματα. βλ. σκέψη 1618

    40.
    Εναπόκειται κατά κύριο λόγο στον διάδικο που επικαλείται την ευθύνη της Επιτροπής να προσκομίσει αποδείξεις ως προς την ύπαρξη ή το εύρος της ζημίας που προβάλλει και να αποδείξει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ4 της ζημίας αυτής και της συμπεριφοράς την οποία προσάπτει στα κοινοτικά όργανα. βλ. σκέψη 1638




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 (*)

    «Ανταγωνισμός ─ Ναυτιλιακές διασκέψεις ─ Κανονισμός (ΕΟΚ) 4056/86 ─ Εξαίρεση κατά κατηγορία ─ Ατομική εξαίρεση ─ Συλλογική δεσπόζουσα θέση ─ Κατάχρηση ─ Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ─ Προσχωρήσεις στη διάσκεψη ─ Προσβολή της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού ─ Ανάκληση της εξαιρέσεως κατά κατηγορία ─ Πρόστιμα ─ Δικαιώματα άμυνας»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-191/98, T-212/98 έως T-214/98,

    Atlantic Container Line AB, με έδρα το Göteborg (Σουηδία),

    Cho Yang Shipping Co. Ltd, με έδρα τη Σεούλ (Νότια Κορέα),

    DSR-Senator Lines GmbH, με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία),

    Hanjin Shipping Co. Ltd, με έδρα τη Σεούλ (Νότια Κορέα),

    Hapag Lloyd AG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

    Hyundai Merchant Marine Co. Ltd, με έδρα τη Σεούλ (Νότια Κορέα),

    A.P. Møller-Mærsk Line, με έδρα την Κοπεγχάγη (Δανία),

    Mediterranean Shipping Co. SA, με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία),

    Orient Overseas Container Line (UK) Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

    Polish Ocean Lines (POL), με έδρα τη Γδύνια (Πολωνία),

    P & O Nedlloyd Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

    Sea-Land Service Inc., με έδρα το Jersey City, New Jersey (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής),

    Neptune Orient Lines Ltd, με έδρα τη Σιγκαπούρη (Σιγκαπούρη),

    Nippon Yusen Kaisha, με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία),

    Transportacíon Marítima Mexicana SA de CV, με έδρα το Μεξικό (Μεξικό),

    Tecomar SA de CV, με έδρα το Μεξικό (Μεξικό),

    εκπροσωπούμενες από τους J. Pheasant, N. Bromfield, M. Levitt, D. Waelbroeck, U. Zinsmeister, A. Bentley, C. Thomas, A. Nourry, M. Van Kerckhove, P. Ruttley και A. Merckx, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον R. Lyal, επικουρούμενο από τον J. Flynn, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    υποστηριζομένης από το

    European Council of Transport Users ASBL, εκπροσωπούμενο από τον M. Clough, QC, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνον,

    που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 1999/243/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/35.134 ─ Συμφωνία διατλαντικής ναυτιλιακής διάσκεψης) (ΕΕ 1999, L 95, σ. 1),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, J. Azizi και M. Jaeger, δικαστές,

    γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 26ης και της 27ης Μαρτίου 2003,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Νομικό πλαίσιο

    1       Ο κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), εφαρμοζόταν, αρχικώς, στο σύνολο των δραστηριοτήτων που καλύπτονταν από τη Συνθήκη ΕΟΚ. Ωστόσο, θεωρώντας ότι, στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής των μεταφορών και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών πτυχών του τομέα αυτού, καθίστατο αναγκαία η θέσπιση μιας ρυθμίσεως διαφορετικής από εκείνη που είχε θεσπιστεί για τους άλλους οικονομικούς τομείς, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 141, της 26ης Νοεμβρίου 1962, περί μη εφαρμογής του κανονισμού 17 του Συμβουλίου στον τομέα των μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 30).

    2       Στις 19 Ιουλίου 1968, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1017/68, περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στους τομείς των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (EE ειδ. έκδ. 07/001, σ. 86).

    3       Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1017/68, απαγορεύονται οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες, για τους τρεις προαναφερθέντες τρόπους μεταφοράς, μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση των συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες συνίστανται:

    α)      στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό τιμών και όρων μεταφοράς ή άλλων όρων συναλλαγής·

    β)      στον περιορισμό ή στον έλεγχο της προσφοράς υπηρεσιών μεταφορών, των αγορών της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων·

    γ)      στην κατανομή των αγορών μεταφορών·

    δ)      στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων με αποτέλεσμα να περιέχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση κατά τον ανταγωνισμό·

    ε)      στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή εκ μέρους των συναλλασσομένων προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με την παροχή μεταφορικών υπηρεσιών.

    4       Το άρθρο 5 του κανονισμού 1017/68 προβλέπει την εξαίρεση των συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας των μεταφορικών υπηρεσιών ή στην προαγωγή, στις αγορές που υφίστανται σοβαρές περιοδικές διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζητήσεως, μεγαλύτερης συνέχειας και σταθερότητας στην ικανοποίηση των μεταφορικών αναγκών ή στην αύξηση της παραγωγικότητος των επιχειρήσεων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εφόσον λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των χρησιμοποιούντων τις μεταφορές και υπό την προϋπόθεση ότι δεν επιβάλλονται στις επιχειρήσεις μεταφορών περιορισμοί που δεν είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις αυτές να καταργήσουν τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς μεταφορών.

    5       Στις 22 Δεκεμβρίου 1986, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4056/86, για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές (ΕΕ L 378, σ. 4).

    6       Το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 προβλέπει τα εξής:

    «Εξαιρούνται από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού, οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές του συνόλου ή μέρους των μελών μιας ή περισσοτέρων ναυτιλιακών διασκέψεων που επιδιώκουν τον καθορισμό των ναύλων και όρων μεταφοράς, καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω στόχους:

    α)      τον συντονισμό των ωραρίων των πλοίων ή των ημερομηνιών ταξιδίων και προσέγγισής τους στους λιμένες·

    β)      τον καθορισμό της συχνότητας των ταξιδίων ή της προσέγγισης σε λιμένες·

    γ)      τον συντονισμό ή την κατανομή των ταξιδίων και των εξυπηρετουμένων λιμένων μεταξύ των μελών της διάσκεψης·

    δ)      τη ρύθμιση της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε μέλος·

    ε)      την κατανομή του μεταφερομένου φορτίου ή των εσόδων μεταξύ των μελών.»

    7       Ως ναυτιλιακή διάσκεψη νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, μια «ομάδα δύο τουλάχιστον μεταφορέων-εφοπλιστών που εκτελεί διεθνείς τακτικές εμπορευματικές μεταφορές σε συγκεκριμένη γραμμή ή συγκεκριμένες γραμμές μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια και έχει συνάψει οποιασδήποτε μορφής συμφωνία ή διακανονισμό, στα πλαίσια του οποίου τα μέλη της ομάδας προβαίνουν από κοινού στην εκμετάλλευση της γραμμής ή των γραμμών με κοινούς ή ίσους τους ναύλους και κάθε άλλη προϋπόθεση που έχει σχέση με την παροχή των τακτικών αυτών υπηρεσιών».

    8       Συναφώς, η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86 έχει ως εξής:

    «[...] είναι σκόπιμο να προβλεφθεί εξαίρεση για την κατηγορία των ναυτιλιακών διασκέψεων ότι πράγματι αυτές οι διασκέψεις διαδραματίζουν σταθεροποιητικό ρόλο χάρη στον οποίο εξασφαλίζονται υπηρεσίες που εμπνέουν εμπιστοσύνη στους φορτωτές ότι συμβάλλουν γενικά στην εξασφάλιση προσφοράς τακτικών, επαρκών και αποτελεσματικών υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών, και μάλιστα λαμβάνοντας εύλογα υπόψη τα συμφέροντα των χρήστων όταν τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι, δυνατόν να επιτευχθούν χωρίς τη συνεργασία την οποία αναπτύσουν οι ναυτιλιακές εταιρείες που μετέχουν στις εν λόγω διασκέψεις στον τομέα των ναύλων και, κατά περίπτωση, της προσφοράς μεταφορικής ικανότητας ή της κατανομής των προς μεταφορά φορτίων και των εσόδων ότι συχνότατα οι διασκέψεις υπόκεινται σε πραγματικό ανταγωνισμό τόσο εκ μέρους των τακτικών γραμμών εκτός διασκέψεων όσο και σε ορισμένες περιπτώσεις εκ μέρους των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία και άλλων τρόπων μεταφοράς ότι επιπλέον η κινητικότητα των εμπορικών στόλων η οποία διέπει τη διάρθρωση της προσφοράς στον τομέα των γραμμών των θαλασσίων μεταφορών ασκεί διαρκή ανταγωνιστική πίεση στις διασκέψεις, οι οποίες κατά κανόνα δεν έχουν δυνατότητα εξάλειψης του ανταγωνισμού σε σημαντικό μέρος των εν λόγω γραμμών θαλασσίων μεταφορών».

    9       Προκειμένου να προληφθούν οι εκ μέρους των ναυτιλιακών διασκέψεων πρακτικές που είναι ασύμβατες προς τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ) και, ιδίως, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που δεν είναι απαραίτητοι για να επιτευχθούν οι σκοποί που δικαιολογούν τη χορήγηση της εξαιρέσεως, ο κανονισμός 4056/86 εξάρτησε την εξαίρεση κατά κατηγορία από ορισμένες προϋποθέσεις και επιβαρύνσεις. Αφενός, το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, επί ποινή ακυρότητας της συμφωνίας ή του σχετικού τμήματός της, η εξαίρεση εξαρτάται από την επιτακτική προϋπόθεση ότι η εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί να προξενήσει ζημία σε ορισμένους λιμένες, χρήστες ή φορτωτές λόγω της εφαρμογής διαφορετικών όρων. Αφετέρου, το άρθρο 5 του κανονισμού 4056/86 εξαρτά την εξαίρεση από την τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους διακανονισμούς πίστεως, τις υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από τον ναύλο και τη δημοσιότητα των τιμολογίων.

    10     Επιπλέον, στη δεκάτη τρίτη αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζεται ότι «δεν είναι δυνατό να παραχωρηθεί εξαίρεση όταν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 85, παράγραφος 3, [της Συνθήκης]· ότι η Επιτροπή κατά συνέπεια πρέπει να έχει την ευχέρεια να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα στην περίπτωση που αποκαλύπτεται ότι σύμπραξη η οποία εξαιρείται έχει, εξ αιτίας ειδικών περιστάσεων, ορισμένα αποτελέσματα ασυμβίβαστα» προς το ίδιο αυτό άρθρο.

    11     Προς τούτο, το άρθρο 7 του κανονισμού 4056/86 προβλέπει ένα μηχανισμό ελέγχου των εξαιρουμένων συμπράξεων. Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

    «1.      Παράβαση υποχρέωσης

    Όταν οι ενδιαφερόμενοι παραβαίνουν υποχρέωση που συνοδεύει, βάσει του άρθρου 5, τη χορήγηση της εξαίρεσης του άρθρου 3, η Επιτροπή θέτει τέρμα στις παραβάσεις αυτές και μπορεί προς το σκοπό αυτό, υπό τις προϋποθέσεις του τμήματος ΙΙ:

    –       να απευθύνει συστάσεις στους ενδιαφερόμενους,

    –       σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των ενδιαφερομένων προς τις συστάσεις αυτές και ανάλογα με τη σοβαρότητα της εν λόγω παράβασης, να λάβει απόφαση με την οποία είτε να τους απαγορεύει ή αντίθετα να τους επιβάλλει να προβούν σε ορισμένες ενέργειες, είτε να άρει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία και να τους παραχωρήσει ατομική εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4, είτε ακόμη να τους αφαιρέσει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία.

    2.      Αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 85, παράγραφος 3

    α)      Όταν, λόγω των ειδικών περιστάσεων που περιγράφονται στη συνέχεια, συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, που εμπίμπτουν στην εξαίρεση των άρθρων 3 και 6, παράγουν εντούτοις αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς τους όρους του άρθρου 85, παράγραφος 3 της Συνθήκης, η Επιτροπή, ύστερα από καταγγελία ή αυτεπαγγέλτως, λαμβάνει, υπό τους όρους που καθορίζονται στο τμήμα ΙΙ, τα μέτρα που αναφέρει το κατωτέρω στοιχείο γì. Η αυστηρό τητα των μέτρων αυτών πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της κατάστασης.

    β)      Οι ειδικές περιστάσεις απορρέουν, μεταξύ άλλων, από:

             i)     κάθε πράξη των ναυτιλιακών διασκέψεων ή κάθε μεταβολή των συνθηκών αγοράς του συγκεκριμένου εμπορικού τομέα, που οδηγούν στην έλλειψη ή στην εξάλειψη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού, όπως περιοριστικές πρακτικές που αποκλείουν τον ανταγωνισμό από τις μεταφορές, ή

             ii)   κάθε πράξη των διασκέψεων που μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την τεχνική ή οικονομική πρόοδο ή για τη συμμετοχή των χρήστων στα ωφελήματα τα οποία η πρόοδος αυτή συνεπάγεται,

             iii) πράξεις τρίτων χωρών που:

    –       εμποδίζουν τη λειτουργία γραμμών εκτός ναυτιλιακών διασκέψεων (outsiders) στις συγκεκριμένες μεταφορές,

    –       επιβάλλουν αθέμιτα τιμολόγια στα μέλη των διασκέψεων, ή

    –       επιβάλλουν άλλες ρυθμίσεις που εμποδίζουν την τεχνική ή οικονομική πρόοδο (κατανομή μεταφερόμενου φορτίου, περιορισμούς όσον αφορά τον τύπο των πλοίων).

    γ)      i)     Αν υπάρχει έλλειψη ή κίνδυνος εξάλειψης του πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού εξαιτίας πράξης τρίτης χώρας, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας, που συνοδεύονται αν είναι αναγκαίο από διαπραγματεύσεις βάσει οδηγιών του Συμβουλίου με σκοπό τη διόρθωση της κατάστασης.

    Αν οι ειδικές περιστάσεις οδηγούν στην έλλειψη ή εξάλειψη του πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού κατά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 3, [στοιχείο] βì της Συνθήκης, η Επιτροπή αίρει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία. Συγχρόνως μπορεί να θεσπίσει συμπληρωματικούς όρους και υποχρεώσεις κάτω από τους οποίους μπορεί να παραχωρείται ατομική εξαίρεση στη συγκεκριμένη σύμπραξη, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά οι εταιρείες μη μέλη της διάσκεψης.

             ii)   Αν οι ειδικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο στοιχείο βì έχουν συνέπειες διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στο σημείο i, η Επιτροπή θα λάβει ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που περιγράφονται στην παράγραφο 1.»

    12     Το άρθρο 8 του κανονισμού 4056/86 προβλέπει τα εξής:

    «1.      Η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης [ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ)], απαγορεύεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση για τον σκοπό αυτό.

    2.      Εάν η Επιτροπή, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα κράτους μέλους ή φυσικών ή νομικών προσώπων που επικαλούνται έννομο συμφέρον, διαπιστώσει ότι σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση η συμπεριφορά ναυτιλιακών διασκέψεων εξαιρουμένων δυνάμει του άρθρου 3 έχει, παρ' όλα αυτά, αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 86 της Συνθήκης, μπορεί να αποσύρει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία και να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 10, όλα τα κατάλληλα μέτρα για να παύσουν οι παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    3.      Προτού λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει στη σχετική ναυτιλιακή διάσκεψη συστάσεις για να παύσουν οι παραβάσεις.»

    13     Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86, στην περίπτωση που η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού μπορεί να έλθει σε σύγκρουση με το δίκαιο ορισμένων τρίτων χωρών, θέτοντας σε κίνδυνο σημαντικά εμπορικά και ναυτιλιακά συμφέροντα της Κοινότητας, η Επιτροπή προβαίνει το συντομότερο δυνατό σε διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών με σκοπό να συμβιβάσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τα προαναφερθέντα συμφέροντα με την τήρηση του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού, αν οι συμφωνίες με τις τρίτες χώρες χρειάζεται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο συστάσεις και αυτό την εξουσιοδοτεί να αρχίσει τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται από την Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων στον τομέα των Θαλάσσιων Μεταφορών, στα πλαίσια των οδηγιών που μπορεί να της απευθύνει το Συμβούλιο.

    14     Σύμφωνα με το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86:

    «Η Επιτροπή κινεί τις διαδικασίες για να παύσει τυχόν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της Συνθήκης, καθώς και τη διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού, ενεργώντας είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετική καταγγελία.»

    15     Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως κατά τη διαδικασία του άρθρου 10 διεξάγονται διαβουλεύσεις με τη Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων στον τομέα των Θαλάσσιων Μεταφορών.

    16     Όσον αφορά την ατομική εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86 αναφέρει ότι «λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών των θαλασσίων μεταφορών, εναπόκειται κυρίως στις επιχειρήσεις να μεριμνούν ώστε οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές να είναι σύμφωνες με τους κανόνες ανταγωνισμού και ότι κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαίο να τους επιβληθεί υποχρέωση κοινοποιήσεως των εν λόγω συμφωνιών κ.λπ. στην Επιτροπή».

    17     Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86:

    «Αν η Επιτροπή μετά από διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως καταλήξει στο συμπεράσμα ότι συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική πληροί τους όρους του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 3, της Συνθήκης, εκδίδει απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3. Η απόφαση ορίζει την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα. Αυτή η ημερομηνία μπορεί να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας της απόφασης.»

    18     Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86, οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επικαλεσθούν τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης για να υποστηρίξουν τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που αναφέρονται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, και στις οποίες συμμετέχουν, υποβάλλουν αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση αυτή ξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιρρήσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή.

    19     Σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 4056/86:

    «2.      Η Επιτροπή μπορεί με απόφαση να επιβάλλει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους τουλάχιστον 1 000 ECU και μέχρι 1 000 000 ECU κατ' ανώτατο όριο, με δυνατότητα να ανέλθει το ποσό αυτό στο 10 % του ποσού που αντιστοιχεί στον κύκλο εργασιών της προηγούμενης εταιρικής χρήσεως καθε μιάς από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση, όταν αυτές εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

             α)     διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της Συνθήκης ή δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση που τους επιβάλλεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού·

             β)     παραβαίνουν υποχρέωση που τους επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 5 ή του άρθρου 13, παράγραφος 1.

             Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου λαμβάνεται υπόψη εκτός της σοβαρότητος της παράβασης και η διάρκειά της.

    [...]

    4.      Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.

             Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 στοιχείο αì πρόστιμο δεν επιτρέπεται να επιβληθεί για πράξεις μεταγενέστερες της κοινοποίησης στην Επιτροπή και προγενέστερες της απόφασης με την οποία δέχεται ή αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εφόσον εμπίπτουν στα όρια της δραστηριότητος που περιγράφεται στην κοινοποίηση.

             Η διάταξη αυτή ωστόσο δεν εφαρμόζεται αφότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ότι, μετά από πρώτη εξέταση, κρίνει πως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης πληρούνται και πως δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3.»

    20     Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86, η Επιτροπή, προτού λάβει μια απόφαση, παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων την ευκαιρία να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους για τις αιτιάσεις που διατυπώνονται κατ' αυτών. Ο κανονισμός ΕΟΚ 4260/88 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τις κοινοποιήσεις, τις καταγγελίες, τις αιτήσεις και τις ακροάσεις που αναφέρονται στον κανονισμό 4056/86 (EE L 376, σ. 1), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, διευκρινίζει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν κατά την ακρόαση των ενδιαφερομένων μερών.

     Το ιστορικό της διαφοράς


    I –   Trans-Atlantic Agreement (TAA)

    21     Οι προσφεύγουσες στην υπό κρίση υπόθεση είναι, εκτός μιας από αυτές, οι ναυτιλιακές εταιρίες που μετείχαν στην ΤΑΑ.

    22     Η TAA ήταν μια συμφωνία η οποία αφορούσε τις τακτικές γραμμές μεταφοράς μέσω του Ατλαντικού, μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 28 Αυγούστου 1992 και τέθηκε σε ισχύ στις 31 Αυγούστου 1992.

    23     Η TAA καθόριζε, μεταξύ άλλων, τα κόμιστρα που ίσχυαν για τις θαλάσσιες και τις «συνδυασμένες» μεταφορές. Τα κόμιστρα που ίσχυαν για τη θαλάσσια μεταφορά χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη τουλάχιστον δύο επιπέδων ναύλων. Όσον αφορά τα κόμιστρα που ίσχυαν για τη συνδυασμένη μεταφορά, περιελάμβαναν, πέραν της θαλάσσιας μεταφοράς, τη χερσαία μεταφορά των εμπορευμάτων, προς ή από τις ακτές, με προορισμό και προέλευση ένα σημείο στο εσωτερικό της χώρας. Τα κόμιστρα που ίσχυαν για τη συνδυασμένη μεταφορά κάλυπταν συνεπώς το θαλάσσιο και το χερσαίο τμήμα της μεταφοράς. Η ΤΑΑ περιείχε επίσης διατάξεις διέπουσες άλλες πτυχές των τακτικών γραμμών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ειδικότερα τη ναύλωση «θέσεων εμπορευματοκιβωτίων» ή χώρων και την ανταλλαγή εξοπλισμού, τον καθορισμό των τιμών δραστηριοτήτων φορτοεκφόρτωσης στον λιμένα, καθώς και την κοινή διαχείριση της θαλάσσιας μεταφορικής ικανότητας.

    24     Στις 19 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/980/ΕΚ, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης IV/34.446 ─ Trans Atlantic Agreement) (ΕΕ L 376, σ. 1).

    25     Η απόφαση 94/980 (στο εξής: απόφαση ΤΑΑ) διαπιστώνει ότι οι συμφωνίες περί ναύλων και μη χρησιμοποιήσεως της μεταφορικής ικανότητας στη θαλάσσια μεταφορά και οι συμφωνίες περί τιμών στις χερσαίες μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων που πραγματοποιούνται εντός της Κοινότητας ή που διέρχονται από την Κοινότητα στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς συνιστούν παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (άρθρο 1 της αποφάσεως ΤΑΑ).

    26     Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η απόφαση ΤΑΑ καταλήγει ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 υπέρ ορισμένων συμφωνιών ναυτιλιακής διασκέψεως δεν ισχύει για τις διατάξεις αυτές της ΤΑΑ, για τον λόγο ότι η ΤΑΑ δεν αποτελεί ναυτιλιακή διάσκεψη εφαρμόζουσα «κοινούς ή ίσους ναύλους», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, καθόσον καθορίζει τουλάχιστον δύο επίπεδα ναυτιλιακών τιμολογίων. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η ΤΑΑ συνιστούσε ναυτιλιακή διάσκεψη, η Επιτροπή φρονεί ότι οι διατάξεις της ΤΑΑ περί της μη χρησιμοποιήσεως των μεταφορικών ικανοτήτων και περί του καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς δεν θα μπορούσαν να τύχουν της εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία καθόσον, αντιστοίχως, το πάγωμα των μεταφορικών ικανοτήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί «συμφωνία περί ρυθμίσεως της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε μέλος», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο δì, του κανονισμού 4056/86, και ο καθορισμός των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς, έστω και αν παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86, καθόσον ο τελευταίος αυτός κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις θαλάσσιες μεταφορές από λιμένα σε λιμένα. Περαιτέρω, η Επιτροπή αρνείται να χορηγήσει για τις διατάξεις αυτές ατομική εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και του άρθρου 5 του κανονισμού 1017/68 (άρθρο 2 της αποφάσεως ΤΑΑ).

    27     Το άρθρο 4 της αποφάσεως ΤΑΑ απαγορεύει στους αποδέκτες της να επιδίδονται σε πρακτικές καθορισμού τιμών που έχουν αντικείμενο ή αποτέλεσμα πανομοιότυπο ή ανάλογο με τις διατάξεις που περιέχονται στη συμφωνία ΤΑΑ.

    28     Τέλος, το άρθρο 5 της αποφάσεως ΤΑΑ επιβάλλει στους αποδέκτες της να ενημερώσουν τους πελάτες με τους οποίους έχουν συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και άλλες συμβατικές σχέσεις στο πλαίσιο της ΤΑΑ ως προς το ότι οι εν λόγω πελάτες δικαιούνται, εφόσον το επιθυμούν, να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους των συμβάσεων ή να τερματίσουν αυτές πάραυτα.

    29     Με διάταξη της 10ης Μαρτίου 1995, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως των άρθρων 1, 2, 3 και 4 της αποφάσεως ΤΑΑ μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου στην κύρια δίκη, στον βαθμό που τα άρθρα αυτά απαγορεύουν στα συμβαλλόμενα μέρη της ΤΑΑ να ασκούν από κοινού την εξουσία καθορισμού των κομίστρων που ισχύουν για τα χερσαία τμήματα, στο έδαφος της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995, Τ-395/94 R, Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-595). Η αναίρεση που άσκησε η Επιτροπή κατά της διατάξεως αυτής απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, εκδοθείσα στις 19 Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-2165).

    30     Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως ΤΑΑ, ακυρώνοντας μόνον το άρθρο της 5 (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T-395/94, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-875) (στο εξής: δικαστική απόφαση ΤΑΑ). Ουδεμία αναίρεση ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής.

    II –   Trans-Atlantic Conference Agreement («TACA»)

    31     Μετά από συζητήσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της ΤΑΑ και της Επιτροπής, η συμφωνία ΤΑΑ τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από την TACA.

    32     Η TACA, όπως και η ΤΑΑ, καλύπτει τις ναυτιλιακές γραμμές με κατεύθυνση προς ανατολάς (Eastbound) και προς δυσμάς (Westbound) μεταξύ, αφενός, των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης και των σημείων που εξυπηρετούνται μέσω των λιμένων αυτών και, αφετέρου, των λιμένων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς και των σημείων που εξυπηρετούνται μέσω των λιμένων αυτών.

    33     Δεν αμφισβητείται ότι η TACA περιέχει διατάξεις πανομοιότυπες προς αυτές της ΤΑΑ όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο έδαφος της Κοινότητας. Η TACA περιέχει, περαιτέρω, ορισμένους κανόνες που αφορούν άλλες πτυχές της μεταφοράς, ειδικότερα όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και την αμοιβή των ναυλομεσιτών.

     Οι κοινοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν από την TACA

    34     Στις 5 Ιουλίου 1994, η TACA κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86, προκειμένου να χορηγηθεί εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).

    35     Τα αρχικά μέρη της TACA ήσαν οι ακόλουθες δεκαπέντε ναυτιλιακές εταιρίες: η A.P. Møller-Mærsk Line (στο εξής: Mærsk), η Atlantic Container Line AB (στο εξής: ACL), η Hapag-Lloyd AG (στο εξής: Hapag-Lloyd), η Nedlloyd Lijnen BV (στο εξής: Nedlloyd), η P&O Containers Ltd (στο εξής: P & O), η Sea-Land Service, Inc. (στο εξής: Sea-Land), η Mediterranean Shipping Co. SA (στο εξής: MSC), η Orient Overseas Container Line (UK) Ltd (στο εξής: OOCL), η Polish Ocean Lines (στο εξής: POL), η DSR-Senator Lines GmbH (στο εξής: DSR-Senator), η Cho Yang Shipping Co. Ltd (στο εξής: Cho Yang), η Neptune Orient Lines Ltd (στο εξής: NOL), η Nippon Yusen Kaisha (στο εξής: NYK), η Transportación Marítima Mexicana SA de CV (στο εξής: TMM) και η Tecomar SA de CV (στο εξής: Tecomar). Αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1994, κατέστη μέρος της TACA η Hanjin Shipping Co. Ltd (στο εξής: Hanjin). Η Hyundai Merchant Marine Co. Ltd (στο εξής: Hyundai) προσχώρησε στην TACA στις 11 Σεπτεμβρίου 1995. Η Hyundai είναι η μόνη από τις προαναφερθείσες ναυτιλιακές εταιρίες η οποία ουδέποτε μετείχε της ΤΑΑ.

    36     Η Επιτροπή, με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 1994, πληροφόρησε τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 8, του κανονισμού 4260/88, προετίθετο επίσης να εξετάσει την αίτηση ατομικής εξαιρέσεως κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1017/68, με το αιτιολογικό ότι ορισμένες από τις κοινοποιηθείσες δραστηριότητες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86.

    37     Η TACA τέθηκε σε ισχύ στις 24 Οκτωβρίου 1994. Λόγω διαδοχικών τροποποιήσεων, πολλές νέες μορφές της συμφωνίας αυτής κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή μετά τις 5 Ιουλίου 1994.

    38     Στις 29 Νοεμβρίου 1995, μετά από διάφορες συζητήσεις και ανταλλαγές επιστολών με την Επιτροπή, τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA κοινοποίησαν την European Inland Equipment Interchange Arrangement (στο εξής: EIEIA), μια συμφωνία συνεργασίας αφορώσα το χερσαίο τμήμα της συνδυασμένης μεταφοράς.

    39     Στις 10 Ιανουαρίου 1997, τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA κοινοποίησαν στην Επιτροπή ένα σύστημα συγκέντρωσης και διανομής (σύστημα «hub and spoke») για να χορηγηθεί εξαίρεση υπέρ του συλλογικού καθορισμού των τιμών για όλες τις υπηρεσίες χερσαίας μεταφοράς.

    40     Η TACA αποτέλεσε αντικείμενο δύο διαφορετικών διαδικασιών: της διαδικασίας άρσεως της ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμων και τη διαδικασία παραβάσεως κατ' εφαρμογήν των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης. Οι παρούσες προσφυγές αφορούν τη δεύτερη αυτή διαδικασία.

     Διοικητική διαδικασία άρσεως της ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμων

    41     Στις 21 Ιουνίου 1995 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων απευθυνόμενη στα συμβαλλόμενα μέρη της TACA (εκτός της Hyundai η οποία δεν είχε ακόμη προσχωρήσει στην TACA), στην οποία αναφερόταν ότι η Επιτροπή επρόκειτο να εκδώσει απόφαση για την άρση της σχετικής με ασυλία πρόστιμα που μπορούσε να προκύψει από την κοινοποίηση της TACA, όσον αφορά τη συμφωνία των μερών της TACA περί του καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο έδαφος της Κοινότητας.

    42     Την 1η Μαρτίου 1996, η Επιτροπή απηύθυνε στα συμβαλλόμενα μέρη της TACA συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, στην οποία ανέφερε ότι η ΕΙΕΙΑ ουδόλως μετέβαλε την εκτίμησή της της 21ης Ιουλίου 1995.

    43     Στις 26 Νοεμβρίου 1996, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(96) 3414 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης (IV/35.134 ─ Trans-Atlantic Conference Agreement, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: απόφαση περί άρσεως της ασυλίας), με την οποία ήρε τη σχετική με την επιβολή προστίμων ασυλία των μερών της TACA όσον αφορά τις διατάξεις της TACA σχετικά με τον καθορισμό των χερσαίων κομίστρων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την προκριματική γνωμοδότηση της Επιτροπής, οι διατάξεις αυτές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, του άρθρου 5 του κανονισμού 1017/68 και του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ.

    44     Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002, το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή των συμβαλλομένων μερών της TACA κατά της αποφάσεως αυτής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, Τ-18/97, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1125). Ουδεμία αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής.

     Διοικητική διαδικασία περί παραβάσεως κατ' εφαρμογήν των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης

    45     Στις 24 Μα?ου 1996, η Επιτροπή απηύθυνε στα συμβαλλόμενα μέρη της TACA μια ανακοίνωση αιτιάσεων επί της ουσίας, η οποία εκδόθηκε βάσει των κανονισμών 17, 1017/68 και 4056/86. Σύμφωνα με την εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι θεωρούσε ότι η TACA ενέπιπτε στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, και ότι ορισμένα στοιχεία περιεχόμενα στη συμφωνία δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι επρόκειτο να εκδώσει απόφαση με την οποία θα αποφαινόταν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA είχαν παραβεί το άρθρο 85, παράγραφος 1, και θα απαιτούσε από αυτά να σταματήσουν τις πρακτικές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3. Η ανακοίνωση αιτιάσεων ανέφερε επίσης ότι τα μέρη της TACA είχαν καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση τους, κατά παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης και ότι η Επιτροπή επρόκειτο να τους επιβάλει πρόστιμα για τον λόγο αυτό. Τέλος, η ανακοίνωση αιτιάσεων ανέφερε ότι η Επιτροπή προετίθετο να ανακαλέσει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 7 ή/και 8 του εν λόγω κανονισμού.

    46     Στις 6 Σεπτεμβρίου 1996, οι προσφεύγουσες απάντησαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής της 24ης Μα?ου 1996. Τα μέρη της TACA διατύπωσαν προφορικώς την άποψή τους στο πλαίσιο ακροάσεως πραγματοποιηθείσας στις 25 Οκτωβρίου 1996.

    47     Στις 11 Απριλίου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, με την οποία ανέφερε ότι, παρά την κοινοποίηση του συστήματος «hub and spoke», ενέμενε στην πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση απαγορεύσεως, έναντι και της πρακτικής που συνίσταται στον καθορισμό των τιμών των παρεχομένων από τον θαλάσσιο μεταφορέα υπηρεσιών μεταφοράς στο έδαφος της Κοινότητας, οσάκις οι υπηρεσίες αυτές δεν εμπίπτουν στο σύστημα «hub and spoke» της TACA.

    48     Στις 16 Σεπτεμβρίου 1998 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 1999/243/ΕΚ, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/35.134 ─ Συμφωνία Διατλαντικής Ναυτιλιακής Διασκέψεως) (ΕΕ 1999, L 95, σ. 1, στο εξής: απόφαση ή προσβαλλόμενη απόφαση). Η Επιτροπή, για την έκδοση της αποφάσεως αυτής, ακολούθησε τις διαδικασίες που προβλέπονται στους κανονισμούς 17, 1017/68 και 4056/86.

    49     Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε ότι ορισμένες διατάξεις της TACA είναι αντίθετες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, προς το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ και προς το άρθρο 2 του κανονισμού 1017/68 και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως που προβλέπουν το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το άρθρο 53, πφαράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ και το άρθρο 5 του κανονισμού 1017/68. Η Επιτροπή κατέληξε, περαιτέρω, ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 86 της Συνθήκης και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ και επέβαλε, για τον λόγο αυτό, πρόστιμα στο σύνολο των προσφευγουσών.

     Η προσβαλλόμενη απόφαση

    I –  Οι επίμαχες διατάξεις της TACA

    50     Οι επίμαχες διατάξεις της TACA που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν τον καθορισμό των τιμών της μεταφοράς, τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και την αμοιβή των ναυλομεσιτών.

     Συλλογικός καθορισμός των τιμών της μεταφοράς

    51     Η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι τα μέλη της TACA καθορίζουν συλλογικά ένα τιμολόγιο, το οποίο περιλαμβάνει πέντε μέρη με διαφορετικές τιμές για κάθε μία από τις ακόλουθες υπηρεσίες: τη χερσαία μεταφορά μέχρι τον λιμένα, τον χειρισμό του φορτίου στον λιμένα (μεταφορά του από το μέσο χερσαίας μεταφοράς στο σκάφος), τη θαλάσσια μεταφορά (μεταφορά από τον ένα λιμένα στον άλλο), τον χειρισμό του φορτίου στον λιμένα προορισμού (μεταφορά του από το σκάφος στο μέσο χερσαίας μεταφοράς) και τη χερσαία μεταφορά από τον λιμένα προορισμού στον τελικό τόπο προορισμού (αιτιολογική σκέψη 96).

    52     Η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει, περαιτέρω, ότι:

    –       το κοινό τιμολόγιο περιέχει πίνακα τιμών για τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ συγκεκριμένων σημείων: προβλέπονται 26 κατηγορίες εμπορευμάτων και ο αντίστοιχος ναύλος (αιτιολογική σκέψη 13)·

    –       το τιμολόγιο δημοσιεύεται από την TACA και διατίθεται σε όλους τους φορτωτές (αιτιολογική σκέψη 13)·

    –       το τιμολόγιο της διασκέψεως ορίζει διαφορετικούς ναύλους: τους συνήθεις ναύλους, τους ναύλους που καθορίζονται σε συνάρτηση με τον χρόνο ναύλωσης των προς μεταφορά όγκων φορτίου (Time/Volume Rates, στο εξής: TVR) και τους ναύλους συμβάσεων πίστεως (αιτιολογική σκέψη 103)·

    –       βάσει της νομοθεσίας των ΗΠΑ, κάθε μέλος διασκέψεως έχει το δικαίωμα να αφίσταται του τιμολογίου που καθορίζει η διάσκεψη, προβαίνοντας σε ανεξάρτητες ενέργειες για μια συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων, εφόσον ειδοποιήσει τα άλλα μέλη της διασκέψεως (αιτιολογική σκέψη 104).

     Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών

    53     Οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αποτελούν συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων, αφενός, ο φορτωτής δεσμεύεται ότι θα μεταφέρει μέσω της διασκέψεως (συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως) ή μέσω ατομικού μεταφορέα (μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών) μια κατώτατη ποσότητα εμπορευμάτων επί ορισμένο χρόνο και, αφετέρου, ο θαλάσσιος μεταφορέας ή η διάσκεψη δεσμεύεται να εφαρμόσει ορισμένο ναύλο ή ορισμένη κλίμακα ναύλων, καθώς και ότι θα παράσχει ορισμένο επίπεδο υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 110).

    54     Οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αποκαλούνται «κοινές» οσάκις συνάπτονται από περισσότερους ατομικούς μεταφορείς. Δεν αμισβητείται ότι η έννοια των «κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών» στην προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τόσο τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως όσο και τις κοινές μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    55     Δεν αμφισβητείται ότι στα διατλαντικά δρομολόγια, περίπου το 50 έως 60 % των εμπορευμάτων διακινείται στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 122).

    56     Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η TACA αποσκοπούσε στη ρύθμιση της διαπραγματεύσεως και της συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, τόσο της διασκέψεως όσο και μεμονωμένων.

    57     Αφενός, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως (ή συμβάσεις παροχής υπηρεσιών TACA), το άρθρο 14, παράγραφος 3, της συμβάσεως TACA προβλέπει ότι πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως για λογαριασμό των μερών της TACA εκ μέρους της γραμματείας της TACA. Οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών τις οποίες διαπραγματεύεται η γραμματεία της TACA υποβάλλονται εν συνεχεία σε διαδικασία ψηφοφορίας από τα μέλη. Κάθε μέρος που δεν επιθυμεί να μετάσχει σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών που έχει συναφθεί υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί να προβεί, συναφώς, σε μονομερή ενέργεια, της οποία το πεδίο εφαρμογής υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο j, της συμφωνίας TACA (αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 148).

    58     Η προσβαλλόμενη απόφαση τονίζει ότι η TACA επιβάλλει επίσης, σύμφωνα με το άρθρο της 14, παράγραφος 2, δεσμευτικές «κατευθυντήριες γραμμές» σχετικά με το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις αυτές μπορούν να συναφθούν (αιτιολογική σκέψη 149). Οι σχετικοί περιορισμοί αφορούν τα ακόλουθα στοιχεία:

    –       τη διάρκεια: σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο a, της TACA, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών έπρεπε να συνάπτονται για μέγιστη περίοδο ενός ημερολογιακού έτους· η διάρκεια αυτή αυξήθηκε εν συνεχεία στα δύο έτη, κατόπιν δε στα τρία έτη (αιτιολογικές σκέψεις 17, στοιχείο στì, και 491)·

    –       τις ρήτρες τυχαίων γεγονότων (ή contingency clauses): σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο c, της TACA, απαγορεύται η εισαγωγή στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών κάθε ρήτρας που προβλέπει μείωση του πληρωτέου ναύλου βάσει των εν λόγω συμβάσεων σε συνάρτηση με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με άλλους φορτωτές στο πλαίσιο άλλων συμβάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 17, στοιχείο ζì, και 489)·

    –       τις πολλαπλές συμβάσεις: σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο c, της TACA, ουδέν συμβαλλόμενο μέρος της TACA μπορεί να μετάσχει, ατομικώς ή από κοινού με άλλο μέρος, σε περισσότερες από μία συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ταυτόχρονα με οποιονδήποτε φορτωτή για τη μεταφορά εμπορευμάτων στο δρομολόγιο (αιτιολογικές σκέψεις 17, στοιχείο στì, και 493)·

    –       το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων σε περίπτωση μη εκτελέσεως της συμβάσεως: σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο d, της TACA, τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA συμφωνούν σχετικά με το ύψος των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων που προβλέπονται στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών τις οποίες συνάπτουν (αιτιολογική σκέψη 495)· σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ύψος των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων καθορίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA στα 250 δολάρια ΗΠΑ (USD) ανά ισοδύναμο είκοσι ποδών (ή Twenty Foot Equivalent Units, στο εξής: EVP) (αιτιολογική σκέψη 226)·

    –       την εμπιστευτικότητα: η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA απαιτούν να γνωστοποιούνται στα λοιπά μέρη οι όροι κάθε συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που συνάπτει ένα από τα μέρη αυτά και να τίθενται τα στοιχεία αυτά στη διάθεση των μεταφορέων που προσχωρούν στην TACA (αιτιολογική σκέψη 496).

    59     Αφετέρου, όσον αφορά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η TACA απαγόρευε, το 1994 και το 1995, τη σύναψή τους. Από το 1996 και μετά, η TACA επέτρεψε τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα ακόλουθα:

    «32      Στις 9 Μαρτίου 1995 τα μέρη της TACA ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι η FMC επέβαλε μια ακόμη υποχρέωση στα μέρη της TACA. Σύμφωνα με αυτήν, τα μέρη της TACA υποχρεούνται να τροποποιήσουν την εν λόγω συμφωνία κατά τρόπον ώστε τα μέρη της να μπορούν να συνάψουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών για το 1996 χωρίς την προηγούμενη έγκριση των άλλων μερών της TACA, εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 2, της TACA».

     Αμοιβή των ναυλομεσιτών

    60     Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο c, της TACA, τα μέρη της TACA συμφωνούν σχετικά με τα ποσά, το ύψος ή τα ποσοστά της αμοιβής των μεσιτών και των ναυλομεσιτών, συμπεριλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων καταβολής των ποσών αυτών και του καθορισμού των προσώπων που μπορούν να ενεργούν ως μεσίτες (αιτιολογική σκέψη 164).

    II –  Ορισμός της σχετικής αγοράς

    61     Η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει, μετά από την ανάλυση που διενεργήθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 84, ότι η αγορά των θαλάσσιων μεταφορών στην οποία εμπίπτει η TACA είναι η αγορά τακτικών θαλάσσιων μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά.

    62     Στην αιτιολογική σκέψη 519, η Επιτροπή εκθέτει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, τα εξής:

    «519      Η υπό εξέταση αγορά υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών περιγράφεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 75. Η γεωγραφική αγορά καλύπτει την περιοχή στην οποία διατίθενται οι ανωτέρω οριζόμενες υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, δηλαδή εν προκειμένω τις περιοχές προσελκύσεως των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης. Η έκταση της εν λόγω γεωγραφικής αγοράς είναι αντίστοιχη με την εμβέλεια του τιμολογίου χερσαίων μεταφορών της TACA και αποτελεί ουσιώδες μέρος της κοινής αγοράς.»

    III –  Νομική εκτίμηση

    63     Η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι οι επίμαχοι κανόνες και πρακτικές της TACA εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 85 και του άρθρου 86 της Συνθήκης.

     Εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης

    64     Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης, η Επιτροπή εκθέτει ότι τα ακόλουθα στοιχεία της TACA έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη στρέβλωση του ανταγωνισμού κατά την έννοια της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής:

    –       η συμφωνία μεταξύ των μερών της TACA σχετικά με τις τιμές της θαλάσσιας μεταφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 379 και 380)·

    –       η συμφωνία μεταξύ των μερών της TACA σχετικά με τις τιμές των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο έδαφος της Κοινότητας σε φορτωτές σε συνδυασμό με άλλες υπηρεσίες στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς για τη διακίνηση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια («υπηρεσίες χερσαίας μεταφοράς από ναυτιλιακή εταιρία» ή «carrier haulage») μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (αιτιολογικές σκέψεις 379 και 380)·

    –       η συμφωνία μεταξύ των μερών της TACA σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με φορτωτές (αιτιολογικές σκέψεις 379, 380 και 442 έως 448)·

    –       η συμφωνία μεταξύ των μερών της TACA σχετικά με τον καθορισμό ανώτατων ορίων αμοιβής των ναυλομεσιτών (αιτιολογικές σκέψεις 379, 380, 505 έως 508).

    65     Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι είναι δύσκολο, στο στάδιο αυτό, να κριθεί αν η συμφωνία σχετικά με τις ανταλλαγές εξοπλισμού που προβλέπει η ΕΙΕΙΑ επηρεάζει αισθητά τον ανταγωνισμό. Συνεπώς, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης στη συμφωνία αυτή δεν εξετάζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 384, 399 και 426).

    66     Όσον αφορά τη χορήγηση εξαιρέσεως, η Επιτροπή καταλήγει στην εξαίρεση μόνον της συμφωνίας περί των τιμών της θαλάσσιας μεταφοράς, καθόσον οι λοιπές περιοριστικές του ανταγωνισμού συμφωνίες δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 (αιτιολογικές σκέψεις 396 έως 399). Όσον αφορά τη δυνατότητα ατομικής εξαιρέσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι καμία από τις σχετικές συμφωνίες δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και του άρθρου 5 του κανονισμού 1017/68 (αιτιολογικές σκέψεις 409 έως 441).

     Εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης

    67     Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι τα μέλη της TACA κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση στην υπό εξέταση αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 519 έως 576) και ότι καταχράστηκαν την εν λόγω συλλογική δεσπόζουσα θέση μεταξύ 1994 και 1996, αφενός, συνάπτοντας συμφωνία επιβάλλουσα περιορισμούς στην πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και στο περιεχόμενό τους (στο εξής, επίσης, πρώτη κατάχρηση) και, αφετέρου, μεταβάλλοντας τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά κατά τρόπον ώστε να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση της TACA (στο εξής, επίσης, δεύτερη κατάχρηση) (αιτιολογικές σκέψεις 550 έως 576).

    68     Όσον αφορά την πρώτη κατάχρηση (αιτιολογικές σκέψεις 551 έως 558), η Επιτροπή φρονεί ότι αυτή αποτελεί ιδίως απόρροια «των όρων που επέβαλαν τα μέρη της TACA [...] όσον αφορά τις ρήτρες τυχαίων γεγονότων, τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, την απαγόρευση πολλαπλών συμβάσεων και το ύψος των αποζημιώσεων», καθώς και της απαγορεύσεως «των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1995» (αιτιολογικές σκέψεις 556 και 557).

    69     Όσον αφορά τη δεύτερη κατάχρηση (αιτιολογικές σκέψεις 559 έως 567), η Επιτροπή εκθέτει ότι «τα μέρη της είχαν την πρόθεση να εξασφαλίσουν ότι σε περίπτωση που δυνητικός ανταγωνιστής επιθυμούσε να εισέλθει στην αγορά, θα το έπραττε μόνον αφού γινόταν μέλος της TACA» (αιτιολογική σκέψη 562). Μεταξύ των μέτρων που έλαβαν τα μέρη της TACA για να αναγκάσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στην αγορά ως μέρη της TACA συγκαταλέγονται, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικά μέτρα υπέρ της Hanjin (γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και χορήγηση τμήματος της αγοράς) και της Hyundai (άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών), η σύναψη μεγάλου αριθμού συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και το γεγονός ότι τα παλαιά μέλη της διάρθρωσης της ΤΑΑ δεν συμμετείχαν στον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους θαλάσσιους μεταφορείς που δεν διαχειρίζονται πλοία (Non Vessel Operating Common Carriers, στο εξής: NVOCC).

     Πρόστιμα

    70     Η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει πρόστιμα σε έκαστο των μερών της TACA για την παράβασή τους του άρθρου 86 της Συνθήκης. Ουδέν πρόστιμο επιβλήθηκε ως κύρωση για την παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης.

    71     Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι διάρκεια των δύο αυτών παραβάσεων καλύπτει τμήμα του 1994 και το σύνολο των ετών 1995 και 1996 (αιτιολογικές σκέψεις 592 και 594).

     Διατακτικό

    72     Σύμφωνα με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει τα εξής:

    «Άρθρο 1

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1017/68 με την συμφωνία τους σχετικά με τις τιμές των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο έδαφος της Κοινότητας σε φορτωτές σε συνδυασμό με άλλες υπηρεσίες στο πλαίσιο πολυμεταφορών για τη διακίνηση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1017/68 δεν πληρούνται.

    Άρθρο 2

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ καθορίζοντας τα ποσά, το ύψος ή τα ποσοστά της αμοιβής των μεσιτών και ναυλομεσιτών, τους όρους και τις προϋποθέσεις καταβολής των ποσών αυτών και τα πρόσωπα που μπορούν να ενεργούν ως μεσίτες. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ δεν πληρούνται.

             Άρθρο 3

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ μέσω της συμφωνίας τους σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με φορτωτές. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ δεν πληρούνται.

    Άρθρο 4

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I καλούνται διά της παρούσης να παύσουν πάραυτα τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3 και να απέχουν στο μέλλον από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική με το ίδιο ή παραπλήσιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα με τις συμφωνίες που αναφέρονται στα άρθρα 1, 2 και 3.

    Άρθρο 5

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 86 της Συνθήκης και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ τροποποιώντας τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά προκειμένου να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση της συμφωνίας διατλαντικής ναυτιλιακής διάσκεψης (TACA).

    Άρθρο 6

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 86 της Συνθήκης και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ επιβάλλοντας περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και το περιεχόμενο αυτών.

    Άρθρο 7

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα I παύουν εφεξής τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 και απέχουν μελλοντικά από κάθε ενέργεια που έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα με τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6.

    Άρθρο 8

    Επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα σχετικά με την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86 της Συνθήκης και του άρθρου 56 της Συμφωνίας ΕΟΧ που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6:

    A. P. Møller-Mærsk Line                            ECU   27 500 000

    Atlantic Container Line AB                            ECU    6 880 000

    Hapag Lloyd Container Linie GmbH          ECU   20 630 000

    P & O Nedlloyd Container Line Limited          ECU   41 260 000

    Sea-Land Service, Inc.                                     ECU   27 500 000

    Mediterranean Shipping Co.                            ECU   13 750 000

    Orient Overseas Container Line (UK) Ltd ECU   20 630 000

    Polish Ocean Lines                                     ECU    6 880 000

    DSR-Senator Lines                                     ECU   13 750 000

    Cho Yang Shipping Co., Ltd                            ECU   13 750 000

    Neptune Orient Lines Ltd                            ECU   13 750 000

    Nippon Yusen Kaisha                                     ECU   20 630 000

    Transportación Marítima Mexicana SA de

    CV/Tecomar SA de CV                            ECU    6 880 000

    Hanjin Shipping Co. Ltd                            ECU   20 630 000

    Hyundai Merchant Marine Co. Ltd                   ECU   18 560 000

    Άρθρο 9

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I υποχρεούνται, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, να ενημερώσουν τους πελάτες με τους οποίους έχουν συνάψει κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ότι οι τελευταίοι δικαιούνται να διαπραγματευθούν εκ νέου τους όρους των εν λόγω συμβάσεων ή να τις καταγγείλουν πάραυτα.

    Άρθρο 10

    Τα πρόστιμα που επιβάλλονται στο άρθρο 8 καταβάλλονται σε ECU εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στον τραπεζικό λογαριασμό αριθ. 310-0933000-43 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Banque Bruxelles Lambert, Agence εuropéenne, Rond-Point Schuman 5, B-1040 Bruxelles/Brussel.

    Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας οφείλεται αυτοδικαίως τόκος επί του προστίμου με το επιτόκιο που χρεώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για συναλλαγές σε ECU την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η παρούσα απόφαση, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, δηλαδή 7,5 %.

    Άρθρο 11

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις επιχειρήσεις που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της παρούσας.

    Η παρούσα απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο δυνάμει του άρθρου 192 της Συνθήκης ΕΚ.»

     Διαδικασία

    73     Στις 7 Δεκεμβρίου 1998, 12 από τις 17 ναυτιλιακές εταιρίες που ήσαν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι οι ACL, Cho Yang, DSR-Senator, Hanjin, Hapag-Lloyd, Hyundai, Mærsk, MSC, OOCL, POL, P & O Nedlloyd (η P & O Nedlloyd προκύπτει από τη συγχώνευση, τον Ιανουάριο του 1997, της Nedlloyd και της P & O, οι οποίες ήσαν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της) και Sea-Land, κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής κατ' εφαρμογήν του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ). Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία υπό τον αριθμό Τ-191/98 (Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής).

    74     Με χωριστό δικόγραφο, η NOL κατέθεσε, στις 29 Δεκεμβρίου 1996, προσφυγή περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία υπό τον αριθμό Τ-212/98 (Neptune Orient Lines κατά Επιτροπής). Την ίδια μέρα, η NYK κατέθεσε επίσης προσφυγή περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία υπό τον αριθμό T-213/98 (Nippon Yusen Kaisha κατά Επιτροπής). Τέλος, στις 30 Δεκεμβρίου 1998, οι ναυτιλιακές εταιρίες TMM και Tecomar κατέθεσαν επίσης προσφυγή περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία υπό τον αριθμό T-214/98 (Transportación Marítima Mexicana και Tecomar κατά Επιτροπής).

    75     Στις 18 Ιανουαρίου 1999, με πρωτοβουλία του γραμματέα, ο εισηγητής δικαστής K. M. Jaeger πραγματοποίησε με τις προσφεύγουσες άτυπη σύσκεψη, για να τις καλέσει να τακτοποιήσουν τα δικόγραφα των προσφυγών τους, τα οποία έφθαναν τις 2 000 περίπου σελίδες (εκτός παραρτημάτων), να εξετάσουν τη σκοπιμότητα καταρτίσεως περιλήψεως των δικογράφων αυτών, να προβούν στη διαλογή των κρίσιμων εγγράφων που περιέχονται στους 100 περίπου φακέλους που συνθέτουν τα παραρτήματα και να ρυθμίσουν τα προβλήματα εμπιστευτικότητας που προέκυπταν όσον αφορά ορισμένα προσαρτημένα έγγραφα. Στο στάδιο της συσκέψεως αυτής μόνον ορισμένα από τα προβλήματα αυτά εμπιστευτικότητας μπόρεσαν να ρυθμιστούν.

    76     Με διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 1999, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου διέταξε την ένωση των υποθέσεων Τ-191/98, Τ-212/98 έως Τ-214/98 προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας, της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοη κοινής αποφάσεως.

    77     Στις 21 Ιουνίου 1999, το The European Council of Transport Users ASBL (στο εξής: ECTU, περιλαμβάνον το The European Shippers Council, στο εξής: ESC) ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής στις υποθέσεις Τ-191/98, Τ-212/98 έως Τ-214/98.

    78     Με διάταξη της 21ης Ιουλίου 1999, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αναστολής της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως που υπέβαλε η DSR-Senator (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 21ης Ιουλίου 1999, Τ-191/98 R, DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2531). Η αναίρεση που ασκήθηκε κατά της διατάξεως αυτής απορρίφθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-364/99 Ρ(R), DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8733].

    79     Στις 17 Αυγούστου 1999, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων εγγράφων έναντι του παρεμβαίνοντος. Διευκρίνισαν την αίτηση αυτή με τηλεομοιοτυπία της 23ης Αυγούστου 1999. Με έγγραφα της 10ης Σεπτεμβρίου και της 8ης Οκτωβρίου 1999, η Επιτροπή διατύπωσε ορισμένες αντιρρήσεις σχετικά με την αίτηση αυτή.

    80     Με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 1999, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφενός, επέτρεψε την παρέμβαση του ECTU και, αφετέρου, δέχθηκε μερικώς το αίτημα περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Επιπλέον, αποφασίστηκε η εμπιστευτική μεταχείριση, προσωρινώς, ορισμένων παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση Τ-191/98.

    81     Με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1999, οι προσφεύγουσες πληροφόρησαν τη Γραμματεία για το ότι προετίθεντο να αποσύρουν από τη δικογραφία το σύνολο των παραρτημάτων τα οποία αφορά η διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 1999, εξαιρουμένου ενός από αυτά. Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 1999, οι προσφεύγουσες ζήτησαν, επιπλέον, την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων που περιέχονται στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και στα παραρτήματά του. Με έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2000, η Επιτροπή διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με το αίτημα αυτό.

    82     Με διάταξη της 14ης Μαρτίου 2000, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε εν μέρει το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως όσον αφορά ορισμένα στοιχεία που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως.

    83     Με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2000, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Cho Yang (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2000, Τ-191/98 R II, Cho Yang Shipping κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2551). Η αναίρεση που ασκήθηκε κατά της διατάξεως αυτής απορρίφθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2000, C-361/00 Ρ (R), Cho Yang Shipping κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-11657].

    84     Στις 27 Σεπτεμβρίου 2000, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98, με την επιστολή που συνόδευε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του ECTU, ζήτησε από το Πρωτοδικείο να μεταχειριστεί εμπιστευτικά ορισμένα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονταν στις παρατηρήσεις της. Το αίτημα αυτό επαναλήφθηκε με επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2000. Με επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή διατύπωσε αντιρρήσεις στο αίτημα αυτό. Με διάταξη της 20ής Ιουνίου 2002, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας.

    85     Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν σε γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στα αιτήματα αυτά.

    86     Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 26ης και της 27ης Μαρτίου 2003.

     Αιτήματα των διαδίκων

    87     Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    –       να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    –       επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με το άρθρο 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

    –       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

    –       να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στις προσφεύγουσες τις δαπάνες που συνδέονται με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως καλύπτουσας την καταβολή των προστίμων εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

    88     Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, παρεμβαίνον, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    –       να απορρίψει την προσφυγή·

    –       να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

     Σκεπτικό

    89     Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ' ουσίαν, επτά ομάδες λόγων ακυρώσεως. Η πρώτη συνίσταται από τους λόγους που αφορούν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Η δεύτερη από τους λόγους που αφορούν την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης. Η τρίτη συνίσταται από τους λόγους που αφορούν την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης. Η τέταρτη αντλείται από τη μη τήρηση της διαδικασίας του κανονισμού 4056/86. Η πέμπτη αποτελείται από τους λόγους που αφορούν διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας. Η έκτη αποτελείται από τους λόγους που αφορούν τα πρόστιμα. Τέλος, η έβδομη σχετίζεται με τον λόγο που αντλείται από παράβαση του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ).

    90     Πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονιστεί ότι τα δικόγραφα των προσφυγών που κατέθεσαν οι προσφεύγουσες, καθώς και τα παραρτήματα που προσαρτώνται σε αυτά, αφενός, είναι ασυνήθως ογκώδη, καθόσον καθένα από τα δικόγραφα των προσφυγών φθάνει τις 500 σελίδες, ενώ τα παραρτήματα αντιπροσωπεύουν 100 περίπου φακέλους και, αφετέρου, προβάλλουν περίπου 100 διαφορετικούς λόγους ακυρώσεως. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99 Ρ, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-1611, σκέψη 121, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-197/99 Ρ, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 81). Οι πολυάριθμοι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της προσφυγής τους πρέπει να εξεταστούν υπό το φως της νομολογίας αυτής.

    I –  Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    91     Στο πλαίσιο των λόγων που αφορούν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, οι προσφεύγουσες αναπτύσσουν, κατ' ουσίαν, τρία διαφορετικά σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως. Το δεύτερο σκέλος αφορά προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο. Τέλος, το τρίτο σκέλος αφορά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.

     Επί του πρώτου σκέλους που αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

    92     Στο δικόγραφο της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες χώρισαν το πρώτο σκέλος σε τρία τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν είναι έγκυρη για τον λόγο ότι δεν εκδόθηκε μετά το πέρας της έρευνας που διενήργησε η Επιτροπή και ότι έχει, κατά συνέπεια, πρόωρο χαρακτήρα. Στο δεύτερο τμήμα, υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής μεταβολής της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού στην αγορά αποτελεί νέα αιτίαση η οποία, επιπλέον, στηρίζεται σε νέα αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος, στο τρίτο τμήμα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

    93     Ωστόσο, από την εξέταση της προσφυγής προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος περιέχει στην πραγματικότητα δύο είδη λόγων ακυρώσεως διαφορετικής φύσεως όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία που διεξήγαγε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, αφενός, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, με ένα λόγο που εμφανίζεται στο πρώτο τμήμα της επιχειρηματολογίας τους, τη νομιμότητα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, αυτής καθεαυτήν, καθόσον έχει πρόωρο χαρακτήρα. Αφετέρου, καταγγέλλουν, με λόγους που εμφανίζονται στα τρία τμήματα της επιχειρηματολογίας τους, την ύπαρξη νέων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών στην προσβαλλόμενη απόφαση.

     Α ─ Επί του λόγου που αφορά την έλλειψη νομιμότητας της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθόσον έχει πρόωρο χαρακτήρα

    1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

    94     Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων που τους απέστειλε η Επιτροπή στις 24 Μα?ου 1996 δεν είναι έγκυρη, καθόσον δεν εκδόθηκε μετά το πέρας της έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή.

    95     Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να αναφέρει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η Επιτροπή, καθώς και τον χαρακτηρισμό που τους έχει δοθεί (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-3359, σκέψη 29· της 31ης Μαρτίου 1993, C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85, Ahlström κ.λπ. κατά Επιτροπής (αποκαλούμενη «Ξυλοπολτός ΙΙ»), και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T-10/92 έως T-12/92 και T-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2667, σκέψη 33). Επομένως, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1711, σκέψη 51), «ο σεβασμός των δικαιωμάτων του αμυνομένου επιτάσσει να έχει δοθεί στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να προβάλει, όπως ήθελε, την άποψή της εφ' όλων των αιτιάσεων που είχε διατυπώσει εις βάρος της η Επιτροπή με τις ανακοινώσεις των αιτιάσεων που της απηύθυνε, καθώς και επί των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προέβαλε η Επιτροπή προς απόδειξη αυτών των αιτιάσεων και τα οποία μνημόνευε στις ανακοινώσεις των αιτιάσεών της ή στα παραρτήματα αυτών» (βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μα?ου 1998, Τ-334/94, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1439, σκέψη 39).

    96     Οι προσφεύγουσες συνάγουν εντεύθεν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, με την απόφασή της, να στηρίζεται σε αποδείξεις οι οποίες συνελέγησαν μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων και επί των οποίων η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Έτσι, ισχυρίζονται ότι, με την απόφασή του της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, ΙΒΜ κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 15), το Δικαστήριο έκρινε ότι «[...] σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και προς τον σκοπό εγγυήσεως του σεβασμού των δικαιωμάτων αμύνης, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί στην ενδιαφερομένη επιχείρηση το δικαίωμα να υποβάλει παρατηρήσεις κατά το πέρας της ερεύνης επί του συνόλου των αιτιάσεων που η Επιτροπή προτίθεται να προβάλει κατ' αυτής στην απόφασή της [...]».

    97     Εν προκειμένω όμως, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή τους απέστειλε αίτηση παροχής πληροφοριών δύο ημέρες πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων και 30 περίπου αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, τόσο κατά την περίοδο που αφιερώθηκε στην απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων όσο και μετά την απάντηση στην ανακοίνωση αυτή. Κατά τις προσφεύγουσες, εντεύθεν προκύπτει ότι, αντίθετα προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως και την προπαρατεθείσα νομολογία, η ανακοίνωση αιτιάσεων απεστάλη πρόωρα στους αποδέκτες της.

    98     Κατά τις προσφεύγουσες, το πρόωρο της ανακοινώσεως αιτιάσεων είχε ως συνέπεια εν προκειμένω ότι:

    –       η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν αναφέρει το σύνολο των πραγματικών στοιχείων τα οποία θεώρησε κρίσιμα η Επιτροπή για να εξετάσει την κοινοποίηση της TACA·

    –       η νομική εξέταση που περιέχεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν στηρίζεται στο σύνολο των πραγματικών στοιχείων που θεώρησε κρίσιμα η Επιτροπή για την εκ μέρους της εκτίμηση της κοινοποιήσεως·

    –       η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με την κοινοποίηση και το συμβατό της προς το κοινοτικό δίκαιο·

    –       δεν μπόρεσαν πράγματι να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνας απαντώντας στην κοινοποίηση αιτιάσεων.

    99     Εντεύθεν προκύπτει ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων της 24ης Μα?ου 1996 δεν πληρούσε τη λειτουργία που πρέπει να έχει το έγγραφο αυτό, ήτοι το να παράσχει στην επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο έρευνας την ευκαιρία να προβάλει την άποψή της, σύμφωνα με τα δικαιώματα άμυνας, σχετικά με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής πριν από την έκδοση της τελικής αποφάσεως.

    100   Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, ναι μεν ορισμένες από τις αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών σχετίζονται με τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, πλην όμως άλλες αιτήσεις παροχής πληροφοριών αφορούν εντελώς νέα ζητήματα.

    101   Υφίστανται συνεπώς, εν προκειμένω, νομική και διαδικαστική αντίφαση μεταξύ της θέσεως την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων και την εξακολούθηση της έρευνάς της μετά την ανακοίνωση αυτή. Έτσι, ενώ η Επιτροπή δικαιολογεί την αίτηση παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996 με την ανάγκη εκτιμήσεως της αιτήσεως περί ατομικής εξαιρέσεως των μερών στο συνολικό οικονομικό και νομικό πλαίσιό της, η ανακοίνωση αιτιάσεων της 24ης Μα?ου 1996 ανέφερε ότι η TACA δεν μπορούσε να τύχει εξαιρέσεως (σημείο 249 της ανακοινώσεως αιτιάσεων).

    102   Απαντώντας στις δικαιολογίες τις οποίες προέβαλε η Επιτροπή και οι οποίες αφορούσαν τη συνεχή εξέλιξη των πρακτικών της TACA και την κωλυσιεργία των προσφευγουσών, οι τελευταίες αυτές τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει τις πρακτικές των μελών της TACA των οποίων η συνεχής εξέλιξη θα δικαιολογούσε αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών και αρνούνται ότι παρεμπόδισαν την εξέταση της υποθέσεως.

    103   Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν είναι έγκυρη, προκύπτει συναφώς ότι η Επιτροπή δεν κίνησε εγκύρως τη διαδικασία κατά των προσφευγουσών, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αιτίαση σε σχέση με την οποία οι προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

    104   Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είχε απολύτως το δικαίωμα να προβεί σε έρευνα μετά την αποστολή ανακοινώσεως αιτιάσεων. Επομένως, ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού των προσφευγουσών.

    2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    105   Δεν αμφισβητείται ότι εν προκειμένω η Επιτροπή απέστειλε στα μέρη της TACA αίτηση παροχής πληροφοριών δύο ημέρες πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθώς και τριάντα περίπου αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αυτής, καθώς επίσης και μετά την απάντηση των προσφευγουσών στην ανακοίνωση αιτιάσεων και μετά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής, τούτο δε μέχρι τον Μάρτιο του 1998.

    106   Κατά τις προσφεύγουσες, τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων, λόγω του ότι ήταν πρόωρη, δεν εκπλήρωσε τη λειτουργία που κανονικά πρέπει να έχει το έγγραφο αυτό, ήτοι το να παράσχει στην επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο έρευνας την ευκαιρία να προβάλλει επωφελώς την άποψή της επί του συνόλου των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών που προβάλλει κατ' αυτής η Επιτροπή.

    107   Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 93, στον βαθμό που με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε τις απαντήσεις στις αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών για να διατυπώσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς χωρίς να τους παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους συναφώς, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως συγχέεται με τους λόγους που αντλούνται από την ύπαρξη νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών στην προσβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως των τελευταίων αυτών λόγων.

    108   Στο στάδιο αυτό, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως μόνον καθόσον εγείρει το ζήτημα ελλείψεως νομιμότητας της ανακοινώσεως αιτιάσεων λόγω του γεγονότος και μόνον ότι είναι πρόωρη.

    109   Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η θέση των προσφευγουσών στηρίζεται στην παροδοχή ότι η Επιτροπή, προτού αποστείλει ανακοίνωση αιτιάσεων, πρέπει να τερματίσει την προηγούμενη έρευνά της. Προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως των προσφευγουσών, πρέπει κατά συνέπεια να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση αυτή.

    110   Είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία, η απαραίτητη για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 κανονιστική ρύθμιση που θέσπισε το Συμβούλιο με τους κανονισμούς 17, 1017/68 και 4056/86, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβάνει δύο διαδοχικές, αλλά σαφώς διακρινόμενες, διαδικασίες, ήτοι μια προκαταρκτική διαδικασία έρευνας και μια δεύτερη διαδικασία, με δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων, η οποία κινείται με την ανακοίνωση αιτιάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 20, και απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 45).

    111   Εντεύθεν προκύπτει ότι, κατ' αρχήν, η αποστολή ανακοινώσεως αιτιάσεων αποτελεί επακόλουθο της προηγουμένης έρευνας που έχει διεξαγάγει η Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση, κατόπιν κοινοποιήσεως, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να καθοριστεί το συμβατό των επίμαχων πρακτικών προς τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, μόνο μετά τη διεξαγωγή της έρευνας αυτής μπορεί η Επιτροπή να θεωρήσει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς, τόσο νομικώς όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τη νομιμότητα των εν λόγω πρακτικών και ότι είναι συνεπώς σε θέση να αποφασίσει να κινήσει ή όχι τη διαδικασία παραβάσεως με την αποστολή ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    112   Αντίθετα προς την άποψη των προσφευγουσών, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ωστόσο ότι η Επιτροπή, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, στερείται του δικαιώματος να συνεχίσει την έρευνά της, ιδίως με την αποστολή αιτήσεων περί παροχής πρόσθετων πληροφοριών.

    113   Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1017/68 και το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86, η λειτουργία της ανακοινώσεως αιτιάσεων συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, να γνωστοποιήσουν την άποψή τους σχετικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται κατ' αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 37), το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1630/69 της Επιτροπής, της 8ης Αυγούστου 1969, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1017/68 (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 130), και το άρθρο 8 του κανονισμού 4260/88, η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη της, με την απόφασή της, παρά μόνον τις αιτιάσεις σε σχέση με τις οποίες οι αποδέκτριες επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν την άποψή τους. Κατά τη νομολογία, η απαίτηση αυτή ικανοποιείται οσάκις η απόφαση δεν περιέχει αιτιάσεις κατά των ενδιαφερομένων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που περιέχονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων και δεν λαμβάνει υπόψη παρά μόνον πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να παράσχουν εξηγήσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 94).

    114   Η ανακοίνωση αιτιάσεων συνιστά συνεπώς διαδικαστικά πράξη προπαρασκευαστική σε σχέση με την απόφαση που συνιστά την κατάληξη της διοικητικής διαδικασίας (απόφαση ΙΒΜ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 21).

    115   Κατά συνέπεια, μέχρι την έκδοση τελικής αποφάσεως, η Επιτροπή μπορεί, ενόψει ιδίως των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεων των μερών, είτε να εγκαταλείψει ορισμένες ή ακόμη και όλες τις αιτιάσεις που αρχικά διατύπωσε κατ' αυτών και να μεταβάλει έτσι τη θέση της υπέρ των ως άνω μερών (αποφάσεις ΙΒΜ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 18, και Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 47), είτε, αντιθέτως, να αποφασίσει να προσθέσει νέες αιτιάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς την άποψή τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 29, και διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2002, C-217/00 Ρ, Buzzi Unicem κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 65· απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, Τ-16/99, Lögstör Rör κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1633, σκέψη 168).

    116   Εφόσον η ανακοίνωση αιτιάσεων ουδόλως συνιστά πράξη καθορίζουσα οριστικώς την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη νομιμότητα των επίμαχων πρακτικών, αλλά αποτελεί, αντιθέτως, αμιγώς προπαρασκευαστική πράξη περιέχουσα τους προσωρινούς ισχυρισμούς της Επιτροπής, επί των οποίων αυτή μπορεί να επανέλθει με την τελική απόφασή της, η Επιτροπή έχει απολύτως το δικαίωμα, για να λάβει ιδίως υπόψη τα επιχειρήματα ή κάθε άλλο στοιχείο που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, να συνεχίσει τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά έρευνά της μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκειμένου, ενδεχομένως, να αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις ή να προσθέσει νέες. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή πρέπει να ελέγξει αν τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που προέβαλαν οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων δικαιολογούν το να τύχουν οι πρακτικές που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω ανακοινώσεως αιτιάσεων ατομικής εξαιρέσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    117   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 11 του κανονισμού 17, το άρθρο 19 του κανονισμού 1017/68 και το άρθρο 16 του κανονισμού 4056/86 συνιστούν προσήκοντα προς τούτο μέσα ερεύνης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο των εν λόγω διατάξεων, η Επιτροπή μπορεί να συλλέξει, μέσω τέτοιων αιτήσεων, όλα τα αναγκαία στοιχεία από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων, υπό την επιφύλαξη, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο των ίδιων διατάξεων, της αναφοράς των νομικών βάσεων και του σκοπού της αιτήσεως, καθώς και των κυρώσεων σε περίπτωση παροχής ανακριβών στοιχείων. Η αποστολή των αιτήσεων παροχής πληροφοριών παρέχει έτσι τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αποκτήσει κάθε αναγκαία διευκρίνιση σε σχέση με τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    118   Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, υπό την επιφύλαξη των κανόνων περί παραγραφής, οι προπαρατεθείσες διατάξεις των εφαρμοστέων κανονισμών ουδεμία υποχρέωση επιβάλλουν στην Επιτροπή όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να προβεί στην αποστολή αιτήσεων παροχής πληροφοριών. Ειδικότερα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στον βαθμό που τα αιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία είναι αναγκαία, οι διατάξεις αυτές ουδόλως περιορίζουν την εξουσία της Επιτροπής να αποστέλλει αιτήσεις παροχής πληροφοριών μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    119   Έτσι, ακόμη και αν η Επιτροπή διαθέτει ήδη ενδείξεις, πιθανώς δε και αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως, μπορεί νομίμως να κρίνει αναγκαίο να ζητήσει πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία για να μπορέσει να εκτιμήσει καλύτερα το εύρος της παραβάσεως, τη διάρκειά της ή τον κύκλο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων (απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 15). Κατά τη νομολογία, οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών παρέχουν πράγματι στην Επιτροπή τη δυνατότητα, αφενός, να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού (προπαρατεθείσα απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, σκέψη 15) και, αφετέρου, να εξακριβώνει τις πιθανολογούμενες παραβάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-39/90, SEP κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1497, σκέψη 25).

    120   Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή συνεχίζει την έρευνά της μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων με την αποστολή αιτήσεων παροχής πρόσθετων πληροφοριών δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να επηρεάσει το κύρος της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    121   Αντιθέτως, δεδομένου του προπαρασκευαστικού χαρακτήρα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η οποία απηχεί την εκατέρωθεν προβολή των απόψεων που χαρακτηρίζει τη διοικητική διαδικασία εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, είναι σύμφυτο προς την εν λόγω διαδικασία το ότι η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να αποστέλλει αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, προκειμένου, ενδεχομένως, να αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις ή να προσθέσει νέες.

    122   Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν έχει συναφώς σημασία το ότι οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πρόσθετων πληροφοριών εγείρουν νέα ζητήματα σε σχέση με εκείνα που αποτελούν το αντικείμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Βεβαίως, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή δεν είχε περατώσει τη διοικητική έρευνά της σε σχέση με τις επίμαχες πρακτικές. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο μπορεί να τροποποιήσει η Επιτροπή, ιδίως για να λάβει υπόψη την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ουδόλως απαιτείται να έχει οριστικά περατώσει η Επιτροπή τη διοικητική της έρευνα κατά τον χρόνο της εκδόσεως της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορίζεται όσον αφορά τα ζητήματα που προτίθεται να εγείρει με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που αποστέλλει μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, εφόσον ωστόσο, αφενός, σύμφωνα με τις διατάξεις των εφαρμοστέων κανονισμών, τα ζητήματα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα συλλογής των αναγκαίων για την έρευνα πληροφοριών και, αφετέρου, η Επιτροπή παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με τους νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς που η Επιτροπή προτίθεται να αντλήσει από τις απαντήσεις που οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έδωσαν στα εν λόγω ερωτήματα. Τα δύο τελευταία αυτά ζητήματα υπάγονται ωστόσο σε χωριστούς λόγους ακυρώσεως που θα εξεταστούν στο πλαίσιο των λόγων τους οποίους οι προσφεύγουσες αντλούν, αφενός, από την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και, αφετέρου, από την ύπαρξη νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών στην απόφαση.

    123   Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθόσον αυτή είναι πρόωρη, πρέπει να απορριφθεί.

     Β ─ Επί των λόγων ακυρώσεων που αφορούν την ύπαρξη νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών στην προσβαλλόμενη απόφαση

    124   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους, αφενός, σχετικά με την αιτίαση περί της δεύτερης καταχρήσεως η οποία αντλείται από την τροποποίηση της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού στην αγορά και, αφετέρου, σχετικά με ορισμένα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται άλλοι ισχυρισμοί οι οποίοι διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    1.     Επί των φερομένων ως νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    125   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι η Επιτροπή, καθόσον αφορά τη δεύτερη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως η οποία περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 559 έως 567 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τροποποίησε τη φύση της αιτιάσεως η οποία είχε αρχικώς διατυπωθεί στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    126   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους όσον αφορά, αφενός, τον ισχυρισμό ότι παρακίνησαν την Hanjin και τη Hyundai να προσχωρήσει στη διάσκεψη (αιτιολογικές σκέψεις 563 έως 566) και, αφετέρου, τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν προς τούτο (αιτιολογικές σκέψεις 561 και 563 έως 565). Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν περιέχεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ιδίως στα σημεία 107 έως 115 που αφορούν τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής τροποποιήσεως της διαρθρώσεως της αγοράς. Ειδικότερα, η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν προσάπτει στα μέρη της TACA ότι έλαβαν μέτρα «προκειμένου να βοηθήσουν αυτούς τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν επιτυχώς στην αγορά ως μέρη της TACA», όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    127   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων, στο σημείο 112, έκανε λόγο ουσιαστικά για μια διαρθρωτική κατάχρηση στηριζόμενη στο γεγονός ότι υφίσταντο τέσσερις εταιρίες ανεξάρτητες από την TACA, οι οποίες δεν ασκούσαν δραστηριότητα στο διατλαντικό δρομολόγιο αλλά συνδέονταν με την TACA σε άλλες γραμμές μεταφοράς, ότι διάφορες συμφωνίες είχαν «παράσχει τη δυνατότητα» στη NYK, στη NOL, στη Hanjin και στη Hyundai να διεισδύσουν στην αγορά και ότι η ικανότητα της TACA να εξουδετερώνει τον δυνητικό ανταγωνισμό εκδηλώθηκε με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διπλής τιμολογήσεως και με το γεγονός ότι η πλειονότητα των μελών της TACA δεν μετείχε στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που είχαν συναφθεί με τους NVOCC. Αντιθέτως, αναφερόμενη σε μέτρα που έλαβαν οι προσφεύγουσες για να «παρακινήσουν» τη Hyundai και τη Hanjin για να προσχωρήσουν στην TACA, η προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτει στις προσφεύγουσες μια κατάχρηση που συνίσταται βασικά σε κάποια συμπεριφορά.

    128   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι η Επιτροπή υιοθετεί, με το υπόμνημα αντικρούσεως, θέση διαφορετική από εκείνες που διατύπωσε στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή ισχυρίζεται επιπλέον, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η κατάχρηση δεν συνίσταται στην παρακίνηση της Hanjin και της Hyundai να προσχωρήσουν στη διάσκεψη, αλλά στην υιοθέτηση μιας προηγούμενης πολιτικής για να εξουδετερωθεί ο δυνητικός ανταγωνισμός και να αποφευχθεί η εμφάνιση πραγματικού ανταγωνισμού. Ο ισχυρισμός αυτός δεν περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό που διατυπώνεται στο σημείο 557 του υπομνήματος αντικρούσεως, σύμφωνα με τον οποίο το γεγονός ότι η δραστηριότητα που συνδέεται με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC επιφυλασσόταν στις ανεξάρτητες ναυτιλιακές εταιρίες παρακίνησε τις εταιρίες αυτές να παραμείνουν στη γραμμή μεταφορών ως μέλη της TACA και όχι ως ανεξάρτητοι ανταγωνιστές.

    129   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο νέος ισχυρισμός περί καταχρήσεως που διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν την ευκαιρία να σχολιάσουν, ήτοι:

    –       στο έγγραφο της Hanjin προς την TACA, της 19ης Αυγούστου 1994, σχετικά με την κοινοποίηση στη ναυτιλιακή αυτή εταιρία των συναφών εγγράφων και στατιστικών της διασκέψεως (αιτιολογικές σκέψεις 229 και 563)·

    –       στο πρακτικό συσκέψεως των διευθυντικών στελεχών της TACA (TACA PWSC meeting αριθ. 95/8) στο οποίο η Επιτροπή στηρίζει τον ισχυρισμό ότι οι προσφεύγουσες επέτρεψαν στην Hyundai την άμεση πρόσβαση τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως (αιτιολογικές σκέψεις 230 και 564)·

    –       στο από 30 Ιανουαρίου 1996 έγγραφο του προέδρου της TACA προς τη Hanjin (αιτιολογικές σκέψεις 292 και 561)·

    –       στο από 15 Φεβρουαρίου 1996 ενημερωτικό σημείωμα με το οποίο η γραμματεία της διασκέψεως συνιστά στον πρόεδρο «να ενθαρρύνει και να πείσει όλους τους μεταφορείς να βρουν από κοινού τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει η Hanjin να αποκτήσει ένα μερίδιο αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο» (αιτιολογικές σκέψεις 239 και 564).

    130   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι κανένα από τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρθηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων ούτε προσαρτήθηκε σε αυτήν. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν παρέσχε την παραμικρή ένδειξη στις προσφεύγουσες σχετικά με τη χρήση που προετίθετο να κάνει των εγγράφων αυτών. Συναφώς, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν έχει πολύ σημασία το ότι τα επίμαχα έγγραφα προέρχονται από τις προσφεύγουσες. Κατ' αυτές, στον βαθμό που τα έγγραφα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως επιβαρυντικά στοιχεία, η Επιτροπή έπρεπε να αναφέρει τη σημασία που προετίθετο να τους προσδώσει. Δεδομένου ότι δεν εγνώριζαν τη χρήση που η Επιτροπή προετίθετο να κάνει των εγγράφων αυτών, δεν μπόρεσαν επωφελώς να προβάλουν την άποψή τους σχετικά με το λυσιτελές των εγγράφων αυτών στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

    131   Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τροποποίησε τον ισχυρισμό που διατυπώθηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Τονίζει ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων προσήψε στις προσφεύγουσες ότι έλαβαν μέτρα για να εξουδετερώσουν τον δυνητικό ανταγωνισμό (σημεία 107 έως 115 και 345 έως 346), ειδικότερα με τη σύναψη συμφωνιών με τη Hanjin και τη Hyundai σχετικά με τη ναύλωση χώρων (σημείο 110) και τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (σημείο 112).

    132   Κατά την Επιτροπή, η χρησιμοποίηση του όρου «παρακίνηση» στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι τα μέρη της TACA θεωρείται ότι διευκόλυναν την είσοδο της Hanjin και της Hyundai στο δρομολόγιο ως μέλη της TACA, πράγμα το οποίο ακριβώς προσάπτεται με την ανακοίνωση αιτιάσεων. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσθέτει παρά λεπτομέρειες σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ήτοι το ότι οι προσφεύγουσες παρέσχον στην Hanjin ευαίσθητες πληροφορίες και επέτρεψαν στη Hyundai να μετάσχει αμέσως σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Τα λοιπά στοιχεία της δεύτερης καταχρήσεως, ήτοι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και οι συμβάσεις με τους NVOCC, περιγράφονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    133   Η Επιτροπή απορρίπτει συνεπώς τη θέση των προσφευγουσών ότι η κατάχρηση που προβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση συνίσταται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά, ενώ στην ανακοίνωση αιτιάσεων η κατάχρηση είχε διαρθρωτική φύση. Η Επιτροπή φρονεί ότι δύσκολα μπορεί να κατανοήσει την ύπαρξη διαρθρωτικής καταχρήσεως. Εν προκειμένω, η κατάχρηση συνίσταται στην υιοθέτηση πολιτικής αποσκοπούσας στην εξουδετέρωση του ανταγωνισμού, εν μέρει με παρακινήσεις των επιχειρήσεων για να διευκολυνθεί η είσοδός τους στο δρομολόγιο ως μέλη της διασκέψεως.

    134   Η Επιτροπή αρνείται περαιτέρω ότι με το υπόμνημα αντικρούσεως αναπτύσσει νέο ισχυρισμό σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων και την προσβαλλόμενη απόφαση. Τονίζει ότι τα περιγραφόμενα στην ανακοίνωση αιτιάσεων μέτρα που αποσκοπούσαν στην παρακίνηση της Hyundai και της Hanjin να προσχωρήσουν στην TACA αποτελούσαν απλά παραδείγματα της πολιτικής που ακολούθησαν οι προσφεύγουσες για να εξουδετερώσουν τον ανταγωνισμό. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι συμβάσεις με τους NVOCC επιφυλάσσονταν για τα μη παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως, τούτο δεν είναι νέο. Δεν μπορεί επιπλέον να γίνει λογικά διάκριση μεταξύ μιας παρακινήσεως για είσοδο στη διάσκεψη και μιας παρακινήσεως για παραμονή σε αυτήν.

    135   Όσον αφορά, δεύτερον, τα τέσσερα νέα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα έγγραφα αυτά τα προσκόμισαν οι προσφεύγουσες. Επομένως, η αιτίαση ότι δεν μπόρεσαν να τα σχολιάσουν είναι αβάσιμη.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    136   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ' ουσίαν στην Επιτροπή, πρώτον, ότι τροποποίησε τη φύση της καταχρήσεως σε σχέση με την κατάχρηση όπως είχε διαπιστωθεί με την ανακοίνωση αιτιάσεων και, δεύτερον, ότι στήριξε τη διαπίστωσή της σε αποδεικτικά έγγραφα σε σχέση με τα οποία δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

     i) Επί της τροποποιήσεως της φύσεως της δεύτερης καταχρήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση

    137   Κατ' ουσίαν, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή τροποποίησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη φύση της αιτιάσεως που διατυπώθηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση τους προσάπτει μια σχετική με «συμπεριφορά» κατάχρηση συνιστάμενη στο ότι προέβησαν σε ορισμένες ενέργειες για να παρακινήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA, ενώ η ανακοίνωση αιτιάσεων τους προσήπτε μόνο μια «διαρθρωτική» κατάχρηση προκύπτουσα από ορισμένους διαρθρωτικούς δεσμούς μεταξύ των δυνητικών ανταγωνιστών και των συμβαλλομένων μερών της TACA.

    138   Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπον αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επέκρινε η Επιτροπή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μα?ου 1998, Τ-352/94, Mo Och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1989, σκέψη 63). Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε μια διαδικασία που, όπως η παρούσα, μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων προϋποθέτει ότι δόθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων η ευκαιρία να εκφέρουν, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, λυσιτελώς τη γνώμη τους επί του αληθούς και της επιρροής που ασκούν τα πραγματικά περιστατικά, οι αιτιάσεις και οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 39). Η απαίτηση αυτή ικανοποιείται οσάκις η απόφαση δεν περιέχει κατηγορίες κατά των ενδιαφερομένων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που περιέχονται στην έκθεση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά περί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις (απόφαση ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 113 ανωτέρω). Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον τις αιτιάσεις για τις οποίες οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, T-39/92 και T-40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-49, σκέψη 47).

    139   Για να εξεταστεί το βάσιμον του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η ανακοίνωση αιτιάσεων εκθέτει με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια τις αιτιάσεις σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Προς τούτο, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί η φύση των αιτιάσεων που διαπιστώνει η εν λόγω απόφαση επί του σημείου αυτού και να εξεταστεί εν συνεχεία σε ποιο βαθμό οι αιτιάσεις αυτές περιλαμβάνονται ήδη στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    140   Όσον αφορά, κατ' αρχάς, τη φύση των αιτιάσεων σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι σχετικά με τη φύση αυτή υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης. Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1255 έως 1257 και 1261 έως 1265 κατωτέρω, πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι από το άρθρο 5 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τους λόγους που στηρίζουν το διατακτικό αυτό, όπως εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 559 έως 567, προκύπτει ότι η Επιτροπή, με τη δεύτερη κατάχρηση, προσάπτει στις προσφεύγουσες ότι τροποποίησαν καταχρηστικά τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά για να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση της TACA, έχοντας υιοθετήσει ορισμένα μέτρα παρακινήσεως με σκοπό να οδηγήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο όχι ως ανεξάρτητοι μεταφορείς, αλλά ως μέρη της TACA.

    141   Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση διακρίνει, αφενός, την ύπαρξη ειδικών μέτρων παρακινήσεως της Hanjin και της Hyundai και, αφετέρου, την ύπαρξη γενικών μέτρων παρακινήσεως όλων των δυνητικών ανταγωνιστών. Όσον αφορά τα ειδικά μέτρα παρακινήσεως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 563 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, ως προς τη Hanjin, τα μέτρα αυτά συνίσταντο στη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την TACA και στη συλλογική βούληση να παρασχεθεί η δυνατότητα στην εν λόγω ναυτιλιακή εταιρία να αποκτήσει μερίδιο της αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο και ότι, ως προς τη Hyundai, τα εν λόγω μέτρα συνίσταντο στην άμεση συμμετοχή της στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών TACA. Όσον αφορά τα γενικά μέτρα παρακινήσεως, από την αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτά συνίσταντο στη σύναψη μεγάλου αριθμού συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και στο γεγονός ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    142   Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη φύση των αιτιάσεων που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο σημείο 340 της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή προσάπτει στα συμβαλλόμενα μέρη της TACA ότι καταχράστηκαν τη δεσπόζουσα θέση τους «τροποποιώντας της διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά για να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση της TACA». Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρει, στο σημείο 346, τα εξής:

    «Οι παράγραφοι 107 έως 115 ανωτέρω περιγράφουν τα μέσα με τα οποία η TACA προέβη σε ενέργειες για να εξουδετερώσει τον δυνητικό ανταγωνισμό. Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν την πρόσβαση νέων μελών, τη συμφωνία των μερών της TACA για να επιτρέψουν τη διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και το γεγονός ότι τα παλαιά διαρθωτικά μέλη της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC. Η Επιτροπή φρονεί ότι μια τέτοια συμπεριφορά, η οποία δεν προέκυψε από την αίτηση ατομικής εξαιρέσεως, προσέβαλε τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά και συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Η Επιτροπή φρονεί ότι ο σκοπός των μελών της TACA συνίστατο στην εξάλειψη του ανταγωνισμού μέσω των τιμών, με προσβολή της διαρθρώσεως της αγοράς και περιορισμό της παροχής μεταφορικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι μια επιχείρηση που διαθέτει δεσπόζουσα θέση έχει “ιδιαίτερη ευθύνη να μη θίξει τον πραγματικό ανταγωνισμό με τη συμπεριφορά της”.»

    143   Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, στα σημεία 107 έως 115 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, στα οποία παραπέμπει το σημείο 346, η Επιτροπή αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «108      Οι γενικές παρατηρήσεις της Επιτροπής σχετικά με την κινητικότητα των στόλων και το κατά πόσον οι αγορές τακτικών θαλάσσιων μεταφορών είναι διεκδικήσιμες παρατίθενται κατωτέρω στις παραγράφους 126 έως 168. Ωστόσο, είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι στην περίπτωση της TACA ο δυνητικός ανταγωνισμός υπό τη μορφή κινητικότητας των στόλων δεν μπορεί να είναι πραγματικός. Οι ημερομηνίες προσχωρήσεως των νέων μελών της TACA καταδεικνύει ότι κάθε δυνητικός ανταγωνιστής που εισήλθε στο διατλαντικό δρομολόγιο μετά τη δημιουργία της TACA το έπραξε προσχωρώντας στην ΤΑΑ/TACA.

             Μορφή I (28/8/92) ─                            Μορφή II (12/3/93) ─

             11 εταιρίες                                     12 εταιρίες

             ACL                                                         NYK

             Hapag Lloyd

             P & O                                              Μορφή III (31/3/93) ─ 13 εταιρίες

             Nedlloyd                                              NOL

             Sealand

             Mærsk                                              Μορφή IV (7/4/93) ─ 15 εταιρίες

             MSC                                                         TMM

             OOCL                                              Tecomar

             POL

             DSR-Senator                                     Μορφή V (26/8/94) ─ 16 εταιρίες

             Cho Yang                                              Hanjin


                                                                            Μορφή VI (31/8/95) ─ 17 εταιρίες

                                                                            Hyundai

    109      Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι μεταξύ των τεσσάρων ασιατικών μεταφορικών εταιριών που διείσδυσαν στην αγορά μετά το 1992 (ΝΥΚ, NOL, Hanjin και Hyundai) καμία δεν το έπραξε ως ανεξάρτητος μεταφορέας ανταγωνιζόμενος με τα μέρη της TACA. Επιπλέον, διάφορες συμφωνίες με τα μέρη της TACA επέτρεψαν σε καθένα από τους μεταφορείς αυτούς να εισέλθει και να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που κανονικά αναμένεται σε παρόμοιες περιστάσεις.

    110      Ειδικότερα, η Hanjin και η Hyundai μπόρεσαν να εισέλθουν στην αγορά βάσει συμφωνίας ναυλώσεως χώρων εμπορευματοκιβωτίων χωρίς να χρειαστεί να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε πλοία για το δρομολόγιο αυτό. Η ΤΑΑ/TACA υποστήριξε ότι οι μεταφορείς αυτοί συνιστούσαν σημαντικούς δυνητικούς ανταγωνιστές για την ΤΑΑ/TACA: στην πραγματικότητα η ΤΑΑ ήταν σε θέση να διασφαλίσει ότι δεν θα εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητες εταιρίες, αλλά ως μέρη της TACA. Ο κατάλογος της Lloyd's της 11ης Σεπτεμβρίου 1995 ανέφερε ότι η Hyundai, στο πλαίσιο των συμφωνιών της για διείσδυση στο δρομολόγιο βάσει συμφωνίας ναυλώσεως χώρων εμπορευματοκιβωτίων, συμφώνησε να μην εισαγάγει τη μεταφορική ικανότητά της στο δρομολόγιο για μια περίοδο τριών ετών.

    111      Τούτο δεν υπαινίσσεται ότι η είσοδος σε ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο, βάσει συμφωνίας ναυλώσεως χώρων εμπορευματοκιβωτίων, χωρίς προσθήκη πραγματικής μεταφορικής ικανότητας, είναι κατ' ανάγκη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. Το ζήτημα είναι αν τα οφέλη από μια τέτοια συνεργασία συνοδεύονται από τροποποιήσεις της διαρθρώσεως της αγοράς, όπως είναι η εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού.

    112      Η ικανότητα αυτή εξουδετερώσεως του δυνητικού ανταγωνισμού ενεργοποιήθηκε εν μέρει με την πρακτική της TACA που συνίσταται στην προσφορά στους φορτωτές συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που περιέχουν διπλό επίπεδο τιμών και με το γεγονός ότι η πλειονότητα των μελών της TACA απέχει από τον ανταγωνισμό για τη συμμετοχή στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC (βλ. παραγράφους 88 έως 93 ανωτέρω). Η διπλή τιμολόγηση και η εξάλειψη του ανταγωνισμού έχουν κατ' ουσίαν τις ίδιες συνέπειες με αυτές που περιγράφονται στην απόφαση ΤΑΑ στις παραγράφους 341 έως 343.»

    144   Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, στα σημεία 113 έως 115, η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει επιπλέον ότι τέσσερις δυνητικοί ανταγωνιστές (η APL, η Mitsui, η Yangming και η K Line) συνδέονται με την TACA σε άλλα δρομολόγια και ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός που ασκείται μέσω των καναδικών λιμένων είναι περιορισμένος.

    145   Υπό το φως των προπαρατεθέντων αποσπασμάτων της ανακοινώσεως αιτιάσεων, πρέπει να παρατηρηθεί ευθύς εξ αρχής ότι, όπως και το άρθρο 5 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το σημείο 340 της ανακοινώσεως αιτιάσεων αναφέρει ότι η προσαπτόμενη στα μέλη της TACA κατάχρηση συνίσταται στο ότι τροποποίησαν τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά για να ενισχύσουν της δεσπόζουσα θέση της TACA.

    146   Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση, προσάπτει στα μέρη της TACA ότι τροποποίησαν τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά υιοθετώντας ορισμένα μέτρα προοριζόμενα να ωθήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο όχι ως ανεξάρτητοι μεταφορείς, αλλά ως μέρη της TACA. Συγκεκριμένα, στο σημείο 346, η ανακοίνωση αιτιάσεων εκθέτει, παραπέμποντας στα σημεία 107 έως 115, ότι η TACA έλαβε ορισμένα μέτρα για την εξουδετέρωση του δυνητικού ανταγωνισμού, τα οποία συνίστανται στην προσχώρηση νέων μελών, στη διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και στην αποχή από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC. Όσον αφορά όμως την προσχώρηση νέων μερών, από τα σημεία 109 και 110 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή προσάπτει ρητώς στα μέρη της TACA ότι συνήψαν συμφωνίες με δυνητικούς ανταγωνιστές που τους επέτρεψαν να διασφαλίσουν ότι οι τελευταίοι αυτοί «δεν θα εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητες εταιρίες, αλλά ως μέρη της TACA». Περαιτέρω, όσον αφορά τις δύο άλλες επίμαχες πρακτικές, η ανακοίνωση αιτιάσεων τονίζει, στο σημείο 112, ότι επέτρεψαν στην TACA να εξουδετερώσει τον δυνητικό ανταγωνισμό, παραπέμποντας, συναφώς, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 341 της αποφάσεως ΤΑΑ, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι «ο πραγματικός στόχος της θέσπισης διαφορετικών ναύλων σε μια περίπτωση όπως η ΤΑΑ είναι να ενταχθούν στη συμφωνία ανεξάρτητες ναυτιλιακές εταιρίες οι οποίες, χωρίς την ευχέρεια να εφαρμόζουν χαμηλότερους ναύλους που τους αναγνωρίζεται σε σχέση με τα παλαιά μέρη των διασκέψεων, θα παρέμεναν εκτός συναγωνισμού και θα εξακολουθούσαν να ανταγωνίζονται τη διάσκεψη ιδίως όσον αφορά τις τιμές».

    147   Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως και οι αιτιολογικές σκέψεις 563 έως 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ανακοίνωση αιτιάσεων διακρίνει, όπως τούτο προκύπτει από τα προεκτεθέντα, αφενός, την ύπαρξη ειδικών μέτρων προς τη Hanjin και τη Hyundai και, αφετέρου, την ύπαρξη γενικών μέτρων προς όλους τους δυνητικούς ανταγωνιστές. Συγκεκριμένα, από τον συνδυασμό των σημείων 109, 110 και 346 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπιστώνει, όπως και στις αιτιολογικές σκέψεις 563 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη ειδικών μέτρων προς τη Hanjin και τη Hyundai για να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διεισδύσουν στην επίμαχη αγορά. Περαιτέρω, από τα σημεία 112 και 346 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπιστώνει, όπως και στην αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη μέτρων που έλαβε η TACA έναντι όλων των δυνητικών ανταγωνιστών για να εξουδετερώσει τον δυνητικό ανταγωνισμό, τα οποία συνίστανται, αφενός, στη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και, αφετέρου, στο γεγονός ότι η πλειονότητα των παλαιών διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    148   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση, μετά την ανάγνωση της ανακοινώσεως αιτιάσεων, να κατανοήσουν ότι η Επιτροπή τους προσήπτε ότι τροποποίησαν τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά με την υιοθέτηση μέτρων για να ωθήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA.

    149   Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό.

    150   Όσον αφορά, πρώτον, τον φερόμενο ως διαρθρωτικό χαρακτήρα της καταχρήσεως που προσάπτεται με την ανακοίνωση αιτιάσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των προπαρατεθέντων χωρίων της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν σοβαρά να υποστηρίζουν ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων τους προσήπτε μόνον το «αντικειμενικό γεγονός», όπως το τόνισαν διά μακρών κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι συνδέονται σε διαρθρωτικό επίπεδο με τους δυνητικούς ανταγωνιστές και όχι το γεγονός ότι υιοθέτησαν ορισμένη συμπεριφορά έναντι των τελευταίων αυτών. Συγκεκριμένα, εφόσον η ανακοίνωση αιτιάσεων διαπιστώνει ότι οι δυνητικοί ανταγωνιστές ωθήθηκαν να προσχωρήσουν στην TACA λόγω της συνάψεως ορισμένων συμφωνιών με τα συμβαλλόμενα μέρη της TACA, της διπλής τιμολογήσεως στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που προέτεινε η TACA και του γεγονότος ότι η πλειονότητα των μερών της TACA απείχε από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, τους προσάπτει προφανώς ότι υιοθέτησαν ορισμένη συμπεριφορά, καθόσον σε όλα τα επίδικα μέτρα εμπλέκονται τα μέρη της TACA.

    151   Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η κατάχρηση συνίσταται σε ορισμένη συμπεριφορά προκύπτει ρητώς από την ίδια τη διατύπωση των προπαρατεθέντων χωρίων της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Έτσι, στο σημείο 346, η ανακοίνωση αιτιάσεων κάνει ρητώς λόγο για διάφορες ενέργειες («steps») στις οποίες προέβη η TACA. Περαιτέρω, η ανακοίνωση αιτιάσεων συνεχίζει, στο ίδιο σημείο 346, τονίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες συνθέτουν μια συμπεριφορά («behaviour») η οποία συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Εν συνεχεία, στο σημείο 109, η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρεται, όσον αφορά την προσχώρηση νέων μελών στην TACA, σε συμφωνίες συναφθείσες «με την TACA», οι οποίες επέτρεψαν στα νέα μέρη να εισέλθουν στο δρομολόγιο χωρίς να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό ο οποίος κανονικά αναμένεται υπό τις περιστάσεις αυτές. Τέλος, στο σημείο 112, η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει ρητώς, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και το γεγονός ότι η πλειονότητα των παλαιών διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ απείχε από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, ότι επρόκειτο για «πρακτικές της TACA» που απηχούν την ικανότητά της να εξουδετερώνει τον δυνητικό ανταγωνισμό.

    152   Συναφώς, πρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι δεν έχει σημασία το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει πλέον υπόψη, για να διαπιστώσει την ύπαρξη της δεύτερης καταχρήσεως, ορισμένους διαρθρωτικούς δεσμούς μεταξύ των μερών της TACA και των δυνητικών ανταγωνιστών που προσδιορίζονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η απόφαση δεν πρέπει αναγκαστικά να αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 68). Έτσι, εφόσον δεν τροποποιεί τη φύση των αιτιάσεων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει την εκτίμησή της και, ενδεχομένως, να αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις, ιδίως ενόψει των απαντήσεων που δόθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Οκτωβρίου 1999, Τ-228/97, Irish Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2969, σκέψεις 34 και 36, και απόφαση CB και Europay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψεις 49 έως 52). Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε απολύτως δικαίωμα να αποσύρει τους ισχυρισμούς της περί των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ των μερών της TACA και των δυνητικών ανταγωνιστών, εφόσον η απόσυρση αυτή δεν συνεπαγόταν καμία τροποποίηση της φύσεως των αιτιάσεων, καθόσον η συνιστάμενη σε συμπεριφορά φύση της καταχρήσεως προκύπτει από άλλα στοιχεία που σαφώς και επακριβώς περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    153   Όσον αφορά, δεύτερον, τον παρακινητικό χαρακτήρα των προβαλλομένων μέτρων, είναι ακριβές ότι η Επιτροπή, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους, δεν αναφέρει ρητώς στα προπαρατεθέντα χωρία της ανακοινώσεως αιτιάσεων ότι τα μέρη της TACA υιοθέτησαν, σύμφωνα με τη διατύπωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, μέτρα «παρακινήσεως» έναντι των δυνητικών ανταγωνιστών. Ωστόσο, εφόσον προκύπτει από την ανακοίνωση αιτιάσεων ότι η Επιτροπή προσάπτει στις προσφεύγουσες ότι έλαβαν μέτρα για να επιτρέψουν στους δυνητικούς ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Hanjin και η Hyundai, να προσχωρήσουν στη διάσκεψη αντί να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητοι ανταγωνιστές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση αυτή διαπιστώνει εμμέσως, αλλά αναγκαστικά, ότι τα μέρη της TACA παρακίνησαν τους εν λόγω δυνητικούς ανταγωνιστές να ενεργήσουν κατ' αυτόν τον τρόπο.

    154   Η διαπίστωση αυτή προκύπτει εξάλλου από την ίδια τη διατύπωση της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Έτσι, στο σημείο 109, η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρεται σε συμφωνίες συναφθείσες με την TACA οι οποίες επέτρεψαν («have allowed») στα νέα μέλη να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο. Ειδικότερα, στο σημείο 110, η ανακοίνωση αιτιάσεων εκθέτει ότι, με τη σύναψη συμφωνιών ναυλώσεως η ΤΑΑ/TACA «ήταν σε θέση» («has been able») να εξασφαλίσει το ότι η Hyundai και η Hanjin δεν θα διεισδύσουν στην αγορά ως ανεξάρτητες εταιρίες. Ομοίως, όσον αφορά τη διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και το γεγονός ότι η πλειονότητα των παλαιών διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, το σημείο 112 της ανακοινώσεως αιτιάσεων διευκρινίζει ότι οι πρακτικές αυτές απηχούσαν την «ικανότητα» («ability») της TACA να εξουδετερώσει τον δυνητικό ανταγωνισμό. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τη διατύπωση αυτή, η ανακοίνωση αιτιάσεων απλώς προσάπτει, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση, στα μέρη της TACA ότι υιοθέτησαν μέτρα που παρακίνησαν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA αντί να εισέλθουν στο επίμαχο δρομολόγιο ως ανεξάρτητοι ανταγωνιστές.

    155   Όσον αφορά, τρίτον, το γεγονός ότι τα ειδικά μέτρα έναντι της Hanjin και της Hyundai που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση συνίστανται πλέον όχι στη σύναψη ορισμένων συμφωνιών, αλλά στην κοινοποίηση προς την Hanjin εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την TACA, στη συλλογική βούληση της TACA να επιτρέψει στην Hanjin να αποκτήσει ορισμένο μερίδιο της αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα και στο γεγονός ότι η Hyundai πέτυχε την άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται καμία τροποποίηση της φύσεως των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά των προσφευγουσών, εφόσον η Επιτροπή εξακολουθεί να προσάπτει στα μέρη της TACA ότι παρακίνησαν τους δυνητικούς ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Hanjin και η Hyundai, να εισέλθουν στην επίμαχη αγορά προσχωρώντας στην TACA και όχι ως ανεξάρτητοι ανταγωνιστές. Το γεγονός αυτό εγείρει, το πολύ, το ξεχωριστό ζήτημα αν οι προσφεύγουσες έπρεπε να ακουστούν σχετικά με τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία που προορίζονται να στηρίξουν την αιτίαση η οποία περιέχεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστού λόγου ακυρώσεως, ο οποίος εξετάζεται στις σκέψεις 159 έως 188 κατωτέρω.

    156   Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει κατά συνέπεια να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αιτιάσεις σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση την οποία προσάπτει η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχοντο ήδη σαφώς και επακριβώς στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οπότε οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση, ήδη από το στάδιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, να κατανοήσουν το περιεχόμενο των εν λόγω αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, ουδεμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να διαπιστωθεί επί του σημείου αυτού.

    157   Ως προς τον ισχυρισμό ότι, όσον αφορά τη φύση της δεύτερης καταχρήσεως, η Επιτροπή έλαβε με το υπόμνημα αντικρούσεως θέση διαφορετική από εκείνες που είχε λάβει με την προσβαλλόμενη απόφαση και την ανακοίνωση αιτιάσεων, αρκεί να παρατηρηθεί ότι το γεγονός αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, δεν έχει σημασία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η Επιτροπή επιχειρούσε να τροποποιήσει, με τα δικόγραφά της που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, τη φύση της καταχρήσεως την οποία προσάπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, το γεγονός είναι ότι ο έλεγχος της νομιμότητας που διενεργεί το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής ακυρώσεως η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης αφορά αποκλειστικά τον ισχυρισμό περί καταχρήσεως, όπως αυτός διατυπώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, και όχι τον ισχυρισμό που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα αντικρούσεως το οποίο κατέθεσε η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το υποστατό της προβαλλομένης τροποποιήσεως της θέσεως της Επιτροπής στο υπόμνημα αντικρούσεως σε σχέση με την απόφασή της.

    158   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών, καθόσον με αυτόν ζητείται να διαπιστωθεί η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τη φύση των αιτιάσεων σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση.

     ii) Επί των αποδεικτικών εγγράφων που ελήφθησαν υπόψη προς στήριξη της δεύτερης καταχρήσεως την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση

    159   Για να εξεταστεί το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως των προσφευγουσών, καθόσον με αυτόν ζητείται να διαπιστωθεί η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ως προς τα αποδεικτικά έγγραφα που ελήφθησαν υπόψη προς στήριξη της δεύτερης καταχρήσεως, πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονιστεί ότι τα έγγραφα για τα οποία οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους, ήτοι το πρακτικό της συσκέψεως των διευθυντικών στελεχών της TACA που πραγματοποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1995 (PWSC 95/8) (στο εξής: πρακτικό PWSC 95/8), η επιστολή της Hanjin προς την TACA της 19ης Αυγούστου 1994 (στο εξής: επιστολή της Hanjin της 19ης Αυγούστου 1994), η από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολή του κ. Rakkenes, προέδρου της TACA και της ACL, προς τον κ. Rhee, της Hanjin (στο εξής: επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996) και το από 15 Φεβρουαρίου 1996 ενημερωτικό σημείωμα της TACA (στο εξής: σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996), αναπαράγονται, τουλάχιστον εν μέρει, στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στις αιτιολογικές σκέψεις 229, 230, 239 και 292, και, εν συνεχεία, στο πλαίσιο της νομικής εκτιμήσεως από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, στις αιτιολογικές σκέψεις 561, 563 και 564.

    160   Από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις προκύπτει ότι τα εν λόγω έγγραφα χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή για τη διαπίστωση της δεύτερης καταχρήσεως που στηρίζει την αιτίαση ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 562, «[...] τα μέρη της TACA είχαν την πρόθεση να εξασφαλίσουν ότι σε περίπτωση που δυνητικός ανταγωνιστής επιθυμούσε να εισέλθει στην αγορά, θα το έπραττε μόνον αφού γινόταν μέλος της TACA».

    161   Έτσι, πρέπει να τονιστεί ότι:

    –       το πρακτικό PWSC 95/8 παρατέθηκε για να αποδειχθεί ότι η άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αποτέλεσε ισχυρή παρακίνηση για να οδηγηθεί η Hyundai να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέλος της TACA (αιτιολογικές σκέψεις 230 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

    –       η επιστολή της Hanjin της 19ης Αυγούστου 1994 παρατέθηκε για να αποδειχθεί ότι η κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών αποτέλεσε ισχυρό μέσο παρακινήσεως για να οδηγηθεί η Hanjin να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρος της TACA και όχι ως ανεξάρτητος μεταφορέας (αιτιολογικές σκέψεις 229 και 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

    –       η επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 παρατίθεται προκειμένου να αποδειχθεί ότι η TACA είχε την πρόθεση να βοηθήσει τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στην αγορά ως μέλη της TACA (αιτιολογικές σκέψεις 292, 561 και 562), και

    –       το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996 παρατίθεται προκειμένου να αποδειχθεί ότι η βούληση της TACA να επιτρέψει στη Hanjin να αποκτήσει μερίδιο της αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική ικανότητά της στο δρομολόγιο μείωσε τους εμπορικούς κινδύνους που είναι σύμφυτοι με την είσοδο σε μια νέα αγορά και, ως εκ τούτου, αποτέλεσε παράγοντα παρακινήσεως για να οδηγηθεί η Hanjin να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρος της TACA (αιτιολογικές σκέψεις 239 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    162   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να ήταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση σε θέση να προβάλει επωφελώς την άποψή της σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τις διαπιστώσεις στις οποίες στηρίζεται η απόφαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1984, 43/82 και 63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψη 25). Κατά συνέπεια, μόνον τα έγγραφα που παρατέθηκαν ή αναφέρθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων συνιστούν, κατ' αρχήν, αποδεικτικά μέσα τα οποία μπορούν να αντιταχθούν στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αιτιάσεων (απόφαση ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 21· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, Τ-11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-757, σκέψη 55, και Τ-13/89, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1021, σκέψη 34). Περαιτέρω, τα έγγραφα που προσαρτώνται στην ανακοίνωση αιτιάσεων αλλά δεν αναφέρονται σ' αυτήν δεν μπορούν, κατά τη νομολογία, να ληφθούν υπόψη για την απόφαση κατά του αποδέκτη της ανακοινώσεως αιτιάσεων παρά μόνον αν ο αποδέκτης αυτός μπορούσε ευλόγως να συναγάγει από την ανακοίνωση αιτιάσεων τα συμπεράσματα τα οποία η Επιτροπή προετίθετο να αντλήσει από αυτήν (αποφάσεις Shell κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 56, και ΙCI κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

    163   Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα επίμαχα έγγραφα δεν παρατίθεται ούτε αναφέρεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων της 24ης Μα?ου 1996 και ότι τα έγγραφα αυτά δεν προσαρτήθηκαν στην ανακοίνωση αυτή. Η Επιτροπή το επιβεβαίωσε άλλωστε ρητώς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου.

    164   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τρία από τα επίμαχα έγγραφα κοινοποιήθηκαν από τις προσφεύγουσες ως απάντηση σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή μετά την ακρόαση της 25ης Οκτωβρίου 1996 και, κατά συνέπεια, μετά την ανακοίνωση αιτιάσεως. Έτσι, η επιστολή της Hanjin της 19ης Αυγούστου 1994, η επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 και το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996 απεστάλησαν με έγγραφο της 24ης Δεκεμβρίου 1996 ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Νοεμβρίου 1996. Η επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 απεστάλη επίσης μετέπειτα με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 1997 ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 24ης Ιανουαρίου 1997. Όσον αφορά το πρακτικό PWSC 95/8, μολονότι απόσπασμά του απεστάλη από τις προσφεύγουσες με έγγραφο της 9ης Μα?ου 1996 ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Μαρτίου 1996, οπότε η Επιτροπή κατείχε το απόσπασμα αυτό κατά τον χρόνο της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων, δεν αμφισβητείται ότι το πλήρες αντίγραφο του πρακτικού αυτού προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες μετά την αποστολή του εγγράφου αυτού, με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 1996 ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 22ας Μα?ου 1996.

    165   Βεβαίως, καμία διάταξη δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να χρησιμοποιεί προς στήριξη των αιτιάσεών της νέα στοιχεία, τα οποία απέκτησε μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων και τα οποία θεωρεί ότι στηρίζουν την άποψή της. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή πρέπει να παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σημείου αυτού (απόφαση AEG κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 29, διάταξη Buzzi Unicem κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 65, και απόφαση Lögstör Rör κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 168).

    166   Δεν αμφισβητείται ότι εν προκειμένω η Επιτροπή δεν παρέσχε ρητώς στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με τα τέσσερα επίμαχα έγγραφα προτού τα χρησιμοποιήσει προς στήριξη των αιτιάσεών της στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν ενημέρωσε τις προσφεύγουσες σχετικά με την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα προς στήριξη των αιτιάσεών της και, κατά συνέπεια, ότι δεν ανέφερε στις προσφεύγουσες τον τρόπο κατά τον οποίο προετίθετο να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα αυτά ούτε ζήτησε από αυτές να της παράσχουν εξηγήσεις όσον αφορά την αποδεικτική τους δύναμη.

    167   Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 156 ανωτέρω, είναι ακριβές ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων περιείχε ήδη την αιτίαση ότι οι προσφεύγουσες παρακίνησαν την Hanjin και την Hyundai να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρη της TACA και όχι ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Η ανακοίνωση αιτιάσεων στηριζόταν συναφώς, στα σημεία 109 και 110, επί των συμφωνιών ναυλώσεως χώρων που είχαν συνάψει οι δύο αυτές εταιρίες με τα μέρη της TACA. Κατά την Επιτροπή, οι συμφωνίες αυτές επέτρεπαν στην Hanjin και στην Hyundai να διεισδύσουν στην αγορά χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό τον οποίο κανονικά θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Οι προσφεύγουσες ήσαν συνεπώς σε θέση, με την απάντησή τους στην ανακοίωση αιτιάσεων, να απαντήσουν στην αιτίαση της Επιτροπής επί του σημείου αυτού.

    168   Ωστόσο, στον βαθμό που, κατόπιν των εξηγήσεων των προσφευγουσών, ειδικότερα στα σημεία 192 έως 206 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή επέλεξε να μη στηρίξει πλέον την αιτίαση αυτή στην ύπαρξη συμφωνιών ναυλώσεως χώρων αλλά σε τρία από τα τέσσερα επίμαχα έγγραφα, ήτοι στο πρακτικό PWSC 95/8, στην επιστολή της Hanjin της 19ης Αυγούστου 1994 και στο σημείωμα της 15ης Φεβρουαρίου 1996, έπρεπε, κατ' αρχήν, να παράσχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να σχολιάσουν το αν τα έγγραφα αυτά ήσαν λυσιτελή και αν είχαν την αποδεικτική δύναμη για να στηρίξουν την εν λόγω αιτίαση. Συγκεκριμένα, ναι μεν η Επιτροπή έχει απολύτως το δικαίωμα να διαμορφώσει και να συμπληρώσει, τόσο νομικώς όσο και από την άποψη των πραγματικών περιστατικών, την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων (απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 34), πλην όμως δεν μπορεί να υποκαθιστά τρία αποδεικτικά στοιχεία σε ένα άλλο, το οποίο αποσύρει, χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να διατυπώσουν συναφώς τις απόψεις τους, όταν μάλιστα, σε περίπτωση που τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία δεν θα γινόντουσαν δεκτά, η αιτίαση θα έπαυε να είναι αποδεδειγμένη.

    169   Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση της αιτιάσεων ότι η TACA παρακίνησε τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA. Βεβαίως, η αιτίαση αυτή περιλαμβανόταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οπότε οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή παραιτήθηκε από ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αναφέρονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων για να τα αντικαταστήσει με ένα από τα τέσσερα επίμαχα έγγραφα, ήτοι την επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996, έπρεπε, εάν ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτό το αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της αιτιάσεως, να παράσχει τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες να σχολιάσουν την αποδεικτική δύναμη που είχε το έγγραφο αυτό για να στηρίξει την εν λόγω αιτίαση.

    170   Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί, αφενός, ότι όλα τα επίμαχα έγγραφα προσκομίστηκαν από τις ίδιες τις προσφεύγουσες και, αφετέρου, ότι όλα συνίστανται σε έγγραφα τα οποία συνέταξε είτε η TACA είτε κάποια μέρη αυτής, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες εγνώριζαν το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων.

    171   Υπό τις περιστάσεις αυτές, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα επίμαχα έγγραφα πρέπει να θεωρηθούν αποδεικτικά μέσα μη δυνάμενα να αντιταχθούν στις προσφεύγουσες, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι υπήρχε κίνδυνος η Επιτροπή να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά στοιχεία κατ' αυτών (απόφαση Shell κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 59). Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί αν οι προσφεύγουσες μπορούσαν ευλόγως να συναγάγουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή προετίθετο να αντλήσει από τα έγγραφα αυτά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Shell κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 56, και ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 35). Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο τα έγγραφα αυτά καθεαυτά αλλά τα συμπεράσματα που άντλησε από αυτά η Επιτροπή. Αν κάποια έγγραφα δεν αναφέρθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ορθώς μπόρεσε να θεωρήσει ότι δεν είχαν σημασία για την υπόθεση. Η Επιτροπή, μη ενημερώνοντας μια επιχείρηση για το ότι ορισμένα έγγραφα θα χρησιμοποιηθούν στην απόφαση, την εμποδίζει έτσι να διατυπώσει εγκαίρως την άποψή της σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις AEG κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 27, και ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 21).

    172   Είναι ακριβές ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει ότι δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε σε προσφεύγοντα έγγραφο το οποίο μπορούσε να περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, αν το έγγραφο αυτό προέρχεται από τον εν λόγω προσφεύγοντα ή αν βρισκόταν προδήλως στην κατοχή του ως άνω προσφεύγοντος κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T-25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T-39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-491, σκέψη 248). Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εφαρμοστεί στα έγγραφα που συνιστούν επιβαρυντικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, ναι μεν εναπόκειται στις προσφεύγουσες να επικαλεστούν με δική τους πρωτοβουλία κάθε έγγραφο που περιέχει απαλλακτικά γι' αυτές στοιχεία και το οποίο μπορεί να αποκρούσει την αιτίαση, πλην όμως εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την παράβαση και να προσκομίσει προς τούτο κάθε επιβαρυντικό στοιχείο βάσει του οποίου μπορούν να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την παράβαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, Τ-43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-441, σκέψη 79).

    173   Για να εξεταστεί αν οι προσφεύγουσες μπόρεσαν ευλόγως να συναγάγουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή άντλησε από τα τέσσερα επίμαχα έγγραφα στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, αλλά και οι μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αυτής περιστάσεις, από τις οποίες μπορούσαν να συναχθούν τέτοια συμπεράσματα, ήτοι, εν προκειμένω, το περιεχόμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που οδήγησαν στην προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων και το περιεχόμενο των ίδιων αυτών εγγράφων.

    174   Πρώτον, όσον αφορά το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, πρέπει να υπομνηστεί ότι, ναι μεν η ανακοίνωση αιτιάσεων προσήπτε στην TACA, σύμφωνα με το σημείο 109, ότι συνήψε ορισμένες συμφωνίες για να επιτρέψει, ιδίως, στην Hyundai και στην Hanjin να εισέλθουν στην αγορά χωρίς να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό τον οποίο κανονικά θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι εταιρίες αυτές, πλην όμως μόνο στο σημείο 110 ανέφερε το γεγονός ότι η Hanjin και η Hyundai ήσαν σε θέση να εισέλθουν στην αγορά με βάση συμφωνία ναυλώσεως χώρων. Αντιθέτως, η ανακοίνωση αιτιάσεων ουδόλως ανέφερε συναφώς, όσον αφορά την Hyundai, το γεγονός ότι η TACA της παρέσχε άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή, όσον αφορά την Hanjin, το γεγονός ότι η TACA της κοινοποίησε εμπιστευτικές πληροφορίες ή ότι είχε τη βούληση να της παραχωρήσει μερίδιο της αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική ικανότητά της στο δρομολόγιο.

    175   Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιείχε καμία ένδειξη όσον αφορά το γεγονός ότι η άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις υπηρεσιών, η γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και η βούληση παραχωρήσεως μεριδίου της αγοράς ανάλογου με τη μεταφορική ικανότητα στο δρομολόγιο μπορούσαν να αποτελούν μέτρα τα οποία παρακίνησαν την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσει στην TACA.

    176   Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που οδήγησαν στην προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων, πρέπει να υπομνηστεί, όσον αφορά κατ' αρχάς το πρακτικό PWSC 95/8, ότι το απόσπασμα από το έγγραφο αυτό που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 230 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως προσκομίστηκε ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Μαρτίου 1996, με την οποία η Επιτροπή ζήτησε, μεταξύ άλλων, την προσκόμιση κάθε κοινοποιήσεως της TACA ή κάποιου μέρους της TACA προς αυτήν όσον αφορά «α) το ζήτημα της ναυλώσεως χώρων μεταξύ των μερών της TACA, αφενός, και των ανεξάρτητων ναυτιλιακών εταιριών εκτός διασκέψεως, στο διατλαντικό δρομολόγιο, αφετέρου, β) την απόφαση της Hyundai να προσχωρήσει στην TACA [...]», τούτο δε «προκειμένου να βοηθηθεί η Επιτροπή να εξετάσει την αίτηση [...] ατομικής εξαιρέσεως της TACA στο οικονομικό και νομικό της πλαίσιο».

    177   Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι από το ίδιο το περιεχόμενο της επίμαχης αιτήσεως παροχής πληροφοριών προκύπτει ότι η αίτηση αυτή αποσκοπούσε στο να επιτρέψει στην Επιτροπή όχι να διαπιστώσει ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, αλλά να εξετάσει τη δυνατότητα χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Συναφώς, από το κείμενο της εν λόγω αιτήσεως προκύπτει ότι το ζήτημα της προσχωρήσεως της Hyundai στην TACA τέθηκε στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής εξετάσεως της προβληματικής των συμφωνιών ναυλώσεως χώρων μεταξύ των μερών της TACA και των ανεξάρτητων ναυτιλιακών εταιριών. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η Hyundai προσχώρησε στην TACA, το 1995, στη βάση μιας τέτοιας συμφωνίας. Στο πλαίσιο αυτό προκύπτει ότι η εκ μέρους της TACA γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με την προσχώρηση της Hyundai θα παρείχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει τον εσωτερικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο της TACA, ενόψει της σχετικής με τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως προϋποθέσεως του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία η επίμαχη συμφωνία δεν πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού.

    178   Δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν της εκ μέρους της TACA αποστολής της απαντήσεώς της στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών, στις 9 Μα?ου 1996, η Επιτροπή, με αίτηση παροχής πληροφοριών της 22ας Μα?ου 1996, ζήτησε από την TACA, «υπό το φως της απαντήσεως αυτής», να της παράσχει «τα πλήρη αντίγραφα των πρακτικών των συσκέψεων των διευθυντικών στελεχών της TACA που πραγματοποιήθηκαν στις 31 Αυγούστου 1995 και στις 5 Οκτωβρίου 1995». Δεδομένου ότι υπήρξε ρητή αναφορά στην απάντηση της TACA στην προηγούμενη αίτηση παροχής πληροφοριών και ότι δεν υφίσταται αντίθετη ένδειξη στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 22ας Μα?ου 1996, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τελευταία αυτή αίτηση είχε το ίδιο αντικείμενο με την πρώτη, ήτοι το να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της TACA στο πλαίσιο της εξετάσεως των προϋποθέσεων χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως που προβλέπονται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    179   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που οδήγησαν στην προσκόμιση του πρακτικού PWSC 95/8 ότι η Επιτροπή προετίθετο να χρησιμοποιήσει το έγγραφο αυτό προς στήριξη της αιτιάσεως ότι τα μέρη της TACA παρέβησαν το άρθρο 86 της Συνθήκης, παρακινώντας ιδίως την Hyundai να προσχωρήσει στην TACA. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι από το περιεχόμενο των επίμαχων αιτήσεων παροχής πληροφοριών προκύπτει ότι η Επιτροπή προετίθετο να χρησιμοποιήσει το επίμαχο έγγραφο για να διαπιστώσει ότι το γεγονός ότι η TACA παρέσχε στην Hyundai άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής πληροφοριών αποτέλεσε μέτρο το οποίο παρακίνησε την εν λόγω ναυτιλιακή εταιρία να προσχωρήσει στην TACA.

    180   Όσον αφορά, εν συνεχεία, την επιστολή της Hanjin της 19ης Αυγούστου 1994, την επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 και το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα έγγραφα αυτά παρασχέθηκαν στην Επιτροπή ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Νοεμβρίου 1996, με την οποία η Επιτροπή ζήτησε την κοινοποίηση κάθε συμφωνίας μεταξύ των μελών της TACA σχετικά με την προσχώρηση της Hanjin στην TACA, καθώς και κάθε έγγραφο σχετικό με τις ανεξάρτητες δράσεις, τους TVR, τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και λοιπές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνήψε η Hanjin «για να βοηθηθεί η Επιτροπή κατά την εξέταση της αιτήσεως [...] ατομικής εξαιρέσεως της TACA στο οικονομικό και νομικό πλαίσιό της, ειδικότερα δε για να βοηθηθεί κατά την εξέταση της απαντήσεως της TACA στην ανακοίνωση αιτιάσεων (ειδικότερα στα σημεία της 195 έως 200 και 216 έως 217)».

    181   Επιβάλλεται έτσι η διαπίστωση ότι από το ίδιο το περιεχόμενο της επίμαχης αιτήσεως παροχής πληροφοριών προκύπτει εκ νέου ότι η αίτηση αυτή αποσκοπούσε στο να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή όχι να διαπιστώσει ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, αλλά να εξετάσει τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι στα σημεία 195 έως 200 και 216 και 217 της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, στα οποία παρέπεμπε η επίμαχη αίτηση παροχής πληροφοριών για να διευκρινίσει το αντικείμενό της, τα μέρη της TACA παρέσχον στην Επιτροπή ορισμένα στοιχεία για να αποδειχθεί ότι η είσοδος της Hanjin στο διατλαντικό δρομολόγιο συνέβαλε στην αύξηση του εσωτερικού ανταγωνισμού μέσω των τιμών μεταξύ των μελών της TACA, λαμβανομένων υπόψη των πρωτοβουλιών που ανέλαβε η Hanjin όσον αφορά τις ανεξάρτητες δράσεις, τους TVR και τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Από τα σημεία 192 έως 194 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων και από την επικεφαλίδα του τμήματος αυτού της εν λόγω απαντήσεως: «Ανταγωνισμός μέσω των τιμών μεταξύ συμβαλλομένων μερών σε συμφωνίες διαμοιρασμού σκαφών» προκύπτει ότι, με τα στοιχεία αυτά, τα μέρη της TACA αποσκοπούσαν να αντικρούσουν, με αναφορά κυρίως στην κατάσταση της Hanjin στο επίμαχο δρομολόγιο, την επιχειρηματολογία της Επιτροπής που περιεχόταν στα σημεία 106, 235 και 238 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμφωνίες ναυλώσεως χώρων που είχαν συναφθεί μεταξύ των μερών της TACA και των ανεξάρτητων ναυτιλιακών εταιριών, ιδίως η συμφωνία στην οποία μετείχε η Hanjin, είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω των τιμών μεταξύ των μερών των συμφωνιών αυτών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των μελών της διασκέψεως. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι στα σημεία 235 έως 238 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή εξετάζει το αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της ανακλήσεως της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπονται στο άρθρο 7 του κανονισμού 4056/86, οσάκις μια εξαιρεθείσα διάσκεψη έχει αποτελέσματα ασύμβατα προς το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ειδικότερα αν υπάρχει έλλειψη εξωτερικού δυνητικού ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ότι η Επιτροπή, ζητώντας από τα μέρη της TACA να της κοινοποιήσουν κάθε συμφωνία συναφθείσα μεταξύ τους σχετικά με την προσχώρηση της Hanjin, καθώς και κάθε έγγραφο σχετικό με τις σχετικές με τιμές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Hanjin, αποσκοπούσε, με την επίμαχη αίτηση παροχής πληροφοριών, να ελέγξει αν η TACA μπορούσε να συνεχίσει να τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 ή/και να λάβει ατομική εξαίρεση, με γνώμονα ιδίως την προϋπόθεση σχετικά με τη μη εξάλειψη του ανταγωνισμού που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    182   Δεν αμφισβητείται ότι η επιστολή της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 προσκομίστηκε επίσης ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 24ης Ιανουαρίου 1997. Σύμφωνα με την αίτηση αυτή, η Επιτροπή ζητούσε να λάβει, κατόπιν της επιστολής της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 που της προσκομίστηκε προηγουμένως, αντίγραφα των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ του κ. Rhee και του κ. Rakkenes σχετικά με τις πρακτικές της TACA ως προς τις τιμές, καθώς και την αλληλογραφία μεταξύ του κ. Rakkenes και της TACA ή των μελών της ή κάθε άλλο έγγραφο σχετικά με τις «κακές πρακτικές στον τομέα των τιμών» («pricing malpractices») που αποτελούσε αντικείμενο της επίμαχης επιστολής, τούτο δε προκειμένου να εξεταστεί η απάντηση της TACA στην ανακοίνωση αιτιάσεων «και, ειδικότερα, τα σχόλιά της σχετικά με τον βαθμό του εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της TACA». Από το περιεχόμενο της εν λόγω αιτήσεως προκύπτει συνεπώς ρητώς ότι η αίτηση αυτή είχε, όπως και η αίτηση της 15ης Νοεμβρίου 1996, ως μοναδικό σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ελέγξει αν η TACA μπορούσε να τύχει ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και, ειδικότερα, αν επληρούτο η προϋπόθεση περί μη καταργήσεως του ανταγωνισμού που προβλέπει η διάταξη αυτή.

    183   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το περιεχόμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που οδήγησαν στην προσκόμιση της επιστολής της Hanjin της 19ης Αυγούστου 1994, της επιστολής της TACA της 30ής Ιανουαρίου 1996 και του σημειώματος της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προετίθετο να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα αυτά προς στήριξη της αιτιάσεως ότι τα μέρη της TACA παρέβησαν το άρθρο 86 της Συνθήκης, όσον αφορά το πρώτο και το τρίτο από τα έγγραφα αυτά, παρακινώντας την Hanjin να προσχωρήσει στην TACA και, όσον αφορά το δεύτερο από τα έγγραφα αυτά, παρακινώντας τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι από το περιεχόμενο των επίμαχων αιτήσεων παροχής πληροφοριών προκύπτει ότι η Επιτροπή προετίθετο να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα για να διαπιστώσει, αφενός, ότι η κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και η βούληση παραχωρήσεως μεριδίου της αγοράς ανάλογου με τη μεταφορική ικανότητα στο δρομολόγιο αποτέλεσαν μέτρα με τα οποία παρακινήθηκε η Hanjin να προσχωρήσει στην TACA και, αφετέρου, ότι η TACA είχε ανέκαθεν την πρόθεση να βοηθά τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέρχονται στην αγορά ως μέλη της TACA.

    184   Τέλος, τρίτον, όσον αφορά το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω στις σκέψεις 1279 έως 1304 και 1311 έως 1326, στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τον ισχυρισμό περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, τα συμπεράσματα που η Επιτροπή άντλησε από τα εν λόγω έγγραφα με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνύονται επαρκώς κατά νόμο από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών.

    185   Δεν μπορεί προφανώς να προσαφθεί στις προσφεύγουσες ότι δεν ήσαν σε θέση να συναγάγουν από το περιεχόμενο των εγγράφων που παρέσχον στην Επιτροπή συμπεράσματα τα οποία τελικώς δεν αποδεικνύονται.

    186   Έτσι, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ούτε από το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων ούτε από το περιεχόμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που οδήγησαν στην προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων ούτε από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών μπορούσαν οι προσφεύγουσες να συναγάγουν ευλόγως τα συμπεράσματα που η Επιτροπή άντλησε από αυτά κατά των προσφευγουσών στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    187   Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη κατά των προσφευγουσών τα τέσσερα επίμαχα έγγραφα προς στήριξη της δεύτερης καταχρήσεως που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας. Επομένως, πρέπει να αποκλειστούν τα εν λόγω έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος των προσφευγουσών.

    188   Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο αποκλεισμός αυτός όχι μόνο δεν συνεπάγεται την ολική ακύρωση της αποφάσεως, αλλά επιπλέον έχει σημασία μόνο στο μέτρο που η αντίστοιχη αιτίαση της Επιτροπής μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με τα έγγραφα αυτά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-37/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1901, σκέψη 71, και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 364). Το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως που αφορούν το βάσιμο των εκτιμήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως που προκύπτει από την τροποποίηση της διαρθρώσεως της αγοράς, ο οποίος θα εξεταστεί στο πλαίσιο της τρίτης ομάδας λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης.

     2. Επί των φερομένων ως νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών, άλλων πέραν εκείνων που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση

    189   Οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι στήριξε άλλους ισχυρισμούς, πέραν εκείνων που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση, σε πραγματικά ή νομικά στοιχεία σε σχέση με τα οποία δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

    190   Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέους ισχυρισμούς όσον αφορά τη νομιμότητα των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως που κατείχαν τα μέρη της TACA και τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως αυτής. Εν συνεχεία, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξαν, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέους ισχυρισμούς οι οποίοι προκύπτουν από στοιχεία που αυτές προσκόμισαν απαντώντας σε ορισμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    191   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, η απόφαση δεν πρέπει αναγκαστικά να αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (απόφαση van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 68). Η Επιτροπή πρέπει συγκεκριμένα να είναι σε θέση να λάβει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις που οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Συναφώς, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί όχι μόνο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αλλά και να προβεί σε δική της ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν είτε για να εγκαταλείψει τις αιτιάσεις που θα αποδειχθούν αβάσιμες είτε για να διαμορφώσει ή να συμπληρώσει, τόσο νομικώς όσο και όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων τις οποίες διατυπώνει (αποφάσεις ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 92, και της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 437 και 438· απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψεις 34 και 36). Για τον λόγο αυτό, μόνον αν στην τελική απόφαση διατυπώνονται κατηγορίες κατά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή αν λαμβάνονται υπόψη διαφορετικά πραγματικά περιστατικά πρέπει να διαπιστώνεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψεις 26 και 94· απόφαση CB and Europay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψεις 49 έως 52). Τούτο δεν ισχύει οσάκις οι προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της τελικής αποφάσεως δεν αφορούν συμπεριφορές διαφορετικές από εκείνες σε σχέση με τις οποίες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παρέσχον ήδη εξηγήσεις και οι οποίες, κατά συνέπεια, δεν έχουν σχέση με κάποια νέα αιτίαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94 Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-931, σκέψη 103).

    192   Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, για να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν απλώς να επικαλεστούν την ύπαρξη και μόνο διαφορών μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να εκθέσουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους για τους οποίους εκάστη των διαφορών αυτών συνιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, νέα αιτίαση σε σχέση με την οποία δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν την άποψή τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω σκέψη 33). Συγκεκριμένα, κατα τη νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, καθόσον εξαρτάται ουσιωδώς από τις αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την παράβαση που προσάπτει στις οικείες επιχειρήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1847, σκέψη 70).

    193   Περαιτέρω, για να καθοριστεί αν η προβαλλόμενες διαφορές συνιστούν νέες αιτιάσεις σε σχέση με τις οποίες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα έπρεπε να διατυπώσουν τις απόψεις τους, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν οι εν λόγω διαφορές αφορούν ευθέως τις νομικές εκτιμήσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στην απόφαση αυτή.

    194   Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως μπορεί να διαπιστωθεί μόνον αν από τις προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η απόφαση αυτή περιέχει πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς που δεν περιείχοντο ήδη στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Αντιθέτως, αν από την εξέταση της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει ότι οι φερόμενοι ως νέοι πραγματικοί ή νομικοί ισχυρισμοί δεν αποτελούν στην πραγματικότητα παρά την επαναδιατύπωση, τη διαμόρφωση ή την ανάπτυξη ενός στοιχείου το οποίο περιεχόταν ήδη στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ενδεχομένως, για να δοθεί απάντηση στις παρατηρήσεις που οι οικείες επιχειρήσεις διατύπωσαν με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ουδεμία προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως υφίσταται (αποφάσεις ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 92, και Suiker Unie, παρατεθείσα στη σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψεις 437 και 438· απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψεις 34 και 36).

    195   Στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από απλές διαφορές στην παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να αποδειχθεί ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους για το σύνολο των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατ' αυτών, εκτός αν, κατά το στάδιο της νομικής εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή αναφέρεται στην παρουσίαση αυτή ρητώς, ή εμμέσως πλην σαφώς, οπότε τα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαία στήριξη της νομικής εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που μνημονεύνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση για να περιγραφεί ένα πραγματικό περιστατικό ή μια συμπεριφορά, αλλά τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν εν συνεχεία για τη διαπίστωση παραβάσεως, δεν θεωρούνται βλαπτικά για τις οικείες επιχειρήσεις (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 387).

    196   Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, ακόμη και αν η απόφαση περιέχει νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τους οποίους δεν υπήρξε ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, το διαπιστωθέν ελάττωμα δεν συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως επί του σημείου αυτού, παρά μόνον αν οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να αποδειχθούν επαρκώς κατά νόμο βάσει άλλων στοιχείων τα οποία περιέχονται στην απόφαση και σε σχέση με τα οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, Τ-86/95, Compagnie générale maritime κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «απόφαση FEFC», Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1011, σκέψη 447).

    197   Υπό το φως των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

     Επί των νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών που αφορούν τη νομιμότητα των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA και τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως αυτής


     i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    198   Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε ορισμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση επί πραγματικών ή νομικών στοιχείων σε σχέση με τα οποία δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν το συμβατό των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως προς τον κανονισμό 4056/86 και προς το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 3, της Συνθήκης, τη δυνατότητα να εξεταστεί συλλογικά η θέση των προσφευγουσών και την όντως κατοχή, εκ μέρους των προσφευγουσών, συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    199   Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, όσον αφορά τους ισχυρισμούς αυτούς, νέες διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών, συμπεριλαμβανομένων νέων χαρακτηρισμών πραγματικών περιστατικών και νέων συναγωγών συμπερασμάτων, και νέα νομικά συμπεράσματα τα οποία δεν περιείχοντο στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    200   Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, η τελική απόφαση δεν πρέπει να αποτελεί αντίγραφο της εκθέσεως των αιτιάσεων (απόφαση van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 68). Κατά συνέπεια, ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    201   Πρέπει ευθύς εξ αρχής να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά τις επίμαχες πτυχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες περιορίστηκαν, με τα δικόγραφα της προσφυγής τους, να απαριθμήσουν τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που δεν περιείχοντο ήδη, κατ' αυτές, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, για να υποστηρίξουν εν συνεχεία ότι δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εκτιμήσεων ή διαπιστώσεων που διατυπώνονται στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις.

    202   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πράττοντας τούτο, οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν για ποιο λόγο οι προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της ανακοινώσεως αιτιάσεων συνιστούν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, νέες αιτιάσεις δυνάμενες να συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, από την απαρίθμηση που περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει, το πολύ, ότι, όσον αφορά τις επίμαχες πτυχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση αυτή δεν αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Κατά τη νομολογία όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει αναγκαστικά να αποτελεί αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθόσον η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων. Επομένως, για να αποδειχθεί η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, οι προσφεύγουσες έπρεπε, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 192 ανωτέρω, να διευκρινίσουν κατά τρόπο συγκεκριμένο σε ποιο βαθμό οι νέες εκτιμήσεις και διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσαν, εν προκειμένω, να είναι βλαπτικές γι' αυτές. Ελλείψει τέτοιων εξηγήσεων, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να διαπιστώσει καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    203   Μολονότι ο λόγος και μόνον αυτός αρκεί για να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, καθόσον με αυτά προσάπτεται στην Επιτροπή ότι προέβη σε νέες εκτιμήσεις ή διαπιστώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, επιβάλλεται, επιπλέον, η διαπίστωση ότι εν πάση περιπτώσει από την εξέταση των διαφορών που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν προκύπτει ότι οι διαφορές αυτές συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    –       Επί των ισχυρισμών που αφορούν τη νομιμότητα των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    204   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι πολλές από τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία τα οποία δεν περιείχοντο στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    205   Όσον αφορά, πρώτον, την εφαρμογή του κανονισμού 4056/86 στις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι οι διαφορές μεταξύ του τιμολογίου και των συμβατικών συμφωνιών, για τις οποίες γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 104 έως 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    206   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δύο από τις προβαλλόμενες διαφορές, ήτοι, αφενός, το δικαίωμα των μελών διασκέψεως τυχούσας εξαίρεση, κατά την αμερικανική νομοθεσία, να προβαίνουν σε ανεξάρτητες ενέργειες όσον αφορά το τιμολόγιο (αιτιολογική σκήψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, το γεγονός ότι η τιμή των συμβατικών συμφωνιών, αντίθετα προς την τιμή των συμφωνιών καθορισμού του τιμολογίου, δεν προέρχεται από το τιμολόγιο (αιτιολογική σκέψη 108), περιείχοντο ήδη στην ανακοίνωση αιτιάσεων, αντιστοίχως, στην υποσημείωση αριθ. 3 υπό το σημείο 12, καθώς και στο σημείο 64 και στο σημείο 58. Επομένως, ως προς τα σημεία αυτά, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών δεν στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία.

    207   Εντεύθεν προκύπτει ότι το μόνο νέο στοιχείο που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και σε σχέση με το οποίο οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους είναι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 106 διαπίστωση ότι «οι μεταφορείς που εφαρμόζουν συμφωνίες καθορισμού του τιμολογίου πρέπει να παρουσιάζονται στο κοινό ως ελεύθεροι μεταφορείς».

    208            208   Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 106, όπως και οι λοιπές επίμαχες αιτιολογικές σκέψεις, περιλαμβάνεται μόνο στο αναφερόμενο στα πραγματικά περιστατικά τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι αμιγώς περιγραφική. Περαιτέρω, η αιτιολογική αυτή σκέψη, όπως και οι λοιπές επίμαχες αιτιολογικές σκέψεις, δεν συνιστά την αναγκαία βάση της διαπιστώσεως, που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αντίθετα προς το τιμολόγιο, δεν εμπίπτουν στην έννοια των κοινών ή ίσων ναύλων του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86 και, κατά συνέπεια, δεν τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή διαπίστωση δεν στηρίζεται στις διαφορές μεταξύ του τιμολογίου και των συμβατικών συμφωνιών για τις οποίες γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 104 έως 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά σε άλλα στοιχεία τα οποία περιείχοντο ήδη στα σημεία 206 έως 208 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    209   Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ανάλυση των διακανονισμών πίστεως που πραγματοποιείται στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νέα ως προς πολλά σημεία σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

    210   Πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, δύο από τα τέσσερα στοιχεία που αναπτύσσονται στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι, αφενός, το γεγονός ότι ο ορισμός της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που χρησιμοποιεί ο US Shipping Act δεν καλύπτει τις συμβάσεις για τη μεταφορά ποσοστού ή μέρους των εμπορευμάτων ενός φορτωτή (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι διακανονισμοί πίστεως αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86 (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως), περιείχοντο ήδη στην ανακοίνωση αιτιάσεων, αντιστοίχως, στην υποσημείωση αριθ. 15 υπό το σημείο 60 και στο σημείο 211. Επομένως, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί των σημείων αυτών δεν στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία.

    211   Περαιτέρω, ένα τρίτο στοιχείο που περιέχεται στο τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι το γεγονός ότι ο κώδικας της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το εμπόριο και την ανάπτυξη (Cnuced) δεν αναγνωρίζει καμία άλλη μορφή συμβάσεως μεταξύ των φορτωτών και των διασκέψεων πέραν του διακανονισμού πίστεως (αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αναπτύχθηκε για να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στα σημεία 281 έως 283 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    212   Εντεύθεν προκύπτει ότι το μόνο νέο στοιχείο που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και σε σχέση με το οποίο οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους είναι η διαπίστωση, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίστανται τρία είδη διακανονισμών πίστεως και η περιγραφή των τριών αυτών ειδών στις αιτιολογικές σκέψεις 117 έως 119.

    213   Συναφώς, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις, όπως και οι λοιπές επίμαχες αιτιολογικές σκέψεις, περιλαμβάνονται στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι αμιγώς περιγραφικές. Περαιτέρω, οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν συνιστούν την αναγκαία βάση της διαπιστώσεως, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αντίθετα προς τους διακανονισμούς πίστεως, δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά κατηγορία του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση αυτή δεν στηρίζεται στα στοιχεία που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 116 έως 119, αλλά σε άλλα στοιχεία που περιείχοντο ήδη στο σημείο 211 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, το οποίο, κατ' ουσίαν, επανελήφθη στην αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    214   Όσον αφορά, δεύτερον, την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης στις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες φρονούν κατ' αρχάς ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 443 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι, κατ' ουσίαν, οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μπορούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό οσάκις υφίσταται ρητή ή σιωπηρή συμφωνία περί μη συνάψεως μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, συνιστά νέα αιτίαση.

    215   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει, στο σημείο 202, ότι η εκ μέρους της TACA απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είναι αντίθετη προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Περαιτέρω, στα σημεία 200 και 201, η ανακοίνωση αιτιάσεων εκθέτει ότι οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών «του είδους αυτών που συνάπτουν τα μέρη της TACA» εμπίπτουν επίσης στη διάταξη αυτή. Στο σημείο 82 όμως η ανακοίνωση αιτιάσεων τονίζει ότι η TACA απαγόρευσε τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών το 1994 και το 1995. Δεδομένης της υπάρξεως των αναφορών αυτών στην ανακοίνωση αιτιάσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες ήσαν απολύτως σε θέση να κατανοήσουν την αιτίαση που διατυπώθηκε κατ' αυτών επί του σημείου αυτού.

    216   Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε τις περιεχόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεις της σε μια συλλογιστική η οποία δεν περιείχετο στην ανακοίνωση αιτιάσεων, αρκεί να τονιστεί ότι η συλλογιστική αυτή είναι άσχετη προς κάθε νέα αιτίαση, καθόσον δεν αφορά συμπεριφορές άλλες από εκείνες σε σχέση με τις οποίες οι επιχειρήσεις έχουν ήδη παράσχει εξηγήσεις.

    217   Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης στις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών του είδους που αυτές συνάπτουν στηρίζεται σε δύο πραγματικούς ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στην αιτιολογική σκέψη 444 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι, αφενός, στο ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνήψαν τα πρώην μέλη της επιτροπής συμβάσεων της TACA και, αφετέρου, στον μεγάλο αριθμό συμφωνιών ναυλώσεως θέσεων εμπορευματοκιβωτίων.

    218   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι οι πραγματικοί αυτοί ισχυρισμοί έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να στηρίξουν το συμπέρασμα, που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 443, ότι, κατ' ουσίαν, οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ενδέχεται να περιορίσουν τον ανταγωνισμό οσάκις υφίσταται ρητή ή σιωπηρή συμφωνία περί μη συνάψεων μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Διαπιστώθηκε όμως ανωτέρω στη σκέψη 215 ανωτέρω ότι, λαμβανομένων υπόψη των αναφορών που περιείχοντο στα σημεία 200 έως 202 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες ήσαν απολύτως σε θέση να κατανοήσουν την αιτίαση που διατυπώθηκε κατ' αυτών επί του σημείου αυτού. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους σε σχέση με τους πραγματικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 444 δεν μπορεί να καταστήσει ελαττωματικό το συμπέρασμα που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 443, το οποίο οι ισχυρισμοί αυτοί αποσκοπούσαν να στηρίξουν.

    219   Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι είναι νέα η διαπίστωση, που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 500 και 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απαγόρευση των ανεξάρτητων δράσεων σε σχέση με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    220   Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει ρητώς, στο σημείο 203, ότι ο κανονισμός 4056/86 δεν επιτρέπει την εν λόγω απαγόρευση, οπότε αυτή απαγορεύεται, ελλείψει χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η παράγραφος αυτή της ανακοινώσεως αιτιάσεων αποτελεί το ακριβές ισοδύναμο της αιτιολογικής σκέψεως 449 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Βεβαίως, είναι ακριβές ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν αναφέρεται στη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της εν λόγω απαγορεύσεως. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι εναπόκειται στις προσφεύγουσες να προσκομίσουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που δικαιολογούν τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 52).

    221   Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι, εφόσον η ανακοίνωση αιτιάσεων ανέφερε ρητώς ότι η απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση να κατανοήσουν τη φύση των αιτιάσεων που η Επιτροπή διατύπωσε κατ' αυτών, οπότε έπρεπε να προσκομίσουν, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η εν λόγω απαγόρευση μπορούσε να τύχει ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ.

    222   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι αιτιάσεις των προσφευγουσών που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί της νομιμότητας των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    –       Επί των ισχυρισμών περί του συλλογικού χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA

    223   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, για να καταλήξει στην ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, στηρίζεται σε διάφορα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την έλλειψη εσωτερικού ανταγωνισμού και τα οποία δεν αναφέρονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    224   Πρώτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ισχυρισμούς νέους σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων, καθόσον περιέχει περιγραφή των NVOCC (αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 161) και διαπιστώνει ότι ο US Shipping Act επιβάλλει στα μέρη της TACA να δημοσιεύουν το τιμολόγιό τους (αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 176), καθόσον αναφέρει ότι οι TVR συνιστούν εκπτώσεις από το τιμολόγιο (αιτιολογική σκέψη 120) και καθόσον αναφέρει ότι δεν υφίσταται ανεξάρτητη ενέργεια όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 131).

    225   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνονται στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της αποφάσεως αυτής και είναι αμιγώς περιγραφικές.

    226   Περαιτέρω, όσον αφορά το ζήτημα αν οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις αποτελούν την αναγκαία βάση των νομικών εκτιμήσεων σχετικά με τον συλλογικό χαρακτήρα της δεσπόζουσας θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως θα εκτεθεί λεπτομερέστερα στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, με τις αιτιολογικές σκέψεις 521 έως 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η θέση των μερών της TACA έπρεπε να εκτιμηθεί συλλογικά, στηριζόμενη σε πέντε στοιχεία, ήτοι, στο τιμολόγιο της TACA (αιτιολογική σκέψη 526), στα μέτρα εκτελέσεως που έλαβε η TACA (αιτιολογική σκέψη 527), στο ετήσιο επιχειρηματικό πρόγραμμα που δημοσιεύει η TACA (αιτιολογικές σκέψεις 528 και 530), στη γραμματεία της TACA (αιτιολογικές σκέψεις 528 και 529) και στις κοινοπρακτικές συμφωνίες που συνδέουν ορισμένα από τα μέρη της TACA (αιτιολογική σκέψη 531).

    227   Εντεύθεν προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, μόνον το γεγονός ότι η αμερικανική νομοθεσία επιβάλλει τη δημοσίευση του τιμολογίου συνιστά εν μέρει την αναγκαία βάση για τη νομική εκτίμηση, καθόσον, κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι το τιμολόγιο συνιστά οικονομικό δεσμό μεταξύ των μερών της TACA. Αντιθέτως, είναι πρόδηλον ότι τα λοιπά στοιχεία που προβάλλουν οι προσφεύγουσες παραμένουν αμιγώς περιγραφικά και είναι άσχετα προς τους οικονομικούς δεσμούς που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 521 έως 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    228   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση, όσον αφορά το τιμολόγιο, ότι στο σημείο 318 της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Επιτροπή ανέφερε ήδη ότι τα μέτρα εκτελέσεως που έλαβε η TACA αποσκοπούσαν στην εξάλειψη του ανταγωνισμού μέσω των τιμών μεταξύ των μερών της διασκέψεως, παραπέμποντας συναφώς στα σημεία 16 και 17 της εν λόγω ανακοινώσεως αιτιάσεων, στα οποία τόνιζε ότι τα μέτρα εκτελέσεως που έλαβε η TACA παρείχαν σ' αυτήν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να επιβάλλει στα μέλη της σημαντικά πρόστιμα σε περίπτωση παραβάσεως των συλλογικών συμφωνιών περί των τιμών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες ήσαν απολύτως σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο της αιτιάσεως που διατυπώθηκε κατ' αυτών επί του σημείου αυτού.

    229   Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    230   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέους ισχυρισμούς, στις αιτιολογικές σκέψεις 177 και 178, όσον αφορά τα μέτρα εκτελέσεως που έλαβε η TACA.

    231   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη μέτρων εκτελέσεως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 527 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί η συλλογική δεσπόζουσα θέση. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τονίστηκε ανωτέρω, το στοιχείο αυτό αναφέρεται ρητώς ως οικονομικός δεσμός μεταξύ των μερών της TACA στο σημείο 318 της ανακοινώσεως αιτιάσεων και αποτελεί αντικείμενο λεπτομερούς περιγραφής στα σημεία 16 και 17 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    232   Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    233   Τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέους ισχυρισμούς στις αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 198 όσον αφορά τις περιοριστικές συμφωνίες που επηρεάζουν το διατλαντικό δρομολόγιο, ήτοι τις κοινοπρακτικές συμφωνίες.

    234   Είναι ακριβές ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως για να διαπιστωθεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω συμφωνίες αναφέρονται ρητώς, ως οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των μερών της TACA, στο σημείο 322 της ανακοινώσεως αιτιάσεων και ότι αποτελούν αντικείμενο λεπτομερούς περιγραφής στα σημεία 94 έως 106 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    235   Περαιτέρω, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι ανέφερε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεγαλύτερο αριθμό συμφωνιών του είδους αυτού, στις αιτιολογικές σκέψεις 182, 188 (πίνακας 4), 190 και 191, ή ότι προσδιόρισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 181, 192, 194, 220 (πίνακας 5) και 221, πρόσθετα αποτελέσματα επί του εσωτερικού ανταγωνισμού, σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων, οι επικρίσεις των προσφευγουσών είναι αλυσιτελείς. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει ρητώς ότι η ύπαρξη κοινοπρακτικών συμφωνιών ενισχύει τους οικονομικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της TACA, οι προσφεύγουσες ήσαν απολύτως σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο της αιτιάσεως που διατύπωσε κατ' αυτών η Επιτροπή. Έτσι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στα σημεία 192 έως 196 της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τα μέρη της TACA προέβαλαν διάφορα επιχειρήματα για να αποδείξουν ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες δεν περιορίζουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν ήταν αρκούντως σαφής επί του σημείου αυτού.

    236   Επιπλέον, δεν είναι ακριβές ότι η Επιτροπή προσδιορίζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρόσθετα περιοριστικά αποτελέσματα τα οποία προκάλεσαν οι κοινοπρακτικές συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των μερών της TACA.

    237   Έτσι, όσον αφορά, κατ' αρχάς, την αιτιολογική σκέψη 181 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή αναφέρει, γενικώς, ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες μπορούν να περιορίσουν την πίεση του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της TACA, πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια ιδέα εκφράζεται όχι μόνο στον τίτλο του σχετικού τμήματος της ανακοινώσεως αιτιάσεων («VII. Λοιπές περιοριστικές συμφωνίες που επηρεάζουν το διατλαντικό δρομολόγιο»), αλλά και στο σημείο της 101, το οποίο εκθέτει ότι οι εν λόγω συμφωνίες συντελούν στον συντονισμό και στην πειθαρχία των μετεχόντων στις συμφωνίες αυτές μερών. Η ίδια διαπίστωση περιλαμβάνεται, περαιτέρω, στο σημείο 226 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    238   Εν συνεχεία, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή τονίζει ότι «το αποτέλεσμα των ανωτέρω συμφωνιών ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού εντός της TACA, ιδιαίτερα μέσω του περιορισμού των ανεξάρτητων ενεργειών», πρέπει να τονιστεί ότι το ίδιο συμπέρασμα περιλαμβάνεται στο σημείο 101 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    239   Περαιτέρω, όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 220 και 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες η Επιτροπή προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ του διατλαντικού δρομολογίου και άλλων δρομολογίων για να αποδείξει τον μικρό αριθμό των ανεξάρτητων ενεργειών στο πρώτο αυτό δρομολόγιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων προέβαινε ήδη, στο σημείο 101 και στην υποσημείωση αριθ. 69 υπό το σημείο 224, σε μια τέτοια σύγκριση και ότι τα παραδείγματα που παρέθετε η ανακοίνωση αιτιάσεων αναπτύχθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση ως απάντηση στα επιχειρήματα των προσφευγουσών που περιείχοντο στα σημεία 168 έως 191 της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    240   Τέλος, όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 193 και 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες η Επιτροπή σημειώνει ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες έχουν ως αποτέλεσμα, λόγω της σημαντικής χρησιμοποιήσεως χώρων στα πλοία των λοιπών μερών της TACA, τον περιορισμό του ανταγωνισμού που δεν ασκείται μέσω των τιμών μεταξύ των μερών της TACA, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ίδια ιδέα εκφράζεται στα σημεία 102 και 103 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    241   Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 526 έως 530 μνημονεύουν και άλλους δεσμούς μεταξύ των μερών της TACA, σε σχέση με τους οποίους τα μέρη αυτά διατύπωσαν την άποψή τους και οι οποίοι αποδεικνύουν ήδη επαρκώς κατά νόμο, για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, ότι τα μέρη της TACA πρέπει να θεωρηθούν ως σύνολο για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    242   Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες αντλούν από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    243   Τέταρτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει για πρώτη φορά, στις αιτιολογικές σκέψεις 214 έως 219, ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες δεν συνιστούν απόδειξη εσωτερικού ανταγωνισμού.

    244   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων τονίζει ρητώς, στο σημείο 223, ότι η μείωση της διάρκειας της προειδοποιήσεως πριν από την ανάληψη ανεξάρτητης ενέργειας δεν μπορεί να έχει σημαντικό αποτέλεσμα στον εσωτερικό ανταγωνισμό. Περαιτέρω, στο σημείο 224, η ανακοίνωση αιτιάσεων τονίζει την απουσία σημαντικών ανεξάρτητων ενεργειών το 1994 και το 1995 στο επίμαχο δρομολόγιο. Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ανέπτυξε περισσότερο το σημείο αυτό με την προσβαλλόμενη απόφαση για να απαντήσει στα δεδομένα που ανέφεραν τα μέρη της TACA, στα σημεία 168 έως 191 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων, για να αποδείξουν ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες αποκαλύπτουν την ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού.

    245   Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    246   Τέλος, πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή στηρίζεται σε δύο αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι στην επιστολή της POL προς την Hanjin της 28ης Δεκεμβρίου 1995 και στο σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996, τα οποία δεν μνημονεύονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    247   Πρέπει να τονιστεί ότι το περιεχόμενο της επιστολής της POL προς την Hanjin αναπαράγεται εν μέρει στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της αποφάσεως αυτής, για να καταδειχθεί «το πνεύμα συνεργασίας στο εσωτερικό της TACA». Όσον αφορά το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή, στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως, ότι δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του τμήματος του σημειώματος αυτού που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες αποτελούν «μέσο έσχατης ανάγκης».

    248   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ναι μεν τα έγγραφα αυτά δεν λαμβάνονται ρητώς υπόψη από την Επιτροπή προς στήριξη των αιτιολογικών σκέψεων 521 έως 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της νομικής εκτιμήσεώς της, για να συναχθεί το συμπέρασμα της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πλην όμως μπορούν να στηρίξουν τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 528, ότι το τιμολόγιο και τα μέτρα εκτελέσεως που έλαβε η TACA είχαν ως σκοπό την εξάλειψη, σε μεγάλο βαθμό, του ανταγωνισμού μέσω των τιμών μεταξύ των μερών της TACA.

    249   Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η διαπίστωση αυτή στηρίζεται επίσης σε διάφορα άλλα στοιχεία, ειδικότερα σε αυτά που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 199 έως 222 και σε σχέση με τα οποία οι προσφεύγουσες διατύπωσαν την άποψή τους. Για τους λόγους όμως που εκτίθενται κατωτέρω στις σκέψεις 697 έως 712 κατωτέρω, τα στοιχεία αυτά επαρκούν για να αποδειχθεί ότι το τιμολόγιο και τα μέτρα εκτελέσεως που έλαβε η TACA είχαν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη, σε μεγάλο βαθμό, του ανταγωνισμού μέσω των τιμών ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της TACA.

    250   Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

    –       Επί των ισχυρισμών που αφορούν τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA

    251   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι επιστολές που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 271 και τα συμπεράσματα που αντλούνται από αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις 271 και 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μνημονεύονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    252   Πρέπει να τονιστεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 265 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξετάζει τον πραγματικό εξωτερικό ανταγωνισμό που ασκούν οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τακτικές θαλάσσιες μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια και οι οποίες μεταφέρουν εμπορεύματα με προέλευση ή προορισμό τις μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ προς και από τη Βόρεια Ευρώπη μέσω λιμένων του Καναδά (στο εξής: Canadian Gateway ή καναδική πύλη εισόδου). Στην αιτιολογική σκέψη 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναπαράγει αποσπάσματα των επιστολών που η γραμματεία των καναδικών διασκέψεων απέστειλε σε μέλη του Joint Irland Committee των διασκέψεων αυτών, από τα οποία, κατ' αυτήν, αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι τα μέλη των καναδικών διασκέψεων ήσαν ενήμερα σχετικά με τις πρακτικές της TACA όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών. Στην αιτιολογική σκέψη 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλήγει ότι, για τους λόγους που εξέθεσε στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις, το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA για τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω της Canadian Gateway πρέπει να προστεθεί στο μερίδιο που κατέχουν για τις απευθείας υπηρεσίες και όχι να θεωρηθεί ως πηγή ανταγωνισμού.

    253   Είναι ακριβές ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν αναφέρεται στα αποσπάσματα των επιστολών που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    254   Στον βαθμό που το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA που αφορά τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες ελήφθη υπόψη για να καθοριστεί το μερίδιο αγοράς των προσφευγουσών στην επίμαχη αγορά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 271 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν την αναγκαία βάση για τη νομική εκτίμηση ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 533, το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA κατά την επίμαχη περίοδο αποτελεί ισχυρό τεκμήριο ύπαρξης δεσπόζουσας θέσεως.

    255   Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι στο σημείο 50 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή ανέφερε ήδη σαφώς ότι:

    «Με την απόφαση ΤΑΑ, η Επιτροπή θεώρησε ότι η μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια μεταξύ των ΗΠΑ και της Βόρειας Ευρώπης μέσω των καναδικών λιμένων (της Canadian Gateway) αποτελούσε τμήμα της ίδιας αγοράς με αυτήν της απευθείας μεταφοράς. Η Επιτροπή εμμένει στην άποψη αυτή.»

    256   Περαιτέρω, στα σημεία 51 έως 55 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους που δικαιολογούν τη θέση αυτή.

    257   Επιβάλλεται εν συνεχεία η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες, απαντώντας στους ισχυρισμούς αυτούς που διατυπώνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ισχυρίστηκαν, στα σημεία 15 έως 17 της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι ο ανταγωνισμός που ασκείται από τις υπηρεσίες μεταφοράς που προσφέρουν τα μέρη της TACA μέσω της Canadian Gateway στις υπηρεσίες που προσφέρονται απευθείας είχε αποδειχθεί από τα δεδομένα που αφορούν τις τιμές των δύο ειδών μεταφοράς και από την πρόσκληση για την υποβολή προσφορών ενός φορτωτή.

    258   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες ήσαν πράγματι σε θέση, ήδη από το στάδιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, να κατανοήσουν το περιεχόμενο της αιτιάσεως που διατύπωσε η Επιτροπή, όσον αφορά τον πραγματικό εξωτερικό ανταγωνισμό που ασκείται από τη μεταφορά εμπορευμάτων μέσω της Canadian Gateway, τα δε αποσπάσματα των επιστολών που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως χρησιμεύουν αποκλειστικά στο να στηρίξουν τη θέση της Επιτροπής, κατόπιν των επικρίσεων που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    259   Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

    260   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν νέους ισχυρισμούς σχετικά με συνεπαγόμενες διακρίσεις πρακτικές της TACA όσον αφορά τις τιμές.

    261   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν την αναγκαία βάση για τη νομική εκτίμηση σχετικά με τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 534 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι το τεκμήριο δεσπόζουσας θέσεως που προκύπτει από το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA επιβεβαιωνόταν από το γεγονός ότι τα μέρη αυτά κατόρθωσαν να διατηρήσουν μια διάρθρωση των τιμών συνεπαγόμενη διακρίσεις.

    262   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνεται στο σύνολό της στο σημείο 326 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    263   Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιέχουν νέους ισχυρισμούς, αλλά περιορίζονται στο να διευκρινίσουν σε ποιο βαθμό οι προσφεύγουσες μπορούν να εισάγουν διακρίσεις ως προς τις τιμές, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις παρατηρήσεις που αυτές διατύπωσαν κατά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής. Τούτο ισχύει όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 209 και 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες στηρίζονται στα σχόλια του κ. Jeffries, γενικού διευθυντή της TACA, που διατυπώθηκαν ως απάντηση σε ερώτηση που έθεσε η Επιτροπή κατά την ακρόαση.

    264   Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάπτουν στην Επιτροπή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού.

    265   Τέλος, τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 324 έως 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε σε νέα ανάλυση των τιμών της TACA για να καταλήξει, στο στάδιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, ότι η TACA ήταν σε θέση να αυξάνει τακτικά τις τιμές μεταξύ 1994 και 1996.

    266   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 224 έως 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν την αναγκαία βάση για τη νομική εκτίμηση σχετικά με τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 543 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ικανότητα της TACA να επιβάλλει αυξήσεις των τιμών αποτελούσε ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως.

    267   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, στα σημεία 118 και 119, η ανακοίνωση αιτιάσεων ανέφερε ήδη, με βάση τα δεδομένα που παρέσχε το ESC, ότι η TACA είχε προβεί σε σημαντικές αυξήσεις τιμών μεταξύ 1993 και 1995. Βεβαίως, το στοιχείο αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε, αυτό καθεαυτό, στην ανακοίνωση αιτιάσεων ως ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως, αλλά περιλαμβάνεται στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της εν λόγω ανακοινώσεως για να περιγραφούν τα αποτελέσματα της TACA. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι, στο σημείο 243, η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει ρητώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ενδεχόμενης ανακλήσεως της εξαιρέσεως κατά κατηγορία κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7 του κανονισμού 4056/86, ότι από το γεγονός ότι η TACA ήταν σε θέση να διατηρήσει το μερίδιο αγοράς μεταξύ 1994 και 1996 παρά τις σημαντικές αυξήσεις τιμών μπορεί να υποτεθεί ότι είναι περιορισμένος ο πραγματικός εξωτερικός ανταγωνισμός. Επιπλέον, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τα μέρη της TACA παρουσίασαν, στα σημεία 224 έως 245 της εν λόγω απαντήσεως, λεπτομερή αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τις τιμές της TACA κατά την περίοδο 1994 έως 1996.

    268   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες ήσαν πράγματι σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο των αιτιάσεων που η Επιτροπή διατύπωσε επί του σημείου αυτού, καθόσον η ανάλυση των τιμών που περιέχεται στην απόφαση συνιστά ευθεία απάντηση στους ισχυρισμούς τους που διατύπωσαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    269   Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι η Επιτροπή ουδόλως προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας επί του σημείου αυτού.

    270   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει συνεπώς ότι από την εξέταση των προβαλλομένων διαφορών μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέες αιτιάσεις ή στηρίζεται σε νέα στοιχεία σε σχέση με τα οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

     Επί των νέων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών που προκύπτουν από τις απαντήσεις των προσφευγουσών σε ορισμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αιτιάσεων


     i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    271   Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, ναι μεν ορισμένες από τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που ήσαν μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αιτιάσεων αφορούσαν ζητήματα που αποτελούσαν αντικείμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, πλην όμως άλλες αιτήσεις παροχής πληροφοριών αφορούσαν εντελώς νέα ζητήματα. Τούτο ισχύει τόσο στην περίπτωση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που ετάχθη για την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων όσο και για τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν μετά την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    272   Οι προσφεύγουσες όμως παρατηρούν ότι, εξαιρέσει της ανακοινώσεως αιτιάσεων της 11ης Απριλίου 1997, η οποία αφορά την κοινοποίηση του συστήματος «hub and spoke», η Επιτροπή δεν εξέδωσε συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων με αντικείμενο τα νέα αυτά ζητήματα και δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα να σχολιάσουν την αποδεικτική αξία των πληροφοριών που παρέσχον ή των συμπερασμάτων που άντλησε η Επιτροπή (απόφαση Sarrió κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψεις 36 και 41). Κατά τις προσφεύγουσες, οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να αντικαταστήσουν συννόμως την έκδοση ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    273   Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα δικαιώματα άμυνας προσεβλήθησαν επί του σημείου αυτού.

    274   Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε καμία πληροφορία ούτε σε κανένα έγγραφο παρασχεθέν ως απάντηση στις επικρινόμενες αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Κατά συνέπεια, ζητεί την απόρριψη της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    275   Με την υπό κρίση επιχειρηματολογία, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι τους απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, θέτοντας νέα ζητήματα σε σχέση με την ανακοίνωση αυτή, και ότι χρησιμοποίησε τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν ως απάντηση στις αιτήσεις αυτές για να χρησιμοποιήσει κατ' αυτών νέα στοιχεία ή νέους ισχυρισμούς στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    –       Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως

    276   Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η υπό κρίση επιχειρηματολογία περιλαμβάνεται στο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής με το οποίο οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι τους απέστειλε πρόωρη ανακοίνωση αιτιάσεων. Συναφώς, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 122 ανωτέρω ότι, αντίθετα προς την άποψη των προσφευγουσών, το γεγονός ότι ορισμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών εγείρουν νέα ζητήματα και ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν ως απάντηση στις αιτήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, ουδόλως αποδεικνύει την έλλειψη νομιμότητας της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    277   Από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής επί του σημείου αυτού προκύπτει ωστόσο ότι οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας χρησιμοποιώντας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στοιχεία και πληροφορίες που παρασχέθηκαν ως απάντηση σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών οι οποίες ήσαν μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αιτιάσεων και με τις οποίες τέθηκαν νέα ζητήματα, χωρίς να τους δώσει τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την αποδεικτική αξία αυτών των στοιχείων και πληροφοριών. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες, αφού απαρίθμησαν και περιέγραψαν το περιεχόμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων και αφού συσχέτισαν το περιεχόμενο αυτό με ορισμένες παραγράφους της προσβαλλομένης αποφάσεως, τονίζουν όχι μόνον ότι ορισμένες από τις εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες απαριθμούν εγείρουν νέα ζητήματα σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων, αλλά και ότι «εκτός από την ανακοίνωση αιτιάσεων που εκδόθηκε στις 11 Απριλίου 1997 και η οποία αφορά αποκλειστικά την κοινοποίηση του συστήματος hub and spoke, η Επιτροπή δεν εξέδωσε συμπληρωματική ή αναθεωρημένη ανακοίνωση αιτιάσεων και δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να σχολιάσουν την αποδεικτική αξία των γνωστοποιηθεισών πληροφοριών ή των συμπερασμάτων που άντλησε από αυτές η Επιτροπή».

    278   Πρέπει να τονιστεί ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως, στον βαθμό που αφορά, τουλάχιστον εν μέρει, τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών λόγω των οποίων οι προσφεύγουσες απέστειλαν τα τέσσερα έγγραφα που αναφέρονται στη σκέψη 159 ανωτέρω, συγχέεται με τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τους φερόμενους ως νέους πραγματικούς ή νομικούς ισχυρισμούς σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί για τους λόγους που εξετέθησαν στις σκέψεις 163 έως 187 ανωτέρω.

    279   Στο παρόν στάδιο, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αυτός ο λόγος ακυρώσεως μόνον καθόσον με αυτόν ζητείται να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας σχετικά με τα πληροφοριακά στοιχεία, εκτός των τεσσάρων αυτών εγγράφων, που παρασχέθηκαν ως απάντηση στις επίμαχες αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

    280   Οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε ερώτημα που τους έθεσε το Πρωτοδικείο για να διευκρινίσουν το δικόγραφο της προσφυγής τους επί του σημείου αυτού, ανέφεραν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η υπό κρίση επιχειρηματολογία είχε έτσι ως σκοπό όχι μόνο να στηρίξει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από τον πρόωρο χαρακτήρα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, αλλά και να προβάλει ένα ξεχωριστό λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, σε σχέση με ορισμένα στοιχεία που παρέσχον με την απάντησή τους σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    281   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου οργανισμού και σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γì και δì, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να καθίσταται δυνατόν στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία. Για να διασφαλιστεί ή τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, της ασφαλείας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, για να κριθεί παραδεκτή μια προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, επί των οποίων αυτή στηρίζεται, να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου (διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1993, Τ-85/92, Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-523, σκέψη 20· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 1999, Τ-277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1825, σκέψη 29, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Μαρτίου 2003, Τ-382/02, Partido Latinoamericano κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 6).

    282   Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ευθύς εξ αρχής ότι τα τέσσερα δικόγραφα που κατέθεσαν οι προσφεύγουσες, καθώς και τα παραρτήματά τους, ήσαν ασυνήθως ογκώδη. Ναι μεν δεν υφίσταται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, καμία διάταξη περιορίζουσα τον όγκο των δικογράφων και των εγγράφων που καταθέτουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως που ασκούν βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης, πλην όμως εναπόκειται στις προσφεύγουσες, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των τυπικών απαιτήσεων που υπενθυμίστηκαν ανωτέρω, να περιορίζουν το δικόγραφο της προσφυγής εντός ευλόγων ορίων και, εν πάση περιπτώσει, να παρουσιάζουν χωριστά τους νομικούς ισχυρισμούς που προβάλλουν προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων τους σε σχέση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προβάλλουν για τη διασαφήνισή τους και τα οποία δεν συνιστούν, αυτά καθεαυτά, νομικούς ισχυρισμούς.

    283   Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να παρατηρηθεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως εμφανίζεται μόνο σε μία και μόνον παράγραφο του δικογράφου της προσφυγής, η οποία περιλαμβάνεται στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα («Factual background») του μέρους του δικογράφου που αφορά τον πρόωρο χαρακτήρα της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Καμία αντίστοιχη παράγραφος δεν περιλαμβάνεται, αντιθέτως, στο σχετικό με τους νομικούς ισχυρισμούς («submissions of law») τμήμα του μέρους αυτού του δικογράφου της προσφυγής. Έτσι, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την παράγραφο με την οποία περατώνεται το μέρος του δικογράφου της προσφυγής που αφορά τον πρόωρο χαρακτήρα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες συνοψίζουν οι ίδιες το τμήμα αυτό της προσφυγής τους αναφέροντας ότι υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή «παρέβη τις ουσιώδεις διαδικαστικές απαιτήσεις της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της [προσβαλλομένης αποφάσεως] καθόσον δεν [τους] έστειλε έγκυρη ανακοίνωση αιτιάσεων», αναφερόμενες έτσι στον πρόωρο χαρακτήρα της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Αντιθέτως, ουδόλως προβάλλουν με το συμπέρασμα αυτό την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως όσον αφορά τα στοιχεία που παρέσχον με την απάντησή τους σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

    284   Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα άλλο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής δεν περιέχει τον επίμαχο λόγο ακυρώσεως. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα των νομικών ισχυρισμών («submissions») που οι ίδιες οι προσφεύγουσες τοποθέτησαν στην επικεφαλίδα κάθε σχετικού τμήματος του δικογράφου της προσφυγής για να συνοψίσουν τα νομικά επιχειρήματα που αναπτύσσουν σε αυτό. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα των λόγων ακυρώσεως που συνοψίζονται στο εισαγωγικό μέρος του τμήματος της προσφυγής που αφορά την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

    285   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο λόγος ακυρώσεως δεν παρουσιάστηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γì και δì, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όπως τα άρθρα αυτά ερμηνεύονται από τη νομολογία, και ότι, κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτος.

    –       Επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως

    286   Πλεοναστικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

    287   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ναι μεν η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διατυπώνει, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, νέους ισχυρισμούς προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, πλην όμως πρέπει να παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώνουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους (απόφαση AEG κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 29). Όπως διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω, τούτο ισχύει επίσης στην περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω νέοι ισχυρισμοί στηρίζονται σε στοιχεία που παρέσχον οι οικείες επιχειρήσεις με την απάντησή τους σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών που τους απέστειλε η Επιτροπή, τουλάχιστον οσάκις οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να συναγάγουν ευλόγως τα συμπεράσματα που η Επιτροπή προετίθετο να αντλήσει από τα στοιχεία αυτά (απόφαση Shell κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 56).

    288   Εν προκειμένω, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, στον βαθμό που ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως μπορεί να συναχθεί από το δικόγραφο της προσφυγής, προκύπτει ότι το δικόγραφο αυτό περιορίζεται στο να συσχετίσει το αντικείμενο εκάστης των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων με τις παραγράφους της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν το εν λόγω αντικείμενο για να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απάντηση προς ορισμένες από τις εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι εκείνες που θέτουν νέα ζητήματα σε σχέση με την ανακοίνωση αιτιάσεων, χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς οι προσφεύγουσες να είναι σε θέση να διατυπώσουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες, πράττοντας τούτο, απλώς επικαλούνται, κατά τρόπο γενικό και ασαφή, το ενδεχόμενο ορισμένα στοιχεία που παρασχέθηκαν με τις απαντήσεις στις επίμαχες αιτήσεις παροχής πληροφοριών να προκάλεσαν νέες αιτιάσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς, ουδέποτε, να διευκρινίζουν συγκεκριμένα σε ποιο βαθμό τα εν λόγω στοιχεία υπήρξαν βλαπτικά γι' αυτές.

    289   Μολονότι ο λόγος και μόνον αυτός αρκεί ήδη για να δικαιολογηθεί η απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται, επιπλέον, η διαπίστωση ότι από κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να προκύψει ότι κάποια στοιχεία που παρασχέθηκαν με τις απαντήσεις στις επίμαχες αιτήσεις παροχής πληροφοριών χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο συνιστώντα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε στην προσβαλλόμενη απόφαση στοιχεία ή πληροφορίες που παρασχέθηκαν με τις απαντήσεις στις μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αιτιάσεων αιτήσεις παροχής πληροφοριών, οι οποίες κατά τις προσφεύγουσες εγείρουν νέα ζητήματα, ήτοι εκείνες της 22ας Μα?ου 1996, της 11ης Ιουλίου 1996, της 17ης Ιουλίου 1996, της 8ης Αυγούστου 1996, της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, της 8ης Νοεμβρίου 1996, της 12ης Φεβρουαρίου 1997, της 13ης Φεβρουαρίου 1997, της 15ης Μα?ου 1997, της 19ης Ιουνίου 1997 και της 2ας Οκτωβρίου 1997.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 22ας Μα?ου 1996

    290   Όπως ορθώς αναφέρουν οι προσφεύγουσες, από το κείμενο της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 22ας Μα?ου 1996 προκύπτει ότι με την αίτηση αυτή ζητούνταν πληροφορίες σχετικά με τις συσκέψεις των διευθυντικών στελεχών της TACA, τον κώδικα συμπεριφοράς της TACA, τις «Transatlantic Associated Freight Conferences» και την αλληλογραφία μεταξύ MSC και Hyundai.

    291   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εκτός του πρακτικού PWSC 95/8, για το οποίο έγινε λόγος στο πλαίσιο της ανωτέρω εξετάσεως των ειδικών λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση, δεν προκύπτει ότι άλλα στοιχεία παρασχεθέντα με την απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 22ας Μα?ου 1996 χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο συνιστώντα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    292   Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996

    293   Από την αίτηση παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996 προκύπτει ότι με την αίτηση αυτή ζητούνταν πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τις συνθήκες της αγοράς, την ΕΙΕΙΑ και τις νέες μεταφορικές ικανότητες που εισήχθησαν στην αγορά.

    294   Πρώτον, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι απαντήσεις των προσφευγουσών στην εν λόγω αίτηση παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της TACA και τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που αφορούσαν το 1996, ειδικότερα σχετικά με τις τιμές, τις μονομερείς ενέργειες, τις υποχρεώσεις ελάχιστων ποσοτήτων και τις περιπτώσεις που οι μεταφορές εμπορευμάτων από τους φορτωτές που μετείχαν στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πραγματοποιούνταν πλέον μέσω των TVR.

    295   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε ορισμένα από τα στοιχεία αυτά στις αιτιολογικές σκέψεις 127 έως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    296   Πρέπει ωστόσον να παρατηρηθεί ότι οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, που περιλαμβάνονται στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιορίζονται στην περιγραφή του μηχανισμού των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Εφόσον η περιγραφή αυτή δεν συνιστά σε καμία περίπτωση την αναγκαία βάση αιτιάσεων που περιελήφθησαν στη νομική εκτίμηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή, να θεωρηθεί βλαπτική για τις προσφεύγουσες.

    297   Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 551 έως 558, η προσβαλλόμενη απόφαση τους προσάπτει, στο πλαίσιο της πρώτης καταχρήσεως, ότι καταχράστηκαν τη δεσπόζουσα θέση τους επιβάλλοντας περιορισμούς στην πρόσβαση και στο περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Προβάλλουν επίσης το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 540, ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούν φραγμό για την είσοδο στην αγορά προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η TACA κατέχει δεσπόζουσα θέση και, στην αιτιολογική σκέψη 564, ότι η TACA καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της, στο πλαίσιο της δεύτερης καταχρήσεως, επιτρέποντας στην Hyundai να έχει άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    298   Όσον αφορά κατ' αρχάς την πρώτη κατάχρηση, από τις αιτιολογικές σκέψεις 551 έως 558 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες περιέχουν τη νομική εκτίμηση της Επιτροπής επί του σημείου αυτού, δεν προκύπτει ότι τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996 χρησιμοποιήθηκαν προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής. Η ανάλυση της Επιτροπής στηρίζεται συγκεκριμένα, κατ' ουσίαν, στις σχετικές με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διατάξεις της συμφωνίας TACA, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή ως ενδεχόμενοι περιορισμοί του ανταγωνισμοί κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και των οποίων το περιεχόμενο διευκρινίστηκε με τις απαντήσεις σε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, τις οποίες οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν στο πλαίσιο της παρούσας αιτιάσεως. Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων εξέθετε ήδη σαφώς, στα σημεία 73 έως 87, 341 και 342, την κατάχρηση που προσάπτεται σε σχέση με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οπότε οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση να προβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους.

    299   Όσον αφορά, εν συνεχεία, το γεγονός ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούν φραγμό για την είσοδο στην αγορά, αρκεί να τονιστεί ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει ρητώς το στοιχείο αυτό, στο σημείο 331, μεταξύ εκείνων τα οποία στηρίζουν την εκ μέρους της TACA κατοχή δεσπόζουσας θέσεως. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού.

    300   Όσον αφορά, τέλος, την άμεση πρόσβαση της Hyundai στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, από την αιτιολογική σκέψη 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, όπως πραναφέρθηκε ήδη, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής άλλα στοιχεία πέραν του πρακτικού PWSC 95/8. Δεν αμφισβητείται όμως ότι το έγγραφο αυτό παρασχέθηκε από τις προσφεύγουσες με την απάντηση όχι στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996, αλλά στις σχετικές αιτήσεις της 9ης και της 22ας Μα?ου 1996, για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω στο πλαίσιο της εξετάσεως των ειδικών λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση.

    301   Δεύτερον, όσον αφορά τις συνθήκες της αγοράς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι απαντήσεις τους στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996 χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, στις αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 88 που αφορούν τα επίμαχα μερίδια αγοράς των θαλάσσιων μεταφορών, στην αιτιολογική σκέψη 533 που αφορά τη συλλογική δεσπόζουσα θέση της TACA και στις αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 221 που αφορούν τον μέσω των τιμών εσωτερικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο της TACA.

    302   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία που αφορούν τα μερίδια αγοράς και τα οποία διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 88 του σχετικού με τα πραγματικά περιστατικά τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως οδήγησαν την Επιτροπή στη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 533, ότι τα μερίδια αγοράς που κατείχε η TACA το 1994, το 1995 και το 1996 στο επίμαχο δρομολόγιο αποτελούν ισχυρό τεκμήριο δεσπόζουσας θέσεως. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων εξέθετε ήδη, στο σημείο 325, ότι η TACA κατέχει δεσπόζουσα θέση, λαμβανομένου υπόψη του μεριδίου αγοράς που κατέχει στο διατλαντικό δρομολόγιο. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι τα σχετικά με τα μερίδια αγοράς στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απάντηση στην αίτηση της 11ης Ιουλίου 1996 συνιστούν απλώς ενημέρωση των στοιχείων που είχαν παρασχεθεί προηγουμένως, με απαντήσεις σε μη αμφισβητούμενες αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

    303   Όσον αφορά την ανάλυση του εσωτερικού ανταγωνισμού που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 222 και στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή τονίζει το γεγονός ότι ήσαν ασήμαντες οι ανεξάρτητες ενέργειες στο επίμαχο δρομολόγιο, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 244 ανωτέρω ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων ανέφερε ήδη, στα σημεία 223 και 224, ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες δεν συνιστούσαν απόδειξη εσωτερικού ανταγωνισμού και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούσε επί του σημείου αυτού προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    304   Τρίτον, όσον αφορά την ΕΙΕΙΑ, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή περιέγραψε τη συμφωνία αυτή στις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 46 και κατέληξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 436, ότι η συμφωνία αυτή δεν επιτρέπει τη χορήγηση εξαιρέσεως υπέρ του συλλογικού καθορισμού των χερσαίων κομίστρων.

    305   Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως αντιστοιχούν επακριβώς στα σημεία 269 έως 277 της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Έτσι, τα μόνα έγγραφα που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην υποσημείωση αριθ. 124 υπό τις αιτιολογικές σκέψεις 430, 434 και 435, προς στήριξη των διαπιστώσεων σχετικά με την ΕΙΕΙΑ, ήτοι η ενδιάμεση έκθεση της ομάδας πολυμεταφορών και τα σχόλια του προέδρου της TACA και ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Hapag Lloyd, μνημονεύονται στην υποσημείωση αριθ. 70 υπό τα σημεία 271, 275 και 276 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    306   Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 426 προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφαίνεται ως προς το αν η ΕΙΕΙΑ συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού, οπότε οι απαντήσεις των προσφευγουσών στην επίμαχη αίτηση παροχής πληροφοριών δεν μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν κατ' αυτών επί του σημείου αυτού. Βεβαίως, η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγει ότι η ΕΙΕΙΑ δεν επιτρέπει τη χορήγηση εξαιρέσεως υπέρ του συλλογικού καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς. Ωστόσο, κατά τη νομολογία, στις προσφεύγουσες εναπόκειται να αποδείξουν ότι μια συμφωνία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης (απόφαση VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 52) και να προσκομίσουν κατά συνέπεια όλα τα στοιχεία που είναι χρήσιμα προς στήριξη του αιτήματός τους. Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει κάποιο στοιχείο που προσκομίστηκε με απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών για να απορρίψει την αίτησή τους περί χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, δεν μπορούν να προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Εν πάση περιπτώσει, δεν προέκυψε ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως χρησιμοποιούν κάποιο από τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην επίμαχη αίτηση παροχής πληροφοριών.

    307   Τέταρτον, όσον αφορά τις νέες μεταφορικές ικανότητες που εισήχθησαν στην αγορά, αρκεί να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται ρητώς στις απαντήσεις που αυτές παρέσχον. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες περιορίζονται στην παράθεση των αιτιολογικών σκέψεων 364 έως 367, οι οποίες, όπως και οι ίδιες παραδέχονται, δεν περιέχουν παρά μια γενική αναφορά για το ότι ο κανονισμός 4056/86 δεν αποσκοπεί στην επίλυση των προβλημάτων που προκαλούν οι ασύμφορες επενδυτικές αποφάσεις των ναυτιλιακών εταιριών.

    308   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών που αφορούν την αίτηση παροχής πληροφοριών της 11ης Ιουλίου 1996.

    Επί των αιτήσεων παροχής πληροφοριών της 17ης Ιουλίου 1996 και της 8ης Αυγούστου 1996

    309   Πρέπει να τονιστεί ότι οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών της 17ης Ιουλίου 1996 και της 8ης Αυγούστου 1996 αφορούσαν τις ενδεχόμενες συμβάσεις μεταξύ της TACA, αφενός, και των εταιριών UASC και APL, αφετέρου, για την προσχώρησή τους στην TACA.

    310   Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι οι απαντήσεις των προσφευγουσών σε αυτές τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών δεν χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι προσφεύγουσες το παραδέχονται εξάλλου και οι ίδιες εφόσον, στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, προσάπτουν ακριβώς στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τις απαντήσεις τους επί του σημείου αυτού, ενώ οι απαντήσεις αυτές αντικρούουν, κατ' αυτές, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η TACA παρακίνησε τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA. Προφανώς όμως, εφόσον η Επιτροπή επέλεξε να μη λάβει υπόψη τις απαντήσεις των προσφευγουσών με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, αλλά μόνον, ενδεχομένως, για ανεπαρκή απόδειξη των προβαλλομένων παραβάσεων, πράγμα που εμπίπτει στο βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    311   Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 12ης Σεπτεμβρίου 1996

    312   Πρέπει να σημειωθεί ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών της 12ης Σεπτεμβρίου 1996 δεν απεστάλη στην TACA, αλλά στα μέλη των καναδικών διασκέψεων για να συλλεγούν πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των εν λόγω διασκέψεων. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι διάφορα στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απάντηση στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφορίων χρησιμοποιήθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 265 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες η Επιτροπή κατέληξε ότι το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA για τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω της Canadian Gateway πρέπει να προστεθεί σε εκείνο που κατέχουν για τις απευθείας μεταφορές και να μη θεωρηθεί πηγή ανταγωνισμού.

    313   Στον βαθμό που οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις ελήφθησαν υπόψη κατά το στάδιο του καθορισμού του μεριδίου αγοράς της TACA και είναι συνεπώς βλαπτικές για τις προσφεύγουσες, καθόσον συντελούν στο να θεωρηθεί ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση, πράγμα το οποίο δεν υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, αρκεί να τονιστεί ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων, στα σημεία 324 έως 338, εκθέτει εκτενώς τους λόγους για τους οποίους η TACA κατέχει δεσπόζουσα θέση. Συναφώς, η ανακοίνωση αιτιάσεων τονίζει ευθύς εξ αρχής, στο σημείο 325, το μερίδιο αγοράς που κατέχει η TACA όσον αφορά το επίμαχο δρομολόγιο. Τα σημεία 51 έως 53 της ανακοινώσεως αιτιάσεων αναφέρουν όμως ρητώς ότι το μερίδιο αγοράς της TACA μέσω των καναδικών λιμένων πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του μεριδίου αγοράς της TACA στο διατλαντικό δρομολόγιο.

    314   Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σε απάντηση στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στα σημεία 9 έως 26 της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σύμφωνα με τα οποία τα μέρη της TACA που είναι μέλη των καναδικών διασκέψεων ανταγωνίζονται την TACA, η Επιτροπή απέστειλε την εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών και ανέπτυξε συναφώς την επιχειρηματολογία της στις αιτιολογικές σκέψεις 265 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τη νομολογία όμως, η λήψη υπόψη ενός επιχειρήματος που προέβαλε μια επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να της δοθεί η δυνατότητα να το διευκρινίσει πριν από τη λήψη της τελικής αποφάσεως, δεν μπορεί να συνιστά, καθεαυτή, προσβολή των δικαιωμάτων αμύνης της, κατά μείζονα λόγο όταν η λήψη υπόψη του επιχειρήματος αυτού δεν μεταβάλλει τη φύση των αιτιάσεων οι οποίες της προσάπτονται (απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 34).

    315   Για το σύνολο των λόγων αυτών, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 12ης Σεπτεμβρίου 1996.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 8ης Νοεμβρίου 1996

    316   Πρέπει να τονιστεί ότι, με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Νοεμβρίου 1996, η Επιτροπή ζήτησε να λάβει αντίγραφο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών σχετικά με το διατλαντικό δρομολόγιο, όσον αφορά τα έτη 1992, 1993, 1996 και 1997.

    317   Αρκεί συναφώς να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, να υπενθυμίσουν αυτό το αντικείμενο της αιτήσεως, χωρίς μάλιστα να το συσχετίσουν με τις αντίστοιχες παραγράφους της προσβαλλομένης αποφάσεως ή να διατυπώσουν άλλες παρατηρήσεις όσον αφορά τις αιτιάσεις που προβάλλουν.

    318   Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί επί του σημείου αυτού να διαπιστωθεί καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 12ης Φεβρουαρίου 1997

    319   Με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 12ης Φεβρουαρίου 1997, η Επιτροπή ζήτησε να λάβει πληροφορίες σχετικά με το κόστος που έφεραν οι προσφεύγουσες όσον αφορά τη θαλάσσια μεταφορά από λιμένα σε λιμένα.

    320   Αρκεί συναφώς να διαπιστωθεί ότι, όπως και για την προηγούμενη αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Νοεμβρίου 1996, οι προσφεύγουσες περιορίζονται, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, να υπενθυμίσουν το αντικείμενο αυτό της αιτήσεως, χωρίς μάλιστα να το συσχετίσουν με τις αντίστοιχες παραγράφους της προσβαλλομένης αποφάσεως ή να διατυπώσουν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τις αιτιάσεις που συναφώς προβάλλουν. Εξάλλου, από την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι χρησιμοποιήθηκαν τα πληροφοριακά στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απάντηση στην ως άνω αίτηση.

    321   Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να διαπιστωθεί επί του σημείου αυτού καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 13ης Φεβρουαρίου 1997

    322   Πρέπει να σημειωθεί ότι, με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 13ης Φεβρουαρίου 1997, η Επιτροπή ζήτησε να της γνωστοποιηθεί το μέσο εισόδημα ανά EVP των προσφευγουσών όσον αφορά τα έτη 1992 έως 1996. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 316 έως 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει ότι διάφορα μέρη της TACA μπόρεσαν να αυξήσουν το μέσο εισόδημά τους ανά EVP χωρίς να επηρεαστεί το μερίδιό τους στην αγορά.

    323   Επιβάλλεται βεβαίως η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με την απάντηση στην επίμαχη αίτηση παροχής πληροφοριών χρησιμοποιήθηκαν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, στις αιτιολογικές σκέψεις 316 έως 319, οι οποίες περιέχονται στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί, πράγμα το οποίο οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν, ότι οι παρατηρήσεις σχετικά με το μέσο εισόδημα ανά EVP των προσφευγουσών διασαφηνίζουν την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 543 αιτίαση ότι τα μέρη της TACA ήσαν σε θέση να «επιβάλλουν τακτικές, μολονότι μέτριου ύψους, αυξήσεις των τιμών», οπότε κατά την Επιτροπή αποδεικνύεται ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, από τις αιτιολογικές σκέψεις 307 και 308 προκύπτει ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις αποσκοπούν στο να δοθεί απάντηση στον ισχυρισμό που διατύπωσαν τα μέρη της TACA, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σύμφωνα με τον οποίο, αφενός, οι ναύλοι των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που αφορούν το 1996 είναι κατώτεροι από εκείνους του 1994 και, αφετέρου, οι ναύλοι του τιμολογίου μειώθηκαν τον Αύγουστο του 1996.

    324   Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 15ης Μα?ου 1997

    325   Πρέπει να τονιστεί ότι με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 15ης Μα?ου 1997 ζητήθηκαν πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες που υφίσταντο μεταξύ των μερών της TACA, ειδικότερα τις κοινοπρακτικές συμφωνίες. Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ασχολείται με τις συμφωνίες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 198, οι οποίες παραπέμπουν στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο απαριθμεί όλες τις ισχύουσες συμφωνίες. Ισχυρίζονται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 531, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στις συμφωνίες αυτές για να διαπιστώσει την ύπαρξη πρόσθετων οικονομικών δεσμών μεταξύ των μερών της TACA οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν συλλογική εκτίμηση της θέσεώς τους στην αγορά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    326   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων, στο σημείο 322, ανέφερε ήδη ρητώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως που κατείχε η TACA, ότι οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των μερών της TACA ενισχύθηκαν με τις κοινοπρακτικές συμφωνίες, παραπέμποντας συναφώς στην περιγραφή των συμφωνιών αυτών που περιέχεται στα σημεία 94 έως 106. Τα σημεία όμως αυτά της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθώς και το παράρτημα 2 στο οποίο παραπέμπουν, αντιστοιχούν, κατ' ουσίαν, στις αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 198 και στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    327   Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους επί της αιτιάσεως που διατυπώθηκε κατ' αυτών με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 19ης Ιουνίου 1997

    328   Δεδομένου ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών της 19ης Ιουνίου 1997 είχε το ίδιο αντικείμενο με εκείνη της 13ης Φεβρουαρίου 1997, επιβάλλεται η διαπίστωση, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν στις σκέψεις 322 έως 324 ανωτέρω, ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού.

    Επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 2ας Οκτωβρίου 1997

    329   Πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή, με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 2ας Οκτωβρίου 1997, ζήτησε να λάβει αντίγραφο του τιμολογίου της TACA.

    330   Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, να υπενθυμίσουν το αντικείμενο αυτό της αιτήσεως, χωρίς μάλιστα να το συσχετίσουν με τις αντίστοιχες παραγράφους της προσβαλλομένης αποφάσεως ή να διατυπώσουν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τις αιτιάσεις που προβάλλουν. Περαιτέρω, δεδομένου ότι το τιμολόγιο συνιστά την ίδια την ουσία του συστήματος διασκέψεως το οποίο ίδρυσαν οι προσφεύγουσες και για το οποίο τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86, το τιμολόγιο αυτό δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να είναι βλαπτικό γι' αυτές.

    331   Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού.

     Συμπέρασμα

    332   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών με τους οποίους ζητείται να διαπιστωθεί η ύπαρξη νέων ισχυρισμών στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να γίνουν δεκτοί μόνο στο μέτρο κατά το οποίο με αυτούς προσάπτεται στην Επιτροπή ότι στήριξε τη δεύτερη κατάχρηση σε έγγραφα σε σχέση με τα οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Κατά τα λοιπά, οι λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθούν.

    Επί του δευτέρου σκέλους που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο

    333   Με το δεύτερο σκέλος των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους με τους οποίους ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους προσβάσεως στον φάκελο. Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ότι δεν κοινοποιήθηκαν τα πρακτικά των συνομιλιών μεταξύ της Επιτροπής και των καταγγελλόντων. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το ότι δεν κοινοποιήθηκε το πρακτικό ή κάθε άλλο σημείωμα σχετικό με μια σύσκεψη μεταξύ του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής και του ESC. Τέλος, ο τρίτος λόγος αντλείται από το γεγονός ότι ο φάκελος δεν ήταν πλήρης.

     Α ─ Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    334   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο στις υποθέσεις ανταγωνισμού αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε, με βάση τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 89, και της 8ης Ιουλίου 1999, C-51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-4235, σκέψη 75· αποφάσεις του Πρωτοδικείου 18ης Δεκεμβρίου 1992, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 38· της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1775, σκέψη 59· της 28ης Απριλίου 1999, Τ-221/95, Endemol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1299, σκέψη 65· της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 142, και της 20ής Μαρτίου 2002, Τ-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1705, σκέψη 169). Η πρόσβαση στον φάκελο περιλαμβάνεται έτσι μεταξύ των διαδικαστικών εγγυήσεων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στη διασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 1ης Απριλίου 1993, Τ-65/89, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-389, σκέψη 30, και LR AF 1998 κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 169).

    335   Η Επιτροπή έχει έτσι την υποχρέωση να παράσχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ή του άρθρου 86 της Συνθήκης τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των επιβαρυντικών ή απαλλακτικών εγγράφων που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας, με εξαίρεση τα καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μα?ου 1999, Τ-175/95, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1581, σκέψη 45).

    336   Από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου προκύπτει ωστόσο ότι, για να καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενο της υποχρεώσεως της Επιτροπής και οι έννομες συνέπειες τυχόν παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των επιβαρυντικών και των απαλλακτικών στοιχείων.

    337   Όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί, κατά τη νομολογία, να δοθεί η δυνατότητα στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή της επί των στοιχείων τα οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 7· VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 25, και ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψεις 21 και 24). Η υποχρέωση προσβάσεως στον φάκελο αφορά μόνον τα στοιχεία που ελήφθησαν τελικώς υπόψη στην απόφαση και όχι όλες τις αιτιάσεις που η Επιτροπή διατύπωσε ενδεχομένως σε κάποιο από τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας.

    338   Κατά τη νομολογία, οσάκις αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση επί εγγράφων που δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και τα οποία δεν κοινοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες, πρέπει να αποκλειστεί η χρησιμοποίηση των εν λόγω εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 382). Επομένως, στην περίπτωση αυτή πρέπει να εξεταστεί αν η αιτίαση που διατυπώνεται στην τελική απόφαση αποδεικνύεται επαρκώς από τα λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη και στα οποία οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση.

    339   Όσον αφορά τα απαλλακτικά έγγραφα, από τη νομολογία προκύπτει ότι στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνουν οι κανονισμοί εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, ειδικότερα οι κανονισμοί 17, 1017/86 και 4056/86, δεν μπορεί να εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνο να αποφασίζει ποια έγγραφα είναι χρήσιμα για την άμυνα των διαδίκων που εμπλέκονται σε διαδικασία παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 81). Ειδικότερα, ενόψει της γενικής αρχής της ισότητας των όπλων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει μόνη να χρησιμοποιήσει ή όχι κάποια έγγραφα κατά των προσφευγουσών, ενώ αυτές δεν μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και συνεπώς δεν μπόρεσαν να λάβουν την αντίστοιχη απόφαση να τα χρησιμοποιήσουν ή όχι για την άμυνά τους (αποφάσεις Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 83, και της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 192 ανωτέρω, σκέψη 111).

    340   Κατά τη νομολογία, οσάκις αποδεικνύεται, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στις προσφεύγουσες έγγραφα τα οποία θα μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά γι' αυτές στοιχεία, μπορεί να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν αποδεικνύεται ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Hercules κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 56, και Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 98). Οσάκις τα εν λόγω έγγραφα περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής, η ως άνω προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο κατά τον οποίο η ενδιαφερόμενη επιχείρηση συμπεριφέρθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 96). Αντιθέτως, οσάκις τα επίμαχα απαλλακτικά έγγραφα δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής, μπορεί να διαπιστωθεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν ο προσφεύγων υπέβαλε ρητώς στην Επιτροπή αίτηση περί προσβάσεως στα έγγραφα αυτά, καθόσον άλλως το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να περιληφθεί στην προσφυγή ακυρώσεως που θα ασκηθεί κατά της οριστικής αποφάσεως (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 383).

    341   Υπό το φως των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους.

     Β ─ Επί του λόγους ακυρώσεως που αντλείται από τη μη κοινοποίηση των πρακτικών των συνομιλιών μεταξύ της Επιτροπής και των καταγγελλόντων


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    342   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας αρνούμενη να τους παράσχει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με τη διεξαγωγή ή το αντικείμενο των ανταλλαγών απόψεων μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των καταγγελόντων.

    343   Οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι, κατόπιν της αιτήσεώς τους με την οποία ζήτησαν να περιληφθεί στον φάκελο ένα σημείωμα το οποίο περιγράφει μια τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των δικηγόρων των κατεγγελλόντων σε σχέση με την εμπιστευτικότητα ορισμένων πληροφοριών που περιέχονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, καθώς και κάθε άλλο σημείωμα στο οποίο περιγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τους καταγγέλλοντες, η Επιτροπή τις πληροφόρησε, με επιστολή της 7ης Αυγούστου 1996, ότι δεν είχε συνταχθεί κανένα σημείωμα σχετικά με την εν λόγω τηλεφωνική συνδιάλεξη και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε την υποχρέωση, βάσει της νομολογίας, να καταστήσει δυνατή την πρόσβαση σε αυτό το είδος των σημειωμάτων που συνιστούν αμιγώς εσωτερικά έγγραφα του οργάνου.

    344   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να τους επιτρέψει την πρόσβαση σε κάθε έγγραφο που αφορούσε συζητήσεις μεταξύ αυτής και των καταγγελλόντων σχετικά με ουσιαστικά ή διαδικαστικά ζητήματα. Φρονούν συναφώς ότι το μέσο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να συλλέξει τις πληροφορίες ή τα επιχειρήματα των καταγγελλόντων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιορίσει το δικαίωμά τους να ενημερώνονται συναφώς. Αν όμως οι πληροφορίες και τα έγγραφα αυτά είχαν συλλεγεί εγγράφως, η αλληλογραφία με τους καταγγέλλοντες θα είχε περιληφθεί στον φάκελο της Επιτροπής και θα τους είχε δοθεί η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σ' αυτήν. Είναι, πράγματι, πιθανό η αλληλογραφία αυτή να περιέχει απαλλακτικά στοιχεία ή τουλάχιστον στοιχεία κρίσιμα για την άμυνά τους. Σε μια επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 1996, ο σύμβουλος ακροάσεων της Επιτροπής είχε εξάλλου ο ίδιος αναγνωρίσει ότι είχαν δικαίωμα να προβάλουν τυπικώς την άποψή τους «σε περίπτωση που κάποιος παρεμβαίνων θα προσκόμιζε νέες αποδείξεις ή νέα πραγματικά στοιχεία που οι καθών δεν θα είχαν την ευκαιρία να σχολιάσουν προηγουμένως».

    345   Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι ένα σημείωμα που περιγράφει συνομιλία μεταξύ της Επιτροπής και των καταγγελλόντων συνιστά εσωτερικό έγγραφο στο οποίο δεν μπορεί να υπάρχει πρόσβαση. Στον βαθμό που ένα τέτοιο σημείωμα μαρτυρεί την ύπαρξη της συνομιλίας, το περιεχόμενο των σχολίων των καταγγελλόντων, το περιεχόμενο των σχολίων των υπηρεσιών της Επιτροπής και τα συμπεράσματα που αυτές άντλησαν από τις εν λόγω επαφές, μόνον το τελευταίο αυτό στοιχείο μπορεί να εμπίπτει στην κατηγορία των εσωτερικών εγγράφων εμπιστευτικής φύσεως. Κατά τα λοιπά, το σημείωμα περιέχει μόνον πραγματικά στοιχεία γνωστά στους καταγγέλλοντες, τα οποία συνεπώς έπρεπε να γνωστοποιηθούν στις προσφεύγουσες.

    346   Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η εκ μέρους της Επιτροπής επίκληση, με την επιστολή της της 7ης Αυγούστου 1996, της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 Ρ, ΒΡΒ Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. Ι-865) και της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 1ης Απριλίου 1993, ΒΡΒ Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω), δεν είναι λυσιτελής, καθόσον οι αποφάσεις αυτές δεν ασχολούνται με το ζήτημα αν η Επιτροπή υποχρεούται να συμπεριλάβει στον φάκελο τα σημειώματα που περιγράφουν τις συνομιλίες των υπηρεσιών της με τους καταγγέλλοντες.

    347   Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα δικαιώματα άμυνας προσεβλήθησαν, καθόσον ο φάκελος στον οποίο είχαν πρόσβαση δεν ήταν πλήρης.

    348   Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν προσέβαλε το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο των προσφευγουσών και, κατά συνέπεια, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αιτιάσεως.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    349   Πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με επιστολή της 7ης Αυγούστου 1996, η οποία απεστάλη σε απάντηση σε επιστολή του εκπροσώπου της TACA της 1ης Αυγούστου 1996, η Επιτροπή ανέφερε στον εκπρόσωπο αυτό, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι δεν είχε συντάξει πρακτικά των συζητήσεων που πραγματοποίησε με τους καταγγέλλοντες κατά τη διοικητική διαδικασία.

    350   Πρέπει συνεπώς να παρατηρηθεί ότι με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται τελικώς ότι ο εκ μέρους της Επιτροπής σεβασμός του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, στις υποθέσεις ανταγωνισμού, την υποχρεώνει να συντάσσει τέτοια πρακτικά.

    351   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 334 ανωτέρω, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο στις υποθέσεις ανταγωνισμού αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες ανακοινώσεως αιτιάσεων να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής. Δεν υφίσταται, αντιθέτως, καμία γενική υποχρέωση της Επιτροπής να συντάσσει πρακτικά των συζητήσεων που πραγματοποίησε με τους καταγγέλλοντες, στο πλαίσιο της εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης, κατά τη διάρκεια συσκέψεων ή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με αυτούς.

    352   Βεβαίως, αν η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει, στην απόφασή της, ένα επιβαρυντικό στοιχείο το οποίο διαβιβάστηκε προφορικώς από καταγγέλλοντα, πρέπει να παράσχει στις επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο στοιχείο αυτό συντάσσοντας, ενδεχομένως, προς τούτο ένα έγγραφο προοριζόμενο να περιληφθεί στον φάκελό της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Endemol κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψεις 83 έως 91). Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή στην πρακτική των προφορικών σχέσεων με τους τρίτους προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας.

    353   Ωστόσο, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται στο να απαιτούν, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, την πρόσβαση στα πρακτικά των συζητήσεων μεταξύ των Επιτροπής και των τρίτων χωρίς να διευκρινίζουν τους λόγους για τους οποίους τα επιβαρυντικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση καθορίστηκαν από τις συζητήσεις αυτές.

    354   Πρέπει όμως να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία, από μια γενικής φύσεως επιχειρηματολογία δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία πρέπει να εξετάζεται με βάση τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 60). Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 334, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο στις υποθέσεις ανταγωνισμού αναγνωρίζεται αποκλειστικά για να παρέχει τη δυνατότητα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να διατυπώνουν επωφελώς τις απόψεις τους όσον αφορά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν ανέφεραν, με την επιφύλαξη του ειδικού λόγου που εξετάζεται ανωτέρω, καμία αιτίαση η οποία να περιέχεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων και κατόπιν στην προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία να στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία διαβιβάστηκαν προφορικώς από τους καταγγέλλοντες και στα οποία δεν είχαν πρόσβαση, δεν μπορούν να προσάπτουν στην Επιτροπή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επί του σημείου αυτού.

    355   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η μόνη συζήτηση που αναφέρουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της παρούσας αιτιάσεως και η οποία προκάλεσε κατά τη διοικητική διαδικασία την αίτηση περί προσβάσεως που υποβλήθηκε με την επιστολή της 1ης Αυγούστου 1996, αφορά μία τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και του εκπροσώπου του ESC, η οποία δεν αμφισβητείται ότι πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήσεως των προσφευγουσών για να εξακριβώσει η Επιτροπή με τον καταγγέλλοντα τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μιας πληροφορίας που περιείχετο στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια τηλεφωνική συνδιάλεξη δεν μπορεί, δεδομένου του αντικειμένου της, να προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας, τούτο δε κατά μείζονα λόγο εφόσον η συνδιάλεξη αυτή ζητήθηκε από τις ίδιες τις προσφεύγουσες.

    356   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να αποδειχθεί ότι οι συζητήσεις με τους καταγγέλλοντες παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να στηρίξει ορισμένες αιτιάσεις που διατύπωσε κατ' αυτών με την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι κανένα πρακτικό των εν λόγω συζητήσεων δεν περιλαμβάνεται στον φάκελο στον οποίο οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    357   Συναφώς, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν είναι ακριβές ότι αν οι συζητήσεις μεταξύ προσφευγουσών και καταγγελλόντων είχαν πραγματοποιηθεί αποκλειστικά εγγράφως η εν λόγω αλληλογραφία θα περιλαμβανόταν αναγκαστικά στον φάκελο στον οποίο αυτές είχαν πρόσβαση. Συγκεκριμένα, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει, βάσει καταγγελίας, να κινήσει διαδικασία περί παραβάσεως, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να απαντήσουν όχι στην καταγγελία, αλλά στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 337 ανωτέρω, τα στοιχεία που προβάλλουν οι καταγγέλλοντες και τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν συνιστούν αιτιάσεις στις οποίες οι προσφεύγοντες πρέπει να απαντήσουν. Επομένως, δεν υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας αν οι προσφεύγοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν στα στοιχεία αυτά.

    358   Περαιτέρω, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ορισμένα απαλλακτικά στοιχεία δεν τους είχαν κοινοποιηθεί, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ναι μεν οι προσφεύγουσες επικαλούνται, γενικώς, το ενδεχόμενο να έχουν διαβιβαστεί τέτοια απαλλακτικά στοιχεία στην Επιτροπή από τρίτους, πλην όμως ουδέποτε, είτε κατά τη διοικητική διαδικασία είτε στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, διευκρίνισαν τα αιτούμενα απαλλακτικά στοιχεία ή προσκόμισαν κάποιες ελάχιστες ενδείξεις που να πιστοποιούν την ύπαρξή τους και, κατά συνέπεια, τη χρησιμότητά τους για τις ανάγκες της δίκης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εφόσον, κατά τη νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται με βάση τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 192 ανωτέρω, σκέψη 70), ουδεμία προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο μπορεί να διαπιστωθεί επί του σημείου αυτού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 93).

    359   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η παρούσα αιτίαση που αντλείται από τη μη κοινοποίηση των πρακτικών των συνομιλιών μεταξύ της Επιτροπής και των καταγγελλόντων.

     Γ ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τη μη κοινοποίηση των πρακτικών ή κάθε άλλου σημειώματος σχετικά με σύσκεψη μεταξύ του αρμόδιου για τον ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής και του ESC


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    360   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας κατά τη διαδικασία, αρνούμενη να τους αποκαλύψει την ύπαρξη ή το αντικείμενο κάποιων επαφών μεταξύ αυτής και των καταγγελλόντων και, ειδικότερα, αρνούμενη να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει το περιεχόμενο των πρακτικών, που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, μιας συσκέψεως μεταξύ των καταγγελλόντων και του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1995 και στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε η δυνατότητα να χορηγηθεί στην TACA εξαίρεση για τον καθορισμό των χερσαίων κομίστρων. Η άποψη των προσφευγουσών είναι ότι η σύσκεψη αυτή επηρέασε ουσιαστικά τη θέση της Επιτροπής συναφώς και, ειδικότερα, την απόφασή της να εκδώσει συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με την ανάκληση της ασυλίας. Αποτελεί συνεπώς ζωτικό ζήτημα για την άμυνά τους να γνωρίζουν σε τι συνίσταντο οι επαφές αυτές.

    361   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, μέχρι την πραγματοποίηση της συσκέψεως αυτής τον Δεκέμβριο του 1995, η Επιτροπή είχε δεχθεί ότι, κατ' αρχήν, μια συμφωνία περί των ανταλλαγών εξοπλισμών θα της παρείχε τη δυνατότητα να εξαιρέσει τις δραστηριότητές τους όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών της χερσαίας μεταφοράς στο πλαίσιο της TACA. Τονίζουν συναφώς ότι η Επιτροπή, με την έκθεσή της σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά που υπέβαλε στο Συμβούλιο στις 8 Ιουνίου 1994, θεώρησε ότι μια συμφωνία ελαστικής συνεργασίας μεταξύ των εφοπλιστών για την ανταλλαγή των εμπορευματοκιβωτίων θα δημιουργούσε πλεονεκτήματα για τους φορτωτές και θα μπορούσε να παράσχει τη δυνατότητα χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως όσον αφορά την εξουσία καθορισμού του τιμολογίου της συνδυασμένης μεταφοράς. Η Επιτροπή κάλεσε μάλιστα τις ναυτιλιακές διασκέψεις να της κοινοποιήσουν τέτοιες συμφωνίες. Έτσι, οι προσφεύγουσες κατήρτισαν συμφωνία σχετικά με τις ανταλλαγές εξοπλισμών, ήτοι την ΕΙΕΙΑ, με τη ρητή πρόθεση να προωθήσουν και να διευκολύνουν τη μεταξύ τους ανταλλαγή κενών εμπορευματοκιβωτίων. Η ΕΙΕΙΑ αποτελεί το είδος της συμφωνίας που περιγράφεται στην έκθεση και η Επιτροπή υιοθέτησε, στο πλαίσιο διαφόρων συσκέψεων, τη θέση ότι η ΕΙΕΙΑ μπορούσε, κατ' αρχήν και υπό την επιφύλαξη του να πληροί τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, να αρκεί για να δικαιολογήσει τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της εξουσίας καθορισμού του τιμολογίου της συνδυασμένης μεταφοράς. Ομοίως, κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων που κατέληξε στην έκδοση της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 1995, Τ-395/94 R, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2893), η Επιτροπή, αναφερόμενη στην ΕΙΕΙΑ, ανέφερε ότι η κοινοποίηση και η εφαρμογή συμφωνιών συμβατών προς το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και προς την έκθεση του Ιουλίου 1994 καθιστούσε προδήλως άνευ αντικειμένου τη συνέχιση κάθε διαδικασίας και ότι η Επιτροπή κατά συνέπεια δεν είχε λάβει κανένα μέτρο για να προετοιμάσει μια απόφαση ανακλήσεως του ευεργετήματος της ασυλίας.

    362   Αντιθέτως, με τη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων της 1ης Μαρτίου 1996 σχετικά με την ανάκληση της ασυλίας, και χωρίς να προκύπτουν οι λόγοι της τροποποιήσεως της μέχρι τούδε υιοθετηθείσας θέσεως ούτε από την εν λόγω ανακοίνωση ούτε από τον φάκελο, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η ΕΙΕΙΑ ουδέποτε θα μπορούσε, όποια και αν ήσαν τα πλεονεκτήματα που πράγματι θα απέρρεαν από αυτήν, να καταστήσει δυνατή τη χορήγηση εξαιρέσεως όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας καθορισμού του τιμολογίου της συνδυασμένης μεταφοράς. Οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι στα ακριβή ερωτήματά τους σχετικά με το αν οι υπηρεσίες ή/και τα μέλη της Επιτροπής είχαν πραγματοποιήσει συσκέψεις με τις οργανώσεις των φορτωτών ή τους εκπροσώπους τους σχετικά με την κοινοποίηση της ΕΙΕΙΑ ή σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν αυτή την τροποποίηση της γραμμής συμπεριφοράς, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει, με επιστολές της 21ης Μαρτίου και της 10ης Απριλίου 1996, ότι «δεν υπήρξαν ούτε συσκέψεις ούτε επίσημες συζητήσεις μεταξύ των υπαλλήλων της Γενικής Διευθύνσεως του Ανταγωνισμού και των επιμέρους φορτωτών, των οργανώσεων των φορτωτών ή των εκπροσώπων τους ή άλλων ενδιαφερομένων τρίτων σχετικά με την κοινοποίηση της ΕΙΕΙΑ». Ωστόσο, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στον Τύπο τον Ιούλιο του 1996 παρουσίαζε τα πρακτικά μιας συσκέψεως, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1995, μετά την κοινοποίηση της ΕΙΕΙΑ, αλλά πριν τη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, μεταξύ του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής και ενός από τους καταγγέλλοντες, ήτοι του ESC. Οι συζητήσεις αφορούσαν το έγγραφο του ESC που τιτλοφορείται «Liner Shipping ─ Time for Change» και το οποίο αναφέρεται στην ΤΑΑ και στην TACA και αξιώνει την ανάκληση της εξαιρέσεως για τις ναυτιλιακές διασκέψεις. Δεδομένου ότι ο φάκελος δεν περιέχει το εν λόγω έγγραφο του ESC και δεν αναφέρει τη σύσκεψη αυτή, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υπέβαλαν μια σειρά σαφών ερωτημάτων στην Επιτροπή. Τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στα ερωτήματα αυτά, δεν επιβεβαίωσε ούτε διέψευσε την ύπαρξη της συσκέψεως και περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι το έγγραφο του ESC δεν είχε τοποθετηθεί στον φάκελο για τον λόγο ότι επρόκειτο για έγγραφο που αφορούσε το lobbying και το οποίο ήταν προσιτό στο κοινό.

    363   Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να θέτει στη διάθεση της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως αντίγραφα όλων των εγγράφων που είναι χρήσιμα ή μπορεί να είναι χρήσιμα για την άμυνά της, ανεξάρτητα από το αν η Επιτροπή στηρίζεται ή όχι στα έγγραφα αυτά, ως επιβαρυντικά στοιχεία, ή αν εμφανίζονται ή όχι προδήλως ως απαλλακτικά στοιχεία (αποφάσεις Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω· της 29ης Ιουνίου 1995, ICI κατά Επιτροπής, Τ-36/91, παρατεθείσα στη σκέψη 192 ανωτέρω, και ICI κατά Επιτροπής, Τ-37/91, παρατεθείσα στη σκέψη 188 ανωτέρω). Σύμφωνα με τη γενική αρχή που επιβάλλει την υποχρέωση κοινοποιήσεως στον καθού των εγγράφων που ελήφθησαν από τρίτους (απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, ΒΡΒ Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 346 ανωτέρω), η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κάθε πληροφοριακό στοιχείο που έλαβε από τους καταγγέλλοντες, ανεξάρτητα από το αν η Επιτροπή στηρίζεται ή όχι σε αυτά τα πληροφοριακά στοιχεία. Ομοίως, η αρχή audi alteram partem και η αρχή της διεξαγωγής της δίκης με ίσα όπλα μπορούν να τηρηθούν μόνον αν στην επιχείρηση παρέχεται η δυνατότητα να προβάλει τα μέσα άμυνάς της στο σύνολο της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η Επιτροπή και αν έχει πράγματι πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες. Λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως της Επιτροπής, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι οι συζητήσεις μεταξύ των καταγγελλόντων και του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής, ο οποίος έχει κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της πολιτικής του ανταγωνισμού και ο οποίος έλαβε ενεργά μέρος στην εξέλιξη της παρούσας υποθέσεως, δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνα.

    364   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι αν υπήρξε κάποια συζήτηση, επί οιουδήποτε επίδικου εν προκειμένου ζητήματος, μεταξύ του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής και ενός από τους καταγγέλλοντες, τα σχετικά με τη συζήτηση αυτή πληροφοριακά στοιχεία θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά τους. Σύμφωνα όμως με τα πρακτικά, μια τέτοια συζήτηση πράγματι διεξήχθη κατά τη διοικητική διαδικασία και, σύμφωνα με τη θέση που υποστηρίζει το ESC, δεν επρόκειτο, σε καμία περίπτωση, να χορηγηθεί εξαίρεση υπέρ της εξουσίας καθορισμού του τιμολογίου της συνδυασμένης μεταφοράς. Επιπλέον, η σύσκεψη αυτή αποτελεί το μοναδικό γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την αλλαγή της γραμμής συμπεριφοράς που ακολουθούσε η Επιτροπή. Επομένως, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να τους παράσχει οποιοδήποτε πληροφοριακό στοιχεία συναφώς. Γενικότερα, οι προσφεύγουσες έχουν την άποψη ότι είναι ανεπίτρεπτο η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένου του αρμόδιου για τον ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, να μην οφείλει να ενημερώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση συσκέψεως με τους καταγγέλλοντες και για το αντικείμενό της και να κοινοποιήσει στις προσφεύγουσες όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία που παρέσχον οι καταγγέλλοντες.

    365   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από όσα η Επιτροπή ομολογεί με το υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση Τ-18/97, σχετικά με την πραγματοποίηση και το αντικείμενο της συσκέψεως μεταξύ του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής και του ESC, προκύπτει ότι υπήρξε νομικώς πρόδηλη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    366   Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι από τη νομολογία (αποφάσεις Solvay κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, και της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 192 ανωτέρω) προκύπτει ότι οι καθών επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα προσβάσεως σε όλα τα κρίσιμα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη και μόνον της προστασίας των νομίμως εμπιστευτικών πληροφοριών, και ότι εναπόκειται στις επιχειρήσεις και όχι στην Επιτροπή να καθορίζουν το κρίσιμο των εγγράφων. Η έννοια των επιβαρυντικών ή απαλλακτικών εγγράφων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να οριστεί το περιεχόμενο του δικαιώματος που έχει ο καθού να λαμβάνει γνώση του φακέλου.

    367   Οι προσφεύγουσες έχουν συνεπώς την άποψη ότι έχουν δικαίωμα, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, να αποκτήσουν πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που κατέχουν τρίτοι και τα οποία ώθησαν την Επιτροπή να λάβει θέση κατ' αυτών, έστω και αν οι αιτιάσεις της Επιτροπής δεν στηρίζονται ρητώς στα πληροφοριακά αυτά στοιχεία.

    368   Από την άποψη αυτή, εν προκειμένω, τα σχετικά με τη σύσκεψη στοιχεία παρουσιάζουν προφανές ενδιαφέρον για την άμυνα των προσφευγουσών. Πρώτον, είναι προφανές ότι το ESC επιδίωξε να πείσει την Επιτροπή να θέσει τέρμα στον καθορισμό των χερσαίων κομίστρων. Δεύτερον, από τις δηλώσεις του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής μπορεί να συναχθεί ότι διέκειτο ευμενώς έναντι των ενεργειών αυτών. Τρίτον, η έκδοση της συμπληρωματικής ανακοινώσεως αιτιάσεων μετά τη σύσκεψη αυτή αποτέλεσε αλλαγή της γραμμής συμπεριφοράς που ακολουθεί η Επιτροπή. Τέταρτον, η συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων αγνόησε τη συμφωνία με την Επιτροπή σχετικά με τη μέθοδο κοινοποιήσεως της ΕΙΕΙΑ, καθώς και το γεγονός ότι η Επιτροπή ενθάρρυνε την εισαγωγή και την ανάπτυξη της ΕΙΕΙΑ. Η έμμεση αναφορά ότι η Επιτροπή «παρακινήθηκε» (υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση Τ-18/97, σημείο 57) από το ESC κατά την εν λόγω σύσκεψη να εκδώσει τη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων επιβεβαιώνει τη σημασία των ζητημάτων αυτών για τα δικαιώματα άμυνας.

    369   Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι θα μπορούσαν να είχαν λάβει γνώση των ενεργειών του ESC αν αυτές είχαν, όπως συνηθίζεται, γίνει εγγράφως και φρονούν ότι το γεγονός ότι οι ενέργειες αυτές έγιναν προφορικά δεν πρέπει να αποτελέσει αιτία για την αποτυχία της άμυνάς τους. Περαιτέρω, είναι απίθανο η Επιτροπή να μην κατέχει σημειώματα ή πρακτικά της συσκέψεως αυτής.

    370   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συνεπώς ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιτρέψει την πρόσβαση σε όλα τα σημειώματα και τα πρακτικά που συντάχθηκαν σχετικά με τη σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και του ESC, καθώς και σε όλα τα σημειώματα και πρακτικά που συντάχθηκαν σε σχέση με κάθε άλλη σύσκεψη ή κάθε άλλη επαφή μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών της Επιτροπής, του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής, των μελών του γραφείου του, κάθε άλλου μέλους ή κάθε άλλου γραφείου και, αφετέρου, κάθε τρίτου, σχετικά με τα επίμαχα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως ζητήματα.

    371   Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν προσέβαλε το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο των προσφευγουσών και, κατά συνέπεια, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αιτιάσεως.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    372   Στον βαθμό που με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προσάπτουν, γενικώς, στην Επιτροπή ότι δεν τους κοινοποίησε τα πρακτικά των συνομιλιών μεταξύ της Επιτροπής και των τρίτων, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί με βάση όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 349 έως 359.

    373   Στο στάδιο αυτό, πρέπει κατά συνέπεια να εξεταστεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αποκλειστικά στον βαθμό στον οποίο αποσκοπεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν κοινοποίησε στις προσφεύγουσες κάθε πληροφοριακό στοιχείο σχετικά με μια σύσκεψη μεταξύ του κ. Van Miert, μέλους της Επιτροπής αρμόδιου για τον ανταγωνισμό κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, και του ESC, που αποτελεί ένωση φορτωτών και έχει παρέμβει στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, κατά τη διάρκεια της οποίας το ESC υπέβαλε στην Επιτροπή ένα έγγραφο τιτλοφορούμενο «Liner Shipping ─ Time for Change» (στο εξής: επίδικη σύσκεψη).

    374   Κατά τις προσφεύγουσες, τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την επίδικη σύσκεψη, ειδικότερα το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη αυτή, το αντικείμενό της, τα πρακτικά που συντάχθηκαν με την ευκαιρία αυτή και τα σχετικά με τη σύσκεψη αυτή σημειώματα, έστω και αν δεν στηρίζουν ρητώς τις αιτιάσεις της Επιτροπής, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνά τους, ενόψει του γεγονότος ότι η σύσκεψη αυτή επηρέασε, δυσμενώς γι' αυτές, την απόφαση της Επιτροπής να μην τους χορηγήσει ατομική εξαίρεση όσον αφορά τη συμφωνία συλλογικού καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς. Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, λίγο μετά τη σύσκεψη αυτή, η Επιτροπή εξέδωσε, την 1η Μαρτίου 1996, συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων με την οποία ανακάλεσε το ευεργέτημα της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας όσον αφορά τη συμφωνία αυτή, ενώ πριν από τη σύσκεψη αυτή η Επιτροπή προετίθετο, κατόπιν της κοινοποιήσεως της συμφωνίας ΕΙΕΙΑ, να υιοθετήσει ευνοϊκή θέση έναντι της συμφωνίας αυτής.

    375   Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν έτσι, κατ' ουσίαν, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να τους επιτρέψει την πρόσβαση στα στοιχεία τα οποία, έστω και αν δεν στηρίζουν ρητώς τις αιτιάσεις σχετικά με τη συμφωνία συλλογικού καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς, οδήγησαν την Επιτροπή να διατυπώσει τις εν λόγω αιτιάσεις κατ' αυτών, καθόσον τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την άμυνά τους εφόσον μπορούν να αποκαλύψουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή διατύπωσε τις αιτιάσεις αυτές.

    376   Πρέπει να υπομνηστεί, εκ προοιμίου, ότι η πρόσβαση στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 156). Ειδικότερα, όσον αφορά την πρόσβαση στα επιβαρυντικά στοιχεία, από την παρατιθέμενη στη σκέψη 337 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί αποκλειστικά να έχει δοθεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της επί των στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή με την απόφασή της προς στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως παραβάσεως. Επομένως, υπάρχει σεβασμός του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση διατύπωσε την άποψή της επί των αιτιάσεων που διατυπώνονται κατ' αυτής αφού έλαβε γνώση των επιβαρυντικών αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιεί η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, τα δε αποδεικτικά αυτά στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής.

    377   Εντεύθεν προκύπτει ότι, για να καθοριστεί αν έγινε σεβαστό το δικαίωμα προσβάσεως στα επιβαρυντικά στοιχεία του φακέλου, το κρίσιμο ζήτημα είναι όχι το ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή διατύπωσε μια αιτίαση ή ποιος λόγος προκάλεσε την αιτίαση αυτή, αλλά μόνον το αν η αιτίαση που διατυπώθηκε στην τελική απόφαση στηρίζεται σε επιβαρυντικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία περί παραβάσεως. Επομένως, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να εξετάσουν τη διαδικασία με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στα συμπεράσματά της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1986, 142/84 και 156/84, ΒΑΤ και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψη 16). Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τα επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία δεν λαμβάνει υπόψη στην απόφασή της προς στήριξη των αιτιάσεων.

    378   Υπό το φως των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

    379   Στον βαθμό, πρώτον, που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τις ενημέρωσε για την πραγματοποίηση της επίδικης συσκέψεως και για το αντικείμενό της, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις των προσφευγουσών, αρνήθηκε συστηματικά να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει, όπως τούτο προκύπτει από το κείμενο των επιστολών της της 15ης Μαρτίου, της 21ης Μαρτίου, της 10ης Απριλίου και της 26ης Απριλίου 1996 που απέστειλε στους εκπροσώπους της TACA, την πραγματοποίηση της επίδικης συσκέψεως, ενώ, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, τονίζει, σύμφωνα με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι «δεν αποτέλεσε μυστικό για κανένα» ότι πραγματοποιήθηκε η εν λόγω σύσκεψη, οπότε δεν αμφισβητείται πλέον από τους διαδίκους ότι η επίδικη σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1995.

    380   Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, σε απάντηση στις αιτήσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή απέστειλε στην TACA, στις 16 και στις 24 Ιουλίου 1996, δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών με τις οποίες ζήτησε την προσκόμιση του εγγράφου «Liner Shipping ─ Time for Change» το οποίο οι προσφεύγουσες είχαν παραθέσει στις αιτήσεις τους περί προσβάσεως στον φάκελο, ενώ δεν αμφισβητείται ότι το εν λόγω έγγραφο παραδόθηκε από το ESC στον κ. Van Miert κατά τη διάρκεια της επίδικης συσκέψεως, οπότε η Επιτροπή είχε στην κατοχή της το έγγραφο αυτό κατά τον χρόνο της αποστολής των δύο προπαρατεθεισών αιτήσεων παροχής πληροφοριών.

    381   Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, πρέπει ωστόσο να εξεταστεί μόνον αν οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση να γνωστοποιήσουν επωφελώς την άποψή τους σε σχέση με τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της, εν προκειμένω, εκείνα που οδήγησαν στην άρνηση χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της συμφωνίας συλλογικού καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς.

    382   Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι ούτε το γεγονός της πραγματοποιήσεως της επίδικης συσκέψεως ούτε το αντικείμενό της συνιστούν, αυτά καθεαυτά, στοιχεία δυνάμενα να στηρίξουν τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά το γεγονός ότι η πραγματοποίηση μιας τέτοιας συσκέψεως και το αντικείμενό της θα μπορούσαν να αποτελούν στοιχεία χρήσιμα για την άμυνα των προσφευγουσών κατά τη διοικητική διαδικασία, τούτο, για τους προεκτεθέντες λόγους, είναι αλυσιτελές όσον αφορά την πρόσβαση στα επιβαρυντικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής. Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι το γεγονός της πραγματοποιήσεως της επίδικης συσκέψεως ή το αντικείμενό της θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από αυτές ως απαλλακτικά στοιχεία.

    383   Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο σεβασμός του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο των μερών της TACA δεν υποχρέωνε την Επιτροπή να ενημερώσει τις προσφεύγουσες για την πραγματοποίηση της επίδικης συσκέψεως και για το αντικείμενό της.

    384   Στον βαθμό, δεύτερον, που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους κοινοποίησε τα πρακτικά της επίδικης συσκέψεως, καθώς και κάθε σημείωμα σχετικό με αυτήν, πρέπει να τονιστεί ευθύς εξ αρχής ότι η Επιτροπή, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, ανέφερε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι υπηρεσίες της δεν συνέταξαν ούτε πρακτικά ούτε κανένα σημείωμα σχετικό με την επίδικη σύσκεψη.

    385   Πρέπει όμως να υπομνηστεί ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 351 ανωτέρω, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο στις υποθέσεις του ανταγωνισμού αποσκοπεί αποκλειστικά στο να παράσχει στους αποδέκτες μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής. Δεν υφίσταται, αντιθέτως, καμία γενική υποχρέωση, για την Επιτροπή, να συντάσσει πρακτικά των συσκέψεων που πραγματοποιεί με τους καταγγέλλοντες στο πλαίσιο της εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης.

    386   Βεβαίως, αν η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει, στην απόφασή της, ένα επιβαρυντικό στοιχείο το οποίο της γνωστοποίησε κάποιος καταγγέλλων, έστω και προφορικώς, οφείλει, όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 352, να καταστήσει προσιτό το στοιχείο αυτό στις επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων, συντάσσοντας, ενδεχομένως, προς τούτο ένα έγγραφο το οποίο πρέπει να περιληφθεί στον φάκελό της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Endemol κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψεις 89 έως 91). Ωστόσο, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους κοινοποίησε στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις, αλλά μόνον ότι δεν τους κοινοποίησε στοιχεία τα οποία την οδήγησαν στο να διατυπώσει ορισμένες αιτιάσεις κατ' αυτών.

    387   Συναφώς, αρκεί να υπομνηστεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο αποσκοπεί αποκλειστικά στο να παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της στην προσβαλλόμενη απόφαση, εν προκειμένω, εκείνα που οδήγησαν στην άρνηση χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της συμφωνίας συλλογικού καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς. Κατά συνέπεια, τα επιβαρυντικά στοιχεία που παρέσχε το ESC και τα οποία οδήγησαν την Επιτροπή να αρνηθεί τη χορήγηση μιας τέτοιας εξαιρέσεως έπρεπε να κοινοποιηθούν στα μέρη της TACA στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο μόνον αν τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν πράγματι υπόψη από την Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν επί του σημείου αυτού στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    388   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι τούτο δεν ισχύει.

    389   Έτσι, πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί ότι το μοναδικό έγγραφο το οποίο αποδεδειγμένα διαβιβάστηκε κατά την επίδικη σύσκεψη είναι το έγγραφο που τιτλοφορείται «Liner Shipping ─ Time for Change». Δεν αμφισβητείται όμως από τους διαδίκους ότι οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση στο έγγραφο αυτό στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματός τους περί προσβάσεως στον φάκελο. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή αρνείται τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της συμφωνίας συλλογικού καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς, δεν προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό χρησιμοποιήθηκε προς στήριξη των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το εν λόγω έγγραφο έχει τη φύση εγγράφου lobbying, σύμφωνα με το οποίο ο καταγγέλλων αξιώνει, κατ' ουσίαν, την κατάργηση του καθεστώτος εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 υπέρ των ναυτιλιακών διασκέψεων. Πρέπει να γίνει δεκτό, τούτο δε εξάλλου δεν αμφισβητείται, ότι ένα τέτοιο έγγραφο δεν περιέχει, αυτό καθεαυτό, κανένα επιβαρυντικό στοιχείο που να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λυσιτελώς από την Επιτροπή προς στήριξη της αρνήσεως της χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της συμφωνίας καθορισμού των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς.

    390   Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η άρνηση χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της επίμαχης συμφωνίας στηρίχθηκε, εν μέρει έστω, σε επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία κοινοποιήθηκαν, ενδεχομένως προφορικώς, από το ESC στην Επιτροπή κατά την επίδικη σύσκεψη και στα οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν πρόσβαση. Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 433, η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι οι προσφεύγουσες δεν προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο από κοινού καθορισμός των τιμών ήταν απαραίτητος για την ΕΙΕΙΑ ή για τα πλεονεκτήματα που ενδεχομένως απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίζει τη διαπίστωση αυτή στην ενδιάμεση έκθεση της ομάδας πολυμεταφορών που υπέβαλε ο κ. Van Miert στις 6 Φεβρουαρίου 1996 (υποσημείωση αριθ. 124 υπό την αιτιολογική σκέψη 430), στα σχόλια που διατύπωσε ο κ. Rakkenes, πρόεδρος της TACA και της ACL, στο τεύχος Οκτωβρίου 1995 του American Shipper (αιτιολογική σκέψη 434) και στα σχόλια του κ. Casjens, μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Hapag Lloyd, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο Journal of Commerce της 6ης Δεκεμβρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 435). Αφενός όμως οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι τα επιβαρυντικά αυτά στοιχεία κοινοποιήθηκαν από το ESC στην Επιτροπή κατά την επίδικη σύσκεψη και, αφετέρου, δεν αμφισβητούν ότι είχαν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, οπότε, έστω και αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη προς στήριξη των επίμαχων αιτιάσεων επιβαρυντικά στοιχεία παρασχεθέντα από το ESC κατά την επίδικη σύσκεψη, οι εν λόγω αιτιάσεις θα εξακολουθούσαν να στηρίζονται σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι είχαν πρόσβαση και το βάσιμο των οποίων δεν αμφισβητούν.

    391   Περαιτέρω, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι επηρεάστηκε από επιβαρυντικά στοιχεία παρασχεθέντα από το ESC κατά την επίδικη σύσκεψη, χωρίς ωστόσο να τα αναφέρει ρητώς στην ανακοίνωση αιτιάσεων και κατόπιν στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι παρασχέθηκαν τέτοια στοιχεία. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι τα δικαιώματα άμυνας προστατεύθηκαν επαρκώς από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα επιβαρυντικά στοιχεία που διαλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, τα επιβαρυντικά στοιχεία που προβλήθηκαν από ένα καταγγέλλοντα πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων, είτε πρόκειται για απλά επιχειρήματα είτε για αποδεικτικά έγγραφα, αν δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν συνιστούν αιτιάσεις στις οποίες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να απαντήσουν, οπότε τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να τους κοινοποιούνται στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο.

    392   Συναφώς, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν είναι ακριβές ότι, αν τα στοιχεία που παρέσχε το ESC είχαν παρασχεθεί εγγράφως και όχι προφορικώς κατά τη σύσκεψη, θα είχαν αναγκαστικά αποτελέσει τμήμα του φακέλου στον οποίο οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 357, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει, βάσει καταγγελίας, να κινήσει τη διαδικασία περί παραβάσεως, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να απαντήσουν όχι στην καταγγελία αλλά στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Τα στοιχεία που προβάλλονται με την καταγγελία αλλά τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν συνιστούν αιτιάσεις στις οποίες οι προσφεύγοντες πρέπει να απαντούν. Επομένως, δεν υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας αν οι προσφεύγοντες δεν έχουν την ευκαιρία να απαντήσουν στα στοιχεία αυτά.

    393   Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, όταν πρόκειται για διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, η Επιτροπή μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αρνηθεί την πρόσβαση στην αλληλογραφία με τρίτους, στηριζόμενη στον εμπιστευτικό χαρακτήρα της, εφόσον μια επιχείρηση που είναι αποδέκτης ανακοινώσεως αιτιάσεων και η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί να λάβει ανταποδοτικά μέτρα κατά της ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, του προμηθευτή ή του πελάτη που συνεργάστηκε με την Επιτροπή κατά την έρευνά της (απόφαση της 1ης Απριλίου 1993, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 33, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 336 ανωτέρω, σκέψη 26).

    394   Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι τα πρακτικά ή τα σημειώματα που η Επιτροπή συνέταξε σχετικά με τη σύσκεψη ─quod non─ με τον καταγγέλλοντα συνιστούν έγγραφα εσωτερικής φύσεως τα οποία, κάτα πάγια νομολογία, δεν πρέπει, κατ' αρχήν, να καθίστανται προσιτά στους τρίτους στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματός τους περί προσβάσεως στον φάκελο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 1ης Απριλίου 1993, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 33· BASF κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 335 ανωτέρω, σκέψη 45· της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Τ-45/98 και Τ-47/98, Krupp Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3757, σκέψεις 46 και 47· της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψεις 196 και 420, και LR AF 1998 κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 170). Ο περιορισμός αυτός στην πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας του οικείου οργάνου στον τομέα της πατάξεως των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης.

    395   Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει κατά συνέπεια να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν συνέταξε πρακτικά της επίδικης συσκέψεως δεν είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν οι προσφεύγουσες της δυνατότητας να λάβουν γνώση, στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματός τους περί προσβάσεως στον φάκελο, επιβαρυντικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    396   Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι ορισμένα στοιχεία σχετικά με την επίδικη σύσκεψη θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από αυτές ως απαλλακτικά στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ο λόγος ακυρώσεως έπρεπε να ερμηνευθεί κατά την έννοια αυτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν τα επίμαχα απαλλακτικά στοιχεία και δεν προσκομίζουν καμία ένδειξη που να πιστοποιεί την ύπαρξή τους και, κατά συνέπεια, τη χρησιμότητά τους για την ανάγκη της δίκης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εφόσον, κατά τη νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται με βάση τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 192 ανωτέρω, σκέψη 70), ουδεμία προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο μπορεί να διαπιστωθεί επί του σημείου αυτού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 93).

    397   Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο πρέπει να απορριφθεί.

     Δ ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το ότι ο φάκελος ήταν ελλιπής


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    398   Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο και μόνον ότι διατύπωσαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το πλήρες του φακέλου, στον βαθμό που τα στοιχεία που απουσιάζουν από αυτόν μπορούν να εξηγήσουν την προσέγγιση που είχε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    399   Η Επιτροπή φρονεί ότι ο υπό κρίση λόγος είναι γενικού περιεχομένου και ζητεί την απόρριψή του για τους ίδιους λόγους με εκείνους που δικαιολογούν την απόρριψη των προηγουμένων λόγων.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    400   Όπως προκύπτει από την εξέταση των προηγουμένων λόγων, κακώς οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν τους κοινοποίησε ορισμένα επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη προς στήριξη των αιτιάσεων που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παρασχέθηκαν στην Επιτροπή προφορικώς από τρίτους κατά τη διάρκεια συνομιλιών. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως απέδειξαν την ύπαρξη σοβαρής αμφιβολίας ως προς το πλήρες του φακέλου της Επιτροπής.

    401   Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία δεν τους κοινοποιήθηκαν δεν μπορεί, αυτό καθευτό, να επιφέρει την ακύρωση του συνόλου της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 338 ανωτέρω νομολογία, πρέπει επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, να εξεταστεί σε ποιο βαθμό οι αιτιάσεις που διατυπώνονται στην τελική απόφαση αποδεικνύονται επαρκώς από τα λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη και στα οποία οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση.

    402   Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου σκέλους που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας

    403   Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, πρώτον, όσον αφορά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, δεύτερον, όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των κρισίμων ζητημάτων και, τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση των προστίμων. Εντεύθεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, για τους λόγους αυτούς, να ακυρωθεί.

    404   Πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι, μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες περιλαμβάνεται η αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάζει, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 1992, Τ-44/90, La Cinq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1, σκέψη 86· της 29ης Ιουνίου 1993, Τ-7/92, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-669, σκέψη 34· της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-528/93, Τ-542/93, Τ-543/92 και Τ-546/93, Métropole télévison κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-649, σκέψη 93, και της 20ής Μαρτίου 2002, Τ-31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1881, σκέψη 99).

    405   Εν προκειμένω, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν από τις αιτιάσεις που διατυπώνουν οι προσφεύγουσες μπορεί να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή αυτή.

     Α ─ Επί της διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    406   Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι από τη διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή προδίκασε τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνάς της. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής τονίζουν, αφενός, ότι η Επιτροπή απέστειλε πρόωρη ανακοίνωση αιτιάσεων και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή άρχισε την κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως πριν από το πέρας τη διαδικασίας έρευνας. Οι προσφεύγουσες στηρίζονται συναφώς στην επιστολή που τους απεστάλη δύο έτη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 12 Νοεμβρίου 1996, από τον σύμβουλο ακροάσεων, με την οποία ο τελευταίος αυτός τις πληροφόρησε ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής προετοίμαζαν τη σύνταξη ενός σχεδίου αποφάσεως.

    407   Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή προδίκασε το αποτέλεσμα της έρευνας προκύπτει από τις απειλές επιβολής προστίμων που η Επιτροπή διατύπωσε καθ' όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ' αρχάς τις δηλώσεις της Επιτροπής, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στον Τύπο και οι οποίες πλαισίωσαν τη διαδικασία ανακλήσεως της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας, όσον αφορά τον συλλογικό καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών της χερσαίας μεταφοράς στο πλαίσιο της συνδυασμένης μεταφοράς. Από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε ήδη κατά το χρονικό εκείνο διάστημα εκδηλώσει την πρόθεση να επιβάλει πρόστιμα στις προσφεύγουσες στην υπόθεση TACA, παρά τη διάταξη περί αναστολής της 10ης Μαρτίου 1995 στην υπόθεση Τ-395/94 R. Έτσι, με το ανακοινωθέν τύπου που δημοσιεύθηκε κατά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων σχετικά με την ανάκληση της ασυλίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι «τα μέρη της TACA επέλεξαν να κοινοποιήσουν μια συμφωνία η οποία, όπως καλώς γνωρίζουν, είναι παράνομη κατόπιν των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή». Περαιτέρω, όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, οι προσφεύγουσες κάνουν λόγο για διάφορα άρθρα και ανακοινωθέντα τύπου από τα οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρούσε την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης ως μέσο καταστρατηγήσεως της ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης της οποίας ετύγχαναν λόγω της κοινοποιήσεως της TACA.

    408   Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    409   Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας αποδεικνύει ότι η Επιτροπή προδίκασε τα αποτελέσματα της έρευνάς της. Οι προσφεύγουσες στηρίζονται συναφώς στο πρόωρο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, στο γεγονός ότι η κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε αρχίσει πριν από την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής και στις απειλές περί προστίμων που διατύπωσε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία.

     Επί του προώρου της ανακοινώσεως αιτιάσεων

    410   Κατ' ουσίαν, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η αποστολή συμπληρωματικών αιτήσεων παροχής πληροφοριών λίγο πριν και μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων (στο εξής: επίδικες αιτήσεις παροχής πληροφοριών) αποδεικνύει ότι η Επιτροπή προδίκασε, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, τα οριστικά αποτελέσματα της έρευνας. Τονίζουν επίσης, στο πλαίσιο αυτό, τον μεγάλο αριθμό των εν λόγω αιτήσεων παροχής πληροφοριών και των ερωτημάτων που αυτές περιέχουν.

    411   Πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι το γεγονός της αποστολής των επίδικων αιτήσεων παροχής πληροφοριών αποδεικνύει ότι η Επιτροπή προδίκασε, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, τα οριστικά αποτελέσματα της έρευνας, πρέπει να υπομνηστεί ότι διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 116, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ότι, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν συνιστά πράξη καθορίζουσα οριστικώς την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τη νομιμότητα των επίμαχων πρακτικών, αλλά αμιγώς προπαρασκευστική πράξη περιέχουσα τους προσωρινούς ισχυρισμούς της Επιτροπής επί των οποίων έχει τη δυνατότητα να επανέλθει με την τελική απόφασή της, η Επιτροπή έχει απολύτως το δικαίωμα, ιδίως για να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα ή κάθε άλλο στοιχείο που προβάλλουν οι οικείες επιχειρήσεις, να συνεχίσει τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά έρευνά της μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων, με την αποστολή συμπληρωματικών αιτήσεων παροχής πληροφοριών, προκειμένου, ενδεχομένως, να αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις ή να προσθέσει νέες.

    412   Επομένως, η εκ μέρους της Επιτροπής αποστολή των επίδικων αιτήσεων παροχής πληροφοριών, όχι μόνο δεν μαρτυρεί κάποια προκατάληψη εκ μέρους της Επιτροπής κατά των προσφευγουσών, αλλά αποτελεί συμπεριφορά σύμφυτη με τον κατ' αντιδικία χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας της εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης, η οποία πιστοποιεί, αντιθέτως, τη βούληση της Επιτροπής να εξετάσει με προσοχή και αμεροληψία το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να είναι σε θέση να αποφανθεί με πλήρη γνώση των στοιχείων της υποθέσεως σχετικά με την αίτηση εξαιρέσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες.

    413   Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι εν προκειμένω η Επιτροπή απέστειλε στα μέρη της TACA διάφορες συμπληρωματικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών λίγο πριν και μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν μπορεί να συνιστά απόδειξη του ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.

    414   Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι ο έλεγχος της νομιμότητας που διενεργεί το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης αφορά όχι την ανακοίνωση αιτιάσεων, αλλά την τελική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν της ανακοινώσεως αυτής. Κατά τη νομολογία, η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν συνιστά εξάλλου πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (απόφαση ΙΒΜ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 21). Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε εκδηλώσει, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, κάποια προκατάληψη κατά των προσφευγουσών, η προκατάληψη αυτή δεν θα μπορούσε να καταστήσει ελαττωματική την προσβαλλόμενη απόφαση παρά μόνον αν είχε εκφραστεί με την απόφαση αυτή. Οι προσφεύγουσες όμως δεν αποδεικνύουν ότι τούτο συνέβη εν προκειμένω (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση ΑΒΒ Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 404 ανωτέρω, σκέψη 105).

    415   Τέλος, εν πάση περιπτώσει, έστω και αν η προβαλλόμενη εκ μέρους των προσφευγουσών προκατάληψη είχε εκφραστεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να τονιστεί ότι μια τέτοια προκατάληψη δεν θα συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά θα έπρεπε να εξεταστεί στο πλαίσιο του ελέγχου της εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων ή της αιτιολογίας της αποφάσεως (βλ., υπό τον πνεύμα αυτό, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-37/91, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 188 ανωτέρω, σκέψη 72).

    416   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών καθόσον με αυτά προσάπτουν στην Επιτροπή ότι προδίκασε, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας.

    417   Δεύτερον, όσον αφορά τον μεγάλο αριθμό αιτήσεων παροχής πληροφοριών, πρέπει να τονιστεί ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι κατά την περίοδο από τις 22 Μα?ου 1996, ήτοι δύο ημέρες πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων, μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1998, ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέστειλε 32 αιτήσεις παροχής πληροφοριών περιέχουσες πάνω από 100 ερωτήματα στα μέρη της TACA. Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι πολλές από τις εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών απεστάλησαν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που ετάχθη στα μέρη της TACA για να απαντήσουν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ήτοι μεταξύ της 24ης Μα?ου 1996, ημερομηνίας εκδόσεως της ανακοινώσεως αιτιάσεων, και της 6ης Σεπτεμβρίου 1996, ημερομηνίας αποστολής, εκ μέρους των μερών της TACA, της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    418   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αποστολή μεγάλου αριθμού αιτήσεων παροχής πληροφοριών μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων μπορεί να επηρεάσει την εκ μέρους των οικείων επιχειρήσεων επωφελή άσκηση του δικαιώματός τους να διατυπώνουν παρατηρήσεις επί των αιτιάσεων που προβάλλονται κατ' αυτών. Σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 404 ανωτέρω, εναπόκειται συγκεκριμένα στην Επιτροπή να μεριμνά για την προσεκτική διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας. Κατά τη νομολογία όμως, οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση παροχής μιας πληροφορίας που επιβάλλεται σε επιχείρηση δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει για την επιχείρηση αυτή δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας (απόφαση SEP κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 51).

    419   Εν προκειμένω, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η αποστολή των επίδικων αιτήσεων παροχής πληροφοριών επέβαλε στις προσφεύγουσες δυσανάλογο βάρος ικανό να προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο των εν λόγω αιτήσεων παροχής πληροφοριών, το πλαίσιο στο οποίο απεστάλησαν και ο σκοπός τους.

    420   Από την εξέταση των επίδικων αιτήσεων παροχής πληροφοριών προκύπτει ότι οι αιτήσεις αυτές μπορούν, κατ' ουσίαν, να επιμεριστούν σε οκτώ κατηγορίες.

    421   Πρώτον, μια αίτηση παροχής πληροφοριών, της 22ας Μα?ου 1996, απεστάλη δύο ημέρες πριν από την ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι με την αίτηση αυτή ζητήθηκαν απλές διευκρινίσεις και πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με δεδομένα που παρέσχον οι προσφεύγουσες στις 9 Μα?ου 1996, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Μαρτίου 1996, οπότε δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η αίτηση αυτή αποτέλεσε δυσανάλογο βάρος για τις προσφεύγουσες. Περαιτέρω, προέκυψε ότι το γεγονός ότι η επίδικη αίτηση απεστάλη δύο ημέρες πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει από τη συμπεριφορά των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο των ερωτημάτων που διατυπώθηκαν με την επίδικη αίτηση έπρεπε, σύμφωνα με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Μαρτίου 1996, να έχουν παρασχεθεί στις 25 Μαρτίου 1996, αλλά, λόγω των διαφόρων αναβολών που ζήτησαν οι προσφεύγουσες, κοινοποιήθηκαν τελικώς μόλις στις 9 Μα?ου 1996, ήτοι δύο μήνες μετά την αρχική αίτηση της Επιτροπής.

    422   Δεύτερον, με τέσσερις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι τις αιτήσεις της 16ης Οκτωβρίου 1996, της 12ης Φεβρουαρίου, της 2ας Ιουνίου και της 19ης Ιουνίου 1997, ζητήθηκαν ή πληροφορίες οι οποίες είχαν ζητηθεί με προηγούμενες αιτήσεις αλλά δεν είχαν παρασχεθεί ή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί προηγουμένως, ενώ με τέσσερις άλλες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι με εκείνες της 27ης Ιανουαρίου, της 13ης Φεβρουαρίου, της 15ης Μα?ου και της 2ας Οκτωβρίου 1997, ζητήθηκε η ενημέρωση στοιχείων που είχαν παρασχεθεί προηγουμένως, πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Στον βαθμό που με τις εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών ζητήθηκαν πληροφορίες οι οποίες είχαν ζητηθεί προηγουμένως αλλά δεν είχαν παρασχεθεί, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 4056/86 και τις ισοδύναμες διατάξεις των κανονισμών 17 και 1017/68, οι οικείες επιχειρήσεις έχουν την υποχρέωση να παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούνται εντός της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, η παροχή δε αυτή πρέπει να είναι πλήρης. Για τον λόγο αυτό, στον βαθμό που οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών προκύπτουν από την παράλειψη των προσφευγουσών να εκπληρώσουν την υποχρέωση αυτή, η αποστολή τους δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή. Περαιτέρω, στον βαθμό που με τις αιτήσεις αυτές απλώς ζητήθηκαν διευκρινίσεις και ενημερώσεις στοιχείων που είχαν παρασχεθεί προηγουμένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτές οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήσαν δικαιολογημένες από τις ανάγκες της έρευνας και δεν αντιπροσωπεύουν δυσανάλογο βάρος για τις προσφεύγουσες.

    423   Τρίτον, με εννέα αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήτοι, αντιστοίχως, της 12ης, 16ης και 18ης Σεπτεμβρίου 1996, της 9ης Οκτωβρίου 1996, της 8ης και της 15ης Νοεμβρίου 1996, της 22ας Απριλίου 1997, της 26ης Μα?ου 1997 και της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, ζητήθηκε να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να εξετάσει το βάσιμο των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Προφανώς, οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήσαν δικαιολογημένες από τις ανάγκες της έρευνας, δεδομένου ότι παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες ως απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, προκειμένου, ενδεχομένως, να τροποποιήσει τις αιτιάσεις που διατύπωσε κατ' αυτών.

    424   Τέταρτον, με πέντε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι με εκείνες της 11ης Ιουλίου 1996, της 17ης Ιουλίου 1996, της 8ης Αυγούστου 1996, της 24ης Ιανουαρίου 1997 και της 19ης Ιουνίου 1997, ζητήθηκαν, εν μέρει τουλάχιστον, πληροφορίες που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεων παροχής πληροφοριών πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών αφορούσαν, μεταξύ άλλων, ορισμένες πτυχές συνδεόμενες με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τις επαφές μεταξύ της ΤACA, αφενός, και των UASC και APL, αφετέρου, για την ενδεχόμενη προσχώρησή τους στην TACA, τις πρακτικές της Hanjin όσον αφορά τις τιμές και τις καταγγελίες ορισμένων φορτωτών στην Ιρλανδία. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση, η οποία δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες, ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με αυτές τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήσαν κρίσιμες στο πλαίσιο της εξετάσεως των επίμαχων πρακτικών της TACA, ειδικότερα για να εξεταστεί το βάσιμο του ισχυρισμού περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως που περιέχεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Η αποστολή των εν λόγω αιτήσεων παροχής πληροφοριών ήταν συνεπώς δικαιολογημένη από τις ανάγκες της έρευνας.

    425   Πέμπτον, με δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών της 16ης και της 24ης Ιουλίου 1996, που απεστάλησαν ως απάντηση στους ισχυρισμούς περί προσβολής του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, ζητήθηκαν πληροφορίες σχετικά με το έγγγραφο «Liner Shipping ─ Time for Change». Όπως διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 380, από την ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή διέθετε το εν λόγω έγγραφο κατά τον χρόνο της αποστολής των δύο εν λόγω αιτήσεων παροχής πληροφοριών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών δεν δικαιολογούνταν από τις ανάγκες της έρευνας.

    426   Έκτον, με μια αίτηση παροχής πληροφοριών, της 5ης Δεκεμβρίου 1996, ζητήθηκαν απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν κατά την ακρόαση της 25ης Οκτωβρίου 1996. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι μια τέτοια αίτηση, που αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες να συνεχίσουν εγγράφως τη συζήτηση που άρχισε κατά την ακρόαση, ήταν δικαιολογημένη με βάση τις ανάγκες της έρευνας.

    427   Έβδομον, με τρεις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι εκείνες της 21ης Οκτωβρίου 1997, της 24ης Νοεμβρίου 1997 και της 18ης Μαρτίου 1998, ζητήθηκαν στοιχεία σχετικά με τους κύκλους εργασιών των μερών της TACA. Δεδομένου ότι οι εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών αποσκοπούσαν στο να παράσχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ελέγξει ότι δεν είχε υπάρξει υπέρβαση του ανώτατου ποσού των προστίμων που προβλέπουν τα άρθρα 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1017/68 και 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αιτήσεις αυτές ήσαν, κατ' αρχήν, δικαιολογημένες με βάση τις ανάγκες της έρευνας (απόφαση του Πρωτοδικείο της 19ης Μαρτίου 2003, Τ-213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη ακόμη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 490). Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν εξάλλου ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα στοιχεία που παρέσχον απαντώντας στις αιτήσεις αυτές, για να βεβαιωθεί ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπερέβαιναν το επιτρεπόμενο ανώτατο ποσό.

    428   Όγδοον, τρεις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι εκείνες της 17ης Ιανουαρίου 1997, της 17ης Φεβρουαρίου 1997 και της 11ης Μαρτίου 1997, αφορούσαν το σύστημα «hub and spoke» που κοινοποιήθηκε μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, στις 10 Ιανουαρίου 1997. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτές οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών, με τις οποίες ζητήθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τις κοινοποιηθείσες από τις προσφεύγουσες συμφωνίες για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ήσαν δικαιολογημένες με βάση τις ανάγκες της έρευνας, εφόσον παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εξακριβώσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή.

    429   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι μόνο δύο από τις επίδικες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ήτοι εκείνες της 16ης και της 24ης Ιουλίου 1996, δεν φαίνονται να δικαιολογούνται από τις ανάγκες της έρευνας. Πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό ότι η αποστολή δύο αδικαιολόγητων αιτήσεων παροχής πληροφοριών επί συνόλου 32 αιτήσεων παροχής πληροφοριών κατά τη διάρκεια περιόδου 22 μηνών δεν μπορεί να επέβαλε στις προσφεύγουσες δυσανάλογο βάρος ικανό να επηρεάσει την επωφελή άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως.

    430   Τέλος, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας, πρέπει να τονιστεί ότι η προσβολή αυτή δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως παρά μόνον αν, σε περίπτωση που δεν είχαν αποσταλεί οι επίδικες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, υφίστατο ─έστω και μικρή─ πιθανότητα να είχαν μπορέσει οι προσφεύγουσες να τρέψουν τη διοικητική διαδικασία προς διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 56, και της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 383). Ουδόλως όμως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τούτο μπορούσε να συμβεί εν προκειμένω και δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο συναφώς.

    431   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι τους απέστειλε μεγάλο αριθμό αιτήσεων παροχής πληροφοριών μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    432   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που οι προσφεύγουσες αντλούν από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως επί του σημείου αυτού δεν είναι βάσιμος.

     Επί της καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

    433   Κατ' ουσίαν, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι άρχισε την κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως πριν από το πέρας της διοικητικής διαδικασίας έρευνας.

    434   Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η Επιτροπή άρχισε την κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως λίγο μετά την ακρόαση των μερών της TACA, στις 25 Οκτωβρίου 1996. Με την επιστολή του της 12ης Νοεμβρίου 1996, ο σύμβουλος ακροάσεων της Επιτροπής ανέφερε στα μέρη της TACA τα εξής:

    «Νομίζω ότι η αρμόδια διεύθυνση προετοιμάζει, προς το παρόν, ένα σχέδιο αποφάσεως στην υπόθεση TACA και ότι ισχύει η συνήθης διαδικασία».

    435   Περαιτέρω, είναι ακριβές ότι η Επιτροπή, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, συνέχισε τη διοικητική διαδικασία έρευνας, μετά την ακρόαση των μερών της TACA, με την αποστολή συμπληρωματικών αιτήσεων παροχής πληροφοριών μέχρι τον Μάρτιο του 1998. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1998, πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή άρχισε την κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως πριν από το πέρας της διοικητικής διαδικασίας έρευνας.

    436   Ωστόσο, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η συμπεριφορά αυτή δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Όλως αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τήρηση της αρχής αυτής, η οποία απαιτεί μεταξύ άλλων από την Επιτροπή να χειρίζεται με επιμέλεια τις υποθέσεις για τις οποίες είναι αρμόδια, μπορεί να την υποχρεώσει να αρχίσει την κατάρτιση της τελικής αποφάσεώς της πριν από το πέρας της διοικητικής διαδικασίας έρευνας, τούτο δε προκειμένου να διασφαλίσει την έκδοση της αποφάσεως αυτής εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως και, ιδίως, του πλαισίου της, της συμπεριφοράς των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τη σημασία που έχει η υπόθεση για τις διάφορες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και τον βαθμό πολυπλοκότητάς της (απόφαση της 20ής Απριλίου 1996, PVC II, παρατεθείσα στη σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψεις 187 και 188· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1997, Τ-213/95 και Τ-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1739, σκέψη 56, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Τ-127/98, UPS Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2633, σκέψη 38).

    437   Εν προκειμένω όμως δεν αμφισβητείται ότι οι πτυχές της TACA που αποτέλεσαν αντικείμενο της ενώπιον της Επιτροπής διοικητικής διαδικασίας εγείρουν πολύπλοκα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία ανάγκασαν την Επιτροπή να εξετάσει σημαντικό όγκο στοιχείων προσκομισθέντων από τα μέρη της TACA με τις διάφορες κοινοποιήσεις τους, καθώς και με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων και με τις απαντήσεις τους στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

    438   Υπό τις περιστάσεις αυτές, εφόσον, μετά από 26 μήνες έρευνας που μεσολάβησαν από την κοινοποίηση της αποφάσεως TACA, στις 5 Ιουλίου 1994, η Επιτροπή είχε λάβει, στις 6 Σεπτεμβρίου 1996, την απάντηση των μερών της TACA στην ανακοίνωση αιτιάσεων και είχε ακούσει τις απόψεις των ίδιων αυτών μερών, στις 25 Οκτωβρίου 1996, κατά τη διάρκεια ακροάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι διέθετε, εκείνο το χρονικό διάστημα, επαρκή στοιχεία για να αρχίσει την κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τούτο αληθεύει τοσούτω μάλλον που, μεταξύ των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν μετά την ακρόαση, μόνον εκείνες της 24ης Ιανουαρίου 1997, της 15ης Μα?ου 1997 και της 19ης Ιουνίου 1997, που αφορούσαν, αντιστοίχως, ορισμένες πρακτικές της Hanjin όσον αφορά τις τιμές, τους κοινοπρακτικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της TACA και τις καταγγελίες ορισμένων φορτωτών στην Ιρλανδία, ζητούσαν πληροφοριακά στοιχεία που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενων αιτήσεων παροχής πληροφοριών.

    439   Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν για ποιο λόγο οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν μετά την ακρόαση αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αρχίσει την κατάρτιση της τελικής αποφάσεώς της μετά την ακρόαση.

    440   Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

     Επί των απειλών επιβολής προστίμων

    441   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ορισμένες δηλώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που πλαισίωσε την έκδοση, στις 26 Νοεμβρίου 1996, της αποφάσεως περί ανακλήσεως από τα μέρη της TACA της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας όσον αφορά τον συλλογικό καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση, ήδη από τότε, να τους επιβάλει πρόστιμα, ενδεχομένως, μεγάλου ύψους.

    442   Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν κατ' αρχάς ότι, κατά τον χρόνο που ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε τη διάταξή του περί αναστολής της αποφάσεως ΤΑΑ καθόσον απαγορεύει τον συλλογικό καθορισμό των εν λόγω τιμών (διάταξη της 10ης Μαρτίου 1995, Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 29 ανωτέρω, η οποία επιβεβαιώθηκε με τη διάταξη της 19ης Ιουνίου 1995, Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 29 ανωτέρω), η Επιτροπή ανέφερε, με ανακοινωθέν Τύπου της 14ης Μαρτίου 1995, ότι, «αν η προσφυγή των μελών της TACA απορριφθεί επί της ουσίας, υπάρχει κίνδυνος να τους επιβληθούν υψηλά πρόστιμα για τη συνέχιση της πρακτικής αυτής».

    443   Πρέπει ωστόσον να παρατηρηθεί ότι, με τη δήλωση αυτή, η Επιτροπή, όχι μόνο δεν προδίκασε την τελική απόφασή της ως προς την επιβολή προστίμων στα μέρη της TACA, αλλά απλώς περιορίστηκε να τονίσει, ως εδικαιούτο, τα έννομα αποτελέσματα που πρέπει να έχει μια διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου που εκδίδεται κατ' εφαρμογήν των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 242 και 243 ΕΚ) στο πλαίσιο αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής.

    444   Συγκεκριμένα, η διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995 που εκδόθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως ΤΑΑ (διάταξη Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 29 ανωτέρω) δεν αποφάνθηκε επί της νομιμότητας της επιβληθείσας από την απόφαση ΤΑΑ απαγορεύσεως της συμφωνίας που προέβλεπε τον συλλογικό καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών της χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς, καθόσον η εκτίμηση αυτή εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του δικαστή της ουσίας, αλλά ανέστειλε την απαγόρευση αυτή. Κατά συνέπεια, ενόσω το Πρωτοδικείο δεν είχε εκδώσει τη δικαστική απόφαση ΤΑΑ επί της ουσίας ─η οποία εκδόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2001─ η απαγόρευση της εν λόγω συμφωνίας την οποία επέβαλε η απόφαση ΤΑΑ παρέμεινε σε ισχύ, καθόσον μόνον η εφαρμογή της απαγορεύσεως αυτής είχε ανασταλεί.

    445   Στον βαθμό που δεν αμφισβητείται ότι η συμφωνία που συνήψαν τα μέρη της TACA είναι, κατ' ουσίαν, πανομοιότυπη με τη συμφωνία που αποτέλεσε το αντικείμενο της διατάξεως της 10ης Μαρτίου 1985, Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, και ότι συνήφθη, αρχικώς τουλάχιστον, μεταξύ των ίδιων μερών, ορθώς η Επιτροπή τόνισε, με την επίδικη δήλωση, τον κίνδυνο που διέτρεχαν τα μέρη της TACA να τους επιβληθούν πρόστιμα λόγω της συνάψεως της εν λόγω συμφωνίας. Ως προς τον υπαινιγμό που υπάρχει στην εν λόγω δήλωση για το μεγάλο ύψος των προστίμων, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στο να τονίσει την ύπαρξη ενός απλού κινδύνου και όχι οριστικής αποφάσεως επί του σημείου αυτού. Περαιτέρω, στον βαθμό που η απειλή υψηλών προστίμων που διατυπώθηκε στην επίμαχη δήλωση εκφράστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον τα επιβληθέντα από την απόφαση αυτή πρόστιμα είναι υπερβολικά, η αιτίαση των προσφευγουσών πρέπει να εκτιμηθεί επί της ουσίας όταν το Πρωτοδικείο θα εκτιμήσει το ύψος των προστίμων στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας.

    446   Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες αναφέρουν τις δηλώσεις του αρμόδιου για τον ανταγωνισμό μέλους της Επιτροπής, του κ. Van Miert, κατά τον χρόνο της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων, στις 21 Ιουνίου 1995, με τις οποίες πληροφόρησε τα μέρη της TACA σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να ανακαλέσει το ευεργέτημα της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας όσον αφορά τη συμφωνία μεταξύ των μερών της TACA που προέβλεπε τον συλλογικό καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών της χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς.

    447   Είναι ακριβές ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις αυτές, ο κ. Van Miert ανέφερε ότι η σχεδιαζόμενη απόφαση έπρεπε να αποτελεί «σαφές και μη διφορούμενο σήμα για το ότι η συμφωνία TACA είναι απαράδεκτη για την Επιτροπή» και ότι, όσο περισσότερο οι προσφεύγουσες θα καθυστερήσουν να εξεύρουν λύσεις στα προβλήματα που προσδιόρισε η Επιτροπή, «τόσο τα πρόστιμα θα είναι υψηλά».

    448   Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, με τις δηλώσεις αυτές, ο κ. Van Miert, όχι μόνο δεν προδίκασε την τελική απόφαση της Επιτροπής ως προς την επιβολή προστίμων στα μέρη της TACA, αλλά απλώς περιορίστηκε να τονίσει, ως εδικαιούτο, τα έννομα αποτελέσματα που πρέπει να έχει μια απόφαση περί ανακλήσεως της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας.

    449   Συγκεκριμένα, η απόφαση περί ανακλήσεως της ασυλίας που έλαβε εν προκειμένω η Επιτροπή είχε ως αντικείμενο όχι την επιβολή προστίμων στα μέρη της TACA ή τη δέσμευση της Επιτροπής περί εκδόσεως σχετικής αποφάσεως, αλλά μόνον την παροχή δυνατότητας στην Επιτροπή να διατηρήσει, προληπτικώς, τη δυνατότητα αυτή παρά την κοινοποίηση που πραγματοποίησαν τα μέρη της TACA, για την περίπτωση κατά την οποία οι προσφεύγουσες θα ετύγχαναν της σχετικής με την επιβολή προστίμων ασυλίας όσον αφορά τις συμφωνίες που εμπίπτουν στον κανονισμό 1017/68. Έτσι, φαίνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής αιτιολογήθηκε, κατ' ουσίαν, από το γεγονός ότι οι διαδοχικές κοινοποιήσεις που πραγματοποίησαν οι προσφεύγουσες δεν έπρεπε να της στερήσουν τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμα για το παρελθόν, στην περίπτωση κατά την οποία θα θεωρούσε ότι ήταν σε θέση να εξαιρέσει μία από τις τροποποιηθείσες μορφές της TACA.

    450   Εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1017/68, το ύψος των προστίμων καθορίζεται κυρίως με βάση τη διάρκεια της παραβάσεως, ορθώς η Επιτροπή ανέφερε στα μέρη της TACA ότι κάθε καθυστέρηση στην υιοθέτηση λύσης ικανής να επιλύσει τα προβλήματα τα οποία η Επιτροπή προσδιόρισε θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ύψους των προστίμων.

    451   Εν πάση περιπτώσει, ενόψει του γεγονότος ότι ο κανονισμός 1017/68 δεν προβλέπει καθεστώς ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα όσον αφορά τις συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του και ότι δεν υφίσταται γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η κοινοποίηση συμφωνίας παρέχει στην κοινοποιήσασα επιχείρηση το ευεργέτημα ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα έστω και αν δεν υφίσταται νομοθέτημα προβλέπον ρητώς την εν λόγω ασυλία (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψεις 48 και 53), η απόφαση περί ανακλήσεως της ασυλίας που ελήφθη εν προκειμένω ουδόλως μπορούσε να επηρεάσει την έννομη κατάσταση των μερών της TACA καθόσον η Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν θα ελάμβανε ή όχι απόφαση ανακλήσεως της ασυλίας, διέθετε, εν πάση περιπτώσει, την ευχέρεια επιβολής προστίμων παρά την κοινοποίηση εκ μέρους των μερών της TACA της συμφωνίας που προέβλεπε τον συλλογικό καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς.

    452   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

    453   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι από διάφορα άρθρα και ανακοινωθέντα Τύπου προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρούσε την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης σε ορισμένες πρακτικές της TACA ως μέσον καταστρατηγήσεως της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας της οποίας ετύγχαναν βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης.

    454   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, ναι μεν τα διάφορα άρθρα και τα ανακοινωθέντα Τύπου που προβάλλουν οι προσφεύγουσες κάνουν βεβαίως λόγο για την ενδεχόμενη πρόθεση της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα στα μέρη της TACA όσον αφορά τις συμφωνίες που κοινοποιήθηκαν για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, πλην όμως δεν μπορεί εντεύθεν να συνάγεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 86 της Συνθήκης σε ορισμένες πρακτικές της TACA με μοναδικό σκοπό να καταστρατηγήσει την ασυλία της οποίας ετύγχαναν τα μέλη της βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα άλλο συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να στηρίξει τη θέση τους, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι δεν αποδεικνύουν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται η αιτίασή τους επί του σημείου αυτού.

    455   Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο σκοπός της προβαλλόμενης καταστρατηγήσεως μπορεί να συναχθεί από τα διάφορα άρθρα και ανακοινωθέντα Τύπου που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το ζήτημα αν η Επιτροπή εδικαιούτο να επιβάλει πρόστιμα λόγω παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης σε επιχειρήσεις οι οποίες προέβησαν σε κοινοποίηση για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αφορά το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτό. Συγκεκριμένα, η θέση των προσφευγουσών στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο διαπράξας παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν τυγχάνει ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα. Αν όμως η παραδοχή αυτή, η οποία εξάλλου αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που προβάλλουν σχετικά με τα πρόστιμα, δεν είναι βάσιμη, δεν τίθεται το ζήτημα της καταστρατηγήσεως της ασυλίας, καθόσον η ύπαρξη ασυλίας βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης θα εμπόδιζε στην περίπτωση αυτή την επιβολή προστίμων για τον κολασμό παραβάσεως της διατάξεως αυτής. Αν, αντιθέτως, η εν λόγω παραδοχή είναι βάσιμη, το ζήτημα αν η Επιτροπή εδικαιούτο να επιβάλει πρόστιμα εξαρτάται αποκλειστικά από την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης, η οποία αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που προβάλλουν σχετικά με την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, ή η παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης είναι επαρκώς κατά νόμο αποδεδειγμένη, οπότε η Επιτροπή εδικαιούτο να επιβάλει πρόστιμα, ή η παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν είναι επαρκώς κατά νόμο αποδεδειγμένη, οπότε τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης πρέπει, για τον λόγο αυτό και μόνο, να ακυρωθούν. Ο ισχυρισμός περί καταστρατηγήσεως της ασυλίας βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης δεν ασκεί, κατά συνέπεια, καμία επιρροή.

    456   Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

     Β ─ Επί της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των κρισίμων ζητημάτων


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    457   Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, πρώτον, στην Επιτροπή ότι στήριξε πολλές πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σε γενικές σκέψεις, υποθέσεις και τεκμήρια και όχι σε αποδείξεις ή στοιχεία αναλύσεως. Τονίζουν συναφώς τη χρησιμοποίηση, σε 47 περιπτώσεις, των όρων «πιθανό» και «απίθανο» στην προσβαλλόμενη απόφαση, στο στάδιο της εξετάσεως της σχετικής αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67), του εσωτερικού ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 193), του εξωτερικού ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 249, 252 και 258), του δυνητικού ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 290), του περιεχομένου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 490 και 494), της αμοιβής των ναυλομεσιτών (αιτιολογική σκέψη 510) και της δεσπόζουσας θέσεως (αιτιολογικές σκέψεις 540 και 541). Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα διάφορα αυτά χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Κατ' αυτές, ναι μεν είναι θεμιτό η Επιτροπή, υπό ορισμένες περιστάσεις, να σταθμίζει τις σχετικές εκτιμήσεις και να αποφαίνεται επί του ζητήματος με βάση τη στάθμιση αυτή, πλην όμως από τα παραδείγματα που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν προκύπτει καμία τέτοια στάθμιση.

    458   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη των αποδείξεων και των επιχειρημάτων των προσφευγουσών μαρτυρεί για το ότι η Επιτροπή προσέγγισε την παρούσα υπόθεση «χωρίς ευρύτητα πνεύματος όσον αφορά την αναζήτηση των αποδείξεων» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1984, 86/82, Hasselblad κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 883, 913).

    459   Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγουσες παραθέτουν ορισμένα παραδείγματα αντλούμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση. Πρώτον, όσον αφορά την εξέταση του εσωτερικού ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202), οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο ισχυρισμός ότι «το γεγονός απλά και μόνον ότι υπάρχουν και άλλες τιμές διαφορετικές από αυτές που καθορίζονται στο τιμολόγιο δεν αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ανταγωνισμού ούτε ένδειξη απουσίας του» αποδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί αποδείξεις ανταγωνισμού μέσω των τιμών. Δεύτερον, όσον αφορά τον ανταγωνισμό μέσω άλλων πλην των τιμών στοιχείων (αιτιολογικές σκέψεις 242 και 522), οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τις αποδείξεις που είχαν προσκομίσει. Τρίτον, όσον αφορά τη δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς προσφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 280 έως 282), οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη ένα τεκμήριο μη εγκυρότητας των αποδείξεων που αυτές παρέσχον, με το αιτιολογικό ότι τα πορίσματα της εκθέσεως Dynamar «είναι επηρεασμένα από τις οδηγίες που δόθηκαν στον εμπειρογνώμονα». Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι με το υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή δεν επιδιώκει να εξηγήσει τους λόγους της καχυποψίας της έναντι της εκθέσεως Dynamar χρησιμοποιώντας την αλληλογραφία μεταξύ των προσφευγουσών και της Dynamar σχετικά με την προετοιμασία της εκθέσεως αυτής, ενώ η εν λόγω έκθεση προσαρτάται στο δικόγραφο της προσφυγής. Τέταρτον, όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 308, 325, 543 και 589), οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι προέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε νέα ανάλυση των τιμών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, χωρίς να αναφερθεί στους ισχυρισμούς της ανακοινώσεως αιτιάσεων και χωρίς να αποκρούσει τα επιχειρήματα που αυτές διατύπωσαν με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει το ζήτημα αν οι διαπιστώσεις της Επιτροπής (ήτοι ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1993 και 1997, οι ναύλοι αυξήθηκαν κατά 8 % και ότι τα κοινοτικά χερσαία κόμιστρα μειώθηκαν κατά 4 %, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) συμβιβάζονταν με τη διαπίστωση περί δεσπόζουσας θέσεως. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης της Επιτροπής στην ανάλυσή της προκύπτει από την περιγραφή της προσβαλλομένης αποφάσεως την οποία πραγματοποιεί στην έκθεση επί της πολιτικής του ανταγωνισμού του 1998 (XXVIIΙ Έκθεση επί της πολιτικής του ανταγωνισμού ─ 1998, σημείο 107), στην οποία η Επιτροπή αναφέρεται στους επικρινόμενους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων και στη δική της ανάλυση των τιμών. Πέμπτον, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση (αιτιολογική σκέψη 154), οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους ζήτησε στοιχεία σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η πρωτοβουλία αυτού του είδους των συμβάσεων ανήκε στους φορτωτές που μετείχαν στις συμβάσεις. Δεδομένου ότι επρόκειτο για ζήτημα το οποίο ήταν κεντρικό όσον αφορά τον ισχυρισμό περί καταχρήσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να μεταφέρει το βάρος αποδείξεως στις προσφεύγουσες. Τέλος, έκτον, όσον αφορά το ιστορικό των συμβάσεων των διασκέψεων (αιτιολογικές σκέψεις 469 έως 471), οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον ένα από τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει, χωρίς να εξετάσει τα λοιπά. Παρατηρούν επίσης ότι η Επιτροπή μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεως και όχι με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδίωξε να εξηγήσει τους λόγους της πλήρους απορρίψεως των στοιχείων αυτών.

    460   Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ορισμένα πραγματικά στοιχεία μεταγενέστερα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ενώ τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν το εσφαλμένο κάποιων ισχυρισμών που ήσαν ουσιώδεις για τη συλλογιστική της Επιτροπής κατά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι διατήρησε στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 296, 562, 566 και 567) τον ισχυρισμό που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων (σημεία 108, 113, 229, 235 και 236) και σύμφωνα με τον οποίο δεν υφίστανται σημαντικός δυνητικός ανταγωνισμός ενώ, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι εταιρίες Chine Ocean Shipping Co. (στο εξής: Cosco), Yangming, K Line (τον Φεβρουάριο του 1997) και Norasia Line (τον Ιούνιο του 1998) διείσδυσαν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητοι επιχειρηματίες και ενώ η NOL (τον Μάιο του 1998) αποσύρθηκε από την TACA για να ασκήσει νέες δραστηριότητες υπό την επωνυμία APL. Η Επιτροπή όμως στήριξε τα συμπεράσματά της σχετικά με την καταχρηστική αλλοίωση της διαρθρώσεως της αγοράς στον ισχυρισμό ότι οι δυνητικοί ανταγωνιστές παρακινήθηκαν να καταστούν μέλη της TACA.

    461   Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    462   Με τις παρούσες αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ' αρχάς στην Επιτροπή ότι στήριξε πολλές πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση σε γενικές σκέψεις, υποθέσεις και τεκμήρια και όχι σε αποδείξεις ή στοιχεία αναλύσεως. Της προσάπτουν εν συνεχεία ότι απέρριψε τις αποδείξεις τους και τα επιχειρήματά τους χωρίς ευρύτητα πνεύματος. Τέλος, της προσάπτουν ότι δεν έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ορισμένα πραγματικά στοιχεία μεταγενέστερα της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ενώ τα στοιχεία αυτά απεδείκνυαν το εσφαλμένο κάποιων ισχυρισμών που ήσαν ουσιώδεις για τη συλλογιστική της Επιτροπής κατά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    463   Εντεύθεν προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή έλλειψη αντικειμενικότητας κατά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών των αποδείξεων και των ζητημάτων που ήσαν κρίσιμα για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

    464   Πρέπει να τονιστεί ότι η προβαλλόμενη έλλειψη αντικειμενικότητας της Επιτροπής επί των διαφόρων αυτών σημείων, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά αφορά την εξέταση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ελέγχου της εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων ή της αιτιολογίας της αποφάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1995, Τ-37/91, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 188 ανωτέρω, σκέψη 72).

    465   Έτσι, πρέπει να τονιστεί ότι με την πλειονότητα των ισχυρισμών των προσφευγουσών καταγγέλλεται στην ουσία η έλλειψη επαρκών αποδείξεων προς στήριξη των ισχυρισμών της Επιτροπής. Τούτο ισχύει για τους ισχυρισμούς που αφορούν τη χρήση σε 47 περιπτώσεις των όρων «πιθανός» («likely») και απίθανος («unlikely») στην απόφαση, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί αποδείξεις για τον ανταγωνισμό μέσω των τιμών μεταξύ των μερών της TACA, το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα πορίσματα της εκθέσεως Dynamar, το γεγονός ότι η Επιτροπή προέβη σε νέα ανάλυση των τιμών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να αναφερθεί πλέον στους ισχυρισμούς που είχαν διατυπωθεί στην ανακοίνωση αιτιάσεων, το ότι οι προσφεύγουσες δεν ερωτήθησαν σχετικά με το γεγονός ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση είχαν ζητηθεί από τους φορτωτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον ένα από τα στοιχεία που αφορούν το ιστορικό των διασκέψεων και τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγουσες για να καθορίσει την πρόθεση του νομοθέτη σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και το γεγονός ότι κάποιες πρόσφατες είσοδοι στο διατλαντικό δρομολόγιο αντικρούουν τους ισχυρισμούς της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη δυνητικού ανταγωνισμού.

    466   Όσον αφορά τους ισχυρισμούς ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τις αποδείξεις περί ανταγωνισμού μέσω των τιμών που προσκόμισαν τα μέρη της TACA, καθώς και τα στοιχεία που προσκόμισαν τα μέρη της TACA όσον αφορά το ιστορικό των διασκέψεων, με τους ισχυρισμούς αυτούς αμφισβητείται ουσιαστικά η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως επί των σημείων αυτών.

    467   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν.

     Γ ─ Επί της εκτιμήσεως των προστίμων


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    468   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι από τα γεγονότα που πλαισίωσαν την επιβολή προστίμων εν προκειμένω προκύπτει έλλειψη αντικειμενικότητας εκ μέρους της Επιτροπής. Οι προσφεύγουσες επικαλούνται συναφώς άρθρα στον Τύπο τα οποία κάνουν λόγο για ορισμένη αντίθεση, στο πλαίσιο της Επιτροπής και ορισμένων κρατών μελών, ως προς το ύψος των προστίμων που πρότεινε η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (στο εξής: ΓΔ Ανταγωνισμού). Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης τις δηλώσεις ενός φορτωτή, ο οποίος θεωρεί ότι το ύψος των προστίμων είναι υπερβολικό. Οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι αγνοούν αν τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν υπόψη ─και, εάν ναι, σε ποιο βαθμό─ από την Επιτροπή πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    469   Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    470   Κατ' ουσίαν, με την παρούσα αιτίαση, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι από τα γεγονότα που πλαισίωσαν την επιβολή προστίμων στα μέρη της TACA προκύπτει έλλειψη αντικειμενικότητας εκ μέρους της ΓΔ Ανταγωνισμού.

    471   Όσον αφορά, κατ' αρχάς, την προβαλλόμενη αντίθεση της Επιτροπής ως προς την επιβολή προστίμων που πρότεινε η ΓΔ Ανταγωνισμού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ακόμη και αν υπήρξε εκ μέρους της ΓΔ Ανταγωνισμού παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθη από την εν λόγω ΓΔ, αλλά από το σώμα των μελών της Επιτροπής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση ABB Brown Boveri κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 404 ανωτέρω, σκέψη 104).

    472   Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αντίθεση που εκδήλωσαν ορισμένα κράτη μέλη ως προς το ύψος των προστίμων που πρότεινε η ΓΔ Ανταγωνισμού, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατ' εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων των κανονισμών εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης που αφορούν τον σύνδεσμο με τις αρχές των κρατών μελών, από τους εκπροσώπους των εν λόγω κρατών μελών ζητείται η γνώμη πριν από την έκδοση κάθε αποφάσεως περί επιβολής προστίμων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού στο πλαίσιο των συμβουλευτικών επιτροπών σχετικά με τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις που θεσπίζουν οι κανονισμοί αυτοί. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της βάσει των κανονισμών 17, 1017/68 και 4056/86, υπήρξε διαβούλευση με τις τρεις συμβουλευτικές επιτροπές που θεσπίζει έκαστος των κανονισμών αυτών. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι είναι σύμφωνο με την εν λόγω διαδικασία λήψεως αποφάσεως το ότι τα κράτη μέλη διατυπώνουν, ενδεχομένως, επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις ως προς τις αποφάσεις της Επιτροπής. Περαιτέρω, στον βαθμό που οι εν λόγω συμβουλευτικές επιτροπές διατυπώνουν απλές γνωμοδοτήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπράξει παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω του γεγονότος και μόνον ότι αφίσταται από τις γνωμοδοτήσεις αυτές.

    473   Όσον αφορά, περαιτέρω, τη γνώμη που εξέφρασε ένας φορτωτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το στοιχείο αυτό δεν ασκεί, αυτό καθεαυτό, επιρροή για την εκτίμηση του αν η Επιτροπή επέδειξε έλλειψη αντικειμενικότητας. Δεν μπορεί συγκεκριμένα να συναχθεί από τη γνώμη που εκφράζει κάποιος τρίτος ότι η Επιτροπή είχε προκατάληψη κατά των προσφευγουσών. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο του Τύπου που παραθέτουν οι προσφεύγουσες αναφέρει ότι, σύμφωνα με κάποιον άλλο φορτωτή, τα μέρη της TACA είναι απολύτως σε θέση να καταβάλουν το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε, αν ληφθούν υπόψη τα κέρδη που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών.

    474   Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η προβαλλόμενη έλλειψη αντικειμενικότητας της Επιτροπής ή της ΓΔ Ανταγωνισμού ως προς την εκτίμηση του ύψους των προστίμων, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειμένη, δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά εμπίπτει στην εξέταση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ελέγχου της εκτιμήσεως του ύψους των προστίμων και θα αντιμετωπιστεί συνεπώς στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων που αφορούν το ζήτημα αυτό (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-37/91, ICI κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 188 ανωτέρω, σκέψη 72).

    475   Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η τρίτη αιτίαση που αφορά την εκτίμηση των προστίμων.

     Δ ─ Συμπέρασμα επί του τρίτου σκέλους

    476   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος της υπό κρίση ομάδας λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Συμπέρασμα σχετικά με τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    477   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος της υπό κρίση ομάδας λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει να γίνει δεκτό, όσον αφορά την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε τη δεύτερη κατάχρηση που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση σε τέσσερα έγγραφα σχετικά με τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Οι συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την προσβολή αυτή όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως εξαρτώνται ωστόσο από την επί της ουσίας εξέταση των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των λόγων ακυρώσεως των προσφευγουσών που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    478   Κατά τα λοιπά, το πρώτο σκέλος της υπό κρίση ομάδας λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος της υπό κρίση ομάδας λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, σχετικά, αντιστοίχως, με την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο και την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     ΙΙ ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης και του άρθρου 2 του κανονισμού 1017/68, καθώς και από την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    479   Οι λόγοι ακυρώσεως που αναπτύσσονται από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο αυτό μπορούν να κατανεμηθούν, κατ' ουσίαν, σε τρία διαφορετικά σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη συμφωνία που προβλέπει τον καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς. Το δεύτερο σκέλος αφορά τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τους κανόνες περί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Τέλος, το τρίτο σκέλος αφορά τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τους κανόνες περί της αμοιβής των ναυλομεσιτών.

    Επί του πρώτου σκέλους που αφορά τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη συμφωνία που προβλέπει τον καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς

    480   Με τους λόγους που προβάλλουν στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι η απαγόρευση, βάσει του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της συμφωνίας που συνήψαν τα μέρη της TACA και η οποία προβλέπει τον καθορισμό των τιμών των υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς που παρέχονται στο έδαφος της Κοινότητας σε φορτωτές σε συνδυασμό με άλλες υπηρεσίες στο πλαίσιο συνδυασμένων μεταφορών για τη διακίνηση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι ασύμβατη προς τη διάταξη της 10ης Μαρτίου 1995, Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 29 ανωτέρω. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, των συμφωνιών συνεργασίας που συνήψαν για τη βελτίωση της παροχής χερσαίας μεταφοράς στους φορτωτές, ήτοι της συμφωνίας ΕΙΕΙΑ και του συστήματος «hub and spoke», η επίμαχη συμφωνία πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως που προβλέπονται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    481   Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, οι προσφεύγουσες ανέφεραν ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη δικαστική απόφαση FEFC (παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω) και την απόφαση 2003/68/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/37.396/D2 ─ Αναθεωρημένη TACA) (ΕΕ L 26, σ. 53), δεν εμμένουν στους λόγους που προέβαλαν στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους.

    482   Κατά συνέπεια, παρέλκει η απόφανση επί του πρώτου σκέλους των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης και του άρθρου 2 του κανονισμού 1017/68, καθώς και από την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού.

    Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τους κανόνες περί των συμβάσεως παροχής υπηρεσιών

    483   Κατ' ουσίαν, οι λόγοι που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους είναι δύο ειδών. Με το πρώτο είδος λόγων, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι τους απαγόρευσε, βάσει του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να συνάπτουν, από κοινού στο πλαίσιο της διασκέψεως, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως με τους φορτωτές, σύμφωνα με τις διαδικασίες ψηφοφορίας που καθορίζει η συμφωνία TACA, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τη διατύπωση του δικογράφου της προσφυγής, αποκαλούν «εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως» («conference service contract authority»). Με το δεύτερο είδος λόγων, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι απαγόρευσε, βάσει του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένους κανόνες που προβλέπει η συμφωνία TACA όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

     Α ─ Επί της εξουσίας των μερών της TACA να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως

    484   Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ' ουσίαν, δύο λόγους όσον αφορά την εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Με τον πρώτο λόγο υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κακώς θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εν λόγω εξουσία δεν μπορεί να τύχει της εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, μολονότι η εξουσία αυτή εμπίπτει στις παραδοσιακές δραστηριότητες των διασκέψεων και είναι συμβατή με την έννοια των κοινών ή ίσων ναύλων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86. Με τον δεύτερο λόγο, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν αποφάνθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, επί της αιτήσεώς τους περί ατομικής εξαιρέσεως υπέρ της εξουσίας συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

     1. Επί της εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    485   Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνιστά παραδοσιακή δραστηριότητα των διασκέψεων, συμβατή προς την έννοια των κοινών ή ίσων ναύλων, η οποία τυγχάνει συνεπώς της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86. Δεδομένου ότι, κατά τις προσφεύγουσες, η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνιστά δραστηριότητα καλυπτόμενη από την εξαίρεση κατά κατηγορία, η συμφωνία που αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέλη της διασκέψεως ασκούν την εν λόγω εξουσία πρέπει να τυγχάνει επίσης της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν επίσης ότι, με την απόφαση ΤΑΑ, η Επιτροπή δεν συζήτησε την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία στις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    486   Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι οι συμβατικές συμφωνίες μεταξύ φορτωτών και διασκέψεων για τη διακίνηση εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου με διαφορετική τιμή από εκείνη της διασκέψεως συγκαταλέγονται μεταξύ των παραδοσιακών πρακτικών των διασκέψεων και ο όρος «συμβάσεις παροχής υπηρεσιών» εχρησιμοποιείτο ήδη από την US Federal Martitime Board το 1961.

    487   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι παρουσίασαν τις λεπτομέρειες αυτών των συμβάσεων της διασκέψεως με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων (δεύτερο τμήμα, σ. 164 έως 181) και περιγράφουν με το δικόγραφο της προσφυγής τους τις παραδοσιακές πρακτικές των διασκέψεων. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών εισήχθησαν μόνο μετά τη θέση σε ισχύ του US Shipping Act και δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των παραδοσιακών πρακτικών των διασκέψεων είναι απολύτως αβάσιμο.

    488   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως είναι, αντίθετα προς τα συμπεράσματα που διατυπώνονται στην αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμβατή προς την ύπαρξη ενιαίων ή κοινών ναύλων, κατά την έννοια του κανονισμού 4056/86.

    489   Κατά τις προσφεύγουσες, από τον κανονισμό 4056/86 προκύπτει ή ότι ο ορισμός της εννοίας των κοινών ή ίσων ναύλων είναι επαρκώς ευρύς ώστε να καταλαμβάνει τους διακανονισμούς πίστεως, τους TVR και τις ανεξάρτητες ενέργειες, ή ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει στα μέλη της διασκέψεως να συνάπτουν με τους φορτωτές διάφορες πρόσθετες συμφωνίες περί τιμών, όπως είναι οι διακανονισμοί πίστεως, οι TVR και οι ανεξάρτητες ενέργειες.

    490   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν ερμηνεύει κατά τρόπο συνεκτικό την έννοια των κοινών ή ίσων ναύλων. Κατά τη γνώμη των προσφευγουσών, η Επιτροπή υιοθετεί στενό ορισμό της εκφράσεως «κοινοί ή ίσοι» για να αποκλείσει από αυτόν την εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως και προβάλλει τεχνητά επιχειρήματα για να διακρίνει τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών από τους διακανονισμούς πίστεως, τους ναύλους που μειώνονται με βάση τον χρόνο ναύλωσης και τον όγκο των φορτίων και τις ανεξάρτητες ενέργειες.

    491   Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί αν οι υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο διακανονισμών πίστεων, TVR, ανεξάρτητων ενεργειών και μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συνιστούν «υπηρεσίες που είναι ουσιωδώς διαφορετικές από τις υπηρεσίες που παρέχονται κατά κανόνα στους φορτωτές οι οποίοι καταβάλλουν τους ναύλους που προβλέπονται στο τιμολόγιο της διασκέψεως» κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    492   Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι η Επιτροπή δέχεται ότι τα μέλη της διασκέψεως μπορούν να αφίστανται των τιμών της διασκέψεως υπό ορισμένες περιστάσεις, αλλά δεν συμβιβάζει τη θέση αυτή με τον ορισμό που δίδει στην έννοια των κοινών ή ίσων ναύλων. Ειδικότερα, δεν εξηγεί αν οι υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο διακανονισμών πίστεων, TVR και ανεξάρτητων ενεργειών συνιστούν υπηρεσίες οι οποίες είναι «ουσιωδώς διαφορετικές από τις υπηρεσίες που παρέχονται κατά κανόνα στους φορτωτές οι οποίοι καταβάλλουν τους ναύλους που προβλέπονται στο τιμολόγιο της διασκέψεως».

    493   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται εν συνεχεία ότι δεν προκύπτει σαφώς από την προσβαλλόμενη απόφαση αν οι υπηρεσίες που παρέχονται με τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ─οι οποίες, κατά την Επιτροπή, πρέπει να επιτρέπονται από τις διασκέψεις─ είναι (ή θα έπρεπε να είναι) «ουσιωδώς διαφορετικές από τις υπηρεσίες που παρέχονται κατά κανόνα στους φορτωτές οι οποίοι καταβάλλουν τους ναύλους που προβλέπονται στο τιμολόγιο της διασκέψεως». Αν είναι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί γιατί αυτό δεν ισχύει και για τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Αν, αντιθέτως, οι υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν είναι του είδους των συμβάσεων που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω απόφαση δεν εξηγεί σε ποιο βαθμό οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών είναι συμβατές προς την έννοια των κοινών ή ίσων ναύλων όπως την ερμηνεύει η Επιτροπή.

    494   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, δηλώνει ότι αδυνατεί να κατανοήσει επακριβώς αυτό το οποίο οι προσφεύγουσες εννοούν με την έκφραση «Conference service contract authority». Η Επιτροπή τονίζει ότι, αν οι προσφεύγουσες εννοούν με την έκφραση αυτή ότι τα μέλη της διασκέψεως μπορούν συλλογικά να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους φορτωτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεωρεί ότι η δυνατότητα αυτή αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα που θέτουν οι προσφεύγουσες δεν τίθεται.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    495   Κατ' ουσίαν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι η εξουσία των μερών της TACA να συνάπτουν, από κοινού στο πλαίσιο της διασκέψεως, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, σύμφωνα με τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζει η συμφωνία TACA, δεν τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86.

    496   Προτού εξεταστεί το ζήτημα αυτό, πρέπει ωστόσο να εξακριβωθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωσε ότι η εν λόγω εξουσία συνιστά, αυτή καθεαυτήν, περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    497   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 449 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρει ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 «δεν επιτρέπει [...] τις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών». Η Επιτροπή όμως αναγνώρισε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η έκφραση «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών» που χρησιμοποιείται στην προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει τόσο τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως όσο και τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από κοινού από διάφορους μεταφορείς.

    498   Πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζουν και οι προσφεύγουσες, ότι θα μπορούσε να συναχθεί από την αιτιολογική αυτή σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη συνάπτει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνιστά, αυτό καθεαυτό, περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ο οποίος δεν εμπίπτει στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 και ο οποίος, κατά συνέπεια, ελλείψει ατομικής εξαιρέσεως χορηγουμένης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, απαγορεύεται από την πρώτη παράγραφο της διατάξεως αυτής. Τούτο είναι τοσούτω μάλλον αληθές καθόσον η σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνεπάγεται, από τη φύση της, τη σύναψη οριζόντιας συμφωνίας καθορισμού των τιμών. Τέτοιες συμφωνίες όμως, εκτός του ότι ρητώς απαγορεύονται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, στοιχείο αì, της Συνθήκης, συνιστούν κατάφωρες παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, Τ-14/89, Montedipe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1155, σκέψη 265, και της 6ης Απριλίου 1995, Τ-148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1063, σκέψη 109), συμπεριλαμβανομένου του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86 (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψεις 100 και 210).

    499   Ωστόσο, το ακριβές περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού πρέπει να καθοριστεί με βάση το διατακτικό της, καθώς και τους λόγους που συνιστούν την αναγκαία βάση του διατακτικού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, Τ-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2181, σκέψη 31).

    500   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή, στο άρθρο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνει ότι τα μέρη της TACA παρέβησαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης «μέσω της συμφωνίας τους σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με φορτωτές». Ομοίως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή αναφέρει, στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, με μια ισοδύναμη διατύπωση, στις αιτιολογικές σκέψεις 379, στοιχείο γì, και 607, στοιχείο βì, ότι η συμφωνία «σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με φορτωτές» έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη στρέβλωση του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    501   Κατ' αρχάς, όμως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 477 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στους κανόνες της TACA σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, προκύπτει ότι οι μοναδικές «προϋποθέσεις» που εξέτασε η Επιτροπή είναι, αφενός, η απαγόρευση, το 1994 και το 1995, της συνάψεως μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και, αφετέρου, οι περιορισμοί που πλήττουν την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ήτοι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 489 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, η απαγόρευση των συμβάσεων διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους (η οποία καθορίστηκε εν συνεχεία στα δύο, κατόπιν δε στα τρία έτη), η απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων, οι κατ' αποκοπήν αποζημιώσεις, η εμπιστευτικότητα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και η απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Η Επιτροπή, μετά την ανάλυσή της, συμπεραίνει στην αιτιολογική σκέψει 502 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν μπορούν να τύχουν της χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Ομοίως, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απαριθμεί, ως περιορισμούς που επέβαλαν τα μέρη της TACA όσον αφορά το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις αυτές μπορούν να συναφθούν, τα ακόλουθα: «περιορισμούς σχετικά με τη διάρκεια των συμβάσεων, απαγορεύσεις των ρητρών για τυχαία γεγονότα και των πολλαπλών συμβάσεων, υποχρεώσεις περί μη εμπιστευτικότητας και συμφωνία σχετικά με το ύψος αποζημιώσεων για μερική εκτέλεση της σύμβασης».

    502   Επιβάλλεται αντιθέτως η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνάπτονται από κοινού στο πλαίσιο της διασκέψεως σύμφωνα με τις διαδικασίες ψηφοφορίας που αυτή ορίζει δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προϋποθέσεων που προσδιορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 477 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δε μολονότι οι σχετικές διτάξεις της συμφωνίας TACA που προβλέπουν τις εν λόγω διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως κοινοποιήθηκαν, όπως και η πλειονότητα των προϋποθέσεων που προσδιορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 477 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    503   Δεύτερον, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 445 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ρητώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, ότι οι «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών» που εμπίπτουν στην απαγόρευση της διατάξεως αυτής είναι εκείνες «του τύπου που συνάπτουν τα μέρη της TACA». Σύμφωνα όμως με τις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε στην αιτιολογική σκέψη 442 ότι, το 1994 και το 1995, τα μέρη της TACA απαγόρευσαν τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 443, ότι οι «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με συμβαλλόμενους δύο ή περισσότερους μεταφορείς ενδέχεται να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων, όταν υπάρχει μια ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των εν λόγω μεταφορέων να μη συνάψουν σε ατομική βάση σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τον εν λόγω φορτωτή».

    504   Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή φρονεί, όπως εκθέτει στην αιτιολογική σκέψη 445, ότι «οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών [...] έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού σχετικά με τις τιμές και άλλους όρους μεταξύ ανταγωνιστών που παρέχουν την ίδια υπηρεσία και όχι την προσφορά μιας νέας υπηρεσίας στους φορτωτές». Συναφώς, τονίζει, ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 446, ότι, «όταν η παρεχόμενη υπηρεσία μπορεί να παρασχεθεί από μια μεμονωμένη ναυτιλιακή εταιρία, ελλείψει των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι μεταφορείς θα μπορούσαν να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες, όπως μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για την παραλαβή των εμπορευμάτων χωρίς επιβάρυνση, υψηλότερη πίστωση και δωρεάν συμπλήρωση εγγράφων εκτελωνισμού ή εκπτώσεις στις υπηρεσίες που παρέχονται σε άλλα δρομολόγια». Η Επιτροπή διαπιστώνει ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 445, ότι «[τ]α μέρη της TACA δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών παρέχουν πρόσθετα πλεονεκτήματα στους φορτωτές σε σχέση με τις υπηρεσίες που θα παρείχαν οι μεμονωμένες ναυτιλιακές εταιρίες». Αντιθέτως μάλιστα, στις αιτιολογικές σκέψεις 127 και 128, καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 145 έως 148, στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την περιγραφή των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως που συνάπτουν τα μέρη της TACA, η Επιτροπή τονίζει διά μακρών τα αποτελέσματα της απαγορεύσεως συνάψεως μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που επέβαλε η TACA το 1994 και το 1995 και ειδικότερα το γεγονός ότι οι συναπτόμενες από την TACA συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως παρείχαν λίγες εξατομικευμένες υπηρεσίες, αντίθετα προς την κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη θέση σε ισχύ της ΤΑΑ/TACA όταν ήταν δυνατή η σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    505   Έτσι, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 442 έως 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το γεγονός ότι τα μέρη της TACA συνήψαν από κοινού στο πλαίσιο της διασκέψεως συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, σύμφωνα με τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζει η TACA, δεν συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, παρά μόνο στον βαθμό που απαγορευόταν, περαιτέρω, στα ίδια μέρη της TACA να συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, με συνέπεια ότι τα μέρη αυτά μπορούσαν να συνάπτουν αποκλειστικά συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, αποκλειομένης κάθε μεμονωμένης συμβάσεως παροχής υπηρεσιών.

    506   Κατά συνέπεια, ενόψει του άρθρου 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως ερμηνεύεται υπό το φως των λόγων που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 442 έως 502, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όταν η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 449, ότι οι «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών» δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 και, κατά συνέπεια, ότι, ελλείψει ατομικής εξαιρέσεως χορηγηθείσας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης απαγορεύονται από την πρώτη παράγραφο της διατάξεως αυτής, τούτο αφορά αποκλειστικά την επιβληθείσα στα μέρη της TACA απαγόρευση συνάψεως μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    507   Έτσι, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεωρεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εξουσία των μερών της TACA να συνάπτουν, από κοινού στο πλαίσιο της διασκέψεως, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, σύμφωνα με τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζει η συμφωνία TACA, συνιστά, αυτή καθεαυτήν, περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ότι, κατά συνέπεια, δεν απαγορεύει την εν λόγω εξουσία. Επιβάλλεται εξάλλου η διαπίστωση ότι η Επιτροπή επιβεβαίωσε ρητώς, τόσο με το υπόμνημα αντικρούσεως όσο και με τις απαντήσεις που έδωσε στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύει στα μέρη της TACA να συνάπτουν τέτοιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι από την απόφαση 2003/66, σχετικά με την αναθεωρημένη TACA, ιδίως από την αιτιολογική σκέψη της 66, προκύπτει ότι τα μέρη της TACA συνέχισαν να προσφέρουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    508   Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στερείται αντικειμένου.

     2. Επί της χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    509   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι με την από 5 Ιουλίου 1994 αίτησή τους περί εξαιρέσεως ζήτησαν ατομική εξαίρεση υπέρ της εξουσίας συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως («Conference service contract authority»). Προσθέτουν ότι, μολονότι η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και δεν καλύπτεται από την εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, η Επιτροπή δεν εξέτασε την ενδεχόμενη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως και το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρει την περί εξαιρέσεως αίτησή τους.

    510   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, επαναλαμβάνει ότι δεν κατανοεί την έννοια «Conference service contract authority» που χρησιμοποιούν οι προσφεύγουσες και υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    511   Οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, ανέφεραν ότι, ενόψει ιδίως της αποφάσεως 2003/68, δεν διατηρούν τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, παρέλκει η απόφανση επί του λόγου αυτού.

     Β ─ Επί των κανόνων που προβλέπει η συμφωνία TACA όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών

    512   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις περιεχόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά, πρώτον, με τους κανόνες που αφορούν το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, δεύτερον, με τους κανόνες που αφορούν την ύπαρξη και το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και, τρίτον, με την απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

     1. Επί των κανόνων που αφορούν το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    513   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι, δεδομένου ότι η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως καλύπτεται από την εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, τα μέρη της TACA έχουν κατά συνέπεια κατ' ανάγκη τη δυνατότητα να καθορίζουν τους κανόνες που διέπουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν, ως διάσκεψη, να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Ο καθορισμός των προϋποθέσεων αυτών από την TACA καλύπτεται συνεπώς επίσης από την εξαίρεση κατά κατηγορία.

    514   Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξετάζει το ζήτημα αυτό με την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η διαπίστωση ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία δεν έχει εφαρμογή στους κανόνες περί συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως στηρίζεται στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η ομαδική εξαίρεση δεν έχει εφαρμογή στην εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    515   Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξετάζει αν η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως. Κατ' αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνείται τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως στους κανόνες της TACA που αφορούν το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως χωρίς να έχει προβεί προηγουμένως στην εξέταση αυτή.

    516   Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω ελλείψεων της αιτιολογίας, καθόσον αρνείται τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως στους κανόνες της TACA που αφορούν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    517   Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ECTU ότι «είναι δύσκολο να σκεφθούμε, εν πάση περιπτώσει, υπό ποιες περιστάσεις θα μπορούσε μια ατομική εξαίρεση να χορηγηθεί στις κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών», οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν απηχεί τη θέση της Επιτροπής στο υπόμνημα αντικρούσεως, σύμφωνα με την οποία είναι διατεθειμένη να επιτρέψει στα μέλη των ναυτιλιακών διασκέψεων να συνάπτουν κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    518   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, ισχυρίζεται ότι δεν κατανοεί τι εννοούν οι προσφεύγουσες με τον όρο «Conference service contract authority» και με τον όρο «κανόνες διέποντες τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως». Ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    519   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, όπως ανέφεραν σε απάντηση σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου σχετικά με το περιεχόμενο των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης, ότι η εξουσία των μερών της TACA να συνάπτουν από κοινού, στο πλαίσιο της διασκέψεως, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, σύμφωνα με τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζει η συμφωνία TACA, τους παρέχει αναγκαστικά την εξουσία να καθορίζουν το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων. Οι προσφεύγουσες φρονούν όμως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τους αναγνωρίζει την τελευταία αυτή εξουσία.

    520   Πρέπει να υπομνηστεί ότι διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύει στα μέρη της TACA, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85 της Συνθήκης, να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Πρέπει ωστόσο περαιτέρω να εξεταστεί αν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση τους απαγορεύει, κατ' εφαρμογήν της ίδιας διατάξεως, να καθορίζουν ελεύθερα, στο πλαίσιο της διασκέψεως, το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων.

    521   Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέρη της TACA παρέβησαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης «μέσω της συμφωνίας τους σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με φορτωτές». Όπως όμως διαπιστώθηκε ανωτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 477 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στους κανόνες της TACA σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, προκύπτει ότι οι εν λόγω «όροι και προϋποθέσεις» αφορούν, πέραν της απαγορεύσεως το 1994 και το 1995 της συνάψεως μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ορισμένους περιορισμούς που πλήττουν την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ήτοι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 489 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, την απαγόρευση των συμβάσεων διάρκειας μεγαλύτερης του έτους (η οποία επιμηκύνθηκε εν συνεχεία σε δύο κατόπιν δε σε τρία έτη), την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων, τις κατ' αποκοπήν αποζημιώσεις, την εμπιστευτικότητα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και την απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    522   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τους τελευταίους αυτούς περιορισμούς, οι αιτιολογικές σκέψεις 472 έως 502 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν κάνουν διάκριση ανάλογα με το αν οι περιορισμοί αυτοί αφορούν τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 442 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τονίζει ρητώς, στο στάδιο της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι ισχύοντες κανόνες στο πλαίσιο της TACA συνέχισαν να εφαρμόζονται, παρά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στους εν λόγω κανόνες, σε «όλες τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από τα μέρη της TACA (είτε κοινές είτε μεμονωμένες)». Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι ένας από τους περιορισμούς που προσδιορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 501, ήτοι η απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών, μπορεί αποκλειστικά να αφορά, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 139 και από την αιτιολογική σκέψη 449, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως και όχι τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 493, ότι η απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων έχει ως αποτέλεσμα ότι ένα μέρος που μετέχει σε κοινή σύμβαση παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί να συνάψει μεμονωμένη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, αναφέρεται ρητώς σε περιορισμό ο οποίος πλήττει τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 472 έως 502 υπάγονται στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στις «κοινές» συμβάσεις παροχής υπηρεσιών («ΧΧ. Κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ─ εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3»).

    523   Κατόπιν των προεκτεθέντων και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η έκφραση «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών» που χρησιμοποιείται στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να αφορά, όπως ανέφερε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, πρέπει να γίνει δεκτό, σε συμφωνία με τις προσφεύγουσες, ότι θα μπορούσε να συναχθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτή απαγορεύει στην TACA να καθορίζει ελεύθερα το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    524   Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί συνολικά. Συναφώς όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η Επιτροπή ─αφού εξέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 445, ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στις «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών του τύπου που συνάπτουν τα μέρη της TACA», έκφραση που αφορά ως εκ τούτου, όπως κρίθηκε ανωτέρω στη σκέψη 506, την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών─ αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 447, ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης εφαρμόζεται, επιπλέον, στη «συμφωνία μεταξύ των μερών της TACA περί επιβολής περιορισμών ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών». Ομοίως, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 δεν εφαρμόζεται στις «κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών του τύπου που συνάπτουν τα μέρη της TACA», διευκρινίζει, στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εντεύθέν προκύπτει ότι η εν λόγω εξαίρεση κατά κατηγορία δεν εφαρμόζεται στους περιορισμούς «ως προς τη δυνατότητα σύναψης ή το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών».

    525   Εντεύθεν προκύπτει ότι, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι περιορισμοί που πλήττουν το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που προσδιορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 501 δεν εμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ─και, ελλείψει εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, δεν απαιτείται για τους περιορισμούς αυτούς η χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης─ παρά μόνο στον βαθμό που επηρεάζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να συναφθούν οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, είτε καθορίζοντας το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων είτε καθορίζοντας τις προϋποθέσεις της δυνατότητας συνάψεώς τους.

    526   Έτσι, όσον αφορά το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, από τις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 501 προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απαγορεύει στα μέρη της TACA να επιβάλλουν στις συμβάσεις αυτές ρήτρες προβλέπουσες την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, την απαγόρευση των συμβάσεων διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους (η οποία επιμηκύνθηκε εν συνεχεία σε δύο κατόπιν δε σε τρία έτη) και το ύψος των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων. Ομοίως, όσον αφορά τις προϋποθέσεις της υπάρξεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, από τις ίδιες αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απαγορεύει στα μέρη της TACA, κατ' εφαρμογήν των κανόνων που προβλέπει η συμφωνία TACA όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, να απαιτούν την κοινολόγηση των προϋποθέσεων των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και, ενόψει της απαγορεύσεως των πολλαπλών συμβάσεων και της απαγορεύσεως των ανεξάρτητων ενεργειών, να εμποδίζουν τα μέρη που μετέχουν σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως να συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και να προβαίνουν σε ανεξάρτητη ενέργεια επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    527   Αντιθέτως, στον βαθμό που το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως που συνάπτουν τα μέρη της TACA δεν επηρεάζει το περιεχόμενο ή την ύπαρξη των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύει στα εν λόγω μέρη, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, να καθορίζουν ελεύθερα το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών στο πλαίσιο της διασκέψεως, ιδίως όσον αφορά τη διάρκειά τους ή το ύψος των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων. Συναφώς, είναι βεβαίως ακριβές ότι ορισμένοι από τους περιορισμούς που προσδιορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 501 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται στα μέρη της TACA που έχουν συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Ωστόσο, όπως τονίστηκε ανωτέρω, οι περιορισμού αυτοί δεν καθορίζουν το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών, αλλά, το πολύ, καθορίζουν εμμέσως τις προϋποθέσεις της υπάρξεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή της πραγματοποιήσεως ανεξάρτητων ενεργειών.

    528   Κατά συνέπεια, όπως ανέφερε η Επιτροπή, τόσο με τα δικόγραφά της όσο και απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ειδικές ερωτήσεις επί του σημείου αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύει στα μέρη της TACA, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85 της Συνθήκης, να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, ομοίως δεν τους απαγορεύει, κατ' εφαρμογήν της ίδιας αυτής διατάξεως, να καθορίζουν ελεύθερα το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων, καθόσον η Επιτροπή θεωρεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνεπάγεται κατ' ανάγκη, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, την εξουσία ελεύθερου καθορισμού του περιεχομένου των συμβάσεων αυτών.

    529   Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως στερούνται αντικειμένου.

     2. Επί των κανόνων που αφορούν την ύπαρξη και το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    530   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η θέση της Επιτροπής, η οποία διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με την οποία, δεδομένου ότι «η σύναψη του είδους των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνάπτουν τα μέρη της TACA» δεν τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, μια συμφωνία περιορίζουσα τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί ομοίως να τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, δεν είναι αιτιολογημένη και είναι παράλογη. Η Επιτροπή δεν εξηγεί συγκεκριμένα τους λόγους για τους οποίους η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 δεν έχει εφαρμογή στους περιορισμούς που αφορούν την πρόσβαση στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και το περιεχόμενό τους.

    531   Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι ο μόνος προφανής λόγος που δικαιολογεί το συμπέρασμα της Επιτροπής είναι ότι, ενόψει του γεγονότος ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 δεν έχει εφαρμογή στην εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, δεν μπορεί ομοίως να έχει εφαρμογή σε συμφωνία επιβάλλουσα περιορισμούς στο περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Κατά τις προσφεύγουσες ωστόσο, ακόμη και αν η εξαίρεση κατά κατηγορία δεν έχει εφαρμογή στην εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, τα μέλη της διασκέψεως δικαιούνται να συμφωνούν να μη συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις και να συμφωνούν περιορισμούς σχετικά με το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών.

    532   Περαιτέρω, κατά τις προσφεύγουσες, εφόσον τα μέλη μιας διασκέψεως δικαιούνται να απαγορεύουν τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε ελάφρυνση της απαγορεύσεως αυτής δεν συνιστά απαράδεκτο περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, φρονούν ότι η διαπίστωση ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία δεν έχει εφαρμογή στους κανόνες περί της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών στηρίζεται στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η απαγόρευση των συμβάσεων αυτών δεν εμπίπτει στην εξαίρεση κατά κατηγορία.

    533   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως δεν είναι βάσιμοι.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    534   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 στους κανόνες της TACA περί της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    535   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, στην αιτιολογική σκέψη 464, παράλογη αιτιολογία όσον αφορά τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία στην απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και στους περιορισμούς ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών.

    536   Πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι, δεδομένου ότι «η σύναψη του είδους των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνάπτουν τα μέρη της TACA δεν αποτελεί μία από τις παραδοσιακές δραστηριότητες των διασκέψεων στις οποίες έχει χορηγηθεί [εξαίρεση κατά κατηγορία], δεδομένου ότι καθιερώθηκαν μόλις μετά την εφαρμογή του ναυτιλιακού νόμου των ΗΠΑ του 1984 [...], είναι επίσης επόμενο ότι οι περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα σύναψης ή το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν καλύπτονται από την [εξαίρεση κατά κατηγορία] και πρέπει να αποδειχθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης [...] προκειμένου να μπορεί να τους χορηγηθεί [ατομική εξαίρεση]».

    537   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η συλλογιστική της Επιτροπής επί του σημείου αυτού δεν ακολουθεί κάποια λογική. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτει η TACA δεν συνιστούν παραδοσιακή πρακτική της TACA δεν μπορεί λογικά να δικαιολογήσει το ότι οι περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα συνάψεως των επί μέρους συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της απόλυτης απαγορεύσεώς τους το 1994 και το 1995, καθώς και οι περιορισμοί του περιεχομένου τους δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά κατηγορία.

    538   Μολονότι η αιτιολογία που διατυπώνει η προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού είναι συνεπώς εσφαλμένη, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1381 έως 1385, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1994 και το 1995 και οι περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα συνάψεως και το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζονται από το 1996 και μετά δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά κατηγορία.

    539   Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    540   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, εφόσον η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι κάθε ελάφρυνση της απαγορεύσεως αυτής τυγχάνει επίσης της εν λόγω εξαιρέσεως.

    541   Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω στις σκέψεις 1381 έως 1385, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία.

    542   Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η παραδοχή στην οποία στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι εσφαλμένη, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί με το αιτιολογικό αυτό και μόνον.

     3. Επί της απαγορεύσεως των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    543   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αιτιολογία σχετικά με τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως δεν μπορεί να τύχει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 ή ατομικής εξαιρέσεως.

    544   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    545   Όπως παρατηρούν οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται, στην αιτιολογική σκέψη 449, να αναφέρει ότι η απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως δεν τυγχάνει της εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, χωρίς να παράσχει συναφώς καμία ειδική εξήγηση.

    546   Ωστόσο, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 451 έως 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως δεν ενέπιπταν στην εν λόγω εξαίρεση. Εφόσον όμως η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 με το αιτιολογικό ότι οι ναύλοι που προβλέπουν οι συμβάσεις αυτές ποικίλλουν ανάλογα με τους φορτωτές και, κατά συνέπεια, δεν θεσπίζουν κοινούς ή ίσους ναύλους, το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι ο παρεπόμενος περιορισμός που αποσκοπεί στη διασφάλιση της τηρήσεως των ναύλων που προβλέπουν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, απαγορεύοντας τις ανεξάρτητες ενέργειες επί των συμβάσεων αυτών, δεν μπορεί, για τον ίδιο λόγο, να τύχει της εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως κατά κατηγορία.

    547   Όσον αφορά τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 500, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, αφενός, ότι οι προσφεύγουσες δεν εξήγησαν για ποιους λόγους η εν λόγω απαγόρευση πληρούσε τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως και, αφετέρου, ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών επιτρέπονταν στο παρελθόν. Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 501, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι η απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν εμφανίζεται ως απαραίτητη, δεδομένου ότι υφίστανται ανεξάρτητες ενέργειες επί των ναύλων του τιμολογίου και επειδή η εν λόγω απαγόρευση δεν παρουσιάζει πλεονεκτήματα για τους καταναλωτές.

    548   Εντεύθεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει στις προσφεύγουσες επαρκείς ενδείξεις για να γνωρίζουν αν η απόφαση αυτή είναι όντως βάσιμη όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 4056/86 και του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στην απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή, αντιθέτως, αν ενδεχομένως παρουσιάζει ελάττωμα βάσει του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-49/95, Van Megen Sports κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1799, σκέψη 51).

    549   Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη επί των σημείων αυτών και ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου που αφορά τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τους κανόνες περί της αμοιβής των ναυλομεσιτών

     Α ─ Επιχειρήματα των διαδίκων

    550   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τη νομική σημασία της γενέσεως των συμφωνιών μεταξύ των μελών της διασκέψεως όσον αφορά τα ανώτατα επίπεδα αμοιβής των ναυλομεσιτών και του τρόπου κατά τον οποίο το αμερικανικό δίκαιο αντιμετωπίζει τις συμφωνίες αυτές και ότι, για τον λόγο αυτό και για την παρεπόμενη έλλειψη προσήκουσας αιτιολογίας, τα άρθρα 2 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθούν.

    551   Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υιοθετεί στενή ερμηνεία της εκφράσεως «καθορισμός των ναύλων και των όρων μεταφοράς» που περιέχεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 και ότι ακολουθεί προσέγγιση διαφορετική από εκείνη που ακολούθησε σε άλλες περιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Οι συμφωνίες περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων αμοιβής των ναυλομεσιτών συνιστούν πρακτική που χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αιώνα και υφίσταται όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αλλά και σε άλλες χώρες. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τα μέρη των διασκέψεων μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες για το ύψος, τα επίπεδα ή τις προϋποθέσεις αμοιβής των ναυλομεσιτών.

    552   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι υφίσταται «άμεσος και αναγκαίος σύνδεσμος» μεταξύ των ναύλων και των ποσών που καταβάλλονται στους ναυλομεσίτες, οπότε η συμφωνία περί των ανωτάτων αμοιβών των ναυλομεσιτών πρέπει να θεωρηθεί αναγκαίο παρεπόμενο και παρακολούθημα της συμφωνίας περί των ναύλων που τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία την οποία προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86.

    553   Τρίτον, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν κατανόησε το έννομο καθεστώς που διέπει τον ναυλομεσίτη και τη συμβατική σχέση του με τον μεταφορέα και τον πελάτη του (τον φορτωτή). Ο ναυλομεσίτης δεν παρέχει κανονικά καμία υπηρεσία στη ναυτιλιακή εταιρία· δεν υφίσταται καμία σύμβαση μεταξύ του ναυλομεσίτη και της ναυτιλιακής εταιρίας για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών και η αμοιβή του ναυλομεσίτη δεν συνιστά το αντίτιμο για τέτοιες υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της επίμαχης συμφωνίας από την άποψη του άρθρου 85, παράγραφος 1, και του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης είναι πλημμελής.

    554   Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση περιγραφή του τρόπου κατά τον οποίο ενεργούν οι ναυλομεσίτες στην αγορά είναι ανακριβής σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο γενικός κανόνας είναι συγκεκριμένα ότι ο ναυλομεσίτης, μολονότι παρεμβαίνει ως πράκτορας έναντι του πελάτη του (του φορτωτή), ενεργεί ως παραγγελιοδότης έναντι του μεταφορέα. Η αμοιβή του ναυλομεσίτη συνιστά συνεπώς, στην πραγματικότητα, μείωση του ναύλου, υπό τη μορφή εκπτώσεως στο ποσό που οφείλει ο ναυλομεσίτης στον μεταφορέα βάσει της συμβάσεως μεταφοράς. Δεδομένου ότι η συμφωνία TACA συνίσταται στον καθορισμό ανωτάτων ορίων για την αμοιβή των ναυλομεσιτών στην ηπειρωτική Ευρώπη, αποτελεί συνεπώς συμφωνία που έχει ως σκοπό τον καθορισμό των ναύλων και των όρων της μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86.

    555   Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής στηρίζεται, κατ' αυτήν, στην ιδέα ότι η αμοιβή των ναυλομεσιτών καταβάλλεται από τα μέλη της TACA ως αντίτιμο για ορισμένες υπηρεσίες που παρέχουν οι ναυλομεσίτες στις ναυτιλιακές εταιρίες. Η ιδέα αυτή είναι ανακριβής.

    556   Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία, το ακριβές νομικό καθεστώς που διέπει τους ναυλομεσίτες ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Μπορεί να πρόκειται για πράκτορα, οπότε η σύμβαση μεταφοράς συνάπτεται μεταξύ της ναυτιλιακής εταιρίας και του φορτωτή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αναλαμβάνει δεσμεύσεις έναντι της ναυτιλιακής εταιρίας.

    557   Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα ίδια σφάλματα ανάλυσης ισχύουν, mutatis mutandis, και για την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία. Ειδικότερα, το γεγονός ότι στις χώρες αυτές δεν καταβάλλεται κανένα ποσό στους ναυλομεσίτες επιβεβαιώνει το ότι οι ναυλομεσίτες δεν παρέχουν καμία ξεχωριστή υπηρεσία στις ναυτιλιακές εταιρίες και ότι οι μόνες υπηρεσίες που παρέχουν είναι αυτές προς τους πελάτες τους (τους φορτωτές), οι οποίοι είναι οι μόνοι που τους καταβάλλουν αμοιβή. Εντεύθεν προκύπτει ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία, ο κανόνας που απαγορεύει την καταβολή προμήθειας στους ναυλομεσίτες δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απαγόρευση χορηγήσεως εκπτώσεων στον ναύλο.

    558   Τέλος, τέταρτον, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 προσθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον:

    –       οι μόνες ενδιάμεσες υπηρεσίες που παρέχουν οι ναυλομεσίτες στην επίμαχη κατάσταση είναι αυτές που παρέχουν στους πελάτες τους (στους φορτωτές), των οποίων είναι πράκτορες,

    –       η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία περιγραφή των υπηρεσιών που υποτίθεται ότι παρέχουν οι ναυλομεσίτες στις ναυτιλιακές εταιρίες και δεν εξηγεί πώς οι υπηρεσίες αυτές διαφοροποιούνται από εκείνες που παρέχονται στους φορτωτές,

    –       η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει τις συμβατικές ή άλλες σχέσεις μεταξύ των ναυτιλιακών εταιριών και των ναυλομεσιτών, βάσει των οποίων οι υπηρεσίες αυτές υποτίθεται ότι παρέχονται στις ναυτιλιακές εταιρίες, παρατηρουμένου ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται χωριστή σύμβαση για τέτοιες υπηρεσίες και η μοναδική συμβατική σχέση μεταξύ του ναυλομεσίτη και της ναυτιλιακής εταιρίας είναι εκείνη βάσει της οποίας, στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο ναυλομεσίτης ενεργεί ως παραγγελιοδότης στο πλαίσιο συμβάσεως μεταφοράς με την οικεία ναυτιλιακή εταιρία.

    559   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι κανένας από τους λόγους αυτούς δεν είναι βάσιμος.

     Β ─ Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    560   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες, οι οποίες δεν αμφισβητούν ότι η επίμαχη συμφωνία είναι περιοριστική του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής σε πολλά σημεία καθόσον διαπιστώνει, στις αιτιολογικές σκέψεις 509 έως 511, ότι η επίμαχη συμφωνία δεν εμπίπτει στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86.

    561   Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 αφορά τις συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών και των όρων μεταφοράς που προβλέπονται στο πλαίσιο των ναυτιλιακών διασκέψεων, οι οποίες οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του εν λόγω κανονισμού, να εφαρμόζουν «κοινούς ή ίσους ναύλους [...] [για] την παροχή των τακτικών αυτών υπηρεσιών».

    562   Εντεύθεν προκύπτει ότι, για να τύχουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, οι συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών που συνάπτονται από τα μέλη ναυτιλιακής διασκέψεως πρέπει να προβλέπουν κοινό ή ίσο ναύλο (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψεις 138 έως 143).

    563   Εν προκειμένω, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επίμαχη συμφωνία συνίσταται στο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γì, της συμφωνίας TACA, τα μέρη της TACA συμφωνούν ως προς τα ποσά, το ύψος ή τα ποσοστά της αμοιβής των μεσιτών και ναυλομεσιτών, συμπεριλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων καταβολής αυτών των ποσών και του ορισμού των προσώπων που μπορούν να ενεργούν ως μεσίτες.

    564   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια συμφωνία δεν θεσπίζει ναύλο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, αλλά περιορίζεται στον καθορισμό του επιπέδου των αμοιβών που καταβάλλουν τα μέλη της ναυτιλιακής διασκέψεως στους ναυλομεσίτες ως ανταμοιβή για τη διαμεσολάβηση της μεταφοράς που παρέχουν ως πράκτορες των φορτωτών. Αυτές οι υπηρεσίες, οι οποίες συνίστανται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στη διοργάνωση της μεταφοράς των εμπορευμάτων και στη διαπραγμάτευση των όρων και προϋποθέσεων βάσει των οποίων θα πραγματοποιηθεί η μεταφορά, καθώς και στη διεκπεραίωση των διοικητικών διατυπώσεων, όπως είναι η συμπλήρωση εγγράφων και ο εκτελωνισμός, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις κυρίως ειπείν υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς που αποτελούν το αντικείμενο των ναύλων που εμπίπτουν στην εξαίρεση κατά κατηγορία. Έτσι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς τον ναύλο που καταβάλλεται από τους φορτωτές στις ναυτιλιακές εταιρίες, οι προμήθειες που αποτελούν το αντικείμενο της επίμαχης συμφωνίας καταβάλλονται από τις ναυτιλιακές εταιρίες στους εκπροσώπους των φορτωτών.

    565   Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς η Επιτροπή απέκλεισε την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 επί της επίμαχης συμφωνίας.

    566   Κανείς από τους λόγους που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό.

    567   Όσον αφορά, κατ' αρχάς, τον λόγο ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο υφίσταται άμεσος και αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ των ναύλων και των ποσών που καταβάλλονται στους ναυλομεσίτες, αρκεί να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες, ναι μεν προβάλλουν την ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού, πλην όμως δεν εξηγούν σε τι συνίσταται ο δεσμός αυτός. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 517 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός που τονίζει η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98, ότι δηλαδή στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία δεν καταβάλλεται καμία προμήθεια στους ναυλομεσίτες από τους θαλάσσιους μεταφορείς μπορεί, αντιθέτως, να θεωρηθεί υπαινιγμός για το ότι η επίμαχη συμφωνία ουδόλως είναι απαραίτητη για τον καθορισμό των ναύλων.

    568   Περαιτέρω, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη ενός τέτοιου άμεσου και αναγκαίου συνδέσμου, η επίμαχη συμφωνία δεν θα ενέπιπτε στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως των συμπράξεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό την οποία θεσπίζει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι παρεκκλίνουσες διατάξεις που περιέχονται σε κανονισμό περί εξαιρέσεως κατά κατηγορία πρέπει, λόγω της φύσεώς τους, να ερμηνεύονται στενά (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Απριλίου 1993, T-9/92, Peugeot κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, II-493, σκέψη 37, και της 8ης Οκτωβρίου 1996, Τ-24/93 έως Τ-26/93 και Τ-28/93, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «CEWAL», Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1201, σκέψη 48). Πρέπει όμως να υπομνηστεί ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86 περιορίζεται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, σε μόνες τις θαλάσσιες μεταφορές από λιμένα σε λιμένα. Κατά συνέπεια, η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να επεκταθεί σε υπηρεσίες οι οποίες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορούν να θεωρηθούν παρεπόμενες ή αναγκαίες για τη θαλάσσια μεταφορά από λιμένα σε λιμένα, δεν συνιστούν, αυτές καθεαυτές, υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86. Τούτο εν προκειμένω αληθεύει τοσούτω μάλλον που οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο ξεχωριστής αγοράς στην οποία οι ναυλομεσίτες τελούν, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ανταγωνισμό με άλλους επιχειρηματίες, όπως είναι οι NVOCC (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 261).

    569   Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον λόγο ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο η επίμαχη συμφωνία αντικατροπτρίζει μια παραδοσιακή πρακτική των διασκέψεων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, καθώς και σε άλλες χώρες, πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 επί συγκεκριμένης συμφωνίας δεν μπορεί να εξαρτάται μόνον από το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή είναι παραδοσιακή, αλλά εξαρτάται πρωτίστως από την εξέταση του αν η συμφωνία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως κατά κατηγορία. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία, οι εθνικές πρακτικές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν να επιβάλλονται στην εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης (απόφαση VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 40). Επομένως, a fortiori, οι πρακτικές ορισμένων τρίτων κρατών δεν μπορούν να κατευθύνουν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 341).

    570   Επομένως, το γεγονός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι η επίμαχη συμφωνία απηχεί παραδοσιακή πρακτική των διασκέψεων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και σε άλλες χώρες, δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποτελέσει, ipso facto, απόδειξη για το ότι η Επιτροπή κακώς απέκλεισε την εφαρμογή στην εν λόγω συμφωνία της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86.

    571   Στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προβάλλουν, επιπλέον, έλλειψη της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως συγχέεται με τον ειδικό λόγο που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο οποίος εξετάζεται χωριστά στις σκέψεις 1396 έως 1411 κατωτέρω.

    572   Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που προβάλλει μόνον η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98, σύμφωνα με τον οποίο η αμοιβή που καταβάλλουν στους ναυλομεσίτες οι θαλάσσιοι μεταφορείς δεν συνιστά αντίτιμο για παρασχεθείσες υπηρεσίες, αλλά έκπτωση στον ναύλο, αρκεί να παρατηρηθεί ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι ναυλομεσίτες δεν παρέχουν καμία υπηρεσία στους θαλάσσιους μεταφορείς. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουστεί επί του σημείου αυτού από την προσφεύγουσα, ότι, όταν οι ναυλομεσίτες ενεργούν ως εκπρόσωποι των φορτωτών, τα καθήκοντά τους συνίστανται στην οργάνωση της μεταφοράς των εμπορευμάτων και στη διαπραγμάτευση των όρων και προϋποθέσεων βάσει των οποίων θα πραγματοποιηθεί η μεταφορά, καθώς και στη διεκπεραίωση των διοικητικών διατυπώσεων. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υπηρεσίες αυτές ωφελούν όχι μόνον τους φορτωτές αλλά και τους θαλάσσιους μεταφορείς, εφόσον έχουν ως αντικείμενο τη διευκόλυνση της συνάψεως και της εκτελέσεως της συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς.

    573   Συναφώς, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία δεν καταβάλλεται καμία προμήθεια στους ναυλομεσίτες από τους θαλάσσιους μεταφορείς, όχι μόνο δεν αποδεικνύει ότι οι ναυλομεσίτες δεν παρέχουν καμία υπηρεσία στους τελευταίους αυτούς, αλλά μάλλον καταδεικνύει, όπως και η προσφεύγουσα φαίνεται να το αναγνωρίζει, την ύπαρξη, εντός αυτών των κρατών μελών, συμφωνίας απαγορεύουσας την καταβολή κάθε προμήθειας, η οποία περιορίζει, από την άποψη του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τον ανταγωνισμό περισσότερο από την επίμαχη συμφωνία.

    574   Όσον αφορά, τέλος, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη της αιτιολογίας και τον οποίο προβάλλει η ίδια αυτή προσφεύγουσα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι με τις επικρίσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα αυτή επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να αμφισβητήσει το βάσιμο των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχουν οι ναυλομεσίτες και το νομικό καθεστώς που τους διέπει σε σχέση με τους θαλάσσιους μεταφορείς και τους φορτωτές. Τα επιχειρήματα αυτά τα οποία πρέπει, για τους προεκτεθέντες λόγους, να απορριφθούν δεν είναι λυσιτελή στο πλαίσιο της εξετάσεως της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, PVC II, παρατεθείσα στη σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψη 389).

    575   Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι με τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως επιδιώκεται να αμφισβητηθεί η αιτιλογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ναι μεν, βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ) η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η κατά νόμο δικαιολόγηση της αποφάσεώς της και τις σκέψεις που την οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή, πλην όμως δεν απαιτείται η Επιτροπή να συζητά όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εθίγησαν κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψεις 26 και 44). Η Επιτροπή έχει το πολύ την υποχρέωση, από την άποψη του άρθρου 190 της Συνθήκης, να απαντά ειδικώς στους ουσιαστικούς και μόνον ισχυρισμούς που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 426).

    576   Εν προκειμένω όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ειδικότερα με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο για να αμφισβητήσει τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχουν οι ναυλομεσίτες και το νομικό καθεστώς που τους διέπει σε σχέση με τους θαλάσσιους μεταφορείς και τους φορτωτές. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ότι δεν έλαβε θέση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επί στοιχείων τα οποία δεν της υποβλήθηκαν πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

    577   Για το σύνολο των λόγων αυτών, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά των εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με τη συμφωνία περί της αμοιβής των ναυλομεσιτών.

    Συμπέρασμα σχετικά με τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης και του άρθρου 2 του κανονισμού 1017/68, καθώς και από την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    578   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     ΙΙΙ ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης και από την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    579   Οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως αναπτύσσονται, κατ' ουσίαν, σε τρία σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το ότι η θέση τους μπορεί να εκτιμηθεί συλλογικά. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, ισχυρίζονται ότι τα μέρη της TACA δεν κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση. Τέλος, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, αμφισβητούν τις δύο καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως που τους προσάπτει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    Προκαταρκτική παρατήρηση σχετικά με το παραδεκτό των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως

    580   Η Επιτροπή ισχυρίζεται εκ προοιμίου ότι το τμήμα των προσφυγών που αφορά το άρθρο 86 της Συνθήκης είναι απαράδεκτο, καθόσον με αυτό ζητείται η ακύρωση των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 499 ανωτέρω).

    581   Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες δεν ζητούν την ακύρωση των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά αμφισβητούν τις εν λόγω εκτιμήσεις, στον βαθμό που αυτές συνιστούν την αναγκαία βάση των άρθρων 5 έως 7 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, των οποίων ζητούν την ακύρωση και σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή, αφενός, διαπίστωσε ότι τα μέρη της TACA καταχράστηκαν τη δεσπόζουσα θέση τους τροποποιώντας τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά προκειμένου να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση της TACA και επιβάλλοντας περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και ως προς το περιεχόμενό τους και, αφετέρου, διέταξε τα μέρη αυτά να παύσουν τις εν λόγω καταχρήσεις.

    582   Κατά συνέπεια, η ένσταση περί απαραδέκτου της προσφυγής επί του σημείου αυτού, την οποία προέβαλε η Επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    Επί του πρώτου σκέλους που αφορά την έλλειψη δεσπόζουσας θέσεως κατεχομένης συλλογικά από τα μέρη της TACA

    583   Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η θέση που κατέχουν τα μέλη της TACA μπορεί να εκτιμηθεί συλλογικά. Προς στήριξη του σκέλους αυτού των λόγων ακυρώσεως, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή διέπραξε σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά, αφενός, τους οικονομικούς δεσμούς μεταξύ των μερών της TACA και, αφετέρου, τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων αυτών μερών.

     Α ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών δεσμών μεταξύ των μερών της TACA


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    584   Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στα σημεία 526 έως 531, προσδιορίζει πέντε δεσμούς, ήτοι, το τιμολόγιο, τα μέτρα εκτελέσεως της TACA, τη γραμματεία της TACA, τη δημοσίευση του επιχειρηματικού προγράμματος και τις κοινοπρακτικές συμφωνίες. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα στοιχεία αυτά, είτε θεωρηθούν μεμονωμένα είτε συλλογικά, είναι ανεπαρκή για να δικαιολογηθεί συλλογική εκτίμηση της θέσεώς τους στην επίμαχη αγορά.

    585   Πρώτον, όσον αφορά το τιμολόγιο, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η υποχρέωση, που υφίσταται στο αμερικανικό δίκαιο (σύμφωνα με τον US Shipping Act), περί τηρήσεως του τιμολογίου, δεν συνιστά οικονομικό δεσμό που μπορεί να τις οδηγήσει να τηρήσουν την ίδια συμπεριφορά στην αγορά, καθόσον το αμερικανικό δίκαιο επιτρέπει στα μέλη μιας διασκέψεως να αφίστανται του τιμολογίου στο πλαίσιο ανεξάρτητων ενεργειών. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν συναφώς ότι ένα τιμολόγιο περιλαμβάνει τους «συνήθεις ναύλους» και ταυτόχρονα διάφορες μορφές παρεκκλίσεων από τους ναύλους αυτούς. Οι μηχανισμοί των παρεκκλίσεων αυτών είναι το ίδιο νόμιμοι όσο και τα τιμολόγια. Κατά τις προσφεύγουσες, η θέση της Επιτροπής ισοδυναμεί με την άποψη ότι τα μέλη όλων των ναυτιλιακών διασκέψεων και των σχετικών με τιμές συμπράξεων πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συλλογικής εκτιμήσεως από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με επαναχρησιμοποίηση των αποδείξεων που έχουν σημασία για την εκτίμηση από την άποψη του άρθρου 85 της Συνθήκης προκειμένου να αντληθούν συμπεράσματα για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    586   Δεύτερον, όσον αφορά τα μέτρα εκτελέσεως, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι είναι συνήθη στο πλαίσιο των ναυτιλιακών διασκέψεων και ότι η US Federal Maritime Commission (στο εξής: FMC) τα εκτιμά ευνοϊκά ως μέσα προστασίας του ανταγωνισμού, καθόσον προορίζονται να εμποδίσουν τις συνεπαγόμενες διακρίσεις πρακτικές των μελών των διασκέψεων έναντι των φορτωτών. Επιπλέον, εφόσον τα μέτρα αυτά απλώς διασφαλίζουν την τήρηση υποχρεώσεων που προβλέπει η TACA, δεν μπορούν λογικά να θεωρηθούν ότι αποτελούν δεσμό αυτά καθεαυτά. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, το είδος αυτό των μέτρων δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό που υφίσταται μεταξύ των μελών της TACA.

    587   Τρίτον, όσον αφορά τον ρόλο της γραμματείας της TACA, οι προσφεύγουσες τονίζουν, κατ' αρχάς, όσον αφορά τη διαπραγμάτευση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ότι η γραμματεία ενεργεί με βάση τις οδηγίες των μελών της διασκέψεως. Συναφώς, διευκρινίζουν ότι δεν είναι ακριβές να υποστηρίζεται, όπως πράττει η Επιτροπή, ότι η γραμματεία μετέχει στη διαπραγμάτευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ενάντια στη βούληση του φορτωτή. Ακόμη και όταν ένας φορτωτής επιλέγει να εμπλέξει τη γραμματεία στη διαπραγμάτευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η γραμματεία μετέχει σπανιότατα στη διαπραγμάτευση των εμπορικών ρητρών. Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον ρόλο της γραμματείας στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το έργο αυτό είναι αμιγώς διοικητικό και δεν επηρεάζει τη σχετική με τον ανταγωνισμό θέση των μελών. Ομοίως, όσον αφορά τη δημοσίευση ανακοινωθέντων Τύπου, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι πρόκειται για συνήθεις διοικητικές λειτουργίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της επικοινωνίας με τους φορτωτές.

    588   Τέταρτον, όσον αφορά τη δημοσίευση επιχειρηματικού προγράμματος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι το πρόγραμμα αυτό προορίζεται να αναγγείλει τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο τιμολόγιο και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Δεδομένου ότι τα μέλη μιας διασκέψεως πρέπει να συμφωνούν σχετικά με ένα τιμολόγιο, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η περιοδική αυτή αναγγελία δεν μπορεί να συνιστά δεσμό, αυτή καθεαυτήν, και να χρησιμοποιηθεί για να παρουσιαστεί η διάσκεψη ως έχουσα «κοινή εμπορική στρατηγική» (αιτιολογική σκέψη 530 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι προσφεύγουσες τονίζουν, επιπλεόν, ότι το επιχειρηματικό πρόγραμμα αποτελεί μέτρο προοριζόμενο να συμβάλει στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τους φορτωτές, που επιβάλλεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86.

    589   Πέμπτον, όσον αφορά τις κοινοπραξίες, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι δεν μετέχουν στην ίδια κοινοπραξία. Επιπλέον, τονίζουν ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες συνεπάγονται κέρδη όσον αφορά την τεχνική και επιχειρησιακή αποδοτικότητα τα οποία συμβάλλουν, όπως αναγνωρίζει και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 479/92 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης επί ορισμένων κατηγοριών συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιριών τακτικών γραμμών (consortia) (ΕΕ L 55, σ. 3), με την τέταρτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη του, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των τακτικών γραμμών θαλάσσιας μεταφοράς. Η Επιτροπή τόνισε έτσι, με την απόφασή της περί της συγκεντρώσεως μεταξύ P & O και Nedlloyd [απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1996, περί του συμβατού μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά (Υπόθεση IV/M.831 ─ P & O κατά Royal Nedlloyd) με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου (ΕΕ 1997, C 110, σ. 7), σημείο 65], ότι «ο ανταγωνισμός εκδηλώνεται στο πλαίσιο της κοινοπραξίας, πρώτον, με το γεγονός ότι οι εταιρίες διαθέτουν χωριστά τις υπηρεσίες τους στο εμπόριο και, δεύτερον, με την ποιότητα των υπηρεσιών τους για παράδειγμα τη διάθεση εξειδικευμένων εξοπλισμών, την παροχή υλικοτεχνικών υπηρεσιών (για παράδειγμα, την τοποθέτηση σε εμπορευματοκιβώτια) και υπηρεσίες μεικτών μεταφορών, καθώς και με την ταχύτητα και την ποιότητα της τεκμηριώσεως, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας δεδομένων» (σημείο 65). Κατά τις προσφεύγουσες, η συμμετοχή σε κοινοπρακτικές συμφωνίες δεν ασκεί επιρροή ως οικονομικός δεσμός παρά μόνον αν τα μέρη που μετέχουν στις συμφωνίες αυτές υιοθετούν την ίδια συμπεριφορά στην αγορά. Τούτο όμως δεν ισχύει εν προκειμένω. Αντιθέτως, η συμμετοχή των μερών της TACA σε διάφορες κοινοπραξίες συντελεί μάλλον, κατά την άποψη των προσφευγουσών, στην αύξηση του εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ τους.

    590   Τέλος, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι δεσμοί μεταξύ αυτής και των λοιπών μερών της TACA είναι αρκούντως ισχυροί για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών δεσμών που τις ενώνουν. Η προσφεύγουσα τονίζει συναφώς ότι το μερίδιο αγοράς που κατέχει στο επίμαχο δρομολόγιο (λιγότερο από το 0,1 %) και ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε στο δρομολόγιο αυτό το 1996, συγκρινόμενος με εκείνο των λοιπών μελών της TACA (μόνον το 1,2 % του κύκλου εργασιών της πραγματοποιήθηκε στο δρομολόγιο αυτό), αποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να ενήργησε ως ενιαία οικονομική οντότητα με τις λοιπές προσφεύγουσες στην επίμαχη αγορά.

    591   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, θεωρεί ότι οι οικονομικοί δεσμοί που προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    592   Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των μερών της TACA τους οποίους προσδιορίζει η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε θεωρηθούν μεμονωμένα είτε συλλογικά, είναι ανεπαρκείς για να δικαιολογήσουν συλλογική εκτίμηση της θέσεώς τους στην επίμαχη αγορά.

    593   Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με τους ακόλουθους λόγους που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση του εσωτερικού ανταγωνισμού και οι οποίοι εξετάζονται κατωτέρω, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον σημαντικό ανταγωνισμό που ασκείται στο πλαίσιο της διασκέψεως μεταξύ των μερών της TACA, ιδίως όσον αφορά τις τιμές. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει συνεπώς να ερμηνευθούν οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως ως αποσκοπούντες αποκλειστικά να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι οι δεσμοί που προκύπτουν από την ύπαρξη της διασκέψεως μπορούν, αυτοί καθεαυτούς, να δικαιολογήσουν συλλογική εκτίμηση της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA.

    594   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 86 της Συνθήκης μπορεί να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πολλές επιχειρήσεις κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 1994, Almelo κ.λπ., C-393/92, Συλλογή 1994, σ. I-1477, σκέψη 43· της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-96/94, Centro Servizi Spediporto, Συλλογή 1995, σ. I-2883, σκέψεις 32 και 33, και της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-140/94, C-141/94 και C-142/94, DIP κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-3257, σκέψεις 25 και 26· απόφαση του Πρωτοδικείο της 10ης Μαρτίου 1992, Τ-77/89 και Τ-78/89, SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Επίπεδη ύαλος», Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1403, σκέψη 358, και απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 60).

    595   Για να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να είναι επαρκώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, ώστε να ακολουθούν την ίδια γραμμή δράσεως στην αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου Centro Servizi Spediporto, παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 33· DIP κ.λπ. παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 26· της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, France κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Kali und Salz», Συλλογή 1998, σ. Ι-1375, σκέψη 221, και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-309/99, Wouters κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. Ι-1577, σκέψη 113· απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 62). Συναφώς, πρέπει να εξεταστούν οι δεσμοί ή οι οικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων και να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω δεσμοί ή διασυνδέσεις τους παρέχουν τη δυνατότητα να ενεργούν από κοινού ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους, από τους πελάτες τους και από τους καταναλωτές (αποφάσεις του Δικαστηρίου Almelo κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 43· Kali und Salz, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 221· της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 Ρ και C-396/95 Ρ, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «CEWAL», Συλλογή 2000, σ. Ι-1365, σκέψεις 41 και 42, και Wouters κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 114).

    596   Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 525 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι «τα μέλη της TACA κατέχουν συλλογικά δεσπόζουσα θέση, διότο είναι συνενωμένα με διάφορους οικονομικούς δεσμούς, γεγονός που έχει περιορίσει κατά πολύ την ικανότητά τους να ενεργούν ανεξάρτητα». Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 526 έως 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή στηρίχθηκε στους πέντε ακόλουθους οικονομικούς δεσμούς: στο τιμολόγιο (αιτιολογική σκέψη 526), στα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων (αιτιολογική σκέψη 527), στη γραμματεία (αιτιολογικές σκέψεις 528 και 529), στα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα (αιτιολογικές σκέψεις 528 και 530) και στις κοινοπρακτικές συμφωνίες (αιτιολογική σκέψη 531). Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, το τιμολόγιο και τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων συνιστούν «περιορισμούς της ικανότητας των μερών της TACA να ενεργούν ανεξάρτητα [οι οποίοι] αποσκοπούν στην ουσιώδη εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ τους σε επίπεδο τιμών». Περαιτέρω, στην ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η γραμματεία της TACA και τα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα υπάγονταν στα μέτρα τα οποία παρέσχον τη δυνατότητα στα μέρη της TACA «να παρουσιάζονται ως ενιαίος φορέας και να περιορίζουν τις πιέσεις των πελάτων για μειώσεις των τιμών».

    597   Πρέπει να παρητηρηθεί ότι, εξαιρέσει των κοινοπρακτικών συμφωνιών, οι δεσμοί τους οποίους προσδιόρισε η Επιτροπή, ήτοι το τιμολόγιο, τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων, η γραμματεία και τα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα, προκύπτουν ευθέως από τις δραστηριότητες που ασκούν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της TACA και, κατά συνέπεια, από την προσχώρησή τους σε αυτήν.

    598   Δεν αμφισβητείται ότι η TACA συνιστά ναυτιλιακή διάσκεψη κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι, για να αποτελούν ναυτιλιακή διάσκεψη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής του κανονισμού 4056/86, οι οικείες επιχειρήσεις πρέπει αναγκαστικά να έχουν ορισμένους δεσμούς μεταξύ τους.

    599   Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, ναυτιλιακή διάσκεψη αποτελεί μια «ομάδα δύο τουλάχιστον μεταφορέων-εφοπλιστών που εκτελεί διεθνείς τακτικές εμπορευματικές μεταφορές σε συγκεκριμένη γραμμή ή συγκεκριμένες γραμμές μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια και έχει συνάψει οποιασδήποτε μορφής συμφωνία ή διακανονισμό, στα πλαίσια του οποίου τα μέλη της ομάδας προβαίνουν από κοινού στην εκμετάλλευση της γραμμής ή των γραμμών με κοινούς ή ίσους τους ναύλους και κάθε άλλη προϋπόθεση που έχει σχέση με την παροχή των τακτικών αυτών υπηρεσιών».

    600   Από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι «διαδραματίζουν σταθεροποιητικό ρόλο χάρη στον οποίο εξασφαλίζονται υπηρεσίες που εμπνέουν εμπιστοσύνη στους φορτωτές, ότι συμβάλλουν γενικά στην εξασφάλιση προσφοράς τακτικών, επαρκών και αποτελεσματικών υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών, και μάλιστα λαμβάνοντας εύλογα υπόψη τα συμφέροντα των χρήστων, όταν τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν χωρίς τη συνεργασία την οποία αναπτύσσουν οι ναυτιλιακές εταιρείες που μετέχουν στις εν λόγω διασκέψεις στον τομέα των ναύλων και, κατά περίπτωση, της προσφοράς μεταφορικής ικανότητας ή της κατανομής των προς μεταφορά φορτίων και των εσόδων, ότι συχνότατα οι διασκέψεις υπόκεινται σε πραγματικό ανταγωνισμό τόσο εκ μέρους των τακτικών γραμμών εκτός διασκέψεων όσο και σε ορισμένες περιπτώσεις εκ μέρους των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία και άλλων τρόπων μεταφοράς, ότι επιπλέον η κινητικότητα των εμπορικών στόλων η οποία διέπει τη διάρθρωση της προσφοράς στον τομέα των γραμμών των θαλασσίων μεταφορών ασκεί διαρκή ανταγωνιστική πίεση στις διασκέψεις, οι οποίες κατά κανόνα δεν έχουν δυνατότητα εξάλειψης του ανταγωνισμού σε σημαντικό μέρος των εν λόγω γραμμών θαλασσίων μεταφορών».

    601   Όπως έχουν ήδη κρίνει το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψεις 48 και 49· απόφαση «Επίπεδη ύαλος», παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 359, και απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψεις 63 έως 66), από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, από τη φύση της και με βάση τους σκοπούς της, μια ναυτιλιακή διάσκεψη, όπως αυτή την οποία όρισε το Συμβούλιο ως τυγχάνουσα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, μπορεί να χαρακτηριστεί ως συλλογική οντότητα που παρουσιάζεται υπό αυτή τη μορφή στην αγορά έναντι τόσο των χρηστών όσο και των ανταγωνιστών. Το Συμβούλιο προβλέπει εξάλλου, με τον κανονισμό 4056/86, τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για να αποφευχθεί η εκ μέρους ναυτιλιακής διασκέψεως παραγωγή αποτελεσμάτων ασυμβάτων προς το άρθρο 86 της Συνθήκης. Τούτο ουδόλως προδικάζει το ζήτημα αν, σε μια δεδομένη κατάσταση, μια ναυτιλιακή διάσκεψη κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια συγκεκριμένη αγορά ή αν, a fortiori, εκμεταλλεύθηκε τη θέση αυτή καταχρηστικώς. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86, μια διάσκεψη κατέχουσα δεσπόζουσα θέση μπορεί με τη συμπεριφορά της να παραγάγει αποτελέσματα ασύμβατα προς το άρθρο 86 της Συνθήκης.

    602   Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι οι δεσμοί που προκύπτουν από την ύπαρξη ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86 μπορούν, κατ' αρχήν, να δικαιολογήσουν τη συλλογική εκτίμηση της θέσεως στη σχετική αγορά των μελών της εν λόγω διασκέψεως και την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, στον βαθμό που οι δεσμοί αυτοί μπορούν να τους παράσχουν τη δυνατότητα να υιοθετήσουν από κοινού, ως ενιαία οντότητα που παρουσιάζεται υπό τη μορφή αυτή στην αγορά έναντι των χρηστών και των ανταγωνιστών, ίδια γραμμή δράσης στην αγορά αυτή.

    603   Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό.

    604   Πρώτον, όσον αφορά το τιμολόγιο της TACA, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η υφιστάμενη στο αμερικανικό δίκαιο υποχρέωση τηρήσεως του τιμολογίου δεν συνιστά οικονομικό δεσμό ικανό να τις οδηγήσει να υιοθετήσουν την ίδια συμπεριφορά στην αγορά, καθόσον το αμερικανικό δίκαιο επιτρέπει στα μέλη διασκέψεως να αφίστανται του τιμολογίου στο πλαίσιο ανεξάρτητων ενεργειών. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν επιπλέον ότι ένα τιμολόγιο περιλαμβάνει τόσο συνήθεις ναύλους όσο και διάφορες μορφές παρεκκλίσεων από τους ναύλους αυτούς.

    605   Για να εξεταστεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 526 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι το τιμολόγιο αποτελούσε τον πρώτο από τους οικονομικούς δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ των μερών της TACA. Συναφώς, παρατήρησε ότι τα μέρη της TACA όχι μόνο συμφωνούσαν να τηρήσουν το τιμολόγιο, αλλ' επιπλέον υποχρεούνταν από την αμερικανική νομοθεσία να το πράξουν, διότι άλλων θα τους επιβαλλόταν πρόστιμο ύψους μέχρι 25 000 USD ανά παράβαση. Η Επιτροπή θεωρεί έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τιμολόγιο συνιστά περιορισμό της ικανότητας των μερών της TACA να ενεργούν ανεξάρτητα, ο οποίος αποσκοπεί στην ουσιώδη εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ τους σε επίπεδο τιμών.

    606   Πρέπει να υπομνηστεί ότι αυτή καθεαυτήν η ύπαρξη ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, όπως είναι η TACA, απαιτεί την εφαρμογή τιμολογίου προβλέποντος κοινούς ή ίσους ναύλους.

    607   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια ναυτιλιακή διάσκεψη παρουσιάζεται συνεπώς, κατ' αρχήν, ως ενιαία οντότητα στην αγορά, στον βαθμό που καθορίζει κοινούς ή ίσους ναύλους για όλα τα μέλη της, υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται μία τιμή για τη μεταφορά του ίδιου εμπορεύματος από το σημείο Α στο σημείο Β, ανεξάρτητα από τον εφοπλιστή μέλος της διασκέψεως που αναλαμβάνει τη μεταφορά (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 157).

    608   Συναφώς, το γεγονός ότι το εν λόγω τιμολόγιο προβλέπει, πέραν των συνήθων ναύλων, ορισμένους παρεκκλίνοντες ναύλους, όπως είναι για παράδειγμα οι TVR, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή όσον αφορά τα τελευταία αυτά είδη ναύλων στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως και όπως δέχονται και οι ίδιες οι προσφεύγουσες, οι παρεκκλίνοντες αυτοί ναύλοι συνιστούν επίσης κοινούς ή ίσους ναύλους που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του τιμολογίου.

    609   Ως προς το γεγονός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι η αμερικανική νομοθεσία προβλέπει το δικαίωμα των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως να προβαίνουν σε ανεξάρτητες ενέργειες όσον αφορά τους ναύλους του τιμολογίου, πρέπει να τονιστεί ότι οι εν λόγω ανεξάρτητες ενέργειες έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα σε σχέση με την αρχή του από κοινού καθορισμού των τιμών (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 407), οπότε οι ενέργειες αυτές δεν μπορούν, κατ' αρχήν, να θίξουν το ενιαίο των ναύλων του τιμολογίου και, κατά συνέπεια, να θέσουν εν αμφιβόλω τη συλλογική εκτίμηση της διασκέψεως, όπως αυτή προκύπτει, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, από το τιμολόγιο αυτό. Όσον αφορά το ζήτημα αν, εν προκειμένω, οι ανεξάρτητες ενέργειες και οι λοιπές συγκεκριμένες πρακτικές των μελών της TACA όσον αφορά τις τιμές μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω μια τέτοια εκτίμηση, το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο, όπως προαναφέρθηκε, των ξεχωριστών λόγων που εξετάζονται κατωτέρω.

    610   Τέλος, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι μια συμφωνία απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν εμποδίζει την Επιτροπή να λάβει υπόψη τη συμφωνία αυτή για να συμπεράνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως των οικείων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, μια συμφωνία, μια απόφαση ή μια εναρμονισμένη πρακτική, που τυγχάνει ή όχι εξαιρέσεως κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, μπορεί, όταν τίθεται σε εφαρμογή, να έχει ως συνέπεια ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεσμεύονται όσον αφορά τη συμπεριφορά τους σε ορισμένη αγορά κατά τρόπον ώστε να εμφανίζονται στην αγορά αυτή ως συλλογική οντότητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των εμπορικών εταίρων τους και των καταναλωτών. Η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως μπορεί συνεπώς να προκύπτει από τη φύση και τους όρους μιας συμφωνίας, από τον τρόπο της εφαρμογής της και, επομένως, από τους δεσμούς ή τις διασυνδέσεις μεταξύ επιχειρήσεων που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψεις 44 και 45). Κατά τη νομολογία, τούτο συμβαίνει, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 601, στην περίπτωση ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86. Δεν αμφισβητείται όμως εν προκειμένω ότι η TACA συνιστά μια τέτοια ναυτιλιακή διάσκεψη. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε σε μια τέτοια συμφωνία για να συμπεράνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως των μερών της TACA στη σχετική αγορά.

    611   Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο τιμολόγιο της TACA για να εκτιμήσει συλλογικά τη θέση των μερών της TACA στη σχετική αγορά. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    612   Δεύτερον, όσον αφορά τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων της TACA, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι είναι συνήθη στο πλαίσιο των ναυτιλιακών διασκέψεων και ότι η FMC τα εκτιμά ευνοϊκά ως μέσα προστασίας του ανταγωνισμού, καθόσον προορίζονται να εμποδίσουν τις συνεπαγόμενες διακρίσεις πρακτικές των μελών των διασκέψεων έναντι των φορτωτών. Επιπλέον, στον βαθμό που τα μέτρα αυτά απλώς διασφαλίζουν τη τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει η TACA, δεν μπορούν, κατά τις προσφεύγουσες, λογικά να θεωρηθούν ότι αποτελούν, αυτά καθεαυτά, σύνδεσμο.

    613   Πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 527 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσχώρηση στους κανόνες της TACA διασφαλίζεται από διάφορα μέτρα εκτελέσεως. Από την αιτιολογική σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 10 της συμφωνίας TACA προβλέπει τη σύσταση μιας εποπτικής αρχής («Enforcement Authority») η οποία μπορεί, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας, να διενεργήσει έρευνες σχετικά με εικαζόμενη παράβαση των διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας. Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει, στην αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω εποπτική αρχή έχει απόλυτη και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες των μεταφορέων στο δρομολόγιο και ότι είναι εξουσιοδοτημένη να επιβάλλει σημαντικά πρόστιμα για οποιαδήποτε παράβαση των συμφωνιών, ειδικότερα των συμφωνιών περί καθορισμού των τιμών, και για κάθε άρνηση κάποιου μέρους της συμφωνίας να επιτρέψει την πρόσβαση που ζητείται στο πλαίσιο έρευνας. Η Επιτροπή διαπιστώνει έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 527 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι διατάξεις αυτές αποτελούν τις πιο εκτενείς ρυθμίσεις ελέγχου που έχουν υποπέσει στην αντίληψη της Επιτροπής στον τομέα της ναυτιλίας».

    614   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτά τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων, που προορίζονται, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσουν την τήρηση του τιμολογίου που θεσπίζει μια ναυτιλιακή διάσκεψη, μπορούν να ενισχύσουν τον σύνδεσμο που δημιουργεί το εν λόγω τιμολόγιο. Τούτο είναι τοσούτω μάλλον αληθές καθόσον, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 599, αυτή καθεαυτήν η ύπαρξη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86 απαιτεί την εφαρμογή τιμολογίου προβλέποντος ίσους ή κοινούς ναύλους, οπότε τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων που προορίζονται να διασφαλίσουν την τήρηση του τιμολογίου αυτού εκ μέρους των μερών της ναυτιλιακής διασκέψεως συνιστούν μέτρα αναγκαία και, κατά συνέπεια, παρακολουθηματικά κάθε ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως.

    615   Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν έχει συναφώς σημασία το ότι η FMC εκτιμά θετικά τα μέτρα εκτελέσεως που υιοθετούν οι ναυτιλιακές διασκέψεις. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, αλλά ότι αποτελούν στοιχείο ικανό να ενισχύσει τον δεσμό μεταξύ των μερών της TACA που προκύπτει από το τιμολόγιο που αυτή έχει θεσπίσει. Η ύπαρξη όμως ενός τέτοιου δεσμού, που μπορεί να οδηγήσει την Επιτροπή να εκτιμήσει συλλογικά τη θέση των μερών της TACA, δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτήν, καμία παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης. Μόνον η καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως αυτής μπορεί να αποτελέσει μια τέτοια παράβαση, τουλάχιστον όταν η συλλογικά κατεχόμενη θέση είναι δεσπόζουσα στη σχετικά αγορά (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψεις 37 έως 39).

    616   Ως προς το γεγονός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων δεν συνιστούν, αυτά καθεαυτά, δεσμό, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή εφόσον διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούσαν να ενισχύσουν τον δεσμό που δημιουργεί το τιμολόγιο.

    617   Επομένως, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην ύπαρξη μέτρων εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων για να εκτιμήσει συνολικά τη θέση που κατέχουν τα μέρη της TACA στη σχετική αγορά.

    618   Τρίτον, όσον αφορά τη γραμματεία της TACA, οι προσφεύγουσες τονίζουν, κατ' αρχάς, σχετικά με τη διαπραγμάτευση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ότι η γραμματεία ενεργεί βάσει των οδηγιών που της δίδουν τα μέλη της διασκέψεως και ότι, ακόμη και όταν ένας φορτωτής επιλέγει να εμπλέξει τη γραμματεία στη διαπραγμάτευση μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η γραμματεία δεν μετέχει παρά σπανιότατα στη διαπραγμάτευση των εμπορικών ρητρών. Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον ρόλο της γραμματείας στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το έργο αυτό είναι αμιγώς διοικητικό και δεν επηρεάζει την ανταγωνιστική θέση των μελών.

    619   Πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 528, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η γραμματεία της TACA παρείχε τη δυνατότητα στη ναυτιλιακή διάσκεψη να παρουσιάζεται στην αγορά ως μία και μόνη οντότητα. Στην αιτιολογική σκέψη 529, η Επιτροπή τόνισε, συναφώς, ότι η γραμματεία της TACA είχε εκτεταμένες διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες, ότι ήταν εξουσιοδοτημένη να ενεργεί ως αντιπρόσωπος των μελών της TACA συνάπτοντας συμβάσεις μεταφορών για λογαριασμό τους, ότι μπορούσε να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μεταξύ των φορτωτών και των μελών της TACA και ότι εξέδιδε δελτία τύπου για λογαριασμό των μελών της TACA.

    620   Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο ακριβής ρόλος της γραμματείας της TACA στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως και της εκτελέσεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός και μόνον της μη αμφισβητουμένης υπάρξεως ενός κοινού διοικητικού οργάνου που έχει την ιδιότητα να εκπροσωπεί τα μέρη της TACA, ειδικότερα έναντι των φορτωτών, συνιστά στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η TACA είναι σε θέση να παρουσιάζεται ως μία και μόνη οντότητα στην αγορά, αντικατοπτρίζοντας έτσι τους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ των μερών της TACA λόγω των δραστηριοτήτων τους ως μελών ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86. Συναφώς, από τον ενώπιον του Πρωτοδικείου φάκελο προκύπτει εξάλλου ότι οι επιστολές των φορτωτών σχετικά με τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως απευθύνεται στη γραμματεία της TACA.

    621   Επομένως, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε στην ύπαρξη της γραμματείας της TACA για να εκτιμήσει συλλογικά τη θέση των μερών της TACA στη σχετική αγορά. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    622   Τέταρτον, όσον αφορά τα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα της TACA, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, δεδομένου ότι προορίζονται για την αναγγελία των τροποποιήσεων του τιμολογίου, δεν μπορούν να συνιστούν δεσμό αυτά καθεαυτά και να χρησιμεύουν για να παρουσιάζεται η διάσκεψη ως έχουσα κοινή εμπορική στρατηγική. Οι προσφεύγουσες τονίζουν, επιπλέον, ότι το ετήσιο επιχειρηματικό πρόγραμμα αποτελεί μέτρο που συμβάλλει στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τους φορτωτές, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86.

    623   Πρέπει να τονιστεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 528 και 530 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εκ μέρους της TACA δημοσίευση ετήσιων επιχειρηματικών προγραμμάτων απεδείκνυε ότι τα μέρη της TACA παρουσιάζονταν στους φορτωτές ως έχοντα κοινή εμπορική στρατηγική στην αγορά και επέτρεπε έτσι στην TACA να παρουσιάζεται στην αγορά ως μια ενιαία οντότητα.

    624   Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκ μέρους της TACA δημοσίευση ετήσιων επιχειρηματικών προγραμμάτων, τα οποία καταρτίζουν από κοινού τα μέλη της στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους που σχετίζονται με τη ναυτιλιακή διάσκεψη κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, αποτελεί στοιχείο βάσει του οποίου η TACA μπορεί προδήλως να παρουσιαστεί ως ενιαία οντότητα έναντι των τρίτων, αντικατροπτρίζοντας έτσι την ύπαρξη των δεσμών που υφίστανται μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, τα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα συνιστούν συνεπώς, αυτά καθεαυτά, δεσμό λόγω του οποίου η TACA, επειδή δημοσιεύει τα προγράμματα αυτά, μπορεί να παρουσιαστεί ως συλλογική οντότητα στη σχετική αγορά έναντι των ανταγωνιστών της και των φορτωτών.

    625   Τούτο αληθεύει τοσούτω μάλλον που τα εν λόγω ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα, όπως τονίζουν και οι ίδιες οι προσφεύγουσες, προορίζονται να συμβάλλουν στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τους φορτωτές που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 4056/86. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι εν λόγω διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται για την εξεύρεση λύσεων στα γενικά ζητήματα αρχών όσον αφορά τις τιμές, τους όρους και την ποιότητα των τακτικών υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς, τα οποία ανακύπτουν μεταξύ των χρηστών, αφενός, και της ναυτιλιακής διασκέψεως στο σύνολό της, αφετέρου. Επομένως, το γεγονός ότι η εν λόγω δημοσίευση προκύπτει από υποχρέωση την οποία επιβάλλει στις ναυτιλιακές διασκέψεις ο κανονισμός 4056/86, όχι μόνο δεν αντικρούει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η δημοσίευση ετήσιων επιχειρηματικών προγραμμάτων μπορεί να παρέχει τη δυνατότητα στην TACA να παρουσιάζεται ως συλλογική οντότητα στη σχετική αγορά, αλλ' αντιθέτως ενισχύει τη διαπίστωση αυτή.

    626   Συναφώς, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την εν λόγω δημοσίευση ως συνιστώσα παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, αλλά ως στοιχείο βάσει του οποίου η TACA μπορεί να παρουσιαστεί ως συλλογική οντότητα στη σχετική αγορά. Η ύπαρξη όμως μιας τέτοιας συλλογικής οντότητας δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτήν, καμία παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης. Μόνον η εκ μέρους της συλλογικής αυτής οντότητας καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεώς της στη σχετική αγορά μπορεί να συνιστά μια τέτοια παράβαση, τουλάχιστον όταν η θέση την οποία η οντότητα αυτή κατέχει είναι δεσπόζουσα στη σχετική αγορά (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψεις 37 έως 39).

    627   Ορθώς συνεπώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη δημοσίευση των ετήσιων επιχειρηματικών προγραμμάτων της TACA για να εκτιμήσει συλλογικά τη θέση που κατέχουν τα μέρη της TACA στη σχετική αγορά. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    628   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 601 ανωτέρω, το τιμολόγιο, τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων, η γραμματεία και τα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα της TACA αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη ουσιωδών δεσμών μεταξύ των μερών της TACA, ικανών να δικαιολογήσουν συλλογική εκτίμηση της θέσεώς τους στη σχετική αγορά.

    629   Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί η σημασία άλλων δεσμών μεταξύ των προσφευγουσών που προκύπτουν από τη σύναψη άλλων συμφωνιών, όπως είναι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία αυτά, τα οποία προκύπτουν από τη δραστηριότητα των προσφευγουσών ως μερών της TACA και, κατά συνέπεια, από την προσχώρησή τους σε ναυτιλιακή διάσκεψη κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του κανονισμού 4056/86, για να εκτιμήσει συλλογικά τη θέση των μερών της TACA στη σχετική αγορά.

    630   Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω, όσον αφορά την προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98, λόγω του ότι είναι ελάχιστο το μερίδιό της στην αγορά ή ο κύκλος εργασιών της στο επίμαχο δρομολόγιο. Συγκεκριμένα, αφ' ής στιγμής οι δεσμοί στους οποίους στηρίζεται η συλλογική εκτίμηση της θέσεως των μερών της TACA προκύπτουν από την προσχώρησή τους στην TACA, η θέση εκάστου μέρους της TACA πρέπει, από το γεγονός και μόνον της προσχωρήσεως αυτής, να εκτιμάται μαζί με εκείνη των λοιπών μερών της TACA συλλογικά, καθόσον, με την προσχώρηση αυτή, η προσφεύγουσα συνδέθηκε, όσον αφορά τη συμπεριφορά της σε μια συγκεκριμένη αγορά, με τα άλλα μέρη που προσχώρησαν στην TACA, οπότε παρουσιάζονται στην αγορά αυτή ως συλλογική οντότητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των εμπορικών εταίρων τους και των καταναλωτών (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 44). Εν προκειμένω όμως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι αποτελούσε μέρος της TACA κατά την επίμαχη περίοδο.

    631   Συναφώς, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί ότι, κατά τη νομολογία, για να εκτιμηθεί συλλογικά η θέση διαφόρων επιχειρήσεων σε μια συγκεκριμένη αγορά, αρκεί οι επιχειρήσεις αυτές να έχουν τη δυνατότητα να υιοθετούν κοινή γραμμή δράσης στην αγορά αυτή. Δεν είναι αντιθέτως αναγκαίο να αποδειχθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές υιοθέτησαν πράγματι όλες την ίδια αυτή γραμμή δράσης σε όλες τις περιστάσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Kali und Salz, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 221).

    632   Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στην προσφεύγουσα, λόγω της ελάχιστης θέσεώς της στην αγορά, κάθε πράξη διενεργηθείσα από την TACA δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως που αφορούν τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA.

    633   Το πολύ, το γεγονός ότι ένα μέρος της TACA δεν ακολούθησε τη συμπεριφορά που υιοθέτησαν τα λοιπά μέρη της TACA μπορεί να αποδείξει ότι το μέρος αυτό της TACA δεν μετέσχε σε μια παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, αν αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά που υιοθέτησαν τα λοιπά μέρη της TACA συνιστά κατάχρηση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, ναι μεν η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως συνάγεται από τη θέση που κατέχουν από κοινού οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην επίμαχη αγορά, πλην όμως η κατάχρηση δεν πρέπει αναγκαστικά να οφείλεται σε όλες τις εν λόγω επιχειρήσεις. Πρέπει μόνο να μπορεί να προσδιοριστεί ως μία από τις εκδηλώσεις της κατοχής μιας τέτοιας συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 66).

    634   Κατά συνέπεια, έστω και αν το μερίδιο αγοράς ή ο κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας στο επίμαχο δρομολόγιο ήσαν ελάχιστα κατά την ίδια αυτή περίοδο, πρέπει να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη του τιμολογίου, των μέτρων εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων, της γραμματείας και των ετήσιων επιχειρηματικών προγραμμάτων της TACA, η προσφεύγουσα αυτή μπορούσε να αποτελεί με τα λοιπά μέρη της TACA μια ενιαία οντότητα στη σχετική αγορά.

    635   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών δεσμών μεταξύ των μερών της TACA πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

    636   Πρέπει ωστόσο επιπλέον να εξεταστεί αν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες με τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως, από τα σχετικά με τον εσωτερικό ανταγωνισμό στοιχεία που προέβαλαν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι δεσμοί τους οποίους προσδιόρισε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσαν, εν προκειμένω, να δικαιολογήσουν συλλογική εκτίμηση της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA.

     Β ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της TACA

    637   Όσον αφορά τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της TACA, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ένα συναφώς εσφαλμένο νομικό κριτήριο. Εν συνεχεία, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τον εσωτερικό ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών και σε άλλα εκτός των τιμών επίπεδα μεταξύ των μερών της TACA. Τέλος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί των σημείων αυτών.

     1. Επί του εσφαλμένου νομικού κριτηρίου το οποίο έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    638   Πρώτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν οι δεσμοί που υφίστανται μεταξύ των μελών της TACA οδήγησαν στην ύπαρξη μιας ενιαίας οντότητας η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά. Ειδικότερα, φρονούν ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε τις «σχέσεις αυτές [...], πλην μέσω αναφοράς στα αποτελέσματά τους, δηλαδή στη δημιουργία μιας καταστάσεως στην οποία ένας όμιλος ανεξαρτήτων επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στην αγορά ως μία ενιαία οντότητα» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, Συλλογή 2000, σ. Ι-1371, σκέψη 28).

    639   Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 528 και 530 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται έτσι στις προθέσεις τους και στο πώς εμφανίζονται οι δράσεις τους, χωρίς ωστόσον να αποδεικνύει το αποτέλεσμα που παρήγαγαν οι δεσμοί αυτοί στη συμπεριφορά τους στην αγορά.

    640   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον ισχυρισμό της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 522 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την απόφαση «Επίπεδη ύαλος», που παρατέθηκε στη σκέψη 594 ανωτέρω, προκύπτει ότι «η διατήρηση ενδεχομένως ενός βαθμού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι υφίσταται συλλογική δεσπόζουσα θέση».

    641   Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι στην προπαρατεθείσα απόφαση «Επίπεδη ύαλος» δεν διατυπώνεται η θέση αυτή. Υπενθυμίζουν ότι, στην απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο έκρινε μόνον ότι «δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο δύο ή περισσότερες ανεξάρτητες οικονομικές ενότητες να συνδέονται, σε μια συγκεκριμένη αγορά, με τέτοιους οικονομικούς δεσμούς ώστε, εκ του λόγου αυτού, να κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες στην ίδια αγορά» (σκέψη 358 της αποφάσεως). Κατά τις προσφεύγουσες, από το χωρίο αυτό δεν μπορεί να συναχθεί κανένα στοιχείο όσον αφορά τον βαθμό του ανταγωνισμού που είναι συμβατός με τη διαπίστωση της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    642   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή επιδιώκει, με τη θέση της, να αναπτύξει ένα νέο κριτήριο που καθιστά το κοινό τιμολόγιο πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος δικαιολογεί τη διαπίστωση περί υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, οπότε αν οι οικείες επιχειρήσεις υιοθετούν την ίδια γενική προσέγγιση, η απόδειξη περί ανεξάρτητης συμπεριφοράς στην αγορά, ιδίως ο αυτοτελής καθορισμός των τιμών, δεν αντίκειται στην ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Δεδομένου ότι κάθε ναυτιλιακή διάσκεψη στηρίζεται, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86, σε ενιαίο ή κοινό τιμολόγιο, η Επιτροπή χρησιμοποιεί έτσι ένα δυνητικά αμάχητο τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο τα μέλη κάθε ναυτιλιακής διασκέψεως, συμπεριλαμβανομένης της TACA, μπορούν να κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η θέση αυτή εξηγεί επίσης την εφεκτικότητα της Επιτροπής να εξετάσει τις αποδείξεις πραγματικού ανταγωνισμού.

    643   Κατά τις προσφεύγουσες, από την κοινοτική νομολογία προκύπτει αντιθέτως ότι η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως προϋποθέτει την απουσία ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων. Τονίζουν ότι, στη σκέψη 34 της αποφάσεως Centro Servizi Spediporto, που παρατίθεται στη σκέψη 594 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εθνική ρύθμιση προβλέπουσα τον καθορισμό των κομίστρων των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων από τις δημόσιες αρχές περιάγει τις επιχειρήσεις σε συλλογική δεσπόζουσα θέση χαρακτηριζόμενη από έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ τους» [βλ., επίσης, απόφαση DIP κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 27, και, όσον αφορά την πρακτική της Επιτροπής, την ανακοίνωση για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ─ Πλαίσιο, σχετικές αγορές και αρχές (ΕΕ 1998, C 265, σ. 2), σημεία 78 και 79]. Ο γενικός εισαγγελέας Fennelly, με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, που παρατέθηκαν στη σκέψη 638 ανωτέρω, κατέληξε ότι «από την αναλυθείσα ανωτέρω νομολογία, ειδικότερα από τις αποφάσεις Centro Servizi Spediporto, DIP και [Kali und Salz], προκύπτει ότι έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ ορισμένου αριθμού επιχειρήσεων που εκλαμβάνονται ότι έχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως» (σημείο 34). Η νομολογία αυτή είναι εξάλλου σύμφωνη με τις οικονομικές θεωρίες που γίνονται γενικώς δεκτές στον τομές της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    644   Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, για να συναχθεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν οι οικείες επιχειρήσεις υιοθέτησαν κοινή στρατηγική στον τομέα των τιμών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δεύτερον, αν το μέγεθος και η ένταση άλλων μορφών ανταγωνισμού, πέραν αυτού μέσω των τιμών, μπορούν να αποκλείσουν το να στηριχθεί στην ύπαρξη κοινής στρατηγικής στον τομέα των τιμών το συμπέρασμα περί υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσες στη σκέψη 638 ανωτέρω, σημείο 34). Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβαίνει στη διττή αυτή εξέταση.

    645   Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε το ουσιαστικό ζήτημα αν οι προσφεύγουσες υιοθέτησαν «την ίδια γραμμή δράσης στην αγορά» (απόφαση Almelo κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 42) και αν συνιστούν «μια ενιαία οντότητα που δραστηριοποιείται στην αγορά» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσες στη σκέψη 638 ανωτέρω, σημείο 28). Τονίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται, στην αιτιολογική σκέψη 525, να διαπιστώσει ότι οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των μελών της TACA έχουν «περιορίσει κατά πολύ την ικανότητά τους να ενεργούν ανεξάρτητα». Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες μπορούν να κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση. Αντίθετα προς τις απαιτήσεις της νομολογίας και τις οικονομικές θεωρίες στον τομέα αυτό, η Επιτροπή δεν επιδιώκει να αποδείξει ότι οι δεσμοί αυτοί είχαν ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση της ίδιας συμπεριφοράς στην αγορά για όλες τις σχετικές πτυχές του ανταγωνισμού στην αγορά. Ο ισχυρισμός, που περιέχεται στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι αρκεί τα μέλη της TACA να έχουν υιοθετήσει «πολύ παρόμοια στάση» δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτός.

    646   Αντί συμπεράσματος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν επιπλέον ότι η προσέγγιση της Επιτροπής, διυλίζοντας το κριτήριο της «ίδιας συμπεριφοράς», απαλείφει τη διάκριση μεταξύ των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης και ισοδυναμεί με χορήγηση στην Επιτροπή διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες το άρθρο 86 της Συνθήκης εφαρμόζεται στη συμπεριφορά δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων. Κατά τις προσφεύγουσες, μολονότι η Επιτροπή αρνήθηκε να ορίσει το περιεχόμενο αυτής της διακριτικής ευχέρειας, φαίνεται ότι θεωρεί ότι η οριζόντια σύμπραξη μπορεί να είναι «η χειρότερη» από τη δεσπόζουσα θέση μιας και μόνης επιχειρήσεως και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να εμπίπτει στο άρθρο 86 της Συνθήκης.

    647   Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέχει, μαζί με τα λοιπά μέρη της TACA, συλλογική δεσπόζουσα θέση για τον λόγο και μόνον της προσχωρήσεώς της στην TACA, δεν μπορεί να συνεπάγεται από αυτό ότι κάθε ενέργεια στην οποία προβαίνουν δύο ή περισσότερα μέλη της TACA σχετικά με το διατλαντικό δρομολόγιο πρέπει αναγκαστικά να αποδίδεται σε όλα τα μέρη της TACA ανά πάσα στιγμή. Παρά το γεγονός ότι οι καταχρήσεις που προσάπτονται στις προσφεύγουσες δεν εμπίπτουν, ενόλω ή εν μέρει, στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας TACA, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι όλα τα μέρη της TACA υιοθέτησαν την ίδια συμπεριφορά στην αγορά όσον αφορά τα ζητήματα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την προσφεύγουσα όμως, η αδύναμη θέση της στην αγορά κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών καθιστά απίθανη την ύπαρξη ενιαίας συμπεριφοράς, καθόσον από αυτή δεν θα μπορούσε να αντλήσει παρά μόνο λίγα πλεονεκτήματα. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι, επιπλέον, ως νέο μέλος της TACA, δέχθηκε τις ρήτρες της συμφωνίας περί διασκέψεως ως αυτές είχαν κατά τον χρόνο της προσχωρήσεώς της.

    648   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    649   Πρέπει να παρατηρηθεί ότι με τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προσάπτεται, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν διαπίστωσε επαρκώς κατά νόμο ότι τα μέλη της TACA αποτελούσαν ενιαία οντότητα η οποία είχε υιοθετήσει την ίδια συμπεριφορά στην αγορά, καταλήγοντας στην εξάλειψη κάθε ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ τους.

    650   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς παρατηρούν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα μέρη της TACA είχαν υιοθετήσει την ίδια συμπεριφορά στη σχετική αγορά, αλλά μόνο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 525, ότι η ικανότητά τους να ενεργούν ανεξάρτητα είχε «κατά πολύ» περιοριστεί λόγω των διαφόρων οικονομικών δεσμών που προσδιορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 526 έως 531, οι οποίοι προκύπτουν, αφενός, από το τιμολόγιο, τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων, τη γραμματεία και τα ετήσια επιχειρηματικά προγράμματα της TACA και, αφετέρου, από τις κοινοπρακτικές συμφωνίες. Συναφώς, η Επιτροπή τόνισε εξάλλου ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι περιορισμοί της ικανότητας των μελών της TACA να ενεργούν ανεξάρτητα μεταξύ τους, οι οποίοι προκύπτουν από το τιμολόγιο και τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων της TACA, είχαν ως αντικείμενο την «ουσιώδη» εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ τους σε επίπεδο τιμών. Η Επιτροπή φρονεί έτσι, όπως ανέφερε στην αιτιολογικές σκέψεις 522 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η διατήρηση ενδεχομένως ενός βαθμού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι υφίσταται συλλογική δεσπόζουσα θέση».

    651   Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, για να εκτιμηθεί συλλογικά η θέση που κατέχουν διάφορες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει αναγκαστικά να διαπιστώνει ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν υιοθετήσει την ίδια συμπεριφορά η οποία καταλήγει σε εξάλειψη κάθε ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ τους.

    652   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, για να μπορεί μια θέση που κατέχουν διάφορες επιχειρήσεις να αποτελέσει αντικείμενο συλλογικής εκτιμήσεως στη σχετική αγορά, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν, από κοινού, ιδίως λόγω των διασυνδέσεων που υφίστανται μεταξύ τους, την εξουσία να υιοθετούν την ίδια γραμμή δράσης στην αγορά (απόφαση Kali und Salz, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 221). Τούτο συμβαίνει όταν οι επιχειρήσεις αυτές είναι σε θέση να προβλέπουν τις αντίστοιχες συμπεριφορές τους και έχουν συνεπώς ισχυρό κίνητρο να ευθυγραμμίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά κατά τρόπον ώστε, ιδίως, να μεγιστοποιήσουν το κοινό κέρδος τους, περιορίζοντας την παραγωγή προκειμένου να αυξηθούν οι τιμές (αποφάσεις του Πρωτοδικείο της 25ης Μαρτίου 1999, Τ-102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-753, σκέψη 276, και της 6ης Ιουνίου 2002, Τ-342/99, Airtours κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2585, σκέψη 60).

    653   Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν η δυνατότητα που έχει μια επιχείρηση να ευθυγραμμίζει τη συμπεριφορά της με βάση τη συμπεριφορά ενός ή περισσοτέρων ανταγωνιστών συνεπάγεται αναγκαστικά ότι περιορίζεται αισθητά ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, πλην όμως μια τέτοια δυνατότητα ευθυγραμμίσεως της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται, αντιθέτως, ότι έχει απολύτως εξαλειφθεί ο μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ανταγωνισμός. Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης προϋποθέτει την ύπαρξη οικονομικών δεσμών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων οικονομικών οντοτήτων, εξ ορισμού ανεξάρτητων και, επομένως, ικανών να ανταγωνιστούν η μια την άλλη, και όχι την μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ύπαρξη θεσμικών δεσμών αναλόγων με εκείνους που υφίστανται μεταξύ μιας μητρικής εταιρίας και των θυγατρικών εταιριών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση «Επίπεδη ύαλος», παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψεις 357 και 358).

    654   Κατά συνέπεια, ναι μεν η απουσία αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρηματιών που φέρονται να είναι μέλη δεσπόζοντος ολιγοπωλίου συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συνεκτιμηθούν για την εκτίμηση της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση Airtours κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 652 ανωτέρω, σκέψη 63· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Centro Servizi Spediporto, παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 34, και DIP κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 27), πλην όμως δεν μπορεί να απαιτείται, για να διαπιστωθεί μια τέτοια δεσπόζουσα θέση, η εξάλειψη αυτή του αποτελεσματικού ανταγωνισμού να καταλήγει στην εξάλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων.

    655   Εντεύθεν προκύπτει ότι κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης αποκλείει, από τη φύση της, κάθε ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που κατέχουν μια τέτοια θέση και απαιτεί την εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών υιοθέτηση της ίδιας συμπεριφοράς για όλες τις πτυχές του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά.

    656   Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας στην υπόθεση Τ-212/98 που αντλούνται από το γεγονός ότι, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέχει, μαζί με τα λοιπά μέλη της TACA, συλλογική δεσπόζουσα θέση για τον λόγο και μόνον της προσχωρήσεώς της στην TACA, δεν μπορεί από αυτό να συνάγεται ότι κάθε πράξη δύο ή περισσοτέρων μελών της TACA σχετικά με το διατλαντικό δρομολόγιο πρέπει αναγκαστικά να αποδίδεται σε όλα τα μέλη της TACA ανά πάσα στιγμή, έχει δοθεί απάντηση στις σκέψεις 630 έως 634 ανωτέρω, στο πλαίσιο των προηγουμένων λόγων ακυρώσεως.

    657   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την εφαρμογή εσφαλμένου νομικού κριτηρίου πρέπει να απορριφθεί.

     2. Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών και σε άλλο επίπεδο πέραν αυτού των τιμών


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    658   Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, ο δεύτερος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του εσωτερικού ανταγωνισμού σε άλλο επίπεδο πέραν αυτού των τιμών.

    659   Όσον αφορά, πρώτον, τον ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν σχετικά με την ατομική στρατηγική τους σε επίπεδο τιμών είναι, από οικονομική και νομική άποψη, ασύμβατη προς τη διαπίστωση συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    660   Οι προσφεύγουσες εκθέτουν εκ προοιμίου ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των ναύλων της διασκέψεως και των ναύλων των ανεξάρτητων ενεργειών. Εξηγούν ότι οι ναύλοι της διασκέψεως συμπεριλαμβάνουν τους ναύλους του τιμολογίου και τους ναύλους των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Οι ναύλοι του τιμολογίου περιλαμβάνουν, αφενός, τους «συνήθεις ναύλους» που αφορούν τη μεταφορά εμπορευμάτων που εμπίπτουν σε ορισμένες κατηγορίες ανεξάρτητα από την ποσότητα («class tariff») και, αφετέρου, τους TVR που αφορούν τη μεταφορά συγκεκριμένου όγκου επί μια ορισμένη περίοδο. Όλοι αυτοί οι ναύλοι έχουν ως κοινό στοιχείο το ότι καθορίζονται από τα μέλη της διασκέψεως συλλογικά. Οι ναύλοι των ανεξάρτητων ενεργειών, αντιθέτως, περιλαμβάνουν τις ανεξάρτητες ενέργειες τόσο επί των «συνήθων ναύλων» όσο και επί των TVR («time/volume rates independent action» ή «TVRIA») και τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Οι ναύλοι αυτοί αποτελούν αντικείμενο άμεσης διαπραγματεύσεως μεταξύ του φορτωτή και του ή των (σε περίπτωση κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών) μελών της διασκέψεως.

    661   Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τόσο οι ναύλοι της διασκέψεως όσο και οι ναύλοι των ανεξάρτητων ενεργειών αντικατοπτρίζουν τον ανταγωνισμό στην αγορά. Έτσι, στο πλαίσιο του καθορισμού των ναύλων της διασκέψεως, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον ανταγωνισμό που ασκείται από τα μη μέλη της διασκέψεως, τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε εναλλακτικά δρομολόγια, τις ανεξάρτητες ενέργειες, τους λοιπούς τρόπους μεταφοράς και την αγοραστική δύναμη των πελατών. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι λόγω του ανταγωνισμού αυτού οι ναύλοι που επικρατούν στο διατλαντικό δρομολόγιο είναι χαμηλοί, όπως τούτο αποδεικνύεται από τα πορίσματα των εκθέσεων Drewry και Mercer.

    662   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στο πλαίσιο των ναυτιλιακών διασκέψεων τακτικών γραμμών, για τη διαπίστωση κοινής στρατηγικής ως προς τις τιμές απαιτείται όλο ή σχεδόν όλο το εμπόρευμα να μεταφέρεται από τη διάσκεψη με τους «συνήθεις» ναύλους της διασκέψεως ή με τους ναύλους των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Εν προκειμένω όμως οι προσφεύγουσες ακολούθησαν ανεξάρτητη πολιτική όσον αφορά τις τιμές, απαντώντας τόσο στον εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό ανταγωνισμό. Η ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού αποδεικνύεται από τις ανεξάρτητες ενέργειες, τις μεμονωμένες και κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και τις συμβάσεις με τους NVOCC. Κατά τις προσφεύγουσες, το να μη γίνει δεκτός ο εσωτερικός αυτός ανταγωνισμός ισοδυναμεί με το να θεωρηθεί, πράγμα το οποίο αποτελεί τη σιωπηρή θέση της Επιτροπής, ότι τα μέλη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως οφείλουν, εξ ορισμού, να αποτελούν αντικείμενο συλλογικής εξετάσεως, ανεξάρτητα από τις αποδείξεις περί εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών ή σε άλλο επίπεδο πέραν αυτού των τιμών. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα κατωτέρω περιγραφόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν υιοθέτησαν την ίδια συμπεριφορά καθορισμού των τιμών στην αγορά. Η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο περί αποδείξεως του αντιθέτου.

    663   Πρώτον, όσον αφορά τις ανεξάρτητες ενέργειες, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, έστω και αν αληθεύει ότι αυτές είναι συχνά πολύ μικρής διάρκειας ή χρησιμεύουν ως προσωρινή λύση κατά τη διαπραγμάτευση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι ενέργειες αυτές αποτελούν την εκδήλωση εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, υπό την έννοια ότι η προσφυγή στις ανεξάρτητες ενέργειες, έστω και για σύντομη περίοδο, αποτελεί ανεξάρτητη απόφαση στον τομέα των τιμών. Οι προσφεύγουσες τονίζουν, ειδικότερα, τη δυνατότητα που έχει κάθε μέλος διασκέψεως να ακολουθεί την ανεξάρτητη ενέργεια στην οποία προβαίνει ένα άλλο μέλος (μέσω ενός «me too»). Κατά τις προσφεύγουσες, οι ενέργειες αυτές συνιστούν απόδειξη περί του εσωτερικού ανταγωνισμού, καθόσον μαρτυρούν τη βούληση του μέλους που ακολουθεί να παραμείνει ανταγωνιστικό σε σχέση με το μέλος που ανέλαβε την πρωτοβουλία. Το δικαίωμα περί του «me too» το εγγυάται ο US Shipping Act.

    664   Οι προσφεύγουσες τονίζουν, επιπλέον, ότι η διαδιακασία που εφαρμόζεται στις ανεξάρτητες ενέργειες παρέχει σημαντικό περιθώριο χειρισμών στις διασκέψεις, για να μπορούν να αντιμετωπίζουν τον εσωτερικό και τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Συναφώς, τονίζουν ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες επί των «συνήθων ναύλων» πρέπει να κοινοποιούνται στη γραμματεία της διασκέψεως, η οποία με τη σειρά της τις κοινοποιεί σε όλα τα μέλη της διασκέψεως και τις δημοσιεύει στο νέο τιμολόγιο της διασκέψεως, οπότε κάθε φορτωτής μπορεί να τύχει της ενέργειας αυτής κατά την περίοδο της ισχύος της χωρίς να υποχρεούται να πραγματοποιήσει τη μεταφορά με το μέλος που έλαβε την πρωτοβουλία. Όσον αφορά τις TVRIA, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι κάθε μέλος της διασκέψεως μπορεί να μετάσχει στις ενέργειες αυτές εφόσον το πράξει πριν από την πραγματική εφαρμογή του ναύλου και σε συμφωνία με το μέλος που έλαβε την πρωτοβουλία. Οι προσφεύγουσες τονίζουν, επιπλέον, ότι, βάσει των κανόνων της FMC, αφ' ής στιγμής ο ναύλος γίνεται δεκτός από ένα φορτωτή, δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί, έστω και αν, μετέπειτα, μειωθεί ο ναύλος της διασκέψεως.

    665   Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες των μελών της TACA κατά την περίοδο από το 1994 έως το 1997 ήσαν πολυάριθμες και ισχυρίζονται, βάσει των στοιχείων που αφορούν τις TVRIA για το 1996, ότι, πρώτον, το 1996, το 8,3 % του συνόλου των φορτώσεων στο διατλαντικό δρομολόγιο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των TVRIA, δεύτερον, οι προσφεύγουσες ακολούθησαν διαφορετικές στρατηγικές στον τομέα αυτό (για παράδειγμα, ενώ δύο μέλη της TACA δεν εφάρμοσαν καμία TVRIA, δύο άλλα μέλη μετέφεραν πάνω από το 20 % της συνολικής φορτώσεώς τους στο πλαίσιο αυτό)· τρίτον, ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να καθορίσουν τον όγκο του μεταφερθέντος φορτίου στο πλαίσιο ανεξάρτητης ενέργειας επί των «συνήθων ναύλων», είναι προφανές ότι ο όγκος φορτίου που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο αυτό είναι υψηλότερος από εκείνον που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο και μόνον των TVRIA.

    666   Οι προσφεύγουσες εκθέτουν επίσης, με βάση αριθμητικά δεδομένα που αφορούν το 1996, ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των μελών εκάστης των κοινοπραξιών στις οποίες μετέχουν τα μέλη της TACA χαρακτηρίζεται από την πραγματοποίηση ανεξάρτητων ενεργειών και ενεργειών «me too», πράγμα το οποίο αντικρούει τον ισχυρισμό, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι συμφωνίες διαμοιρασμού σκαφών έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των ανεξάρτητων ενεργειών που αναλαμβάνουν τα μέλη τους». Συναφώς, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η κατάθεση ενός υπάλληλου της FMC, που παρατέθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογική σκέψη 197 και η οποία στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό, δεν εκφράζει την επίσημη θέση της FMC. Το γεγονός ότι η FMC δέχθηκε μεγάλο αριθμό συμφωνιών διαμοιρασμού σκαφών αποδεικνύει εξάλλου ότι η FMC δεν συνδέει την ύπαρξη αυτού του είδους των συμφωνιών και το επίπεδο δραστηριότητας των ανεξάρτητων ενεργειών που αναλαμβάνουν τα μέλη της. Οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως, θεωρεί έλασσον το σημείο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά εμμένουν στο ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία απόδειξη προς στήριξη της διαπιστώσεώς της.

    667   Τέλος, οι προσφεύγουσες επικρίνουν το λυσιτελές της συγκρίσεως που πραγματοποιείται στον πίνακα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως μεταξύ των ανεξάρτητων ενεργειών σε δρομολόγια του Ειρηνικού και των ανεξάρτητων ενεργειών στο διατλαντικό δρομολόγιο. Τονίζουν, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν παρέχει κανένα στοιχείο ως προς τη σχετικότητα των δύο δρομολογίων, δεύτερον, ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της TACA, κάθε κοινοποίηση ανεξάρτητης ενέργειας υπολογίζεται μία μόνο φορά, όποιος και αν είναι ο αριθμός των γραμμών του τιμολογίου που επηρεάζονται (όσον αφορά τα εμπορεύματα και τα δρομολόγια), ενώ, στα δρομολόγια του Ειρηνικού προς Ασία, οι ανεξάρτητες ενέργειες καταχωρίζονται για κάθε εμπόρευμα και για κάθε επηρεαζόμενο δρομολόγιο, τρίτον, ότι, στο πλαίσιο της TACA, που περιέχει «συνήθεις ναύλους», οι ανεξάρτητες ενέργειες που πραγματοποιούνται σε μια κατηγορία μπορούν να επηρεάσουν διάφορα είδη εμπορευμάτων, ενώ, στο πλαίσιο των δρομολογίων του Ειρηνικού, όπου ισχύει ένα τιμολόγιο «ανά εμπόρευμα», οι ανεξάρτητες ενέργειες πραγματοποιούνται συνήθως επί ενός ειδικού εμπορεύματος, και ότι, τέταρτον, η Επιτροπή δεν ανέφερε την πηγή των στοιχείων τα οποία παραθέτει. Προς στήριξη των επικρίσεών τους, οι προσφεύγουσες επισυνάπτουν τη δήλωση του κ. Conrad, Deputy Executive Director της Transpacific Stabilisation Agreement και πρώην γενικού διευθυντή και διευθύνοντα συμβούλου της Asia North America Eastbound Rate Agreement, με την οποία εξηγείται γιατί ο πίνακας 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

    668   Δεύτερον, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το 1996 συνήψαν συνολικά 92 μεμονωμένες και κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 17,8 % όλων των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήψαν και το 15,3 % του συνόλου του φορτίου που μετέφεραν το 1996. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν επίσης ότι η συμμετοχή σε κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές εμπορικές πολιτικές που ακολουθεί έκαστο των μελών της TACA. Έτσι, ενώ ορισμένα μέλη δεν μετέσχον σε καμία από τις συμβάσεις αυτές, επτά μέλη μετέσχον σε τουλάχιστον μια σύμβαση, ενώ οκτώ μέλη μετέσχον σε περισσότερες από 70 συμβάσεις. Υπενθυμίζουν ότι οι εν λόγω συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν απαιτούν ψηφοφορία της διασκέψεως. Δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι προσφεύγουσες συνήψαν μεμονωμένες ή κοινές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, το έπραξαν δε σε διάφορους βαθμούς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι δεν κατανοούν το περιεχόμενο της παρατηρήσεως της Επιτροπής ότι λίγο λιγότερο από το ήμισυ των συμβάσεων συνήφθη με φορτωτές ιδιοκτήτες. Όσον αφορά το γεγονός που τονίζει η Επιτροπή ότι σχεδόν όλες οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών προέβλεπαν διαφορετικές τιμές, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι πρόκειται για το αποτέλεσμα μεμονωμένων στρατηγικών επιμέρους μεταφορέων. Ομοίως, το γεγονός ότι ορισμένοι φορτωτές απέστειλαν επίσης τμήμα του φορτίου τους στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως αντικατοπτρίζει τη βούληση των επιμέρους μεταφορέων να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα ως ατομικοί επιχειρηματίες οι οποίοι συναγωνίζονται, στο σύνολο της αγοράς της διασκέψεως, με άλλα μέλη της διασκέψεως και με εταιρίες που δεν είναι μέλη της διασκέψεως.

    669   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η σύναψη αυτών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είχε ως συνέπεια μείωση του τιμολογίου της διασκέψεως. Έτσι, η μεμονωμένη σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνήψε το 1996 η Hanjin με τη Wittwer Schwelm, σχετικά με τη μεταφορά ανταλλακτικών αυτοκινήτων και χημικών προϊόντων, είχε, αφού προκάλεσε ένα «me too» εκ μέρους της Ocean World Lines, ως συνέπεια μείωση του «συνήθους ναύλου» διαφόρων εμπορευμάτων που έφτασε μέχρι και το 17,7 %. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν στην Επιτροπή με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, αλλα η Επιτροπή δεν τα έλαβε υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση.

    670   Τρίτον, όσον αφορά τον ανταγωνισμό για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι ατομικές στρατηγικές που υιοθετεί έκαστο των μελών της TACA αποδεικνύουν την έλλειψη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Έτσι, από τα αριθμητικά στοιχεία που παρέχονται με το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι, πρώτον, το 1994, υπήρξε ανταγωνισμός μεταξύ επτά μελών της TACA, από τα δεκαέξι μέλη που αριθμούσε την περίοδο εκείνη, για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC, δεύτερον, το 1995, υπήρξε ανταγωνισμός μεταξύ εννέα μελών της TACA, από τα δεκαεπτά μέλη που αριθμούσε την περίοδο εκείνη, για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC, τρίτον, το 1996, υπήρξε ανταγωνισμός μεταξύ δεκαπέντε μελών της TACA, από τα δεκαεπτά μέλη που αριθμούσε, για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC και, τέταρτον, το 1997, υπήρξε ανταγωνισμός μεταξύ δεκαέξι μελών της TACA, από τα δεκαεπτά μέλη που αριθμούσε, για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC. Περαιτέρω, από τα ίδια αυτά στοιχεία προκύπτει ότι το μερίδιο εκάστης των προσφευγουσών επί του συνόλου του φορτίου που μετέφερε η διάσκεψη για τους NVOCC διακυμάνθηκε σε σημαντικό βαθμό κατά την επίμαχη περίοδο, πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζει εκ νέου τις διαφορετικές πολιτικές που ακολούθησε έκαστο των μελών της TACA στον τομέα αυτό. Έτσι, για παράδειγμα, το μερίδιο της Hapag Lloyd στο φορτίο της διασκέψεως όσον αφορά τους NVOCC αυξήθηκε μεταξύ 1994 και 1997 από 0,9 σε 9,6 %, εις βάρος των εταιριών που χειρίζονται παραδοσιακά αυτό το είδος του φορτίου. Η σχετική εξήγηση δόθηκε από τον δικηγόρο των προσφεγουσών, με επιστολή της 3ης Μα?ου 1995 προς την Επιτροπή, όπου εξηγεί τα εξής:

    «Όσον αφορά τα φορτία που μεταφέρονται με πλήρως φορτωμένα εμπορευματοκιβώτια (FCL), ορισμένα μέρη της TACA, στο πλαίσιο της συνολικής επιχειρηματικής πολιτικής τους, του επιχειρηματικού τους σχεδιασμού και της στρατηγικής τους στους τομείς του μάρκετινγκ και των επενδύσεων, επέλεξαν να μην διατηρούν πολυάριθμο προσωπικό πωλήσεων ή/και εκτεταμένα δίκτυα πρακτορείων προκειμένου να προσελκύσουν εμπορεύματα από τους πολυάριθμους μικρομεσαίους φορτωτές που διακινούν φορτία πλήρως φορτωμένων εμπορευματοκιβωτίων και λειτουργούν για ίδιο λογαριασμό. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω μεταφορείς συνήθως συναλλάσσονται με τον ευρύτερο των NVOCC και εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν προκειμένου να προσελκύσουν και να συγκεντρώσουν σημαντικές ποσότητες φορτίων FCL. Σε αντίθεση με αυτούς τους μεταφορείς, άλλα μέρη της TACA προτιμούν να επιβαρύνονται με τα πάγια έξοδα που συνεπάγονται η διατήρηση πολυάριθμου προσωπικού πωλήσεων της εταιρείας, οι δραστηριότητες εξυπηρέτησης των πελατών και τα δίκτυα πρακτορείων. Οι εν λόγω μεταφορείς συνήθως συναλλάσονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό άμεσα με τους φορτωτές που ελέγχουν φορτία FCL και, συνεπώς, αντιμετωπίζουν τους NVOCC ως ανταγωνιστές και αντιπάλους μεταφορείς (εφόσον και οι τελευταίοι τους ανταγωνίζονται για την προσέλκυση φορτίων FCL που ελέγχονται από φορτωτές)».

    671   Στην πρώτη περίπτωση εμπίπτει, για παράδειγμα, η Cho Yang, της οποίας το μερίδιο στο φορτίο της διασκέψεως όσον αφορά τους NVOCC μειώθηκε μεταξύ 1994 και 1997 από το 19,5 στο 8,3 %. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι οι παλαιές ανεξάρτητες εταιρίες, οι οποίες δεν διαθέτουν την αναγκαία υποδομή προωθήσεως των πωλήσεων και πωλήσεων για να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τους φορτωτές ιδιοκτήτες, στηρίχθηκαν στους NVOCC για να παράσχουν αυτή την υποδομή προωθήσεως των πωλήσεων και πωλήσεων. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η διάσταση μεταξύ των πολιτικών αυτών όσον αφορά το φορτίο των NVOCC προκάλεσε σημαντικό ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της TACA, που είχε ως αποτέλεσμα ότι κάποια μέλη απώλεσαν σημαντικό τμήμα της δραστηριότητας αυτής προς όφελος άλλων μελών.

    672   Υπό το φως των στοιχείων αυτών, οι προσφεύγουσες αντικρούουν τον ισχυρισμό, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα μέρη της TACA δεν ανταγωνίζονται στην πλειονότητά τους για τη συμμετοχή τους σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με NVOCC». Τονίζουν ότι η Επιτροπή, μολονότι αναπαράγει την επιστολή της 3ης Μα?ου 1995 στην υποσημείωση αριθ. 55 υπό την αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αγνόησε την εξήγησή τους. Περαιτέρω, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε τον ισχυρισμό της σε στοιχεία που αφορούν μόνο το 1995, χωρίς να εξετάσει τις τάσεις και την ανάπτυξη που σημειώθηκαν στην αγορά λόγω των διακυμάνσεων στην ατομική στρατηγική εκάστου των μερών της TACA. Τέλος, τονίζουν ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής φαίνεται να περιορίζεται σε μόνες τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC. Από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει όμως ότι η Hapag Lloyd μετέφερε όλο το φορτίο της των NVOCC το 1994, το 1995 και το 1996 στο πλαίσιο TVR και ότι η εταιρία αυτή ήταν η μόνη που ενήργησε έτσι το 1994. Το 1995 και το 1996, διάφορες προσφεύγουσες είχαν επίσης μεταφέρει φορτίο των NVOCC στο ίδιο αυτό πλαίσιο. Συναφώς, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, από το 1994, το σύνολο του φορτίου των NVOCC στο πλαίσιο των TVR μεταφέρθηκε όχι με ναύλο που συμφωνήθηκε από κοινού, αλλά με ναύλο που καθόρισαν οι εταιρίες διενεργούσες ατομικώς στο πλαίσιο των TVRIA.

    673   Όσον αφορά την επικριτική παρατήρηση της Επιτροπής ότι τέσσερα από τα μέλη της TACA μετέφεραν την πλειονότητα του φορτίου των NVOCC, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι με την παρατήρηση αυτή υποστηρίζεται ουσιαστικά ότι τα μέλη της TACA δεν θα είχαν αρκούντως διαφορετικές στρατηγικές παρά μόνον αν όλα έπρατταν το ίδιο πράγμα. Κατά τις προσφεύγουσες όμως το κρίσιμο ζήτημα είναι μάλλον το αν τα μέλη της TACA ακολούθησαν διαφορετικές στρατηγικές όσον αφορά το φορτίο των NVOCC, πράγμα το οποίο έπραξαν, καθόσον τα προπαρατεθέντα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η μεταφορά του φορτίου των NVOCC άλλαξε σημαντικά συν τω χρόνω. Δεν έχει σημασία το αν οι μεταφορές αυτές πραγματοποιήθηκαν βάσει συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή στο πλαίσιο των TVR. Κατά τις προσφεύγουσες, αυτό που έχει σημασία είναι ο ανταγωνισμός για το φορτίο αυτό.

    674   Όσον αφορά, δεύτερον, τον ανταγωνισμό σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν συναφώς όσον αφορά την ατομική στρατηγική τους είναι, από οικονομική και νομική άποψη, ασύμβατη προς τη διαπίστωση περί της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το “προϊόν” που προσφέρει κάθε μεταφορέας δεν μπορεί να διακριθεί από των υπολοίπων» παρά τα πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία περί ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

    675   Οι προσφεύγουσες παρατηρούν εκ προοιμίου ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι θαλάσσιοι μεταφορείς δεν περιορίζονται στις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται ρητώς στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αλλά πρέπει να νοούνται ως αφορώσες τις «υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας», ήτοι εκείνες που καθορίζουν την εκ μέρους φορτωτή επιλογή στο προσυμβατικό στάδιο των μεταφορέων που καλούνται να υποβάλουν προσφορές για τη μεταφορά συγκεκριμένου φορτίου, την επιλογή συναλλαγής με τον ένα ή τον άλλο μεταφορέα και την επιλογή συγκεκριμένου μεταφορέα στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως ή μεμονωμένης συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που έχει συναφθεί από κοινού. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα εν λόγω στοιχεία ανταγωνισμού αντικατοπτρίζονται στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, στις απαιτήσεις των φορτωτών για ειδικές υπηρεσίες και στις «υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας».

    676   Πρώτον, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, όταν υπογράφεται μια τέτοια σύμβαση, εναπόκειται στον φορτωτή, ανάλογα με την εμπορική κρίση του, να κατανείμει το φορτίο του μεταξύ των μεταφορέων που μετέχουν στη σύμβαση. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, βάσει των στοιχείων που παρασχέθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ταυτότητα του «κύριου μεταφορέα» («lead carrier») άλλαζε από χρόνο σε χρόνο και ότι η αναλογία του φορτίου που μεταφέρει ο «κύριος μεταφορέας» κυμαίνεται σημαντικά από χρόνο σε χρόνο. Συναφώς, δεν είναι ακριβές να υποστηρίζεται, όπως πράττει η Επιτροπή με βάση το παράρτημα V της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πλειονότητα των αλλαγών μεταφορέων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ομίλων μεταφορέων που μετείχαν στην ίδια συμφωνία. Αντιθέτως, από το παράρτημα αυτό προκύπτει ότι το αντίστοιχο μερίδιο των φορτωτών στο φορτίο που μετέφεραν οι εταιρίες που ανήκουν σε κάθε όμιλο άλλαξε σημαντικά κατά τη διάρκεια των ετών 1994 έως 1996. Δεδομένου ότι ο ναύλος των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συμφωνήθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών της διασκέψεως, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι αλλαγές αυτές πρέπει να αποδοθούν στον ανταγωνισμό σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών.

    677   Δεύτερον, όσον αφορά τις ειδικές απαιτήσεις παροχής υπηρεσιών των φορτωτών, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι φορτωτές επιλέγουν τους μεταφορείς με βάση τις ειδικές υπηρεσίες «προστιθέμενης αξίας» που προτείνουν. Υφίσταται εξάλλου ευρύτατη σειρά υπηρεσιών οι οποίες, μεμονωμένες ή σε συνδυασμό με άλλες, καθορίζουν την εκ μέρους του φορτωτή επιλογή μεταφορέα.

    678   Προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών, οι προσφεύγουσες επικαλούνται, πρώτον, τις δηλώσεις των φορτωτών κατά τη διαπραγμάτευση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως με τη γραμματεία της διασκέψεως. Το γεγονός ότι οι φορτωτές προσδίδουν μεγάλη σημασία στις διαφορές στο επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχουν οι μεταφορείς προκύπτει ειδικότερα από τις αιτήσεις των φορτωτών να τύχουν μειωμένου ναύλου εκ μέρους των μεταφορέων οι οποίοι, κατά την άποψή τους, παρέχουν υπηρεσίες χαμηλότερης ποιότητας. Κατά τις προσφεύγουσες, τα στοιχεία διαφοροποίησης σχετίζονται με τις περιόδους διαμετακόμισης, τους λιμένες στάθμευσης, το περιεχόμενο των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες πωλήσεως και την ταχύτητα φορτώσεως. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες αναφέρονται τις απαιτήσεις που θέτουν οι φορτωτές με τις προσκλήσεις για υποβολή προσφορών, καθώς και στις απαντήσεις των μεταφορέων στις εν λόγω προσκλήσεις για την υποβολή προσφορών. Τα έγγραφα αυτά μαρτυρούν επίσης για την ποικιλία των ειδικών υπηρεσιών που απαιτούνται από κάθε επιμέρους μεταφορέα. Ως προς το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, την εμπιστευτική μεταχείριση αυτών των προσκλήσεων για την υποβολή προσφορών, οπότε η Επιτροπή δεν μπόρεσε να ελέγξει τη γνώμη των φορτωτών, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το γεγονός αυτό ουδόλως εμπόδισε την Επιτροπή να διενεργήσει γενική έρευνα. Τρίτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως περιέχουν, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, τυποποιημένες ρήτρες που προβλέπουν εις βάρος των μεταφορέων, αφενός, συλλογικές υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών όσον αφορά την κανονικότητα των ωραρίων, τους διαθέσιμους χώρους στο σκάφος, τους λιμένες προσέγγισης, τον χρόνο διελεύσεως και τα εμπορευματοκιβώτια και, αφετέρου, μεμονωμένες υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τη δημοσιότητα των ωραρίων, την ασφάλεια και τις ειδικές υπηρεσίες και τον ειδικό εξοπλισμό. Οι προσφεύγουσες τονίζουν περαιτέρω ότι μεγάλος αριθμός συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήφθη το 1995 περιέχει ρήτρες περί παροχής υπηρεσιών τις οποίες διαπραγματεύθηκαν ατομικώς με τους φορτωτές. Οι προσφεύγουσες αναφέρουν, με το δικόγραφο της προσφυγής, δεκαέξι διαφορετικές ρήτρες του είδους αυτού. Ο περιεχόμενος στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως ισχυρισμός ότι «η Επιτροπή έχει πληροφορηθεί ότι οι αντιπρόσωποι πωλήσεων των ναυτιλιακών εταιριών υποστηρίζουν ότι οι όροι της ΤΑΑ/TACA δεν τους επιτρέπουν να προσφέρουν οτιδήποτε άλλο πέραν της συνήθους σύμβασης παροχής υπηρεσιών, δηλαδή μιας σύμβασης καταρτιζόμενης ανάλογα με τον όγκο χωρίς πρόσθετες υπηρεσίες» είναι συνεπώς αβάσιμος. Εν πάση περιπτώσει, με τον ισχυρισμό αυτό αναγνωρίζεται ουσιαστικά ότι τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη από ένα φορτωτή κατά την επιλογή ενός θαλάσσιου μεταφορέα δεν λαμβάνουν συνήθως τη μορφή συμβατικών ρητρών, καθόσον η επιλογή πραγματοποιείται συνήθως βάσει των στοιχείων προστιθέμενης αξίας που περιγράφηκαν ανωτέρω. Τέταρτον, οι προσφεύγουσες εξηγούν ότι, στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των μελών της διασκέψεως βάσει των μεμονωμένων προσφορών υπηρεσιών. Έτσι, κάθε φορτωτής επιλέγει ένα μεταφορέα για τους δικούς του λόγους. Οι προσφεύγουσες, απαντώντας στην επίκριση της Επιτροπής ότι το δικόγραφο της προσφυγής εκθέτει συναφώς όχι τη γνώμη των φορτωτών αλλά την άποψη των προσφευγουσών, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν προσπάθησε να λάβει αποδείξεις εκ μέρους των φορτωτών και ότι απέρριψε επίσης τις δηλώσεις των φορτωτών που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής. Τέλος, πέμπτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν την ύπαρξη συμβάσεων συνολικής συνεργασίας μεταξύ μεταφορέων και φορτωτών.

    679   Τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ακολουθούν διαφορετικές ατομικές στρατηγικές για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των φορτωτών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών. Πρώτον, όσον αφορά την υπερωκεάνια θαλάσσια μεταφορά, τονίζουν ότι υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των μελών της TACA σχετικά με τη διάρκεια των περιόδων διαμετακόμισης και τους λιμένες προσέγγισης, τη διάρκεια των περιόδων αναμονής και παραλαβής, ειδικότερα στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς, καθώς και σχετικά με τη διάρκεια των προειδοποιήσεων αφίξεως και των κοινοποιήσεων ακινητοποίησης των εμπορευματοκιβωτίων. Κατά τις προσφεύγουσες, τα αριθμητικά αυτά στοιχεία αποδεικνύουν εν πάση περιπτώσει το εσφαλμένο του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι τα μέρη της TACA επιδίωξαν να καθορίσουν τους λιμένες τους οποίους έπρεπε ή δεν έπρεπε να προσεγγίσουν. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα μέλη της TACA αναλαμβάνουν ατομικές πρωτοβουλίες όσον αφορά την αγορά ειδικού εξοπλισμού και τη μεταφορά μη τυποποιημένων εμπορευματοκιβωτίων. Τρίτον, όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται στον λιμένα και στην ξηρά, ισχυρίζονται ότι υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των μελών της TACA σε υλικοτεχνικό επίπεδο, ιδίως όσον αφορά την ικανότητά τους να επανατοποθετήσουν τα εμπορευματοκιβώτια στους προσήκοντες λιμένες με βάση τα αιτήματα των φορτωτών, καθώς και σχετικά με τη δυνατότητα προσφοράς υπηρεσιών κατά τα σαββατοκύριακα και ειδικών υπηρεσιών σε περίπτωση κρατήσεως ή καθυστερημένης παραδόσεως. Τέταρτον, όσον αφορά τις τεχνολογίες της πληροφόρησης, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι χρειάστηκε να αναλάβουν ατομικές πρωτοβουλίες για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των φορτωτών όσον αφορά την ανταλλαγή μηχανογραφημένων πληροφοριών (electronic data interchange) και τις υπηρεσίες Διαδικτύου, ιδίως για να τους παράσχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται ταχέως σχετικά με τις εκκρεμείς μεταφορές. Πέμπτον, οι προσφεύγουσες προσφέρουν διαφορετικές υπηρεσίες όσον αφορά τις τελωνειακές διαδικασίες. Έκτον, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι δεν προσφέρουν όλες το ίδιο επίπεδο ποιότητας. Ειδικότερα, τονίζουν ότι δεν έχουν λάβει όλες οι ναυτιλιακές εταιρίες την πιστοποίηση ISO 9002 (διαχείριση της ποιότητας). Τέλος, έβδομον, οι προσφεύγουσες τονίζουν το γεγονός ότι διαθέτουν στο εμπόριο τις υπηρεσίες τους, είτε μέσω των παραδοσιακών είτε μέσω των ηλεκτρονικών μέσων, σε ατομική βάση και ότι δεν πραγματοποιούν καμία συλλογική διαφήμιση ως διάσκεψη ή κοινοπραξία. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η πολιτική τους σχετικά με τη διάθεση στο εμπόριο των υπηρεσιών αποσκοπεί στο να καταστήσει διακριτές τις ατομικές υπηρεσίες που προσφέρουν σε σχέση με εκείνες που προτείνουν οι λοιπές εταιρίες.

    680   Για όλους τους λόγους αυτούς, οι προσφεύγουσες καταλήγουν ότι παρέχουν διακριτές υπηρεσίες και υφίσταται μεταξύ τους ανταγωνισμός για να ικανοποιηθούν οι ειδικές απαιτήσεις των φορτωτών. Είναι συνεπώς εσφαλμένο να θεωρείται ότι υιοθετούν την ίδια συμπεριφορά στην αγορά και παρουσιάζονται ως ενιαία οντότητα στην αγορά.

    681   Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 εκθέτει ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική της κατάσταση και οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή επιβεβαιώνουν την απουσία συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Ισχυρίζεται ότι η εμπορική πολιτική της και ιδίως οι λόγοι για τους οποίους προσχώρησε στην TACA το 1993 αποδεικνύουν ότι ενεργεί αυτοτελώς και τελεί σε ανταγωνισμό με τα λοιπά μέλη της TACA, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με τα λοιπά μέλη της TACA.

    682   Η προσφεύγουσα εξηγεί εκ προοιμίου ότι οι λόγοι που την ώθησαν να καταστεί μέλος της TACA ήσαν, αντίθετα προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 293 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δικαιολογημένοι σε εμπορικό επίπεδο. Ισχυρίζεται συναφώς ότι, ως παραδοσιακός μεταφορέας δραστηριοποιούμενος στο δρομολόγιο μέσω Ειρηνικού και στο δρομολόγιο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, χρειάστηκε να μετατραπεί σε συνολικό μεταφορέα προκειμένου να προσαρμοστεί στην τάση της πελατείας να συγκεντρώνουν περισσότερο τις αγορές τους σε περιφερειακό επίπεδο (Βόρεια Αμερική, Ευρώπη), ή ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα αποφάσισε να αναπτύξει δραστηριότητες μεταφοράς στο διατλαντικό δρομολόγιο, για να προσφέρει στους υφιστάμενους πελάτες της ένα ενιαίο δίκτυο («one stop shop») για τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους σε όλο τον κόσμο.

    683   Κατόπιν των ετήσιων ζημιών που υπέστησαν τα μέλη της TACA στο δρομολόγιο αυτό (βλ., αιτιολογική σκέψη 590, στοιχείο βì, της προσβαλλομένης αποφάσεως), η NYK θεώρησε ότι η εισαγωγή μιας ανεξάρτητης υπηρεσίας συνεπαγόταν υπερβολικούς κινδύνους. Επέλεξε συνεπώς να αναπτύξει τις δραστηριότητές της στο δρομολόγιο αυτό στο πλαίσιο κοινοπρακτικής συμφωνίας με τη Hapag Lloyd και τη NOL (Pacific Atlantic Express), το αντικείμενο της οποίας ήταν η παροχή υπηρεσιών τόσο μέσω Ειρηνικού όσο και στο διατλαντικό δρομολόγιο. Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η παρουσία της στη διατλαντική αγορά παρέμεινε περιορισμένη. Το γεγονός αυτό δικαιολογείται ωστόσο από το ότι η παραδοσιακή πελατεία της απαιτεί ουσιαστικά τη μεταφορά φορτίου στο δρομολόγιο μέσω Ειρηνικού και από το ότι ήταν δύσκολο να προβλέψει σε ποιο βαθμό η πελατεία θα ήταν διατεθειμένη να της αναθέσει τη μεταφορά του φορτίου της στο διατλαντικό δρομολόγιο.

    684   Κατά την προσφεύγουσα, ο λόγος για τον οποίο προσχώρησε εν συνεχεία στην ΤΑΑ/TACA έγκειται στο γεγονός ότι οι πελάτες-στόχοι της στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική χρησιμοποιούσαν τη διάσκεψη αυτή για τη μεταφορά του φορτίου τους. Περαιτέρω, η ΝΥΚ τονίζει ότι δραστηριοποιείται παραδοσιακά στο πλαίσιο διασκέψεων και ότι η προσχώρησή της στην TACA μπορούσε να προαγάγει τη σταθερότητα στο εν λόγω δρομολόγιο, σύμφωνα με τον σκοπό που εκφράζει η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86. Τέλος, στον βαθμό που, βάσει του αμερικανικού δικαίου, η προσχώρηση σε διάσκεψη δεν μπορεί να απορριφθεί και η προσχώρηση αυτή επιτρέπει την πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως υπό τους ίδιους όρους με εκείνους των οποίων τυγχάνουν τα λοιπά μέλη, η ΝΥΚ επωφελήθηκε των δυνατοτήτων που προσφέρει το αμερικανικό δίκαιο για να αυξήσει το μεταφερόμενο φορτίο στο εν λόγω δρομολόγιο στο πλαίσιο μιας νέας συνολικής υπηρεσίας.

    685   Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι λόγοι που την ώθησαν να καταστεί μέλος της TACA καθόρισαν την ανεξάρτητη εμπορική πολιτική που ακολούθησε μετά την προσχώρησή της. Έτσι, η προσφεύγουσα εξηγεί ότι η εμπορική πολιτική της στο διατλαντικό εμπόριο αποσκοπούσε στην επικέντρωσή της στους παραδοσιακούς πελάτες της εταιρίας σε άλλα δρομολόγια. Κατ' αυτήν, το εμπορικό πλεονέκτημα που μπορούσε να προσφέρει στους πελάτες της συνίστατο, αφενός, στη δυνατότητα μεταφοράς του διατλαντικού φορτίου προς τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και τις γραμμές μέσω Ειρηνικού αποκλειστικά διά εσωτερικών πλωτών οδών (μέσω της διώρυγα του Παναμά) και, αφετέρου, στις υπηρεσίες που προσφέρει προς τους καναδικούς λιμένες εκτός της διασκέψεως.

    686   Αντίθετα προς όσα υπονοεί η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 293 επ.), η προσχώρηση στην TACA ουδόλως παρέχει σε ένα μεταφορέα την εγγύηση επιτυχούς εισόδου σε ένα νέο δρομολόγιο. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει κατ' αρχάς ότι η άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της TACA δεν σημαίνει ότι υπάρχει εγγύηση μεταφοράς του φορτίου που καλύπτουν οι συμβάσεις αυτές, καθόσον εναπόκειται σε κάθε μεταφορέα να πείσει τους φορτωτές να του αναθέσουν το φορτίο. Η Επιτροπή κακώς καταλήγει συνεπώς, στην αιτιολογική σκέψη 564, ότι η άμεση πρόσβαση τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως παρακίνησε τη Hyundai να προσχωρήσει στην TACA. Η προσφεύγουσα τονίζει εξάλλου ότι, ναι μεν οι διάφορες εμπορικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε της επέτρεψαν να κερδίσει ορισμένους νέους πελάτες και να διεισδύσει σε νέες αγορές (για παράδειγμα, στην αγορά των προσωπικών ειδών στο Ηνωμένο Βασίλειο), πλην όμως απώλεσε επίσης ορισμένους πελάτες ή αναγκάστηκε να αποσυρθεί από ορισμένες αγορές, για παράδειγμα για λόγους υλικοτεχνικής υποδομής. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το μερίδιό της στην αγορά στο επίμαχο δρομολόγιο μειώθηκε έτσι από 0,9 % το 1994 σε 0,6 % το 1995 και το 1996.

    687   Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι τα μερίδια αγοράς των μελών της TACA δεν υπέστησαν διακυμάνσεις κατά την επίμαχη περίοδο και ότι η απουσία μιας τέτοιας διακυμάνσεως αποδεικνύει την έλλειψη ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα σταθερά μερίδια αγοράς δεν σημαίνουν αναγκαστικά έλλειψη ανταγωνισμού. Στον τομέα της θαλάσσιας μεταφοράς, υπάρχει μια φυσική τάση βάσει της οποίας τα μερίδια αγοράς αντικατροπτρίζουν τις μεταφορικές ικανότητες που προσφέρουν οι εταιρίες σε κάθε γραμμή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα σταθερά μερίδια αγοράς μπορούν επίσης να εξηγηθούν από την πίστη των πελατών ή από τις μετακινήσεις πελατών. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η οικονομική θεωρία που παραθέτει η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως στηρίζει τη θέση αυτή, καθόσον οι Scherer & Ross (Industrial Market Structure and Economic Performance, Houghton Mifflin, 1990) αναγνωρίζουν την ύπαρξη συχνών αλλαγών σημάτων λόγω του ότι οι καταναλωτές δεν έχουν προτιμήσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν έχει σημασία, κατά την προσφεύγουσα, το ότι οι θαλάσσιοι μεταφορείς καταβάλλουν «μάταιες προσπάθειες για να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα», όπως τονίζουν οι συγγραφείς αυτοί.

    688   Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι ουδέποτε έλαβε την απόφαση να μην ασκήσει ανταγωνισμό όσον αφορά κάποιο φορτίο προκειμένου να διευκολύνει την εγκατάσταση της Hyundai και της Hanjin στο δρομολόγιο. Στον βαθμό που μια άρνηση να παράσχει υπηρεσίες σε πελάτες ενείχε τον κίνδυνο της απώλειάς τους σε άλλα δρομολόγια, δεν υπήρχε κανένας εμπορικός λόγος να υιοθετήσει μια τέτοια συμπεριφορά.

    689   Η προσφεύγουσα προσθέτει περαιτέρω ότι, στον βαθμό που η πρόσβαση στη διάσκεψη δεν μπορεί να απορριφθεί και δεν υφίσταται καμία συμφωνία στο πλαίσιο της TACA για τον περιορισμό των μεταφορικών ικανοτήτων που προσφέρει κάθε επιμέρους μεταφορέας, η διάσκεψη δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις μεταφορικές ικανότητες, ειδικότερα αυτές που προσφέρουν οι ανεξάρτητοι μεταφορείς. Εντεύθεν προκύπτει, κατά την προσφεύγουσα, ότι τα μέρη της TACA δεν είναι σε θέση, όσον αφορά μια ουσιώδη πτυχή της σχέσεως μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως, να ενεργούν ως ενιαία οικονομική οντότητα ή να εξαλείφουν τον δυνητικό ανταγωνισμό.

    690   Όσον αφορά ειδικότερα τον ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ο σχετικά μικρός αριθμός σε σχέση με τα λοιπά μέρη της TACA, ανεξάρτητων ενεργειών τις οποίες πραγματοποίησε σε επίπεδο τιμών, συμπεριλαμβανομένης της μορφής των TVR ή των μεμονωμένων ή κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, που περιέχονται στον πίνακα του κοινού τμήματος του δικογράφου της προσφυγής, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ένδειξη για το ότι δεν χρησιμοποίησε το δικαίωμά της να ασκεί αυτόνομη πολιτική τιμών. Αφενός, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα αριθμητικά αυτά δεδομένα, τα οποία εκφράζονται με απόλυτους αριθμούς, πρέπει να ερμηνευθούν στο πλαίσιο του περιορισμένου μεριδίου της στην αγορά όσον αφορά το επίμαχο δρομολόγιο. Αφετέρου, τα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη τις ενέργειες που πραγματοποίησε στο δρομολόγιο προς τους καναδικούς λιμένες, στο οποίο δραστηριοποιείται εκτός οποιασδήποτε διασκέψεως. Ομοίως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, ναι μεν το φορτίο των NVOCC που μετέφερε μπορεί να φανεί πολύ μικρό, ωστόσο ένας από τους κύριους πελάτες της ήταν ένας NVOCC και το φορτίου του τελευταίου αυτού αντιπροσώπευε το 25 % των μεταφορών της προς δυσμάς το 1995. Τονίζει ότι πάνω από το 30 % του φορτίου που μετέφερε προς δυσμάς, συμπεριλαμβανομένων των δρομολογίων προς τους καναδικούς λιμένες, ήταν φορτίο των NVOCC.

    691   Ως προς το γεγονός που προβάλλει η Επιτροπή ότι οι προσφεύγουσες μετέχουν σε ναυτιλιακή διάσκεψη στην οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση κατά κατηγορία για τις δραστηριότητες καθορισμού των ναύλων, τούτο, κατά την προσφεύγουσα, είναι απολύτως αλυσιτελές εφόσον οι προσφεύγουσες απέδειξαν την ύπαρξη ανταγωνισμού ο οποίος στηρίζεται σε άλλες παραμέτρους. Η Επιτροπή αναγνώρισε εξάλλου την ύπαρξη ενός τέτοιου ανταγωνισμού στο πλαίσιο κοινοπραξίας (προπαρατεθείσα απόφαση P & O/Nedlloyd). Η προσφεύγουσα τονίζει όμως ότι η TACA περιλαμβάνει διάφορες κοινοπραξίες. Ομοίως, η Επιτροπή έχει ρητώς αναγνωρίσει, στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 870/95 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες) δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 479/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 89, σ. 7, βλ. αιτιολογική σκέψη 8 και άρθρο 5, δεύτερη περίπτωση), το ενδεχόμενο να υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των μελών μιας διασκέψεως όσον αφορά τις παρεχόμενες υπηρεσίες, καθόσον η ύπαρξη ενός τέτοιου ανταγωνισμού αποτελεί το προαπαιτούμενο της εφαρμογής του εισάγοντος εξαίρεση κανονισμού.

    692   Τέλος, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει το ζήτημα αν η συμμετοχή της στην TACA είχε τόσο αισθητά αποτελέσματα στη σχετική αγορά ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβαλε στις καταχρηστικές πρακτικές στις οποίες προέβη μια ομάδα επιχειρήσεων κατέχουσα συλλογική δεσπόζουσα θέση.

    693   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως δεν είναι βάσιμα και ότι πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    694   Με τα επιχειρήματα που προέβαλαν στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι ο σημαντικός εσωτερικός ανταγωνισμός που υφίσταται μεταξύ των μελών της TACA είναι ασύμβατος προς τη διαπίστωση της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    695   Με την επιφύλαξη της εξετάσεως του ζητήματος αν η ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο ναυτιλιακής διασκέψεως, κατά την έννοια του κανονισμού 4056/86, μπορεί να επηρεάσει τη σταθερότητα του δρομολογίου που δικαιολογεί την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία την οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός και, συνεπώς, να οδηγήσει την Επιτροπή να ανακαλέσει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό, σε συμφωνία με τις προσφεύγουσες, ότι ο σημαντικός εσωτερικός ανταγωνισμός μπορεί επίσης να αποδεικνύει ότι, παρά τους διάφορους δεσμούς ή τις διασυνδέσεις που υφίστανται μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως, τα μέλη αυτά δεν μπορούν να υιοθετήσουν την ίδια γραμμή δράσης στην αγορά βάσει της οποίας να μπορούν να παρουσιάζονται ως ενιαία οντότητα έναντι των τρίτων και, κατά συνέπεια, λόγω της οποίας να δικαιολογείται συλλογική εκτίμηση της θέσεώς τους στην αγορά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    696   Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προβάλλουν στοιχεία σχετικά τόσο με τον ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών όσο και με τον ανταγωνισμό σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 προβάλλει ορισμένα ειδικά επιχειρήματα.

     i) Επί του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών

    697   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και η μεταφορά φορτίου των NVOCC μαρτυρούν για τον ανταγωνισμό που υφίσταται μεταξύ των μελών της TACA σε επίπεδο τιμών. Κατ' ουσίαν, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι οι ανεξάρτητες ενέργειες και οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οδηγούν σε εφαρμογή τιμών χαμηλότερων από το τιμολόγιο, ενώ οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως και η μεταφορά του φορτίου των NVOCC αντιπροσωπεύουν ατομικές εμπορικές στρατηγικές, καθόσον ορισμένα από τα μέλη της TACA προσφεύγουν στις στρατηγικές αυτές περισσότερο από άλλα.

    698   Όσον αφορά, πρώτον, τις ανεξάρτητες ενέργειες, ήτοι το δικαίωμα που σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία έχει κάθε μέλος ναυτιλιακής διασκέψεως να προτείνει τιμή χαμηλότερη από το τιμολόγιο της διασκέψεως, πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί ότι η επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία τρίτου κράτους ευχέρεια αυτή παρεκκλίσεως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από την τιμολογιακή πειθαρχία που απορρέει από τις συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών της θαλάσσιας μεταφοράς έχει εξαιρετικό χαρακτήρα σε σχέση με την αρχή του από κοινού καθορισμού των τιμών στο πλαίσιο μιας διασκέψεως (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 307).

    699   Εν συνεχεία, από το άρθρο 13 της συμφωνίας TACA προκύπτει ότι, παρά την ονομασία της, η ανεξάρτητη ενέργεια, όπως τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, παρακολουθείται και πλαισιώνεται από τους κανόνες της διασκέψεως, υπό την έννοια ότι η γραμματεία της TACA πρέπει να πληροφορείται γι' αυτήν πριν από την εφαρμογή της, πράγμα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στα λοιπά μέλη να ευθυγραμμιστούν ή να πείσουν τον σχετικό μεταφορέα να παραιτηθεί από την ενέργεια αυτή. Επομένως, η ανεξάρτητη ενέργεια δεν εμπίπτει στην κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην αγορά, πράγμα το οποίο είναι αυστηρώς αντίθετο προς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών, που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά στην αγορά ενός πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που έχει αποφασιστεί ή που σχεδιάζεται να τηρηθεί στην αγορά (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 307).

    700   Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, όπως εξέθεσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 215 και 216 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ανεξάρτητες ενέγειες μπορούν να αφορούν πολύ σύντομη περίοδο και να χρησιμεύουν ως προσωρινή λύση κατά τη διάρκεια της διαπραγματεύσεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    701   Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που παρέσχον οι ίδιες οι προσφεύγουσες δεν επιτρέπουν την αναίρεση της περιεχομένης στην αιτιολογική σκέψη 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι ο αριθμός των ανεξάρτητων ενεργειών παρέμεινε ασήμαντος στο διατλαντικό δρομολόγιο. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, ναι μεν από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ο αριθμός των ανεξάρτητων ενεργειών στις οποίες προέβησαν τα μέλη της TACA επί των τιμών του τιμολογίου, συμπεριλαμβανομένων των TVRIA, το 1994, το 1995 και το 1996, δεν προκύπτουν όμως από αυτά, για τα δύο πρώτα έτη, οι ποσότητες φορτίου που μεταφέρθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω ενεργειών, οπότε δεν μπορεί να προσδοθεί στα στοιχεία αυτά αποδεικτική δύναμη για να αποδειχθεί η ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού. Όλως αντιθέτως, από τα στοιχεία που αφορούν το 1996, τα οποία είναι και τα μόνα που αναφέρουν, όσον αφορά τις TVRIA, τις ποσότητες φορτίου που μεταφέρθηκαν στο πλαίσιο ανεξάρτητων ενεργειών, προκύπτει ότι, κατά το έτος αυτό, το σχετικό με τις TVRIA φορτίο αντιπροσώπευε μόνον το 8,3 % του συνόλου του φορτίου που μετέφεραν τα μέρη της TACA, ήτοι μια σχετικά περιθωριακή ποσότητα του συνολικού αυτού φορτίου.

    702   Συναφώς, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε με τον πίνακα 5, υπό την αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αριθμός των ανεξάρτητων ενεργειών στο διατλαντικό δρομολόγιο είναι ασήμαντος σε σχέση με τον αριθμό των ανεξάρτητων ενεργειών στο δρομολόγιο μέσω Ειρηνικού. Μολονότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη μέθοδο που ακολούθησε η Επιτροπή για να υπολογίσει και να συγκρίνει τον αριθμό ανεξάρτητων ενεργειών στα δύο ως άνω δρομολόγια και μολονότι ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί την έλλειψη στοιχείων όσον αφορά το αντίστοιχο μέγεθος των δύο δρομολογίων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι το συμπέρασμα που άντλησε η Επιτροπή, ήτοι ότι ο αριθμός ανεξάρτητων ενεργειών στο διατλαντικό εμπόριο δεν είναι σημαντικός, είναι εσφαλμένο.

    703   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία προσπαθούν να αποδείξουν την ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού προκύπτοντος από τις ανεξάρτητες ενέργειες πρέπει να απορριφθούν.

    704   Όσον αφορά, δεύτερον, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί, ως προς τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνάπτονται από κοινού στο πλαίσιο της διασκέψεως με βάση τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζει η συμφωνία TACA, οι συμβάσεις αυτές συνεπάγονται, από τη φύση τους, τον συλλογικό καθορισμό μιας κοινής τιμής για όλα τα μέλη της διασκέψεως που μετέχουν στην εν λόγω σύμβαση. Όσον αφορά το γεγονός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι ορισμένα μέλη της TACA μετέχουν πιο συχνά από άλλα στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή, καθόσον στους φορτωτές που μετέχουν σε τέτοιες συμβάσεις επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, μια κοινή τιμή για τη μεταφορά του φορτίου τους, ανεξάρτητα από το ποιο μέλος της TACA, που μετέχει στη σύμβαση, πραγματοποιεί την εν λόγω μεταφορά.

    705   Εν συνεχεία, όσον αφορά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ναι μεν οι συμβάσεις αυτές αποτελούν βεβαίως πηγή εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, πλην όμως η TACA τις απαγόρευσε το 1994 και το 1995. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες μπορούν να επικαλούνται τις συμβάσεις αυτές ως απόδειξη περί της υπάρξεως εσωτερικού ανταγωνισμού μόνο για ένα από τα τρία έτη που καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι για το 1996. Επιπλέον, από τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι, το 1996, οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αντιπροσώπευαν μόνον το 15,3 % του συνόλου του φορτίου που μετέφερε η TACA. Περαιτέρω, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι την πλειονότητα των μεμονωμένων αυτών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συνήψαν από κοινού διάφοροι μεταφορείς με αποτέλεσμα ότι, στην περίπτωση αυτή, ο εσωτερικός ανταγωνισμός σε επίπεδο τιμών δεν αφορούσε όλα τα μέρη της TACA. Τέλος, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως και στην περίπτωση των ανεξάρτητων ενεργειών, η σύναψη και η διαπραγμάτευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ρυθμιζόταν από το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, καθόσον τούτο προβλέπει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένους περιορισμούς σχετικά με το περιεχόμενό τους και τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούσαν να συναφθούν. Στην αιτιολογική σκέψη 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι οι περιορισμοί αυτοί ενέπιπταν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Εντεύθεν προκύπτει ότι, ακόμη και όταν η TACA επέτρεψε τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι συμβάσεις αυτές δεν ενέπιπταν στην κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού.

    706   Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών είχαν ως συνέπεια μείωση του τιμολογίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν, για τα εμπορεύματα που προσδιορίζουν με το δικόγραφο της προσφυγής τους, την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των επιμέρους συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και των μειώσεων του τιμολογίου που αποφάσισε η TACA, οπότε δεν αποδεικνύεται το υποστατό των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός αυτός. Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι η TACA αποφάσισε να μειώσει το τιμολόγιο για να το ευθυγραμμίσει με τους ναύλους των επιμέρους συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, όχι μόνο δεν θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη συλλογικής θέσεως, αλλ' αντιθέτως μπορεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της, καθόσον αντικατοπτρίζει την ικανότητα των μερών της TACA να αντιδρούν συλλογικά στις ατομικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν ορισμένα από τα μέρη αυτά προκειμένου να επεκτείνουν στο σύνολο της διασκέψεως τους χαμηλότερους ναύλους που προτείνουν τα τελευταία αυτά μέλη.

    707   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία προσπαθούν να αποδείξουν την ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού προκύπτοντος από τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πρέπει να απορριφθούν.

    708   Όσον αφορά, τέλος, τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες όσον αφορά τα έτη 1994, 1995 και 1996 προκύπτει ότι το σύνολο του φορτίου των NVOCC μεταφέρθηκε από τα μέρη της TACA είτε στο πλαίσιο TVR είτε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά τους TVR, οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, διευκρίνισαν τον περιεχόμενο στην προσφυγή τους ισχυρισμό ότι όλο το φορτίο που αποτελούσε αντικείμενο TVR μεταφέρθηκε στην πραγματικότητα στο πλαίσιο ανεξάρτητων ενεργειών και συνιστούσε συνεπώς TVRIA. Ωστόσο, το γεγονός αυτό και μόνον, μολονότι αποδεδειγμένο, δεν επαρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο της TACA σε επίπεδο τιμών. Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι το φορτίο των NVOCC αντιπροσώπευε το 1994, το 1995 και το 1996 μόνον το 12,5, το 14,5 και το 15,1 % αντιστοίχως του συνολικού φορτίου που μετέφερε η TACA κατά τη διάρκεια των τριών αυτών ετών. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το τμήμα του φορτίου των NVOCC που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο των TVRIA αντιπροσώπευε, κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, μόνον το 1, το 4,5 και το 15,5 % αντιστοίχως του συνολικού φορτίου των NVOCC που μετέφεραν τα μέρη της TACA, δεδομένου ότι το μεγάλο μέρος του φορτίου αυτού μεταφέρθηκε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Πρέπει όμως να υπομνηστεί ότι το 1994 και το 1995 η TACA είχε απαγορεύσει τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οπότε, κατά τα δύο αυτά έτη, το φορτίο των NVOCC που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, που αντιπροσώπευε, κατά τα δύο αυτά έτη, το 99 και το 94,5 % αντιστοίχως του συνολικού φορτίου των NVOCC, αποτέλεσε αντικείμενο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, οι οποίες, από τη φύση τους, προβλέπουν τον καθορισμό κοινών τιμών. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει, χωρίς να αντικρούεται από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι το 70 % του φορτίου των NVOCC που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1996 είχε επίσης αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    709   Από τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες προκύπτει συνεπώς ότι, κατά την περίοδο που καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, το φορτίο των NVOCC μεταφέρθηκε, ουσιαστικά, στο πλαίσιο κοινών τιμών οι οποίες είχαν καθοριστεί από τη διάσκεψη. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή, όσον αφορά την απόδειξη της υπάρξεως σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, το γεγονός ότι ορισμένα μέρη της TACA μεταφέρουν περισσότερο φορτίο των NVOCC απ' ό,τι άλλα, καθόσον στους NVOCC, για το σύνολο σχεδόν του φορτίου τους, εφαρμόζεται μια τιμή που καθορίζεται από κοινού από τη διάσκεψη.

    710   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία προσπαθούν να αποδείξουν την ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού προκύπτοντος από τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC πρέπει να απορριφθούν.

    711   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κανένα από τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, είτε πρόκειται για την πραγματοποίηση ανεξάρτητων ενεργειών επί του τιμολογίου, τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως και μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είτε πρόκειται για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC, δεν μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών στο πλαίσιο της TACA. Τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν θεωρηθούν συνολικά, μαρτυρούν συγκεκριμένα για ένα πολύ περιθωριακό ανταγωνισμό, οπότε δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η έλλειψη εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, η οποία προκύπτει από τις τιμές του κοινού ή ενιαίου τιμολογίου που συνιστά τη συμφωνία ναυτιλιακής διασκέψεως κατά την έννοια του κανονισμού 4056/86.

    712   Πρέπει ωστόσο επιπλέον να εξεταστεί αν τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά τον εσωτερικό ανταγωνισμό σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό.

     ii) Επί του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών

    713   Κατ' ουσίαν, για να αποδειχθεί η ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ' αρχάς, ότι, στο πλαίσιο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, ο «κύριος μεταφορέας» («lead carrier») και το ποσοστό φορτίου που αυτός μεταφέρει κάθε έτος κυμαίνονται από έτος σε έτος. Εν συνεχεία, ισχυρίζονται ότι οι φορτωτές έχουν ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά την παροχή των υπηρεσιών, που τους οδηγούν να επιλέξουν τους μεταφορείς με βάση τις εξειδικευμένες υπηρεσίες που προτείνουν. Τέλος, υποστηρίζουν ότι τα μέρη της TACA ακολουθούν διαφορετικές ατομικές στρατηγικές για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των φορτωτών όσον αφορά τις υπηρεσίες.

    714   Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι η παρουσία, μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως, άλλων μορφών ανταγωνισμού πέραν αυτού σε επίπεδο τιμών, που αφορούν για παράδειγμα την ποιότητα της παρεχομένης υπηρεσίας, δεν αρκεί, κατ' αρχήν, για να αντικρουστεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στηριζομένης σε δεσμούς που συνάγονται από την κοινή στρατηγική τους στον τομέα του καθορισμού των τιμών, εκτός αν το μέγεθος και η ένταση αυτών των άλλων μορφών ανταγωνισμού μπορούν να εμποδίσουν την εύλογη στήριξη στην κοινή πολιτική τους περί των τιμών για να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας και μόνης οντότητας στην αγορά (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, που παρατέθηκαν στη σκέψη 638 ανωτέρω, σημείο 34).

    715   Εν προκειμένω, εναπόκειται συνεπώς στις προσφεύγουσες να προσκομίσουν την απόδειξη όχι μόνον του γεγονότος ότι υφίσταται εσωτερικός ανταγωνισμός στο πλαίσιο της TACA σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών, αλλά κυρίως του γεγονότος ότι ο ενδεχόμενος αυτός εσωτερικός ανταγωνισμός παρουσιάζει μέγεθος και ένταση τέτοια ώστε μπορεί να εμποδίσει τη δυνατότητα συλλογικής εκτιμήσεως των μερών της TACA.

    716   Υπό το φως των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί η αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών στοιχείων που προέβαλαν επί του σημείου αυτού οι προσφεύγουσες.

    717   Όσον αφορά, πρώτον, τα επιχειρήματα σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, για να εκτιμηθεί η ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών, το γεγονός και μόνον ότι η ταυτότητα του «κύριου μεταφορέα» με τον οποίο οι φορτωτές πραγματοποιούν τη μεταφορά του φορτίου τους ποικίλλει από έτος σε έτος δεν ασκεί, αυτό καθεαυτό, επιρροή αν δεν ληφθεί, περαιτέρω, υπόψη το γεγονός ότι κάθε μεταφορέας μετέχει επίσης σε κοινοπρακτικές συμφωνίες στο επίμαχο δρομολόγιο. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 232 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουστεί επί του σημείου αυτού από τις προσφεύγουσες, όταν ένας θαλάσσιος μεταφορέας μετέχει σε κοινοπρακτική συμφωνία, όπως είναι η συμφωνία VSA μεταξύ της P & O, της Nedlloyd, της Sea-Land, της Maersk και της OOCL, αποκλείεται ο ανταγωνισμός που αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών, καθόσον τα μέρη των συμφωνιών αυτών μοιράζονται τα σκάφη και λειτουργούν σύμφωνα με κοινό χρονοδιάγραμμα. Δεδομένου ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες έχουν ως σκοπό την ενιαιοποίηση των υπηρεσιών που προσφέρουν οι ναυτιλιακές εταιρίες που μετέχουν στις συμφωνίες αυτές, η ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού στην TACA όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών περιορίζεται, συνεπώς, αναγκαστικά στον ανταγωνισμό που υφίσταται μεταξύ των διαφόρων κοινοπραξιών που την συναποτελούν. Κατά συνέπεια, για να αποδειχθεί η ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού αφορώντος την ποιότητα των υπηρεσιών στο πλαίσιο της TACA, είναι αναγκαίο, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να αποδείξουν οι προσφεύγουσες ότι οι φορτωτές μετέφεραν το φορτίο τους όχι απλώς στο εσωτερικό μιας και της αυτής κοινοπραξίας, αλλά από μια κοινοπραξία σε μια άλλη.

    718   Συναφώς όμως η Επιτροπή διαπίστωσε, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τα οποία αναπαράγονται εν μέρει στο παράρτημα V της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι «τα μερίδια αγοράς που αντιστοιχούν στις ομάδες μεταφορέων παρέμειναν σταθερά σε γενικές γραμμές και, εξαιρουμένων λίγων περιπτώσεων, οι αλλαγές μεταφορέων που παρατηρούνται δεν έγιναν μεταξύ ομάδων».

    719   Μολονότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να παρατηρηθεί, πέραν του γεγονότος ότι η αμφισβήτηση αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά στο στάδιο της απαντήσεως, ότι τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών και με τα οποία αποσκοπείται να καταδειχθούν, για ορισμένους συγκεκριμένους φορτωτές, οι αλλαγές «κύριου μεταφορέα», καθώς και οι ετήσιες διακυμάνσεις όσον αφορά το μερίδιο φορτίου που μετέφεραν οι φορτωτές αυτοί, είναι κατ' ουσίαν πανομοιότυπα με εκείνα που παρέσχον στην Επιτροπή με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Από την εξέταση των στοιχείων αυτών προκύπτει όμως ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι αλλαγές «κύριου μεταφορέα» πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό μιας και της αυτής κοινοπραξίας. Ως προς το γεγονός ότι το μερίδιο φορτίου εκάστου των φορτωτών που μετέφερε έκαστος «κύριος μεταφορέας» ποικίλλει ανάλογα με τα έτη, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, ελλείψει ενδείξεων όσον αφορά την ταυτότητα των ναυτιλιακών εταιριών που μετέφεραν το υπόλοιπο του φορτίου, τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες δεν επιτρέπουν τον καθορισμό της κοινοπραξίας που μετέφερε το φορτίο αυτό. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση ότι οι αλλαγές «κύριου μεταφορέα» πραγματοποιήθηκαν μεταξύ ναυτιλιακών εταιριών που μετείχαν στην ίδια κοινοπραξία.

    720   Εντεύθεν προκύπτει ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη σημαντικού εσωτερικού ανταγωνισμού όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών στο πλαίσιο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    721   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    722   Όσον αφορά, δεύτερον, τα επιχειρήματα σχετικά με τις απαιτήσεις των φορτωτών, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι φορτωτές απαιτούν από τα μέρη της TACA ορισμένο επίπεδο όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών μεταφοράς που παρέχουν. Ωστόσο, το γεγονός αυτό και μόνον είναι αλυσιτελές για να αποδειχθεί η ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της TACA σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι φορτωτές μεταβιβάζουν φορτίο από ένα μεταφορέα σε άλλον, ακριβώς λόγω των διαφορετικών υπηρεσιών που αυτοί προσφέρουν. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν την απόδειξη αυτή, αλλά απλώς παρουσιάζουν ένα κατάλογο των υπηρεσιών που απαιτούν οι φορτωτές.

    723   Περαιτέρω, ναι μεν οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, χωρίς να στηρίξουν τον ισχυρισμό αυτό, ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως προτείνουν, πέραν των δεσμεύσεων για παροχή συλλογικών υπηρεσιών εκ μέρους όλων των μετεχουσών ναυτιλιακών εταιριών, δεσμεύσεις παροχής ατομικών υπηρεσιών από εκάστη των εταιριών αυτών, πλην όμως δεν αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω ατομικές δεσμεύσεις συνεπάγονται μεταβιβάσεις φορτίου από μια ναυτιλιακή εταιρία στην άλλη.

    724   Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα μοναδικά παραδείγματα ρητρών που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, τα οποία παρουσιάστηκαν με την προσφυγή, αποτελούν όλα παραδείγματα ρητρών τις οποίες διαπραγματεύθηκε η TACA και οι οποίες προβλέπουν συλλογικές δεσμεύσεις τις οποίες μπορούν να προσφέρουν όλες οι μετέχουσες εταιρίες. Ορθώς επομένως η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι λίγες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως περιείχαν διατάξεις σχετικά με το είδος της παρεχομένης υπηρεσίας, ειδικά προσαρμοσμένες σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Βεβαίως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών περιέχουν περισσότερες ειδικές ρήτρες απ' ό,τι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Ωστόσο, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών επετράπησαν από την TACA μόλις το 1996. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι το 1996 το φορτίο που μετέφεραν τα μέρη της TACA στο πλαίσιο μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που συνήψαν από κοινού διάφοροι μεταφορείς, αποτελούσε μόλις το 15,3 % του συνολικού φορτίου που μετέφερε η TACA και ότι μόνο μια μειοψηφία των συμβάσεων αυτών συνήφθη ατομικά από ένα και μόνο μεταφορέα.

    725   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού.

    726   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν τις απαιτήσεις των φορτωτών πρέπει να απορριφθούν.

    727   Όσον αφορά, τρίτον, τα επιχειρήματα σχετικά με την ατομική στρατηγική που ακολουθεί έκαστο των μερών της TACA, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι διαφορές που υφίστανται στις υπηρεσίες που προσφέρονται στους φορτωτές επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό την επιλογή της ναυτιλιακής εταιρίας στην οποία ανατέθηκε η μεταφορά του φορτίου τους.

    728   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού είναι αλυσιτελή και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν.

    729   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει συνεπώς ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, ναι μεν αποδεικνύουν την ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών, πλην όμως δεν αποδεικνύουν ότι ο ανταγωνισμός αυτός έχει τέτοιο μέγεθος και τέτοια ένταση ώστε να μπορεί να αντισταθμίσει την απουσία ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών που προκύπτει από την ύπαρξη των κοινών ή ίσων ναύλων του τιμολογίου.

     iii) Επί των ειδικών επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98

    730   Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε στην TACA για δικούς της εμπορικούς λόγους και ακολούθησε αυτόνομη πολιτική στο πλαίσιο της TACA, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με βάση τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα, το μερίδιό της στην αγορά, όσον αφορά το επίμαχο δρομολόγιο κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις παραβάσεις τις οποίες έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέμεινε μικρότερο του 1 %. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι άλλωστε όχι αρκετά διευκρινισμένοι ισχυρισμοί της προσφεύγουσα είναι ακριβείς όσον αφορά το ότι ακολουθούσε αυτόνομη εμπορική πολιτική, ο ανταγωνισμός που άσκησε η εταιρία αυτή στα λοιπά μέρη της TACA δεν μπορεί, από μόνος του, να αποτελεί πηγή εσωτερικού ανταγωνισμού τέτοιου μεγέθους και τέτοιας εντάσεως ώστε να μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη συλλογική φύση της θέσεως την οποία κατέχουν τα μέρη της TACA στο επίμαχο δρομολόγιο και η οποία προκύπτει από τους δεσμούς που προσδιορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 525 έως 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    731   Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα ότι τα σταθερά μερίδια αγοράς δεν σημαίνουν αναγκαστικά απόλυτη έλλειψη ανταγωνισμού, καθόσον τα μερίδια αυτά μπορούν να εξηγηθούν επίσης με βάση την πίστη των πελατών ή με αντισταθμιστικές μεταβιβάσεις πελατών, αρκεί να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα αποδεικτικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικού ανταγωνισμού. Όλως αντιθέτως, το γεγονός που τονίζουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του επιχειρήματος αυτού ότι, στον ναυτιλιακό τομέα, υπάρχει φυσική τάση να αντικατοπτρίζουν τα μερίδια αγοράς τη μεταφορική ικανότητα που προσφέρουν οι εταιρίες σε κάθε γραμμή, μπορεί να επιβεβαιώσει την απουσία εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του κοινού τιμολογιου που θέσπισε η διάσκεψη, οι προσφεύγουσες δεν έχουν κίνητρα για να εισαγάγουν μεταφορική ικανότητα προκειμένου να κερδίσουν μερίδια αγοράς με επιθετική πολιτική τιμών, καθόσον η εισαγωγή μιας μεταφορικής ικανότητας θα παρέμενε χωρίς επίπτωση στις τιμές. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς η Επιτροπή τόνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 233 και 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι τα μερίδια αγοράς των μερών της TACA παρέμειναν σταθερά κατά την επίμαχη περίοδο συνιστούσε ένδειξη περί απουσίας συστηματικού εσωτερικού ανταγωνισμού.

    732   Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα ότι, στον βαθμό που δεν μπορεί να αποκλειστεί η πρόσβαση στη διάσκεψη και δεν υφίσταται καμία συμφωνία στο πλαίσιο της TACA για περιορισμό της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε επιμέρους μεταφορέας, η TACA δεν είναι σε θέση να ενεργεί ως συλλογική οντότητα σχετικά με μια σημαντική πτυχή της σχέσεως μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η TACA δεν συνήψε συμφωνία για τη συλλογική αντιμετώπιση ορισμένων πτυχών των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μελών της δεν ασκεί επιρροή, εφόσον μια τέτοια συλλογική συμφωνία υφίσταται σε σχέση με άλλες πτυχές αυτών των εμπορικών σχέσεων και η συμφωνία αυτή αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο ότι η θέση των μερών της TACA πρέπει να εκτιμηθεί συλλογικά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης. Έτσι, πρέπει να τονιστεί ότι, ακόμη και αν δεν υφίστανται κοινοί κανόνες σχετικά με τη μεταφορική ικανότητα, κάθε νέο μέλος της TACA πρέπει να τηρεί, λόγω της προσχωρήσεώς του, τους συλλογικούς κανόνες που καθορίζει η TACA, ιδίως όσον αφορά το τιμολόγιο. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνηστεί ότι, λόγω του τιμολογίου που θέσπισε η διάσκεψη, η TACA δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον για να ρυθμίσει τη μεταφορική ικανότητα, καθόσον κάθε μέλος έχει επίγνωση του ότι η προσθήκη ή η απόσυρση μεταφορικής ικανότητας θα παραμείνει, κατ' αρχήν, χωρίς καμία επίπτωση στις τιμές και συνεπώς στο μερίδιό του αγοράς.

    733   Όσον αφορά, τέταρτον, τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, αρκεί να διαπιστωθεί ότι με τα επιχειρήματα αυτά αποσκοπείται να αμφισβητηθεί όχι η συλλογική εκτίμηση της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA, αλλά η καταχρηστική συμπεριφορά την οποία προσάπτει στα μέρη αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση.

    734   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα αυτά είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν.

     iv) Συμπέρασμα σχετικά με τον βαθμό του εσωτερικού ανταγωνισμού

    735   Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά τον εσωτερικό ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών και σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή πλανήθηκε κατά την εκτίμησή της στηριζόμενη στην ύπαρξη ενός ενιαίου ή κοινού τιμολογίου για να διαπιστώσει ότι ο ανταγωνισμός σε επίπεδο τιμών μεταξύ των μερών της TACA εξαλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό, οπότε τα εν λόγω μέρη μπορούν να υιοθετήσουν την ίδια γραμμή δράσης στην αγορά και, κατά συνέπεια, ότι η θέση τους στην αγορά πρέπει να εκτιμηθεί συλλογικά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    736   Κατά συνέπεια, το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

     3. Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από έλλειψη αιτιολογίας


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    737   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ' αρχάς, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 531 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνάγει από την ύπαρξη «πολύ στενών οικονομικών δεσμών» μεταξύ των μελών της TACA ότι τα μέλη αυτά μπορούν να κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση χωρίς να διαπιστώσει προηγουμένως ότι οι οικείες επιχειρήσεις υιοθέτησαν την ίδια συμπεριφορά στην αγορά. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι αυτή η έλλειψη αιτιολογίας δεν καλύφθηκε με τις περιεχόμενες στο υπόμνημα αντικρούσεως παραπομπές στην αξιολόγηση του εσωτερικού ανταγωνισμού που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με βάση την περιεχόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις αυτές περιγραφή των πραγματικών περιστατικών δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι οι προσφεύγουσες υιοθέτησαν την ίδια συμπεριφορά ή ότι δεν υπήρχε αρκετός ανταγωνισμός σε επίπεδο τιμών ή σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών.

    738   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 522 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν προσπαθεί να ποσοτικοποιήσει ή να εξηγήσει τον βαθμό εσωτερικού ανταγωνισμού που θα ήταν συμβατός προς τη διαπίστωση της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Οι προσφεύγουσες όμως προσκόμισαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη εσωτερικού ανταγωνισμού. Ελλείψει σαφών κριτηρίων, η αιτιολογική σκέψη 522 δεν παρέχει τη δυνατότητα ούτε στις προσφεύγουσες ούτε στο Πρωτοδικείο να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να απορρίψει τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και να εκτιμήσουν αν είναι ακριβές ότι η διατήρηση ορισμένου ανταγωνισμού δεν αποκλείει την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η Επιτροπή δεν προσδιορίζει τις πτυχές του ανταγωνισμού που είναι κρίσιμες για να αποδειχθεί ότι δικαιολογείται συλλογική εκτίμηση. Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει πράγματι υπόψη τις μορφές του ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών.

    739   Τρίτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς, όσον αφορά την ανάλυση του εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της TACA, πρώτον, τη διαπίστωσή της, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 198, ότι οι κοινοπραξίες, όπως είναι οι συμφωνίες διαμοιρασμού σκαφών, στις οποίες μετέχουν τα μέρη της TACA έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των ανεξάρτητων ενεργειών που αναλαμβάνουν τα μέλη τους, δεύτερον, την έλλειψη στοιχείων, στην αιτιολογική σκέψη 221, όσον αφορά το σχετικά μεγαλύτερο μέγεθος του δρομολογίου μέσω του Ειρηνικού σε σχέση με το δρομολόγιο μέσω Ατλαντικού και, τρίτον, την απόφασή της να στηρίξει στα στοιχεία ενός και μόνον έτους το περιεχόμενο στην αιτιολογική σκέψη 296 συμπέρασμά της ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός στην πλειονότητα των μελών της TACA για τη συμμετοχή τους σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    740   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, ζητεί την απόρριψη των ως άνω λόγων και επιχειρημάτων.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    741   Όσον αφορά, πρώτον, τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα μέρη της TACA υιοθέτησαν την ίδια συμπεριφορά στην επίμαχη αγορά, αρκεί να παρατηρηθεί ότι με τα επιχειρήματα των προσφευγουσών αποσκοπείται, στην πραγματικότητα, να αμφισβητηθεί το βάσιμο των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού. Τέτοια επιχειρήματα όμως, που πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 649 έως 655, είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο της εξετάσεως της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, PVC II, παρατεθείσα στη σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψη 389).

    742   Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις 525 έως 531, τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέρη της TACA έχουν από κοινού, λόγω διασυνδέσεων που υφίστανται μεταξύ τους, την εξουσία να υιοθετούν την ίδια γραμμή δράσης στην αγορά (απόφαση Kali und Salz, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 221). Συγκεκριμένα, στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή εκθέτει έκαστον των πέντε οικονομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των μερών της TACA και τους οποίους λαμβάνει υπόψη για να στηρίξει τη συλλογική εκτίμηση της θέσεως την οποία κατέχουν τα μέρη αυτά στην επίμαχη αγορά. Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 525 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω δεσμοί περιόρισαν κατά πολύ την ικανότητα των μερών της TACA να ενεργούν ανεξάρτητα. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει στην αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι το τιμολόγιο και τα μέτρα εκτελέσεως και επιβολής κυρώσεων αποσκοπούσαν «στην ουσιώδη εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ [των μερών της TACA] σε επίπεδο τιμών», παραπέμποντας ως εκ τούτου εμμέσως πλην σαφώς στις αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 242 στις οποίες εξετάζει τον βαθμό εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της TACA και, αφετέρου, ότι η γραμματεία και η δημοσίευση ετήσιων επιχειρηματικών προγραμμάτων παρέσχον τη δυνατότητα στα ίδια μέρη να παρουσιάζονται στην αγορά ως «ενιαίος φορέας». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι αυτοί συνιστούν επαρκή αναφορά των πραγματικών ή νομικών στοιχείων από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εκτιμήσεων που οδήγησαν την Επιτροπή να λάβει την απόφαση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 575 ανωτέρω, σκέψεις 26 και 44).

    743   Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία και ειδικότερα με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίστηκαν ότι η συλλογική εκτίμηση της θέσεως των μερών της TACA στη σχετική αγορά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης απαιτούσε την απουσία οποιασδήποτε ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ τους. Όσον αφορά όμως την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεν μπορεί προφανώς να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε επιχειρήματα που δεν προβλήθηκαν πριν από τη λήψη της αποφάσεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 427).

    744   Όσον αφορά, δεύτερον, τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν ποσοτικοποίησε ή δεν εξήγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον βαθμό εσωτερικού ανταγωνισμού που θα ήταν συμβατός με τη διαπίστωση περί της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς τον βαθμό εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της TACA. Από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των μερών της TACA ήταν περιορισμένος, αν όχι ασήμαντος. Συναφώς, αφού εξέτασε το περιεχόμενο της ρυθμίσεως που θεσπίστηκε με τον US Shipping Act (αιτιολογικές σκέψεις 175 έως 180), η Επιτροπή τόνισε τα αποτελέσματα που παράγουν οι λοιπές περιοριστικές συμφωνίες και τα οποία επηρεάζουν το διατλαντικό δρομολόγιο, ειδικότερα οι κοινοπρακτικές συμφωνίες (αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 198). Εν συνεχεία, εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 199 έως 242, έκαστο από τα αποδεικτικά στοιχεία περί εσωτερικού ανταγωνισμού που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τις ανεξάρτητες ενέργειες, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τις μονομερείς ενέργειες που αφορούν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τους TVR, τις TVRIA και τον ανταγωνισμό σχετικά με τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Η Επιτροπή μελέτησε έτσι διαδοχικά τις πρακτικές διακρίσεως σε επίπεδο τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 213), τις ανεξάρτητες ενέργειες (αιτιολογικές σκέψεις 214 έως 222), τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 223 έως 233), τις διακυμάνσεις των μεριδίων αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 234 έως 239) και τον ανταγωνισμό ως προς την ποιότητα (αιτιολογικές σκέψεις 240 έως 242). Στο πλαίσιο αυτό, κατά το στάδιο της νομικής εκτιμήσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 525 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η θέση των μερών της TACA έπρεπε να εκτιμηθεί συλλογικά από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, δεδομένου ότι ήταν πολύ περιορισμένη η ικανότητά τους να ενεργούν ανεξάρτητα.

    745   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, απαντώντας στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τα μέρη της TACA κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή ανέφερε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους, εν προκειμένω, ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των μερών της TACA ήταν ανεπαρκής για να μην υπάρξει συλλογική εκτίμηση της θέσεως που κατέχουν τα μέρη αυτά. Πράττοντας τούτο, η Επιτροπή απάντησε έτσι κατά τρόπο συγκεκριμένο στους ουσιώδεις ισχυρισμούς που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 426). Επιπλέον, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η Επιτροπή εξέτασε εκάστη των πτυχών του εσωτερικού ανταγωνισμού που μπορεί να έχει σημασία, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνον των μορφών του ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, στις αιτιολογικές σκέψεις 199 έως 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 231 έως 233 και 240 έως 242, των μορφών του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών.

    746   Βεβαίως, η Επιτροπή δεν ανέφερε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ποιος ήταν ο βαθμός του εσωτερικού ανταγωνισμού βάσει του οποίου θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μην υπάρξει συλλογική εκτίμηση της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA. Ωστόσο, για να αιτιολογήσει την απόφασή της επαρκώς κατά νόμο, η Επιτροπή οφείλει μόνο να εκθέσει σαφώς και επακριβώς τους λόγους που στηρίζουν την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής (απόφαση Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 575 ανωτέρω, σκέψεις 26 και 44). Δεν μπορεί, αντιθέτως, να αναγκαστεί να εκθέσει τους λόγους που στηρίζουν στοιχεία αιτιολογίας τα οποία δεν έλαβε υπόψη και τα οποία συνεπώς είναι αμιγώς υποθετικά (βλ., υπό τον πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 64).

    747   Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, εν προκειμένω, ότι ο εσωτερικός ανταγωνισμός στο πλαίσιο της TACA ήταν επαρκής για να μην υπάρξει συλλογική εκτίμηση της συμφωνίας αυτής, δεν όφειλε να διευκρινίσει ποιος βαθμός ανταγωνισμού απαιτούνταν για να απορριφθεί μια τέτοια εκτίμηση.

    748   Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

    749   Όσον αφορά, τρίτον, τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον ισχυρισμό, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κοινοπρακτικές συμφωνίες των οποίων είναι μέλη τα μέρη της TACA έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του αριθμού των ανεξάρτητων ενεργειών που αναλαμβάνουν τα μέρη των εν λόγω συμφωνιών, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση της αιτιολογικής αυτής σκέψεως, πρόκειται για ισχυρισμό όχι της Επιτροπής, αλλά ενός από τα μέρη της TACA. Η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης δεν μπορεί όμως να επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αιτιολογεί τους ισχυρισμούς των τρίτων, τούτο δε τοσούτω μάλλον που δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή στηρίζεται στον ισχυρισμό αυτό για να συναγάγει την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    750   Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

    751   Όσον αφορά, τέταρτον, τον λόγο που αντλείται από το ότι στην αιτιολογική σκέψη 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το μέγεθος του δρομολογίου μέσω Ειρηνικού σε σχέση με το διατλαντικό δρομολόγιο, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ελλείψει των στοιχείων αυτών η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι ο αριθμός των ανεξάρτητων ενεργειών στο δεύτερο δρομολόγιο ήταν «συγκριτικά» ασήμαντος σε σχέση με τον αριθμό των ανεξάρτητων ενεργειών στο πρώτο δρομολόγιο, αποσκοπούν, στην πραγματικότητα να αμφισβητήσουν το βάσιμο των εκτιμήσεων της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού. Ένα τέτοιο επιχείρημα όμως, που πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 698 έως 703, είναι αλυσιτελές στο πλαίσιο του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, PVC II, παρατεθείσα στη σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψη 389).

    752   Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 221 και 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρουν τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή και το συμπέρασμα που αντλεί από την ανάλυση αυτή και, συνεπώς, παρέχουν στις προσφεύγουσες επαρκείς ενδείξεις για να γνωρίζουν αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όντως βάσιμη ή αν παρουσιάζει ενδεχομένως πλημμέλεια που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους της και παρέχουν τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Van Megen Sports κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 548 ανωτέρω, σκέψη 51).

    753   Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

    754   Όσον αφορά, πέμπτον, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε, στην αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την επιλογή να στηριχθεί στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ενός και μόνον έτους για να στηρίξει τη διαπίστωση ότι ένας μεγάλος αριθμός συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήφθησαν με τους NVOCC συνήφθησαν από μέρη της TACA που ήσαν στο παρελθόν μη διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ουδόλως είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφασή της ως προς την επιλογή αυτή. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, εφόσον η Επιτροπή αναφέρει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα στοιχεία στα οποία στηρίζει την ανάλυσή της και τα συμπεράσματα που αντλεί από αυτή, παρέχει στις προσφεύγουσες, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητείται από τις τελευταίες αυτές, επαρκείς ενδείξεις για να γνωρίζουν αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όντως βάσιμη ή αν παρουσιάζει ενδεχομένως πλημμέλεια που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους της και παρέχουν τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Van Megen Sports κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 548 ανωτέρω, σκέψη 51).

    755   Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν τα στοιχεία που αφορούν άλλα έτη και τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών μπορούσαν να αντικρούσουν τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή με βάση το ένα και μόνον έτος που έλαβε υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, θα εναπέκειτο στο Πρωτοδικείο να αντλήσει από αυτό τις συνέπειες όχι στο επίπεδο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αλλά όσον αφορά την ουσία.

    756   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού.

     Γ ─ Συμπέρασμα επί του πρώτου σκέλους

    757   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους σχετικά με την έλλειψη δεσπόζουσας θέσεως κατεχομένης συλλογικά από τα μέρη της TACA πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά το ότι η θέση που κατέχουν τα μέρη της TACA είναι δεσπόζουσα

    758   Στο πλαίσιο αυτού του σκέλους των λόγων που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν κατ' αρχάς τον ορισμό της σχετικής αγοράς που ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Εν συνεχεία, αμφισβητούν το ότι η θέση τους στην αγορά είναι δεσπόζουσα. Τέλος, προβάλλουν διάφορες ελλείψεις αιτιολογίας επί των σημείων αυτών.

     Α ─ Ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς

    759   Οι προσφεύγουσες προβάλλουν λόγους και ισχυρισμούς σχετικά τόσο με τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών όσο και με τον ορισμό της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς που λαμβάνονται υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης.

     1. Επί της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών

    760   Στην αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι η υπό εξέταση αγορά υπηρεσιών για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 75. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε, στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, τις διάφορες δυνατότητες υποκαταστάσεως που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, καταλήγει, στην αιτιολογική σκέψη 84, ότι η υπό εξέταση αγορά θαλάσσιων μεταφορών είναι «η αγορά θαλάσσιων μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια μεταξύ [...] λιμένων της Βόρειας Ευρώπης και λιμένων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά».

    761   Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο κατηγορίες λόγων και αιτιάσεων για να αντικρούσουν τον ορισμό αυτό. Αφενός, αμφισβητούν ότι οι υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια συνιστούν την υπό εξέταση αγορά υπηρεσιών. Αφετέρου, ισχυρίζονται ότι η αγορά περιλαμβάνει, πέραν των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης, τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

     Επί των υπό εξέταση υπηρεσιών μεταφοράς


     i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    762   Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, εκ προοιμίου, ότι η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 1996, C-333/94 P, Tetra Pak κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Tetra Pak II» (Συλλογή 1996, σ. Ι-5951), για να θεωρήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η σταθερότητα της ζητήσεως συνιστά την προσήκουσα βάση για τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς. Στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει συγκεκριμένα ότι, με την εν λόγω δικαστική απόφαση, «το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάνθηκε ότι η σταθερότητα της ζήτησης ενός συγκεκριμένου προϊόντος αποτελεί το ενδεδειγμένο κριτήριο για τον προσδιορισμό της υπό εξέταση αγοράς και ότι το γεγονός ότι διαφορετικά προϊόντα μπορούν σε οριακό βαθμό να αντικαταστήσουν το ένα το άλλο δεν αίρει το συμπέρασμα ότι τα εν λόγω προϊόντα ανήκουν σε διαφορετικές αγορές προϊόντων».

    763   Πρώτον, το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναφέρεται σε «ένα ενδεδειγμένο κριτήριο» σημαίνει ότι και άλλα κριτήρια πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί ο βαθμός υποκαταστάσεως. Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν έκρινε, με την απόφαση αυτή, ότι η σταθερότητα της ζητήσεως συνιστά την προσήκουσα βάση για να καθοριστεί η υπό εξέταση αγορά, αλλά εξέτασε το ζήτημα της σταθερότητας της ζητήσεως στο πλαίσιο της δυνατότητα αμοιβαίας υποκαταστάσεως των προϊόντων. Τέλος, τρίτον, αντίθετα προς την κατάσταση για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Tetra Pak II, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 762 ανωτέρω, από τις διαπιστώσεις τις οποίες πραγματοποίησε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, αφενός, οι όγκοι φορτίου που μεταφέρθηκαν, αντιστοίχως, με εμπορευματοκιβώτια και χύδην, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό συν τω χρόνω και, αφετέρου, ότι η δυνατότητα αντικαταστάσεως μεταξύ της χύδην μεταφοράς και της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια δεν ήταν οριακή όσον αφορά τους όγκους των φορτίων.

    764   Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή ότι θεώρησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 75 και 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η υπό εξέταση αγορά υπηρεσιών ήταν η αγορά «τακτικών θαλάσσιων μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια» αποκλειομένων των κλασικών μεταφορών χύδην φορτίου, των μεταφορών με πλοία ψυγεία, των αεροπορικών μεταφορών και των NVOCC. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η ανάλυση της Επιτροπής δεν είναι σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες γραμμές που καθόρισε με την ανακοίνωσή της όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5) σχετικά με τη δυνατότητα υποκαταστάσεως από την άποψη της ζητήσεως και τη δυνατότητα υποκαταστάσεως από την άποψη της προσφοράς.

    765   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή πραγματοποίησε εσφαλμένη ανάλυση της υποκαταστάσεως από την άποψη της ζητήσεως. Υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 28), έκρινε ότι «η έννοια της οικείας αγοράς (relevant market) προϋποθέτει πράγματι τη δυνατότητα αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των προϊόντων που την αποτελούν, πράγμα που απαιτεί επαρκή βαθμό δυνατότητας αντικαταστάσεως μεταξύ όλων των προϊόντων που αποτελούν την ίδια αγορά ενόψει της ίδιας χρησιμοποιήσεως».

    766   Σε γενικό επίπεδο, οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ' αρχάς στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τη σωρευτική επίπτωση που έχουν οι διάφορες πηγές του ανταγωνισμού, θεωρώντας ότι εκάστη των πηγών αυτών μπορούσε να υποκαταστήσει τη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια μόνον υπό εξαιρετικές συνθήκες και για περιορισμένο αριθμό προϊόντων. Κατά τη γνώμη των προσφευγουσών, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα προϊόν μπορεί να υποκαταστήσει ένα άλλο, δεν μπορεί να απαιτείται να υπάρχει δυνατότητα αμοιβαίας υποκαταστάσεως στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Μια τέτοια άποψη δεν λαμβάνει υπόψη το ότι οι προσφεύγουσες χειρίζονται πολύ ετερογενή είδη προϊόντων και χρηστών. Έτσι, ένας επιχειρηματίας που μεταφέρει πενήντα διαφορετικά προϊόντα, έκαστο από τα οποία έχει διαφορετική αξία, και συνεπώς αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό του ενός ή του άλλου εναλλακτικού μεταφορέα, αντιμετωπίζει ανταγωνισμό για το σύνολο των προϊόντων του.

    767   Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, όσον αφορά τις κλασικές μεταφορές (αιτιολογικές σκέψεις 65, 68 και 74 και υποσημείωση αριθ. 29) και τις μεταφορές με πλοία ψυγεία (αιτιολογική σκέψη 73), στήριξε τα συμπεράσματά της στην έννοια της «μονομερούς δυνατότητας υποκατάστασης», αντί να εξετάσει, όπως απαιτεί η προπαρατεθείσα ανακοίνωσή της, σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, και η οικονομική θεωρία, το πόσο επηρεάζονται οι σχετικοί όγκοι φορτίου που μεταφέρονται με τους δύο επίμαχους τρόπους μεταφοράς από την αντίστοιχη τιμή τους. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, σύμφωνα με τις γενικώς αποδεκτές οικονομικές αρχές, η δυνατότητα υποκαταστάσεως συνεπάγεται αναγκαστικά μια συμμετρική (ή διμερή) σχέση. Οι προσφεύγουσες τονίζουν, για παράδειγμα, ότι αν οι πελάτες περάσουν από τη μεταφορά χύδην φορτίου στη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια με βάση την αντίστοιχη υφιστάμενη τιμή, μια αύξηση της αντίστοιχης τιμής του τρόπου μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια θα τείνει να επιβραδύνει το ποσοστό υποκατάστασης ή, ακόμη, αν η αλλαγή της τιμής είναι αρκούντως σημαντική, θα ανατρέψει την τάση. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν συνεπώς τη διαπίστωση της Επιτροπής, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «από τη στιγμή που ένα είδος εμπορευμάτων αρχίζει να μεταφέρεται τακτικά με εμπορευματοκιβώτια, είναι απίθανο να μεταφερθεί ξανά με άλλο τρόπο». Κατά τις προσφεύγουσες, μια αυστηρή οικονομική εξέταση θα επέβαλλε στην Επιτροπή να μετριάσει τον ισχυρισμό της προσθέτοντας τις λέξεις «αν η μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια εξακολουθεί να παρέχει τα ίδια καθαρά πλεονεκτήματα όπως και στο παρελθόν», εξέταση η οποία απαιτεί ανάλυση του βαθμού επηρεασμού της ζητήσεως από τις αλλαγές που επέρχονται στα καθαρά πλεονεκτήματα που οι φορτωτές θεωρούν ελκυστικά. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει μια τέτοια ανάλυση.

    768   Σε ειδικότερο επίπεδο, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, εν πάση περιπτώσει, η εκτίμηση της δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια και των λοιπών τρόπων μεταφοράς που αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι εσφαλμένη ως προς τα πραγματικά στοιχεία.

    769   Πρώτον, όσον αφορά τις κλασικές χύδην μεταφορές, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι αυτές μπορούν να υποκαταστήσουν τις μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια και εμπίπτουν συνεπώς στην ίδια αγορά. Παρατηρούν, κατ' αρχάς, ότι η δυνατότητα αυτή υποκαταστάσεως διαπιστώθηκε σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1996 στην επιθεώρηση American Shipper, στο οποίο παρατίθενται οι δηλώσεις ενός διευθύνοντος στελέχους της Mead Corporation, μιας αμερικανικής εταιρίας η οποία εξάγει χαρτί. Τονίζουν εν συνεχεία ότι, στο διατλαντικό δρομολόγιο προς ανατολάς, η δυνατότητα υποκαταστάσεως που υφίσταται μεταξύ της κλασικής μεταφοράς και της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια αφορά εν γένει τα εμπορεύματα που μεταφέρονται σε μεγάλη ποσότητα και τα οποία προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (για παράδειγμα, τον καφέ, τα φυστίκια, τα μήλα και τα αχλάδια, τα λεμόνια κ.λπ.). Η υποκατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα εμπορεύματα χαμηλής αξίας λόγω των μειωμένων ναύλων που προσφέρουν οι επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται τα διάφορα είδη σκαφών. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η Επιτροπή δέχεται ρητώς την υποκατάσταση αυτή όσον αφορά τον καφέ και τα φυστίκια στις αιτιολογικές σκέψεις 217 και 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Φρονούν ότι η θέση τους επιβεβαιώνεται από την έκθεση Dynamar (παράρτημα 25), η οποία, βάσει αριθμητικών στοιχείων, διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη μιας τέτοιας υποκαταστάσεως όσον αφορά ορισμένα προϊόντα μεταλλουργίας και δασοκομίας. Αντίθετα προς τη θέση της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η υποκατάσταση της χύδην μεταφοράς παραμένει δυνατή ακόμη και στην περίπτωση που η μεταφορική ικανότητα με εμπορευματοκιβώτια είναι ελλιπής στο διατλαντικό δρομολόγιο.

    770   Συμπερασματικώς, οι προσφεύγουσες προσάπτουν συνεπώς στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη το κριτήριο των «συμβάντων-συγκρούσεων» που μνημονεύεται στο σημείο 38 της προπαρατεθείσας ανακοινώσεώς της όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να εξετάσει πρόσφατα πραγματικά παραδείγματα υποκαταστάσεως στην αγορά. Κατά τις προσφεύγουσες, τα παραδείγματα αμοιβαίας υποκαταστάσεως μεταξύ της κλασικής μεταφοράς και της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια συνιστούν τέτοια παραδείγματα, αλλά η Επιτροπή τα αγνόησε.

    771   Δεύτερον, όσον αφορά τις χύδην μεταφορές με πλοία ψυγεία, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι και αυτές ανταγωνίζονται ευθέως τις μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η υποκατάσταση αυτή πιστοποιείται από τις δηλώσεις των παραδοσιακών επιχειρηματιών που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς με πλοία ψυγεία. Τονίζουν εν συνεχεία ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών τρόπων μεταφοράς αυξάνεται περαιτέρω με την απόφαση ορισμένων μεταφορέων εμπορευματοκιβωτίων, όπως είναι η Maersk, να αυξήσουν τις μεταφορικές τους ικανότητες με πλοία ψυγεία. Προς στήριξη της θέσεώς τους, οι προσφεύγουσες παραθέτουν μια μελέτη της Drewry (World Reefer Market Prospects and Modal Competition - pallets v containers v breakbulk, 1997) η οποία, κατ' αυτές, επιβεβαιώνει ότι, στο δρομολόγιο μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ένα τμήμα των αμερικανικών φρούτων μεταφέρεται τόσο με εμπορευματοκιβώτια όσο και με κλασικά πλοία ψυγεία. Στην βάση αυτή, οι προσφεύγουσες καταλήγουν ότι, για ορισμένα τουλάχιστον εμπορεύματα, υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια και της χύδην μεταφοράς με πλοία ψυγεία.

    772   Τρίτον, όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, για ορισμένα εμπορεύματα, συνιστούν εναλλακτική λύση σε σχέση με τη θαλάσσια μεταφορά. Στηρίζονται συναφώς σε μια δήλωση του προέδρου του Campbell Aviation Group ο οποίος αναγνωρίζει την υποκατάσταση αυτή, ειδικότερα όσον αφορά τα αντικείμενα μικρού βάρους και μεγάλης αξίας. Ομοίως, τον Μάιο του 1998, το Journal of Commerce ανέφερε ότι περίπου το 10 έως 15 % του όγκου του υπερωκεάνιου φορτίου των ναυλομεσιτών πέρασε στην αεροπορική μεταφορά.

    773   Τέταρτον, όσον αφορά τους NVOCC, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντική πηγή ανταγωνισμού, ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι αναφέρονται αποκλειστικά στους NVOCC οι οποίοι δεν εκμεταλλεύονται σκάφη ούτε στο διατλαντικό δρομολόγιο ούτε σε άλλα δρομολόγια και οι οποίοι προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τις προσφεύγουσες, από την άποψη των φορτωτών, δεν υφίσταται καμία διαφορά μεταξύ των NVOCC και των θαλάσσιων μεταφορέων, καθόσον αμφότεροι ανταγωνίζονται στο στάδιο των λεπτομερειών για τη μεταφορά των εμπορευμάτων των φορτωτών ιδιοκτητών (ή των ναυλομεσιτών). Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι οι NVOCC είναι σε θέση να ασκήσουν σημαντική διαπραγματευτική εξουσία επί των θαλάσσιων μεταφορέων λόγω, αφενός, της σημαντικής αγοραστικής τους δύναμης που προκύπτει από τη σώρευση των όγκων των επιμέρους φορτωτών και, αφετέρου, των πλεονεκτικών ναύλων και υπηρεσιών (λιμένες προσέγγισης, περίοδοι διαμετακόμισης, τελωνειακές διατυπώσεις κ.λπ.) που μπορούν να πετύχουν από τους θαλάσσιους μεταφορείς (μέλη ή όχι διασκέψεως) υπό τη μορφή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή TVR, που είναι, λόγω της αγοραστικής τους δύναμης, αναπόφευκτα χαμηλότεροι από αυτούς που προτείνουν στους επιμέρους φορτωτές οι θαλάσσιοι μεταφορείς για τη διακίνηση μικρών όγκων εμπορευμάτων.

    774   Οι προσφεύγουσες φρονούν έτσι ότι ο ανταγωνισμός ασκείται σε τριπλό επίπεδο: σε πρώτο επίπεδο, οι μεταφορείς ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη μεταφορά του φορτίου των NVOCC με βάση τους ναύλους και τις συνθήκες που προσφέρουν· σε δεύτερο επίπεδο, οι NVOCC επιλέγουν, με βάση τις υπηρεσίες και τους ναύλους που προσφέρουν οι μεταφορείς, τον ή τους μεταφορείς που είναι οι πιο ανταγωνιστικοί· τέλος, σε τρίτο επίπεδο, οι μεταφορείς ανταγωνίζονται επίσης τους NVOCC για τη μεταφορά του φορτίου των φορτωτών ή των ναυλομεσιτών. Εντεύθεν προκύπτει ότι οι μεταφορείς και οι NVOCC λειτουργούν στο ίδιο ανταγωνιστικό στάδιο. Αυτή η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των NVOCC και των θαλάσσιων μεταφορέων αναγνωρίζεται εξάλλου και από τους ίδιους τους NVOCC.

    775   Προς στήριξη της θέσεώς τους, οι προσφεύγουσες παρουσιάζουν ορισμένα παραδείγματα υποκαταστάσεως φορτίου μεταξύ των μελών της TACA και των NVOCC. Παρατηρούν επίσης ότι οι υπολογισμοί που αφορούν το μέγεθος της αγοράς περιλαμβάνουν τις πωλήσεις των NVOCC, περιορίζοντας κατά συνέπεια τις πωλήσεις των προσφευγουσών. Έτσι, ο όγκος φορτίου των NVOCC που μετέφεραν τα μέλη της TACA στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και TVR πέρασε από το 11,8 % το 1994 στο 14,4 % το 1997.

    776   Η θέση της Επιτροπής ότι οι NVOCC, αγοράζοντας τις υπερωκεάνιες μεταφορικές ικανότητές τους από τις επιχειρήσεις που διαχειρίζονται πλοία, δεν παρέχουν διαφορετική μορφή υπηρεσιών απ' ό,τι οι τελευταίες αυτές και πρέπει συνεπώς να εξαιρεθούν από την υπό εξέταση αγορά, συγχέει, κατά τις προσφεύγουσες, την ενδιάμεση αγορά (τις πωλήσεις στους NVOCC) και την αγορά του τελικού χρήση (τις πωλήσεις στους φορτωτές ιδιοκτήτες). Από την άποψη όμως του τελικού χρήστη, είναι αναμφίβολο ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι επιχειρήσεις που διαχειρίζοναι πλοία και οι NVOCC είναι παρόμοιες και παρουσιάζουν υψηλό βαθμό δυνατότητας υποκαταστάσεως. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν συναφώς μια αναλογία με τις εταιρίες τηλεδιανομής, οι οποίες αγοράζουν τμήμα των προγραμμάτων τους από τους τηλεοπτικούς φορείς μέσω δορυφόρου, με τους οποίους τελούν εξάλλου σε ανταγωνισμό για την παροχή προγραμμάτων επί πληρωμή. Οι προσφεύγουσες τονίζουν επιπλέον ότι, στο πλαίσιο της συνδυασμένης μεταφοράς, η μεταφορά περιλαμβάνει διάφορα συστατικά στοιχεία και επίπεδα υπηρεσιών. Επομένως, όπως και οι επιμέρους μεταφορείς αγοράζουν από εξωτερικούς προμηθευτές τα αναγκαία στοιχεία (χερσαία μεταφορά, λιμενικές υπηρεσίες) για να συμπληρώσουν τις υπηρεσίες συνδυασμένης μεταφοράς που παρέχουν, οι NVOCC παρέχουν οι ίδιοι ορισμένα στοιχεία της υπηρεσίας συνδυασμένης μεταφοράς και αγοράζουν κάποια άλλα στοιχεία της.

    777   Τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι NVOCC δεν αποτελούν τμήμα της υπό εξέταση αγοράς, ενώ στην απόφαση 94/985/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/33.218 ─ Far Eastern Freight Conference) (ΕΕ L 378, σ. 17), η Επιτροπή διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 22, ότι οι NVOCC «προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες όπως οι ναυτιλιακές εταιρίες τακτικών γραμμών που προσφέρουν πολύμορφες υπηρεσίες, χωρίς να έχουν δικά τους σκάφη αλλά ναυλώνοντας μεταφορική ικανότητα από μεταφορείς που διαθέτουν πλοία».

    778   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, αντιφάσκοντας προς το σημείο 20 της προπαρατεθείσας ανακοινώσεώς της όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, την υποκατάσταση από την άποψη της προσφοράς. Τονίζουν ότι στην αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παραπέμπει, για την εξέταση του ζητήματος αυτού, στις αιτιολογικές σκέψεις 278 έως 282. Οι παράγραφοι αυτές όμως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορούν την υποκατάσταση από την άποψη της προσφοράς, αλλά τον δυνητικό ανταγωνισμό. Κατά τις προσφεύγουσες, τα δύο ζητήματα αυτά είναι, τόσο από οικονομική όσο και από νομική άποψη, διαφορετικά και δεν μπορούν να συγχέονται. Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν επιπλέον ότι το περιεχόμενο στην αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν δέχεται ότι η μεγάλη πλειονότητα των πελατών της TACA θεωρεί ότι η χύδην θαλάσσια μεταφορά μπορεί να υποκαταστήσει τη μεταφορά με πλοία που δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων, στηρίζεται σε ένα και μόνον αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω, το αποδεικτικό αυτό στοιχείο, μια διαφήμιση της ACL η οποία περιγράφει τον ειδικό εξοπλισμό που διαθέτουν τα σκάφη της, αποδεικνύει την ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως από την άποψη της προσφοράς, καθόσον ένας επιχειρηματίας που χρησιμοποιεί εμπορευματοκιβώτια θα δημοσίευε μια τέτοια διαφήμιση μόνον αν επιδίωκε να ενθαρρύνει μια μετάθεση προς τις υπηρεσίες του.

    779   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η κινητικότητα των στόλων, που αναγνωρίζεται από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86, είναι συμβατή προς τον υψηλό βαθμό δυνατότητας υποκαταστάσεως από την άποψη της προσφοράς. Από την έκθεση Dynamar προκύπτει εξάλλου ότι, το 1996, ορισμένοι μεταφορείς που δεν διακινούν φορτία σε εμπορευματοκιβώτια και οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο διατλαντικό δρομολόγιο μέσω της καναδικής πύλης ήσαν δυνητικά σε θέση να αυξήσουν, με ελάχιστο κόστος, τις μεταφορές του εμπορευματοκιβωτίων κατά περίπου 200 000 EVP τόσο στο δρομολόγιο προς δυσμάς όσο και στο δρομολόγιο προς ανατολάς, αύξηση αντιπροσωπεύουσα το 15 % των μεταφορικών ικανοτήτων των προσφευγουσών, τούτο δε χωρίς να χρειάζεται να προσαρμόσουν ή να μετασκευάσουν τα σκάφη τους. Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage και Contintental Can κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 445), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής λόγω του ότι δεν έλαβε υπόψη την υποκατάσταση από την άποψη της προσφοράς, τονίζοντας ότι «η κατοχή δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά ελαφρών μεταλλικών συσκευασιών προοριζομένων για κονσέρβες κρέατος και ψαριού δεν μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ότι οι ανταγωνιστές σε άλλους τομείς της αγοράς των ελαφρών μεταλλικών συσκευασιών δεν μπορούν, ύστερα από απλή προσαρμογή, να παρουσιαστούν στην αγορά με ισχύ επαρκή, ώστε να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο» (σκέψη 33).

    780   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι οι λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών είναι αβάσιμοι.

     ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    781   Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο ορισμός της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών τον οποίο λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει από εσφαλμένη εκτίμηση τόσο της υποκαταστάσεως από πλευράς ζητήσεως όσο και τις υποκαταστάσεως από πλευράς προσφοράς.

    –       Επί της υποκαταστάσεως από πλευράς ζητήσεως

    782   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι αεροπορικές μεταφορές, οι τακτικές κλασικές θαλάσσιες μεταφορές (χύδην ή «break bulk») και οι NVOCC μπορούν να υποκαταστήσουν τις τακτικές θαλάσσιες μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια. Προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των πηγών ανταγωνισμού.

    Επί των υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς

    783   Μολονότι, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες δεν υποστήριξαν ότι οι υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς μπορούν να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια, ισχυρίζονται, στο στάδιο των υπό κρίση προσφυγών, ότι, για ορισμένα εμπορεύματα, οι υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς συνιστούν εναλλακτική λύση στις υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς. Στηρίζονται συναφώς σε μια δήλωση του προέδρου της Campbell Aviation Group και σε ένα απόσπασμα από το Journal of Commerce του Μα?ου 1998.

    784   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή τονίζει, στην αιτιολογική σκέψη 62, ότι «οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν διαφορετική αγορά από τις τακτικές θαλάσσιες μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια, και τούτο διότι, μεταξύ άλλων, δεν έχει αποδειχθεί ότι ουσιώδες ποσοστό των προϊόντων που μεταφέρονται μέσω εμπορευματοκιβωτίων θα μπορούσε ευχερώς να μεταφέρεται αεροπορικώς». Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι, «όσον αφορά τον Βόρειο Ατλαντικό, η αεροπορική μεταφορά εμπορευμάτων στοιχίζει είκοσι φορές περισσότερο από τη θαλάσσια μεταφορά και είναι μέχρι εννέα φορές ταχύτερη».

    785   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν μπορούν να αποδείξουν το ανακριβές των διαπιστώσεων αυτών.

    786   Έτσι, όσον αφορά τη δήλωση του προέδρου του Campbell Aviation Group, αρκεί να τονιστεί ότι δεδομένου ότι η δήλωση αυτή προέρχεται από έναν εκπρόσωπο της αεροπορικής βιομηχανίας, όχι μόνο δεν αντικρούει τα συμπεράσματα της Επιτροπής, αλλά τονίζει ρητώς ότι η προβαλλόμενη υποκατάσταση αφορά τα αντικείμενα μικρού βάρους και χαμηλής αξίας, όπως είναι τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

    787   Όσον αφορά το άρθρο του Journal of Commerce του Μα?ου 1998, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν του ανεκδοτολογικού χαρακτήρα του, το άρθρο αυτό απλώς αναφέρει το μη διευκρινιζόμενο περαιτέρω γεγονός ότι ορισμένοι ναυλομεσίτες μετέθεσαν το 10 έως 15 % του υπερωκεάνιου φορτίου τους προς την αεροπορική μεταφορά, όσον αφορά απροσδιόριστη κατηγορία προϊόντων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να αναγνωριστεί στο έγγραφο αυτό καμία ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη.

    788   Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση θεωρώντας ότι η ζήτηση αεροπορικής μεταφοράς αφορούσε περιορισμένες ποσότητες εμπορευμάτων υψηλής προστιθέμενης αξίας και μικρού βάρους και ότι η αεροπορική μεταφορά αποτελούσε αγορά διαφορετική από τις τακτικές θαλάσσιες μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια (βλ., υπό την έννοια αυτή, δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 279).

    789   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

     Επί των κλασικών τακτικών θαλάσσιων μεταφορών (χύδην ή «break bulk»)

    790   Όσον αφορά, πρώτον, τις κλασικές τακτικές θαλάσσιες μεταφορές, οι προσφεύγουσες φρονούν κατ' αρχάς ότι ο αποκλεισμός των μεταφορών αυτών από την υπό εξέταση αγορά στηρίζεται εσφαλμένα στην έννοια της μονομερούς δυνατότητας υποκαταστάσεως.

    791   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι, για να προσδιοριστούν οι όροι του ανταγωνισμού στην υπό εξέταση αγορά, έπρεπε να εξεταστούν οι δυνατότητες υποκαταστάσεως της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια από τη χύδην μεταφορά, προσθέτοντας ότι η υποκατάσταση του χύδην φορτίου από το φορτίο σε εμπορευματοκιβώτια δεν ήταν συναφής εν προκειμένω. Μια πανομοιότυπη συλλογιστική διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 73 όσον αφορά τις μεταφορές με πλοία ψυγεία, καθόσον η Επιτροπή τονίζει ότι, ναι μεν τα εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ψυκτικό εξοπλισμό μπορούν ενδεχομένως να υποκαταστήσουν τη μεταφορά χύδην φορτίου από πλοία ψυγεία, πλην όμως τούτο δεν συνεπάγεται ότι η μεταφορά χύδην φορτίου από πλοία ψυγεία μπορεί να υποκαταστήσει τη μεταφορά φορτίου σε εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό εξοπλισμό. Η Επιτροπή διαπίστωσε συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 68, ότι «στον βαθμό που η μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια επεκτείνεται, οι φορτωτές που δεν διακινούν φορτία σε εμπορευματοκιβώτια αρχίζουν σταδιακά να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια, αλλά από τη στιγμή που συνηθίζουν αυτόν τον τρόπο μεταφοράς δεν επανακάμπτουν στις παλιές μεθόδους. Παρόμοια παραδείγματα μονοσήμαντης δυνατότητας υποκατάστασης δεν είναι ασυνήθη».

    792   Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι φορτωτές συνηθίζουν να διακινούν μικρότερες ποσότητες, αλλά σε συχνότερα χρονικά διαστήματα, καθώς και στο γεγονός ότι από τη στιγμή που φορτώνονται τα εμπορεύματα σε ένα εμπορευματοκιβώτιο είναι ευκολότερη η περαιτέρω μεταφορά τους από τον λιμένα παράδοσης στον τελικό αποδέκτη μέσω της συνδυασμένης μεταφοράς (αιτιολογική σκέψη 67). Επιπλέον, οι αποστολές σε μικρότερες ποσότητες περιορίζουν τα έξοδα αποθήκευσης και τους κινδύνους ζημιών ή κλοπών (αιτιολογική σκέψη 70). Σχεδόν όλα όμως τα εμπορεύματα μπορούν να μεταφερθούν με εμπορευματοκιβώτια. Έτσι, στις ώριμες αγορές, όπως είναι οι αγορές της Βόρειας Ευρώπης/ΗΠΑ ή της Βόρειας Ευρώπης/Άπω Ανατολής, η διαδικασία μετάβασης στη μεταφορά φορτίων με εμπορευματοκιβώτια έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, τα δε εμπορεύματα που δεν μεταφέρονται με εμπορευματοκιβώτια, ενώ θα ήταν δυνατός αυτός ο τρόπος μεταφοράς, είναι λιγοστά και ενδεχομένως δεν υφίστανται πλέον (αιτιολογική σκέψη 66).

    793   Εν προκειμένω, ναι μεν οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 65 και 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τη χρησιμοποίηση της εννοίας της μονομερούς δυνατότητας υποκαταστάσεως, πλην όμως δεν αμφισβητούν, αντιθέτως, τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 70 όσον αφορά το φαινόμενο της αυξανόμενης χρησιμοποίησης εμπορευματοκιβωτίων για τη μεταφορά φορτίων που συνιστούν τη βάση των ως άνω συμπερασμάτων. Το πολύ, οι προσφεύγουσες περιορίζονται στο να ισχυριστούν ότι μια αύξηση της τιμής της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια θα τείνει να επιβραδύνει τον βαθμό μετάβασης στον τρόπο αυτό μεταφοράς ή ακόμη, αν η μεταβολή των τιμών είναι πολύ σημαντική, θα αναστρέψει την τάση. Κατά τις προσφεύγουσες, η ύπαρξη υπηρεσιών χύδην μεταφοράς αποτελεί συνεπώς δεσμευτικό παράγοντα για τον καθορισμό της τιμής των υπηρεσιών μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια. Ωστόσο, ναι μεν είναι αληθές ότι μια σημαντική αλλαγή της τιμής της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια θα μπορούσε, θεωρητικώς τουλάχιστον, να αποτελέσει κίνητρο ώστε ορισμένοι φορτωτές να την αντικαταστήσουν με τη χύδην μεταφορά, πλην όμως οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν καμία συγκεκριμένη απόδειξη προς στήριξη του ισχυρισμού τους.

    794   Υπό τις περιστάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο το ότι η υποκατάσταση της κλασικής μεταφοράς από τη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια, αφ' ης στιγμής πραγματοποιηθεί, είναι οριστική (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 281).

    795   Ορθώς συνεπώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η υποκατάσταση αυτή δεν ασκούσε επιρροή για τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς. Συγκεκριμένα, η εν λόγω υποκατάσταση δεν αποδεικνύει ότι, από την άποψη των φορτωτών, οι δύο αυτοί τρόποι μεταφοράς μπορούν να υποκαταστήσουν ο ένας τον άλλο, αλλά αντικατροπτρίζει αποκλειστικά το φαινόμενο της αυξανόμενης μεταφοράς των εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια που καταλήγει στην ανάδυση μιας νέας χωριστής αγοράς, στην οποία οι κλασικές μεταφορές δεν θεωρούνται ότι μπορούν να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι μεταφορείς εμπορευματοκιβωτίων. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση στηρίζοντας την ανάλυσή της της υπό εξέταση αγοράς στην έννοια της μονομερούς δυνατότητας υποκαταστάσεως.

    796   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι χύδην μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των χύδην μεταφορών με πλοία ψυγεία, μπορούν να υποκαταστήσουν τις μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια.

    797   Όσον αφορά, πρώτον, τις χύδην μεταφορές που δεν χρησιμοποιούν πλοία ψυγεία, οι προσφεύγουσες επικαλούνται προς στήριξη της θέσεώς τους την ύπαρξη μιας τέτοιας υποκαταστάσεως στο διατλαντικό δρομολόγιο προς ανατολάς για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται σε μεγάλες ποσότητες και προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπως είναι, για παράδειγμα, ο καφές, τα φυστίκια, τα μήλα, τα αχλάδια ή τα λεμόνια. Οι προσφεύγουσες στηρίζονται συναφώς στα πορίσματα μιας εκθέσεως Dynamar, η οποία διαπιστώνει, με βάση αριθμητικά στοιχεία, την ύπαρξη μιας τέτοιας υποκαταστάσεως όσον αφορά ιδίως ορισμένα προϊόντα σιδηρουργίας και δασοκομίας. Επικαλούνται επίσης ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1996 στην επιθεώρηση American Shipper, στο οποίο παρατίθενται οι δηλώσεις ενός διευθύνοντος στελέχους της Mead Corporation, μιας αμερικανικής εταιρίας που εξάγει χαρτί.

    798   Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, η αγορά που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων, τα οποία βάσει των χαρακτηριστικών τους είναι ιδιαιτέρως ικανά να ικανοποιήσουν διαρκείς ανάγκες και μπορούν να εναλλαγούν με άλλα προϊόντα σε μικρό βαθμό (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 337 ανωτέρω, σκέψη 37).

    799   Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η σταθερότητα της ζητήσεως για ένα συγκεκριμένο προϊόν συνιστά συνεπώς λυσιτελές κριτήριο για τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς, οπότε το γεγονός και μόνον ότι κάποια διαφορετικά προϊόντα μπορούν, σε οριακό βαθμό, να εναλλάσσονται με άλλα δεν εμποδίζει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι τα προϊόντα αυτά ανήκουν σε αγορές διαφορετικών προϊόντων (απόφαση Tetra Pak II, παρατεθείσα στη σκέψη 762 ανωτέρω, σκέψεις 13 έως 15· βλ., επίσης, απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 273).

    800   Εν προκειμένω, ορθώς η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε στη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου για να διαπιστώσει, στις αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι άλλοι τρόποι θαλάσσιας μεταφοράς μπορούν, για περιορισμένο αριθμό εμπορευμάτων, να ασκήσουν περιθωριακό ανταγωνισμό στην αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια δεν σημαίνει ότι μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην ίδια αγορά.

    801   Συναφώς, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η αναφορά σε «ένα λυσιτελές κριτήριο» που περιέχεται στη σκέψη 15 της αποφάσεως Tetra Pak II, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 762 ανωτέρω, δεν σημαίνει ότι και άλλα κριτήρια πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί ο βαθμός υποκαταστάσεως, αλλ' ότι η Επιτροπή δικαιούται να στηρίζεται στο κριτήριο αυτό για να συνάγει την ύπαρξη χωριστών αγορών. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη μελέτη της υποκαταστάσεως από την πλευρά της ζητήσεως, αλλ' ότι έλεγξε αν τα παραδείγματα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς που προέβαλαν οι προσφεύγουσες μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω την ανάλυσή της. Επομένως, η Επιτροπή δεν στήριξε τις εκτιμήσεις της σε ένα και μόνο κριτήριο.

    802   Πρέπει ωστόσο επιπλέον να εξεταστεί αν ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε, στην υπό κρίση περίπτωση, ότι η χύδην μεταφορά ασκούσε αποκλειστικά περιθωριακό ανταγωνισμό στη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια.

    803   Συναφώς, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, οι προσφεύγουσες περιορίζονται, κατ' ουσίαν, στην επανάληψη των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν κατά τη διοικητική διαδικασία με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν πραγματικά τους λόγους για τους οποίους τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν από την Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει, αφενός, ότι για την πολύ μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών εμπορευμάτων και των χρηστών των υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια οι λοιπές μορφές κλασικών τακτικών μεταφορών δεν αντιπροσωπεύουν πιθανή εναλλακτική λύση στο επίμαχο δρομολόγιο και, αφετέρου, ότι από τη στιγμή που ένα είδος εμπορευμάτων μεταφέρεται τακτικά με εμπορευματοκιβώτια, είναι σχεδόν απίθανο να μεταφερθεί περαιτέρω υπό άλλη μορφή. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καταλήγει, στην αιτιολογική σκέψη 74, ότι, «ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατό σε κάποιο βαθμό να σημειωθεί υποκατάσταση μεταξύ της μεταφοράς χύδην φορτίου εντός συσκευασίας και της μεταφοράς σε εμπορευματοκιβώτια, δεν έχει αποδειχθεί υποκατάσταση σε μόνιμη βάση της μεταφοράς σε εμπορευματοκιβώτια από τη χύδην μεταφορά στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων».

    804   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν μπορεί να αποδείξει το ανακριβές των διαπιστώσεων αυτών.

    805   Έτσι, όσον αφορά κατ' αρχάς τη δήλωση ενός διευθύνοντος στελέχους ενός φορτωτή σχετικά με ένα συγκεκριμένο προϊόν, ήτοι το χαρτί, η δήλωση αυτή δεν μπορεί ευλόγως να αποδείξει την ύπαρξη ευρείας υποκαταστάσεως μεταξύ των δύο υπηρεσιών μεταφοράς για ευρεία κατηγορία προϊόντων. Οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν με τα δικόγραφά τους εξάλλου ρητώς ότι η προβαλλόμενη υποκατάσταση είναι σημαντική μόνο για τα εμπορεύματα χαμηλής αξίας, λόγω των περιορισμένων ναύλων που προσφέρουν οι εταιρίες που διαχειρίζονται τα διάφορα είδη σκαφών.

    806   Όσον αφορά, εν συνεχεία, τα στοιχεία που περιλήφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής για να αποδειχθεί ότι ορισμένα εμπορεύματα, όπως είναι τα λιπάσματα και ορισμένα προϊόντα σιδηρουργίας, μεταφέρονται και με τα δύο είδη μεταφοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη μεταβιβάσεων, εκ μέρους των φορτωτών, μεταξύ των δύο αυτών ειδών μεταφοράς. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 71, η Επιτροπή διαπιστώνει, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, τα εξής:

    «Στο πλαίσιο αυτό, δεν έχει σημασία εάν ορισμένα προϊόντα εξακολουθούν να μεταφέρονται και με τους δύο τρόπους: το βασικό ερώτημα για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται δυνατότητα υποκατάστασης της ζήτησης είναι κατά πόσον η επιλογή του τρόπου μεταφοράς γίνεται βάσει των χαρακτηριστικών του. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το γεγονός ότι ορισμένα προϊόντα χάλυβα μεταφέρονται ενδεχομένως χύδην, ενώ άλλα προϊόντα χάλυβα μεταφέρονται με εμπορευματοκιβώτια δεν αποδεικνύει ότι οι δύο τρόποι μεταφοράς μπορούν να υποκαταστήσουν ο ένας τον άλλο, καθότι δεν λαμβάνεται υπόψη η διαφορετική φύση (και αξία) των προϊόντων χάλυβα και οι απαιτήσεις των πελατών όσον αφορά την παράδοση».

    807   Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 217 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρατήρησε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι η ύπαρξη ορισμένης υποκαταστάσεως για προϊόντα όπως είναι ο καφές, τα φυστίκια και το χαρτί, για τα οποία δέχεται ότι εξακολουθεί να υφίσταται ανταγωνισμός από τους μεταφορείς χύδην εμπορευμάτων, ήταν το αποτέλεσμα ανεξάρτητων ενεργειών στις οποίες προέβησαν τα μέλη της TACA. Ωστόσο η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 72, ότι τα παραδείγματα αυτά, όχι μόνο δεν αποδεικνύουν ότι οι μεταφορές χύδην φορτίων έπρεπε να συμπεριληφθούν στην υπό εξέταση αγορά, αλλά αποδεικνύουν ότι τα μέρη της TACA είχαν τη δυνατότητα να εισάγουν διακρίσεις ως προς τις τιμές για να αποσπούν πελάτες που διακινούν περιθωριακά προϊόντα από τους μεταφορείς χύδην φορτίων χωρίς να επηρεάζονται γενικότερα οι ναύλοι και ότι από κανένα στοιχείο δεν καταδεικνύεται ότι οι μεταφορείς χύδην φορτίων έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν παρόμοιες διακρίσεις μεταξύ των πελατών τους.

    808   Όσον αφορά περαιτέρω το γεγονός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικνύουν την αστάθεια της ζητήσεως, ενώ η Επιτροπή τονίζει συναφώς ότι, κατά την Drewry (Global Container Markets - Prospects and Profiatability in a High Growth Era, Λονδίνο, 1996), το ποσοστό των φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 1980 και 1994, ανερχόμενο από το 20,7 % στο 41,6 % με υπολογιζόμενο άνοδο στο 53,8 % το 2000, αρκεί να υπομνηστεί ότι, όπως ορθώς θεώρησε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η υποκατάσταση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της υπό εξέταση αγοράς, καθόσον το μοναδικό κρίσιμο ζήτημα είναι συγκεκριμένα όχι το κατά πόσον η μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια μπορεί να υποκαταστήσει άλλους τρόπους μεταφοράς, αλλά αντιθέτως το κατά πόσο, αφ' ής στιγμής πραγματοποιηθεί η υποκατάσταση αυτή, οι λοιποί τρόποι μεταφοράς μπορούν να υποκαταστήσουν τη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια αν η τιμή της τελευταίας αυτής αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό.

    809   Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, για την πολύ μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών εμπορευμάτων και των πελατών των εταιριών που πραγματοποιούν μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια, η μεταφορά χύδην φορτίων δεν συνιστά εύλογη εναλλακτική λύση σε σχέση με τις υπηρεσίες μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 273).

    810   Όσον αφορά, δεύτερον, τις υπηρεσίες χύδην μεταφοράς με πλοία ψυγεία, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι την υποκατάσταση αυτή μαρτυρούν οι δηλώσεις των παραδοσιακών επιχειρηματιών που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς με πλοία ψυγεία, το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών τρόπων μεταφοράς αυξήθηκε περαιτέρω με την απόφαση ορισμένων μεταφορέων εμπορευματοκιβωτίων, όπως είναι η Maersk, να αυξήσουν τις μεταφορικές ικανότητές τους με πλοία ψυγεία και το γεγονός ότι, στο δρομολόγιο μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ένα τμήμα των αμερικανικών φρούτων μεταφέρεται τόσο με εμπορευματοκιβώτια όσο και με κλασικά πλοία ψυγεία.

    811   Εντεύθεν προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, οι προσφεύγουσες περιορίζονται, κατ' ουσίαν, να επαναλάβουν τα στοιχεία που ανέπτυξαν κατά τη διοικητική διαδικασία με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν πραγματικά τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά απορρίφθηκαν από την Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από την τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι, ναι μεν τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι τα εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ψυκτικό εξοπλισμό μπορούν να υποκαταστήσουν τη μεταφορά χύδην φορτίου από πλοία ψυγεία, πλην όμως δεν αποδεικνύουν, αντιθέτως, ότι οι μεταφορές χύδην φορτίων από πλοία ψυγεία μπορούν να υποκαταστήσουν τις μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ψυκτικό εξοπλισμό. Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει στο σημείο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ψυκτικό εξοπλισμό προσφέρουν ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως είναι η μεταφορά μικρότερων ποσοτήτων και ταχύτητα μεταβίβασης σε άλλα μέσα μεταφοράς και, αφετέρου, ότι τα εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ψυκτικό εξοπλισμό μπορούν να μεταφέρουν ευρύτερο φάσμα προϊόντων σε σχέση με τα πλοία ψυγεία που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά χύδην φορτίου.

    812   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν αποδεικνύουν το ανακριβές των διαπιστώσεων αυτών.

    813   Συγκεκριμένα, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εν λόγω στοιχεία επιβεβαιώνουν το πολύ το φαινόμενο της αυξανόμενης χρησιμοποιήσεως εμπορευματοκιβωτίων με ψυκτικό εξοπλισμό και ουδόλως αποδεικνύουν ότι οι μεταφορές χύδην φορτίου με πλοία ψυγεία μπορούν να υποκαταστήσουν τις μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ψυκτικό εξοπλισμό. Όπως όμως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 795, μόνον η απόδειξη μιας τέτοιας υποκαταστάσεως θα μπορούσε να αποδείξει ότι τα δύο εν λόγω είδη μεταφοράς εμπίπτουν στην ίδια αγορά.

    814   Έτσι, οι δηλώσεις των επιχειρηματιών που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς χύδην φορτίων με πλοία ψυγεία, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, απλώς τονίζουν ότι «το γεγονός της αυξήσεως των μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια συνιστά την κύρια απειλή για τις κλασικές υπηρεσίες μεταφοράς με πλοία ψυγεία», αλλά ουδόλως αναφέρουν ότι η μεταφορά χύδην φορτίων με πλοία ψυγεία μπορεί να υποκαταστήσει τη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό εξοπλισμό. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δηλώσεις αυτές μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια αυτή, δεν μπορούν να αποτελέσουν σοβαρή απόδειξη της υπάρξεως σημαντικής υποκαταστάσεως.

    815   Ομοίως, το γεγονός ότι οι μεταφορείς εμπορευματοκιβωτίων εισάγουν μεταφορικές ικανότητες με εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό εξοπλισμό δεν αποδεικνύει ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς χύδην φορτιου με πλοία ψυγεία μπορούν να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό εξοπλισμό, αλλά μόνον ότι υφίσταται ένα φαινόμενο αυξήσεως των εμπορευματοκιβωτίων όσον αφορά τις υπηρεσίες μεταφοράς φορτίων υπό συνθήκες ψύξης.

    816   Τέλος, το γεγονός ότι ορισμένα προϊόντα μεταφέρονται τόσο με εμπορευματοκιβώτια όσο και χύδην δεν αποδεικνύει την ύπαρξη μεταβιβάσεων εκ μέρους των φορτωτών μεταξύ των δύο αυτών τρόπων μεταφοράς και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς χύδην φορτίου με πλοία ψυγεία μπορούν, για σημαντικό τμήμα, να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό εξοπλισμό, αλλά τονίζει πολύ το φαινόμενο ότι ένα τμήμα του φορτίου που μεταφέρεται υπό συνθήκες ψύξης περνάει στη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια.

    817   Για τους λόγους αυτούς, πρέπει συνεπώς να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς χύδην φορτίου με πλοία ψυγεία δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια με ψυκτικό εξοπλισμό.

     Επί των NVOCC

    818   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι NVOCC που δεν διαχειρίζονται πλοία σε κανένα δρομολόγιο αντιπροσωπεύουν σημαντική πηγή ανταγωνισμού η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού, καθόσον δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους οι NVOCC δεν αποτελούν τμήμα της υπό εξέταση αγοράς.

    819   Δεν αμφισβητείται ότι οι NVOCC οι οποίοι δεν διαχειρίζονται πλοία σε κανένα δρομολόγιο αγοράζουν τις υπηρεσίες τους θαλάσσιας μεταφοράς, όπως η Επιτροπή τονίζει στην αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τα μέρη της TACA κατά τον ίδιο με τους φορτωτές τρόπο, δηλαδή είτε βάσει των ναύλων του τιμολογίου είτε, συνηθέστερα, βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    820   Δεδομένου ότι οι επιχειρηματίες αυτοί δεν παρέχουν οι ίδιοι καμία δική τους υπηρεσία θαλάσσιας μεταφοράς, αλλά αγοράζουν τις υπηρεσίες αυτές από τα μέρη της TACA, δεν ασκούν συνεπώς, όπως τονίζει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 160 και 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κανέναν ανταγωνισμό στους θαλάσσιους μεταφορείς όσον αφορά την ποιότητα και την τιμή της παρεχόμενης υπηρεσίας θαλάσσιας μεταφοράς. Συναφώς, είναι βεβαίως ακριβές ότι οι εν λόγω NVOCC μπορούν να διαθέτουν αρκετή αγοραστική δύναμη και μπορούν συνεπώς να επιτύχουν, στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, τιμές κατώτερες από εκείνες που καταβάλλουν οι λοιποί φορτωτές. Ωστόσο, όπως τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι τιμές αυτές εξακολουθούν, εν πάση περιπτώσει, να καθορίζονται από τα μέρη της TACA.

    821   Περαιτέρω, εφόσον δεν παρέχουν οι ίδιοι υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς στο επίμαχο δρομολόγιο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι NVOCC οι οποίοι δεν διαχειρίζονται πλοία σε κανένα δρομολόγιο δεν εισάγουν καμία δική τους μεταφορική ικανότητα στην αγορά, αλλά απλώς αγοράζουν, όπως και οι φορτωτές, τη μεταφορική ικανότητα που παρέχουν οι θαλάσσιοι μεταφορείς.

    822   Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι NVOCC που δεν διαχειρίζονται πλοία σε κανένα δρομολόγιο δεν αποτελούσαν τμήμα της ίδιας αγοράς με τα μέρη της TACA. Οι λόγοι που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν επιπλέον επαρκή αιτιολόγηση επί του σημείου αυτού.

    823   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

     Επί της συνεκτιμήσεως του σωρευτικού αποτελέσματος των πηγών ανταγωνισμού

    824   Οι προσφεύγουσες προσάπτουν τέλος στην Επιτροπή ότι αγνόησε τη σωρευτική επίπτωση των διαφόρων πηγών ανταγωνισμού θεωρώντας ότι εκάστη των πηγών αυτών δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια παρά μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις και για περιορισμένο αριθμό προϊόντων. Έτσι, κατά τις προσφεύγουσες, ένας επιχειρηματίας που μεταφέρει πενήντα διαφορετικά προϊόντα, κάθε ένα διαφορετικής αξίας, και αντιμετωπίζει συνεπώς τον ανταγωνισμό του ενός ή του άλλου εναλλακτικού μεταφορέα, αντιμετωπίζει ανταγωνισμό για το σύνολο των προϊόντων του.

    825   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση, όπως ορθώς πράττει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 72, 203 έως 213 και 534 έως 537 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι θαλάσσιοι μεταφορείς που εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εμπορευμάτων εφαρμόζοντας έντονα διαφοροποιημένες τιμές (η τιμή της μεταφοράς μπορεί, ανάλογα με το εμπόρευμα, να κυμανθεί από το 1 έως το 5 για την ίδια υπηρεσία μεταφοράς) μπορούν να περιορίσουν τα αποτελέσματα του περιθωριακού ανταγωνισμού για τη μεταφορά ειδικών κατηγοριών εμπορευμάτων. Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι επειδή πρέπει να αντιμετωπίσουν διαφορετική πηγή ανταγωνισμού για κάθε κατηγορία εμπορευμάτων είναι εκτεθειμένες στον ανταγωνισμό για όλες τις υπηρεσίες τους. Όχι μόνον οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι αντιμετώπιζαν τον ανταγωνισμό άλλων υπηρεσιών μεταφοράς όσον αφορά κάθε κατηγορία εμπορευμάτων και συνεπώς για όλη την γκάμα των υπηρεσιών τους, αλλά, επιπλέον, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι, για τη μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών εμπορευμάτων και χρηστών, οι λοιπές υπηρεσίες μεταφοράς δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 282).

    826   Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του σωρευτικού αποτελέσματος των διαφόρων πηγών ανταγωνισμού πρέπει να απορριφθεί.

    –       Επί της υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς

    827   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, αλλά μόνον το διαφορετικό ζήτημα αν τα μέρη της TACA υπόκεινται σε ορισμένο δυνητικό ανταγωνισμό. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η κινητικότητα των στόλων, την οποία αναγνωρίζει η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86, είναι συμβατή προς υψηλό βαθμό υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς. Εξάλλου, από την έκθεση Dynamar προκύπτει ότι, το 1996, κάποιοι μεταφορείς που δεν χρησιμοποιούν εμπορευματοκιβώτια και δραστηριοποιούνται στο διατλαντικό δρομολόγιο μέσω των καναδικών λιμένων ήσαν δυνητικά σε θέση να αυξήσουν με ελάχιστο κόστος τις μεταφορές τους εμπορευματοκιβωτίων κατά περίπου 200 000 EVP τόσο στο δρομολόγιο προς δυσμάς όσο και στο δρομολόγιο προς ανατολάς, αύξηση που αντιπροσωπεύει το 15 % των μεταφορικών ικανοτήτων των προσφευγουσών, τούτο δε χωρίς να χρειάζεται να προσαρμόσουν ή να μετασκευάσουν τα σκάφη τους.

    828   Όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν εξετάζει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ζήτημα της υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, για να μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν χωριστή αγορά, τα επίμαχα προϊόντα πρέπει να εξατομικεύονται όχι μόνον από το απλό γεγονός της χρησιμοποιήσεώς τους, αλλά και από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παραγωγής που τα καθιστούν ειδικώς κατάλληλα για τον προορισμό αυτό (απόφαση Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 779 ανωτέρω, σκέψη 33).

    829   Επομένως, εν προκειμένω, για να οριοθετηθεί η υπό εξέταση αγορά, η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει αν οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται πλοία άλλα πέραν αυτών που μπορούν να πληρωθούν με εμπορευματοκιβώτια μπορούσαν, με μια απλή τεχνική προσαρμογή, να μετασκευάσουν τα πλοία τους για να μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια ή να αυξήσουν τον αριθμό των μεταφερομένων εμπορευματοκιβωτίων και να παρουσιαστούν έτσι στην αγορά της μεταφοράς φορτίων με εμπορευματοκιβώτια με αρκετή ισχύ για να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στους μεταφορείς φορτίων με εμπορευματοκιβώτια (υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς).

    830   Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει την εξέταση του ζητήματος της υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς στις αιτιολογικές σκέψεις 278 έως 282.

    831   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραπομπή αυτή είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, που αποτελούν το πρώτο τμήμα του μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως που ασχολείται με τον δυνητικό ανταγωνισμό, η Επιτροπή δεν εξετάζει τις δυνατότητες υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, αλλά περιορίζεται να διατυπώσει ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την αποδεικτική δύναμη της εκθέσεως Dynamar (The Transatlantic Trade - An overview of the carrying capacity/potential of non-TACA members, 1996) την οποία επικαλούνται τα μέρη της TACA προς στήριξη της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων επί του σημείου αυτού. Κατ' ουσίαν, η Επιτροπή εκθέτει ότι, δεδομένου ότι τα μέρη της TACA δεν της παρέσχον τις οδηγίες που δόθηκαν στη Dynamar για την προετοιμασία της εκθέσεως αυτής, συνάγει από αυτό ότι τα πορίσματα της εκθέσεως αυτής τα κατηύθυναν οι εν λόγω οδηγίες.

    832   Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, σε μετέπειτα σημείο του ίδιου αυτού μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως που ασχολείται με τον δυνητικό ανταγωνισμό, η Επιτροπή εξετάζει, στις αιτιολογικές σκέψεις 300 έως 305, τον ανταγωνισμό που ασκούν τα πλοία που δεν δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων, οπότε η αιτιολογική σκέψη 75 πρέπει να νοηθεί ως παραπέμπουσα στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις.

    833   Πρέπει να γίνει δεκτό, σε συμφωνία με τις προσφεύγουσες, ότι καμία από τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές δεν εξετάζει ρητώς το ζήτημα της υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς. Συγκεκριμένα, στο σημείο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν εξετάζει την ικανότητα των πλοίων που δεν δέχονται πλήρες φορτίου εμπορευματοκιβωτίων να μετασκευαστούν για να μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια ή για να αυξήσουν τον αριθμό των μεταφερομένων εμπορευματοκιβωτίων, αλλά εξετάζει αποκλειστικά, όπως τούτο προκύπτει ρητώς από την αιτιολογική σκέψη 301, το ζήτημα αν οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τα πλοία αυτά είναι σε θέση να ασκήσουν σημαντικό δυνητικό ανταγωνισμό στα πλοία που μπορούν να πληρωθούν με εμπορευματοκιβώτια υπό την έννοια ότι, πρώτον, οι επιχειρήσεις αυτές είναι σε θέση να ασκήσουν ανταγωνισμό έναντι των μερών της TACA σε βάση ισότητας υπό κανονικές συνθήκες αποδοτικότητας και, δεύτερον, ότι οι πελάτες θεωρούν τη μεταφορά που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις αυτές ως λειτουργικά ισοδύναμη με τη μεταφορά με πλοία που δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων. Τελειώνοντας την ανάλυσή της, η Επιτροπή απορρίπτει την ύπαρξη ενός τέτοιου σημαντικού δυνητικού ανταγωνισμού. Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, τονίζει στις αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι τα πλοία που δεν δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις σε σχέση με τα πλοία που δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων και, αφετέρου, ότι οι εταιρίες που διαχειρίζονται τα πλοία αυτά δεν κατέχουν τον ίδιο αριθμό εμπορευματοκιβωτίων με τις ναυτιλιακές εταιρίες που διαχειρίζονται πλοία που δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων και δεν διαθέτουν εν γένει τις ίδιες εγκαταστάσεις στην ξηρά. Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, η Επιτροπή παρατηρεί, στην αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από την άποψη των πελατών, τα πλοία που μεταφέρουν χύδην ομοειδή ή ετεροειδή εμπορεύματα μπορούν να υποκαταστήσουν τα πλοία που δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων.

    834   Μολονότι ο δυνητικός ανταγωνισμός και η υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς αποτελούν εννοιολογικά διαφορετικά ζητήματα, πράγμα το οποίο η Επιτροπή δέχεται εξάλλου ρητώς με το υπόμνημα αντικρούσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ζητήματα αυτά αλληλοεπικαλύπτονται εν μέρει, καθόσον η διάκριση έγκειται κυρίως στον άμεσο ή όχι χαρακτήρα του περιορισμού του ανταγωνισμού. Εντεύθέν προκύπτει ότι η πλειονότητα των στοιχείων που τονίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να δικαιολογήσει τόσο την απουσία σημαντικού δυνητικού ανταγωνισμού όσο και την απουσία υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς. Έτσι, όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά των πλοίων που δεν δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων, η Επιτροπή τονίζει ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 303, ότι ορισμένα από αυτά «αντιβαίνουν στη δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς», στον βαθμό που «πρόσθετα έξοδα [...] απαιτούνται για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων από πλοία που δεν είναι ειδικά ναυπηγημένα ως πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων». Ομοίως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απουσία σημαντικού αριθμού εμπορευματοκιβωτίων ή επαρκών εγκαταστάσεων στην ξηρά συνιστούν σημαντικά εμπόδια για την ταχεία μετασκευή των πλοίων που δεν δέχονται πλήρες φορτίου εμπορευματοκιβωτίων σε πλοία που μπορούν να πληρωθούν με εμπορευματοκιβώτια.

    835   Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 304 αποσκοπούν στην απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγουσών το οποίο αντλούν από την έκθεση Dynamar και το οποίο επικαλούνται επίσης προς στήριξη των υπό κρίση αιτιάσεων, ότι δηλαδή οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται πλοία που δεν δέχονται πλήρες φορτίο εμπορευματοκιβωτίων μπορούν να μετασκευάσουν τα πλοία αυτά για να μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια για να αυξήσουν τον αριθμό των μεταφερομένων εμπορευματοκιβωτίων.

    836   Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ζήτημα της υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς εξετάζεται εμμέσως πλην σαφώς στις αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

    837   Όσον αφορά, δεύτερον, τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες για να αποδείξουν την ύπαρξη υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, πρέπει να τονιστεί, όπως προαναφέρθηκε, ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, οι προσφεύγουσες περιορίζονται, κατ' ουσίαν, στην επανάληψη των επιχειρημάτων που αντλούν από την έκθεση Dynamar και τα οποία ανέπτυξαν κατά τη διοικητική διαδικασία με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τους λόγους για τους οποίους τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν από την Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 302 έως 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    838   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, το πολύ, ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι η μεγάλη πλεινότητα των πελατών των μερών της TACA δεν θεωρεί ότι η χύδην μεταφορά μπορεί να υποκαταστήσει τη μεταφορά με εμπορευματοκιβώτια στηρίζεται σε ένα και μόνον αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι σε μια διαφήμιση της ACL που παρατίθεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη.

    839   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η επίκριση αυτή είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο της εξετάσεως των υπό κρίση αιτιάσεων που αφορούν την εκτίμηση της υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση δεν αφορά την υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς, αλλά την υποκατάσταση από την πλευρά της ζητήσεως.

    840   Εν πάση περιπτώσει, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η εν λόγω διαπίστωση δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε μια διαφήμιση της ACL. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής που αφορούν τις δυνατότητες υποκαταστάσεως μεταξύ της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια και της μεταφοράς χύδην φορτίου στηρίζονται, κατ' ουσίαν, στην έκθεση Drewry (Global Container Markets - Prospects and Profitability in a High Growth Era, Λονδίνο, 1996). Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 803, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν πράγματι τις διαπιστώσεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 74 για να αποδείξει την ως άνω απουσία υποκαταστάσεως.

    841   Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η κινητικότητα των στόλων αναγνωρίζεται από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το Συμβούλιο τονίζει ότι «οι διασκέψεις υπόκεινται σε πραγματικό ανταγωνισμό τόσο εκ μέρους των τακτικών γραμμών εκτός διασκέψεως όσο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκ μέρους των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία και άλλων τρόπων μεταφοράς· ότι επιπλέον η κινητικότητα των εμπορικών στόλων η οποία διέπει τη διάρθρωση της προσφοράς στον τομέα των γραμμών των θαλασσίων μεταφορών ασκεί διαρκή ανταγωνιστική πίεση στις διασκέψεις, οι οποίες κατά κανόνα δεν έχουν δυνατότητα εξάλειψης του ανταγωνισμού σε σημαντικό μέρος των εν λόγω γραμμών θαλασσίων μεταφορών». Από τη διατύπωση της αιτιολογικής αυτής σκέψεως προκύπτει συνεπώς σαφώς ότι το Συμβούλιο στηρίζεται στην κινητικότητα των στόλων για να διαπιστώσει όχι ότι τα πλοία που δεν μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια μπορούν να αυξήσουν την ικανότητά τους σε εμπορευματοκιβώτια, αλλά ότι οι θαλάσσιοι μεταφορείς τακτικών γραμμών που μετέχουν σε ναυτιλιακή διάσκεψη σε συγκεκριμένο δρομολόγιο υπόκειται, κατ' αρχήν, στον δυνητικό ανταγωνισμό των πλοίων που μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια και τα οποία δραστηριοποιούνται σε άλλα δρομολόγια. Περαιτέρω, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 299 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι η κινητικότητα των στόλων δεν είχε πιθανότητες να είναι πραγματική στο διατλαντικό δρομολόγιο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα επιχείρημα από το γεγονός ότι η κινητικότητα των στόλων αναγνωρίζεται από τον κανονισμό 4056/86 για να αμφισβητήσουν τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών τον οποίο έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση.

    842   Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν την υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς πρέπει να απορριφθούν.

     Επί της γεωγραφικής διαστάσεως των επίμαχων υπηρεσιών


     i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    843   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο ορισμός της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς στην αιτιολογική σκέψη 84 ως της αγοράς των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης και των λιμένων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά είναι εσφαλμένος, καθόσον αποκλείει τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    844   Ως προκαταρκτική παρατήρηση, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, αντίθετα προς όσα υπονοεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υποστήριξαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι λιμένες της Τουρκίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ, της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Τυνησίας, της Αλγερίας και του Μαρόκου μπορούν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης. Κατά τα λοιπά, οι προσφεύγουσες εκθέτουν τα ακόλουθα.

    845   Πρώτον, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν ότι προσάπτουν στην Επιτροπή ότι απέρριψε, στην αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη δυνατότητα υποκαταστάσεως των λιμένων της Μεσογείου, στηριζόμενη στην έννοια της μονομερούς δυνατότητας υποκαταστάσεως. Οι προσφεύγουσες, παραπέμποντας στις επικρίσεις που είχαν διατυπώσει κατά το στάδιο του ορισμού της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών, τονίζουν ειδικότερα ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία που απεδείκνυαν ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Νότιας Ευρώπης δεν απεδείκνυαν ταυτόχρονα ότι οι λιμένες των δύο περιοχών μπορούσαν να υποκαταστήσουν οι μεν τους δε. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας τις αποδείξεις περί δυνατότητας υποκαταστάσεως που προσκόμισαν με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, μετέθεσε σε αυτές το βάρος αποδείξεως περί του ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούν να υποκαταστήσουν τους Νότιας Ευρώπης, ενώ ο ορθός ορισμός της υπό εξέταση αγοράς αποτελεί προαπαιτούμενο της διαπιστώσεως δεσπόζουσας θέσεως. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έπρεπε να αποστείλει τις αναγκαίες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στους φορτωτές, καθόσον οι ίδιες δεν ήσαν σε θέση να λάβουν από τους τελευταίους αυτούς τις κατάλληλες αποδείξεις.

    846   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής, που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 80 και 82 και σύμφωνα με τις οποίες οι λιμένες της Μεσογείου «δεν επαρκούν» και παρουσιάζουν «περιορισμούς στον τομέα της υποδομής», αντικρούονται από τα γεγονότα.

    847   Πρώτον, από τον εξειδικευμένο Τύπο προκύπτει ότι θεωρείται όλο και περισσότερο ότι οι λιμένες της Νότιας Ευρώπης μπορούν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι, έχει αναφερθεί ότι πολλοί μεταφορείς φρονούν ότι είναι πιο λογικό να σταματούν στους λιμένες της Μεσογείου για να συνδέουν τις υπηρεσίες Ευρώπης-Ασίας με τις υπηρεσίες Ευρώπης-Βόρειας Αμερικής. Περαιτέρω, οι ίδιοι οι λιμένες της Μεσογείου θεωρούν τις υπηρεσίες τους ανταγωνιστικές σε σχέση με τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης, πράγμα το οποίο μαρτυρεί, για παράδειγμα, μια διαφήμιση της λιμενικής αρχής της Μασσαλίας. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι ο όγκος του φορτίου που αφορά το δρομολόγιο Ευρώπη-Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και διακινείται μέσω των λιμένων της Νότιας Ευρώπης αυξήθηκε σημαντικά το 1994 και το 1997.

    848   Δεύτερον, η στάση των θαλάσσιων μεταφορέων αποδεικνύει επίσης ότι οι λιμένες της Νότιας Ευρώπης μπορούν να υποκαταστήσουν εκείνους της Βόρειας Ευρώπης. Οι προσφεύγουσες τονίζουν συναφώς ότι από μια μελέτη που προετοίμασε μία από τις προσφεύγουσες συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι λιμένες της Νότιας Ευρώπης ασκούν πραγματικό ανταγωνισμό στους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, ότι υφίστανται ανέκαθεν διασκέψεις (SEAC και USSEC) στο δρομολόγιο μεταξύ Νότιας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ότι ορισμένες ανεξάρτητες εταιρίες, όπως είναι η Lykes και η Evergreen, αύξησαν τις υπηρεσίες τους από τους λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

    849   Τέλος, τρίτον, από τη συμπεριφορά των φορτωτών προκύπτει ότι οι λιμένες της Νότιας Ευρώπης μπορούν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι, μια πρόσκληση για την υποβολή προσφορών που δημοσίευσε ένας φορτωτής αναφέρει ρητώς ότι «οι λιμένες της Μεσογείου μπορούν να θεωρηθούν λιμένες φορτώσεως χωρίς καμία προτίμηση από μέρους μας». Περαιτέρω, πολλοί φορτωτές μεταβίβασαν τμήμα του φορτίου τους από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης προς εκείνους της Νότιας Ευρώπης. Κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει τον ισχυρισμό, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι οι αποδείξεις αυτές προσκομίστηκαν εκπρόθεσμα.

    850   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι ο ορισμός της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς τον οποίο λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθός και επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένος. Συνεπώς, καταλήγει στην απόρριψη των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    851   Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι απέκλεισε τους λιμένες της Μεσογείου από τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών στην αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι οι σχετικές με το διατλαντικό δρομολόγιο μεταφορικές υπηρεσίες που προσφέρονται από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούν να υποκατασταθούν από τις υπηρεσίες που προσφέρονται από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

    852   Πρέπει να τονιστεί ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη γεωγραφική συνιστώσα των υπηρεσιών μεταφοράς που συνιστούν τη σχετική αγορά. Η συνιστώσα αυτή παραπέμπει στο ζήτημα του καθορισμού των σημείων προελεύσεως και προορισμού των υπηρεσιών μεταφοράς που αφορούν το διατλαντικό δρομολόγιο (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 293).

    853   Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, το ζήτημα αυτό είναι διαφορετικό από εκείνο του ορισμού της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς, το οποίο αντιμετωπίζεται εν προκειμένω στην αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως και το οποίο αποσκοπεί στον καθορισμό του εδάφους στο οποίο οι οικείες επιχειρήσεις εμπλέκονται στην προσφορά των επίμαχων υπηρεσιών, στο οποίο επίσης οι συνθήκες του ανταγωνισμού είναι αρκούντως ομοιογενείς και το οποίο μπορεί να διακριθεί από τις γειτονικές γεωγραφικές ζώνες καθόσον, ειδικότερα, οι συνθήκες του ανταγωνισμού είναι σ' αυτές αρκετά διαφορετικές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, σκέψη 11, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 2000, Τ-65/96, Kish Glass κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-1885, σκέψη 81).

    854   Πρώτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι καθόρισε τη γεωγραφική συνιστώσα της υπό εξέταση αγοράς στηριζόμενη εσφαλμένα στην έννοια της «μονομερούς δυνατότητας υποκαταστάσεως», θεωρώντας ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούν να υποκαταστήσουν εκείνους της Νότιας Ευρώπης αλλά όχι το αντίστροφο. Ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε για ποιο λόγο τα στοιχεία βάσει των οποίων αποδεικνύεται ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Νότιας Ευρώπης δεν αποδείκνυαν επίσης ότι οι λιμένες των δύο περιοχών μπορούσαν να υποκαταστήσουν οι μεν τους δε.

    855   Πρέπει να τονιστεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέκλεισε τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης από τη γεωγραφική συνιστώσα της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών, με το αιτιολογικό, το οποίο εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 76, ότι, «ενώ για μερικούς φορτωτές οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούν να υποκατασταθούν από ορισμένους λιμένες της Μεσογείου, οι φορτωτές που θεωρούν ότι οι λιμένες της Μεσογείου μπορούν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης, εάν υπάρχουν, είναι πολύ λίγοι».

    856   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την αιτιολογική αυτή σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει συνεπώς ρητώς ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης, αλλά μόνον ότι «μερικοί» φορτωτές θεωρούσαν ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούσαν να υποκαταστήσουν «ορισμένους» μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

    857   Μολονότι ο λόγος αυτός και μόνον αρκεί για να απορριφθεί η υπό κρίση αιτίαση, πρέπει επιπλέον να τονιστεί ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι οι λιμένες της Βόρειας Ευρώπης μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης, δεν θα υποχρεούνταν ομοίως να αποδείξει, για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των μεσογειακών λιμένων της Νότιας Ευρώπης από την υπό εξέταση αγορά, τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία που αποδεικνύουν την εν λόγω δυνατότητα υποκαταστάσεως δεν απεδείκνυαν ότι οι εν λόγω μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης.

    858   Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι η TACA αποτελεί συμφωνία διέπουσα τις συνθήκες της θαλάσσιας μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όχι από τους ευρωπαϊκούς λιμένες της Μεσογείου, αλλά από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης, ειδικότερα δε, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τους λιμένες που εκτείνονται από την Bayonne μέχρι το βόρειο ακροτήριο της Νορβηγίας και από σημεία της Ευρώπης που εξυπηρετούνται από τους λιμένες αυτούς, πλην της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Για να καθοριστεί η γεωγραφική συνιστώσα της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών, προκειμένου να εκτιμηθεί η συμφωνία αυτή από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, το μόνο κρίσιμο ζήτημα είναι το αν ένας φορτωτής που διακινεί φορτία από τη Βόρεια Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα μπορούσε εύκολα να αντικαταστήσει τις υπηρεσίες που προσφέρονται από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης με τις υπηρεσίες που προσφέρονται από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Συναφώς, δεν έχουν προδήλως καμία σημασία οι λόγοι για τους οποίους ένας φορτωτής που διακινεί φορτίο από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα μπορούσε τελικώς να αντικαταστήσει τους λιμένες αυτούς με τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης.

    859   Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, ουδόλως προκύπτει από τα ανωτέρω μετάθεση του βάρους αποδείξεως. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, για να αποκλείσει τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης από την υπό εξέταση αγορά για τον λόγο ότι κανένας φορτωτής δεν διακίνησε σημαντικές ποσότητες φορτίου από τη Βόρεια Ευρώπης προς τους ευρωπαϊκούς λιμένες της Μεσογείου με τελικό προορισμό τη Βόρεια Αμερική, στηρίζεται σε διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι, κατ' ουσίαν:

    –       στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA που μετέχουν στις συμφωνίες VSA πραγματοποιούν δύο έως τρία κυκλικά σιδηροδρομικά δρομολόγια κλειστής διαδρομής την εβδομάδα μεταξύ Μιλάνου και Ρότερνταμ (αιτιολογική σκέψη 80)·

    –       στο γεγονός ότι, σύμφωνα με την έκθεση Drewry (Global Container Markets, Λονδίνο, 1996), ακόμη και για τις υπηρεσίες Ευρώπης-Άπω Ανατολής, οι λιμένες της Μεσογείου δεν φαίνεται να μπορούν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης (αιτιολογική σκέψη 82)·

    –       στο γεγονός ότι, για ορισμένες κατηγορίες εμπορευμάτων, τα μέρη της TACA μπορούν να περιορίσουν τις επιπτώσεις του περιθωριακού ανταγωνισμού από άλλα μέσα μεταφοράς, προσφέροντας χαμηλότερες τιμές χωρίς τούτο να επηρεάζει αναγκαστικά το γενικό επίπεδο των τιμών (αιτιολογική σκέψη 83).

    860   Στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι τα στοιχεία αυτά είναι ισχυρότερα από εκείνα που προσκόμισαν τα μέρη της TACA, τα οποία ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι οι φορτωτές μεταβίβασαν περίπου 8 000 έως 10 000 EVP φορτίου από τη Βόρεια Ευρώπη προς τους ευρωπαϊκούς λιμένες της Μεσογείου.

    861   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έχει στο πλαίσιο του προηγουμένου ορισμού της υπό εξέταση αγοράς για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    862   Για τους λόγους αυτούς, οι υπό κρίση αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένη χρήση της εννοίας της μονομερούς δυνατότητας υποκαταστάσεως πρέπει να απορριφθούν.

    863   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής, που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 80 και 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με τις οποίες οι μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης «δεν αρκούν» και παρουσιάζουν «περιορισμούς στον τομέα της υποδομής», αντικρούονται από τα πραγματικά περιστατικά. Κατά τη γνώμη των προσφευγουσών, οι αποδείξεις που παρέχουν με το δικόγραφο της προσφυγής καταδεικνύουν ότι οι μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης παρουσιάζονται όλο και περισσότερο ως δυνάμενοι να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης.

    864   Είναι αναντίρρητο ότι υφίσταται ορισμένη δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς που παρέχονται στο πλαίσιο της TACA και των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, στο διατλαντικό δρομολόγιο, που προσφέρονται από ή προς τους μεσογεικούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 296). Ωστόσο, ο αποκλεισμός των τελευταίων αυτών λιμένων από τις υπηρεσίες της σχετικής αγοράς δεν δικαιολογείται από την πλήρη έλλειψη δυνατότητας υποκαταστάσεως, αλλά από το γεγονός ότι η εν λόγω δυνατότητα υποκαταστάσεως είναι πολύ περιορισμένη.

    865   Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «τα μέρη της TACA δεν υπέβαλαν κανένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι κάποιος φορτωτής απέστειλε σημαντικές ποσότητες εμπορευμάτων από λιμένες της Βόρειας Ευρώπης σε λιμένες της Μεσογείου με τελικό προορισμό τη Βόρεια Αμερική». Η Επιτροπή τονίζει συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προβαλλόμενη δυνατότητα υποκαταστάσεως 8 000 έως 10 000 EVP φορτίου από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης προς τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης, την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία, είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία των προσφευγουσών, την αύξηση της συνολικής αγοράς κατά 2 % με συνέπεια τη μείωση κατά 1 % περίπου του μεριδίου της σχετικής αγοράς που κατέχουν τα μέρη της TACA.

    866   Όπως όμως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 799, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ύπαρξη περιθωριακής δυνατότητας υποκαταστάσεως δεν εμποδίζει τη συναγωγή συμπεράσματος περί της υπάρξεως χωριστών αγορών (απόφαση Tetra Pak II, παρατεθείσα στη σκέψη 762 ανωτέρω, σκέψεις 13 έως 15, και δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 273).

    867   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι, για τους φορτωτές της Βόρειας Ευρώπης, η οποία αποτελεί την περιοχή προσελκύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν τα μέλη της TACA, οι υπηρεσίες που προσφέρονται από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης αποτελούν εύλογη εναλλακτική λύση.

    868   Πρώτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την ύπαρξη μεταβιβάσεων φορτίου από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης προς τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης. Στηρίζονται συναφώς σε μεταβιβάσεις πραγματοποιηθείσες από δεκατρείς φορτωτές μεταξύ 1996 και 1998, την πρόσκληση για την υποβολή προσφορών που δημοσίευσε ένας φορτωτής και στην οποία ο τελευταίος αυτός αναφέρει ότι δεν έχει καμία προτίμηση μεταξύ των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης και των ευρωπαϊκών λιμένων της Μεσογείου και στα στοιχεία της P & O Nedlloyd σχετικά με τους λιμένες από τους οποίους η προφεύγουσα αυτή παρέχει τις υπηρεσίες της στους πελάτες της.

    869   Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, με βάση τα στοιχεία αυτά, ότι υπάρχουν μεταβιβάσεις φορτίου από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης προς τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης, πλην όμως ουδέποτε υποστήριξαν ότι οι μεταβιβάσεις αυτές είναι ουσιαστικές. Όπως όμως αναφέρθηκε ανωτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι η πλήρης έλλειψη μεταβιβάσεως που οδήγησε την Επιτροπή να αποκλείσει τους ευρωπαϊκούς λιμένες της Μεσογείου από την υπό εξέταση αγορά, αλλά το γεγονός ότι οι μεταβιβάσεις αυτές δεν αφορούν σημαντικές ποσότητες.

    870   Περαιτέρω, από την εξέταση των στοιχείων που παρέσχον οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σημαντικών μεταβιβάσεων.

    871   Έτσι, όσον αφορά, κατ' αρχάς, τα παραδείγματα μεταβιβάσεων που πραγματοποίησαν δεκατρείς φορτωτές, από τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες προκύπτουν, το πολύ, μεταβιβάσεις που αφορούν όγκο 7 900 EVP σε τρία έτη. Από τον πίνακα 2 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει όμως ότι, για το 1996 και μόνον, η TACA μετέφερε, στο δρομολόγιο μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, 1 429 090 EVP, οπότε οι προβαλλόμενες μεταβιβάσεις αντιπροσωπεύουν ελάχιστη ποσότητα της υπό εξέταση αγοράς. Επιπλέον, από τα εν λόγω στοιχεία δεν μπορεί να συναχθεί το παραμικρό σχετικό συμπέρασμα εφόσον δεν αναφέρουν ούτε τον τόπο εγκαταστάσεως του φορτωτή ούτε, κυρίως, τον προορισμό των εμπορευμάτων. Όσον αφορά, εν συνεχεία, την πρόσκληση για την υποβολή προσφορών που αναφέρει το δικόγραφο της προσφυγής, αρκεί να διαπιστωθεί ότι αφορά μία και μόνη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ενός μόνο φορτωτή και ότι δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη. Όσον αφορά, τέλος, τα στοιχεία της Nedlloyd σχετικά με έναν και μόνο μεταφορέα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, δεν έχουν καμία αποδεικτική δύναμη εφόσον περιορίζονται να αναφέρουν, για ορισμένους πελάτες φορτωτές της P & O Nedlloyd, τις διακυμάνσεις των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν από τους ευρωπαϊκούς λιμένες της Μεσογείου μεταξύ 1995 και 1996, χωρίς να διευκρινίζονται οι διακυμάνσεις στον συνολικό όγκο των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης και από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να αποδειχθεί αν οι διακυμάνσεις των εμπορευμάτων προκύπτουν από μεταβιβάσεις προερχόμενες από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης ή από διακύμανση στους όγκους των εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

    872   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο όγκος των εμπορευμάτων που αφορά το δρομολόγιο μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο οποίος διακινείται μέσω των μεσογειακών λιμένων της Νότιας Ευρώπης αυξήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο μεταξύ 1994 και 1997.

    873   Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ναι μεν, βεβαίως, τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού αποδεικνύουν αναμφισβήτητα μια τέτοια αύξηση, πλην όμως δεν αποδεικνύουν ότι η αύξηση αυτή προκύπτει από μεταβιβάσεις εμπορευμάτων από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης και όχι από άλλους παράγοντες, όπως είναι η ανάπτυξη των εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 297).

    874   Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι μια μελέτη που προετοιμάστηκε από μία εξ αυτών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης ασκούν πραγματικό ανταγωνισμό στους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης όσον αφορά την αποτελεσματικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι υπήρχαν ανέκαθεν διασκέψεις στον δρομολόγιο μεταξύ Νότιας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ότι οι ανεξάρτητες εταιρίες όπως η Lykes και η Evergreen αύξησαν τις υπηρεσίες που παρέχουν από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

    875   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν ότι, από την άποψη των φορτωτών, οι μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης μπορούν να υποκαταστήσουν, σε σημαντικό βαθμό, τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι, όσον αφορά τη μελέτη που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, πρέπει να παρατηρηθεί ότι με αυτή απλώς εξετάζεται η παραγωγικότητα των ευρωπαϊκών λιμένων της Μεσογείου και εκείνη των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης, χωρίς ουδέποτε να εξεταστεί η δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των λιμένων αυτών. Μια τέτοια μελέτη είναι συνεπώς αλυσιτελής όσον αφορά την αμφισβήτηση του ορισμού της υπό εξέταση αγοράς που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά τα λοιπά στοιχεία που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, ναι μεν αποδεικνύουν βεβαίως ότι ορισμένη ποσότητα εμπορευμάτων με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής διακινείται από τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης, πλην όμως ουδόλως αποδεικνύουν το ότι οι φορτωτές μεταβιβάζουν εμπορεύματα από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης προς τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

    876   Τέλος, τέταρτον, οι προσφεύγουσες παραθέτουν άρθρα του εξειδικευμένου Τύπου στα οποία αναφέρεται ότι, αφενός, «πολλοί μεταφορείς θεωρούν “πιο λογικό” να σταματούν στους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης» για να συνδέσουν τις υπηρεσίες Ευρώπης-Ασίας με τις υπηρεσίες Ευρώπης-Βόρειας Αμερικής και, αφετέρου, οι φορείς που εκμεταλλεύονται τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης θεωρούν ότι οι υπηρεσίες τους είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης.

    877   Συναφώς, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι οι εντυπώσεις των φορτωτών, όπως αυτές περιγράφονται στον εξειδικευμένο Τύπο, σχετικά με τη σύνδεση Άπω Ανατολής-Βόρειας Αμερικής, δεν μπορούν ευλόγως να θέσουν εν αμφιβόλω τα αντίθετα συμπεράσματα που αντλούνται από την έκθεση Drewry (Global Container Markets, Λονδίνο, 1996) και τα οποία περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με τα οποία «οι λιμένες της Μεσογείου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης ούτε για τα δρομολόγια μεταξύ Ευρώπης και Άπω Ανατολής». Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι τα άρθρα του Τύπου που επικαλούνται οι προσφεύγουσες συναφώς περιορίζονται στο να αναφέρουν την αύξηση της μεταφορικής κινήσεως στους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης, χωρίς ουδόλως να αποδεικνύουν ότι η εν λόγω αύξηση οφείλεται σε μεταβιβάσεις εμπορευμάτων που πραγματοποίησαν οι φορτωτές της Βόρειας Ευρώπης.

    878   Όσον αφορά το γεγονός ότι οι μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης ισχυρίζονται ότι είναι ανταγωνιστικοί σε σχέση με τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το μοναδικό στοιχείο που προέβαλαν συναφώς οι προσφεύγουσες συνίσταται σε μια διαφήμιση της λιμενικής αρχής της Μασσαλίας, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί προφανώς, λόγω του αντικειμένου της, να θέσει εν αμφιβόλω τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή με βάση την έκθεση Drewry.

    879   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη σημαντικών μεταβιβάσεων εμπορευμάτων από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης προς τους μεσογειακούς λιμένες της Νότιας Ευρώπης.

    880   Περαιτέρω, πρέπει επιπλέον να τονιστεί ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουστεί επί του σημείου αυτού από τις προσφεύγουσες, αφενός, στην αιτιολογική σκέψη 80, ότι τα μέρη της TACA που μετέχουν στις συμφωνίες VSA πραγματοποιούν δύο έως τρίτα κυκλικά δρομολόγια κλειστής διαδρομής την εβδομάδα μεταξύ Μιλάνου και Ρότερνταμ και, αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 83, ότι, για ορισμένες κατηγορίες εμπορευμάτων, τα μέρη της TACA μπορούσαν να περιορίσουν τις επιπτώσεις του περιθωριακού ανταγωνισμού από άλλα μέσα μεταφοράς, προσφέροντας χαμηλότερες τιμές χωρίς αυτό να επηρεάσει αναγκαστικά το γενικό επίπεδο των τιμών. Η Επιτροπή, με τα δικόγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, τόνισε επίσης λυσιτελώς ότι το τιμολόγιο χερσαίων μεταφορών της TACA εκτείνεται μέχρι την Κροατία. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι περιστάσεις αυτές συνιστούν σοβαρές ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, ότι οι μεσογειακοί λιμένες της Νότιας Ευρώπης δεν επαρκούν για να πραγματοποιηθούν οι αποστολές προς τη Βόρεια Αμερική και ότι δεν μπορούν συνεπώς να υποκαταστήσουν τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης.

    881   Τέλος, εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω, οι προσφεύγουσες τόνισαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι, αν τα εμπορεύματα που μεταφέρονται από τους ευρωπαϊκούς λιμένες της Μεσογείου συμπεριλαμβάνονταν στη σχετική αγορά, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής αγοράς κατά 2 %. Στην αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διαπίστωσε όμως, συναφώς, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι «εφόσον τα μέρη της TACA δεν συμπεριλαμβάνουν στο μερίδιο αγοράς τους τα εμπορεύματα που μεταφέρουν σε δρομολόγια που δεν εμπίπτουν στη γεωγραφική εμβέλεια της TACA, τούτο θα μείωνε το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA στην υπό εξέταση αγορά κατά 1 % περίπου». Στον βαθμό αυτό, οι υπό κρίση αιτιάσεις, εφόσον αποσκοπούν, αμφισβητώντας τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς, να θέσουν εν αμφιβόλω το γεγονός ότι τα μέρη της TACA κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, είναι αλυσιτελείς.

    882   Για το σύνολο των λόγων αυτών, πρέπει συνεπώς να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν τη γεωγραφική διάσταση της υπό εξέταση αγοράς την οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση.

     Συμπέρασμα σχετικά με την υπό εξέταση αγορά υπηρεσιών

    883   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες σχετικά με τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     2. Επί της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    884   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, όσον αφορά τον ορισμό της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς, η θέση της Επιτροπής δεν παρουσιάζει λογική συνοχή. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ορίζει τη γεωγραφική αγορά ως περιλαμβάνουσα τα θαλάσσια δρομολόγια μεταξύ λιμένων της Βόρειας Ευρώπης και λιμένων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά, ενώ στην αιτιολογική σκέψη 519 αναφέρει ότι «η γεωγραφική αγορά καλύπτει την περιοχή στην οποία διατίθενται οι ανωτέρω οριζόμενες υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, δηλαδή εν προκειμένω τις περιοχές προσελκύσεως των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης» και ότι «η έκταση της εν λόγω γεωγραφικής αγοράς είναι αντίστοιχη με την εμβέλεια του τιμολογίου χερσαίων μεταφορών της TACA». Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν κατανοούν το περιεχόμενο στην αιτιολογική σκέψη 91 συμπέρασμα ότι οι υπηρεσίες χερσαίας μεταφοράς μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς, δεν αποτελούν τμήμα της αγοράς θαλάσσιων μεταφορών. Αν όμως η υπό εξέταση αγορά περιελάμβανε τις εν λόγω υπηρεσίες χερσαίας μεταφοράς, θα ήταν αναντίρρητο ότι οι προσφεύγουσες δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση.

    885   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    886   Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ο ορισμός της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 84, αλλά στην αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 851 και 852, η Επιτροπή δεν ορίζει, στην αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την υπό εξέταση γεωγραφική αγορά, αλλά μόνο τη γεωγραφική συνιστώσα των επίμαχων ναυτιλιακών υπηρεσιών.

    887   Πρέπει να τονιστεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι η γεωγραφική αγορά των επίμαχων ναυτιλιακών υπηρεσιών «καλύπτει την περιοχή στην οποία διατίθενται οι ανωτέρω οριζόμενες υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, δηλαδή εν προκειμένω τις περιοχές προσελκύσεως των λιμένων της Βόρειας Ευρώπης» και διευκρινίζει ότι «η έκταση της εν λόγω γεωγραφικής αγοράς είναι αντίστοιχη με την εμβέλεια του τιμολογίου χερσαίων μεταφορών της TACA».

    888   Είναι ακριβές, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, ότι στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι επίμαχες υπηρεσίες χερσαίας μεταφοράς, ήτοι εκείνες «που αγοράζονται στο έδαφος της Κοινότητας από φορτωτές μαζί με άλλες υπηρεσίες στο πλαίσιο πολυμεταφορών για τη διακίνηση εμπορευμάτων μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής [...] δεν αποτελούν τμήμα της αγοράς θαλάσσιων μεταφορών».

    889   Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, εντεύθεν ουδεμία αντίφαση προκύπτει. Συγκεκριμένα, εκάστη των αιτιολογικών σκέψεων 91 και 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά διαφορετικές αγορές υπηρεσιών, ήτοι, αντιστοίχως, την αγορά των επίμαχων υπηρεσιών χερσαίας μεταφοράς και την αγορά των επίμαχων υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς. Το γεγονός όμως ότι οι γεωγραφικές αγορές των υπηρεσιών αυτών αλληλοεπικαλύπτονται εν μέρει, υπό την έννοια ότι καλύπτουν αμφότερες τη γεωγραφική περιοχή στην οποία παρέχονται οι υπηρεσίες χερσαίας μεταφοράς της TACA, δεν μπορεί λογικώς να συνεπάγεται ότι οι επίμαχες υπηρεσίες χερσαίας και θαλάσσιας μεταφοράς μπορούν να υποκαταστήσουν οι μεν τις δε και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στην ίδια αγορά υπηρεσιών. Ουδείς λόγος αποκλείει το να καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή δύο χωριστές αγορές υπηρεσιών.

    890   Δεδομένου ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν παρουσιάζει καμία αντίφαση επί του σημείου αυτού, η παρούσα αιτίαση πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

     3. Συμπέρασμα επί του ορισμού της υπό εξέταση αγοράς

    891   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών τον οποίο έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     Β ─ Ως προς την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην υπό εξέταση αγορά

    892   Με το σκέλος αυτό των ισχυρισμών τους που αντλούνται από το ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι τα μέρη της TACA κατείχαν δεσπόζουσα θέση στην υπό εξέταση αγορά κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ανάλυσε εσφαλμένα όχι μόνον το μερίδιό τους στην αγορά, αλλά και τον πραγματικό εξωτερικό ανταγωνισμό, τον δυνητικό ανταγωνισμό, τον εσωτερικό ανταγωνισμό και την εξέλιξη των ναύλων στο επίμαχο δρομολόγιο. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, περαιτέρω, την ύπαρξη διαφόρων ελαττωμάτων της αιτιολογίας επί του τελευταίου αυτού σημείου.

     1. Επί του μεριδίου αγοράς που κατέχουν τα μέρη της TACA


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    893   Ο πρώτος λόγος των προσφευγουσών αντλείται από το ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, στην αιτιολογική σκέψη 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός της κατοχής μεριδίου αγοράς ίσου προς 60 % κατά τα έτη 1994, 1995 και 1996 «αποτελεί ισχυρό τεκμήριο ύπαρξης δεσπόζουσας θέσεως». Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η πραγματοποιηθείσα από την Επιτροπή ανάλυση των στοιχείων σχετικά με το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA είναι εσφαλμένη και ελλιπής.

    894   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα σχετικά με το μερίδιο αγοράς στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν καλύπτουν αρκούντως μακρά περίοδο (τρία έτη μόνο). Το Δικαστήριο όμως αναγνώρισε τη σημασία της διατηρήσεως μεγάλου μεριδίου αγοράς προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 756 ανωτέρω, σκέψη 41). Μολονότι το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε την απαιτούμενη διάρκεια, από τη θεωρία (Bellamy & Child, Common Market Law of Competition, 4η έκδοση, σημείο 9 024) προκύπτει ότι μια περίοδος πέντε ετών είναι πιθανώς επαρκής, αλλά μια περίοδος μικρότερη των τριών ετών, ειδικότερα σε μια δυναμική αγορά, θα μπορούσε να κριθεί υπερβολικά σύντομη για να μπορεί ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς να θεωρηθεί ένδειξη περί κατοχής δεσπόζουσας θέσεως.

    895   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη θέση των μερών σε σχέση με εκείνη των ανεξάρτητων εταιριών. Όταν όμως μια επιχείρηση που κατέχει μικρό μερίδιο αγοράς είναι σε θέση να ικανοποιήσει τη ζήτηση των πελατών που επιθυμούν να παρακάμψουν την επιχείρηση που κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, η τελευταία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί «υποχρεωτικός εταίρος», κατά την έννοια της αποφάσεως Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, που παρατέθηκε στη σκέψη 765 ανωτέρω, και ότι κατέχει συνεπώς δεσπόζουσα θέση. Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, «η κατοχή ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό επί περίοδο κάποιας διάρκειας, με τον όγκο παραγωγής και προσφοράς που αντιπροσωπεύει ─ενώ οι κάτοχοι αισθητά μικροτέρων μεριδίων δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν γρήγορα τη ζήτηση που θα επιθυμούσε ενδεχομένως να εγκαταλείψει την κατέχουσα το σημαντικότερο μερίδιο επιχείρηση─, σε θέση ισχύος που την καθιστά αναγκαστικό συμβαλλόμενο και, ήδη για τον λόγο αυτό, της εξασφαλίζει, τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση» (σκέψη 41). Οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι αν εκτιμηθεί μεμονωμένα το μερίδιο αγοράς χωρίς να ληφθεί υπόψη το μερίδιο αγοράς των κυρίων ανταγωνιστών τότε αγνοούνται, αφενός, οι δεσμεύσεις που προκύπτουν από τον δυνητικό ανταγωνισμό (μολονότι προσκόμισαν πολλές αποδείξεις για την ύπαρξη ενός τέτοιου ανταγωνισμού) και, αφετέρου, η φύση της ανταγωνιστικής δυναμικής της αγοράς.

    896   Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τη συλλογική δεσπόζουσα θέση, η Επιτροπή δεν μπορεί να συνάγει τεκμήριο κατοχής δεσπόζουσας θέσεως από το γεγονός και μόνον ότι υφίσταται κατοχή μεριδίου αγοράς άνω του 50 %. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το τεκμήριο αυτό, που αντλείται από τη σκέψη 60 της αποφάσεως ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί ατομική δεσπόζουσα θέση, δεν είναι λυσιτελές στην περίπτωση της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Κατά τις προσφεύγουσες, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ανάλυση των σωρευμένων μεριδίων αγοράς πρέπει να λαμβάνει επιπλέον υπόψη την ύπαρξη του εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων. Μόνον αν δεν υφίσταται τέτοιος εσωτερικός ανταγωνισμός καθίσταται εκ νέου λυσιτελής η ανάλυση που περιέχεται στην απόφαση ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του κοινοτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων, επιβεβαίωσε την άποψη αυτή με την απόφασή του Kali und Salz (η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 226), με την οποία έκρινε ότι «ένα συνολικό μερίδιο αγοράς [...] ανερχόμενο στο 60 % [το οποίο κατανέμεται μεταξύ των επιμέρους επιχειρήσεων ως εξής: 23 % για τη μια και 37 % για την άλλη] [...] δεν μπορεί να συνιστά από μόνο του αποφασιστική ένδειξη για την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως των εν λόγω επιχειρήσεων». Περαιτέρω, και η ίδια η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει, με τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της όσον αφορά τον έλεγχο συγκεντρώσεων, ότι ασύμμετρα μερίδια αγοράς και επίπεδα παραγωγής καθιστούσαν μάλλον απίθανη την υιοθέτηση κοινής εμπορικής στρατηγικής. Εν προκειμένω όμως, αφενός, τα μερίδια αγοράς των προσφευγουσών διακυμάνθηκαν, το 1996, από το 9,6 % στην περίπτωση της Sea-Land μέχρι το 0,1 % στην περίπτωση της NOL και, αφετέρου, η χρησιμοποίηση των ατομικών μεταφορικών ικανοτήτων των προσφευγουσών υπήρξε σημαντικά διαφορετική.

    897   Τέταρτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής, τόσο στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων [απόφαση 87/500/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1987, σχετικά με τη διαδικασία βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/32.279 ─ BBI/Boosey & Hawkes: προσωρινά μέτρα) (ΕΕ L 286, σ. 36), σημείο 18] όσο και στο πλαίσιο του δικαίου του ελέγχου των συγκεντρώσεων [απόφαση 91/251/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Απριλίου 1991, περί του συμβατού με την κοινή αγορά μιας συγκέντρωσης (υπόθεση IV/M042 ─ Alcatel/Telettra) (ΕΕ L 122, σ. 48)], ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς δεν μπορεί να δημιουργήσει τεκμήριο περί κατοχής δεσπόζουσας θέσεως. Επιπλέον, στην περίπτωση των ναυτιλιακών διασκέψεων, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι διασκέψεις αυτές διαθέτουν παραδοσιακά σωρευμένο μερίδιο αγοράς σχετικά υψηλό προκειμένου να διαδραματίσουν τον σταθεροποιητικό ρόλο που τους αναγνωρίζει ο κανονισμός 4056/86. Συναφώς, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, δεδομένου ότι ο κανονισμός 4056/86 περιέχει διάταξη βάσει της οποίας η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο 86 της Συνθήκης στις ναυτιλιακές διασκέψεις, δεν μπορεί να τεκμαίρεται νομίμως, βάσει σχετικά υψηλού σωρευμένου μεριδίου αγοράς, ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη κατέχει δεσπόζουσα θέση.

    898   Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών αντλείται από το ότι, έστω και αν η Επιτροπή εδικαιούτο να εξετάσει συλλογικά τα μέρη της TACA, το συλλογικό μερίδιο αγοράς των προσφευγουσών δεν συνάδει με τη διαπίστωση περί συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

    899   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, στην αγορά όπως την ορίζει η Επιτροπή, το μερίδιο αγοράς που κατείχαν τα μέρη της TACA από το 1994 έως το 1997 στην υπό εξέταση αγορά ως επιχειρηματίες TACA ισοδυναμούσε, αντίθετα προς όσα διαπιστώνει η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογική σκέψη 75 και στον πίνακα 2, για έκαστο των ετών αυτών, με το 58,1, το 57,6, το 56,2 και το 54,3 %. Οι προσφεύγουσες εξηγούν ότι η διαφορά του μεριδίου αγοράς σε σχέση με το μερίδιο που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχεί στη διαφορά προσέγγισης όσον αφορά το ζήτημα των μεταφορών που πραγματοποιούνται μέσω των καναδικών λιμένων. Κατά τις προσφεύγουσες, οι μεταφορές που πραγματοποιούν τα επιμέρους μέλη της TACA μέσω της καναδικής πύλης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της TACA και δεν πρέπει συνεπώς να προστίθενται στις μεταφορές που πραγματοποιούν τα μέλη αυτά στα απευθείας δρομολόγια.

    900   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι στην ορθώς οριζόμενη υπό εξέταση αγορά, το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA είναι ουσιωδώς κατώτερο από εκείνο που διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA στην αγορά αυτή ισοδυναμεί, ανάλογα με την περίπτωση, με το 47,2, το 46,4 ή ακόμη και με ποσοστό κατώτερο του 40 % ανάλογα με το αν, από την άποψη της ζητήσεως, λαμβάνεται υπόψη, αντιστοίχως, το φορτίο που μεταφέρεται χύδην και στο πλαίσιο υπηρεσιών μεταφοράς με σύστημα ψύξεως, από τους λιμένες της Μεσογείου και από τους NVOCC. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι τα στοιχεία σχετικά με την αεροπορική μεταφορά δεν είναι διαθέσιμα, αλλ' ότι εάν ήσαν διαθέσιμα, το μερίδιο αγοράς που κατέχουν θα ήταν ακόμη πιο χαμηλό από τα στοιχεία αυτά. Περαιτέρω, αν είχε ληφθεί υπόψη η δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, το μερίδιο αγοράς που κατέχουν θα ισοδυναμούσε με το 43,3 % (χωρίς να αφαιρεθεί το φορτίο των NVOCC). Οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται στα δικά τους στοιχεία, που αφορούν το 1995 σχετικά με την υποκατάσταση από την άποψη της ζητήσεως και το 1996 σχετικά με την υποκατάσταση από την άποψη της προσφοράς. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι ατέλειες που οφείλονται στον περιορισμένο χαρακτήρα των στοιχείων αυτών είναι εν πάση περιπτώσει δυσμενείς γι' αυτές, καθόσον αν υπήρχαν περισσότερα στοιχεία σχετικά με τα εμπορεύματα που μεταφέρονται με εμπορευματοκιβώτια και χύδην τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί αντιστοίχως το μερίδιο αγοράς που κατέχουν.

    901   Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-231/98 υποστηρίζει επιπλέον ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να απορρίπτει ως αλυσιτελές το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς της TACA μειώθηκε το 1997 (αιτιολογική σκέψη 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως) χωρίς να εξετάζει τους λόγους της μειώσεως αυτής του μεριδίου αγοράς. Αν η μείωση οφείλεται στον ανταγωνισμό που υπέστη η TACA, το γεγονός αυτό θα ήταν πράγματι σημαντικό για την εκτίμηση της θέσεως της TACA στην υπό εξέταση αγορά.

    902   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως δεν είναι βάσιμοι.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    903   Κατ' ουσίαν, με τους υπό κρίση ισχυρισμούς και αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι το μερίδιο αγοράς που κατέχουν στο διατλαντικό δρομολόγιο είναι τέτοιο που να μπορεί να τους προσδώσει δεσπόζουσα θέση στο δρομολόγιο αυτό.

    904   Ωστόσο, πρέπει εκ προοιμίου να διευκρινιστεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στην κατοχή και μόνον ενός τέτοιου μεριδίου αγοράς για να συναγάγει το συμπέρασμα περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Στην αιτιολογική σκέψη 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς ότι το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA «αποτελεί ισχυρό τεκμήριο ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης». Περαιτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 534 έως 549 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το τεκμήριο αυτό επιβεβαιώνεται από άλλους παράγοντες, ήτοι:

    –       την εκ μέρους της TACA διατήρηση μιας διαρθρώσεως των τιμών η οποία συνεπάγεται διακρίσεις, καθόσον η Επιτροπή εκτιμά, στις αιτιολογικές σκέψεις 534 έως 537, ότι το σύστημα διαφορετικής τιμολόγησης ανάλογα, μεταξύ άλλων, με την αξία των προϊόντων ή με τις ποσότητες, σκοπός του οποίου είναι η μεγιστοποίηση των κερδών, απαντά κατά κανόνα μόνο σε περιπτώσεις όπου μια ή περισσότερες επιχειρήσεις κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά,

    –       τις περιορισμένες δυνατότητες που έχουν οι πελάτες να στραφούν προς άλλους προμηθευτές, καθόσον η Επιτροπή εκτιμά ότι το γεγονός αυτό προκύπτει από τη μεταφορική ικανότητα που κατέχει η TACA (αιτιολογική σκέψη 539), την ύπαρξη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 540), την ηγετική θέση της TACA στον τομέα των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 541 και 548), το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές έχουν ρόλο ουραγού όσον αφορά τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 541 και 544), την ικανότητα της TACA να επιβάλλει τακτικές, αν και μετρίου ύψους, αυξήσεις στις τιμές κατά την υπό εξέταση περίοδο (αιτιολογική σκέψη 543) και τους σημαντικούς φραγμούς που υπάρχουν για την είσοδο στο δρομολόγιο (αιτιολογικές σκέψεις 545 έως 547).

    905   Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν στήριξε την διαπίστωσή της ότι τα μέρη της TACA κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο επίμαχο δρομολόγιο στο μερίδιο και μόνον αγοράς που κατέχουν στο εν λόγω δρομολόγιο, οι υπό κρίση ισχυρισμοί και αιτιάσεις των προσφευγουσών πρέπει να ερμηνευθούν ως αποσκοπούντες στο να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι συνήγαγε «ισχυρό τεκμήριο ύπαρξης δεσπόζουσας θέσεως» από αυτό το μερίδιο αγοράς.

    906   Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 533, ότι τα μέρη της TACA κατείχαν περίπου το 60 % της υπό εξέταση αγοράς το 1994, το 1995 και το 1996, ήτοι, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 592 και 594, κατά την περίοδο την οποία καλύπτουν οι παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης τις οποίες λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή τόνισε επίσης ότι αυτό το μερίδιο αγοράς έφθανε το 70 % στο σημαντικότερο τμήμα του δρομολογίου, ήτοι, όπως τούτο προκύπτει από τον πίνακα 3, υπό την αιτιολογική σκέψη 86 στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 533, στο τμήμα του δρομολογίου μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και της Ανατολικής Ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς και στο τμήμα του δρομολογίου μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και της Δυτικής Ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    907   Πρέπει να γίνει δεκτό, όπως ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή, ότι ένα τέτοιο μερίδιο αγοράς μπορεί να παράσχει στα μέρη της TACA την εξουσία να εμποδίζουν τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού στην υπό εξέταση αγορά, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα ανεξάρτητων συμπεριφορών σε σημαντικό βαθμό έναντι των ανταγωνιστών τους και των φορτωτών και, κατά συνέπεια, να τους προσδίδει δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (απόφαση Hoffmann La-Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 38). Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, ναι μεν η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως μπορεί να προκύπτει από πολλούς παράγοντες οι οποίοι, εξεταζόμενοι μεμονωμένα, δεν είναι κατ' ανάγκη καθοριστικοί, πλην όμως εξαιρετικά σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν, αυτά καθεαυτά και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 76, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από τη νομολογία προκύπτει ότι μερίδια αγοράς άνω του 50 % συνιστούν εξαιρετικά υψηλά μερίδια αγοράς (απόφαση ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 60· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-30/89, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1439, σκέψη 89, και της 6ης Οκτωβρίου 1994, Τ-83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-755, σκέψη 109). Έτσι, το Πρωτοδικείο έχει ήδη διαπιστώσει ότι ένα μερίδιο αγοράς που ανέρχεται στο 70 έως 80 % συνιστά, αυτό καθεαυτό, σαφή ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση Hilti κατά Επιτροπής, σκέψη 92).

    908   Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι ορθώς η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε από το γεγονός ότι τα μέρη της TACA κατείχαν μερίδιο αγοράς ποσοστού 60 % στο επίμαχο δρομολόγιο «ισχυρό τεκμήριο ύπαρξης δεσπόζουσας θέσεως».

    909   Κανένας από τους ισχυρισμούς και τις αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό.

    910   Όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό ότι τα στοιχεία σχετικά με το μερίδιο αγοράς που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανακριβή, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ' αρχάς, στην Επιτροπή ότι εσφαλμένως συμπεριέλαβε τις μεταφορές που πραγματοποιούν τα μέρη της TACA μέσω των καναδικών λιμένων.

    911   Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 265 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA για τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω των καναδικών λιμένων έπρεπε να προστεθεί στο μερίδιο που κατείχαν για τις απευθείας υπηρεσίες και να μην αντιμετωπιστεί ως ανήκον σε ανταγωνιστή. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του μεριδίου αγοράς των μερών της TACA στην υπό εξέταση αγορά κατά την περίοδο που καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 85 και 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το φορτίο των μερών της TACA που διέρχεται από τους καναδικούς λιμένες.

    912   Χωρίς να χρειάζεται, στο στάδιο αυτό, να κριθεί το ζήτημα αν εσφαλμένως η Επιτροπή έλαβε υπόψη το φορτίο που διέρχεται από τους καναδικούς λιμένες για να καθορίσει το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA στην υπό εξέταση αγορά, καθόσον το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο χωριστών λόγων ακυρώσεως οι οποίοι εξετάζονται κατωτέρω στο πλαίσιο της εξετάσεως του εξωτερικού ανταγωνισμού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA μεταξύ 1994 και 1996, όπως το υπολογίζουν οι προσφεύγουσες αποκλείοντας το εν λόγω φορτίο, είναι κατά λίγο μόνον κατώτερο από αυτό το οποίο λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον ανέρχεται, για έκαστο των ετών αυτών, στο 58,1, στο 57,6 και στο 56,2 % έναντι του 60,6, του 61,5 και του 59,8 %.

    913   Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι ένα μερίδιο αγοράς ποσοστού 56 % εξακολουθεί να αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό μερίδιο αγοράς το οποίο, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, συνιστά, αυτό καΘεαυτό, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

    914   Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτίαση των προσφευγουσών, ακόμη και αν υποτεθεί βάσιμη, πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής.

    915   Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αιτίαση ότι, στην υπό εξέταση αγορά όπως την ορίζουν οι προσφεύγουσες, το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA είναι κατώτερο του 50 %, αν όχι και του 40 %, η αιτίαση αυτή είναι απολύτως αβάσιμη, καθόσον οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με τον ορισμό της υπό εξέταση αγοράς απορρίφθηκαν ανωτέρω.

    916   Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ανακριβή υπολογισμό του μεριδίου αγοράς των μελών της TACA πρέπει να απορριφθεί.

    917   Όσον αφορά, δεύτερον, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από το ότι η ανάλυση του μεριδίου αγοράς των μερών της TACA ήταν ελλιπής και εσφαλμένη, οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ' αρχάς στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε το εν λόγω μερίδιο αγοράς για αρκούντως μακρά περίοδο.

    918   Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέρη της TACA κατείχαν μερίδιο αγοράς ίσο προς περίπου 60 % το 1994, το 1995 και το 1996, ήτοι, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 592 και 594 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τη διάρκεια των τριών ετών που αντιστοιχούν στην περίοδο την οποία καλύπτουν οι παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης τις οποίες έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει αν το εν λόγω μερίδιο αγοράς διατηρήθηκε το 1997.

    919   Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η κατοχή μεγάλου μεριδίου αγοράς κατά τη διάρκεια πολύ σύντομης περιόδου, υπό ορισμένες περιστάσεις, δεν αρκεί για να συναχθεί τεκμήριο περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

    920   Εν προκειμένω, πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η κατοχή μεριδίου αγοράς της τάξεως του 60 % κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών αντιστοιχούσα στα τρία πρώτα έτη της λειτουργίας της συμφωνίας TACA δεν μπορεί a priori να θεωρηθεί ανεπαρκής για να συναχθεί η ύπαρξη τεκμηρίου περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Συναφώς, επιβάλλεται εξάλλου η διαπίστωση ότι, ναι μεν οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, γενικώς, ότι μια περίοδος τριών ετών είναι ανεπαρκής, πλην όμως δεν εξηγούν γιατί τούτο ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    921   Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εκ μέρους των μερών της TACA κατοχή μεριδίου αγοράς του μεγέθους που περιγράφει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιορίστηκε στα τρία έτη. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο με την δικαστική απόφαση ΤΑΑ (σκέψη 326), η ΤΑΑ, την οποία διαδέχθηκε η TACA το 1994, διέθετε, στο διατλαντικό δρομολόγιο μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, μερίδιο αγοράς της τάξεως του 75 % το 1992 και του 65 έως 70 % το 1993. Στον βαθμό που στην ΤΑΑ μετείχε το 1992 και το 1993 η πλειονότητα των μερών της TACA, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι τα μέρη της ΤΑΑ/TACA κατείχαν μερίδιο αγοράς άνω του 60 % επί τουλάχιστον πέντε έτη. Οι ίδιες όμως οι προσφεύγουσες, με τα δικόγραφά τους που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, δέχθηκαν ότι η κατοχή σημαντικού μεριδίου αγοράς επί πέντε έτη αρκούσε για να συναχθεί τεκμήριο περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

    922   Εντεύθεν προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν εσφαλμένως ότι το τεκμήριο περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως που διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση συνήχθη από στοιχεία που αφορούσαν μια όχι αρκούντως μακρά περίοδο.

    923   Περαιτέρω, στον βαθμό που με την υπό κρίση αιτίαση οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τη μείωση του μεριδίου αγοράς που κατείχαν τα μέρη της TACA μετά το 1996, η εν λόγω αιτίαση συγχέεται με τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που αφορούν την εξέταση του δυνητικού ανταγωνισμού και τα οποία εξετάζονται κατωτέρω. Συγκεκριμένα, μια σημαντική μείωση του μεριδίου αγοράς των μερών της TACA μετά το 1996 θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη περί υπάρξεως σημαντικού δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ 1994 και 1996 ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να θέσει εν αμφιβόλω την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως κατά την τελευταία αυτή περίοδο. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται κατωτέρω στις σκέψεις 1009 έως 1037.

    924   Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη θέση των ανταγωνιστών των μερών της TACA, πρέπει να τονιστεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 538 έως 544 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το τεκμήριο περί κατοχής δεσπόζουσας θέσεως που προκύπτει από το μερίδιο αγοράς που κατείχαν τα μέρη της TACA κατά την επίμαχη περίοδο επιβεβαιωνόταν από τις περιορισμένες δυνατότητες που είχαν οι πελάτες τους να στραφούν προς άλλους προμηθευτές. Συναφώς, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 539 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μεταξύ 1993 και 1995 τα μέρη της TACA κατείχαν άνω του 70 % της διαθέσιμης μεταφορικής ικανότητας στο απευθείας δρομολόγιο μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τονίζοντας συγχρόνως ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής των μερών της TACA, ήτοι η Evergreen, κατείχε το 11 % της εν λόγω διαθέσιμης μεταφορικής ικανότητας και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος τα στοιχεία αυτά να ήταν διαφορετικά για το 1996. Περαιτέρω, όσον αφορά τους λοιπούς κύριους ανταγωνιστές, η Επιτροπή, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, παρέπεμψε στην ανάλυση που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    925   Βεβαίως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει ότι τα μέρη της TACA κατείχαν δεσπόζουσα θέση στην υπό εξέταση αγορά, εκτίμησε τη θέση των ανταγωνιστών των μερών της TACA αναφερόμενη όχι στα μερίδια που οι ανταγωνιστές αυτοί κατείχαν στην αγορά, αλλά στο μερίδιο που κατείχαν τα μέρη της TACA στη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα στην υπό εξέταση αγορά. Δεν μπορεί ωστόσο, για τον λόγο αυτό και μόνο, να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, τη θέση των ανταγωνιστών των μερών της TACA σε σχέση με τα μέρη αυτά.

    926   Συγκεκριμένα, οι ίδιες οι προσφεύγουσες ανέφεραν, με τα δικόγραφα που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι, στην αγορά των θαλάσσιων μεταφορών, τα μέριδια αγοράς αντικατοπτρίζουν, κατ' αρχήν, τη μεταφορική ικανότητα.

    927   Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 244 έως 264, στις οποίες ρητώς παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 539, η Επιτροπή εξετάζει λεπτομερώς την ανταγωνιστική θέση εκάστου των ανταγωνιστών της TACA που διαθέτει μερίδιο αγοράς άνω του 1 % ήτοι, πέραν της Evergreen, τη θέση της Lykes, της Atlantic Cargo Service, της Independent Containerr Line και της Carol Line. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξετάζει όχι μόνον το μερίδιο αγοράς εκάστου των ανταγωνιστών αυτών, αλλά και το σύνολο των λοιπών κρίσιμων στοιχείων, ιδίως, της μεταφορικής ικανότητας που κατέχουν οι ανταγωνιστές αυτοί και τις λοιπές συμφωνίες από τις οποίες δεσμεύονται, για να εκτιμήσει την ένταση του ανταγωνισμού που ασκούν οι τελευταίοι αυτοί.

    928   Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 540 έως 544 και 548 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών είχαν ως συνέπεια το κλείσιμο της αγοράς και το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές των μερών της TACA καθορίζουν τους ναύλους τους σε σχέση με το τιμολόγιο της TACA και έχουν ρόλο ουραγού στον τομέα αυτό.

    929   Εντεύθεν προκύπτει ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή εξέτασε επισταμένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη θέση των ανταγωνιστών των μερών της TACA και ότι, πράττοντας τούτο, ήταν σε θέση να εκτιμήσει, σύμφωνα με τη νομολογία (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 48), αν οι ανταγωνιστές αυτοί ήσαν σε θέση να ασκήσουν πραγματικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA.

    930   Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από την προβαλλόμενη έλλειψη εξετάσεως της θέσεως των ανταγωνιστών των μερών της TACA πρέπει να απορριφθεί.

    931   Όσον αφορά την αιτίαση ότι, αντίθετα προς την κατάσταση που επικρατεί σε περίπτωση ατομικής δεσπόζουσας θέσεως, ένα μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 50 % δεν μπορεί να είναι αρκετό για να συναχθεί τεκμήριο περί υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της δεσπόζουσας θέσεως αναφέρεται σε μια κατάσταση οικονομικής ισχύος που παρέχει την εξουσία στον φορέα που κατέχει την ισχύ αυτή να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην υπό εξέταση αγορά, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών του, των πελατών του και, τελικώς, των καταναλωτών (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 38).

    932   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένας φορέας που κατέχει άνω του 50 % της αγοράς, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ατομικό ή συλλογικό φορέα, μπορεί να συμπεριφέρεται με τέτοια ανεξαρτησία.

    933   Βεβαίως, όπως ορθώς τονίζουν οι προσφεύγουσες, ένας συλλογικός φορέας αποτελείται από επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται ορισμένος βαθμός ανταγωνισμού με τον οποίο τα μερίδια αγοράς μπορούν να παρουσιάζουν ορισμένη ασυμμετρία. Ωστόσο, ναι μεν το γεγονός αυτό μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει στον αποκλεισμό της συλλογικής εκτιμήσεως της θέσεως των επιχειρήσεων αυτών στη σχετική αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Kali und Salz, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψεις 226 και 233), πλην όμως δεν ασκεί αντιθέτως καμία επιρροή για τον καθορισμό του αν η συλλογική αυτή θέση είναι δεσπόζουσα. Συγκεκριμένα, το αν μια θέση στην αγορά είναι δεσπόζουσα εκτιμάται με βάση τον βαθμό εξαρτήσεως σε σχέση με τους ανταγωνιστές, τους πελάτες και τους προμηθευτές, οπότε μόνον οι τελευταίοι αυτοί παράγοντες που αφορούν τον εξωτερικό ανταγωνισμό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

    934   Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι το μερίδιο αγοράς που κατείχε η TACA κατά την επίμαχη περίοδο υπερέβαινε σε σημαντικό βαθμό το όριο του μεριδίου αγοράς 50 %. Η Επιτροπή διαπίστωσε συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα μέρη της TACA κατείχαν μερίδιο αγοράς ποσοστού περίπου 60 %. Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στο σημαντικότερο τμήμα της υπό εξέταση αγοράς, το μερίδιο αγοράς της TACA ήταν ίσο προς το 70 % περίπου κατά την επίμαχη περίοδο. Τέλος, όπως τονίστηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη των προσφυγών τους, το μερίδιο αγοράς της TACA υπερέβαινε το 56 %.

    935   Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν ακολουθηθεί η εσφαλμένη θέση των προσφευγουσών σύμφωνα με την οποία το όριο μεριδίου αγοράς που απαιτείται για να συναχθεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως είναι υψηλότερο απ' ό,τι για μια απλή ατομική δεσπόζουσα θέση, τούτο ισχύει εν προκειμένω.

    936   Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

    937   Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα ότι οι ναυτιλιακές διασκέψεις πρέπει να διαθέτουν μεγάλα μερίδια αγοράς για να διαδραματίζουν τον σταθεροποιητικό ρόλο που τους αναγνωρίζει ο κανονισμός 4056/86, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη, εκ φύσεως, περιορίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της και μπορεί να επιτύχει τον σκοπό της σταθεροποιήσεως που της αναγνωρίζει ο κανονισμός 4056/86 μόνον αν διαθέτει όχι αμελητέο μερίδιο αγοράς. Το γεγονός ότι ο κανονισμός 4056/86 προβλέπει εξαίρεση κατά κατηγορία υπέρ των ναυτιλιακών διασκέψεων δεν καθιστά συνεπώς δυνατό να θεωρηθεί αυτομάτως ότι κάθε ναυτιλιακή διάσκεψη διαθέτουσα μερίδιο αγοράς 50 % δεν πληροί την τέταρτη προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ήτοι την εξάλειψη του ανταγωνισμού (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 324).

    938   Δεν μπορεί ωστόσο εντεύθεν να συνάγεται ότι, στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, το γεγονός ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη κατέχει μεγάλο μερίδιο αγοράς δεν συνιστά ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

    939   Συγκεκριμένα, ναι μεν το γεγονός της εξαλείψεως του ανταγωνισμού μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, πλην όμως το γεγονός και μόνον της κατοχής δεσπόζουσας θέσεως ουδεμία ασκεί συναφώς επιρροή. Αφενός, δεδομένου ότι η έννοια της εξαλείψεως του ανταγωνισμού είναι πιο περιοριστική από εκείνη της υπάρξεως ή της αποκτήσεως δεσπόζουσας θέσεως, μια επιχείρηση που κατέχει μια τέτοια θέση μπορεί να τύχει εξαιρέσεως (αποφάσεις United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψη 113· Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 39, και δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 330). Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 4056/86, μόνον όταν μια ναυτιλιακή διάσκεψη εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της μπορεί η Επιτροπή να αποσύρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός. Αφετέρου, το γεγονός και μόνον της κατοχής δεσπόζουσας θέσεως δεν απαγορεύεται, αντίθετα προς τη δυνατότητα εξαλείψεως του ανταγωνισμού, αυτό καθεαυτό, από τους περί ανταγωνισμού κανόνες που θεσπίζει η Συνθήκη, καθόσον απαγορεύεται μόνον η καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως αυτής.

    940   Εντεύθεν προκύπτει ότι, ακόμη και στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, η κατοχή μεγάλου μεριδίου αγοράς μπορεί να συνιστά ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    941   Κατά συνέπεια, το υπό κρίση επιχείρημα που αντλείται από τον κανονισμό 4056/86 πρέπει να απορριφθεί.

    942   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει συνεπώς ότι οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις που αφορούν το μερίδιο αγοράς το οποίο κατέχουν τα μέρη της TACA πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     2. Επί του αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    943   Ο παρών λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών αντλείται από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει εσφαλμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 243 έως 275 (τμήμα Χ: Εξωτερικός ανταγωνισμός), καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 543 και 566 (στο τμήμα ΧΧΙΙΙ: Αξιολόγηση βάσει του άρθρου 86) ότι εξάλειψαν τον πραγματικό εξωτερικό ανταγωνισμό. Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επιπλέον ότι, στον βαθμό που η Επιτροπή αναγνώρισε, κατά το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, ότι, διαπράττοντας τη δεύτερη κατάχρηση που περιγράφει η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εξάλειψαν τον πραγματικό εξωτερικό ανταγωνισμό, πρέπει τουλάχιστον το στοιχείο αυτό να ληφθεί υπόψη κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της αναλογικότητας των επιβληθέντων προστίμων.

    944   Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το σωρευμένο μερίδιο αγοράς των μερών της TACA υπήρξε σχετικά σταθερό, παραγνώρισε το γεγονός ότι μια ελάχιστη αριθμητική μεταβολή σε επίπεδο μεριδίων αγοράς μπορούσε να ισοδυναμεί με σημαντική διακύμανση σε επίπεδο φορτίου. Έτσι, όταν η Evergreen αύξησε το μερίδιο αγοράς που κατείχε το 1995 κατά 1,2 % σε σχέση με το 1994, η αύξηση αυτή αντιπροσώπευε αύξηση φορτίου κατά 36 466 EVP. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι υφίστανται πάνω από 20 ανεξάρτητοι επιχειρηματίες που πραγματοποιούν μεταφορές με εμπορευματοκιβώτια στο δρομολόγιο μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και οι οποίοι ασκούν σωρευτική αναγωνιστική πίεση στα μέρη της TACA.

    945   Δεύτερον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το ποσοστό αυξήσεως του φορτίου που μετέφεραν άλλοι μεταφορείς κατά τις περιόδους από το 1994 έως το 1996 και από το 1994 έως το 1997 υπερέβη το δικό τους ποσοστό. Για παράδειγμα, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, στο προς δυσμάς δρομολόγιο, για την περίοδο από το 1994 έως το 1996, το φορτίο που μετέφερε η TACA μειώθηκε κατά 8,3 %, ενώ το φορτίο που μετέφεραν άλλοι μεταφορείς αυξήθηκε κατά 6,7 %. Οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι οι νεοεισελθέντες στην αγορά αύξησαν σε σημαντικό βαθμό το μερίδιό τους αγοράς όσον αφορά τη μεταφορά ορισμένων εμπορευμάτων. Περαιτέρω, η μεταφορική ικανότητα που προσφέρουν οι ανεξάρτητοι μεταφορείς στο επίμαχο δρομολόγιο αυξήθηκε κατά 41 % για την περίοδο από τον Ιούλιο 1996 έως τον Ιούλιο 1997 και κατά 47 % για την περίοδο από το Ιούλιο 1995 έως τον Ιούλιο 1997. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην άφιξη στην αγορά, τον Φεβρουάριο του 1997, των Cosco, K Line και Yangming.

    946   Τρίτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν τη σημασία του ανταγωνισμού που ασκούν οι ανεξάρτητοι μεταφορείς εμπορευματοκιβωτίων, Evergreen και Lykes, στο απευθείας διατλαντικό δρομολόγιο.

    947   Όσον αφορά την Evergreen, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο ανταγωνισμός αυτός αποδεικνύεται από την εκ μέρους των φορτωτών μεταβίβαση όλου ή μέρους του φορτίου τους από την TACA προς την Evergreen και από την αύξηση του μεριδίου αγοράς της Evergreen κατά την περίοδο από το 1994 έως το 1996 από 10,8 % σε 12 %. Επιπλέον, η Evergreen ανήγγειλε την πρόθεσή της, τον Οκτώβριο του 1997, να επενδύσει στην ναυπήγηση 25 νέων πλοίων. Το στοιχείο αυτό απαντά στον ισχυρισμό, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η ανταγωνιστική πίεση που ασκεί η Evergreen περιορίζεται από το γεγονός ότι λόγω του υψηλού παρατηρούμενου επιπέδου χρησιμοποίησης της μεταφορικής ικανότητας στα διατλαντικά δρομολόγια, η Evergreen θα μπορούσε να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς μόνο δρομολογώντας νέα πλοία». Εν πάση περιπτώσει, κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν η Evergreen δεν επένδυε σε νέα μεταφορική ικανότητα, η εταιρία αυτή θα είχε τα μέσα να αυξήσει τη μεταφορική της ικανότητα στο διατλαντικό δρομολόγιο, χωρίς πρόσθετο κόστος, χρησιμοποιώντας στο δρομολόγιο αυτό πλοία τα οποία χρησιμοποιούσε σε άλλα δρομολόγια.

    948   Όσον αφορά τη Lykes, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο ανταγωνισμός που ασκεί στην TACA αποδεικνύεται από τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως του φορτίου τους προς τη Lykes, καθώς και από τον όγκο φορτίου που μετέφερε ο μεταφορέας αυτός στο επίμαχο δρομολόγιο μεταξύ 1994 και 1996. Ως προς το γεγονός που προέβαλε η Επιτροπή ότι πολλές από τις περιπτώσεις αυτές μεταβιβάσεως δεν αφορούν το σύνολο των αναγκών των φορτωτών, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι μεταβιβάσεις αυτές αποδεικνύουν ότι οι φορτωτές θεωρούν ότι τα μη μέλη της TACA ασκούν αποτελεσματικό ανταγωνισμό στη διάσκεψη, καθόσον οι φορτωτές κατανέμουν συχνά τις ανάγκες τους ακριβώς προκειμένου να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση όταν διαπραγματεύονται τους ναύλους.

    949   Τέταρτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν τον ανταγωνισμό που ασκείται από τα εμπορεύματα τα οποία μεταφέρονται μέσω των καναδικών λιμένων είτε από τα μέλη της TACA που δραστηριοποιούνται στο δρομολόγιο αυτό (ACL, DSR-Senator, Hapag Lloyd, MSC, Maersk, NOL, NYK, OOPL, P & O Nedlloyd, POL και Sea-Land) είτε από τα μη μέλη της TACA (CAST και Canadia Maritime, Bolt Canada Line και Norasia). Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν υπόκεινται στον συλλογικό καθορισμό των τιμολογίων, οπότε τα μέλη της TACA που δραστηριοποιούνται στη γραμμή αυτή ενεργούν ως ανεξάρτητοι μεταφορείς. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο ανταγωνισμός που ασκείται από τα εμπορεύματα τα οποία διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες αναγνωρίζεται από τον εξειδικευμένο Τύπο και αποδεικνύεται από τις περιπτώσεις μεταβιβάσεων φορτίου που πραγματοποίησαν οι φορτωτές, μεταξύ 1993 και 1998, από τα μέλη της TACA προς άλλους μεταφορείς που δραστηριοποιούνται στο δρομολόγιο μέσω των καναδικών λιμένων.

    950   Όσον αφορά τον ανταγωνισμό που ασκούν τα μέλη της TACA, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι αυτός αποδεικνύεται από το γεγονός ότι είναι διαφορετικοί οι ναύλοι που ισχύουν στο απευθείας δρομολόγιο και στο δρομολόγιο μέσω των καναδικών λιμένων. Ο ανταγωνισμός αυτός αναγνωρίζεται επιπλέον από τους ίδιους τους φορτωτές, οι οποίοι θεωρούν ότι τα μέλη της TACA που λειτουργούν μέσω των καναδικών λιμένων ενεργούν ως ανεξάρτητοι μεταφορείς. Κατά τις προσφεύγουσες, τα στοιχεία αυτά αντικρούουν τις διαπιστώσεις που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 269 και 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    951   Όσον αφορά τον ανταγωνισμό που ασκούν οι επιχειρηματίες που δεν είναι μέλη της TACA, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν κατ' αρχάς ότι, αντίθετα προς όσα υπονοεί η αιτιολογική σκέψη 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι καναδικές αρχές ουδόλως «προβληματίζονται» λόγω της καταστάσεως του ανταγωνισμού στο δρομολόγιο Βόρειας Ευρώπης/Καναδά. Το Canadian Federal Court of Appeal (ομοσπονδιακό εφετείο του Καναδά), με τη διάταξή του που αφορούσε τη συγχώνευση μεταξύ Cast και CP Ships, θεώρησε συγκεκριμένα ότι ο ανταγωνισμός δεν θα μειωθεί από τη συγχώνευση αυτή, δεδομένης της εντάσεως του ανταγωνισμού στο δρομολόγιο, η οποία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Sea-Land, η Maersk και η P & O Nedlloyd ανήγγειλαν την είσοδό τους στο δρομολόγιο αυτό. Οι προσφεύγουσες τονίζουν εν συνεχεία τον σημαντικό ανταγωνισμό που ασκεί ο όμιλος CP Ships, η Bolt Canada Line και η Norasia. Ο όμιλος CP Ships, που κατέχει μεταφορική ικανότητα 85 000 EVP και στόλο 46 πλοίων, αποτελεί ισχυρό ανταγωνιστή στο δρομολόγιο μέσω των καναδικών λιμένων. Τα εμπορεύματα που μεταφέρει ο όμιλος αυτός προς της Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντιπροσωπεύουν εξάλλου σημαντικό τμήμα των συνολικών εμπορευμάτων που μεταφέρει. Περαιτέρω, η Canadia Maritime έχει την πρόθεση να αυξήσει την παρουσία της στο δρομολόγιο κατόπιν της αγοράς νέων εμπορευματοκιβωτίων. Η Bolt Canada Line δραστηριοποιείται στο δρομολόγιο με τρία πλοία. Τέλος, η Norasia, μια εταιρία εγκατεστημένη στην Ελβετία, ξεκίνησε, τον Ιούνιο του 1998, την παροχή μιας νέας υπηρεσίας μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Καναδά. Τα πλοίας της Norasia αντιπροσωπεύουν μεταφορική ικανότητα 1 388 EVP και ο στόχος της εταιρίας αυτής είναι να διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνισμό εκτελώντας μεταφορές μόνον από τρεις λιμένες.

    952   Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί και αιτιάσεις δεν είναι βάσιμοι.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    953   Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η TACA εξάλειψε τον αποτελεσματικό εξωτερικό ανταγωνισμό. Ισχυρίζονται ότι υφίσταται μεγάλος αριθμός ανταγωνιστών της TACA των οποίων το μερίδιο αγοράς αυξήθηκε κατά την επίμαχη περίοδο, ότι το ποσοστό αυξήσεως του μεριδίου αγοράς των ανταγωνιστών αυτών υπερέβη το αντίστοιχο ποσοστό της TACA και ότι η μεταφορική ικανότητα που προσφέρουν οι ανεξάρτητες εταιρίες αυξήθηκε κατόπιν της εισόδου στην αγορά της Cosco, της K Line και της Yangming. Τονίζουν επίσης ότι ορισμένοι φορτωτές μεταβίβασαν εν όλω ή εν μέρει το φορτίο τους από την TACA προς την Evergreen και τη Lykes και ότι η Evergreen είναι σε θέση να αυξήσει τη μεταφορική της ικανότητα στο μέλλον. Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 αμφισβητεί ότι η ηγετική θέση της TACA όσον αφορά τις τιμές μπορεί να συνιστά ένδειξη περί δεσπόζουσας θέσεως στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Οι προσφεύγουσες φρονούν επιπλέον ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τον ανταγωνισμό που ασκείται από τα εμπορεύματα τα οποία μεταφέρονται μέσω των καναδικών λιμένων.

    954   Πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο αποτελεσματικός εξωτερικός ανταγωνισμός έναντι της TACA είχε εξαλειφθεί, αλλά μόνον ότι είχε περιοριστεί. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 538 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη δεσπόζουσα θέση της TACA συνίσταται στην «περιορισμένη» δυνατότητα των πελατών της να αλλάξουν προμηθευτή, γεγονός που καθιστά την TACA τον αναπόφευκτο εμπορικό εταίρο, ακόμη και των δυσαρεστημένων πελατών της. Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει, όσον αφορά τον εξωτερικό ανταγωνισμό, τους ακόλουθους παράγοντες: το γεγονός ότι η TACA κατέχει το 70 % της διαθέσιμης μεταφορικής ικανότητας στα απευθείας δρομολόγια μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της κατέχει το 11 % της ικανότητας αυτής, το κλείσιμο που δημιουργούν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, την ηγετική θέση της TACA και τον ρόλο του ουραγού που έχουν οι ανταγωνιστές όσον αφορά τις τιμές, καθόσον και τις τακτικές αν και μέτριου ύψους αυξήσεις των τιμών που επέβαλε η TACA μεταξύ 1994 και 1996.

    955   Εντεύθεν προκύπτει ότι δεν είναι η πλήρης έλλειψη ανταγωνισμού που οδήγησε την Επιτροπή να συναγάγει το συμπέρασμα περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, αλλά η χαμηλή ένταση του εξωτερικού αυτού ανταγωνισμού. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, η δεσπόζουσα θέση δεν αποκλείει κατ' ανάγκη την ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού, αλλά παρέχει τη δυνατότητα στην επιχείρηση που κατέχει τη δεσπόζουσα θέση, αν όχι να αποφασίζει, τουλάχιστον να επηρεάζει σημαντικά τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός αυτός και, εν πάση περιπτώσει, να συμπεριφέρεται σε μεγάλο βαθμό χωρίς να οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον εν λόγω ανταγωνισμό και χωρίς η στάση αυτή να της προκαλεί βλάβη (απόφαση Hoffmann-La Roche, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 39).

    956   Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγουσες σχετικά με την ανάλυση του εξωτερικού ανταγωνισμού η οποία περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύουν όχι μόνον ότι υφίσταται ο εξωτερικός αυτός ανταγωνισμός, αλλ' ότι είναι και σημαντικός.

     i) Επί του αριθμού των ανταγωνιστών των μερών της TACA και επί της αυξήσεως του μεριδίου τους αγοράς

    957   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, αφενός, ότι η TACA αντιμετώπιζε σωρευτικά τον ανταγωνισμό είκοσι περίπου ναυτιλιακών εταιριών και, αφετέρου, ότι η αύξηση του μεριδίου τους αγοράς, αν και μέτριου βαθμού, ισοδυναμεί με μεγάλες ποσότητες όσον αφορά τον όγκο των εμπορευμάτων.

    958   Όσον αφορά, πρώτον, τον αριθμό των ανταγωνιστών, αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω στις σκέψεις 927 έως 929 ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 244 έως 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε την ανταγωνιστική θέση πέντε ναυτιλιακών εταιριών οι οποίες ήσαν ανεξάρτητες από την TACA, ήτοι της Evergreen, της Lykes, της Atlantic Cargo Service, της Independent Container Line και της Carol Line. Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούσαν τους «πέντε μεγάλους ανταγωνιστές» της TACA. Στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το μερίδιο αγοράς εκάστου των ανταγωνιστών αυτών ήταν το 1995, αντιστοίχως, 10,2, 5,7, 3,2, 2,7 και 1 %.

    959   Είναι ακριβές, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, αντιθέτως, τη θέση που κατείχαν δώδεκα περίπου άλλοι ανταγωνιστές οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην υπό εξέταση αγορά.

    960   Ωστόσο, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, κανένας από τους άλλους ανταγωνιστές αυτούς δεν κατείχε μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο από το 1 %. Δεν μπορεί όμως να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι μια ναυτιλιακή εταιρία που κατέχει μερίδιο αγοράς κάτω του 1 % δεν είναι σε θέση να ασκήσει σημαντικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 253 έως 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αφορούν το γεγονός ότι οι εταιρίες Atlantic Cargo Service, Independent Container Line και Carol Line δεν ασκούσαν αποτελεσματικό ανταγωνισμό, μολονότι κατέχουν μερίδια αγοράς της τάξεως του 2 έως 3 %. Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όσο πιο αδύναμοι και μικροτέρων διαστάσεων είναι οι ανταγωνιστές, τόσο λιγότερο μπορούν να ασκήσουν πραγματική ανταγωνιστική πίεση έναντι της δεσπόζουσας επιχειρήσεως (αποφάσεις United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψεις 111 και 112· Hoffmann-La Roche, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 58, και δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 341). Όσον αφορά την υπό εξέταση αγορά, το Πρωτοδικείο έχει έτσι διαπιστώσει ήδη ότι «καμία από τις άλλες ανεξάρτητες εταιρίες δεν διέθετε, λαμβανομένων υπόψη των μικρότερων μεριδίων αγοράς και πόρων σε σχέση με εκείνα της Evergreen, την ικανότητα να παράσχει υπηρεσίες σε επαρκή αριθμό, για να ασκήσει πραγματική ανταγωνιστική πίεση στα μέλη της ΤΑΑ» (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 343).

    961   Επιπλέον, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η θέση που κατέχουν σωρευτικά οι εν λόγω ανταγωνιστές, από τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι οι ανταγωνιστές αυτοί αντιπροσώπευαν συνολικά, το πολύ, το 2,3 % της υπό εξέταση αγοράς το 1996. Είναι πρόδηλο ότι ένα τέτοιο μερίδιο αγοράς δεν μπορεί να ασκήσει σημαντική ανταγωνιστική πίεση σε ένα φορέα που κατέχει το 60 % της αγοράς. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν για ποιο λόγο η προβαλλόμενη σωρευτική πίεση που ασκούν οι εν λόγω ανταγωνιστές επηρεάσε πράγματι τη θέση που κατείχαν τα μέρη της TACA.

    962   Εντεύθεν προκύπτει ότι ορθώς συνεπώς η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τους ανταγωνιστές των οποίων το μερίδιο αγοράς ήταν κατώτερο από το 1 % για να καθορίσει αν τα μέρη της TACA κατείχαν δεσπόζουσα θέση στην υπό εξέταση αγορά. Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

    963   Όσον αφορά, δεύτερον, τον ισχυρισμό ότι μια μέτρια αύξηση του μεριδίου αγοράς ισοδυναμεί με σημαντικές ποσότητες όγκου εμπορευμάτων, ο ισχυρισμός αυτός είναι προδήλως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι μια επιχείρηση αυξάνει τον όγκο των πωλήσεών της δεν ασκεί, αυτό καθευατό, καμία επιρροή στην εκτίμηση της ανταγωνιστικής θέσεώς της σε σχέση με τους λοιπούς επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην υπό εξέταση αγορά αν η αύξηση του όγκου των πωλήσεων δεν συσχετίζεται με τον συνολικό όγκο της αγοράς για να καθοριστεί το τμήμα που αντιπροσωπεύει η αύξηση αυτή στον εν λόγω σημαντικό όγκο.

    964   Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

     ii) Επί του ποσοστού αυξήσεως του όγκου των εμπορευμάτων που μετέφεραν οι ανταγωνιστές της TACA

    965   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι ανταγωνιστές των μερών της TACA κατόρθωσαν να προσποριστούν σημαντικό τμήμα της αυξήσεως της ζητήσεως μεταξύ 1994 και 1996. Συναφώς, τονίζουν ότι μεταξύ 1994 και 1996 το ποσοστό αυξήσεως των εμπορευμάτων που μετέφερε η TACA αυξήθηκε κατά 2 %, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανταγωνιστών της αυξήθηκε κατά 11 %.

    966   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, παρά το γεγονός αυτό, το μερίδιο αγοράς της TACA διατηρήθηκε, κατ' ουσίαν, στο ίδιο επίπεδο κατά τα τρία έτη που καλύπτονται από την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ακόμη και αν οι ανταγωνιστές των μερών της TACA αύξησαν τον όγκο εμπορευμάτων που μεταφέρουν, δεν ήσαν σε θέση να κερδίσουν σημαντικά μερίδια αγοράς εις βάρος των μερών της TACA.

    967   Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το μερίδιο αγοράς που κατείχαν τα μέρη της TACA διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Έτσι, ακόμη και αν γίνουν δεκτές οι εκτιμήσεις των προσφευγουσών, προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA, μεταξύ του 1994 και του 1996, παρέμεινε άνω του 56 %, ενώ το μερίδιο αγοράς της Evergreen, του σημαντικότερου ανταγωνιστή των μερών της TACA, δεν υπερέβη το 12 %. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια διαφορά μεταξύ του μεριδίου αγοράς που κατείχαν τα μέρη της TACA και του μεριδίου αγοράς του κύριου ανταγωνιστή της συνιστά σημαντική ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση Hoffmann-La Roche, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 48), τούτο δε τοσούτω μάλλον που οι υπόλοιποι ανταγωνιστές κατέχουν περιθωριακά μερίδια αγοράς (απόφασεις United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψεις 111 και 112· Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 58, και δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 341).

    968   Όσον αφορά το προβαλλόμενο γεγονός ότι η μεταφορική ικανότητα που προσέφεραν οι ανταγωνιστές των μερών της TACA αυξήθηκε κατόπιν της εισόδου στην αγορά της Cosco, της K Line και της Yangming, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, εφόσον η είσοδος των ανεξάρτητων αυτών ναυτιλιακών εταιριών στο διατλαντικό δρομολόγιο πραγματοποιήθηκε μετά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, η είσοδος αυτή δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση του αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού.

    969   Για τους λόγους αυτούς, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

     iii) Επί του αποτελεσματικού ανταγωνισμού που ασκού η Evergreen και η Lykes

    970   Οι προσφεύγουσες, για να αποδείξουν τον εξωτερικό ανταγωνισμό που ασκεί η Evergreen και η Lykes, επικαλούνται, αφενός, την ύπαρξη μεταβιβάσεων φορτίου υπέρ των δύο αυτών ναυτιλιακών εταιριών και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Evergreen διαθέτει τη δυνατότητα να αυξήσει τη μεταφορική της ικανότητα.

    971   Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Evergreen αποτελεί τη μοναδική ανεξάρτητη εταιρία που διαθέτει σχετικά σημαντικό μερίδιο αγορά, ήτοι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, 10,5 % το 1995. Ωστόσο, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 249, 250, 539 και 544 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διάφοροι παράγοντες μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον ανταγωνισμό που η εν λόγω εταιρία άσκησε έναντι των μελών της TACA. Έτσι, πρέπει να τονιστεί ότι το μερίδιο αγοράς της Evergreen είναι πέντε φορές μικρότερο από εκείνο που κατέχουν τα μέρη της TACA. Περαιτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 539 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, μεταξύ 1993 και 1995, η Evergreen διέθετε το 11 % της διαθέσιμης μεταφορικής ικανότητας στο απευθείας δρομολόγιο μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ τα μέρη της TACA κατείχαν το 70 %. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η Evergreen μετείχε στη συμφωνία Eurocorde, στη Southern Europe America Conference και σε συμφωνίες περί μη χρησιμοποιήσεως μεταφορικής ικανότητα όπως είναι η Transpacific Stabilisation Agreement και η Europe Asia Trades Agreement, στις οποίες μετείχαν επίσης ορισμένα μέρη της TACA, πράγμα το οποίο αποτελεί ένδειξη κοινότητας συμφερόντων με τις προσφεύγουσες. Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι η Evergreen επρόκειτο αρχικώς να μετάσχει στην ΤΑΑ, τον προκάτοχο της TACA, και ότι, έστω και αν τελικώς παρέμεινε ανεξάρτητη, το Πρωτοδικείο έχει ήδη διαπιστώσει ότι είχε παρ' όλ' αυτά διατηρήσει τακτικές επαφές με ορισμένα μέλη της ΤΑΑ και ενημερωνόταν σε σημαντικό βαθμό για την πολιτική τιμών που υιοθετούσαν τα μέλη αυτά, πράγμα που της επέτρεπε να αλλάζει τη διάρθρωση του τιμολογίου της για να ακολουθήσει, με ελαφρά καθυστέρηση, τις εξελίξεις που εισήγαν τα μέλη της ΤΑΑ (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 342). Στην αιτιολογική σκέψη 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε έτσι, χωρίς οι προσφεύγουσες να προσκομίσουν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση αυτή, ότι η Evergreen είχε ανακοινώσει τις ίδιες αυξήσεις τιμών με την TACA για το 1996 και ότι η εταιρία αυτή έπρεπε, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι ακολουθούσε την TACA στον τομέα των τιμών.

    972   Υπό τις περιστάσεις αυτές, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Evergreen, που αποτελούσε τη μοναδική ανεξάρτητη εταιρία η οποία διέθετε ορισμένη ισχύ στην αγορά των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς στο διατλαντικό δρομολόγιο, δεν ήταν, στην πραγματικότητα, σε θέση να ασκήσει πραγματική ανταγωνιστική πίεση στα μέλη της TACA (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 342).

    973   Όσον αφορά τη Lykes, τον δεύτερον πιο σημαντικό ανεξάρτητο επιχειρηματία στην επίμαχη αγορά, από την αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το μερίδιό της αγοράς, στην υπό εξέταση αγορά, το 1995 ήταν μόνον 5,7 %. Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 252, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι η εταιρία αυτή είχε ζητήσει να υπαχθεί στις διατάξεις περί πτωχεύσεως το 1995, βάσει της νομοθεσία των ΗΠΑ, αναστέλλοντας ως εκ τούτου την εμπορική ελευθερία της στην υπό εξέταση αγορά.

    974   Εντεύθεν προκύπτει ότι ούτε η Evergreen ούτε η Lykes ήσαν σε θέση να ασκήσουν σημαντικό εξωτερικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA.

    975   Κανένα από τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση αυτή.

    976   Όσον αφορά την ύπαρξη μεταβιβάσεων εκ μέρους των φορτωτών υπέρ της Evergreen και της Lykes, αρκεί να παρατηρηθεί ότι ναι μεν τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες αποδεικνύουν αναμφισβήτητα την ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού τον οποίο άσκησαν αυτές οι ανεξάρτητες εταιρίες, γεγονός το οποίο γενικώς δεν αμφισβητεί η Επιτροπή, πλην όμως δεν αποδεικνύουν ότι ο ανταγωνισμός αυτός αφορά σημαντικές ποσότητες φορτίου. Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 544 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι από τα παραδείγματα που επέλεξαν τα μέρη της TACA στην απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η πλειονότητα των οποίων είναι πανομοίτυπη με αυτά που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, προκύπτει ότι «η στροφή προς την Evergreen αφορούσε ένα μόνο μέρος και ενίοτε ένα πολύ μικρό μέρος των εμπορευμάτων του φορτωτή».

    977   Όσον αφορά τη δυνατότητα που είχε η Evergreen να αυξήσει τη μεταφορική της ικανότητα το 1997, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός ότι η Evergreen σχεδίαζε να αυξήσει τη μεταφορική της ικανότητα μετά την περίοδο η οποία καλύπτεται από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνύει την ύπαρξη, κατά την περίοδο που καλύπτει η απόφαση αυτή, αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού, αλλά, το πολύ, ενδεχομένως, την ύπαρξη ορισμένου δυνητικού ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα των προσφευγουσών είναι αλυσιτελές για να αμφισβητηθούν οι εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον αποτελεσματικό εξωτερικό ανταγωνισμό. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να καθοριστεί το τμήμα που αντιπροσωπεύουν οι αυξήσεις της μεταφορικής ικανότητας που αποφάσισε η Evergreen σε σχέση με το σύνολο της διαθέσιμης μεταφορικής ικανότητας στην υπό εξέταση αγορά, οπότε δεν μπορούν να έχουν καμία αποδεικτική δύναμη.

    978   Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με τον αποτελεσματικό εξωτερικό ανταγωνισμό που άσκησαν η Evergreen και η Lykes πρέπει να απορριφθούν.

     iv) Επί της «ηγετικής θέσεως» της TACA στον τομέα των τιμών και επί του ρόλου του ουραγού που είχαν οι ανεξάρτητοι ανταγωνιστές

    979   Ναι μεν οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν πραγματικά την «ηγετική θέση» της TACA στον τομέα των τιμών που διαπιστώθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 249, 541 και 548 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να συναγάγει από αυτό ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, καθόσον το γεγονός ότι οι εκτός διασκέψεως ναυτιλιακές εταιρίες τείνουν να ακολουθήσουν την TACA χρησιμοποιώντας το ενιαίο τιμολόγιο ως σημείο αναφοράς συνιστά μία από τις πτυχές της σταθερότητας στην οποία συντελούν οι διασκέψεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

    980   Είναι βεβαίως ακριβές, όπως παρατηρούν οι προσφεύγουσες, ότι η «ηγετική θέση» που κατέχουν οι ναυτιλιακές διασκέψεις στον τομέα των τιμών μπορεί να τους παράσχει τη δυνατότητα υλοποιήσεως του σκοπού της σταθερότητας των θαλάσσιων μεταφορών που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86. Ωστόσο, δεν μπορεί από αυτό να συναχθεί ότι η «ηγετική θέση» της TACA στον τομέα των τιμών δεν συνιστά, για τον λόγο αυτό, ένδειξη περί κατοχής δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    981   Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 937 έως 940, στο πλαίσιο της εξετάσεως του μεριδίου αγοράς που κατέχουν τα μέρη της TACA, το γεγονός της κατοχής δεσπόζουσας θέσεως, αφενός, δεν απαγορεύεται, αυτό καθεαυτό, από το άρθρο 86 της Συνθήκης και, αφετέρου, δεν εμποδίζει τη χορήγηση εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Περαιτέρω, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως συνάγεται από κάθε αντικειμενικό στοιχείο που αποδεικνύει την ικανότητα της οικείας επιχειρήσεως να συμπεριφέρεται ανεξάρτητα σε σχέση με τους πελάτες, τους ανταγωνιστές και τους προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένων θετικών, αυτών καθεαυτά, στοιχείων, όπως είναι η ύπαρξη αποτελεσματικών προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης (απόφαση Hoffmann-La Roche, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 48). Επομένως, το γεγονός ότι η «ηγετική θέση» της TACA στον τομέα των τιμών συμβάλλει στον σκοπό σταθεροποιήσεως των θαλάσσιων μεταφορών ουδόλως μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει το στοιχείο αυτό για να διαπιστώσει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως.

    982   Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί των σημείων αυτών πρέπει να απορριφθούν.

     v) Επί του ανταγωνισμού που ασκεί η καναδική πύλη

    983   Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα εμπορεύματα που μεταφέρονται μέσω των καναδικών λιμένων, είτε από τα μέρη της TACA που δραστηριοποιούνται στο δρομολόγιο αυτό, είτε από ναυτιλιακές εταιρίες που δεν είναι μέλη της TACA, ασκούν σημαντικό εξωτερικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA. Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν υπόκεινται στον συλλογικό καθορισμό των τιμολογίων, οπότε τα μέρη της TACA που δραστηριοποιούνται στο δρομολόγιο αυτό ενεργούν ως ανεξάρτητοι μεταφορείς. Ισχυρίζονται επίσης ότι ο ανταγωνισμός τον οποίο ασκούν τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες αναγνωρίζεται από τον εξειδικευμένο Τύπο και αποδεικνύεται από τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως φορτίου που πραγματοποίησαν, μεταξύ 1993 και 1998, οι φορτωτές από τα μέρη της TACA προς άλλους μεταφορείς που δραστηριοποιούνται στο δρομολόγιο αυτό μέσω των καναδικών λιμένων.

    984   Προτού εξεταστούν τα υπό κρίση επιχειρήματα, πρέπει να τονιστεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες με προορισμό ή με προέλευση τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν ασκούσαν κανένα ανταγωνισμό στα μέρη της TACA, αλλά ότι μόνον ο ανταγωνισμός αυτός ήταν σχετικά περιορισμένος. Στην αιτιολογική σκέψη 265 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνωρίζει συγκεκριμένα ότι τα εμπορεύματα με προέλευση ή προορισμό τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ μπορούν να μεταφέρονται προς και από τη Βόρεια Ευρώπη είτε μέσω των λιμένων των ΗΠΑ είτε μέσω των λιμένων του Καναδά, κυρίως του Μόντρεαλ και του Χάλιφαξ. Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι τα εμπορεύματα που διακινούνται μέσω της καναδικής πύλης εισόδου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεως που προβλέπονται στη νομοθεσία για την προστασία του ανταγωνισμού είτε των ΗΠΑ είτε του Καναδά. Κατά συνέπεια, δέχεται, στην αιτιολογική σκέψη 266 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για ορισμένους φορτωτές η καναδική πύλη εισόδου μπορεί να υποκαταστήσει τους λιμένες της Ανατολικής Ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    985   Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 269 έως 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι ο ανταγωνισμός αυτός παραμένει περιορισμένος καθόσον, αφενός, πολλά μέλη των καναδικών διασκέψεων, ήτοι η OOCL, η Hapag Lloyd, η ACL και η POL είναι επίσης μέλη της TACA και, αφετέρου, τα μέλη των καναδικών διασκέψεων ενημερώνονται για τις πρακτικές των μερών της TACA όσον αφορά τον καθορισμο των τιμών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει, στην αιτιολογική σκέψη 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το μερίδιο αγοράς των μερών της TACA που αντιστοιχεί στις μεταφορές που πραγματοποιούνται μέσω της καναδικής πύλης εισόδου πρέπει να προστεθεί στο μερίδιο αγοράς των μερών της TACA που αντιστοιχεί στις απευθείας μεταφορές και όχι να θεωρηθεί ως πηγή ανταγωνισμού». Συνεπώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 85 και 533 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα σχετικά με τα μερίδια αγοράς στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να συναγάγει τεκμήριο περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως συμπεριλαμβάνουν τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες.

    986   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις αυτές, αποδεικνύοντας την ύπαρξη σημαντικού ανταγωνισμού τον οποίο άσκησαν τα εμπορεύματα που διέρχονται από τους καναδικούς λιμένες.

    987   Όσον αφορά, πρώτον, τον ανταγωνισμό που άσκησαν τα μέλη της TACA που δραστηριοποιούνται την καναδική πύλη, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ορισμένα στοιχεία για να αποδείξουν ότι οι ναύλοι που εφαρμόζουν τα μέρη αυτά στο απευθείας δρομολόγιο είναι διαφορετικοί από εκείνους που ισχύουν στο δρομολόγιο μέσω των καναδικών λιμένων.

    988   Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά δεν ασκούν επιρροή εφόσον οι διαφορετικοί ναύλοι που επιβάλλονται στο απευθείας δρομολόγιο και στο δρομολόγιο μέσω των καναδικών λιμένων μπορούν να εξηγηθούν από άλλους λόγους που συνίστανται στη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών στα δύο εν λόγω δρομολόγια. Όπως ορθώς διαπιστώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[τ]ο θέμα είναι η σταυροειδής ελαστικότητα της τιμής μεταξύ των δύο υπηρεσιών και όχι το ύψος της τιμής. Τα μέρη [όμως] της TACA δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο σχετικά με τον βαθμό της σταυροειδούς ελαστικότητας της τιμής μεταξύ των δύο δρομολογίων». Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι η Hapag Lloyd, η ACL και η POL δεν προσέφεραν χωριστές υπηρεσίες στην καναδική πύλη, καθόσον οι ίδιες θέσεις εμπορευματοκιβωτίων χρησιμοποιούνταν τόσο για τις απευθείας μεταφορές, όσο και για τις μεταφορές μέσω των καναδικών λιμένων. Όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή στη ίδια αιτιολογική σκέψη «δεν είναι δυνατό μια ναυτιλιακή εταιρία να ανταγωνίζεται τον εαυτό της για την πώληση των ίδιων θέσεων εμπορευματοκιβωτίων ανάλογα με το χερσαίο δρομολόγιο που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια τα εμπορεύματα [και,] αν και ενδέχεται να υφίσταται ανταγωνισμός σε κάποιο βαθμό, ο ανταγωνισμός αυτός κατά πάσα πιθανότητα μειώνεται από το γεγονός ότι ορισμένα μέρη της TACA έχουν επίσης σημαντική επιρροή στους όρους του ανταγωνισμού στα δρομολόγια μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Καναδά».

    989   Ορθώς συνεπώς η Επιτροπή θεώρησε ότι τα μέρη της TACA που δραστηριοποιούνται στην καναδική πύλη δεν ασκούσαν σημαντικό εξωτερικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA που δραστηριοποιούνταν στο επίμαχο απευθείας δρομολόγιο.

    990   Όσον αφορά, δεύτερον, τον ανταγωνισμό που ασκούν οι ναυτιλιακές εταιρίες που δεν είναι μέλη της TACA, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η CP Ships μεταφέρει σημαντικές ποσότητες εμπορευμάτων μέσω της καναδικής πύλης και ότι η εταιρία αυτή είχε την πρόθεση να αυξήσει την παρουσία της στο μέλλον. Τονίζουν επίσης ότι η Bolt Canada Line δραστηριοποιείται στο δρομολόγιο αυτό με τρία πλοία και ότι η Norasia ξεκίνησε, το 1998, μια νέα υπηρεσία μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και του Καναδά.

    991   Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ναι μεν τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν αναμφισβήτητα την ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού που ασκείται από την καναδική πύλη στο απευθείας δρομολόγιο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, γεγονός το οποίο εξάλλου δεν αμφσιβητείται, πλην όμως ουδόλως μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο ανταγωνισμός αυτός είναι περιορισμένος.

    992   Έτσι, πρέπει, κατ' αρχάς, να υπομνηστεί ότι, ακόμη και αν το φορτίο που διέρχεται από την καναδική πύλη συμπεριελήφθη από την Επιτροπή στην υπό εξέταση αγορά, το φορτίο αυτό αντιπροσωπεύει σχετικά μικρό τμήμα του συνολικού φορτίου που διακινείται μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Συγκεκριμένα, από τα σχετικά με την αγορά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το φορτίο που διέρχεται από τους καναδικούς λιμένες προς της Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή προς τη Βόρεια Ευρώπη αντιπροσωπεύει ποσοστό μεταξύ 15 και 17 % του συνόλου του φορτίου που μεταφέρεται μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ανταγωνιστική πίεση που ασκούν οι καναδικές διασκέψεις, οι οποίες δεν κατέχουν παρά μόνον τμήμα του φορτίου που διέρχεται από την καναδική πύλη, στις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο απευθείας δρομολόγιο, είναι κατ' ανάγκη περιριορισμένη.

    993   Εν συνεχεία, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι καναδικές διασκέψεις, μολονότι δεν τυγχάνουν εξαιρέσεως στον τομέα του συλλογικού καθορισμού των τιμών, ακολουθούν τις πρακτικές καθορισμού των τιμών της TACA στο διατλαντικό δρομολόγιο, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 271 και 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ακόμη και αν οι καναδικές διασκέψεις μπορούσαν να ασκήσουν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην TACA, θα έπρεπε να διαπιστωθεί ότι οι διασκέψεις αυτές κατ' ουσίαν δεν άσκησαν την πίεση αυτή.

    994   Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν επιτρέπει τη συναγωγή οριστικού συμπεράσματος. Έτσι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας την οποία σχεδίαζε η CP Ships και η αύξηση που πραγματοποίησε το 1998 η Norasia δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη εξωτερικού ανταγωνισμού κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, η παρουσία τριών πλοίων της Bolt Canada Line έχει αμιγώς ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, εφόσον απουσιάζει κάθε στοιχείο σχετικά με το μερίδιό της αγοράς. Όσον αφορά το φορτίο που μετέφερε η CP Ships, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται στο να παράσχουν μια σειρά ετερόκλητων δεδομένων για να τονίσουν τη σημασία της εταιρίας, χωρίς να μπορεί να συναχθεί από τα στοιχεία αυτά ο όγκος του φορτίου που μετέφερε η εν λόγω εταιρία στο επίμαχο τμήμα και το μερίδιο αγοράς που αντιπροσωπεύει ο όγκος αυτός.

    995   Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ναυτιλιακές εταιρίες που δεν είναι μέλη της TACA και οι οποίες δραστηριοποιούνται στην καναδική πύλη δεν ασκούσαν σημαντικό εξωτερικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA όσον αφορά το επίμαχο δρομολόγιο.

    996   Όσον αφορά, τρίτον, τις μεταβιβάσεις φορτίου από την TACA προς τα μέλη των καναδικών διασκέψεων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η πλειονότητα των παραδειγμάτων που παραθέτουν οι προσφεύγουσες αφορούν έτη προγενέστερα ή μεταγενέστερα της περιόδου την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, ναι μεν από τα στοιχεία αυτά αποδεικνύεται ότι ορισμένοι φορτωτές μεταβίβασαν τμήμα του φορτίου τους προς τις καναδικές διασκέψεις, οπότε αποδεικνύεται, πράγμα το οποίο δεν αμφσιβητείται, η ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού τον οποίο ασκούσε η καναδική πύλη, πλην όμως ουδόλως αποδεικνύουν ότι ο ανταγωνισμός αυτός είναι σημαντικός. Όλως αντιθέτως, από τη σύγκριση των στοιχείων αυτών με εκείνα που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα παραδείγματα μεταβιβάσεων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες αντιπροσωπεύουν περιθωριακές ποσότητες οι οποίες δεν υπερβαίνουν, αντιστοίχως, το 0,8, το 0,9 και το 2,3 % του συνόλου του φορτίου που διήλθε από τους καναδικούς λιμένες το 1994, το 1995 και το 1996.

    997   Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών που αφορούν το ότι δεν ελήφθη υπόψη ο αποτελεσματικός εξωτερικός ανταγωνισμός που ασκεί η καναδική πύλη πρέπει να απορριφθούν.

     vi) Συμπέρασμα επί του αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού

    998   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το σύνολο των ισχυρισμών και αιτιάσεων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την εκτίμηση του εξωτερικού ανταγωνισμού πρέπει να απορριφθεί.

     3) Επί του δυνητικού ανταγωνισμού


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    999   Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 276 έως 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε εσφαλμένα ότι τα μέλη της TACA είχαν εξαλείψει τον αποτελεσματικό δυνητικό ανταγωνισμό. Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή θα αναγνώριζε τώρα ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός δεν είχε εξαλειφθεί, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι έπρεπε να ληφθεί αυτό υπόψη κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της δευτέρας καταχρήσεως την οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση και της αναλογικότητας των επιβληθέντων προστίμων.

    1000 Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το κόστος εισόδου στο διατλαντικό δρομολόγιο δεν είναι τόσο υψηλό όσο διατείνεται η Επιτροπή. Συναφώς, ισχυρίζονται ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 288 και 545 αντικρούονται από την έκθεση Dynamar, σύμφωνα με την οποία η αρχική επένδυση για τη δημιουργία επιχειρησιακής υπηρεσίας ανέρχεται σε περίπου 355 εκατομμύρια USD, ενώ μια εξειδικευμένη υπηρεσία απαιτεί επένδυση μόνο 100 εκατομμυρίων USD, ήτοι, εν πάση περιπτώσει, ποσό πολύ κατώτερο των 500 εκατομμυρίων USD που αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με την ίδια αυτή έκθεση, η δημιουργία υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς με ναύλωση χώρων σε άλλα πλοία μπορεί μάλιστα να πραγματοποιηθεί, στο πλαίσιο εξειδικευμένης δραστηριότητας, με επένδυση 21 εκατομμυρίων USD. Περαιτέρω, οι αναγκαίες επενδύσεις μπορούν να μειωθούν περισσότερο με χρησιμοποίηση πλοίων προερχομένων από άλλα δρομολόγια ή με προσφυγή στη χρηματοδοτική μίσθωση. Ως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση αφορούν την περίπτωση κατά την οποία ο εισερχόμενος στην αγορά επιθυμεί να προτείνει επίπεδο υπηρεσιών συγκρίσιμο με αυτό των μερών της TACA, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι πολλά μέλη της TACA δεν είναι ιδιοκτήτες των πλοίων που εκμεταλλεύονται, αλλά χρησιμοποιούν χώρους ναυλώσεως σε πλοία που ανήκουν σε άλλους επιχειρηματίες (βλ. αιτιολογική σκέψη 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, η δυνατότητα συγκρίσεως των υπηρεσιών δεν εξαρτάται από την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του πλοίου.

    1001 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η πρόσφατη είσοδος στην αγορά διαφόρων ναυτιλιακών εταιριών που δραστηριοποιούνται ως μη μέλη της TACA αποδεικνύει ότι τα μέλη της TACA αντιμετώπιζαν, κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, δυνητικό ανταγωνισμό. Οι προσφεύγουσες αναφέρονται συναφώς στις εισόδους των K Line, Yangming και Cosco, τον Φεβρουάριο του 1997 και των APL και Mitsui, τον Μάρτιο του 1998, μέσω ναυλώσεως χώρων σε πλοία της Lykes, καθώς και στη νέα υπηρεσία της Compagnie Générale Martitime, από τις 2 Δεκεμβρίου 1997, από τη Φιλαδέλφεια. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα περιστατικά αυτά αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί τα πραγματικά περιστατικά όταν διαπίστωσε, στο σημείο 113 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι τα μέρη της TACA δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικό δυνητικό ανταγωνισμό λόγω του γεγονότος ότι η APL, η Mitsui, η Yangming και η K Line θα εισέλθουν πιθανώς στο επίμαχο δρομολόγιο προσχωρώντας στην TACA. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η APL και η Mitsui είναι μέλη της New World Alliance, καθόσον το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει τον ανταγωνισμό τον οποίο ασκούν στην TACA.

    1002 Τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούν εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 135, 225 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ισχυρίζονται ότι από τις αποδείξεις που προβάλλουν αποδεικνύεται ότι η πλειονότητα των φορτωτών δεν καλύπτει το σύνολο των αναγκών της με μία και μόνη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Τονίζουν ότι οι φορτωτές υπερβαίνουν συχνά τις δεσμεύσεις περί κατωτάτων ποσοτήτων που προβλέπουν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών κατά 60 % και πλέον, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι φορτωτές διατηρούν τη δυνατότητα να μεταφέρουν φορτίο με άλλους μεταφορείς με ανταγωνιστικούς ναύλους. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, περαιτέρω, ότι το περιοριστικό αποτέλεσμα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είναι σημαντικότερο στις αρχές του έτους. Τονίζουν εξάλλου ότι οι Cosco, K Line και Yangming εισήλθαν επιτυχώς στην αγορά τον Φεβουάριο του 1997 και απέκτησαν ταχέως μερίδια αγοράς.

    1003 Τέταρτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, από το 1997, ορισμένες από τις προσφεύγουσες (οι Hanjin, NOL, Cho Yang, DSR-Senator, TMM, Tecomar και Hyundai) αποσύρθηκαν από την TACA και λειτουργούν ως ανεξάρτητες εταιρίες στο διατλαντικό δρομολόγιο.

    1004 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 ισχυρίζεται επιπλέον ότι τα μέρη της TACA δεν είναι σε θέση να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό.

    1005 Η προσφεύγουσα αυτή παρατηρεί, συναφώς, ότι από τις διατάξεις του κανονισμού 4056/86 (βλ. όγδοη αιτιολογική σκέψη) προκύπτει ότι, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται ορισμένος ενεργός ή δυνητικός ανταγωνισμός, τα οφέλη που οι φορτωτές και οι καταναλωτές αντλούν από τις διασκέψεις δικαιολογούν τους περιορισμούς που είναι σύμφυτοι στις σχετικές με διασκέψεις συμφωνίες και ότι κάθε υπερβολική ισχύς στην αγορά μπορεί να ελεγχθεί με τις εξουσίες που το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βì, σημείο i, παρέχει στην Επιτροπή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν παρουσιάζει λογική συνοχή το να μπορεί η Επιτροπή να χαρακτηρίζει κατάχρηση την απλή διεύρυνση μιας υφισταμένης διασκέψεως με την προσθήκη νέων μελών, εφόσον ο ανταγωνισμός στην υπό εξέταση αγορά δεν έχει εξαλειφθεί. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή συγχέει την εξάλειψη του ανταγωνισμού με την εξάλειψη μιας πηγής δυνητικού ανταγωνισμού (Hanjin και Hyundai). Από τα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι, κατόπιν της προσχωρήσεως της Hanjin και της Hyundai, ο ανταγωνισμός στην αγορά εμπόδισε τη δυνατότητα της TACA να ασκεί οποιαδήποτε εξουσία στην αγορά.

    1006 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε άλλα δρομολόγια έχουν τη δυνατότητα να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο, πραγματοποιώντας οικονομίες κλίμακας. Τονίζει συναφώς ότι οι εταιρίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις επιχειρησιακές και διοικητικές υποδομές τους σε άλλα δρομολόγια, να εξαγοράσουν εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο διατλαντικό δρομολόγιο ή να συγχωνευθούν με αυτές και ότι η πλειονότητα των κύριων ναυτιλιακών εταιριών έχει δρομολογήσει διαδικασία διευρύνσεως του δικτύου της, προσθέτοντας δρομολόγια προς νότο στα κύρια προς δυσμάς δρομολόγιά τους.

    1007 Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, τα μέρη της TACA δεν είναι σε θέση να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό. Προς στήριξη της θέσεώς της αυτής αναφέρει ότι τα μερίδια αγοράς των εταιριών, τόσο αυτών που είναι μέλη όσο και αυτών που δεν είναι μέλη της TACA, στο επίμαχο δρομολόγιο υπέστησαν συνεχείς διακυμάνσεις μεταξύ 1996 και 1998 και ότι διάφορες ανεξάρτητες εταιρίες διείσδυσαν στην αγορά αυτή (οι Cosco, Yangming και K Line). Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης τον ανταγωνισμό που ασκούν οι λιμένες της Μεσογείου για τη μεταφορά εμπορευμάτων από ή προς την Ισπανία, την Ιταλία και την Κεντρική Γαλλία και άλλες περιοχές της Νότιας Ευρώπης (Ελβετία, Αυστρία, Δημοκρατία της Τσεχίας κ.λπ.). Ισχυρίζεται ότι, στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, η μακρότερη θαλάσσια μεταφορά αντισταθμίζεται από βραχύτερη χερσαία μεταφορά. Η προσφεύγουσα τονίζει επίσης τον ανταγωνισμό που ασκούν οι καναδικοί λιμένες. Αντίθετα προς όσα αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι ασύνηθες το να λαμβάνουν κάποιες επιχειρήσεις θέσεις σε μια αγορά κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα προϊόντα τους να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η προσφεύγουσα τονίζει επίσης ότι η διαδικασία που κίνησαν οι καναδικές αρχές σχετικά με την εξαγορά της Cast, η οποία διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ουδεμία ένδειξη συνιστά σχετικά με τον ανταγωνισμό που ασκούν οι CP Ships, Cast και OOCL στην αμερικανική αγορά. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η είσοδος στο διατλαντικό δρομολόγιο δεν απαιτεί κατ' ανάγκη πλοία 4 000 EVP, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 287, στον βαθμό που η διανυόμενη απόσταση στο δρομολόγιο αυτό είναι σχετικά βραχεία.

    1008 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1009 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή διαπίστωσε εσφαλμένα ότι τα μέλη της TACA εξάλειψαν τον δυνητικό ανταγωνισμό. Πρώτον, ισχυρίζονται ότι το κόστος εισόδου στο διατλαντικό δρομολόγιο δεν είναι τόσο υψηλό όσο διατείνεται η Επιτροπή. Δεύτερον, τονίζουν ότι διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες εισήλθαν πρόσφατα στο επίμαχο δρομολόγιο ως εταιρίες ανεξάρτητες από την TACA. Τρίτον, αμφισβητούν το ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούν εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά. Τέλος, τέταρτον, τονίζουν ότι αρκετές από αυτές αποσύρθηκαν από την TACA μετά το 1997. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες ανέφεραν ωστόσο, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του τελευταίου αυτού σημείου, ότι δεν ισχυρίζονταν ότι οι εν λόγω αποσύρσεις συνιστούσαν την απόδειξη της υπάρξεως σημαντικού δυνητικού ανταγωνισμού ασκουμένου στα μέρη της TACA, οπότε δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αιτίαση αυτή.

    1010 Πρέπει, εκ προοιμίου, να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο ασκούμενος στα μέρη της TACA δυνητικός ανταγωνισμός είχε εξαλειφθεί, αλλά μόνον ότι ήταν περιορισμένος. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 538 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη δεσπόζουσα θέση της TACA συνίσταται στις «περιορισμένες» δυνατότητες που έχουν οι πελάτες της να στρέφονται προς άλλους προμηθευτές, πράγμα το οποίο καθιστά την TACA αναπόφευκτο εμπορικό εταίρο, ακόμη και των δυσαρεστημένων πελατών της. Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει, όσον αφορά τον δυνητικό ανταγωνισμό, ότι οι φραγμοί στην είσοδο είναι σημαντικοί, αν ληφθούν υπόψη το υψηλό κόστος της εισόδου στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 545), η μειωμένη κινητικότητα των στόλων στο επίμαχο δρομολόγιο ─δηλαδή η περιορισμένη δυνατότητα που έχουν οι υφιστάμενοι ανταγωνιστές να αυξήσουν τη μεταφορική τους ικανότητα ή που έχουν οι δυνητικοί ανταγωνιστές να εισέλθουν στο δρομολόγιο (αιτιολογική σκέψη 546)─ και η εξειδίκευση των πλοίων (αιτιολογική σκέψη 547).

    1011 Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως από την πλήρη έλλειψη δυνητικού ανταγωνισμού, αλλά από τη χαμηλή έντασή του.

    1012 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την ανάλυση του δυνητικού ανταγωνισμού που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύουν, όχι μόνον ότι υφίσταται ένας τέτοιος δυνητικός ανταγωνισμός, αλλά ότι είναι και σημαντικός.

     i) Επί του κόστους της εισόδου στην αγορά

    1013 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 545 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι η επένδυση που είναι αναγκαία για την είσοδο στην αγορά μπορεί να κυμαίνεται από 400 εκατομμύρια USD μέχρι 2 δισεκατομμύρια USD. Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι απαιτείται επένδυση της τάξεως των 500 εκατομμυρίων USD για να μπορεί να διασφαλιστεί η εκτέλεση εβδομαδιαίου δρομολογίου με καθορισμένη ημέρα αναχώρησης, το οποίο να εξυπηρετεί τρεις ή τέσσερις λιμένες στη Βόρεια Ευρώπη και άλλους τόσους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, καθόσον για ένα τέτοιο δρομολόγιο απαιτούνται πέντε πλοία παραπλήσιας ταχύτητας και μεταφορικής ικανότητας, καθώς και απόθεμα εμπορευματοκιβωτίων με χωρητικότητα τριπλάσια της μεταφορικής ικανότητας του συνόλου των πλοίων.

    1014 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις περιεχόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώσεις αυτές.

    1015 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, το επιχείρημα ότι η έκθεση Dynamar θεωρεί ότι η αρχική επένδυση για τη δημιουργία επιχειρησιακής υπηρεσίας από πλοιοκτήτη ανέρχεται σε περίπου 355 εκατομμύρια USD, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ένα τέτοιο ποσό, μολονότι είναι μικρότερο από τις εκτιμήσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, παραμένει παρ' όλ' αυτά σημαντικό. Περαιτέρω, η Επιτροπή ανέφερε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην έκθεση Dynamar δεν ελάμβαναν υπόψη τις μη ανακτήσιμες επενδύσεις που πραγματοποιούνται μόνο μετά το δεύτερο έτος.

    1016 Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98, πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή ουδόλως υποστηρίζει ότι η είσοδος στο διατλαντικό δρομολόγιο απαιτεί πλοία 4 000 EVP. Στην αιτιολογική σκέψη 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίζεται συγκεκριμένα στο να αναφέρει ότι «η εξοικονόμηση κόστους ανά θέση εμπορευματοκιβωτίου είναι 30 έως 40 % για πλοία 4 000 [EVP] σε σχέση με τα πλοία 2 500 [EVP]».

    1017 Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις λοιπές εκτιμήσεις, οι οποίες είναι όλες κάτω των 355 εκατομμυρίων USD και τις οποίες προέβαλαν οι προσφεύγουσες με βάση την ίδια έκθεση Dynamar, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν τη δημιουργία εξειδικευμένων υπηρεσιών με βάση συμφωνίες μισθώσεως πλοίων. Για να εκτιμηθεί όμως το πόσο σημαντικοί είναι οι φραγμοί για την είσοδο στην υπό εξέταση αγορά, πρέπει να καθοριστεί το κόστος που είναι αναγκαίο για τη δημιουργία υπηρεσίας επιπέδου συγκρίσιμου με εκείνο των μερών της TACA. Συγκεκριμένα, μόνο σε μια τέτοια περίπτωση ένας νέος επιχειρηματίας εισερχόμενος στην αγορά θα είναι, ενδεχομένως, σε θέση να ασκήσει σημαντικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA. Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι τα μέρη της TACA δεν περιορίζονται στην άσκηση εξειδικευμένων δραστηριοτήτων, αλλ' ότι δραστηριοποιούνται συνολικά στο σύνολο του επίμαχου δρομολογίου, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες είναι αλυσιτελή. Περαιτέρω, ναι μεν είναι γεγονός, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, ότι ορισμένα μέρη της TACA ασκούν τις αφορώσες τη θαλάσσια μεταφορά δραστηριότητές τους στο επίμαχο δρομολόγιο μέσω μισθώσεως χώρων σε πλοία που ανήκουν σε άλλα μέρη της TACA, πλην όμως πρέπει να τονιστεί ότι οι ανεξάρτητες νεοεισερχόμενες εταιρίες που δεν επιθυμούν να προσχωρήσουν στην TACA δεν μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής στον ίδιο βαθμό με αυτό των μερών της TACA, καθόσον ο εξωτερικός ανταγωνισμός που ασκείται στην TACA είναι περιορισμένος. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες ανέφεραν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί το κόστος της εισόδου στην αγορά μέσω μισθώσεως χώρων, καθόσον το κόστος αυτό είναι συνάρτηση των όρων για τους οποίους έχει υπάρξει διαπραγμάτευση με τον εκναυλωτή.

    1018 Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα ότι μια νεοεισερχόμενη επιχείρηση θα μπορούσε να μειώσει τις αναγκαίες επενδύσεις χρησιμοποιώντας πλοία που ήσαν ενεργά σε άλλα δρομολόγια, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η κινητικότητα των στόλων, την οποία αναγνωρίζει ο κανονισμός 4056/86, ήταν περιορισμένη στο επίμαχο δρομολόγιο. Πρώτον, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα χαρακτηριστικά του διατλαντικού δρομολογίου περιόριζαν ουσιωδώς την πιθανότητα ύπαρξης δυνητικού ανταγωνισμού, τονίζοντας συναφώς ότι στο δρομολόγιο αυτό διακινούνταν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και απαιτούνταν τακτικές υπηρεσίες και μεγάλη μεταφορική ικανότητα, πράγμα το οποίο συνεπαγόταν την ανάγκη για μεγάλο αριθμό σύγχρονων και μεγάλου μεγέθους πλοίων που να εκτελούν εβδομαδιαία δρομολόγια, εξυπηρετώντας επαρκή αριθμό λιμένων. Δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλες σχεδόν οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρίες εκτελούσαν ήδη διατλαντικά δρομολόγια. Τρίτον, τόνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 291 έως 298, ότι, μεταξύ 1993 και 1995, κάθε σημαντικός δυνητικός ανταγωνιστής είχε εισέλθει στο δρομολόγιο αυτό προσχωρώντας στην TACA. Τέταρτον, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 299, ότι το κόστος αποχώρησης από το διατλαντικό δρομολόγιο, με τη συνακόλουθη ζημία της φήμης και της ανταγωνιστικής θέσεως της επιχειρήσεως σε άλλα δρομολόγια, καθώς και τις δυσμενείς προοπτικές επανόδου στο δρομολόγιο, περιόριζαν τα κίνητρα για την είσοδο στο δρομολόγιο αυτό. Τέλος, πέμπτον, παρατήρησε, στην αιτιολογική σκέψη 547, ότι ήταν απαραίτητη η χρησιμοποίηση πλοίων που να πληρούν υψηλές σχετικά προδιαγραφές και να είναι εξειδικευμένα στη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων.

    1019 Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφσιβήτησαν καμία από τις εκτιμήσεις αυτές που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο το ότι η κινητικότητα των στόλων είναι περιορισμένη στο επίμαχο δρομολόγιο.

    1020 Κατά συνέπεια, το επιχείρημα ότι μια νεοεισερχόμενη επιχείρηση θα μπορούσε να μειώσει το κόστος εισόδου στην αγορά χρησιμοποιώντας πλοία τα οποία είναι ενεργά σε άλλα δρομολόγια πρέπει να απορριφθεί.

    1021 Για τους λόγους αυτούς, το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών που αφορούν το κόστος εισόδου στην αγορά πρέπει να απορριφθεί.

     ii) Επί των προσφάτων εισόδων στην υπό εξέταση αγορά, που πραγματοποιήθηκαν εκτός της TACA

    1022 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες εισήλθαν στο διατλαντικό δρομολόγιο, μεταξύ 1997 και 1998, χωρίς να προσχωρήσουν στην TACA.

    1023 Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι οι K Line, Yangming και Cosco εισήλθαν στο επίμαχο δρομολόγιο στις 16 Φεβρουαρίου 1997 στο πλαίσιο κοινοπρακτικών συμφωνιών. Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι η APL και η Mitsui εισήλθαν στο εν λόγω δρομολόγιο τον Μάρτιο του 1998 βάσει συμφωνιών ναυλώσεως χώρων σε πλοία της Lykes, ενώ από τις 2 Δεκεμβρίου 1997 η Compagnie Général Maritime δημιούργησε στο δρομολόγιο μια νέα υπηρεσία από τη Φιλαδέλφεια.

    1024 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι είσοδοι αυτές στην αγορά αντικρούουν ευθέως τη διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων ─ήτοι κατά την περίοδο κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι τα μέρη της TACA κατείχαν δεσπόζουσα θέση στην υπό εξέταση αγορά─ σύμφωνα με την οποία, λαμβανομένων υπόψη των δεσμών που υφίστανται μεταξύ των μερών της TACA σε άλλα δρομολόγια, είναι πιθανό ότι, αν οι ναυτιλιακές αυτές εταιρίες εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο, θα το πράξουν καθιστάμενες μέλη της TACA.

    1025 Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι όλες αυτές οι είσοδοι είναι μεταγενέστερες της περιόδου την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ασκεί επιρροή. Ο δυνητικός ανταγωνισμός δεν μπορεί να συγχέεται με τον αποτελεσματικό εξωτερικό ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, ο δυνητικός ανταγωνισμός αναφέρεται συγκεκριμένα σε μια ανταγωνιστική πίεση η οποία δεν εμφανίστηκε κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, αλλά η εμφάνισή της βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα μπορεί, με βάση συγκεκριμένες και συγκλίνουσες ενδείξεις, να προβλεφθεί με ορισμένο βαθμό βεβαιότητας κατά τον χρόνο των ίδιων αυτών πραγματικών περιστατικών. Κατά τη διοικητική διαδικασία όμως, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν διάφορα άρθρα από τον εξειδικευμένο Τύπο τα οποία έκαναν λόγο για την πρόθεση της APL και της Cosco να διεισδύσουν βραχυπρόθεσμα στην αγορά.

    1026 Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες, παρά τους δεσμούς τους με τα μέρη της TACA σε άλλα δρομολόγια, εισήλθαν στο διατλαντικό δρομολόγιο χωρίς να προσχωρήσουν στην TACA μεταξύ 1997 και 1998 δεν αποδεικνύει κατ' ανάγκη ότι οι εταιρίες αυτές αντιπροσώπευαν, κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, σημαντικό δυνητικό ανταγωνισμό.

    1027 Συναφώς όμως πρέπει να τονιστεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 264, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι, βάσει της μεταφορικής ικανότητας που υπήρχε στο δρομολόγιο στα μέσα του 1995, η νέα μεταφορική ικανότητα που αντιπροσώπευε η κοινοπραξία Cosco-K Line-Yangming θα εξασφάλιζε στην Cosco μερίδιο αγοράς ύψους 2,8 % για τα προς ανατολάς και 2,7 % για τα προς δυσμάς απευθείας δρομολόγια και, αντιστοίχως, 2,3 και 2,2 % αν συμπεριλαμβανόταν το δρομολόγιο μέσω του Καναδά, οι δε άλλες ναυτιλιακές εταιρίες θα κατείχαν το ήμισυ ακριβώς των μεριδίων αυτών. Όσον αφορά την είσοδο της Mitsui και της APL, η Επιτροπή τονίζει, στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς ομοίως να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι οι δύο νέες αυτές επιχειρήσεις εισήλθαν στο διατλαντικό δρομολόγιο χωρίς να προσθέσουν νέα μεταφορική ικανότητα.

    1028 Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι οι ανεξάρτητοι ανταγωνιστές ήταν πιθανότερο να ακολουθήσουν την «ηγετική θέση» της TACA όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών. Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98, με τα δικόγραφά της, τόνισε εξάλλου και η ίδια ότι η εν λόγω τάση να ακολουθούν οι εταιρίες τις τιμές που καθόριζε η TACA συνιστούσε μία από τις πτυχές της σταθερότητας την οποία αναγνωρίζει ο κανονισμός 4056/86 και στην οποία συμβάλλουν οι ναυτιλιακές διασκέψεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

    1029 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι K Line, Yangming, Cosco, APL και Mitsui δεν μπορούσαν να αποτελούν πηγή σημαντικού δυνητικού ανταγωνισμού στα μέρη της TACA.

    1030 Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

     iii) Επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    1031 Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούν εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά. Ισχυρίζονται ότι η πλειονότητα των φορτωτών δεν καλύπτει το σύνολο των αναγκών τους με μία και μόνη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Έτσι, τονίζουν ότι οι φορτωτές υπερβαίνουν συχνά κατά πλέον του 60 % τις δεσμεύσεις περί κατωτάτων ποσοτήτων που προβλέπουν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι φορτωτές διατηρούν τη δυνατότητα να μεταφέρουν το φορτίο τους με άλλους φορτωτές με ανταγωνιστικούς ναύλους.

    1032 Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών, είτε μεμονωμένη είτε κοινή, αποτελεί σύμβαση με την οποία, αφενός, ένας φορτωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει προς μεταφορά μια κατώτατη ποσότητα φορτίου στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου και, αφετέρου, η διάσκεψη ή ο μεταφορέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εφαρμόσει ορισμένο ναύλο καθώς και να παράσχει ορισμένο επίπεδο υπηρεσιών. Η Επιτροπή διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορτωτές επιδίωκαν, κατ' αρχήν, τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών για τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο που προέβλεπαν ότι θα χρειαστούν, καθόσον κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να επιτύχουν μεγαλύτερη έκπτωση επί των ναύλων του τιμολογίου. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή φρονεί, στην αιτιολογική σκέψη 540 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορτωτές που χρειάζονται υπηρεσίες τακτικής θαλάσσιας μεταφοράς για περίοδο ενός έτους ή μεγαλύτερη δεν είναι πιθανό να αναθέσουν τη μεταφορά ενός μέρους των εμπορευμάτων τους σε άλλους μικρότερους μεταφορείς, καθόσον τούτο θα μείωνε την κατώτατη ποσότητα που δεσμεύονται να παράσχουν προς μεταφορά στο πλαίσιο της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών με τη διάσκεψη και συνεπώς την έκπτωση που τους παρέχεται.

    1033 Τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, όχι μόνο δεν αναιρούν τις διαπιστώσεις αυτές, αλλά τις επιβεβαιώνουν απολύτως. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, κατά τα τρία έτη που καλύπτονται από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι όγκοι φορτίου που αποτελούσαν αντικείμενο κατωτάτης δεσμεύσεως βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών αντιπροσώπευαν, αντιστοίχως, το 59,2 (1994), το 60,6 (1995) και το 61,2 % (1996) του συνολικού φορτίου που μετέφεραν οι φορτωτές τους οποίους αναφέρουν οι προσφεύγουσες. Ακόμη όμως και αν τα στοιχεία αυτά δεν αφορούν όλους τους φορτωτές και δεν φαίνονται να περιορίζονται στην υπό εξέταση αγορά, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες τα παρουσιάζουν ως αντιπροσωπευτικά της συμπεριφοράς του συνόλου των φορτωτών, μπορεί από αυτά να συναχθεί ότι το 60 % περίπου του φορτίου που μεταφέρθηκε στην υπό εξέταση αγορά καλυπτόταν από υποχρέωση μεταφοράς κατωτάτων ποσοτήτων έναντι κάποιου μεταφορέα στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Δεδομένου ότι τα μέρη της TACA κατείχαν μερίδια αγοράς 60 % περίπου στο επίμαχο δρομολόγιο κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, μπορεί κατά συνέπεια να συναχθεί εντεύθεν ότι 36 % περίπου του φορτίου αυτού συνδεόταν με τα μέρη της TACA.

    1034 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα τέτοιο όριο εξαρτήσεως μπορεί να περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην υπό εξέταση αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, Τ-9/93, Schöller κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1611, σκέψη 81). Βεβαίως, δεδομένου ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν επιβάλλουν, από νομική άποψη, υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς, ο φορτωτής έχει κατ' αρχήν το δικαίωμα να μεταφέρει τις ποσότητες που καλύπτονται από μια τέτοια σύμβαση με άλλο μεταφορέα. Ωστόσο, στον βαθμό που για την τήρηση της υποχρεώσεως μεταφοράς κατωτάτων ποσοτήτων προβλέπειται κύρωση συνιστάμενη στην καταβολή σημαντικών κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μπορούν προδήλως να παρακινήσουν τους φορτωτές να μεταφέρουν κατά προτεραιότητα τις σχετικές ποσότητες με τον μεταφορέα με τον οποίο έχουν συνδεθεί συμβατικώς.

    1035 Για τους λόγους αυτούς, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούσαν σημαντικό φραγμό για την είσοδο στην αγορά των δυνητικών ανταγωνιστών.

    1036 Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

     iv) Συμπέρασμα επί του δυνητικού ανταγωνισμού

    1037 Από το σύνολο των σκέψεων αυτών προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν τον δυνητικό ανταγωνισμό πρέπει να απορριφθούν.

     4. Επί του εσωτερικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο της TACA


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1038 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της TACA κατά το στάδιο της αναλύσεως της συλλογικής ισχύος τους στην υπό εξέταση αγορά.

    1039 Κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι οικείες επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικής εκτιμήσεως, οι αποδείξεις περί εσωτερικού ανταγωνισμού μέσω των τιμών ή άλλου εσωτερικού ανταγωνισμού είναι λυσιτελής για να καθοριστεί η συλλογική ικανότητά τους να ενεργούν ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές (τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς), τους πελάτες και τους καταναλωτές. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο εσωτερικός ανταγωνισμός περιορίζει τη δυνατότητα συλλογικής δράσεως των οικείων επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ο εσωτερικός ανταγωνισμός μέσω των τιμών εμποδίζει τις οικείες επιχειρήσεις να καθορίζουν συλλογικά τις τιμές σε υπερβολικό επίπεδο. Η Επιτροπή όμως δέχθηκε ότι ο συλλογικός χαρακτήρας της δεσπόζουσας θέσεως των μελών της TACA δεν αποκλείει τη δυνατότητα ατομικών αποκλίσεων σε σχέση με την κοινή εμπορική στρατηγική. Πρέπει συνεπώς να ληφθούν υπόψη οι αποκλίσεις αυτές για να εκτιμηθεί αν οι οικείες επιχειρήσεις κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν συναφώς στα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν ανωτέρω κατά το στάδιο της εξετάσεως του συλλογικού χαρακτήρα της δεσπόζουσας θέσεως.

    1040 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1041 Πρέπει να υπομνηστεί ότι διαπιστώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 735 ότι ο βαθμός εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της TACA δεν καθιστούσε δυνατό τον αποκλεισμό της συλλογικής εκτιμήσεως της θέσεως που κατέχουν τα εν λόγω μέρη στην υπό εξέταση αγορά. Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ωστόσο ότι ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των μερών της TACA ήταν επαρκής για να τεθεί εν αμφιβόλω η δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά αυτή.

    1042 Συναφώς, αρκεί να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία (απόφαση Hoffmann-La Roche, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 38), το ζήτημα αν τα μέρη της TACA κατέχουν συλλογικά δεσπόζουσα θέση στο διατλαντικό δρομολόγιο εξαρτάται αποκλειστικά από την ικανότητα των εν λόγω μερών να συμπεριφέρονται ανεξάρτητα σε σχέση με τις εξωτερικές ανταγωνιστικές πιέσεις που προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τη δραστηριότητα των εκτός διασκέψεως ανταγωνιστών τους και των φορτωτών. Επομένως, ναι μεν ο βαθμός του εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει στον αποκλεισμό της συλλογικής εκτιμήσεως της θέσεώς τους στην υπό εξέταση αγορά (απόφαση Kali und Salz, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 233), πλην όμως δεν ασκεί καμία επιρροή για να καθοριστεί αν η συλλογική αυτή θέση είναι δεσπόζουσα.

    1043 Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, ότι ο εσωτερικός ανταγωνισμός που ασκείται μεταξύ επιχειρήσεων των οποίων η θέση αποτελεί αντικείμενο συλλογικής εκτιμήσεως μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του μεγέθους των αυξήσεων των τιμών που αποφασίζουν οι επιχειρήσεις αυτές. Ωστόσο, αν οι αυξήσεις αυτές των τιμών αποφασίζονται από τις εν λόγω επιχειρήσεις με απόλυτη ανεξαρτησία χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η εξωτερική ανταγωνιστική πίεση, πρέπει να θεωρηθούν οι αυξήσεις αυτές ως προερχόμενες από επιχειρήσεις κατέχουσες ομού δεσπόζουσα θέση. Το πολύ, αν ο εν λόγω εσωτερικός ανταγωνισμός είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του μεγέθους των αυξήσεων αυτών των τιμών, θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει από αυτό ότι οι έτσι καθοριζόμενε τιμές δεν φθάνουν ένα υπερβολικό επίπεδο και δεν έχουν συνεπώς καταχρηστικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Η θέση των προσφευγουσών καταλήγει έτσι στο να συγχέει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως με την καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως αυτής.

    1044 Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της TACA πρέπει να απορριφθούν.

     5. Επί της εξελίξεως των ναύλων στο επίμαχο δρομολόγιο


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1045 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη των ναύλων στο διατλαντικό δρομολόγιο είναι ασύμβατη με τη διαπίστωση περί δεσπόζουσας θέσεως.

    1046 Πρώτον, οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι αν δεν είχαν αντιμετωπίσει τον εξωτερικό ανταγωνισμό, δεν θα είχαν παρακινηθεί να μεταφέρουν φορτίο όχι με εφαρμογή των «συνήθων ναύλων» της διασκέψεως, αλλά στο πλαίσιο TVR ή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν όμως ότι ο όγκος και το ποσοστό του φορτίου που μετέφερε η TACA με εφαρμογή των «συνήθων ναύλων» μειώθηκε κατά τρόπο συνεχή μεταξύ 1994 και 1997. Αντιστρόφως, ο όγκος και το ποσοστό του φορτίου που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο TVR και στο πλαίσιο όλων των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (ήτοι των συμβάσεων της διασκέψεως, των μεμονωμένων συμβάσεων και των κοινών συμβάσεων) αυξήθηκε κατά την περίοδο αυτή. Οι προσφεύγουσες τονίζουν επιπλέον ότι ο όγκος και το ποσοστό του φορτίου που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως μειώθηκε το 1996 και το 1997 σε σχέση με το 1994, ενώ ο όγκος του φορτίου που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο μεμονωμένων και κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αυξήθηκε. Οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι οι ναύλοι των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αντιπροσώπευαν, το 1996 και το 1997, σημαντικότερη μείωση των «συνήθων ναύλων» της διασκέψεως απ' ό,τι το 1994. Εντεύθεν συνάγουν ότι από τούτο αποδεικνύεται ότι οι ναύλοι των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως μειώθηκαν κατά την περίοδο 1994 και 1997.

    1047 Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η Επιτροπή περιορίζεται στο να ισχυριστεί ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και οι TVR δεν αποτελούν, αυτοί καθεαυτούς, αποδείξεις περί υπάρξεως εξωτερικού ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν εξηγεί ωστόσο γιατί ο όγκος και το ποσοστό του φορτίου που μεταφέρθηκε με εφαρμογή των «συνήθων ναύλων» μειώθηκε και γιατί ο όγκος και το ποσοστό του φορτίου που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο των TVRIA και των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αυξήθηκε κατά την επίμαχη περίοδο.

    1048 Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν ότι η Επιτροπή περιορίζεται, με το υπόμνημα αντικρούσεως, στο να επικρίνει την έκθεση Mercer, καθόσον στην έκθεση αυτή συμπεραίνεται ότι οι μειώσεις των ναύλων μπορούν, σε μια ανταγωνιστική αγορά θαλάσσιων μεταφορών, να εμφανιστούν πριν από τις πραγματικές μειώσεις του κόστους. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ωστόσο ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί την ύπαρξη εκ των προτέρων μειώσεων των ναύλων, αλλά ότι απορρίπτει ωστόσο το συμπέρασμα που επιβάλλεται, ήτοι ότι υφίσταται έντονος ανταγωνισμός μέσω των τιμών στην αγορά. Η απόρριψη του συμπεράσματος αυτού στηρίζεται σε μια απολύτως αβάσιμη υπόθεση, ήτοι στο ότι οι ναύλοι των προσφευγουσών ήσαν υπερβολικοί.

    1049 Όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, το πρώτο εξάμηνο του 1995, στο 40 % του συνόλου του φορτίου της TACA εφαρμόστηκε το τιμολόγιο, η Επιτροπή δεν διακρίνει μεταξύ των «ναύλων ανά κατηγορία» της διασκέψεως και των λοιπών ναύλων που εμφανίζονται στο τιμολόγιο, ήτοι των TVR και των ανεξάρτητων ενεργειών.

    1050 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι από την εξέλιξη των ναύλων του 75 % των συμβάσεών τους παροχής υπηρεσιών προκύπτει ότι, κατά την περίοδο μεταξύ 1993 και 1998, οι ναύλοι στο προς δυσμάς δρομολόγιο, σε ευρωπαϊκά νομίσματα, μειώθηκαν κατά μέσο όρο κατά πλέον του 15 % (συνυπολογιζομένου του πληθωρισμού).

    1051 Όσον αφορά τη μέθοδο που υιοθέτησαν, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, αντίθετα προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, η ανάλυσή τους δεν εκφράζει τα αποτελέσματά της μόνο σε εθνικά νομίσματα, αλλά και σε USD. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι στα πορίσματα της αναλύσεως αυτής ελήφθη υπόψη η δέσμευση για μεταφορά κατωτάτων ποσοτήτων που περιλαμβάνεται σε κάθε σύμβαση για να αντικατροπτριστεί η σχετική σημασία κάθε συμβάσεως παροχής υπηρεσιών στη συνολική εκτίμηση. Αντίθετα προς τις επικρίσεις της Επιτροπής, η συνεκτίμηση αυτή ουδόλως αποκρύβει τα αποτελέσματα που παράγει η ισχύς τους στην αγορά σε σχέση με τους μικρούς φορτωτές. Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ορθώς προσάρμοσαν τα σχετικά με τους ναύλους στοιχεία προκειμένου να συνυπολογιστεί το γενικό επίπεδο της υπερτιμήσεως και της υποτιμήσεως των σχετικών νομισμάτων στο οποίο υπόκεινταν τόσο οι ίδιες όσο και οι φορτωτές κατά την επίμαχη περίοδο.

    1052 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η πτωτική τάση που διαπιστώθηκε στην ανάλυσή τους επιβεβαιώνει την πίεση επί των ναύλων που παρουσιάστηκε κατά την περίοδο 1983-1993 σε σχέση με την οποία η εταιρία Drewry Shipping Consultants (Global Container Markets, Prospects and Profitability in a High Growth Era, Λονδίνο, 1996) διαπίστωσε ότι οι διατλαντικοί ναύλοι είχαν υποστεί πραγματική μείωση.

    1053 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 324 και πίνακας 11), συμπεραίνει, βάσει της αναλύσεώς της που αφορά την εξέλιξη των ναύλων, ότι, σε μια περίοδο πέντε ετών (1993-1997), οι ναύλοι των θαλάσσιων μεταφορών αυξήθηκαν κατά 8 %, ενώ τα κόμιστρα των χερσαίων μεταφορών στην Κοινότητα μειώθηκαν κατά 4 %. Η Επιτροπή δεν παρέχει ωστόσο καμία εξήγηση για τη διάσταση που προκύπτει μεταξύ του συμπεράσματος αυτού και του ισχυρισμού των κατεγγελλόντων (της ESC), η οποία παρατίθεται στα σημεία 118 και 119 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν το 1995 συνεπάγονται μια συνολική αύξηση σε περίοδο τριών ετών άνω του 80 %. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες τονίζουν την αντίφαση μεταξύ, αφενός, των συμπερασμάτων της αιτιολογικής σκέψεως 324 και του πίνακα 11 και, αφετέρου, τον ισχυρισμό που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 325 και 328, όπου γίνεται λόγος για «μεγάλη κυριαρχία» και για «σημαντικές αυξήσεις των τιμών τόσο στα θαλάσσια όσο και στα χερσαία δρομολόγια».

    1054 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή, στο υπόμνημα αντικρούσεως, διερωτάται πλέον αν οι συγκρίσεις των τιμών είναι πραγματικά χρήσιμες, όσον αφορά μονοπωλιακές επιχειρήσεις, εκτός αν αποδεικνύεται ότι, σε μια ανταγωνιστική αγορά, οι ναύλοι θα ήσαν χαμηλότεροι από τους ναύλους των οικείων επιχειρήσεων. Οι προσφεύγουσες σημειώνουν ωστόσο ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, αφενός, στηρίζεται σε μια ανάλυση της εξελίξεως των ναύλων για να διευκρινίσει την διαπίστωσή της περί της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως και, αφετέρου, δεν αποδεικνύει ότι, σε μια ανταγωνιστική αγορά, οι τιμές θα ήσαν χαμηλότερες.

    1055 Οι προσφεύγουσες φρονούν, επιπλέον, ότι η ανάλυση των τιμών που πραγματοποιείται στις αιτιολογικές σκέψει 320 έως 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη για πολλούς λόγους μεθοδολογία. Πρώτον, το χρησιμοποιηθέν δείγμα συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είναι υπερβολικά περιορισμένο: οι εξετασθείσες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αφορούν δέκα φορτωτές επί συνόλου πεντακοσίων και ο μεγαλύτερος αριθμός φορτωτών που εξετάζονται για μια συγκεκριμένη περίοδο ανέρχεται σε οκτώ. Η Επιτροπή δεν εξηγεί επιπλέον τα στοιχεία βάσει των οποίων επέλεξε αυτούς τους δέκα φορτωτές σε σχέση με κάθε άλλο φορτωτή ο οποίος θα μπορούσε να ικανοποιεί τα κριτήρια επιλογής της Επιτροπής. Δεύτερον, ο όγκος φορτίου που μεταφέρθηκε στο πλαίσιο των αναλυθεισών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αντιπροσωπεύει σχετικά μικρό τμήμα του συνολικού φορτίου που μετέφεραν οι προσφεύγουσες (ο όγκος φορτίου των δέκα επιλεγέντων φορτωτών αντιπροσωπεύει το 6,4 % του συνόλου του φορτίου που μετέφεραν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1993, το 5,1 % το 1994 και το 7 % το 1994). Τρίτον, ουδόλως σταθμίστηκαν τα ποσοστά αυξήσεως για να ληφθεί υπόψη η σχετική σημασία (όσον αφορά τον όγκο) των εξετασθεισών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Τέταρτον, η επιλογή του 1992 ως έτους αναφοράς είναι υποκειμενική, καθόσον πρόκειται για έτος κατά το οποίο οι ναύλοι στο διατλαντικό δρομολόγιο μειώθηκαν σημαντικότατα. Πέμπτον, η ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη τις επιβαρύνσεις που συνοδεύουν το φορτίο.

    1056 Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η μελέτη της Επιτροπής, ακόμη και αν ήταν αξιόπιστη, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως. Τονίζουν ότι, για παράδειγμα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά την περίοδο μεταξύ 1993 και 1997 οι υπερωκεάνιοι ναύλοι αυξήθηκαν κατά 8 % (πίνακας 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι τα χερσαία κόμιστρα μειώθηκαν κατά 4 %. Οι εξελίξεις αυτές δεν λαμβάνουν ωστόσο υπόψη τον πληθωρισμό.

    1057 Όσον αφορά την ανάλυση της εξελίξεως των ναύλων την οποία πραγματοποιεί η Επιτροπή με βάση τα στοιχεία που παρέσχον οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της μελέτης τους 75 συμβάσεων παροχής υπηρεσιών των μελών της TACA, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι και η ανάλυση αυτή είναι εσφαλμένη, καθόσον τα στοιχεία δεν προσαρμόστηκαν για να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, δεν σταθμίστηκαν με βάση τον όγκο και αποκλείουν τις επιβαρύνσεις και τις πρόσθετες επιβαρύνσεις χειρισμού σε τερματικούς σταθμούς. Επιπλέον, αντίθετα προς τη μέθοδο που προτίθεται να ακολουθήσει, η Επιτροπή παραλείπει φορτωτές οι οποίοι είχαν ωστόσο συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών το 1993 και συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή TVR το 1996.

    1058 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι δεν αποκάλυψε την αριθμητική μέθοδο και τα βασικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογιστούν, στις αιτιολογικές σκέψεις 320 έως 328, οι αυξήσεις των ναύλων των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (το παράρτημα VI της αποφάσεως απλώς επαναλαμβάνει το αποτέλεσμα των υπολογισμών αυτών). Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι στήριξε την ανάλυσή της, στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις διακυμάνσεις των τιμών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ΤΑΑ/TACA, σε ελάχιστο τμήμα του συνόλου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, χωρίς να λάβει υπόψη τον πληθωρισμό.

    1059 Στην υπόθεση Τ-213/98, η προσφεύγουσα προβάλλει επιπλέον διάφορους λόγους ακυρώσεως αντλούμενους από εσφαλμένη εκτίμηση ή/και αιτιολογία.

    1060 Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διατήρηση διαφορετικών τιμών ανάλογα με την αξία των προϊόντων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από την Επιτροπή για να επιβεβαιωθεί το τεκμήριο περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (αιτιολογική σκέψη 534 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στον βαθμό που η διαφοροποίηση των τιμών με βάση την αξία των εμπορευμάτων συνιστά συνήθη πρακτική στον ναυτιλιακό τομέα η οποία επιβάλλεται ρητώς από τον κώδικα Cnuced (άρθρο 12, στοιχείο b). Ομοίως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, σε αγορές όπου δεν υπάρχει σημαντική συγκέντρωση, οι τιμές των μεταφορών καθορίζονται «βάσει του πραγματικού κόστους σύμφωνα με τις δυνάμεις της αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 535) είναι εσφαλμένος, στον βαθμό που μπορούν να δικαιολογηθούν διαφορετικές τιμές ανάλογα με την «ικανότητα πληρωμής» των πελατών, όπως τούτο συμβαίνει συχνά στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απουσία σχέσεως μεταξύ διαφοροποιημένων τιμών και κτήσεως δεσπόζουσας θέσεως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι εταιρίες προσφέρουν, σε όλα τα δρομολόγια, τιμές που ποικίλλουν ανάλογα με την αξία των εμπορευμάτων.

    1061 Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο συντελεστής προσαρμογής νομισμάτων (στο εξής: CAF) που καθόρισε η TACA συνεπάγεται διακρίσεις ανάλογα με τον λιμένα προορισμού ή επιβιβάσεως (αιτιολογική σκέψη 536 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα τονίζει κατ' αρχάς ότι η συλλογιστική της Επιτροπής είναι συγκεχυμένη και αντιφατική, καθόσον αφού ανέφερε ότι οι διαφορές του CAF δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από οικονομική άποψη, η Επιτροπή αναφέρει ωστόσο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πραγματεύεται το ερώτημα κατά πόσον η συμφωνία των μερών της TACA σχετικά με τον CAF πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 4056/86, το οποίο αφορά ακριβώς το ζήτημα της δικαιολογήσεως από οικονομική άποψη διαφορετικών CAF. Η προσφεύγουσα προσάπτει επιπλέον στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους μια δυσμενής μεταχείριση που φέρεται να διαπράχθηκε το 1997 είναι λυσιτελής για να εκτιμηθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως μεταξύ 1994 και 1996.

    1062 Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η TACA κατέχει «ηγετική θέση» στον τομέα των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 541 και 542 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι οι εταιρίες που δεν είναι μέλη διασκέψεως τείνουν να ακολουθήσουν τη διάσκεψη χρησιμοποιώντας το ενιαίο τιμολόγιο ως «σημείο αναφοράς στην αγορά» συνιστά μία από τις πτυχές της σταθερότητας στην οποία συμβάλλουν οι διασκέψεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η συμφωνία TACA είναι «μία από τις πιο περιοριστικές συμφωνίες» ή ότι η TACA έχει αποκτήσει «τη φήμη του φορέα που καθορίζει τη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά» δεν μπορεί να θεωρηθεί λυσιτελές για να καθοριστεί αν η TACA κατέχει δεσπόζουσα θέση. Το αυτό ισχύει, κατά την προσφεύγουσα, όσον αφορά τον ισχυρισμό, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 548, ότι λόγω της ηγετικής αυτής θέσεως είναι απίθανο το ενδεχόμενο να διακινδυνεύσει οποιοσδήποτε ανταγωνιστής να αποσταθεροποιήσει την αγορά μέσω του επιθετικού ανταγωνισμού κατά της TACA σε επίπεδο τιμών.

    1063 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως δεν είναι βάσιμοι.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1064 Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η εξέλιξη των ναύλων στο διατλαντικό δρομολόγιο είναι ασύμβατη με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως. Συναφώς, τονίζουν, αφενός, ότι η ποσότητα των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν με τους συνήθεις ναύλους που προβλέπει το τιμολόγιο μειώθηκε σταθερά υπέρ των TVR και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και, αφετέρου, ότι οι ναύλοι τους οποίους εφάρμοζε η TACA μειώθηκαν κατά την επίμαχη περίοδο.

     i) Επί του ποσοστού των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν με τους συνήθεις ναύλους σε σχέση με τα εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν στο πλαίσιο των TVR και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    1065 Δεν αμφισβητείται ότι, κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, το 60 % περίπου των εμπορευμάτων που μετέφερε η TACA διακινήθηκε στο πλαίσιο TVR και συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Η Επιτροπή, με τα δικόγραφά της που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, αναγνώρισε και η ίδια ότι πρόκειται για «σημαντικό» τμήμα. Δεν αμφισβητείται όμως ότι οι TVR και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών παρέχουν τη δυνατότητα στα μέλη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως να χορηγούν στους πελάτες τους μειώσεις τιμών σε σχέση με τους συνήθεις ναύλους που προβλέπει το τιμολόγιο. Όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 457 και 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ οι TVR οδηγούν στη χορήγηση εκπτώσεως σε όλους τους φορτωτές σε κοινή και ενιαία βάση σε συνάρτηση με τους μεταφερόμενους όγκους και ποσότητες, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μπορούν να οδηγήσουν στη χορήγηση μιας τέτοιας εκπτώσεως σε ατομική βάση και σε συνάρτηση με τους όρους που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ της διασκέψεως και του οικείου φορτωτή.

    1066 Μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι, κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, για περισσότερα από τα μισά εμπορεύματα τα οποία μετέφεραν τα μέρη της TACA εφαρμόστηκαν μειωμένοι ναύλοι σε σχέση με τους υψηλότερους ναύλους του τιμολογίου της TACA.

    1067 Ωστόσο, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, το γεγονός αυτό ουδόλως αποδεικνύει, αυτό καθεαυτό, ότι τα μέρη της TACA δεν κατείχαν δεσπόζουσα θέση κατά την επίμαχη περίοδο. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι μια επιχείρηση χορηγεί εκπτώσεις στους πελάτες της δεν συνιστά σε καμία περίπτωση ένδειξη περί του ότι η επιχείρηση αυτή δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά. Όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, συμβαίνει συχνά μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση σε μια συγκεκριμένη αγορά να χορηγεί εκπτώσεις στους πελάτες της, για παράδειγμα, προκειμένου να προσαρμόσει τις τιμές σε αυξήσεις της αποδοτικότητας και σε οικονομίες κλίμακας ή για να καταστήσει πιστούς τους εν λόγω πελάτες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Hoffmann-La Roche, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψεις 90 και 91, και Michelin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 71). Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως έγκειται συγκεκριμένα περισσότερο στην ικανότητα μιας επιχειρήσεως να καθορίζει απολύτως ανεξάρτητα τις τιμές της, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη την εξωτερική ανταγωνιστική πίεση, απ' ό,τι στην ικανότητα καθορισμού των υψηλότερων τιμών.

    1068 Επομένως, εν προκειμένω, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί η ακριβής φύση των εκπτώσεων που χορηγούσαν τα μέρη της TACA, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για να αμφισβητήσουν τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεώς τους στην υπό εξέταση αγορά, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα επιχείρημα από το γεγονός ότι τα εν λόγω μέρη χορηγούν εκπτώσεις στους φορτωτές στο πλαίσιο των TVR ή των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    1069 Όλως αντιθέτως, η Επιτροπή απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι εκπτώσεις που χορηγούνταν στο πλαίσιο των TVR και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών επιβεβαίωναν τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν τα μέρη της TACA, καθόσον αντικατότριζαν την ικανότητα των μερών της TACA να εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των φορτωτών μέσω των τιμών.

    1070 Έτσι, στις αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μέρη της TACA αποσκοπούσαν στο να χρεώνουν στον κάθε φορτωτή την τιμή που έχει τη δυνατότητα να καταβάλει, προκειμένου να αυξήσουν τα έσοδά τους χωρίς να αυξήσουν το κόστους τους. Συναφώς, η Επιτροπή τόνισε ότι τα μέρη της TACA χρησιμοποιούσαν τριών βαθμών διακρίσεις. Ο πρώτος βαθμός συνίσταται, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 206, στο να καταβάλλει ο πελάτης μια συγκεκριμένη τιμή για την αγορά συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας και μια διαφορετική τιμή για κάθε επόμενη αγορά. Ο δεύτερος βαθμός, που έχει τη μορφή των TVR και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, συνίσταται, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 207, στον καθορισμό των τιμών με βάση την αγοραζόμενη ποσότητα. Τέλος, ο τρίτος βαθμός, που ισοδυναμεί με τη διαίρεση του τιμολογίου σε κωδικούς και με τις ανεξάρτητες ενέργειες, συνίσταται, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 208 έως 213, στον διαχωρισμό των πελατών σε διάφορες κατηγορίες και στον καθορισμό διαφορετικής τιμής για κάθε κατηγορία.

    1071 Στην αιτιολογική σκέψη 534 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ικανότητα αυτή εισαγωγής διακρίσεων μπορούσε να επιβεβαιώσει τη δεσπόζουσα θέση που συνάγεται από τα μερίδια αγοράς που κατέχουν τα μέρη της TACA. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί κατ' αρχάς ότι «[τ]ο τιμολόγιο της TACA για τις υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς προβλέπει διαφορετικούς ναύλους, για διαφορετικά προϊόντα βάσει της αξίας τους, [ότι] αν και το εύρος του τιμολογίου είναι πολύ μικρότερο από το εύρος της αξίας των εμπορευμάτων, οι τιμές μπορούν να διαφέρουν μέχρι και κατά το πενταπλάσιο [και ότι], άλλως ειπείν, αν και το κόστος μεταφοράς ενός εμπορευματοκιβωτίου δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με το είδος των μεταφερομένων εμπορευμάτων, οι ναύλοι μεταφοράς των εμπορευμάτων υψηλής αξίας είναι μέχρι και πενταπλάσιοι των ναύλων που ισχύουν για τα εμπορεύματα χαμηλής αξίας». Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 535 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

    «Το σύστημα διαφορετικής τιμολόγησης, στόχος του οποίου είναι η μεγιστοποίηση των κερδών, απαντά κατά κανόνα μόνο σε περιπτώσεις που μία ή περισσότερες επιχειρήσεις κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά. Σε αγορές μεταφορών όπου δεν υπήρχε σημαντική συγκέντρωση ισχύος στην αγορά, οι τιμές των μεταφορών καθορίζονται κατά πάσα πιθανότητα ανάλογα με το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας και όχι ανάλογα με τα μεταφερόμενα προϊόντα, βάσει του πραγματικού κόστους σύμφωνα με τις δυνάμεις της αγοράς».

    1072 Εν συνεχεία, στις αιτιολογικές σκέψεις 536 και 537, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο CAF, που διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τους λιμένες προορισμού και προελεύσεως, αποτελεί άλλο παράδειγμα των διακρίσεων που επέβαλε η TACA.

    1073 Οι διαπιστώσεις αυτές δεν τίθενται εν αμφιβόλω από το γεγονός που τονίζει η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 ότι σχεδόν όλες οι ναυτιλιακές εταιρίες προσφέρουν, σε όλα τα δρομολόγια, τιμές που κυμαίνονται ανάλογα με την αξία των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, η ίδια η προσφεύγουσα τόνισε ότι μία από τις πτυχές της σταθερότητας για την οποία κάνει λόγο ο κανονισμός 4056/86 και στην οποία συμβάλλουν οι ναυτιλιακές εταιρίες στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών αποτελούσε το γεγονός ότι οι εταιρίες που δεν είναι μέλη διασκέψεως έτειναν να ακολουθήσουν τη διάσκεψη χρησιμοποιώντας το ενιαίο τιμολόγιο ως «σημείο αναφοράς της αγοράς». Έτσι, στο επίμαχο δρομολόγιο, η Επιτροπή διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 548 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι «το γεγονός ότι η TACA κατέχει ηγετική θέση ως προς τη διαμόρφωση των τιμών της αγοράς καθιστά απίθανο το ενδεχόμενο να διακινδυνεύσει οποιοσδήποτε ανταγωνιστής να αποσταθεροποιήσει την αγορά μέσω του επιθετικού ανταγωνισμού κατά της TACA σε επίπεδο τιμών».

    1074 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι, σε άλλα δρομολόγια, κάποιες εταιρίες οι οποίες δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση υιοθετούν, όπως και οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση εταιρίες, πολιτική τιμών εισάγουσα διάκριση ως προς τους φορτωτές δεν αποδεικνύει ότι η εισαγωγή διακρίσεων μέσω των τιμών δεν συνιστά ενδεδειγμένο κριτήριο για να διαπιστωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως σε μια συγκεκριμένη αγορά, αλλά, το πολύ, καταδεικνύει ότι οι μη κατέχουσες δεσπόζουσα θέση εταιρίες έχουν την τάση να ακολουθούν την τιμολογιακή πολιτική των εταιριών που κατέχουν δεσπόζουσα θέση.

    1075 Όσον αφορά το γεγονός, που προβάλλει η ίδια προσφεύγουσα, ότι ο CAF εισάγει διακρίσεις, και το οποίο τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 536 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός αυτό στηρίζεται σε στοιχεία που αφορούν το 1997, ήτοι ένα έτος μεταγενέστερο της περιόδου την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε το γεγονός αυτό είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή δεν διαπιστώνει, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω διάκριση απαγορεύεται, αλλά περιορίζεται στο να επικαλεστεί τη διάκριση αυτή ως παράδειγμα της ικανότητας των μερών της TACA να εισάγουν διακρίσεις μέσω των τιμών, ικανότητα η οποία δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί σε στοιχεία μεταγενέστερα της περιόδου την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση για να διευκρινίσει τη θέση της.

    1076 Περαιτέρω, στον βαθμό που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εσφαλμένη αιτιολογία, αρκεί να παρατηρηθεί ότι οι ισχυρισμοί επί του σημείου αυτού συγχέονται με τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση και αποσκοπούν, κατά συνέπεια, στην αμφισβήτηση του βασίμου της εκτιμήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, παρατεθείσα στη σκέψη 746 ανωτέρω, σκέψη 67). Κατά συνέπεια, οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι αλυσιτελείς στο πλαίσιο του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψεις 425 και 431).

    1077 Εντεύθεν προκύπτει ότι κανένα από τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και τα οποία αντλούνται από την ύπαρξη εκπτώσεων στους υψηλότερους ναύλους του τιμολογίου δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως την οποία κατέχουν τα μέρη της TACA στην υπό εξέταση αγορά.

     ii) Επί της αυξήσεως των ναύλων που εφάρμοζαν τα μέρη της TACA

    1078 Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα αποτελέσματα της μελέτης της εξελίξεως των τιμών, όσον αφορά το θαλάσσιο και το χερσαίο τμήμα του δρομολογίου εντός της Κοινότητας, των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ΤΑΑ/TACA από το 1992 μέχρι το 1997, που παρουσιάστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 320 έως 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως (στο εξής: μελέτη σχετικά με τις τιμές των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών). Στην αιτιολογική σκέψη 324 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «[τ]ο σαφέστερο συμπέρασμα που εξάγεται από τη μελέτη είναι ότι οι αυξήσεις των τιμών κατά την περίοδο 1993-1996 για το θαλάσσιο σκέλος των διαδρομών είναι μεγαλύτερες κατά 10,4 ποσοστιαίες μονάδες από τις αυξήσεις για το χερσαίο σκέλος των διαδρομών εντός της Κοινότητας».

    1079 Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στα αποτελέσματα αυτά για να διαπιστώσει, στην αιτιολογική σκέψη 543, ότι οι περιορισμένες δυνατότητες που είχαν οι φορτωτές να στραφούν προς τους ανταγωνιστές της TACA αποδεικνύονταν από το γεγονός ότι τα μέρη της TACA ήσαν σε θέση «να επιβάλλουν τακτικές, μολονότι μέτριου ύψους, αυξήσεις των τιμών κατά την περίοδο 1994 έως 1996, σε απόλυτη αντίθεση με τα άλλα δύο μεγάλα παγκόσμια δρομολόγια».

    1080 Πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχονται και οι προσφεύγουσες, ότι από τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με τις τιμές των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν μπορούν να συναχθούν πολύ σαφή συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, ναι μεν είναι γεγονός ότι, για την περίοδο 1993 έως 1996, η εν λόγω μελέτη διαπιστώνει αύξηση των ναύλων της θαλάσσιας μεταφοράς κατά 15,5 εκατοστιαίες μονάδες έναντι αυξήσεως κατά μόνον 5,1 εκατοστιαίων μονάδων του κομίστρου χερσαίας μεταφοράς, πλην όμως δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η μελέτη αυτή εξετάζει ειδικώς την εξέλιξη των τιμών κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι από το 1994 έως το 1996. Από τα λοιπά όμως αποτελέσματα που προκύπτουν από τη μελέτη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εξέλιξη των τιμών κατά την περίοδο αυτή ήταν πανομοιότυπη με εκείνη που χαρακτήρισε τις τιμές μεταξύ 1993 και 1996. Έτσι, για την περίοδο 1992 έως 1996, η ίδια αυτή η μελέτη διαπιστώνει ότι οι ναύλοι της θαλάσσιας μεταφοράς αυξήθηκαν λιγότερο απ' ό,τι τα κόμιστρα της χερσαίας μεταφοράς, ενώ, για την περίοδο 1992 έως 1997, η αύξηση των ναύλων της θαλάσσιας μεταφοράς υπερβαίνει κατά λίγο εκείνη των κομίστρων της χερσαίας μεταφοράς. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα αντίθετης σημασίας αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.

    1081 Ωστόσο, όποια και αν είναι τα ελαττώματα που χαρακτηρίζουν τη μελέτη αυτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή στηρίζει επίσης τη διαπίστωσή της, στην αιτιολογική σκέψη 543 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μέρη της TACA επέβαλαν τακτικές αυξήσεις τιμών, στα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης που παρουσιάστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 307 έως 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πριν από τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με τις τιμές των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, κατόπιν της άλλης αυτής μελέτης που αφορά την εξέλιξη του μέσου όρου των εσόδων ανά EVP της TACA μεταξύ 1992 και 1996 (στο εξής: μελέτη σχετικά με τον μέσο όρο των εσόδων), η Επιτροπή καταλήγει, όπως αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις 318 και 319, αφενός, ότι «κατά μέσον όρο τα έσοδα ανά [EVP] (δηλαδή η μέση τιμή που καταβάλλουν οι φορτωτές για τη θαλάσσια μεταφορά ενός [EVP] των μερών της TACA από το 1992 έως το 1996 αυξήθηκαν κατά 8 % στα προς ανατολάς και κατά 18 % στα προς δυσμάς δρομολόγια» και, αφετέρου, ότι «ορισμένα μέρη της TACA μπόρεσαν να αυξήσουν κατά πολύ τα μέσα έσοδά τους ανά [EVP], χωρίς να υποστούν απώλειες μεριδίων αγοράς». Περαιτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 314, 315 και 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αύξηση του μέσου όρου εσόδων θα ήταν ακόμη πιο σημαντική αν τα μέρη της TACA δεν είχαν υποχρεωθεί απο την FMC να μειώσουν τις τιμές του τιμολογίου και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του 1995 στο επίπεδο εκείνων του 1994.

    1082 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με τον μέσο όρο των εσόδων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι η διαπίστωση που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 543 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι τα μέρη της TACA επέβαλαν τακτικές αυξήσεις τιμών έχει επαρκώς στηριχθεί, στην προσβαλλόμενη απόφαση, μέσω της μελέτης σχετικά με τον μέσο όρο των εσόδων.

    1083 Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι από τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με τις τιμές των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί να αποδειχθεί η διαπίστωση που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 543 είναι, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, αλυσιτελές.

    1084 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 543 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι τα μέρη της TACA επέβαλαν τακτικές αυξήσεις τιμών δεν συνιστά παρά ένα από τα πολυάριθμα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στις αιτιολογικές σκέψεις 532 έως 549 της προσβαλλομένης αποφάσεως για να αποδειχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως. Συγκεκριμένα, ναι μεν η ικανότητα επιβολής τακτικών αυξήσεων τιμών συνιστά αναμφισβήτητα στοιχείο δυνάμενο να αποτελεί ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, πλην όμως ουδόλως συνιστά απαραίτητο στοιχείο, καθόσον η ανεξαρτησία που έχει μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στον τομέα των τιμών οφείλεται περισσότερο στην ικανότητά της να καθορίζει τις τιμές αυτές χωρίς να χρειάζεται να λάβει υπόψη την αντίδραση των ανταγωνιστών, των πελατών και των προμηθευτών απ' ό,τι στην ικανότητά της να αυξάνει τις τιμές αυτές (βλ., στο πνεύμα αυτό, απόφαση ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψεις 70 έως 72).

    1085 Εν προκειμένω όμως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την εξέταση των προεκτεθέντων ισχυρισμών και επιχειρημάτων προκύπτει ότι η δεσπόζουσα θέση των μερών της TACA είναι ήδη επαρκώς αποδεδειγμένη από τα λοιπά στοιχεία που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία έγκεινται όχι μόνο στο εξαιρετικά σημαντικό μερίδιό τους στην αγορά, αλλά και στην ικανότητά τους να εισάγουν διακρίσεις μέσω των τιμών και στην απουσία αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού, όπως προκύπτει από το μερίδιο που κατέχουν στη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα στο επίμαχο δρομολόγιο, από το αποτέλεσμα κλεισίματος που δημιουργούν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, από την ηγετική θέση της TACA στον τομέα των τιμών και από τον ρόλου του ουραγού που έχουν οι ανταγωνιστές στον τομέα αυτό.

    1086 Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν την εξέλιξη των τιμών στο επίμαχο δρομολόγιο.

     6. Συμπέρασμα σχετικά με τους λόγους ακυρώσεως που αφορούν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην υπό εξέταση αγορά

    1087 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών που αφορούν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως την οποία κατέχουν τα μέρη της TACA πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.


     Γ ─ Συμπέρασμα σχετικά με το δεύτερο σκέλος

    1088 Για τους προεκτεθέντες λόγους, το σύνολο των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους σχετικά με τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως την οποία κατέχουν τα μέρη της TACA πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου σκέλους που αφορά την απουσία καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως

    1089 Με τους λόγους ακυρώσεως που αναπτύσσουν στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις δύο καταχρήσεις που διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι, αφενός, την καταχρηστική επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και στο περιεχόμενό τους και, αφετέρου, την καταχρηστική τροποποίηση της από απόψεως ανταγωνισμού διαρθρώσεως της αγοράς.

     Α ─ Επί της πρώτης καταχρήσεως που συνίσταται στην καταχρηστική επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών

    1090          1090 Οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις των προσφευγουσών κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν την πρώτη κατάχρηση είναι δύο ειδών. Αφενός, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι εκάστη των πρακτικών που συνιστούν την κατάχρηση αυτή είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη σε διάφορα σημεία.

     1. Επί του ότι οι πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένες


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1091 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, όσον αφορά, πρώτον, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, ότι οι όροι που επιβάλλει η TACA σχετικά με τις ρήτρες τυχαίων γεγονότων, τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων, στους οποίους αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δικαιολογούνται βάσει αντικειμενικών λόγων. Αμφισβητούν ότι η δικαιολόγηση αυτή αφορά μόνον τα ίδια συμφέροντά τους. Φρονούν ότι τον αντκειμενικό χαρακτήρα της δικαιολογίας αυτής μαρτυρούν οι διάφορες αναφορές στην κρατούσα κατάσταση στο αμερικανικό δίκαιο. Όσον αφορά το γεγονός ότι τα μέρη της TACA κοινοποίησαν τροποποιημένη μορφή της συμφωνίας τους η οποία δεν περιείχε πλέον τις καταχρηστικές ρήτρες και άλλους περιορισμούς του ανταγωνισμού που εντόπισε η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, το γεγονός αυτό δεν αντικατροπτρίζει έλλειψη εμπιστοσύνης των προσφευγουσών όσον αφορά το κύρος της συμφωνίας τους, αλλά τη βούλησή τους να θέσουν τέρμα στη διαφορά τους με την Επιτροπή.

    1092 Πρώτον, όσον αφορά τις ρήτρες τυχαίων γεγονότων, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι αυτό το είδος ρητρών προβλέπει γενικώς ότι, αν ο ναύλος του τιμολογίου φθάσει σε ένα επίπεδο κατώτερο εκείνου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του φορτωτή ή αν η διάσκεψη συνάψει άλλη σύμβαση παροχής υπηρεσιών προβλέπουσα ανάληψη δεσμεύσεως αφορώσα μικρότερο όγκο και λιγότερο υψηλό ναύλο, ο φορτωτής που υπέγραψε την πρώτη σύμβαση μπορεί αυτομάτως να απαιτήσει τον χαμηλότερο ναύλο.

    1093 Κατά τις προσφεύγουσες, η απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων δικαιολογείται από την ανάγκη διατηρήσεως της σταθερότητας των τιμών και των υπηρεσιών. Οι ρήτρες τυχαίων γεγονότων μπορούν συγκεκριμένα να διακυβεύσουν τον σταθεροποιητικό ρόλο των ναυτιλιακών διασκέψεων, ο οποίος αποτελεί τον σκοπό της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86. Έτσι, οι αμερικανικές αρχές έχουν αναγνωρίσει, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Lykes και μιας ενώσεως φορτωτών το 1995, ότι οι ρήτρες τυχαίων γεγονότων μπορούσαν να είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό στον βαθμό που μπορούσαν να παρακινήσουν την Lykes να μη χορηγήσει ευνοϊκές τιμές στους ανταγωνιστές της οικείας ενώσεως των φορτωτών. Από πάγια νομολογία των γερμανικών αρχών προκύπτει επίσης ότι οι ρήτρες οι αποκαλούμενες «του πλέον ευνοημένου έθνους» είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό. Είναι συνεπώς εσφαλμένο να υποστηρίζεται ότι αυτό το είδος ρητρών δεν κρίθηκε αντίθετο προς τον ανταγωνισμο παρά μόνον εξαιρετικά.

    1094 Δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν κατ' αρχάς ότι το αντικείμενο της ρήτρας που προβλέπει η συμφωνία TACA είναι ότι τα μέλη της TACA αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διατηρούν μια σταθερή τιμή επί τουλάχιστον ένα ημερολογιακό έτος, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στον μεταφορέα και στον φορτωτή να σχεδιάζει και να προϋπολογίζει τα έσοδα και τις δαπάνες. Το πλεονέκτημα αυτό είναι παρόμοιο με αυτά που αναγνωρίζονται στην αιτιολογική σκέψη 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται εν συνεχεία ότι η επίμαχη ρήτρα διευκολύνει διοικητικά τους μεταφορείς και συμβάλλει στη διασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των φορτωτών που τελούν στην ίδια κατάσταση. Περαιτέρω, κατά τις προσφεύγουσες, η ενός έτους διάρκεια την οποία επιβάλλει η συμφωνία TACA είναι σύμφωνη προς τη συνήθη πρακτική στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, λόγω των διακυμάνσεων στη διεθνή αγορά τακτικών μεταφορών και την πτωτική τάση των τιμών, οι φορτωτές δεν δέχονται εύκολα να αναλάβουν δεσμεύσεις για συγκεκριμένο κατώτατο όγκο σε καθορισμένο ναύλο για πάνω από ένα έτος. Τέλος, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι διάρκειες του ενός έτους, των δύο ετών ή των τριών ετών, τις οποίες προβλέπει η συμφωνία TACA, είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα όμως της εξάλειψης του ανταγωνισμού που παράγουν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και το οποίο προβάλλει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 525 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως θα ήταν σημαντικότερο αν οι μεταφορείς και οι φορτωτές εδικαιούντο να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών για χρόνο υπερβαίνοντα τα όσα επιτρέπει συναφώς η συμφωνία TACA.

    1095 Τρίτον, όσον αφορά τις πολλαπλές συμβάσεις, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η συμφωνία TACA δεν απαγορεύει την εκ μέρους μεταφορέα σύναψη περισσοτέρων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τον ίδιο φορτωτή παρά μόνο στον βαθμό που οι συμβάσεις αυτές καλύπτουν, εν όλω ή εν μέρει, τη μεταφορά των ίδιων εμπορευμάτων στο ίδιο δρομολόγιο ή σε τμήμα του δρομολογίου αυτού. Κατά τις προσφεύγουσες, η απαγόρευση αυτή συνάδει με την τρέχουσα εμπορική πρακτική. Κατ' αρχάς, τονίζουν ότι, αν επιτρέπονταν οι συμβάσεις αυτές, τούτο θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να επιτραπεί στα μέρη της TACA να τροποποιούν μονομερώς τις συμβάσεις της διασκέψεως. Εν συνεχεία, ισχυρίζονται ότι θα προέκυπτε σύγκρουση συμφερόντων αν επιτρεπόταν σε ένα μέρος να διαπραγματευτεί και να ψηφίσει υπέρ μιας συμβάσεως της διασκέψεως, κατόπιν να θίξει τη σύμβαση αυτή συνάπτοντας προσωπικώς σύμβαση με τον ίδιο φορτωτή για τα ίδια εμπορεύματα αλλά με διαφορετικούς όρους. Κατά τις προσφεύγουσες, οι φορτωτές που είναι μέλη διασκέψεως πρέπει να επιλέγουν μεταξύ της συμμετοχής σε σύμβαση της διασκέψεως, του καθορισμού ενός TVR, της αναλήψεως ανεξάρτητης ενέργειας ή (από το 1996) της συνάψεως μεμονωμένης συμβάσεως παροχής υπηρεσιών (ή από κοινού συναφθείσας μεμονωμένης συμβάσεως). Τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (είτε της διασκέψεως είτε μεμονωμένες) μπορούν να τροποποιηθούν, οπότε η ρήτρα που επιβάλλει η συμφωνία TACA δεν δεσμεύει αμετακλήτως τα μέρη. Για παράδειγμα, τα μέρη θα μπορούσαν να αποφασίσουν να προσθέσουν εμπορεύματα ή επιπλέον προορισμούς.

    1096 Τέταρτον, όσον αφορά τις κατ' αποκοπήν αποζημιώσεις, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το δικαίωμα ρυθμίσεως των εννόμων συνεπειών μιας παραβάσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως είναι σύμφυτη με το δικαίωμα συνάψεως των συμβάσεων αυτών. Τονίζουν ότι η ρήτρα περί κατ' αποκοπήν αποζημιώσεως συνιστά εκ των προτέρων εκτίμηση της ζημίας που υφίσταται ο μεταφορέας σε περίπτωση μη εκτελέσεως, εκ μέρους του φορτωτή, των υποχρεώσεων περί κατωτάτων ποσοτήτων που προβλέπει η σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Κατά τις προσφεύγουσες, το εύλογον της ρήτρας αυτής προκύπτει επίσης από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86, που προβλέπει ότι τα μέλη μιας διασκέψεως μπορούν να συμφωνούν να επιβάλλουν «κυρώσεις [στους χρήστες που] αθετούν καταχρηστικά την υποχρέωση πίστης η οποία αποτελεί το αντάλλαγμα των επιστροφών, μειωμένων ναύλων ή προμηθειών που τους παρέχονται από τη διάσκεψη». Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επιπλέον ότι οι ρήτρες περί κατ' αποκοπήν αποζημίωσεων είναι νόμιμες στο αμερικανικό δίκαιο. Ειδικότερα, η FMC κατέληξε, με την εγκύκλιό της 1-89, ότι οι προβλεπόμενες αποζημιώσεις πρέπει να είναι σημαντικές για να εμποδίσουν την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών για την καταστρατήγηση του τιμολογίου. Τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, αν μια σύμβαση δεν προβλέπει ρήτρα περί κατ' αποκοπήν αποζημίωσεως, ο μεταφορέας δεν θα είχε άλλη επιλογή, σε περίπτωση που ο φορτωτής δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις του, παρά να χρεώσει εκ νέου το φορτίο που αποτελεί αντικείμενο της συμβάσεως με την τιμή της διασκέψεως, πράγμα το οποίο θα ισοδυναμούσε με επιβολή στον φορτωτή ποσού υψηλότερου από την κατ' αποκοπήν αποζημίωση που προβλέπει η συμφωνία TACA.

    1097 Δεύτερον, όσον αφορά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απαγόρευσή τους συνιστά αντικειμενικώς δικαιολογημένη πρακτική της διασκέψεως.

    1098 Πρώτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η προβλεπόμενη στον κανονισμό 4056/86 υποχρέωση μιας ναυτιλιακής διασκέψεως να λειτουργεί εφαρμόζοντας κοινούς ή ίσους ναύλους (άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì) και να καθορίζει τους ναύλους και τους όρους μεταφοράς (άρθρο 3) παρέχει τη δυνατότητα στα μέλη της διασκέψεως (αλλά δεν τα υποχρεώνει) να απαγορεύουν τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Κατά τις προσφεύγουσες, η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συνιστά συνήθη πρακτική των διασκέψεων για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και της ομοιομορφίας του τιμολογίου. Έτσι, από την 1η Ιανουαρίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία τα μέλη της TACA εισήγαγαν τις εμπιστευτικές μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι τιμές στο διατλαντικό δρομολόγιο μειώθηκαν σημαντικά (ήτοι κατά 21 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος στο προς ανατολάς δρομολόγιο και κατά 14 % στο προς δυσμάς δρομολόγιο). Η Επιτροπή δεν εξηγεί πώς το δικαίωμα συνάψεως, χωρίς εμπόδια, μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συμβιβάζεται με την υποχρέωση λειτουργίας με εφαρμογή κοινών ή ίσων ναύλων.

    1099 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι οι διασκέψεις που δραστηριοποιούνται στο διατλαντικό δρομολόγιο απαγορεύουν, κατά παράδοση, την εκ μέρους των μελών τους σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 126, η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνώρισε ότι οι διασκέψεις αυτές «δεν είχαν ποτέ επιτρέψει ρητά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μέχρι την καθιέρωσή τους από τα μέρη της TACA το 1996». Στα λοιπά δρομολόγια, οι περιορισμοί για τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αποτελούν εξάλλου μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση.

    1100 Τρίτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είναι συμβατή με το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Τονίζουν ότι ο US Shipping Act επιτρέπει την απαγόρευση της εκ μέρους των μελών μιας διασκέψεως χρησιμοποιήσεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών [άρθρο 4 (a) (7)]. Την κατάσταση αυτή δεν επηρεάσε η συμφωνία διακανονισμού υπό όρους του 1995. Η FMC δεν αποφάσισε, με αυτή τη συμφωνία διακανονισμού υπό όρους, ότι οι διασκέψεις οφείλουν, από την άποψη της νομοθεσίας των ΗΠΑ, να επιτρέπουν τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αλλά επέβαλε στα μέρη της TACA την υποχρέωση να επιτρέψουν τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών το 1996. Αντιθέτως, δεν απαίτησε να επιτραπούν οι συμβάσεις αυτές το 1997 και τα επόμενα έτη, οπότε τα μέρη της TACA είχαν το δικαίωμα, βάσει της συμφωνίας διακανονισμού υπό όρους, να απαγορεύουν τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    1101 Τρίτον, όσον αφορά την εφαρμογή των σχετικών με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών κανόνων της διασκέψεως στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, όταν επέτρεψαν τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών το 1996, είχαν τη δυνατότητα, βάσει του US Shipping Act, να ρυθμίσουν και να απαγορεύσουν τη χρήση τους [άρθρο 4 (a) (7)]. Επομένως, από την άποψη του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ήταν νόμιμη η εφαρμογή των κανόνων της TACA σχετικά με τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η εφαρμογή στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των κανόνων της TACA που αφορούσαν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνιστούσε απαίτηση της συμφωνίας διακανονισμού υπό όρους της FMC το 1995. Κατά τις προσφεύγουσες, η διάταξη της FMC επέβαλλε πράγματι στην TACA να επιτρέψει τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών για το 1996 και προέβλεπε ότι οι εν λόγω συμβάσεις έπρεπε να διέπονται από τους κανόνες της TACA (ήτοι από το άρθρο 14, παράγραφος 2, της TACA).

    1102 Τέταρτον, όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η κοινοποίηση των ουσιωδών στοιχείων των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που συνήφθησαν από κοινού) είναι υποχρεωτική βάσει του αμερικανικού δικαίου [άρθρο 8 (c) του US Shipping Act] μολονότι τα ουσιώδη στοιχεία που απαριθμεί η αμερικανική νομοθεσία δεν περιλαμβάνουν το όνομα του φορτωτή, κάθε ενημερωμένος επιχειρηματίας στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών είναι σε θέση να συναγάγει το στοιχείο αυτό από τα δημοσιευθέντα στοιχεία (ήτοι τις καλυφθείσες αποστάσεις, τα οικεία εμπορεύματα, τον κατώτατο όγκο, το ποσοστό μεταφοράς από μια τερματική θέση σε μια άλλη, τη διάρκεια, τις δεσμεύσεις στον τομέα παροχής υπηρεσιών και τις κατ' αποκοπήν αποζημιώσεις για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων). Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι αμοιβαία κοινοποίηση των σχετικών με τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αν ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις διαφάνειας που προκύπτουν από τον US Shipping Act.

    1103 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 υποστηρίζει ότι μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δεν μπορεί, ελλείψει άλλου στοιχείου, να θεωρηθεί ότι εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη θέση αυτή οσάκις υιοθετεί εμπορικές πρακτικές που θα μπορούσαν επίσης να είναι οι πρακτικές μιας επιχειρήσεως η οποία δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση (απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω), εκτός αν οι εν λόγω πρακτικές έχουν ως αποτέλεσμα να ενισχύουν τη δεσπόζουσα θέση της ή να μειώνουν τον ανταγωνισμό που έχει απομείνει στην αγορά. Αφενός, όμως, τις επίμαχες πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών τις χρησιμοποιούν και οι ανεξάρτητες εταιρίες και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι οι πρακτικές αυτές ενίσχυσαν την προβαλλόμενη δεσπόζουσα θέση των μερών της TACA. Περαιτέρω, όσον αφορά την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η προσφεύγουσα τονίζει τις πρωτοβουλίες τις οποίες ανέλαβε όσον αφορά τις τιμές κατά την επίμαχη περίοδο, ήτοι υπό μορφή ανεξάρτητων ενεργειών, μειωμένων ναύλων ή μεταφοράς εμπορευμάτων μέσω των καναδικών λιμένων.

    1104 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι δεν είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί αυτοί και τα εν λόγω επιχειρήματα.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1105 Για να εξεταστούν οι υπό κρίση ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα, με τα οποία οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένες, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μέρη της TACA καταχράστηκαν τη συλλογική δεσπόζουσα θέση τους συνάπτοντας συμφωνία επιβάλλουσα περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και το περιεχόμενο αυτών.

    1106 Από τις αιτιολογικές σκέψεις 551 έως 558 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι η πρώτη αυτή κατάχρηση συνίσταται στις ακόλουθες πρακτικές:

    –       όσον αφορά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, στην απόλυτη απαγόρευσή τους το 1994 και το 1995 (αιτιολογικές σκέψεις 554 και 557) και, όταν οι συμβάσεις αυτές επετράπησαν από το 1996 και μετά, στην εφαρμογή ορισμένων όρων οι οποίοι καθορίστηκαν συλλογικά από την TACA (αιτιολογικές σκέψεις 554 έως 556) και στην αμοιβαία γνωστοποίηση των όρων των συμβάσεων αυτών (αιτιολογική σκέψη 552)·

    –       όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, στην εφαρμογή ορισμένων όρων τους οποίους καθόρισε συλλογικά η TACA (αιτιολογικές σκέψεις 554 έως 556).

    1107 Από την αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχοι όροι που καθόρισε συλλογικά η TACA είναι αυτοί που αφορούν την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων. Οι όροι αυτό προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, της συμφωνίας TACA.

    1108 Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι εκάστη των πρακτικών αυτών είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης. Συναφώς, επικαλούνται, κατ' ουσίαν, τρία είδη δικαιολογιών οι οποίες αντλούνται, αντιστοίχως, από το γεγονός ότι οι πρακτικές αυτές είναι αναγκαίες για την επίτευξη ορισμένων σκοπών, από το ότι συνάδουν με τη συνήθη πρακτική στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και από το ότι είναι συμβατές προς το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    1109 Προτού εξεταστούν οι δικαιολογίες αυτές, πρέπει να τονιστεί ευθύς εξ αρχής ότι δεν υφίσταται καμία εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσεως στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς το άρθρο 85 της Συνθήκης, το άρθρο 86 της Συνθήκης δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση να ζητούν τη χορήγηση εξαιρέσεως υπέρ των καταχρηστικών πρακτικών τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 1989, 66/86, Ahmed Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 32, και απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 152). Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη να μη βλάπτουν, με τη συμπεριφορά τους, την ύπαρξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά (αποφάσεις Michelin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 337, σκέψη 57, και Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 112). Κατά συνέπεια, οι καταχρηστικές πρακτικές των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση απαγορεύονται άνευ εξαιρέσεως.

    1110 Υπό το φως των αρχών αυτών πρέπει να εκτιμηθούν οι δικαιολογίες που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών.

     i) Επί των δικαιολογιών που αντλούνται από το ότι ορισμένες από τις επίμαχες πρακτικές ήσαν αναγκαίες

    1111 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι περιορισμοί όσον αφορά τη διάρκεια και η απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων είναι αναγκαίες για να διαφυλαχθεί η σταθερότητα των κοινών ή ίσων ναύλων για τους οποίους έχει χορηγηθεί η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86. Ισχυρίζονται επίσης ότι οι σχετικοί με τη διάρκεια περιορισμοί είναι αναγκαίοι για να διασφαλιστεί η ισότητα μεταξύ των φορτωτών και για να αυξηθεί η διοικητική αποδοτικότητα. Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και η ρήτρα που αφορά το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων είναι αναγκαίες, κατ' ουσίαν, για να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    1112 Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, εφόσον το άρθρο 86 της Συνθήκης δεν προβλέπει τη δυνατότητα χορηγήσεως εξαιρέσεως, οι καταχρηστικές πρακτικές απαγορεύονται όποια και αν είναι τα πλεονεκτήματα τα οποία ενδεχομένως συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις που διαπράττουν τις καταχρήσεις αυτές ή για τους τρίτους.

    1113 Είναι ακριβές ότι, κατά τη νομολογία, η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως δεν μπορεί να στερήσει από μια επιχείρηση η οποία τελεί σε μια τέτοια θέση το δικαίωμα να διαφυλάξει τα εμπορικά συμφέροντά της, οσάκις αυτά υφίστανται επίθεση, οπότε πρέπει να της χορηγηθεί, σε εύλογο βαθμό, η δυνατότητα να πραγματοποιεί τις ενέργειες που κρίνει ενδεδειγμένες για να προστατεύσει τα συμφέροντά της εφόσον, ωστόσο, οι συμπεριφορές αυτές δεν έχουν ως σκοπό την ενίσχυση και την κατάχρηση της δεσπόζουσας αυτής θέσεως (βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψη 189· της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψεις 107 και 146, και Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 112). Εντεύθεν προκύπτει ότι επιτρέπεται συνεπώς σε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να επικαλείται κάποιους λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τις πρακτικές που αυτή υιοθετεί.

    1114 Ωστόσο, οι δικαιολογίες τις οποίες επιτρέπει η νομολογία στο πλαίσιο του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν μπορούν να οδηγήσουν, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, στο να γίνει δεκτή η ύπαρξη λόγων εξαιρέσεως. Συγκεκριμένα, ο μοναδικός σκοπός των εν λόγω δικαιολογιών έγκειται στην παροχή στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση της δυνατότητας να αποδείξει όχι το ότι οι επίμαχες πρακτικές συνεπάγονται ορισμένα πλεονεκτήματα οπότε μπορούν δικαιολογημένως να επιτραπούν, αλλά μόνον ότι οι εν λόγω πρακτικές αποσκοπούν στην εύλογη προστασία των εμπορικών συμφερόντων της έναντι των ενεργειών στις οποίες προβαίνουν ορισμένοι τρίτοι και, κατά συνέπεια, ότι δεν συνιστούν, στην πραγματικότητα, καταχρηστικές πρακτικές.

    1115 Εν προκειμένω όμως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δικαιολογίες που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αποσκοπούν στο να αποδείξουν όχι ότι οι επίμαχες πρακτικές που αφορούν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν συνιστούν καταχρηστικές πρακτικές, αλλά μόνον ότι οι πρακτικές αυτές είναι αναγκαίες για τη δημιουργία ορισμένων πλεονεκτημάτων, ήτοι της διαφυλάξεως της σταθερότητας των κοινών ή ίσων ναύλων και της ακεραιότητας των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, του σεβασμού της ισότητας μεταξύ των φορτωτών και της αυξήσεως της διοικητικής αποδοτικότητας. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι λόγοι που δικαιολογούν, κατά τις προσφεύγουσες, την αναγκαιότητα των επίμαχων πρακτικών της διασκέψεως δεν έγκεινται στις ενέργειες των τρίτων που θέτουν σε κίνδυνο τα εμπορικά συμφέροντα της TACA, αλλά στον κίνδυνο που υπάρχει τα μέρη της TACA να θίξουν, με τη συμπεριφορά τους, τους κανόνες που έχει θεσπίσει η διάσκεψη, όπως είναι η συμφωνία περί συλλογικού καθορισμού των κοινών ή ίσων ναύλων και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, ή την αποτελεσματική λειτουργία της διασκέψεως.

    1116 Εντεύθεν προκύπτει ότι, με τις υπό κρίση δικαιολογίες, οι προσφεύγουσες αποσκοπούν έτσι στην πραγματικότητα να τους χορηγηθεί εξαίρεση υπέρ των επίμαχων καταχρηστικών πρακτικών, με το αιτιολογικό ότι οι εν λόγω πρακτικές είναι αναγκαίες για την ύπαρξη ορισμένων πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το σύστημα των διασκέψεων.

    1117 Μολονότι ο λόγος και μόνον αυτός αρκεί ήδη για να απορριφθεί το σύνολο των δικαιολογιών που αντλούνται από το ότι οι επίμαχοι κανόνες είναι αναγκαίοι, επιβάλλεται, περαιτέρω, η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν οι δικαιολογίες αυτές μπορούσαν να γίνουν δεκτές στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, οι προσφεύγουσες ουδόλως αποδεικνύουν για ποιο λόγο οι επίμαχες πρακτικές είναι αναγκαίες για την ύπαρξη των προβαλλομένων πλεονεκτημάτων.

    1118 Έτσι, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανάγκη διαφυλάξεως της σταθερότητας των κοινών ή ίσων ναύλων, το γεγονός και μόνον ότι για τον συλλογικό καθορισμό των εν λόγω ναύλων έχει χορηγηθεί η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να δικαιολογήσει τις επίμαχες πρακτικές από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86 προβλέπει ρητώς ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης εφαρμόζεται στη συμπεριφορά των ναυτιλιακών διασκέψεων που τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία την οποία προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 64). Αφετέρου, τα αποτελέσματα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού δεν μπορούν, δεδομένου ότι η εξαίρεση αυτή έχει απολύτως εξαιρετικό χαρακτήρα, να επεκταθούν πέραν του πεδίου της εφαρμογής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 254).

    1119 Κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανάγκη να μη θιγούν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν τον σκοπό αυτό για να δικαιολογήσουν, από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, τις επίμαχες περιοριστικές πρακτικές, ενώ οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως δεν εμπίπτουν, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω στις σκέψεις 1381 έως 1385, στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86. Συναφώς, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί, όσον αφορά τη ρήτρα σχετικά με τις κατ' αποκοπήν αποζημιώσεις, ότι, ναι μεν η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 4056/86 προβλέπει, όπως ορθώς τονίζουν οι προσφεύγουσες, ότι τα μέλη μιας διασκέψεως μπορούν να συμφωνούν να επιβάλλουν «κυρώσεις [στους φορτωτές που] αθετούν καταχρηστικά την υποχρέωση πίστης η οποία αποτελεί το αντάλλαγμα των επιστροφών, μειωμένων ναύλων ή προμηθειών που τους παρέχονται από τη διάσκεψη», πλην όμως καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν επιβάλλει στη διάσκεψη το επίπεδο των εν λόγω αποζημιώσεων. Από την αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει όμως ότι μόνον το επίπεδο αυτό, όπως το καθόρισαν τα μέρη της TACA, ήτοι ποσό 250 USD ανά EVP, θεωρείται καταχρηστικό από την εν λόγω απόφαση.

    1120 Όσον αφορά την προβαλλόμενη ανάγκη διασφαλίσεως της ισότητας μεταξύ των φορτωτών και της αυξήσεως της διοικητικής αποδοτικότητας, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, δεδομένης της ιδιαίτερης ευθύνης που φέρουν οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις να μη θίγουν τον ανταγωνισμό, εναπόκειται στις επιχειρήσεις αυτές να υιοθετούν συμπεριφορές που να αναλογούν προς τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν. Προφανώς, κανένας λόγος αντλούμενος από την εσωτερική διοικητική οργάνωση της TACA δεν μπορεί συνεπώς να δικαιολογήγει παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης. Ομοίως, όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της ισότητας μεταξύ των φορτωτών, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται την πρόθεσή τους να μη διαπράξουν παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, το οποίο απαγορεύει, στο στοιχείο γì, στις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις να επιβάλλουν άνισους όρους στους εμπορικούς εταίρους τους, για να δικαιολογήσουν μια άλλη παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1121 Τέλος, εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται το γεγονός ότι ορισμένα μέρη της TACA θα μπορούσαν να παραβούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία καθορισμού των κοινών ή ίσων ναύλων ή των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως για να δικαιολογήσουν, από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, πρακτικές που αποσκοπούν στο να εμποδίσουν τέτοιες παραβάσεις. Το γεγονός και μόνον ότι η τήρηση της συμφωνίας περί καθορισμού των ναύλων και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως στερεί από οποιαδήποτε χρησιμότητα τις επίμαχες πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αρκεί για να αποδειχθεί το ότι οι πρακτικές αυτές δεν είναι αναγκαίες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 389).

    1122 Κατά συνέπεια, οι δικαιολογίες που αντλούνται από τα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι επίμαχες πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών πρέπει να απορριφθούν.

     ii) Επί των δικαιολογιών που αντλούνται από το ότι ορισμένες επίμαχες πρακτικές συνάδουν με τη συνήθη πρακτική στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών

    1123 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και οι σχετικοί με τη διάρκεια περιορισμοί συνάδουν με τη συνήθη πρακτική του τομέα.

    1124 Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι μια συμπεριφορά δεν μπορεί να παύσει να είναι καταχρηστική για τον λόγο και μόνον ότι συνιστά τη γενικώς ακολουθούμενη πρακτική σε ένα συγκεκριμένο τομέα, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση το άρθρο 86 της Συνθήκης θα καθίστατο κενό ουσίας. Συγκεκριμένα, οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη να μη βλάπτουν, με τη συμπεριφορά τους, την ύπαρξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 337 ανωτέρω, σκέψη 57). Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98, μια τέτοια ευθύνη ουδόλως περιορίζεται στις συμπεριφορές και μόνον που μπορούν να ενισχύσουν τη δεσπόζουσα θέση της οικείας επιχειρήσεως ή να περιορίσουν τον ανταγωνισμό που απομένει στην αγορά, καθόσον το άρθρο 86 της Συνθήκης αφορά, όχι μόνον τις πρακτικές που μπορούν να βλάψουν την ύπαρξη πραγματικού ανταγωνισμού, αλλά και αυτές που μπορούν, όπως εν προκειμένω, να προκαλέσουν άμεση ζημία στους καταναλωτές (απόφαση Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 779 ανωτέρω, σκέψη 26).

    1125 Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών εμπίπτουν στη συνήθη πρακτική των θαλάσσιων μεταφορέων, το άρθρο 86 της Συνθήκης απαγόρευε ωστόσο στα μέρη της TACA, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης ευθύνης που φέρουν ως συλλογικός φορέας που δεσπόζει στο διατλαντικό δρομολόγιο, να υιοθετούν τέτοιες πρακτικές, τούτο δε ακόμη και αν τις πρακτικές αυτές τις ακολουθούσε η πλειονότητα ή και το σύνολο των ανταγωνιστών τους.

    1126 Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 86, στοιχείο δì, της Συνθήκης, η εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από πρόσθετες παροχές απαγορεύεται μόνον αν οι παροχές αυτές δεν έχουν «εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες» σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Συγκεκριμένα, η συνεκτίμηση των εμπορικών συνηθειών στο πλαίσιο αυτό απορρέει από την εξέταση των συστατικών στοιχείων των αλληλένδετων πωλήσεων, καθόσον η διαπίστωση τέτοιων πωλήσεων απαιτεί αναγκαστικά τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες ορισμένες εμπορικές πωλήσεις δεν συνδέονται μεταξύ τους. Για τους προεκτεθέντες λόγους, η συνεκτίμηση αυτή των εμπορικών συνηθειών δεν μπορεί ωστόσο να επεκτείνεται σε άλλες καταχρηστικές πρακτικές για να τις δικαιολογήσει, ειδικότερα οσάκις οι πρακτικές αυτές αποσκοπούν ακριβώς στην ενίσχυση ή στην κατάχρηση μιας δεσπόζουσας θέσεως (απόφαση United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψη 189).

    1127 Κατά συνέπεια, οι δικαιολογίες που αντλούνται από τις εμπορικές συνήθειες πρέπει να απορριφθούν.

    –       iii) Επί των δικαιολογιών που αντλούνται από το ότι ορισμένες από τις επίμαχες πρακτικές είναι συμβατές προς το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

    1128 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ρήτρα σχετικά με το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων, η απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η εφαρμογή όρων καθορισθέντων συλλογικά από τη διάσκεψη στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και η αμοιβαία γνωστοποίηση των όρων των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αποτελούν πρακτικές σύμφωνες προς το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    1129 Πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι εν προκειμένω η TACA, ως ναυτιλιακή διάσκεψη δραστηριοποιούμενη στο διατλαντικό δρομολόγιο, διέπεται τόσο από το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, όπως αυτό προκύπτει από τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης, όσο και από το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ειδικότερα τον US Shipping Act. Εντεύθεν προκύπτει ότι τα μέρη της TACA πρέπει να διασφαλίζουν ότι η συμπεριφορά τους στην υπό εξέταση αγορά είναι σύμφωνη όχι μόνον προς το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, αλλά και προς το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    1130 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης αφορούν μόνον τις συμπεριφορές που είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό και τις οποίες υιοθετούν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία. Αν μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από εθνική νομοθεσία ή αν η νομοθεσία αυτή δημιουργεί ένα νομικό πλαίσιο το οποίο εξαλείφει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους τους, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτία του περιορισμού του ανταγωνισμού δεν εντοπίζεται, όπως προϋποθέτουν οι διατάξεις αυτές, σε αυτοτελείς συμπεριφορές των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης μπορούν να εφαρμοστούν αν προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία δεν αποκλείει τη δυνατότητα υπάρξεως ανταγωνισμού δυνάμενου να εμποδιστεί, να περιοριστεί ή να νοθευτεί από τις αυτοτελείς συμπεριφορές των επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-359/95 P και C-379/95 P, Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing, Συλλογή 1997, σ. I-6265, σκέψη 33· της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-198/01, Consorziο Industrie Fiammiferi, μη ακόμη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 52 έως 55, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-207/01, Altair Chimica SpA, μη ακόμη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 30, 35 και 36· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουλίου 1998, T-111/96, ITT Promédia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-2937, σκέψη 96 Irish Sugar κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω, σκέψη 130· της 30ής Μαρτίου 2000, T-513/93, Consiglio Nazionale degli Spedizionieri Doganali κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-1807, σκέψεις 58 και 59, και της 26ης Οκτωβρίου 2000, T-154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3453, σκέψεις 78 έως 91). Κατά συνέπεια, αν ένας εθνικός νόμος περιορίζεται στο να επιτρέπει, να παρακινεί ή να διευκολύνει την εκ μέρους των επιχειρήσεων υιοθέτηση αυτοτελών συμπεριφορών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό, οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούν να υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 et 125/85 à 129/85, Ahlström/Commission, Συλλογή 1988, σ. 5193, σκέψη 20, και Consorzia Industrie Fiammiferi, προπαρατεθείσα, σκέψη 56).

    1131 Εν προκειμένω, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ορισμένες από τις προαναφερθείσες πρακτικές επιτρέπονται, έως και ευνοούνται, από το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί, αυτό καθεαυτό, καμία επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης στις εν λόγω πρακτικές, καθόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέρη της TACA διατηρούν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους για να τηρούν τόσο το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού όσο και το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    1132 Έτσι, όσον αφορά τη ρήτρα περί κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων, το γεγονός ότι αυτό το είδος ρήτρας είναι νόμιμο βάσει του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν μπορεί να προβάλλεται για να δικαιολογηθεί η εν λόγω ρήτρα από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, τούτο δε τοσούτω μάλλον που από την αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι μόνον το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων, όπως αυτό καθορίστηκε από τα μέρη της TACA, και όχι το γεγονός της προβλέψεως μιας τέτοιας ρήτρας, θεωρείται καταχρηστικό από την εν λόγω απόφαση.

    1133 Ομοίως, όσον αφορά την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, αρκεί να παρατηρηθεί, για την απόρριψη της αιτιάσεως των προσφευγουσών, ότι οι προσφεύγουσες απλώς ισχυρίζονται ότι, κατά την αμερικανική νομολογία, οι ρήτρες τυχαίων γεγονότων μπορούν να παράγουν αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό, οπότε η απαγόρευσή τους επιτρέπεται, αλλά δεν επιβάλλεται.

    1134 Τέλος, όσον αφορά τις πρακτικές στον τομέα των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η άρση της απαγορεύσεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1996 ακολούθησε τη διάταξη της FMC της 4ης Απριλίου 1995, με την οποία η FMC έθεσε τέρμα στη διαδικασία που είχε κινηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά των πρακτικών της TACA, ειδικότερα κατά του υπερβολικά υψηλού επιπέδου των ναύλων του τιμολογίου της, αφού τα μέρη της TACA δέχθηκαν να επαναφέρουν τους ναύλους του τιμολογίου του 1995 στα επίπεδα των ναύλων του 1994. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή:

    «[...] το σχέδιο συμφωνίας για την επίλυση της διαφοράς εγκρίνεται υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία TACA θα τροποποιηθεί με την προσθήκη ενός νέου άρθρου 14, παράγραφος 4, το οποίο θα προβλέπει τα εξής:

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 3, κάθε μέρος μπορεί, ατομικώς ή από κοινού με άλλο μέρος ή άλλα μέρη, να συνάπτει μεμονωμένη σύμβαση με οποιοδήποτε φορτωτή ή ένωση φορτωτών σχετικά με τη μεταφορά εμπορευμάτων στο δρομολόγιο, υπό την προϋπόθεση ότι η σύμβαση αυτή:

    [...]

     i)     δεν αρχίζει να ισχύει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1996 ή πριν από την ημερομηνία αυτή [...]


     ii)   είναι σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχεία a έως h».

    1135 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η διάταξη της FMC δεν μπορεί να αποδείξει ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1994 και το 1995 είναι αντίθετη προς το αμερικανικό δίκαιο, καθόσον η διάταξη αυτή δεν εμπόδιζε τα μέρη της TACA να επανεισαγάγουν την εν λόγω απαγόρευση από το 1997 και μετά.

    1136 Είναι γεγονός, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, ότι από το κείμενο της διατάξεως της FMC προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προέβλεψε την άρση της απαγορεύσεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μόνο για το έτος 1996.

    1137 Το γεγονός αυτό δεν ασκεί ωστόσο καμία επιρροή στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό αποδεικνύει το πολύ ότι το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επέτρεπε στα μέρη της TACA να απαγορεύσουν τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών το 1994 και το 1995 ή να επανεισαγάγουν την απαγόρευση αυτή από το 1997 και μετά. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 1130, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη νομιμότητα της επίμαχης πρακτικής από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, καθόσον τίποτε δεν εμπόδιζε τα μέρη της TACA να μην προβλέψουν μια τέτοια απαγόρευση το 1994 και το 1995 ή να μην προβούν στην επανεισαγωγή της από το 1997 και μετά.

    1138 Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι τα μέρη της TACA διατήρησαν την άρση της απαγορεύσεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και μετά το 1996, πράγμα το οποίο αρκεί, αυτό καθεαυτό, για να αποδειχθεί ότι η εν λόγω απαγόρευση δεν ήταν αναγκαία για να υπάρξει συμμόρφωση προς το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    1139 Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να στηρίζονται στη διάταξη της FMC για να δικαιλογήσουν αντικειμενικώς την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών από το 1996 και μετά.

    1140 Στον βαθμό που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ορισμένες από τις επίμαχες πρακτικές τις επιβάλλει το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του τονισθέντος ανωτέρω γεγονότος ότι τα μέρη της TACA διέπονται, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο διατλαντικό δρομολόγιο, τόσο από το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού όσο και από το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι μια συμπεριφορά την οποία απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο την επιβάλλει το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οπότε τα μέρη της TACA, για να συμμορφωθούν προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να παραβούν το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 4056/86 αναφέρεται ρητώς στις περιπτώσεις αυτές συγκρούσεων με νομοθεσία τρίτης χώρας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εναπόκειται σε μια τέτοια περίπτωση στην Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με την οικεία τρίτη χώρα για να συμβιβάσει, στο μέτρο του δυνατού, τα διακυβευόμενα συμφέροντα.

    1141 Εν προκειμένω, πρέπει ωστόσο να καθοριστεί κατ' αρχάς σε ποιο βαθμό οι επίμαχες πρακτικές προκύπτουν πράγματι από νόμιμες υποχρεώσεις οι οποίες είχαν επιβληθεί στην TACA.

    1142 Όσον αφορά την εφαρμογή στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των κανόνων τους οποίους καθορίζει συλλογικά η διάσκεψη, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχονται και οι προσφεύγουσες, ότι από τη διάταξη της FMC, που παρατίθεται στη σκέψη 1134 ανωτέρω, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προέβλεψε, σύμφωνα με τη διατύπωση του διατακτικού της, ότι τα μέρη της TACA μπορούσαν να συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών «υπό την προϋπόθεση» ότι οι συμβάσεις αυτές θα είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 2, της συμφωνίας TACA, οπότε προκύπτει εντεύθεν ότι την εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών όχι μόνον την επέτρεψε, αλλά και την επέβαλε η FMC.

    1143 Για να εκτιμηθεί το περιεχόμενο της διατάξεως της FMC επί του σημείου αυτού, πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη η φύση της, καθώς και ο σκοπός τον οποίο επιδίωκε.

    1144 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, τη φύση της διατάξεως της FMC, πρέπει να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή δεν συνιστά αφηρημένη και γενικού περιεχομένου νομοθετική πράξη, αλλά δικαιοδοτικού χαρακτήρα πράξη αποσκοπούσα στην έγκριση ενός σχεδίου συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ των μερών της TACA και των υπηρεσιών της FMC προκειμένου να τεθεί τέρμα σε μια ένδικη διαδικασία κινηθείσα από την FMC.

    1145 Επομένως, οι υποχρεώσεις τις οποίες προβλέπει η διάταξη αυτή δεν προκύπτουν εξ ολοκλήρου από περιστάσεις άσχετες προς τις προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, αφενός, η εν λόγω διάταξη προκλήθηκε από τη συμπεριφορά των μερών της TACA ήτοι, εν προκειμένω, από το γεγονός ότι εφάρμοσαν υπερβολικές τιμές ικανές να ζημιώσουν τους φορτωτές και, αφετέρου, το κείμενο της διατάξεως αυτής είναι απόρροια, όπως τούτο προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, διαπραγματεύσεων με την FMC στις οποίες είχαν μετάσχει τα μέρη της TACA.

    1146 Βεβαίως, από την ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία προκύπτει ότι η εφαρμογή στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 2, της συμφωνίας της TACA προστέθηκε από την FMC στο τελικό στάδιο της διαδικασίας ως όρος για την έγκριση του σχεδίου συμφωνίας επιλύσεως της διαφοράς που είχε τεθεί στην κρίση της. Κακώς συνεπώς η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η εφαρμογή στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των κανόνων που καθόριζε συλλογικά η TACA αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών της TACA και των υπηρεσιών της FMC.

    1147 Ωστόσο, από το σκεπτικό της διατάξεως προκύπτει ότι αυτός ο όρος για την έκριση, ναι μεν δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών της TACA και της FMC, πλην όμως δεν επιβλήθηκε μονομερώς από την τελευταία αυτή. Συγκεκριμένα, η FMC εξάρτησε ρητώς αυτόν τον όρο για την έγκριση από την αποδοχή των μερών της TACA, η οποία επήλθε στις 9 Μαρτίου 1995 με την κοινοποίηση στην FMC μιας τροποποιημένης μορφής της συμφωνίας TACA. Μολονότι η απόρριψη αυτού του όρου για την έγκριση εντός της ταχθείσας προθεσμίας θα συνεπαγόταν, σύμφωνα με τη διάταξη, την ακυρότητα του σχεδίου συμφωνίας για την επίλυση της διαφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα μέρη της TACA δέχθηκαν τον εν λόγω όρο με δική τους πρωτοβουλία λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη ακυρότητα του σχεδίου συμφωνίας για την επίλυση της διαφοράς δεν θα αποτελούσε πρόκριμα για την έκβαση της διαδικασίας την οποία διεξήγε στην ουσία η FMC όσον αφορά τη νομιμότητα των επίμαχων πρακτικών της TACA.

    1148 Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον σκοπό τον οποίο επιδίωκε η διάταξη της FMC, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο επιβληθείς από την FMC όρος για την έγκριση είχε ως ουσιαστικό αντικείμενο, όχι την εφαρμογή των κανόνων της TACA στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αλλά την κατάργηση της προβλεπόμενης από την TACA απαγορεύσεως συνάψεως τέτοιων συμβάσεων και ανταποκρινόταν έτσι στον φόβο, που είχα εκφράσει οι φορτωτές κατόπιν της δημοσιεύσεως του σχεδίου συμφωνίας για την επίλυση της διαφοράς, μήπως τα μέρη της TACA αντισταθμίσουν τη μείωση των ναύλων του τιμολογίου του 1995 με υπερβολικές αυξήσεις των ναύλων του τιμολογίου του 1996. Κατά την FMC, ο αυξημένος ανταγωνισμός που προέκυψε από την εισαγωγή των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών στο δρομολόγιο μπορούσε να στερήσει τα μέρη της TACA από μια τέτοια δυνατότητα.

    1149 Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, προκύπτει εντεύθεν ότι η εφαρμογή των κανόνων της TACA στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αντί να συνιστά ηθελημένο σκοπό, περιελήφθη από την FMC για να παράσχει τη δυνατότητα στους πελάτες της TACA να συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όπως μπορούσαν να συνάπτουν και συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Το σκεπτικό της διατάξεως δεν περιέχει εξάλλου κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι η FMC θεώρησε ότι η εφαρμογή στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των κανόνων που καθορίζει συλλογικά η TACA ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και, κατά συνέπεια, ότι το γεγονός ότι τα μέρη της TACA δεν εφάρμοζαν τέτοιους κανόνες θα συνιστούσε κατ' ανάγκη παράβαση της διατάξεως αυτής. Όπως ορθώς τόνισε το παρεμβαίνον κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, από την απόφαση 2003/68, ειδικότερα από τις αιτιολογικές της σκέψεις 24, σημείο 2, και 64, προκύπτει ότι η αναθεωρημένη TACA ουδόλως περιορίζει πλέον την ελευθερία των μερών της TACA να συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους φορτωτές υπό όρους που συμφωνούνται ελεύθερα από τα μέρη των εν λόγω συμβάσεων.

    1150 Για το σύνολο των λόγων αυτών, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η διάταξη της FMC ουδόλως επέβαλε στις προσφεύγουσες την εφαρμογή των κανόνων της TACA στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών από το 1996 και μετά. Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού, εφόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, πρέπει να απορριφθεί.

    1151 Όσον αφορά την αμοιβαία γνωστοποίηση των όρων των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, από την αιτιολογική σκέψη 498, στη οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 551, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 552 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η κατάχρηση την οποία προσάπτει η Επιτροπή έγκειται στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA γνωστοποιούσαν την ύπαρξη των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων στις ναυτιλιακές εταιρίες που δεν μετείχαν στις συμβάσεις αυτές.

    1152 Δεν αμφιβητείται ωστόσο από τους διαδίκους ότι, βάσει του US Shipping Act, τα μέρη της TACA έχουν την υποχρέωση να κοινοποιούν τις μεμονωμένες συμβάσεις τους παροχής υπηρεσιών στην FMC, στην οποία πρέπει επίσης να κατατίθεται σύνοψη των «ουσιωδών ρητρών» των συμβάσεων αυτών, ήτοι, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, των ρητρών που αφορούν τους λιμενικούς τομείς ή τις γεωγραφικές περιοχές προελεύσεως και προορισμού, το ή τα οικεία προϊόντα, τον κατώτατο όγκο, τον ισχύοντα ναύλο της κυρίως ειπείν μεταφοράς, τη διάρκεια, τις εγγυημένες παροχές υπηρεσιών και, ενδεχομένως, την κατ' αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση μη εκτελέσεως. Τη σύνοψη αυτή τη δημοσιεύει εν συνεχεία η FMC. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η σύνοψη αυτή επαναλαμβάνει όλα τα κρίσιμα στοιχεία που περιέχονται στις «ουσιώδεις ρήτρες», οπότε το περιεχόμενο των εν λόγω ρητρών, εφόσον δημοσιεύεται, είναι προσιτό στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνον των φορτωτών, αλλά και όλων των μερών της TACA. Όπως τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα μέρη της TACA έχουν την υποχρέωση, βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας, να προσφέρουν τους ίδιους όρους σε όλους τους φορτωτές που τελούν σε ανάλογη κατάσταση.

    1153 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς την άποψη των προσφευγουσών, την επίμαχη πρακτική δεν την επιβάλλει το αμερικανικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η αμερικανική νομοθεσία δεν επιβάλλει στα μέρη της TACA να γνωστοποιούν αμοιβαίως την ύπαρξη και το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεών τους παροχής υπηρεσιών, αλλά το πολύ τους επιβάλλει την υποχρέωση να κοινοποιούν τις εν λόγω συμβάσεις στην FMC, η οποία προβαίνει εν συνεχεία στη δημοσίευση περιλήψεως των «ουσιωδών ρητρών» τους.

    1154 Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, λόγω του ότι η περίληψη αυτή δημοσιεύεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το περιεχόμενο των «ουσιωδών ρητρών» των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συνιστά δημοσιευμένο στοιχείο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί η Επιτροπή να προσάπτει, με την αιτιολογική σκέψη 552 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα μέρη της TACA ότι συμφώνησαν να «γνωστοποιούν» αμοιβαία τα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των «ουσιωδών ρητρών» δημοσιεύεται, η μεταξύ των μερών της TACA ανακοίνωση της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεών τους παροχής υπηρεσιών συνιστά ανταλλαγή δημοσιευμένων στοιχείων. Κατά τη νομολογία όμως, ένα τέτοιο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών δεν μπορεί να συνιστά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 1994, Τ-35/92, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-957, σκέψη 81, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μα?ου 1998, C-7/95 Ρ, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3111, σκέψεις 89 και 90).

    1155 Η Επιτροπή, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, υποστήριξε ωστόσο ότι τα μέρη της TACA γνωστοποιούσαν αμοιβαία και άλλα στοιχεία πλέον αυτών που καλύπτονταν από τη δημοσίευση την οποία προβλέπει ο US Shipping Act. Ερωτηθείσα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή δέχθηκε ωστόσο ότι η μοναδική ρήτρα των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών η οποία δεν οφείλει να δημοσιεύεται ως «ουσιώδης ρήτρα» βάσει του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι η ρήτρα που αφορά την ταυτότητα του ή των οικείων φορτωτών.

    1156 Συναφώς, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί, όπως ορθώς ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους τα οποία κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι την ταυτότητα του ή των οικείων φορτωτών μπορούν εύκολα να συναγάγουν τα μέρη της TACA από τις «ουσιώδεις ρήτρες» που δημοσιεύονται βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, εφόσον τα μέρη της TACA έχουν πρόσβαση, για κάθε μεμονωμένη σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνάπτεται από ένα από τα μέρη αυτά, σε στοιχεία όπως είναι οι οικείες λιμενικές και γεωγραφικές περιοχές, τα οικεία προϊόντα και οι εγγυημένες παροχές υπηρεσιών, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων δεσμών που υφίστανται μεταξύ των μερών αυτών στο πλαίσιο της ναυτιλιακής διασκέψεως, είναι σε θέση να καθορίζουν την ταυτότητα του ή των φορτωτών που συνδέονται με τις οικείες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε εξάλλου το γεγονός αυτό, αλλά, το πολύ, υποστήριξε ότι τα μέρη της TACA γνωστοποιούσαν την ταυτότητα του ή των οικείων φορτωτών πριν από τη δημοσίευση των «ουσιωδών ρητρών». Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος διατυπώθηκε για πρώτη φορά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένος.

    1157 Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση, έκαστο των μερών της TACA ήταν σε θέση, λαμβανομένης υπόψη της δημοσιεύσεως των «ουσιωδών ρητρών» που περιέχονται στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η οποία προβλέπεται στο δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, να λαμβάνει γνώση της υπάρξεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών τις οποίες είχε συνάψει κάποιο από τα μέρη αυτά καθώς και του συνόλου των κρίσιμων όρων που προέβλεπαν οι συμβάσεις αυτές.

    1158 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κακώς διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες συμφώνησαν να γνωστοποιούν αμοιβαίως την ύπαρξη των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και το περιεχόμενό τους.

    1159 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     2. Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την πρώτη κατάχρηση


     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1160 Οι προσφεύγουσες διατυπώνουν τέσσερις επικρίσεις σχετικά με την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    1161 Η πρώτη επίκριση αντλείται από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί γιατί δεν πρέπει να επιτρέπεται στα μέρη μιας διασκέψεως να καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκούν την εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως («Conference service contract authority»), ενώ η άσκηση της εξουσίας αυτής είναι, αυτή καθεαυτήν, συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο.

    1162 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, ναι μεν η Επιτροπή καταλήγει ότι η εξουσία συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86, πλην όμως δεν αποκλείει ότι η εξουσία αυτή μπορεί να τύχει ατομικής εξαιρέσεως. Οι προσφεύγουσες αναφέρονται συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 582 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αναφέρει ότι «η παρούσα απόφαση δεν απαιτεί από τους φορτωτές να επαναδιαπραγματευτούν τις κοινές τους συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ούτε επιβάλλει προθεσμία για την επαναδιαπραγμάτευση». Δεδομένου ότι τα μέρη μιας διασκέψεως μπορούν όλα να συμφωνούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, εντεύθεν προκύπτει ότι πρέπει επίσης να επιτρέπεται στα μέλη της διασκέψεως να καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να συνάπτουν τέτοιες συμβάσεις. Αν η θέση της Επιτροπής ήταν διαφορετική, θα έπρεπε να αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους η συμφωνία των προσφευγουσών με αντικείμενο τις προϋποθέσεις αυτές συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως.

    1163 Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες λαμβάνουν υπόψη την περιεχόμενη στο υπόμνημα αντικρούσεως θέση της Επιτροπής ότι η πρώτη κατάχρηση την οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τη συμφωνία περί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ασκούνταν η εξουσία της διασκέψεως όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αλλά τους περιορισμούς που επιβάλλονταν στη σύναψη των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (ή στις κοινές μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών) αυτών καθεαυτές ή εξαιρετικά υπό συλλογικά συμφωνηθείσες προϋποθέσεις.

    1164 Η δεύτερη επίκριση των προφευγουσών αντλείται από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί τον ισχυρισμό ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες επιβάλλει το άρθρο 14, παράγραφος 2, της συμφωνίας TACA, στο οποίο αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως (ήτοι οι ρήτρες τυχαίων γεγονότων, η διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων) δεν είναι δίκαιες από την άποψη του άρθρου 86, στοιχείο αì, της Συνθήκης. Η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η συμφωνία περί του περιεχομένου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Δεν υφίσταται επιπλέον καμία ανάλυση των προϋποθέσεων αυτών και ουδόλως ελήφθη υπόψη το εμπορικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο συμφωνήθηκαν οι προϋποθέσεις αυτές. Η Επιτροπή δεν εξηγεί περαιτέρω γιατί είναι λυσιτελής η εκτίμηση η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 551 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1165 Η τρίτη επίκριση των προσφευγουσών αφορά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι προσφεύγουσες παρέσχον υπηρεσίες ήσαν παράλογες. Από τη νομολογία όμως προκύπτει ότι η άρνηση παροχής υπηρεσιών είναι καταχρηστική μόνον εφόσον δεν δικαιολογείται αντικειμενικά. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τέτοια ανάλυση, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση, στις αιτιολογικές σκέψεις 553 και 554, ότι, λόγω των κανόνων που θεσπίζονται με το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, δεν ήταν διαθέσιμη καμία σύμβαση παροχής υπηρεσιών μη τηρούσα τους κανόνες αυτούς.

    1166 Η τέταρτη επίκριση των προσφευγουσών αντλείται από το ότι, αντίθετα προς τα διδάγματα της αποφάσεως «Επίπεδη ύαλος», η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 594 ανωτέρω (σκέψη 360), η Επιτροπή ανακύκλωσε τις διαπιστώσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του άρθρου 85 της Συνθήκης προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Κατά τις προσφεύγουσες, η πρώτη κατάχρηση την οποία λαμβάνει υπόψη η απόφαση συνίσταται συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζει η απόφαση στην αιτιολογική σκέψη 551, στην ίδια συμπεριφορά με εκείνη που εξετάστηκε στο πλαίσιο της παραβάσεως του άρθρου 85, η οποία παρουσιάστηκε «πληρέστερα στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 502». Από την παραπομπή αυτή προκύπτει ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι επίσης καταχρηστικές και παράλογες, από την άποψη του άρθρου 86 της Συνθήκης, οι ρήτρες των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών οι οποίες δεν παράγουν αρκετά θετικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των υπηρεσιών ή όσον αφορά την προαγωγή της τεχνικής ή οικονομικής προόδου ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις ατομικής εξαιρέσεως οι οποίες απαριθμούνται στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 502.

    1167 Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η συλλογιστική αυτή συνιστά πλάνη περί το δίκαιο. Ισχυρίζονται ότι η εξέταση μιας πρακτικής από την άποψη των προϋποθέσεων χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να συνιστά συλλογιστική επαρκή για να δικαιολογηθεί το συμπέρασμα ότι η πρακτική αυτή είναι επίσης καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι τα νομικά κριτήρια εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης είναι διαφορετικά και επιδιώκουν διαφορετικούς οικονομικούς σκοπούς, η απλή παραπομπή στη συλλογιστική η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 85 της Συνθήκης δεν μπορεί να αρκεί για να αιτιολογηθεί η διαπίστωση καταχρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως (όπως και το υπόμνημα αντικρούσεως) δεν περιέχει αιτιολογημένη εξήγηση όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους οι περιορισμοί αυτοί του ανταγωνισμού συνιστούν καταχρήσεις υπό την έννοια του άρθρου 86, στοιχεία αì και βì, της Συνθήκης.

    1168 Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 595 ανωτέρω, δεν είναι λυσιτελείς για την παρούσα προβληματική. Στα σημεία 28 και 35 των προτάσεων αυτών, ο γενικός εισαγγελέας δεν εξετάζει συγκεκριμένα το ζήτημα της παραπομπής στη συλλογιστική η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, προκειμένου να αιτιολογηθεί η διαπίστωση καταχρήσεως υπό τη έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, αλλά το διαφορετικό ζήτημα περί του αν η Επιτροπή μπορεί, για να αποδείξει τους οικονομικούς δεσμούς που είναι αναγκαίοι για να προβεί σε συλλογική εξέταση, να στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που μπορούν να αντιστοιχούν σε συμφωνία ή σε εναρμονισμένη πρακτική υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης.

    1169 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη επί όλων αυτών των σημείων και ζητεί, κατά συνέπεια, την απόρριψη των υπό κρίση ισχυρισμών και αιτιάσεων των προσφευγουσών.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1170 Με τους υπό κρίση ισχυρισμούς και αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους οι προϋποθέσεις της ασκήσεως της εξουσίας συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως είναι αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης. Περαιτέρω, ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εκθέτει επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους οι πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση, αφενός, είναι καταχρηστικές υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης και, αφετέρου, δεν δικαιολογούνται αντικειμενικώς.

    1171 Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση η οποία αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα των προϋποθέσεων της ασκήσεως της εξουσίας συνάψεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω στις σκέψεις 1106 και 1107 ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, η πρώτη κατάχρηση συνίστατο, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA εφάρμοσαν στις συμβάσεις αυτές παροχής υπηρεσιών ορισμένες από τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 2, της συμφωνίας TACA, ήτοι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις προϋποθέσεις που αφορούν την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων.

    1172 Εντεύθεν προκύπτει ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαπιστώνει ότι το γεγονός και μόνον του συλλογικού καθορισμού των προϋποθέσεων της ασκήσεως της εξουσίας συνάψεως παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνιστά, αυτό καθεαυτό, κατάχρηση, αλλά μόνον ότι είναι καταχρηστική η εφαρμογή ορισμένων από τις προϋποθέσεις αυτές που προβλέπονται στη συμφωνία TACA.

    1173 Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού στερείται αντικειμένου.

    1174 Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση η οποία αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα των πρακτικών που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω πρακτικές εμπίπτουν στο άρθρο 86 της Συνθήκης, αλλ' ότι προέβη, συναφώς, σε μια «ανακύκλωση» της αιτιολογίας που διατυπώθηκε για να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στις ίδιες αυτές πρακτικές.

    1175 Πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι, με μια τέτοια αιτίαση, οι προσφεύγουσες απλώς προβάλλουν, όπως τούτο προκύπτει ρητώς από το δικόγραφο της προσφυγής τους, παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης, υπό την έννοια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελαττωματική λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ή λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Αντίθετα προς όσα οι προσφεύγουσες υποστήριξαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, με την παρούσα αιτίαση, οι προσφεύγουσες επιθυμούν επίσης να προσάψουν στην Επιτροπή ότι διατύπωσε εσφαλμένη αιτιολογία επί του σημείου αυτού. Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος θα αφορούσε το νόμω βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως και θα ενέπιπτε ως εκ τούτου στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού προς την εφαρμογή της Συνθήκης, δεν μπορεί να συγχέεται με τον διαφορετικό λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας και ο οποίος εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, παρατεθείσα στη σκέψη 746 ανωτέρω, σκέψη 67). Επομένως, στον βαθμό που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να συναχθεί από το υπόμνημα απαντήσεως ένας λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από εσφαλμένη αιτιολογία, ο λόγος αυτός θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτος ως νέος ισχυρισμός, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    1176 Εν προκειμένω, προκειμένου να εξεταστεί το βάσιμο της αιτιάσεως των προσφευγουσών, πρέπει κατά συνέπεια να ερευνηθεί μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα των πρακτικών που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση.

    1177 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, η πρώτη κατάχρηση συνίσταται στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA συνήψαν συμφωνία επιβάλλουσα περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και ως προς το περιεχόμενό τους. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 1106 και 1107, από τις αιτιολογικές σκέψεις 551 έως 558 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η πρώτη αυτή κατάχρηση προκύπτει, αφενός, όσον αφορά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, από την απόλυτη απαγόρευσή τους το 1994 και το 1995 και, όταν αυτές επετράπησαν από το 1996 και μετά, από την εφαρμογή ορισμένων προϋποθέσεων τις οποίες καθόρισε συλλογικά η TACA και από την αμοιβαία γνωστοποίηση των όρων τους, και, αφετέρου, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, από την εφαρμογή ορισμένων προϋποθέσεων τις οποίες καθόρισε συλλογικά η TACA.

    1178 Επιβάλλεται κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αιτιολογεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα των πρακτικών αυτών ανακυκλώνοντας τους λόγους που διατύπωσε στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 502 προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση της χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης υπέρ των ίδιων αυτών πρακτικών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 551 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία οι προσφεύγουσες στηρίζουν τον ισχυρισμό τους περί «ανακυκλώσεως», η Επιτροπή εκθέτει μόνον τα εξής:

             «Η σημασία των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών για τους φορτωτές εξετάζεται αρκετά αναλυτικά ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 122 έως 126 και 472 έως 476. Τα μέρη της TACA έχουν συμφωνήσει να επιβάλλουν ορισμένους περιορισμούς ως προς το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και στο παρελθόν είχαν συμφωνήσει ότι δεν θα συνάπτουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Η επιβολή αυτών των περιορισμών αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην παρεμπόδιση του ανταγωνισμού τιμών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 479). Οι εν λόγω περιορισμοί παρουσιάζονται πληρέστερα στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 502».

    1179 Επιβάλλεται έτσι η διαπίστωση ότι από την ίδια τη διατύπωση της τελευταίας περιόδου αυτής της αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι η παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 487 έως 502 δεν αφορά τους λόγους που δικαιολογούν την άρνηση της χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, αλλά την περιεχόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις αυτές σκέψεις «πληρέστερη παρουσίαση» των περιορισμών στο περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών τους οποίους επιβάλλουν οι κανόνες της TACA. Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από την προβαλλόμενη «ανακύκλωση» είναι, για τον λόγο και μόνον αυτόν, αβάσιμα.

    1180 Πρέπει ωστόσο επιπλέον να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ορθή αιτιολογία όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα των επίμαχων πρακτικών.

    1181 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 553 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι η συμφωνία για την επιβολή περιορισμών ως προς τη σύναψη και το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ισοδυναμεί με άρνηση παροχής υπηρεσιών αν αυτή δεν πραγματοποιείται υπό μη δίκαιες προϋποθέσεις, καθώς και με περιορισμό της προσφοράς προϊόντων μεταφοράς, οπότε μια τέτοια συμφωνία εμπίπτει στο άρθρο 86, στοιχεία αì και βì, της Συνθήκης. Εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 554 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει, όσον αφορά την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ότι η απαγόρευση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι τα μέρη της TACA αρνήθηκαν να παράσχουν, το 1995, «υπηρεσίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες των επιμέρους πελατών σύμφωνα με τις ατομικές δυνατότητες των επιμέρους μεταφορέων», η δε άρνηση αυτή στέρησε από τους φορτωτές «ενδεχόμενες πρόσθετες υπηρεσίες που τα μεμονωμένα μέρη της TACA θα ήσαν σε θέση να προσφέρουν». Όσον αφορά την εφαρμογή στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (από το 1996 και μετά) και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως ορισμένων προϋποθέσεων τις οποίες καθόρισαν συλλογικά τα μέρη της TACA, η Επιτροπή αναφέρει, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι «τα μέρη της TACA αρνήθηκαν να παράσχουν υπηρεσίες θαλάσσιων και εσωτερικών πλωτών μεταφορών σε φορτωτές σύμφωνα με σύμβαση παροχής υπηρεσιών, εφόσον αυτοί δεν αποδέχονταν ορισμένους όρους που είχαν επιλεγεί συλλογικά από τα μέρη της TACA». Παρόμοια εκτίμηση περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 555 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1182 Έτσι, από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε, με την εν λόγω απόφαση, ότι οι πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση είναι καταχρηστικές υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης λόγω του μη δίκαιου και περιοριστικού χαρακτήρα τους ως προς την προσφορά των προϊόντων μεταφοράς, στον βαθμό που οι πρακτικές αυτές αποσκοπούσαν, για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 554 και 555 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον περιορισμό της συνάψεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και του περιεχομένου τους.

    1183 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια αιτιολογία, η οποία αναφέρει το είδος της καταχρήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 86 της Συνθήκης στο οποίο εμπίπτουν οι επίμαχες πρακτικές και διευκρινίζει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους οι πρακτικές αυτές συνιστούν τέτοιες καταχρήσεις, παρέχει στις προσφεύγουσες ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση έχει επαρκές έρεισμα ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της και παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση Van Megen Sports κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 548 ανωτέρω, σκέψη 51)

    1184 Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού.

    1185 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αιτίαση.

    1186 Όσον αφορά, τέλος, την αιτιολογία περί του αν δικαιολογούνται αντικειμενικώς οι πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια επιχείρηση εκμεταλλεύθηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της, εναπόκειται στην εν λόγω επιχείρηση, ενδεχομένως, να δικαιολογήσει με την επίκληση αντικειμενικών περιστάσεων τις καταχρήσεις οι οποίες της προσάπτονται (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1989, 395/87, Tournier, Συλλογή 1989, σ. 2521, σκέψη 38).

    1187 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ουδέν στοιχείο παρέσχον για να δικαιολογήσουν τη σχετική με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών κατάχρηση που τους προσήψε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

    1188 Δεν μπορεί όμως προφανώς να προσάπτεται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ότι δεν έλαβε θέση με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά στοιχεία τα οποία δεν της είχαν υποβληθεί πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, αλλά τα οποία προεβλήθησαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο των υπό κρίση προσφυγών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψεις 426 και 427).

    1189 Κατά συνέπεια, η αιτίαση των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

     3. Συμπέρασμα περί της πρώτης καταχρήσεως

    1190 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την πρώτη κατάχρηση πρέπει να γίνουν δεκτοί στον βαθμό και μόνον που αφορούν την αμοιβαία γνωστοποίηση, εκ μέρους των μερών της TACA, της υπάρξεως και του περιεχομένου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Κατά τα λοιπά, οι υπό κρίση ισχυρισμοί και αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν.

    1191 Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 6 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εφαρμόζεται στην αμοιβαία γνωστοποίηση, εκ μέρους των μερών της TACA, της υπάρξεως και των περιεχομένων των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, το άρθρο 7 του εν λόγω διατακτικού, καθόσον επιβάλλει στις προσφεύγουσες να σταματήσουν πάραυτα τις γνωστοποιήσεις αυτές και να απόσχουν μελλοντικά από κάθε ενέργεια που θα είχε το ίδιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

     Β ─ Επί της δεύτερης καταχρήσεως που συνίσταται στην καταχρηστική αλλαγή της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού στην αγορά

    1192 Οι προσφεύγουσες προβάλλουν λόγους ακυρώσεως και αιτιάσεις τεσσάρων κατηγοριών κατά των εκτιμήσεων της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση. Η πρώτη κατηγορία αφορά την απόδειξη των πρακτικών που συνιστούν τη δεύτερη κατάχρηση. Η δεύτερη αφορά τις σημαντικές επιπτώσεις των εν λόγω πρακτικών. Η τρίτη αφορά τη διάρκειά τους. Τέλος, η τέταρτη αφορά τον καταλογισμό τους στη Hanjin και στη Hyundai.

     1. Επί της αποδείξεως των πρακτικών που συνιστούν τη δεύτερη κατάχρηση


     Επιχειρήματα των διαδίκων


     i) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    1193 Εκ προοιμίου, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η δεύτερη κατάχρηση την οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη διαπίστωση ότι η διάσκεψη παρακίνησε ενεργώς δύο εταιρίες, ήτοι τη Hanjin και την Hyundai, να προσχωρήσουν στην TACA.

    1194 Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν ωστόσο ότι η Επιτροπή αναπτύσσει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, μια νέα επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία, πέραν των γεγονότων που πλαισιώνουν την προσχώρηση της Hanjin και της Hyundai στην TACA (που έχουν απλώς παραδειγματική αξία), οι προσφεύγουσες υιοθέτησαν μια «πολιτική» συνιστάμενη στην εξουδετέρωση του ανταγωνισμού και εξέφρασαν τη «βούληση» να προτείνουν κίνητρα για να αλλάξουν τη διάρθρωση της αγοράς.

    1195 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή στις περιστάσεις αυτές και ότι η απόφαση Europemballage Continental Can κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 779 ανωτέρω και στη οποία στηρίζεται η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 559 και 560 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης στην πολιτική ή στη βούληση των μελών της TACA. Κατά τις προσφεύγουσες, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι ασκήθηκε καταχρηστικός καταναγκασμός στον νεοεισελθόντα για να προσχωρήσει στη διάσκεψη, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο νεοεισελθών αυτός προσχώρησε στη διάσκεψη βάσει ιδίας εκτιμήσεως των εμπορικών του συμφερόντων. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει σε μια περίπτωση συγκεντρώσεως όπως αυτή σε σχέση με την οποία εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση, τα μέρη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως διατηρούν την ελευθερία τους, αφενός, να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω των τιμών ή κατ' άλλον τρόπο και, αφετέρου, να αποχωρούν από τη διάσκεψη μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας προθεσμίας προειδοποιήσεως. Κατά τις προσφεύγουσες, αν η διάρθρωση του ανταγωνισμού εμποδίζεται σοβαρά με την προσχώρηση νέων μελών στη διάσκεψη, η Επιτροπή έχει την εξουσία να αποσύρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 7 ή/και 8 του κανονισμού 4056/86.

    1196 Οι προσφεύγουσες παρατηρούν επιπλέον ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί πώς είχε αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά η «πολιτική» που αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση του ανταγωνισμού και η «βούληση» προφοράς κινήτρων στους μεταφορείς για να παρακινηθούν να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρη της TACA. Κατά τις προσφεύγουσες όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια της καταχρήσεως αποτελεί αντικειμενική έννοια που αφορά πρακτικές δυνάμενες να προκαλέσουν ζημία στους καταναλωτές και να θίξουν τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά (αποφάσεις Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 91· Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 779 ανωτέρω, σκέψη 26, και της 6ης Απριλίου 1995, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 346 ανωτέρω, σκέψη 70). Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει το ότι η πολιτική της TACA που αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση του ανταγωνισμού, είχε επίπτωση στη διάρθρωση του ανταγωνισμού.

    1197 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 παρατηρεί ότι οι προσχωρήσεις και οι αποχωρήσεις από τις ναυτιλιακές διασκέψεις ουδόλως είναι εξαιρετικές. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ανάλυση της Επιτροπής εν προκειμένω μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να «παγώσει» ο αριθμός των μελών των διασκέψεων στο σημερινό επίπεδό τους, αντίθετα προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 4056/86. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι οι ανοικτές διασκέψεις που διέπονται από το αμερικανικό δίκαιο πρέπει να δέχονται κάθε νέο μέλος, ενώ οι κλειστές διασκέψεις πρέπει επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κώδικα της CNUCED, να δέχονται τα νέα μέλη που πληρούν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις.

    1198 Η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν χαρακτήρισε σαφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη συμπεριφορά η οποία συνιστά κατάχρηση. Κατά την προσφεύγουσα, από το άρθρο της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η προσαπτόμενη κατάχρηση έγκειται είτε στην αποδοχή της Hanjin και της Hyundai ως μελών της TACA είτε στα μέτρα που έλαβαν οι προσφεύγουσες για να παρακινήσουν τις δύο αυτές εταιρίες να προσχωρήσουν στην TACA είτε σε αμφότερα τα ανωτέρω.

    1199 Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η υπόθεση αυτή είναι εσφαλμένη σε επίπεδο αρχών, καθόσον οι διασκέψεις δεν μπορούν να υποχρεούνται από τον νόμο να δέχονται κάθε νέο μέλος και ταυτοχρόνως συμμορφούμενες σε αυτόν να διαπράττουν κατάχρηση. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι οι διασκέψεις, για να ασκήσουν τον σταθεροποιητικό ρόλο τους σύμφωνα με τον κανονισμό 4056/86, πρέπει να κατέχουν αρκετά μεγάλο μερίδιο αγοράς. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης, σε επίπεδο πραγματικών περιστατικών, ότι η προσχώρηση εταιριών όπως η Hanjin και η Hyundai δεν μπορεί να αλλοίωσε σημαντικά τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι το σωρευμένο μερίδιό τους αγοράς μόλις υπερβαίνει το 1 %. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να συνάγει από το γεγονός ότι η προσχώρηση των δύο αυτών εταιριών εξάλειψε «αυτή την πηγή ανταγωνισμού» (αιτιολογική σκέψη 566) το συμπέρασμα ότι η TACA είχε την πρόθεση να εξαλείψει τον ανταγωνισμό μέσω των τιμών. Η προσφεύγουσα τονίζει εξάλλου ότι εν συνεχεία υπήρξε διείσδυση στην αγορά ανεξάρτητων εταιριών.

    1200 Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, η προσφεύγουσα διευκρινίζει κατ' αρχάς ότι η περίπτωση αυτή προϋποθέτει λογικώς ότι η προσχώρηση της Hyndai και της Hanjin στην TACA δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν, προϋπόθεση της διαπιστώσεως της καταχρήσεως. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν εξηγεί πως τα προβαλλόμενα κίνητρα αλλοίωσαν τη διάρθωση της αγοράς. Η Επιτροπή δεν προσδίδει εξάλλου καμία σημασία στη μορφή που έλαβαν τα κίνητρα αυτά. Εν πάση περιπτώσει, αν τα κίνητρα που παρέσχον οι ναυτιλιακές διασκέψεις για να προκαλέσουν τις προσχωρήσεις συνιστούν περιπτώσεις καταχρήσεως, η προσφεύγουσα διερωτάται πώς οι διασκέψεις μπορούν να είναι σε θέση να αυξήσουν τον αριθμό των μελών τους, ενώ διασφαλίζουν στα μέλη τους και στο δρομολόγιο εν γένει τα οφέλη που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86.

    1201 Όσον αφορά την τρίτη περίπτωση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προεκτεθείσες παρατηρήσεις εφαρμόζονται σωρευτικά.

    1202 Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα των λοιπών προσφευγουσών όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής τροποποίηση της φύσεως της δευτέρας καταχρήσεως. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν παρέχει κανένα λεπτομερές στοιχείο όσον αφορά την πολιτική βούληση των μερών της TACA να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό και δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο προς στήριξη της θέσεώς της. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν είχε τέτοια πολιτική βούληση και υπενθυμίζει ότι η προσχώρησή της στην TACA είναι λίγο προεγενέστερη εκείνης της Hanjin. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ζητεί την απόρριψη της νέας θέσεως της Επιτροπής, για τον απλό λόγο ότι δεν πρόκειται για την κατάχρηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1203 Η Επιτροπή τονίζει ότι η δεύτερη κατάχρηση η οποία προσάπτεται στις προσφεύγουσες είναι εξαιρετικώς σοβαρή, καθόσον αποσκοπούσε στην εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού, παρακινώντας τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στην αγορά ως μέρη της TACA. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα γεγονότα που πλαισιώνουν την πρόσβαση της Hanjin και της Hyundai στη διάσκεψη δεν αποτελούν παρά παραδείγματα της πολιτικής που άσκησαν τα μέρη της TACA. Η Επιτροπή τονίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει άλλα παραδείγματα κινήτρων που προσέφερε η TACA στους δυνητικούς ανταγωνιστές, που δεν περιορίζονται στην Hanjin και στην Hyundai, ήτοι τις συμβάσεις με διπλή τιμολόγηση και το γεγονός ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της TACA απείχαν από τον ανταγωνισμό για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC (αιτιολογική σκέψη 565). Επομένως, ακόμη και αν οι προσφεύγουσες κατόρθωναν να αποδείξουν ότι η διάσκεψη δεν παρακίνησε τη Hanjin και τη Hyundai να προσχωρήσουν στην TACA, τούτο δεν θα αρκούσε για να αντικρουστεί η δεύτερη κατάχρηση την οποία λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση.

    1204 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η θεωρία των ανοικτών διασκέψεων δεν εμποδίζει τα μέλη μιας διασκέψεως να ζητήσουν από την FMC παρέκκλιση από την υποχρέωση αποδοχής κάθε νέου μέλους, οσάκις το μέλος αυτό δεν σχεδιάζει να εκμεταλλευτεί τα πλοία του στο δρομολόγιο. Περαιτέρω, υπό το φως του κώδικα των διασκέψεων τακτικών γραμμών της Cnuced, η Επιτροπή ερμηνεύει το κανονισμό 4056/86 ως επιτρέποντα (χωρίς να της επιβάλλει) τις κλειστές διασκέψεις τακτικών γραμμών. Ένας όμως από τους λόγους απορρίψεως ενός νέου μέλους, ο οποίος επιτρέπεται από τον κώδικα, συνίσταται στο ότι το νέο αυτό μέλος δεν προσκομίζει τα δικά του πλοία. Στον βαθμό που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της συμφωνίας TACA δανείζεται κυριολεκτικά το κείμενο του κώδικα της Cnuced για να περιγράψει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα νέα μέλη μπορούν να γίνουν δεκτά, η Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να τονιστεί ότι τα νέα μέρη της TACA, όπως είναι η Hanjin και η Hyundai, εισήλθαν στο δρομολόγιο χωρίς να εισαγάγουν τη δική τους μεταφορική ικανότητα.

    1205 Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή φρονεί ότι η θεωρία των ανοικτών διασκέψεων δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαπιστώνει ότι τα μέρη της TACA διέπραξαν κατάχρηση αποδεχόμενα νέα μέλη. Κατά την Επιτροπή, μπορούν να υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες μια διάσκεψη κατέχει μια τόσο ισχυρή θέση ώστε κάθε αύξηση των μελών της μπορεί να συνιστά κατάχρηση. Τούτο ωστόσο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση. Η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει συγκεκριμένα μόνον ότι τα μέρη της TACA υιοθέτησαν συμπεριφορά αποσκοπούσα ειδικώς στην αποτροπή του δυνητικού ανταγωνισμού, παρακινώντας για προσχώρηση στην TACA τις ναυτιλιακές εταιρίες οι οποίες, χωρίς αυτό, θα το είχαν πράξει ως ανεξάρτητοι εφοπλιστές. Η στρατηγική αυτή θυμίζει εκείνη της τιμολογιακής διαρθώσεως σε δύο επίπεδα για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση ΤΑΑ.

    1206 Το ECTU ισχυρίζεται ότι η παρεμπόδιση ή καθυστέρηση της εισόδου ανεξάρτητων ανταγωνιστών αποτελεί μία από τις σοβαρότερες καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως, στον βαθμό που μπορεί να θίξει τη διάρθρωση του ανταγωνισμού εμποδίζοντας την ανάδειξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

    1207 Το ECTU ισχυρίζεται ότι η προσέγγιση της Επιτροπής είναι σύμφωνη προς τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων. Το προσφεύγον τονίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, με την απόφαση Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 779 ανωτέρω, ότι μια συμπεριφορά που συνεπάγεται την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως εμπίπτει στο άρθρο 86 της Συνθήκης, καθόσον μπορεί να θίξει τη διάρθρωση του υφιστάμενου ανταγωνισμού. Κατά το Δικαστήριο, λίγη σημασία έχουν τα «μέσα και οι διαδικασίες» που χρησιμοποιεί προς τούτο η δεσπόζουσα επιχείρηση. Το ECTU διαπιστώνει ότι το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις CEWAL, καθιέρωσαν επίσης τις αρχές αυτές στον τομέα της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών (αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψεις 112, 113 και 114, και της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψεις 106 και 107).

    1208 Κατά το ECTU, δεν έχει σημασία το ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν συνεπάγεται πρόσθετη αύξηση του μεριδίου αγοράς της δεσπόζουσας επιχειρήσεως ή συνεπάγεται μείωση του μεριδίου αυτού (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 77). Συγκεκριμένα, αν η συμπεριφορά της TACA δεν ήταν καταχρηστική, ο ανταγωνισμός θα ήταν πιο αποτελεσματικός και η θέση της TACA θα είχε περιοριστεί. Ομοίως, το ECTU φρονεί ότι δεν έχει σημασία το ότι οι φορτωτές ζητούσαν ορισμένες από τις προβαλλόμενες καταχρηστικές πρακτικές (ήτοι τις συμβάσεις με διπλή τιμολόγηση). Πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία, το παρεμβαίνον υπενθυμίζει ότι έχει αποδειχθεί ότι το γεγονός ότι οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις έχουν διαπραγματευτεί πολιτικές τιμών αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ανταποκρινόμενες στα αιτήματα των καταναλωτών δεν μπορεί να προβληθεί ως υπερασπιστικό μέσο οσάκις είναι αποδεδειγμένη η πρόθεση διαπράξεως καταχρήσεως [απόφαση 91/300/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1990, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/33.133-Δ: Ανθρακικό νάτριο ─ ICI) (ΕΕ L 152, σ. 40)].

    1209 Το παρεμβαίνον τονίζει ότι η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 έχει ευρύ περιεχόμενο, καθόσον επιτρέπει τον συλλογικό καθορισμό των τιμών για αόριστο χρόνο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει προσεκτικά τη συμπεριφορά των μερών τέτοιων νομιμοποιημένων καρτέλ για να εξακριβώνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας εξαιρέσεως ανά πάσα στιγμή και αν τα μέρη εκμεταλλεύονται καταχρηστικά δεσπόζουσα θέση.

     ii) Επί των ειδικών μέτρων που προορίζονταν για την Hanjin και την Hyundai

    1210 Η πρώτη αιτίαση των προσφευγουσών αντλείται από το ότι, αντίθετα προς τις διαπιστώσεις που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 563 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά που πλαισιώνουν την είσοδο της Hanjin και της Hyundai στο διατλαντικό δρομολόγιο και οι επαφές μεταξύ της TACA και άλλων επιχειρηματιών σχετικά με την πιθανή είσοδο των επιχειρηματιών αυτών στο δρομολόγιο δεν συμβιβάζονται με τη διαπίστωση καταχρήσεως, καθόσον αποδεικνύουν ότι τα μέλη της TACA δεν παρακίνησαν δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο προσχωρώντας στην TACA.

    1211 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα μέλη της TACA, αποδεχόμενα την Hanjin και την Hyundai στη διάσκεψη, ενήργησαν απολύτως σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους βάσει του αμερικανικού δικαίου. Ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, στοιχείο b, του US Shipping Act, η TACA αποτελεί «ανοικτή» διάσκεψη η οποία επιτρέπει την προσχώρηση νέων μελών βάσει των ευλόγων και μη συνεπαγομένων διακρίσεις κριτηρίων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της TACA. Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι προσφεύγουσες επισυνάπτουν δήλωση του κ. Benner, ενός πρώην γενικού συμβούλου της FMC, στην οποία αυτός αναφέρει ότι δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο ή προηγούμενο στο οποίο να μπορεί να στηριχθεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής, που περιέχεται στο υπόμνημα αντικρούσεως, σύμφωνα με τον οποίο οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να ζητήσουν από την FMC την άδεια να μη δεχθούν έναν υπερωκεάνιο μεταφορέα ως μέλος της διασκέψεως αν ο μεταφορέας που ζητούσε την προσχώρηση δεν πρότεινε την εκμετάλλευση των δικών του πλοίων στο δρομολόγιο το οποίο καλύπτει η διάσκεψη.

    1212 Όσον αφορά, πρώτον, την ειδική προσχώρηση της Hanjin, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις διαπιστώσεις που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 563 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ενόψει της εισόδου της Hanjin στο δρομολόγιο και προτού συμμετάσχει στην TACA, η Hanjin ζήτησε λεπτομερή στοιχεία σχετικά με “όλα τα συναφή έγγραφα και στατιστικές της TACA (συμπεριλαμβανομένου του τιμολογίου, των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, των λιμένων προσέγγισης, των φορτώσεων και των επιδόσεων)” [επιστολή της Hanjin προς την TACA της 19ης Αυγούστου 1994]» και ότι «η δήλωση της γραμματείας της TACA [...] αποδεικνύει την επιδίωξη του συλλογικού οργάνου της TACA να “μπορέσει η Hanjin να αποκτήσει μερίδιο ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο” [ενημερωτικό σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996]».

    1213 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι πρώτες επαφές μεταξύ Hanjin και TACA πραγματοποιήθηκαν στις 23 Αυγούστου 1994, ημερομηνία της αιτήσεως προσχωρήσεως της εταιρίας. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι, πρώτον, η αίτηση προσχωρήσεως της Hanjin προέκυπτε από συζητήσεις όχι με τα μέλη της TACA, αλλά με τους εταίρους της στο πλαίσιο της κοινοπραξίας Tricon (ήτοι της DSR-Senator και Cho Yang Shipping), δεύτερον, η αίτηση αυτή προσχωρήσεως είχε υποβληθεί βάσει της θεωρίας της ανοικτής διασκέψεως στο πλαίσιο του αμερικανικού δικαίου, τρίτον, η αίτηση παροχής πληροφοριών της Hanjin αιτιολογείτο από την ανάγκη προετοιμασίας των εμπορικών δραστηριοτήτων και, τέταρτον, η πλειονότητα των αιτουμένων στοιχείων ήταν δημοσιευμένη. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η γραμματεία της TACA, με την απαντητική της επιστολή της 24ης Αυγούστου 1994, διευκρίνισε ότι τα στοιχεία που ζητούσε η Hanjin δεν θα της γνωστοποιούνταν παρά μόνο μετά την προσχώρησή της στη διάσκεψη στις 31 Αυγούστου 1994. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει επίσης ότι η TACA είχε επίγνωση των υποχρεώσεών της βάσει της θεωρίας της ανοικτής διασκέψεως στο πλαίσιο του αμερικανικού δικαίου. Κατόπιν της ως άνω ανταλλαγής επιστολών, η Hanjin κατέστη μέλος της TACA από τις 31 Αυγούστου 1994. Η TACA της κοινοποίησε εν συνεχεία αντίγραφο του τιμολογίου Eastbound την 1η Σεπτεμβρίου 1994, καθώς και άλλα στοιχεία στις επόμενες ημέρες.

    1214 Με βάση τα στοιχεία αυτά, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κακώς συνήγαγε το συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η γνωστοποίηση πληροφοριακών στοιχείων παρέσχε «ισχυρό κίνητρο στην Hanjin για να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο». Από την επιστολή της Hanjin της 23ης Αυγούστου 1994 προκύπτει συγκεκριμένα σαφώς ότι αυτή είχε ήδη αποφασίσει να εισχωρήσει στη διάσκεψη. Είναι εξάλλου παράλογο να θεωρείται ότι μια αίτηση παροχής πληροφοριών της Hanjin συνιστά κίνητρο για προσχώρηση στην TACA, χωρίς να εξετάζεται πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις η TACA απάντησε στην αίτηση αυτή.

    1215 Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το αμερικανικό δίκαιο απαιτούσε, βάσει της θεωρίας των ανοικτών διασκέψεων, να παράσχει η διάσκεψη στην Hanjin τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το τιμολόγιο και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Οι προσφεύγουσες επισυνάπτουν συναφώς δήλωση του κ. Benner, στην οποία αυτός αναφέρει ότι δεν υφίσταται, στο αμερικανικό δίκαιο, κανένα νόμιμο έρεισμα για να απαγορευθεί σε ένα νέο μέλος διασκέψεως να μετάσχει στις υφιστάμενες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Κατά τις προσφεύγουσες, ήταν συνεπώς απολύτως νόμιμο να ζητά ένα νέο μέλος από τη διάσκεψη το είδος των πληροφοριακών στοιχείων που ζήτησε η Hanjin με την αίτησή της περί προσχωρήσεως.

    1216 Οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι η Επιτροπή φαίνεται να δέχεται ότι η διάσκεψη δεν παρέσχε στην Hanjin τα πληροφοριακά στοιχεία που αυτή είχε ζητήσει πριν καταστεί μέρος της διασκέψεως, όταν υποστηρίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η επιστολή της 24ης Αυγούστου 1994 διευκρινίζει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που ζητούσε η Hanjin θα της παρασχεθούν μόνον εφόσον αυτή καταστεί μέρος της TACA.

    1217 Όσον αφορά την από 30 Ιανουρίου 1996 επιστολή του προέδρου της TACA προς την Hanjin, η οποία αναπαράγεται εν μέρει στην αιτιολογική σκέψη 561 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η επιστολή αυτή, στον βαθμό που γράφτηκε 17 μήνες μετά την προσχώρηση της Hanjin στη διάσκεψη τον Αύγουστο του 1994, δεν μπορεί λογικά να αφορά την προβληματική της εισόδου της Hanjin στο διατλαντικό δρομολόγιο. Κατά τις προσφεύγουσες, η επιστολή αυτή αφορά τις ενέργειες που πρότεινε η Hanjin ως μέλος της TACA δραστηριοποιούμενο στο διατλαντικό δρομολόγιο και οι οποίες θεωρήθηκαν απειλές για τον σταθεροποιητικό ρόλο της διασκέψεως. Η επίμαχη επιστολή αφορά μάλλον το σχέδιο επεκτάσεως της Hanjin ως μεταφορέα στο επίμαχο δρομολόγιο.

    1218 Κατά τις προσφεύγουσες, αυτό είναι το πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να κατανοηθεί το ενημερωτικό σημείωμα της 15ης Φεβρουαρίου 1996. Οι προσφεύγουσες εξηγούν ότι το σημείωμα αυτό αποτελεί συνέχεια της από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολής του προέδρου της TACA. Συντάχθηκε από τη βρετανική γραμματεία ενόψει συσκέψεως η οποία θα πραγματοποιούνταν στις 29 Φεβρουαρίου 1996 μεταξύ του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή της διασκέψεως, αφενός, και των στελεχών της Hanjin, αφετέρου. Κατά τις προσφεύγουσες, σκοπός του σημειώματος αυτού ήταν να υπάρξει αντίδραση στην πολιτική τιμών της Hanjin, με την παροχή εξηγήσεων όσον αφορά τις δυνατές επιλογές που είχε για να καθορίσει τις ανταγωνιστικές τιμές της στο πλαίσιο της διασκέψεως χωρίς να βλάψει τον σταθεροποιητικό ρόλο της διασκέψεως. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν κατανοούν πώς η δήλωση αυτή της γραμματείας της TACA, η οποία συντάχθηκε δεκαεπτά περίπου μήνες μετά την προσχώρηση της Hanjin στην TACA, μπόρεσε να παρακινήσει την Hanjin να προβεί στην ενέργεια αυτή.

    1219 Όσον αφορά, δεύτερον, την ειδική προσχώρηση της Hyundai, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα της Hyundai να μετάσχει άμεσα στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως «μπορούσε να παράσχει ένα ισχυρό κίνητρο στην Hyundai για να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρος της Hanjin».

    1220 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι πρώτες επαφές της Hyundai σχετικά με την είσοδό της στο διατλαντικό δρομολόγιο πραγματοποιήθηκαν με μια εταιρία ανεξάρτητη από την TACA, προκειμένου να σχεδιαστεί μια συμφωνία ναυλώσεως χώρων πλοίων στο πλαίσιο τριμερούς συμπράξεως στο οποίο μετείχε και μια άλλη ανεξάρτητη εταιρία. Οι διαπραγματεύσεις αυτές ωστόσο απέτυχαν. Οι προσφεύγουσες εκθέτουν εν συνεχεία ότι λίγο πριν από τη διακοπή των διαπραγματεύσεων αυτών, η Hyundai ήλθε επίσης σε επαφή με την MSC τον Μάιο του 1995 προκειμένου να συνάψει συμφωνία ναυλώσεως. Στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων, τον Ιούλιο του 1995, προέκυψε το ζήτημα της προσχωρήσεως της Hyundai στη διάσκεψη (επιστολή της 19ης Ιουλίου 1995). Κατά τις προσφεύγουσες, οι πρώτες επαφές μεταξύ Hyundai και διασκέψεως πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικώς κατά τα τέλη Ιουλίου 1995. Στις 30 Αυγούστου 1995, η Hyundai ρώτησε την TACA σχετικά με τη δυνατότητα συμμετοχής στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως οι οποίες υφίσταντο μέχρι τα τέλη του 1995. Η Hyundai κατέστη μέλος της διασκέψεως από τις 11 Σεπτεμβρίου 1995. Από ένα εσωτερικό σημείωμα της TACA, της 29ης Σεπτεμβρίου 1995, προκύπτει ότι η Hyundai επέλεξε να μετάσχει σε όλες τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως του 1995.

    1221 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι, πρώτον, η πρώτη επιλογή της Hyundai ήταν να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο συνάπτοντας συμφωνία όχι με την TACA, αλλά με μια ανεξάρτητη εταιρία, δεύτερον, οι προς τούτο διαπραγματεύσεις απέτυχαν για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με τη διάσκεψη, τρίτον, κατόπιν της αποτυχίας αυτής, η Hyundai άρχισε διαπραγματεύσεις με την MSC, ένα μέλος της TACA, για να συνάψει συμφωνία ναυλώσεως χώρων, τέταρτον, όταν αποσαφηνίστηκαν οι όροι της συμφωνίας, η Hyundai ήλθε σε επαφή με τη διάσκεψη στα τέλη του Ιουλίου 1995 για να προσχωρήσει στην TACA, πέμπτον, η συμφωνία με την MSC υπεγράφη ένα μήνα πριν από την προσχώρηση της Hyundai στη διάσκεψη, έκτον, μολονότι η αίτηση προσχωρήσεως υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 1995, μόλις στις 30 Αυγούστου 1995 η Hyundai έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της συμμετοχής στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως το 1995 και, έβδομον, σε απάντηση στην αίτηση αυτή, η Hyundai πληροφορήθηκε ότι είχε δικαίωμα να μετάσχει στις συμβάσεις αυτές.

    1222 Κατά τις προσφεύγουσες, δεν υπάρχει συνεπώς καμία απόδειξη για το ότι η διάσκεψη ενθάρρυνε την Hyundai να προσχωρήσει στην TACA ή για το ότι την παρακίνησε να το πράξει αυτό, παρέχοντάς της πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Αντιθέτως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι πρώτες επαφές για προσχώρηση προέρχονταν από την Hyundai και ότι η TACA περιέλαβε την Hyundai στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως με βάση τις οδηγίες της Hyundai.

    1223 Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το αμερικανικό δίκαιο επέβαλλε στα μέρη της TACA να δεχθούν τη συμμετοχή της Hyundai στις υφιστάμενες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Σύμφωνα με τη θεωρία των ανοικτών διασκέψεων, η TACA δεν είχε κανένα λόγο να αντιταχθεί στην απόφαση της Hyundai να μετάσχει στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών υπό τους ίδιους όρους με τα λοιπά μέρη της διασκέψεως από την ημερομηνία προσχωρήσεως. Οι προσφεύγουσες αναφέρονται συναφώς στην προαναφερθείσα δήλωση του κ. Benner.

    1224 Τρίτον, όσον αφορά την προσχώρηση άλλων δυνητικών ανταγωνιστών, οι προσφεύγουσες εκθέτουν, αφενός, ότι η United Arab Shipping Company (στο εξής: UASC), μολονότι ήλθε σε επαφή με την TACA τον Ιούνιο του 1996 με σκοπό μια ενδεχόμενη προσχώρηση, δεν προσχώρησε στην TACA και δεν εισήλθε στο διατλαντικό δρομολόγιο και, αφετέρου, ότι η APL δεν είχε καμία επαφή με την TACA με σκοπό να προσχωρήσει σε αυτήν. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν συναφώς ότι το 1998 η NOL παραιτήθηκε από τη διάσκεψη και εξαγόρασε την APL. Η NOL δραστηριοποιείται πλέον στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητη εταιρία υπό την επωνυμία της APL. Τέλος, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι τον Φεβρουάριο του 1997 οι Cosco, Yangming και K Line εισήλθαν στο διατλαντικό δρομολόγιο όχι ως μέλη της TACA, αλλά ως ανεξάρτητες εταιρίες.

    1225 Τέλος, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 αμφισβητεί ότι συνέβαλε σε μέτρα παρακινήσεως ή ότι γνώριζε την ύπαρξη τέτοιων μέτρων που αποσκοπούσαν να οδηγήσουν την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσουν στην TACA. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι κατέστη μέλος της TACA μόλις το 1993, ήτοι λίγο χρόνο πριν την προσχώρηση της Hanjin το 1994. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα απορρίπτει τον ισχυρισμό, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 293 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι της είχε «επιτραπεί» βάσει «διαφόρων συμφωνιών με τα μέρη της TACA» να «εισέλθει και να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά χωρίς να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που κανονικά αναμένεται σε παρόμοιες περιστάσεις».

    1226 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η θέση την οποία προβάλλει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον καθιστά στην πράξη αδύνατη την εκ μέρους μιας διασκέψεως αύξηση του αριθμού των μελών της χωρίς να διαπραχθεί κατάχρηση. Συναφώς, η προσφεύγουσα τονίζει ότι, στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με σκοπό την προσχώρηση, είναι συνήθης εμπορική πρακτική να προσφέρουν οι εταίροι κίνητρα. Η προσφεύγουσα δεν κατανοεί γιατί, μολονότι ο κανονισμός 4056/86 αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι ναυτιλιακές διασκέψεις, η Επιτροπή επιδιώκει τώρα να απαγορεύσει στις διασκέψεις να πείθουν εταιρίες που δεν είναι μέλη τους να καταστούν μέλη. Τονίζει ότι εν προκειμένω το μερίδιο αγοράς της TACA είναι κατώτερο από πολλές άλλες διασκέψεις και επαναλαμβάνει ότι η προσχώρηση της Hanjin και της Hyundai είχε ως συνέπεια μόνο μικρή αύξηση αυτού του μεριδίου αγοράς. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί του ότι η TACA κράτησε για την Hanjin ένα μερίδιο αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 533 και 535 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η προσφεύγουσα παρατηρεί επιπλέον ότι η συμπεριφορά αυτή, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί, δεν θα μπορούσε ωστόσο να χαρακτηριστεί καταχρηστική, καθόσον ο κανονισμός 4056/86 επιτρέπει τις συμφωνίες διαμοιρασμού φορτίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην μπορεί να προταθεί αυτό το είδος κινήτρου σε ένα υποψήφιο μέλος πριν από την προσχώρησή του, ενώ τούτο καθίσταται δυνατό μετά την προσχώρηση αυτή. Κατά την προσφεύγουσα, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν καταστρεπτική για τη διαδικασία διαπραγματεύσεως.

    1227 Απαντώντας στους ισχυρισμούς του ECTU, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν ότι δεν υφίσταται καμία απόδειξη του γεγονότος ότι η TACA επιχείρησε να πείσει τις ανεξάρτητες εταιρίες να προσχωρήσουν στη διάσκεψη. Διαπιστώνουν επίσης ότι η προβαλλόμενη πρόθεση της TACA να εξαλείψει τους ανεξάρτητους ανταγωνιστές ανακαλύφθηκε από το ECTU σε ένα έγγραφο του 1992. Όσον αφορά το γεγονός ότι η TACA διατήρησε τη δεσπόζουσα θέση της, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία σχετική διαπίστωση.

    1228 Η Επιτροπή εμμένει, όσον αφορά, πρώτον, την προσχώρηση της Hanjin, στο ότι ήταν προφανές ότι η εταιρία αυτή ήταν σε θέση να διεισδύσει στην επίμαχη αγορά ανεξάρτητα, καθόσον επρόκειτο για εταιρία που δεν μετείχε σε συμφωνίες διασκέψεως. Η Επιτροπή φρονεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή της Hanjin δεν αναφέρει ότι η εταιρία αυτή αποφάσισε να προσχωρήσει στην TACA, αλλά μόνον ότι αποφάσισε να εισέλθει στο επίμαχο δρομολόγιο.

    1229 Όσον αφορά την από 24 Αυγούστου 1994 επιστολή της TACA, η Επιτροπή φρονεί ότι η επιστολή αυτή επιβεβαιώνει το ότι η Hanjin δεν είχε ακόμη λάβει την απόφασή της κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της για παροχή πληροφοριών και ότι «επρόκειτο να πραγματοποιηθούν και άλλες συζητήσεις σχετικά με την προσχώρηση [της Hanjin]». Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι η επιστολή αυτή διευκρινίζει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που ζητούσε η Hanjin θα της παρείχοντο μόνον εφόσον αυτή καθίστατο μέρος της TACA. Κατά την Επιτροπή, ένα τμήμα των πληροφοριακών αυτών στοιχείων αφορούσε το περιεχόμενο των υφισταμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, τους μεταφερομένους όγκους και τις επιδόσεις των μερών της TACA, ήτοι εμπιστευτικές και εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, η κοινολόγηση των οποίων παρείχε τη δυνατότητα στην Hanjin να προσδιορίσει το μεγαλύτερο μέρος των πελατών της TACA. Η Επιτροπή φρονεί ότι τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία υπερβαίνουν αυτό που χρειάζεται μια ναυτιλιακή εταιρία η οποία επιθυμεί να καταστεί μέλος της διασκέψεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η Hanjin γνώριζε ότι τα μέρη της TACA ήσαν διατεθειμένα να της κοινοποιήσουν αυτά τα πληροφοριακά στοιχεία αμέσως μετά την προσχώρησή της αποτέλεσε πρόσθετο κίνητρο για να οδηγηθεί η Hanjin να προσχωρήσει στη διάσκεψη.

    1230 Η Επιτροπή φρονεί ότι το από 15 Φεβρουαρίου 1996 ενημερωτικό σημείωμα αποδεικνύει ότι υφίστατο συλλογική βούληση των μελών της TACA να παραχωρήσουν μερίδια αγοράς στην Hanjin. Κατά την Επιτροπή, η συλλογική αυτή βούληση συνιστούσε κίνητρο για την Hanjin να προσχωρήσει στην TACA. Η Επιτροπή φρονεί ότι η ίδια αυτή στάση διαφαίνεται και στην από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολή του προέδρου της TACA. Κατά την Επιτροπή, η επιστολή αυτή, μολονότι χρονολογείται από το 1996, εξακολουθεί να έχει σημασία, καθόσον περιγράφει την παρελθούσα κατάσταση. Η Επιτροπή τονίζει ότι, αντίθετα προς τις εξηγήσεις των προσφευγουσών, η δήλωση σύμφωνα με την οποία ο πρόεδρος της TACA πρόσφερε τη βοήθεια της διασκέψεως «σε κάθε εταιρία που επιδίωκε να εισέλθει στην αγορά» δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί ως μη ισχύουσα για τις εταιρίες που επιθυμούσαν να εισέλθουν στο δρομολόγιο.

    1231 Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι, ακόμη και στο πλαίσιο διασκέψεως τακτικών γραμμών η οποία τυγχάνει εξαιρέσεως κατά κατηγορία, δεν μπορεί να θεωρηθεί συνήθης εμπορική πρακτική το γεγονός ότι η διάσκεψη καταβάλλει προσπάθειες ώστε οι νεοεισερχόμενοι στο δρομολόγιο να είναι σε θέση να αποκτούν μερίδιο αγοράς επαρκές για να διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους εις βάρος των μελών της διασκέψεως. Στο πλαίσιο της TACA, η συμπεριφορά αυτή θα είχε νόημα μόνον αν η σχετική πρόθεση στηριζόταν στο ότι τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού υπερτερούν σε σχέση με την απώλεια μεριδίων αγοράς.

    1232 Όσον αφορά, δεύτερον, την προσχώρηση της Hyundai, η Επιτροπή φρονεί ότι το γεγονός ότι η Hyundai σχεδίαζε να δημιουργήσει σύμπραξη με ανεξάρτητη εταιρία δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το επιχείρημα ότι η βούληση των μερών της TACA να δεχθούν να συνάψουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με την Hyundai αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο όταν αυτή προχώρησε στην επιλογή της. Όσον αφορά τις συμβάσεις με την MSC, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι προσφεύγουσες, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, αναγνώρισαν ότι η απόφαση της Hyundai να ναυλώσει θέσεις της MSC συνδεόταν με την απόφασή της να προσχωρήσει στην TACA. Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι το αμερικανικό δίκαιο επιβάλλει την άμεση συμμετοχή στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών όλων των νέων μελών μιας διασκέψεως.

    1233 Όσον αφορά, τρίτον, την προσχώρηση άλλων επιχειρηματιών, η Επιτροπή φρονεί ότι η UASC και η APL δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν με την Hanjin και την Hyundai ως δυνητικοί ανταγωνιστές. Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί, αφενός, ότι θα προκαλούσε κατάπληξη το να προσχωρήσουν η UASC και η APL στην TACA μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων τον Μάιο του 1996 και, αφετέρου, ότι οι αποδείξεις που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σχετικά με τις επαφές της UASC και της APL με τη διάσκεψη φαίνεται ότι είναι ελλιπείς, στον βαθμό που δεν αναφέρουν τις συζητήσεις που διεξήχθησαν στη γραμματεία της TACA ή μεταξύ της γραμματείας αυτής και των μερών της TACA.

     iii) Επί των γενικών μέτρων που προορίζονταν για τους δυνητικούς ανταγωνιστές

    –       Επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση

    1234 Η δεύτερη αιτίαση των προσφευγουσών αντλείται από το ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση των προσφευγουσών αποτέλεσαν κίνητρο προκειμένου οι νεοεισερχόμενοι να προσχωρήσουν στη διάσκεψη είναι ελαττωματική λόγω πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και εσφαλμένης εκτιμήσεως.

    1235 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία για μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών με δύο επίπεδα ναύλων προερχόταν από τον φορτωτή που μετείχε στη σύμβαση με βάση το πως αυτός αντιλαμβανόταν τις διαφορές ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που παρείχαν οι οικείοι μεταφορείς. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι από την αιτιολογική σκέψη 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι και η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι μπορούσαν να προσφερθούν διαφορετικοί ναύλοι στους φορτωτές οσάκις παρείχοντο υπηρεσίες διαφορετικής ποιότητας. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι ανταλλαγές επιστολών μεταξύ των φορτωτών και των μεταφορέων κατά τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους. Η Επιτροπή όμως δεν ζήτησε από τις προσφεύγουσες να προσκομίσουν αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι δεν μπορεί να τους προσάπτεται ότι δεν τα προσκόμισαν με δική τους πρωτοβουλία, καθόσον δεν είχαν κανένα λόγο να υποθέσουν ότι η Επιτροπή θα διατύπωνε αντιρρήσεις κατά του τρόπου κατά τον οποίο οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο συσκέψεως με την Επιτροπή στις 3 Μα?ου 1995 (έξι μήνες πριν από τη προσχώρηση της Hyundai) χωρίς η Επιτροπή να διατυπώσει συναφώς επικρίσεις.

    1236 Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι οι συμβάσεις που προέβλεπαν δύο ναύλους παρακίνησαν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στη διάσκεψη. Τονίζουν ότι μια μειονότητα μόνον των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως περιείχαν τιμολόγηση με δύο ναύλους, ότι δεν υφίστατο προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των προσφευγουσών ως προς την ταυτότητα των μερών στα οποία οι φορτωτές θα κατέβαλλαν κατώτερους ναύλους και ότι δεν υπήρχε καμία προηγούμενη συμφωνία ως προς το ύψος της αποκλίσεως μεταξύ των ναύλων.

    1237 Οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι κατά την περίοδο της παραβάσεως μόνον η Hanjin και η Hyundai προσχώρησαν στην TACA. Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν περιέχει καμία απόδειξη του ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως που προέβλεπαν δύο ναύλους παρακίνησαν τις δύο αυτές εταιρίες να προσχωρήσουν στην TACA.

    1238 Όσον αφορά την Hanjin, οι προαναφερθείσες επιστολές δεν περιείχαν καμία σχετική αναφορά. Περαιτέρω, τα εμπορεύματα που μετέφερε η Hanjin βάσει συμβάσεων παροχής υπηρεσιών οι οποίες προέβλεπαν διπλό ναύλο αντιπροσώπευαν μόνον, αντιστοίχως, το 5,5 και το 6,9 % του συνόλου των εμπορευμάτων που μετέφερε η Hanjin στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1995 και το 1996.

    1239 Όσον αφορά την Hyundai, από τις αποδείξεις καταδεικνύεται ότι, όταν η εταιρία αυτή πληροφορήθηκε την ύπαρξη τιμολογιακών διαρθρώσεων διπλού επιπέδου στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πριν από την προσχώρησή της, της δόθηκε σαφής απάντηση ότι, στο πλαίσιο της TACA, όλοι οι μεταφορείς τελούσαν σε κατάσταση ισότητας με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις (επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 1995). Περαιτέρω, από ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Οκτωβρίου 1995 της TACA, κατά τον χρόνο της προσχωρήσεως της Hyundai, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών θα περιείχαν δύο ναύλους, η Hyundai θα μετείχε σ' αυτές με τον υψηλότερο ναύλο. Τέλος, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα εμπορεύματα που μετέφερε η Hyundai με βάση συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες προέβλεπαν δύο ναύλους αντιπροσωπεύει μόνον, αντιστοίχως, το 7 και το 14,7 % του συνόλου των εμπορευμάτων που μετέφερε η Hyundai στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1995 και το 1996.

    1240 Οι προσφεύγουσες θεωρούν εξάλλου ότι προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι το ECTU δεν προβάλλει καμία παρατήρηση σχετικά με τις αποδείξεις που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες για να αποδείξουν ότι τις συμβάσεις με διπλή τιμολόγηση τις ζητούσαν οι φορτωτές.

    1241 Η Επιτροπή εμμένει στις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη με τις αιτιολογικές σκέψεις 565 και 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τις οποίες το 1995 το ένα τρίτο περίπου του συνόλου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως περιείχε διπλή τιμολόγηση.

    1242 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι προσφεύγουσες επιχειρούν να ελαχιστοποιήσουν τη σημασία των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που προέβλεπαν δύο ναύλους, περιλαμβάνοντας στους υπολογισμούς τους τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC. Η Επιτροπή υπενθυμίζει όμως ότι τα παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως μετείχαν σπανίως στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC το 1996 (και καθόλου το 1995). Δεν είναι συνεπώς αναγκαίο να προβλεφθεί στις συμβάσεις αυτές διπλή τιμολόγηση. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι μια μειονότητα συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως προέβλεπε δύο ναύλους δεν ασκεί, κατά την Επιτροπή, επιρροή. Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι φορτωτές μπορούσαν να έχουν μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών προβλέπουσα ένα ναύλο με ένα ή περισσότερα μέλη και μια άλλη σύμβαση προβλέπουσα άλλο ναύλο με ένα ή περισσότερο άλλα μέλη. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χρειαζόταν σύμβαση προβλέπουσα δύο ναύλους.

    1243 Η ανάλυση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του 1995, την οποία διατύπωσε η Επιτροπή, προβάλλει το γεγονός ότι η απόκλιση μεταξύ των δύο αυτών ναύλων ήταν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτών, 50 ή 100 USD. Δεδομένου ότι τις συμβάσεις τις ενέκρινε η διάσκεψη, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν ευσταθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν υφίστατο προηγούμενη συμφωνία όσον αφορά το μέγεθος της αποκλίσεως.

    1244 Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι δεν προσκομίστηκε καμία απόδειξη για το ότι η πρωτοβουλία των συμβάσεων που προέβλεπαν δύο ναύλους προερχόταν από τους φορτωτές. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι έλαβε γνώση της διατηρήσεως των διπλών ναύλων μόνον όταν ζήτησε αντίγραφο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, η πλειονότητα των αιτήσεων τις οποίες παραθέτουν οι προσφεύγουσες φαίνεται να αφορά τη συνέχιση των συμβάσεων με διττό επίπεδο ναύλων του προηγουμένου έτους και όχι την προσθήκη της διατάξεως αυτής σε μια νέα σύμβαση. Η Επιτροπή φρονεί ότι είναι απίθανο η επικράτηση των συμβάσεων με διπλό επίπεδο ναύλων να μπορεί να προκύπτει μόνον από το πώς ο κάθε φορτωτής αντιλαμβανόταν τις διαφορετικές ποιότητες των υπηρεσιών που προσέφεραν τα μέρη της TACA.

    1245 Ως προς το γεγονός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες ότι ούτε η Hyundai ούτε η Hanjin δεν παρακινήθηκαν να προσχωρήσουν στην TACA λόγω των συμβάσεων αυτών, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι συμβάσεις αυτές δεν αποτέλεσαν παρά μία από τις πτυχές των κινήτρων που προσέφερε η TACA. Ισχυρίζεται ότι το 1995 από το σύνολο του φορτίου που μετέφερε η TACA στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 68,5 % το μετέφερε σε εκτέλεση συμβάσεων περιέχουσας διπλό ναύλο ή συμβάσεων με ένα NVOCC. Κατά το ίδιο έτος, το αντίστοιχο ποσοστό για την Hyundai ήταν 73 %.

    –       Επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC

    1246 Η τρίτη αιτίαση των προσφευγουσών αντλείται από το ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 150 και 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC δεν αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά.

    1247 Ως προκαταρκτική παρατήρηση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί σε ποια βάση θεωρεί, στην υποσημείωση αριθ. 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις Cho Yang, DSR-Senator, MSC, Hanjin, POL, Tecomar και TMM ως παλαιά μη διαθρωτικά μέλη της ΤΑΑ.

    1248 Οι προσφεύγουσες τονίζουν, κατά τα λοιπά, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία απόδειξη για την ύπαρξη συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των παραδοσιακών μελών της διασκέψεως προκειμένου να κρατήσουν για τις παραδοσιακά ανεξάρτητες εταιρίες τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC. Η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά σε μια σύγκριση μεταξύ των μεταφορών που πραγματοποίησαν τα παλαιά ανεξάρτητα μέλη της TACA στο πλαίσιο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC και τις μεταφορές που πραγματοποίησαν τα παραδοσιακά μέλη της TACA. Όσον αφορά την επιστολή της 28ης Δεκεμβρίου 1995 που απέστειλε η POL στην Hanjin, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι δεν μπορεί να αποτελεί απόδειξη το γεγονός ότι τα παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως επιφύλαξαν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC για τους νεοεισερχομένους και τις παραδοσιακά ανεξάρτητες εταιρίες, καθόσον πρόκειται για επιστολή την οποία απέστειλε μια παλαιά ανεξάρτητη εταιρία σε έναν νεοεισελθόντα.

    1249 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η απόφαση μεταφοράς φορτίου των NVOCC αποτελεί μονομερή απόφαση ληφθείσα ατομικώς από κάθε προσφεύγουσα. Υπενθυμίζουν συναφώς την εξήγηση που παρέσχον στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και η οποία αναπαράγεται στην υποσημείωση αριθ. 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1250 Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, ναι μεν το 1994 και το 1995 τα παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως (εξαιρουμένης της Hapag-Lloyd) επικέντρωσαν τις δραστηριότητές τους στη μεταφορά εμπορευμάτων των ιδιοκτητών φορτωτών, πλην όμως από το 1996 σχεδόν όλες οι προσφεύγουσες μετέφεραν εμπορεύματα των NVOCC. Έτσι, τα παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως μετέφεραν, το 1996 και το 1997, αντιστοίχως το 22 και το 29 % του συνόλου των εμπορευμάτων των NVOCC. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν παρουσίασε δέσμη σοβαρών, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων για την ύπαρξη προηγουμένων διαβουλεύσεων και δεν απέδειξε ότι οι διαβουλεύσεις αυτές αποτελούν τη μοναδική εύλογη εξήγηση της εκ μέρους των προσφευγουσών μεταφοράς εμπορευμάτων των NVOCC.

    1251 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ECTU, τονίζει ότι οι προσφεύγουσες δέχθηκαν εμμέσως με το δικόγραφο της προσφυγής τους ότι τα παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως δεν ασκούσαν ανταγωνισμό για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC το 1994 και το 1995.

    1252 Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αναμίξουν τις επίμαχες στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC και τα εμπορεύματα των NVOCC στο πλαίσιο του τιμολογίου. Κατά την Επιτροπή, οι αποδείξεις καταδεικνύουν ότι το 1996 οι πρώην ανεξάρτητες εταιρίες της TACA μετέφεραν το 94,7 % του συνόλου των εμπορευμάτων των NVOCC σε εκτέλεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της TACA. Δεδομένου ότι η αξία της διατλαντικής αγοράς των NVOCC το 1995 υπερέβαινε τα 300 εκατομμύρια USD, είναι απίθανο τα παραδοσιακά μέλη της διασκέψεως να αποφάσισαν μονομερώς ότι η δραστηριότητα αυτή δεν άξιζε να συνεχιστεί. Η Επιτροπή φρονεί ότι τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι οι συμβάσεις με τους NVOCC επιφυλάσσονταν στα μη παραδοσιακά μέλη και στους νεοεισερχομένους στην αγορά.

    1253 Όσον αφορά τους εμπορικούς λόγους που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή κατανοεί ότι τα παραδοσιακά μέλη της TACA δεν ασκούσαν ανταγωνισμό για τα εμπορεύματα των NVOCC, καθόσον θεωρούσαν τους τελευταίους αυτούς ως ανταγωνιστές. Οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν ωστόσο για ποιο λόγο τα ίδια αυτά μέλη μεταφέρουν σήμερα σημαντικό τμήμα των φορτίων που εμπίπτουν σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC. Κατά την Επιτροπή, οι εξηγήσεις των προσφευγουσών στερούνται συνεπώς κάθε αξιοπιστίας. Η Επιτροπή φρονεί ότι η αλλαγή εμπορικής στρατηγικής των παραδοσιακών μελών της TACA επήλθε λόγω των μέτρων που έλαβαν τα μέλη αυτά για να μειώσουν τις επιπτώσεις των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών των μερών της TACA.

    1254 Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει το κείμενο της επιστολής που απηύθυνε η POL στην Hanjin στις 28 Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC και η οποία αναπαράγεται στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η επιστολή αυτή δεν αφορά ένα αμιγώς διμερές ζήτημα μεταξύ POL και Hanjin, αλλά τονίζει ότι όλα τα σχετικά με τους NVOCC ζητήματα ήσαν πολύ λεπτά και ευαίσθητα και ο χειρισμός τους στο πλαίσιο της TACA έπρεπε να είναι αρμονικός, συλλογικός και χωρίς ατομικισμούς, προκειμένου να διατηρηθεί η θέση την οποία με τόσες φροντίδες κατέκτησε ο όμιλος μετά από πολλά έτη. Κατά την Επιτροπή, οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν πρόβλημα το οποίο δεν άπτεται του συνόλου της διασκέψεως.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1255 Για να εξεταστούν οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως που αφορούν την απόδειξη των πρακτικών που συνιστούν τη δεύτερη κατάχρηση, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η TACA καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της «τροποποιώντας τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά προκειμένου να [ενισχύσει] τη δεσπόζουσα θέση της [TACA]».

    1256 Από την αιτιολογική σκέψη 562 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, «τα μέρη της TACA είχαν την πρόθεση να εξασφαλίσουν ότι σε περίπτωση που δυνητικός ανταγωνιστής επιθυμούσε να εισέλθει στην αγορά, θα το έπραττε μόνον αφού γινόταν μέλος της TACA». Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπιστώνει, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα μέρη της TACA μερίμνησαν για τη λήψη μέτρων προκειμένου να βοηθήσουν αυτούς τους δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν επιτυχώς στην αγορά ως μέρη της TACA». Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 566 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

    «Οι ανωτέρω ενέργειες μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρα για δυνητικούς ανταγωνιστές προκειμένου αυτοί να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο όχι ως ανεξάρτητοι μεταφορείς, αλλά ως μέρη της TACA. Στον βαθμό που η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού θα περιόριζε ενδεχομένως την ισχύ της TACA στην αγορά (θεωρία των διεκδικήσιμων αγορών), η εξάλειψη αυτής της πηγής ανταγωνισμού θα είχε δύο αποτελέσματα: την εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού και την προληπτική εξάλειψη του πραγματικού ανταγωνισμού. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η συμπεριφορά, που δεν αποκαλύφθηκε στην αίτηση χορήγησης απαλλαγής, έχει βλάψει τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά και αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν τα μέρη της TACA κατά τα έτη 1994, 1995 και 1996.»

    1257 Από τις αιτιολογικές σκέψεις 563 έως 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή προσδιορίζει συναφώς ειδικά μέτρα παροχής κινήτρων προοριζόμενα για την Hanjin και την Hyundai και γενικά μέτρα παροχής κινήτρων προοριζόμενα για όλους τους δυνητικούς ανταγωνιστές. Τα πρώτα προέκυψαν, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 563 και 564, από την κοινοποίηση στην Hanjin εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την TACA, τη συλλογική βούληση των μερών της TACA να επιτρέψουν στην Hanjin να αποκτήσει μερίδιο αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο και από την άμεση συμμετοχή της Hyundai στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Τα δεύτερα μέτρα προέκυψαν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 565, από τη σύναψη μεγάλου αριθμού συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και από το γεγονός ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της TACA απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    1258 Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τόσο τα ειδικά μέτρα παροχής κινήτρων που προορίζονταν για την Hanjin και την Hyundai όσο και τα γενικά μέτρα παροχής κινήτρων που προορίζονταν για όλους τους δυνητικούς ανταγωνιστές.

     i) Επί των ειδικών μέτρων παροχής κινήτρων που προορίζονταν για την Hanjin και την Hyundai

    1259 Οι προσφεύγουσες φρονούν κατ' ουσίαν ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά που πλαισίωσαν τις προσχωρήσεις της Hanjin και της Hyundai στην TACA. Συναφώς, ισχυρίζονται ότι το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υποχρεώνει τα μέλη της TACA να δεχθούν τις προσχωρήσεις της Hanjin και της Hyundai. Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν παρακίνησαν την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσει στην TACA, αλλ' ότι οι τελευταίες αυτές ζήτησαν την προσχώρησή τους με βάση αυτοτελή δική τους απόφαση.

    –       Επί των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

    1260 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η TACA, δεχόμενη τις Hanjin και Hyundai στη διάσκεψη, ενήργησε σε απόλυτη συμφωνία με τις υποχρεώσεις της που υπέχει από το αμερικανικό δίκαιο. Ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, στοιχείο b, του US Shipping Act, η TACA αποτελεί «ανοικτή» διάσκεψη η οποία επιτρέπει την προσχώρηση νέων μελών βάσει των ευλόγων και μη συνεπαγομένων διακρίσεις κριτηρίων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της συμφωνίας TACA.

    1261 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτει στα μέρη της TACA ότι καταχράστηκαν τη συλλογική δεσπόζουσα θέση τους δεχόμενα νέα μέλη στη διάσκεψη.

    1262 Είναι ακριβές ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση ενισχύει τη θέση αυτή τόσο ώστε φθάνει σε τέτοιο βαθμό κυριαρχίας που να εμποδίζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό, ήτοι αφήνει να υπάρχουν μόνον επιχειρήσεις εξαρτημένες, στη συμπεριφορά τους, από τη δεσπόζουσα επιχείρηση, μπορεί να συνιστά κατάχρηση αυτής της δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (απόφαση Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 779 ανωτέρω, σκέψη 26). Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, το γεγονός ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δέχεται νέα μέλη συνιστά, αυτό καθεαυτό, κατάχρηση.

    1263 Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι δεν είναι τέτοια η κατάχρηση η οποία διαπιστώθηκε εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, από τις αιτιολογικές σκέψεις 562 έως 566 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώνας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, η δεύτερη κατάχρηση την οποία διαπίστωσε η εν λόγω απόφαση δεν συνίσταται στο γεγονός ότι ορισμένοι δυνητικοί ανταγωνιστές προσχώρησαν στην TACA μεταξύ 1994 και 1996, αλλά στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA έλαβαν ορισμένα μέτρα για να παρακινήσουν τους εν λόγω δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτει στα μέρη της TACA ότι υιοθέτησαν συμπεριφορά έχουσα ειδικώς ως σκοπό την παράκαμψη του δυνητικού ανταγωνισμού, παρακινώντας ναυτιλιακές εταιρίες να προσχωρήσουν στην TACA οι οποίες, σε άλλη περίπτωση, θα εισείρχοντο στην αγορά ως ανεξάρτητες εταιρίες ανταγωνιστικές της διασκέψεως.

    1264 Πρέπει περαιτέρω να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 576 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς ότι, ναι μεν «[η προσβαλλόμενη απόφαση] αναφέρεται σε ορισμένα μέτρα που πήραν τα μέρη της TACA για να υπάρξουν κίνητρα ώστε οι δυνητικοί ανταγωνιστές να εισέλθουν στην αγορά ως μέρη της TACA, [πλην όμως η απόφαση αυτή] δεν αναφέρεται και, επομένως, δεν επηρεάζει τη δυνατότητα των ναυτιλιακών διασκέψεων των οποίων οι δραστηριότητες εμπίπτουν στο πεδίο της συνολικής εξαίρεσης του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4056/85 να δέχονται νέα μέλη με τους αυτούς όρους όπως και τα υφιστάμενα μέλη ή τη δυνατότητα των μερών των εν λόγω ναυτιλιακών διασκέψεων να ανταλλάσσουν πληροφορίες αναγκαίες για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο της συνολικής αυτής εξαίρεσης».

    1265 Εντεύθεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσάπτει στα μέρη της TACA ότι δέχθηκαν την προσχώρηση νέων μελών στη διάσκεψη, αλλά μόνον ότι έλαβαν ορισμένα μέτρα για να παρακινήσουν τις προσχωρήσεις αυτές.

    1266 Ναι μεν όμως οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ότι το αμερικανικό δίκαιο τις υποχρεώνει να δέχονται την προσχώρηση κάθε νέου μέλους στη διάσκεψη, πλην όμως δεν υποστηρίζουν ότι το ίδιο αυτό δίκαιο τις υποχρέωνε να λάβουν μέτρα για να παρακινήσουν τέτοιες προσχωρήσεις.

    1267 Κατά συνέπεια, είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από το αμερικανικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

    –       Επί της αποδείξεως των μέτρων που προορίζονταν για την Hanjin και την Hyundai

    1268 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα μέρη της TACA δεν παρακίνησαν την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσουν στη διάσκεψη. Φρονούν ότι η κατάχρηση που διαπιστώθηκε επί του σημείου αυτού δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο.

    1269 Δεν αμφισβητείται ότι η Hanjin και η Hyundai προσχώρησαν στην TACA από τις 31 Αυγούστου 1994 και από τις 11 Σεπτεμβρίου 1995, αντιστοίχως.

    1270 Δεν αμφισβητείται ότι, πριν από την προσχώρησή τους στην TACA, η Hanjin και η Hyundai δεν δραστηριοποιούνταν στο διατλαντικό δρομολόγιο και ότι ασκούσαν τις δραστηριότητές τους θαλάσσιας μεταφοράς σε άλλα δρομολόγια, όχι ως μέλη ναυτιλιακών διασκέψεων, αλλά ως ανεξάρτητες εταιρίες. Στην αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε έτσι, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού, ότι, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων στην υπόθεση ΤΑΑ, οι προσφεύγουσες παρουσίασαν την Hanjin και την Hyundai ως ανεξάρτητους εφοπλιστές οι οποίοι ασκούσαν «σημαντική ανταγωνιστική πίεση» στα μέρη της ΤΑΑ με την απειλή εισόδου στο δρομολόγιο της ΤΑΑ.

    1271 Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Hanjin και η Hyundai αποτελούσαν πηγή δυνητικού ανταγωνισμού για τα μέρη της TACA, στον βαθμό που οι εταιρίες αυτές, ως ανεξάρτητες εταιρίες σε άλλα δρομολόγια, μπορούσαν να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο χωρίς να προσχωρήσουν στην TACA. Δεδομένου όμως ότι η Hanjin και η Hyundai προσχώρησαν παρ' όλ' αυτά στην TACA, επιβάλλεται κατά συνέπεια η διαπίστωση ότι, ως εκ τούτου, εξαλείφθηκε η πηγή δυνητικού ανταγωνισμού που οι εταιρίες αυτές αντιπροσώπευαν.

    1272 Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 1265, η δεύτερη κατάχρηση την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έγκειται στο γεγονός ότι η Hanjin και η Hyundai προσχώρησαν στην TACA, αλλά στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA έλαβαν μέτρα με σκοπό να τις παρακινήσουν να καταστούν μέλη της διασκέψεως αντί να εισέλθουν στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητες εταιρίες.

    1273 Κατά συνέπεια, προκειμένου να καθορισθεί αν η Επιτροπή καλώς διαπίστωσε ότι η εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού που προκύπτει από την προσχώρηση της Hanjin και της Hyundai στην TACA προκλήθηκε από καταχρηστική συμπεριφορά των μερών της TACA, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα εν λόγω μέρη της TACA υιοθέτησαν μέτρα με σκοπό να παρακινήσουν την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσουν στη διάσκεψη.

     Επί της προσχωρήσεως της Hanjin στην TACA

    1274 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Hanjin παρακινήθηκε από τα μέρη της TACA να προσχωρήσει στη διάσκεψη, αφενός, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 563, με την γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριακών στοιχείων περιλαμβανομένων στα έγγραφα και στα στατιστικά στοιχεία που προέρχονταν από την TACA και, αφετέρου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 564, από τη συλλογική βούληση των μερών της TACA να της επιτρέψουν να αποκτήσει μερίδιο αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο. Από τις ίδιες αυτές αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, τα εν λόγω μέτρα παροχής κινήτρων αποδεικνύονται, αντιστοίχως, από την επιστολή της Hanjin στην TACA της 19ης Αυγούστου 1994 και από το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996.

    1275 Έχει ήδη όμως διαπιστωθεί, κατά την ολοκλήρωση της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ανωτέρω στη σκέψη 187, ότι η από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή της Hanjin και το από 15 Φεβρουαρίου 1996 σημείωμα της TACA χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή κατά τρόπο που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ότι κατά συνέπεια τα επιβαρυντικά αυτά έγγραφα πρέπει να αποκλειστούν ως αποδεικτικά στοιχεία.

    1276 Στον βαθμό που ο ισχυρισμός ότι η TACA παρακίνησε την Hanjin να προσχωρήσει στη διάσκεψη με τα προαναφερθέντα μέτρα στηρίζεται αποκλειστικά στα δύο αυτά έγγραφα, πράγμα το οποίο η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, ο ισχυρισμός αυτός της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθεί μη στηριζόμενος σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

    1277 Περαιτέρω, στον βαθμό που η Επιτροπή θα προετίθετο να αποδείξει τα εν λόγω μέτρα παροχής κινήτρων στην Hanjin με την από 30 Ιανουαρίου επιστολή της TACA, στην οποία αναφέρεται γενικώς η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογική σκέψη 561, επιβάλλεται ομοίως η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η επιστολή αυτή χρησιμοποιήθηκε, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, κατά τρόπο που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, πρέπει επίσης να αποκλειστεί ως αποδεικτικό στοιχείο.

    1278 Εντεύθεν προκύπτει ότι η δεύτερη κατάχρηση δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο, καθόσον συνίσταται στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA υιοθέτησαν ειδικά μέτρα παροχής κινήτρων στην Hanjin προκειμένου αυτή να προσχωρήσει στη διάσκεψη.

    1279 Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ούτε η από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή της Hanjin ούτε το από 15 Φεβρουαρίου 1996 σημείωμα της TACA αποδεικνύουν ότι η προσχώρηση της Hanjin στην TACA δεν προκύπτει από αυτοτελή απόφαση, αλλά παρακινήθηκε από τα προαναφερθέντα μέτρα τα οποία έλαβαν τα μέρη της TACA.

    1280 Όσον αφορά, πρώτον, την από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή, η Επιτροπή διαπίστωσε στην αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Hanjin ζήτησε, σύμφωνα με την επιστολή αυτή, να της γνωστοποιηθούν «όλα τα συναφή έγγραφα και στατιστικές της TACA (συμπεριλαμβανομένου του τιμολογίου, των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, των λιμένων προσέγγισης, των φορτώσεων και των επιδόσεων)». Στην αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι «η αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών, πολλές από τις οποίες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικά επαγγελματικά μυστικά (στοιχεία των πελατών, βασικά εμπορεύματα, τιμές, πρότυπα μεταφοράς) και δεν είναι απαραίτητες για μια ναυτιλιακή εταιρεία ώστε να καταστεί μέλος ναυτιλιακής διάσκεψης με δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής κατά κατηγορίες μπορούσε να παράσχει ένα ισχυρό κίνητρο στην Hanjin για να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρος της TACA και όχι ως ανεξάρτητος μεταφορέας».

    1281 Προκειμένου να εξεταστεί το βάσιμο των εκτιμήσεων αυτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει κατ' αρχάς να παρατηρηθεί ότι η από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή της Hanjin περιέχει την αίτηση προσχωρήσεως της εταιρίας αυτής στην TACA. Με την επιστολή αυτή, η Hanjin πληροφορεί την TACA ότι συνήφθη προς τούτο συμφωνία ναυλώσεως χώρων με την DSR-Senator και την Cho Yang, ήτοι τους εταίρους της στο πλαίσιο της κοινοπραξίας Tricon, οπότε η Hanjin θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την ήδη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα στο δρομολόγιο αντί να προσκομίσει τα δικά της πλοία. Η Hanjin προτείνει συνεπώς στην TACA να προβεί στις απαιτούμενες κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή και την FMC, θέτοντας ταυτοχρόνως ορισμένα ζητήματα σχετικά με την προσχώρησή της.

    1282 Η Επιτροπή δεν μπορεί εγκύρως να υποστηρίζει ότι από την εν λόγω επιστολή προκύπτει μόνον η πρόθεση της Hanjin να διεισδύσει στη διατλαντική αγορά και όχι να προσχωρήσει στην TACA. Συγκεκριμένα, ναι μεν είναι αληθές ότι η συμφωνία ναυλώσεως χώρων που συνήψε με την DSR-Senator και την Cho-Yang δεν προδίκαζε ίσως τη δυνατότητα της Hanjin να δραστηριοποιηθεί στο διατλαντικό δρομολόγιο ως ανεξάρτητη εταιρία, πλην όμως αν ληφθεί υπόψη το κείμενο των επιστολών που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την προσχώρηση της Hanjin στην TACA δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εναλλακτική αυτή λύση ήταν αυτή την οποία επέλεξε η Hanjin κατά τον χρόνο της αποστολής της επιστολής της 19ης Αυγούστου 1994. Έτσι, σύμφωνα με την επιστολή αυτή, η Hanjin αναφέρει ρητώς ότι επιθυμεί «να προσχωρήσει στην [TACA] όπως αυτή κοινοποιήθηκε στην FMC και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Περαιτέρω, η Hanjin κλείνει την επιστολή της αναφέροντας ότι ελπίζει να λάβει θετική απάντηση στα ερωτήματα που έθεσε με την «αίτηση προσχωρήσεως». Επιβάλλεται εξάλλου η διαπίστωση ότι η TACA κατανόησε επίσης κατ' αυτόν τον τρόπο την επιστολή της Hanjin. Συγκεκριμένα, με τηλεομοιοτυπία της 24ης Αυγούστου 1994, η TACA βεβαίωσε την παραλαβή της «αιτήσεως προσχωρήσεως» της Hanjin, ενώ, με επιστολή της ίδιας ημέρας, η TACA ενημέρωσε την Hanjin σχετικά με τη διαδικασία της προσχωρήσεως αυτής. Επιπλέον, με τηλεομοιοτυπία της 24ης Αυγούστου 1994, ο πρόεδρος της TACA συνεχάρη την Hanjin για την απόφασή της να προσχωρήσει στην TACA, ζητώντας της να έλθει σε επαφή με τον κατά νόμο εκπρόπωπό της προκειμένου αυτός να κοινοποιήσει την προσχώρηση της εταιρίας στις αρμόδιες αρχές. Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δεδομένου ότι η επιστολή της 19ης Αυγούστου 1994 απευθυνόταν στην TACA, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορούσε να έχει ως αντικείμενο να πληροφορήσει την TACA ότι η Hanjin επιθυμούσε να εισέλθει στη αγορά ως ανεξάρτητη εταιρία.

    1283 Εντεύθεν προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο το ότι η επιστολή της 19ης Αυγούστου 1994 συνιστά την αίτηση προσχωρήσεως της Hanjin στην TACA.

    1284 Η Επιτροπή δεν προσκομίζει όμως κανένα στοιχείο με το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι η TACA προέβη σε ενέργειες προς την Hanjin πριν από τις 19 Αυγούστου 1994. Έτσι, η ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία δεν περιέχει καμία ανταλλαγή επιστολών προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής σχετικά με την προσχώρηση της Hanjin και από το κείμενο των επιστολών που αντηλλάγησαν μετά την ημερομηνία αυτή δεν προκύπτει καμία ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αίτηση προσχωρήσεως της Hanjin προκλήθηκε από την TACA.

    1285 Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία ότι τα μέρη της TACA παρακίνησαν την Hanjin να λάβει την απόφαση να καταστεί μέλος της TACA.

    1286 Είναι ακριβές, όπως τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 563 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Hanjin, με την από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή της, ζήτησε να της γνωστοποιηθούν όλα τα συναφή έγγραφα και οι στατιστικές της TACA που αφορούν το τιμολόγιο, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τους λιμένες προσέγγισης, τις φορτώσεις και τις επιδόσεις.

    1287 Ωστόσο, πρέπει να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 576, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδίκαζε τη δυνατότητα των ναυτιλιακών διασκέψεων, των οποίων οι δραστηριότητες ενέπιπταν στην εξαίρεση κατά κατηγορία του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86, να δέχονται νέα μέλη με τους αυτούς όρους που ισχύουν για τα υφιστάμενα μέλη ή τη δυνατότητα των μελών να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο της εξαιρέσεως αυτής. Συγκεκριμένα, όπως το επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θέτει εν αμφιβόλω αυτό καθεαυτό το γεγονός των νέων προσχωρήσεων στην TACA, αλλά το γεγονός ότι τα μέρη της TACA έλαβαν ορισμένα μέτρα για να παρακινήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να καταστούν μέλη της διασκέψεως. Αν όμως εθεωρείτο ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την άσκηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 αποτέλεσε την παρακίνηση προσχωρήσεως στην TACA, τούτο θα ισοδυναμούσε με την άποψη ότι η ίδια η προσχώρηση στην TACA αποτέλεσε την κατάχρηση. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα παροχής κινήτρων που καταλογίζονται στην TACA θα συνίσταντο στο γεγονός ότι τα νέα μέλη της TACA τυγχάνουν του καθεστώτος της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, το οποίο επιτρέπει περιορισμούς του ανταγωνισμού των οποίων ο εξαιρετικός χαρακτήρας έχει ήδη υπογραμμιστεί από το Πρωτοδικείο (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 146).

    1288 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Hanjin έλαβε τα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησε με την επιστολή της 19ης Αυγούστου 1994 μετά των προσχώρησή της στη διάσκεψη. Συγκεκριμένα, από την επιστολή της TACA προς την Hanjin της 24ης Αυγούστου 1994, της οποίας το κείμενο δεν αμφισβητεί η Επιτροπή, προκύπτει ότι η Hanjin απέκτησε πρόσβαση στα επίμαχα πληροφοριακά στοιχεία κατά τη διάρκεια συσκέψεως πραγματοποιηθείσας μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994.

    1289 Σύμφωνα όμως με το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86, τα μέλη των ναυτιλιακών διασκέψεων τυγχάνουν εξαιρέσεως κατά κατηγορία όσον αφορά τις συμφωνίες τους περί καθορισμού κοινών ή ίσων ναύλων, και όσον αφορά τις συμφωνίες τους που αφορούν τον συντονισμό των ωραρίων των πλοίων ή των ημερομηνιών ταξιδίων και προσέγγισής τους στους λιμένες, τον συντονισμό ή την κατανομή των ταξιδίων και των εξυπηρετουμένων λιμένων, τη ρύθμιση της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε μέλος και την κατανομή του μεταφερομένου φορτίου ή των εσόδων μεταξύ των μελών.

    1290 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί η γνωστοποίηση των πληροφοριακών στοιχείων που ζήτησε εν προκειμένω η Hanjin όσον αφορά το τιμολόγιο, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τους λιμένες προσέγγισης, τις φορτώσεις και τις επιδόσεις δεν ήταν αναγκαία για την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών που εμπίπτουν στο άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 και, κατά συνέπεια, δεν ήταν απαραίτητη για να μπορέσει η Hanjin να προσχωρήσει υπό τους ίδιους όρους που ίσχυαν και για τα υφιστάμενα μέλη. Η γνωστοποίηση όμως των πληροφοριακών στοιχείων που αφορούν το τιμολόγιο είναι σύμφυτη με τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας περί καθορισμού των κοινών ή ίσων ναύλων. Δεν αμφισβητείται εξάλλου, όπως διαπιστώνει και η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογική σκέψη 99, ότι το τιμολόγιο δημοσιεύεται. Ομοίως, η σύναψη συμφωνιών με αντικείμενο τον συντονισμό των ωραρίων και των ημερομηνιών προσέγγισης των πλοίων στους λιμένες ή την κατανομή των εξυπηρετουμένων λιμένων απαιτεί a priori την εκ μέρους των μελών της διασκέψεως αμοιβαία γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τους λιμένες προσέγγισης. Όσον αφορά τη γνωστοποίηση πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τις φορτώσεις και τις επιδόσεις, η γνωστοποίηση αυτή μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να είναι αναγκαία για τη σύναψη συμφωνιών ρυθμίσεως της μεταφορικής ικανότητας ή κατανομής του μεταφερομένου φορτίου ή των εσόδων.

    1291 Συναφώς, πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως το επιβεβαίωσε και η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν απαγορεύει στα μέρη της TACA να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως. Για να συμμετάσχει όμως σε τέτοιες συμβάσεις, κάθε νέο μέλος της TACA πρέπει κατ' ανάγκη να είναι σε θέση να λάβει γνώση των πληροφοριακών στοιχείων που αφορούν τις συμβάσεις αυτές.

    1292 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η εκ μέρους των μερών της TACA γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών στην Hanjin αποτέλεσε μέτρο παροχής κινήτρων που αποσκοπούσε στο να οδηγήσει την εταιρία αυτή να προσχωρήσει στη διάσκεψη, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε πληροφοριακά στοιχεία που δεν είναι αναγκαία για να ασκηθούν οι δραστηριότητες που καλύπτονται από την εξαίρεση κατά κατηγορία.

    1293 Πρέπει κατά συνέπεια να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

    1294 Όσον αφορά, δεύτερον, το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβουαρίου 1996, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σημείωμα αυτό απεδείκνυε τη συλλογική βούληση παροχής της δυνατότητας στην Hanjin «να αποκτήσει μερίδιο αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο [...]». Κατά την Επιτροπή, «η επιδίωξη αυτή από την πλευρά των υπόλοιπων μερών της TACA θα μείωνε κατά πολύ τους εμπορικούς κινδύνους που απορρέουν από την είσοδο σε μια νέα αγορά και ως εκ τούτου λειτούργησε ως κίνητρο προς την Hanjin για να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρος της TACA».

    1295 Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι το σημείωμα της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996, που είναι μεταγενέστερο κατά δεκαεπτά μήνες της προσχωρήσεως της Hanjin στην TACA, δεν αφορά την προσχώρηση αυτή, αλλά τις λύσεις που πρέπει να δοθούν σε μια σύγκρουση μεταξύ της TACA και της Hanjin ως μέλους της διασκέψεως.

    1296 Από την ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία προκύπτει ότι το εν λόγω σημείωμα αποτελεί συνέχεια της από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολής της TACA, με την οποία ο πρόεδρος της διασκέψεως, ο κ. Rakkenes, εξέφραζε στην Hanjin την ανησυχία του σχετικά με τις πρόσφατες πρωτοβουλίες που το μέρος αυτό της TACA είχε αναλάβει όσον αφορά τις τιμές στο διατλαντικό δρομολόγιο. Με την επιστολή αυτή, ο πρόεδρος της TACA ανέφερε στην Hanjin ότι ένας πόλεμος τιμών θα μπορούσε να «καταστρέψει τις βάσεις επάνω στις οποίες δημιουργήθηκε η TACA», για δε τον λόγο αυτό πρότεινε να συναντήσει σε σύντομο χρόνο τα διευθυντικά στελέχη της Hanjin, προτού καταλήξει, σύμφωνα με το απόσπασμα της εν λόγω επιστολής που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 292 και 561 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

    «Όπως έχω δηλώσει σε όλες τις ναυτιλιακές εταιρίες που προσπαθούν να εισέλθουν στην αγορά, ελάτε να μου μιλήσετε και θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να σας βοηθήσουμε να επιτύχετε αυτόν τον στόχο».

    1297 Από την ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία προκύπτει ότι μετά από αυτό πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ της Hanjin και της TACA στις 13 Φεβρουαρίου 1996.

    1298 Όπως προκύπτει από το κείμενό του, το αντικείμενο του σημειώματος της TACA της 15ης Φεβρουαρίου 1996 συνίστατο εν συνεχεία στην προετοιμασία της πραγματοποιήσεως μιας νέας συσκέψεως με την Hanjin στις 29 Φεβρουαρίου 1996. Με το σημείωμα αυτό, η βρετανική γραμματεία της TACA διαπιστώνει ότι η Hanjin, της οποίας το μερίδιο αγοράς στο διατλαντικό δρομολόγιο ήταν περιορισμένο το 1995, πραγματοποίησε σημαντικό αριθμό ανεξάρτητων ενεργειών τις οποίες θα έπρεπε να περιορίσει για να διατηρηθεί η σταθερότητα των ναύλων στο εν λόγω δρομολόγιο. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο στόχος αυτός, η βρετανική γραμματεία της TACA συστήνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες ενέργειες στη διάσκεψη:

             «1     Να ενθαρρύνει την Hanjin, διαβεβαιώνοντάς την ότι οι λοιποί μεταφορείς θα ενθαρρυνθούν κατά τον ίδιο τρόπο να προτείνουν μια εμπορική λύση για να συζητηθεί από κοινού και να υπάρξει κοινή απόφαση. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι [ανεξάρτητες δράσεις] καθίστανται μέσο εσχάτης λύσεως παρά μέσο πρώτης προτεραιότητας.

             2       Να ενθαρρυνθούν και να πειστούν όλοι οι μεταφορείς να βρουν από κοινού τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει η Hanjin να αποκτήσει ένα μερίδιο αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο, χωρίς να προκληθούν αρνητικές έμμεσες συνέπειες.

             3       Αν είναι ακόμη αναγκαίες κάποιες ανεξάρτητες ενέργειες, η Hanjin πρέπει να ενθαρρυνθεί να βρει τα μέσα και τις μεθόδους για να διαρθρώσει τις ενέργειες αυτές σε πιο στενή βάση, ελαχιστοποιώντας έτσι τις στρεβλωτικές επιπτώσεις, και για να αναφέρει χωριστά τις χερσαίες και δευτερεύουσες επιβαρύνσεις.

             4       Να δηλωθεί στην Hanjin ότι αν εμμείνει στις ανεξάρτητες ενέργειές της, απλώς θα αυξήσει την πίεση στους λοιπούς μεταφορείς, οι οποίοι ανταγωνίζονται στο ίδιο επίπεδο υπηρεσιών και συγκεντρώνονται στα ίδια τμήματα της αγοράς, να πράξουν το ίδιο πράγμα εντατικοποιώντας της δραστηριότητά τους. Τούτο θα οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση του τιμολογίου της TACA.»

    1299 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η συλλογική βούληση των μελών της TACA να παράσχουν τη δυνατότητα στην Hanjin να αποκτήσει μερίδιο αγοράς ανάλογο με τη μεταφορική της ικανότητα στο δρομολόγιο δεν έχει καμία σχέση με την προσχώρησή της στη διάσκεψη. Η Επιτροπή, ερωτηθείσα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το σημείο αυτό, δέχθηκε εξάλλου ότι το από 15 Φεβρουαρίου 1996 σημείωμα της TACA δεν συνδεόταν με την προσχώρηση της Hanjin.

    1300 Περαιτέρω, το από 15 Φεβρουαρίου 1996 σημείωμα της TACA δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποδεικνύον την ύπαρξη μόνιμης συλλογικής βουλήσεως των μερών της TACA να χορηγήσουν στην Hanjin, μετά την προσχώρησή της στη διάσκεψη, ορισμένο μερίδιο αγοράς. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η βούληση να παρασχεθεί η δυνατότητα στην Hanjin να αποκτήσει μερίδιο αγοράς εκφράστηκε περισσότερο από δεκαεπτά μήνες μετά την προσχώρησή της προκειμένου να επιλυθεί μια εσωτερική σύγκρουση στην TACA αρκεί, αυτό καθεαυτό, για να αποδειχθεί ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν προϋπήρχε της συγκρούσεως αυτής και, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν υφίστατο κατά τον χρόνο της προσχωρήσεως της Hanjin στη διάσκεψη. Η Επιτροπή δεν μπορεί συνεπώς να υποστηρίζει, όπως έπραξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι το από 15 Φεβρουαρίου 1996 σημείωμα της TACA απεικονίζει το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν η αποστολή της από 19 Αυγούστου 1994 επιστολής της Hanjin, με την οποία η εταιρία αυτή ζήτησε να γίνει δεκτή στη διάσκεψη.

    1301 Το αυτό ισχύει και για την από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολή της TACA. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, η επιστολή αυτή απεστάλη στο ίδιο πλαίσιο με εκείνο στο οποίο εντασσόταν η σύνταξη του σημειώματος της 15ης Φεβρουαρίου 1996. Επομένως, ακόμη και αν η γενική διατύπωση ενός μεμονωμένου αποσπάσματος της επιστολής αυτής θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο πρόεδρος της TACA προετίθετο να βοηθήσει τους τρίτους να προσχωρήσουν στην διάσκεψη, δεν μπορεί ευλόγως να συναχθεί από αυτό, ελλείψει οποιουδήποτα άλλου συγκεκριμένου συναφούς στοιχείου, ότι τα μέρη της TACA παρακινούσαν συστηματικά τους δυνητικούς ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η Hanjin, να προσχωρήσουν στην TACA με μέτρα που τους παρείχαν τη δυνατότητα να καταστούν μέλη της διασκέψεως υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που είχαν προταθεί στα παλαιά μέλη. Το γεγονός και μόνον ότι ο πρόεδρος της TACA ανέφερε ότι ήθελε να βοηθήσει τους τρίτους να καταστούν μέλη της διασκέψεως δεν αποδεικνύει, συγκεκριμένα, σε καμία περίπτωση, ότι τα μέρη της TACA υιοθέτησαν πράγματι συλλογικά μέτρα παροχής κινήτρων, υπό την έννοια της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να ωθήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA.

    1302 Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο του καθεστώτος ανταγωνισμού που θέσπισε ο κανονισμός 4056/86, δεν απαγορεύονται αναγκαστικά οι συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς που συνάπτονται μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 προβλέπει ρητώς ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία ισχύει και για τις συμφωνίες που αποσκοπούν στη ρύθμιση της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε μέλος και την κατανομή μεταξύ των μελών αυτών του μεταφερομένου φορτίου ή των εσόδων.

    1303 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί γιατί η συλλογική βούληση της TACA να αποκτήσει η Hanjin ορισμένο μερίδιο αγοράς στο επίμαχο δρομολόγιο δεν συνιστά μια τέτοια συμφωνία παρέχουσα τη δυνατότητα στην εταιρία αυτή να προσχωρήσει στη διάσκεψη στην ίδια βάση με τα παλαιά μέλη. Στην αιτιολογική σκέψη 576 της προσβαλλομένης αποφάσεως η ίδια η Επιτροπή όμως ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδίκαζε τη δυνατότητα αυτή, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύει, όπως το επιβεβαίωσε και η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αυτό καθεαυτό το γεγονός των νέων προσχωρήσεων στην TACA. Όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω, αν εθεωρείτο ότι η συμμετοχή σε συμφωνίες εμπίπτουσες στην εξαίρεση κατά κατηγορία αποτελούσε παρακίνηση για προσχώρηση στην TACA, τούτο θα ισοδυναμούσε με την άποψη ότι αυτή καθεαυτή η προσχώρηση της TACA αποτέλεσε την κατάχρηση, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, το μέτρο παροχής κινήτρων που καταλογίζεται στην TACA θα συνίστατο στο γεγονός ότι η Hanjin τυγχάνει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, ο οποίος επιτρέπει περιορισμούς του ανταγωνισμού, τον εξαιρετικό χαρακτήρα των οποίων έχει ήδη τονίσει το Δικαστήριο.

    1304 Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η συλλογική βούληση των μελών της TACA να παράσχουν τη δυνατότητα στην Hanjin να αποκτήσει ορισμένο μερίδιο αγοράς στο επίμαχο δρομολόγιο αποτέλεσε μέτρο παροχής κινήτρων το οποίο αποσκοπούσε να ωθήσει την εταιρία αυτή να καταστεί μέλος της διασκέψεως.

    1305 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού.

     Επί της προσχωρήσεως της Hyundai στην TACA

    1306 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Hyundai παρακινήθηκε από τα μέρη της TACA να καταστεί μέλος της διασκέψεως από το ότι «συμβλήθηκε με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών [της διασκέψεως] με τις οποίες επιδίωκε να συμβληθεί, ήδη από το πρώτο της ταξίδι στο δρομολόγιο». Από την ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, το εν λόγω μέτρο παροχής κινήτρων αποδεικνύεται από τα πρακτικά PWSC 95/8.

    1307 Έχει όμως ήδη διαπιστωθεί, μετά την εξέταση των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ανωτέρω στη σκέψη 187, ότι τα πρακτικά αυτά χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή κατά τρόπο που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ότι, κατά συνέπεια, το επιβαρυντικό αυτό έγγραφο πρέπει να αποκλειστεί ως αποδεικτικό στοιχείο.

    1308 Στον βαθμό που ο ισχυρισμός ότι η TACA παρακίνησε την Hyundai να προσχωρήσει στη διάσκεψη με την άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως στηρίζεται αποκλειστικά στο έγγραφο αυτό και μόνον, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού, ο ισχυρισμός αυτός της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθεί ότι δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

    1309 Περαιτέρω, στον βαθμό που η Επιτροπή θα προετίθετο να αποδείξει το προαναφερθέν μέτρο παροχής κινήτρων με την από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολή της TACA, την οποία αναφέρει γενικώς η αιτιολογική σκέψη 561 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται ομοίως η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η επιστολή αυτή χρησιμοποιήθηκε, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, κατά τρόπο που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, πρέπει και η επιστολή αυτή να αποκλειστεί ως αποδεικτικό στοιχείο.

    1310 Εντεύθεν προκύπτει ότι η δεύτερη κατάχρηση δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο, καθόσον συνίσταται στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA υιοθέτησαν ειδικά μέτρα με σκοπό να παρακινήσουν την Hyundai να προσχωρήσει στη διάσκεψη.

    1311 Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, τα πρακτικά PWSC 95/8 δεν αποδεικνύουν ότι η προσχώρηση της Hyundai στην TACA δεν είναι προϊόν αυτοτελούς αποφάσεως, αλλά προκλήθηκε από το προαναφερθέν μέτρο το οποίο έλαβαν τα μέρη της TACA.

    1312 Πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με αυτά τα πρακτικά, όπως αναπαράγονται στην αιτιολογική σκέψη 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «η Hyundai έχει επιδιώξει να συμμετάσχει στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών το 1995 με τους ίδιους ναύλους που ισχύουν για την πλειονότητα των μελών που συμμετέχουν στις συμβάσεις αυτές». Συναφώς, τα ίδια αυτά πρακτικά επιβεβαιώνουν ότι «λαμβάνονται μέτρα για να ειδοποιηθούν οι φορτωτές που είναι συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών για την κατά τα ανωτέρω συμμετοχή της, που θα τεθεί σε ισχύ ταυτόχρονα με τα πρώτα διατλαντικά ταξίδια της Hyundai». Η Επιτροπή φρονεί, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι «η ευρεία χρησιμοποίηση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μπορεί να αποτελέσει φραγμό για την είσοδο στην αγορά, [η] άμεση πρόσβαση σε παρόμοιες συμβάσεις μπορούσε να παράσχει ένα ισχυρό κίνητρο στην Hyundai για να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο ως μέρος της TACA».

    1313 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία, ειδικότερα από τις επιστολές που αντηλλάγησαν κατά τον χρόνο της προσχωρήσεως της Hyundai στην TACA, προκύπτει ότι, κατ' αρχάς, κατά τον Φεβρουάριο του 1995, η Hyundai επιχείρησε να εισέλθει στο διατλαντικό δρομολόγιο όχι καθιστάμενη μέρος της TACA, αλλά συνάπτοντας συμφωνία ναυλώσεως χώρων με μια ανεξάρτητη εταιρία η οποία ήταν ανταγωνιστής της TACA. Δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές απέτυχαν το Μάιο του 1995, η Hyundai άρχισε διαπραγματεύσεις με την MSC, η οποία ήταν μέλος της TACA, για τη σύναψη συμφωνίας ναυλώσεως χώρων.

    1314 Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η αποτυχία των διαπραγματεύσεων με την ανεξάρτητη αυτή εταιρία οφείλετο στο γεγονός ότι η TACA πρότεινε στην Hyundai την άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως σε περίπτωση προσχωρήσεως στην TACA.

    1315 Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η Hyundai έθεσε, για πρώτη φορά, το ερώτημα στην TACA κατά πόσον ήταν δυνατή η άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως στις 30 Αυγούστου 1995. Από τα πρακτικά μιας συσκέψεως της TACA της 31ης Αυγούστου 1995 (PWSC 95/7) προκύπτει ότι η πρόταση αυτή, για την οποία διευκρινίζεται ότι συζητήθηκε «κατόπιν αιτήσεως της Hyundai», έγινε δεκτή την ημερομηνία αυτή εκ μέρους της TACA. Η Hyundai αναφέρθηκε στην αποδοχή αυτή με τηλεομοιοτυπία της 5ης Σεπτεμβρίου 1995 η οποία απευθύνθηκε στην TACA.

    1316 Μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι, κατόπιν των συζητήσεων με την TACA πριν από την προσχώρησή της, η Hyundai πληροφορήθηκε από την TACA ότι, σε περίπτωση προσχωρήσεως, θα μετείχε στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως που αφορούσαν το 1995.

    1317 Ωστόσο, το γεγονός αυτό και μόνο δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι αυτός ήταν ο λόγος που παρακίνησε την Hyundai να προσχωρήσει στην TACA.

    1318 Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η Hyundai είχε υπογράψει συμφωνία ναυλώσεως χώρων με την MSC ήδη από τις 17 Αυγούστου 1995, κατόπιν διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε με το μέρος αυτό της TACA τον Μάιο του 1995. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι την ίδια αυτή ημερομηνία είχε ήδη καταρτιστεί τελικό σχέδιο κοινοποιήσεως της συμφωνίας αυτής στην FMC. Τα μέρη της TACA όμως με την απάντησή τους στην από 8 Μαρτίου 1996 αίτηση παροχής πληροφοριών, εξήγησαν, χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή, ότι η απόφαση της Hyundai να συνάψει συμφωνία ναυλώσεως χώρων με την FMC συνδεόταν με την απόφασή της να προσχωρήσει στην TACA. Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός αυτό όχι μόνον δεν αντικρούει την άποψη των προσφευγουσών, αλλά αντιθέτως μπορεί να την επιβεβαιώσει, καθόσον αποτελεί ένδειξη για το ότι η Hyundai είχε λάβει την απόφασή της να προσχωρήσει στη διάσκεψη ήδη από τον Μάιο του 1995.

    1319 Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες ανέφεραν, χωρίς να αντικρουστούν από την Επιτροπή επί του σημείου αυτού, ότι ήλθαν σε επαφή με την TACA με σκοπό την προσχώρηση αυτή τον Ιούνιο του 1995, όταν καθορίστηκαν σαφώς οι όροι της συμφωνίας ναυλώσεως χώρων με την MSC.

    1320 Τέλος, από τη μετέπειτα ανταλλαγή επιστολών με την MSC προκύπτει ότι, στις 22 Αυγούστου 1995, η Hyundai ανέφερε ήδη στο μέλος αυτό της διασκέψεως ότι η αίτησή της περί προσχωρήσεως θα έπρεπε να αποσταλεί στην TACA περί τις 30 Αυγούστου 1995, η δε MSC αναλάμβανε την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση αυτή στην TACA προκειμένου ο πρόεδρος της διασκέψεως να μπορέσει να δώσει στον νόμιμο εκπρόσωπό του στην Ευρώπη τις αναγκαίες οδηγίες για να προβεί αυτός στις απαιτούμενες κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή.

    1321 Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Hyundai αποφάσισε να προσχωρήσει στην TACA βάσει αυτοτελούς αποφάσεως πολύ πριν τεθεί το ζήτημα της άμεσης προσβάσεως στις συμβάσεις τις διασκέψεως. Συγκεκριμένα, όταν η Hyundai ζήτησε να έχει άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, είχε ήδη, αφενός, υπογράψει τη συμφωνία ναυλώσεως χώρων με την MSC που της παρείχε τη δυνατότητα να εισέλθει στο επίμαχο δρομολόγιο χωρίς να προσκομίσει νέα μεταφορική ικανότητα και, αφετέρου, προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να προσχωρήσει στην TACA.

    1322 Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν προκύπτει από τα ανωτέρω ότι η προσχώρηση της Hyundai στην TACA καθορίστηκε από την άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως.

    1323 Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι η ίδια η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 576, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδίκαζε τη δυνατότητα των ναυτιλιακών διασκέψεων, των οποίων οι δραστηριότητες ενέπιπταν στην εξαίρεση κατά κατηγορία του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86, να δεχθούν νέα μέλη με τους ίδιους όρους που ίσχυαν για τα παλαιά μέλη. Εφόσον όμως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύει στα μέρη της TACA, όπως το επιβεβαίωσε και η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί η προσχώρηση κάθε νέου μέλους υπό τους ίδιους όρους που ίσχυαν για τα παλαιά μέλη δεν παρείχε στην Hyundai τη δυνατότητα να απαιτήσει να καταστεί άμεσα μέρος σε όλες τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, ειδικότερα δε να τύχει των ίδιων όρων με αυτούς που προσφέρονταν στην MSC, με την οποία η Hyundai είχε συνάψει συμφωνία ναυλώσεως χώρων για να εισέλθει στο επίμαχο δρομολόγιο. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την από 19 Αυγούστου 1994 επιστολή, η Hanjin υπέβαλε αίτηση ανάλογη με αυτή της Hyundai, χωρίς η Επιτροπή να θεωρήσει ότι πρόκειται για μέτρο προοριζόμενο να παρακινήσει την Hanjin να προσχωρήσει στην TACA.

    1324 Η Επιτροπή, ερωτηθείσα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ισχυρίστηκε ότι η προσχώρηση της Hyundai στην TACA έπρεπε επίσης να εξεταστεί υπό το φως της από 30 Ιανουαρίου 1996 επιστολής της TACA. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 1301 ότι, ελλείψει κάθε άλλου συναφούς στοιχείου, η Επιτροπή δεν μπορούσε ευλόγως να συναγάγει από τη γενική διατύπωση ενός μεμονωμένου αποσπάσματος της επιστολής αυτής, η οποία απεστάλη από τον πρόεδρο της TACA στο πλαίσιο συγκρούσεως με την Hanjin η οποία επήλθε περισσότερο από δεκαεπτά μήνες μετά την προσχώρησή της στην TACA, ότι τα μέρη της TACA παρακινούσαν συστηματικά τους δυνητικούς ανταγωνιστές, στους οποίους συγκαταλεγόταν η Hyundai, να προσχωρήσουν στην TACA με μέτρα που τους παρείχαν τη δυνατότητα να καταστούν μέλη της διασκέψεως υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που είχαν προταθεί στα παλαιά μέλη.

    1325 Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι τα μέρη της TACA παρακίνησαν την Hyundai να προσχωρήσει στη διάσκεψη, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να έχει άμεση πρόσβαση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως κατά τον χρόνο της προσχωρήσεώς της.

    1326 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η δεύτερη κατάχρηση δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο, καθόσον συνίσταται στο γεγονός ότι τα μέρη της TACA έλαβαν ειδικά μέτρα με σκοπό να παρακινήσουν την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσουν στην TACA.

     ii) Επί των γενικών μέτρων παροχής κινήτρων που προορίζονταν για τους δυνητικούς ανταγωνιστές

    1327 Με τους υπό κρίση λόγους και επιχειρήματα, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα γενικά μέτρα παροχής κινήτρων που έλαβαν τα μέρη της TACA, ήτοι, αφενός, τη σύναψη μεγάλου αριθμού συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση και, αφετέρου, το γεγονός ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    –       Επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση

    1328 Κατ' ουσίαν, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η Hanjin και η Hyundai παρακινήθηκαν να προσχωρήσουν στην TACA λόγω της διπλής τιμολογήσεως στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Προς στήριξη της θέσεώς τους, ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι το μέτρο αυτό ζητήθηκε από τους φορτωτές. Εν συνεχεία, τονίζουν ότι η απόφαση δεν περιέχει καμία απόδειξη για το ότι το μέτρο αυτό παρακίνησε την Hanjin και την Hyundai να προσχωρήσουν στην TACA. Τέλος, τονίζουν ότι η Hanjin και η Hyundai μετείχαν σε λίγες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών του είδους αυτού.

    1329 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι «[ό]πως συμπέρανε η Επιτροπή στην υπόθεση ΤΑΑ [...] ο σκοπός και το αποτέλεσμα της προσφοράς ναύλων με δύο τιμές ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού από ανεξάρτητους πλοιοκτήτες, αναγκάζοντάς τους να ενταχθούν στη διάσκεψη [και ότι] ύστερα από την απαγόρευση της ΤΑΑ το 1994, τα μέρη της TACA εγκατέλειψαν την τακτική των διαφορετικών ναύλων, αλλά συνέχισαν πάντως να προσφέρουν συμβάσεις υπηρεσιών με υψηλότερες τιμές για τα παραδοσιακά μέλη της διάσκεψης και χαμηλότερες τιμές για τους παραδοσιακά ανεξάρτητα και τους νεοεισερχόμενους». Η Επιτροπή φρονεί ότι «αποτέλεσμα αυτού θα ήταν να παρακινηθούν οι δυνητικοί ανταγωνιστές που επιθυμούσαν να εισέλθουν στην αγορά, να το πράξουν ως μέλη της TACA».

    1330 Η Επιτροπή στηρίζει τον ισχυρισμό της στο γεγονός το οποίο εκθέτει στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με το οποίο:

    «[...] από την εξέταση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της TACA του 1995 καθίσταται [...] φανερό ότι σημαντικός αριθμός αυτών (σχεδόν το ένα τρίτο) περιλαμβάνει σύστημα διπλής τιμολόγησης, βάσει του οποίου τα πρώην “άτυπα” μέλη της ΤΑΑ χρεώνουν χαμηλότερους ναύλους στο πλαίσιο της ίδιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών από τα πρώην “τυπικά” μέλη της ΤΑΑ. Η χαμηλότερη χρέωση κυμαίνεται από 50 δολάρια ΗΠΑ έως 100 δολάρια ΗΠΑ ανά ΙΣΠ, σε μία περίπτωση δε ανέρχεται σε 150 δολάρια ΗΠΑ. Το εν λόγω σύστημα διπλής τιμολόγησης εμφανίζεται και σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της TACA του 1996 και του 1997.»

    1331 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ναι μεν οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως υιοθετήθηκε με δική τους πρωτοβουλία ή ότι αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήφθησαν από την Hanjin και την Hyundai, πλην όμως δεν αμφισβητούν ότι πολλές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως που συνήψαν τα μέλη της TACA κατά την επίμαχη σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση περίοδο περιείχαν διπλό ναύλο.

    1332 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στη δικαστική απόφαση ΤΑΑ (σκέψη 163), το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η θέσπιση διαφορετικών ναύλων στο τιμολόγιο της ΤΑΑ αποσκοπούσε στο να ενταχθούν στη συμφωνία ανεξάρτητες ναυτιλιακές εταιρίες οι οποίες, χωρίς την ευχέρεια να εφαρμόζουν χαμηλότερους ναύλους που τους αναγνωρίζεται σε σχέση με τα παλαιά μέλη, θα παρέμεναν ανεξάρτητες και θα εξακολουθούσαν να ανταγωνίζονται τη διάσκεψη, ιδίως όσον αφορά τις τιμές. Το Πρωτοδικείο τόνισε ότι ο σκοπός αυτός προέκυπτε επαρκώς κατά νόμο από τα πρακτικά μιας συσκέψεως στην οποία μετείχαν τα μέλλοντα μέλη της ΤΑΑ και η οποία διεξήχθη στη Γενεύη (Ελβετία) στις 13 Ιανουαρίου 1992.

    1333 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως παρακίνησε επίσης τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να προσφέρουν στους φορτωτές χαμηλότερες τιμές από εκείνες που προσέφεραν τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της διασκέψεως.

    1334 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, για να αποτελούσε μέτρο το οποίο παρακίνησε τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στη διάσκεψη, πρέπει αναγκαστικά να είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι δυνητικοί ανταγωνιστές να καταστούν μέλη της TACA. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ένα μέτρο το οποίο χαρακτηρίζεται κίνητρο για προσχώρηση στη διάσκεψη δεν ακολουθήθηκε από καμία προσχώρηση στην TACA αποδεικνύει ότι το μέτρο αυτό δεν συνίστατο, στην πραγματικότητα, σε παρακίνηση για προσχώρηση στη διάσκεψη.

    1335 Έτσι, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η τροποποίηση της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού στην αγορά, η οποία συνιστά τη δεύτερη κατάχρηση την οποία διαπίστωσε το άρθρο 5 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει από το γεγονός ότι τα μέτρα παροχής κινήτρων που έλαβαν τα μέρη της TACA, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι δυνητικοί ανταγωνιστές να καταστούν μέλη της διασκέψεως, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί ως εκ τούτου η πηγή δυνητικού ανταγωνισμού που αντιπροσώπευαν οι δυνητικοί αυτοί ανταγωνιστές. Η Επιτροπή δεν αναφέρει εξάλλου, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κανένα άλλο αποτέλεσμα προκύπτον από τα επίμαχα μέτρα.

    1336 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ωστόσο ότι η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών είχε και άλλες επιπτώσεις στη διάρθρωση του ανταγωνισμού. Συναφώς, ισχυρίστηκε κατ' αρχάς ότι το μέτρο αυτό συνέβαλε, όπως και τα λοιπά επίμαχα μέτρα, στο να δημιουργηθεί ένα μόνιμο ευνοϊκό περιβάλλον προκειμένου, όχι μόνο να παρακινηθούν οι τρίτοι να προσχωρήσουν στη διάσκεψη, αντί να εισέλθουν στην αγορά ως ανεξάρτητες εταιρίες, αλλά και να παρακινηθούν οι παλαιοί ανεξάρτητοι μεταφορείς να παραμείνουν μέλη της διασκέψεως. Περαιτέρω, η Επιτροπή τόνισε ότι τα μέρη της TACA, με τα επίμαχα μέτρα παροχής κινήτρων, εξουδετέρωσαν τον δυνητικό ανταγωνισμό.

    1337 Όσον αφορά τη δημιουργία ενός μόνιμου ευνοϊκού περιβάλλοντος, πρέπει ωστόσο εκ νέου να παρατηρηθεί ότι, εφόσον δεν οδηγήθηκαν οι δυνητικοί ανταγωνιστές να καταστούν μέλη της TACA, η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρακίνησε τους εν λόγω ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στη διάσκεψη. Επομένως, αν κανένας δυνητικός ανταγωνιστής δεν προσχώρησε στην TACA, επιβάλλεται κατ' ανάγκην η διαπίστωση ότι το εν λόγω μέτρο δεν δημιούργησε ένα ευνοϊκό περιβάλλον γι' αυτούς. Περαιτέρω, στον βαθμό που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα επίμαχα μέτρα δημιούργησαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον προκειμένου τα μέρη της TACA να παραμείνουν μέρη της διασκέψεως, αρκεί να παρατηρηθεί ότι τούτο δεν αποτελεί προδήλως την κατάχρηση την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά αποκλειστικά, σύμφωνα με τις αιτιολογική σκέψη 562 έως 566 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα μέτρα που προορίζονταν να ωθήσουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA και όχι τα μέτρα που προορίζονταν να ωθήσουν τα μέρη της TACA να παραμείνουν μέλη της διασκέψεως.

    1338 Όσον αφορά την εξουδετέρωση του δυνητικού ανταγωνισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι μια ναυτιλιακή διάσκεψη λαμβάνει μέτρα για να περιορίσει τη δυνατότητα των δυνητικών ανταγωνιστών να διεισδύσουν στην αγορά ως ανεξάρτητοι μεταφορείς θα μπορούσε να συνιστά καταχρηστική τροποποίηση της διάρθρωσης του ανταγωνισμού στην αγορά. Είναι ακριβές ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός και μόνον ότι κάποιοι δυνητικοί ανταγωνιστές θα εισέρχονταν ωστόσο στην αγορά δεν θα καθιστούσε κατ' ανάγκη τη συμπεριφορά της διασκέψεως μη καταχρηστική. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι κάποιοι δυνητικοί ανταγωνιστές διείσδυσαν στην αγορά δεν σημαίνει ότι τα εν λόγω μέτρα δεν είχαν καμία επίπτωση, στον βαθμό που, αν τα μέτρα αυτά δεν είχαν ληφθεί, η είσοδος στην αγορά θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό διαφορετικές συνθήκες. Για τον λόγο αυτό, σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός ότι το αναμενόμενο αποτέλεσμα δεν επιτεύχθηκε δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 568, σκέψη 149).

    1339 Ωστόσο, η εξουδετέρωση του δυνητικού ανταγωνισμού που διαπιστώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, όχι από μέτρα προοριζόμενα να περιορίσουν τη δυνατότητα των δυνητικών ανταγωνιστών να εισέλθουν στην αγορά, αλλά, αντιθέτως, από μέτρα χαρακτηριζόμενα ως παρακινήσεις για να εισέλθουν στην αγορά ως μέρη της TACA. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση, το γεγονός ότι το αναμενόμενο αποτέλεσμα δεν επιτεύχθηκε αρκεί για να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά παρακίνηση για προσχώρηση στη διάσκεψη και, κατά συνέπεια, για να αποκλειστεί η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση.

    1340 Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως ώθησε πράγματι κάποιους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA.

    1341 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, παρά το γεγονός ότι τα μέρη της TACA συνήψαν μεγάλο αριθμό συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση, μόνον η Hanjin και η Hyundai προσχώρησαν στην TACA κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    1342 Εντεύθεν προκύπτει ότι η πλειονότητα των δυνητικών ανταγωνιστών της διασκέψεως δεν παρακινήθηκαν να προσχωρήσουν στην TACA από το επίμαχο μέτρο. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι ένας δυνητικός ανταγωνιστής, η UASC, αποφάσισε να μην καταστεί μέλος της διασκέψεως μολονότι είχε προβεί σε σχετικές ενέργειες κατά τη διάρκεια του 1996. Ομοίως, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι εταιρίες όπως η Cosco, η Yangming, η K-Line, η Mitsui και η APL, οι οποίες εισήλθαν ωστόσο εν συνεχεία στο επίμαχο δρομολόγιο, δεν προσχώρησαν στην TACA κατά την επίμαχη στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως περίοδο.

    1343 Περαιτέρω, όσον αφορά την Hanjin και την Hyundai, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ότι οι εταιρίες αυτές προσχώρησαν στην TACA λόγω της παρακινήσεως την οποία αποτέλεσε η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    1344 Όλως αντιθέτως, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι βάσει των στοιχείων της ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσχωρήσεις της Hanjin και της Hyundai στην TACA δεν υπήρξαν επακόλουθο αυτοτελούς αποφάσεως ληφθείσας από τις εταιρίες αυτές. Συναφώς, όσον αφορά την Hanjin, πρέπει να τονιστεί ότι στις επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ της εταιρίας αυτής και της TACA σχετικά με την προσχώρησή της ουδέποτε θίχτηκε το ζήτημα της διπλής τιμολογήσεως στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά την Hyundai, ναι μεν το ζήτημα αυτό θίχθηκε πράγματι σε ένα σημείωμα της TACA της 2ας Οκτωβρίου 1995, πλην όμως από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει ότι η Hyundai ζήτησε, για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που περιέχουν μια τέτοια διπλή τιμολόγηση, να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τον υψηλότερο ναύλο, πράγμα το οποίο αντικρούει ευθέως τη θέση της Επιτροπής ότι οι παλαιοί ανεξάρτητοι μεταφορείς παρακινήθηκαν να προσχωρήσουν στην TACA με τη δυνατότητα να προσφέρουν τους χαμηλότερους ναύλους που προέβλεπαν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι δεν διέθετε κανένα στοιχείο ικανό να θέσει εν αμφιβόλω το σημείωμα της 2ας Οκτωβρίου 1995.

    1345 Επιπλέον, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η Hanjin και η Hyundai μετέσχον σε μικρό αριθμό συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλή τιμολόγηση. Συναφώς, ναι μεν η Επιτροπή τονίζει ότι η Hanjin και η Hyundai μετέφεραν την πλειονότητα των φορτίων τους σε εκτέλεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διπλό ναύλο ή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, πλην όμως δεν αμφισβητεί ότι το πρώτο ως άνω είδος συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αποτέλεσε περιθωριακό τμήμα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών στις οποίες μετέσχον οι εταιρίες αυτές.

    1346 Υπό τις περιστάσεις αυτές, από τα ανωτέρω στοιχεία δεν προκύπτει ότι η Hanjin και η Hyundai παρακινήθηκαν να καταστούν μέλη της διασκέψεως από το γεγονός ότι τα μέρη της TACA συνήψαν μεγάλο αριθμό συμβάσεων παροχής υπηρεσιών οι οποίες περιείχαν διπλό ναύλο.

    1347 Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η διπλή τιμολόγηση στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως αποτέλεσε μέτρο παροχής κινήτρων που ώθησε τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA κατά την επίμαχη περίοδο.

    1348 Επομένως, οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    –       Επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC

    1349 Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι τα μέρη της TACA παρακίνησαν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA απέχοντας από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    1350 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ, ήτοι οι ACL, Hapag Lloyd, P & O, Nedlloyd, Sea-Land, Maersk, NYK και OOCL, απείχαν από τον ανταγωνισμό για ορισμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, παραχωρώντας ως εκ τούτου ορισμένα φορτία «για τους παραδοσιακά ανεξάρτητους και τους νεοεισερχόμενους». Η Επιτροπή φρονεί ότι «αποτέλεσμα αυτού θα ήταν να παρακινηθούν οι δυνητικοί ανταγωνιστές που επιθυμούσαν να εισέλθουν στην αγορά, να το πράξουν ως μέλη της TACA».

    1351 Για να εξεταστεί το βάσιμο των εκτιμήσεων αυτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη συμφωνίας, ή τουλάχιστον εναρμονισμένης πρακτικής, αποσκοπούσας στην παραχώρηση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC στους παλαιούς ανεξάρτητους μεταφορείς οι οποίοι δεν ήσαν διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ, καθώς και στα νέα μέλη της TACA.

    1352 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την από 28 Δεκεμβρίου 1995 επιστολή η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η POL ανέφερε τα εξής στην Hanjin:

    «[...] όλα τα θέματα που αφορούν τις NVOCC είναι πολύ λεπτά και ευαίσθητα. Το θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί σωστά μόνο με πλήρη σύμπνοια εντός της TACA, ενεργώντας συλλογικά, χωρίς κανένα ατομικισμό, καθότι οποιαδήποτε τάση ανεξαρτησίας μπορεί να καταστρέψει τελείως το μέρος αυτό της αγοράς, που οικοδομήθηκε τόσο προσεκτικά από την ομάδα στην πορεία του χρόνου[...]. Για το λόγο αυτό σας παρακαλούμε να διευθετήσετε το πρόβλημα αυτό με την POL επιδιώκοντας να αποφευχθεί ο αμοιβαίος ανταγωνισμός εντός της TACA [...]».

    1353 Ορθώς η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε από το κείμενο της επιστολής αυτής την ύπαρξη «πνεύματος συνεργασίας» εντός της TACA σχετικά με τη μεταφορά των εμπορευμάτων των NVOCC. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, είναι προδήλως αλυσιτελές στο πλαίσιο αυτό το γεγονός ότι η εν λόγω επιστολή απεστάλη από έναν παλαιό ανεξάρτητο μεταφορέα και όχι από ένα παλαιό διαρθρωτικό μέλος της διασκέψεως, εφόσον η επιστολή αυτή αντικατροπτρίζει την ύπαρξη συμφωνίας, ή τουλάχιστον εναρμονισμένης πρακτικής, μεταξύ των μερών της TACA αποσκοπούσα στο να παραχωρηθεί η μεταφορά των εμπορευμάτων των NVOCC σε ορισμένα από τα μέρη αυτά.

    1354 Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

    «Από την εξέταση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της TACA του 1995 καθίσταται σαφές ότι πολύ μεγάλος αριθμός συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με ελεύθερους μεταφορείς που δεν διαχειρίζονται πλοία (NVOCC) έχουν συναφθεί μόνο με τα μέρη της TACA που ήταν προηγουμένως άτυπα μέλη της ΤΑΑ. Αυτές οι εταιρείες ήταν οι πρώην ανεξάρτητες ναυτιλιακές εταιρείς, που δεν ήταν μέλη διάσκεψης και πραγματοποιούσαν διατλαντικά δρομολόγια».

    1355 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών όχι μόνο δεν αντικρούουν τη διαπίστωση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά μπορούν και να την επιβεβαιώσουν. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι το 1994 και το 1995 κανένα από τα διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ δεν μετέφερε εμπορεύματα στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, εξαιρουμένης της Hapag-Lloyd η οποία μετέφερε αμελητέο τμήμα εμπορευμάτων το 1994. Περαιτέρω, ναι μεν οι Nedlloyd, NYK, OOCL και P & O μετέφεραν εμπορεύματα στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC το 1996, πλην όμως από τα ίδια αυτά στοιχεία προκύπτει ότι τα εμπορεύματα αυτά αντιπροσώπευαν μόνον το 8,3 % των εμπορευμάτων που μετέφεραν τα μέλη της TACA στο πλαίσιο του ίδιου αυτού είδους συμβάσεων.

    1356 Σύμφωνα με επιστολή της 3ης Μα?ου 1995 που απηύθυνε στην Επιτροπή, ο νόμιμος εκπρόσωπος της TACA εξήγησε ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος των παλαιών διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ για τα εμπορεύματα των NVOCC προέκυψε από αυτοτελή εμπορική πολιτική των εταιριών που διέθεταν πολυάριθμο προσωπικό πωλήσεων, με δυνατότητα παροχής σημαντικών υπηρεσιών στους πελάτες και εκτεταμένα δίκτυα πρακτορείων.

    1357 Ναι μεν μια τέτοια εξήγηση μπορεί, βεβαίως, να δικαιολογήσει το ότι η πλειονότητα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC συνήφθησαν με τα παλαιά μη διαρθωτικά μέλη της ΤΑΑ, τα οποία αποτελούσαν πράγματι ανταγωνιστές μετρίου μεγέθους στο επίμαχο δρομολόγιο, πλην όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για να δικαιολογηθεί η πλήρης ή σχεδόν πλήρης απουσία, επί τρία έτη, συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μεταξύ των NVOCC και των παλαιών διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ. Λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής αξίας που αντιπροσώπευε το φορτίο αυτό, η έλλειψη αυτή ενδιαφέροντος των παλαιών διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ συνιστά αναμφισβήτητα ένδειξη περί υπάρξεως συμφωνίας ή, τουλάχιστον, εναρμονισμένης πρακτικής αποσκοπούσας στο να παραχωρηθούν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC σε ορισμένα μέλη της TACA.

    1358 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή καλώς θεώρησε ότι υφίστατο μεταξύ των μερών της TACA συμφωνία ή τουλάχιστον εναρμονισμένη πρακτική αποσκοπούσα στο να παραχωρηθούν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC στους παλαιούς ανεξάρτητους μεταφορείς οι οποίοι δε ήσαν διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ, καθώς και στα νέα μέλη.

    1359 Πρέπει ωστόσο επιπλέον να εξεταστεί αν η εν λόγω συμφωνία ή η εν λόγω εναρμονισμένη πρακτική παρακίνησε πράγματι κάποιους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 1334 έως 1339, το γεγονός ότι ένα μέτρο που χαρακτηρίζεται ως παρακίνηση για προσχώρηση στη διάσκεψη δεν ακολουθήθηκε από καμία προσχώρηση στην TACA, αποδεικνύει ότι το μέτρο αυτό δεν ήταν στην πραγματικότητα παρακίνηση για προσχώρηση στη διάσκεψη.

    1360 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, παρά το γεγονός ότι τα μέρη της TACA παραχώρησαν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC στα νέα μέλη της διασκέψεως, μόνον η Hanjin και η Hyundai προσχώρησαν στην TACA κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση.

    1361 Εντεύθεν προκύπτει ότι η πλειονότητα των δυνητικών ανταγωνιστών της διασκέψεως δεν παρακινήθηκε να προσχωρήσει στην TACA από το επίμαχο μέτρο. Συναφώς, προαναφέρθηκε στη σκέψη 1342 ότι ένας δυνητικός ανταγωνιστής, ήτοι η UASC, αποφάσισε να μην καταστεί μέλος της διασκέψεως, μολονότι είχε προβεί σε σχετικές ενέργειες κατά τη διάρκεια του 1996. Ομοίως, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι εταιρίες όπως οι Cosco, Yangming, K-Line, Mitsui και APL, οι οποίες ωστόσο εισήλθαν εν συνεχεία στο επίμαχο δρομολόγιο, δεν προσχώρησαν στην TACA κατά την επίμαχη στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως περίοδο.

    1362 Περαιτέρω, όσον αφορά την Hanjin και την Huyndai, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση κανένα αποδεικτικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να αποδειχθεί ότι οι εταιρίες αυτές προσχώρησαν στην TACA, λόγω της παρακινήσεως που συνίστατο στο γεγονός ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC.

    1363 Όλως αντιθέτως, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι βάσει των στοιχείων της ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσχωρήσεις της Hanjin και της Huyndai στην TACA δεν προέκυψαν από αυτοτελή απόφαση των εταιριών αυτών. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το ζήτημα της συμμετοχής στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC δεν θίγεται σε κανένα έγγραφο σχετικό με τις προσχωρήσεις της Hanjin και της Huyndai στη διάσκεψη.

    1364 Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο του καθεστώτος ανταγωνισμού που θέσπισε ο κανονισμός 4056/86, δεν απαγορεύονται κατ' ανάγκην οι συμφωνίες κατανομής της αγοράς που συνάπτονται μεταξύ των μελών μιας ναυτιλιακής διασκέψεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 προβλέπει ρητώς ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία εφαρμόζεται και στις συμφωνίες που έχουν ως σκοπό τη ρύθμιση της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε μέλος και την κατανομή μεταξύ των μελών αυτών του μεταφερομένου φορτίου ή των εσόδων.

    1365 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί για ποιο λόγο το γεγονός ότι τα παλαιά διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ απείχαν από τον ανταγωνισμό για τη σύναψη συμβάεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC, παραχωρώντας το είδος αυτό φορτίου στους παλαιούς ανεξάρτητους μεταφορείς που δεν ήσαν διαρθρωτικά μέλη της ΤΑΑ και στα νέα μέλη της TACA, δεν συνιστά μια τέτοια συμφωνία βάσει της οποίας η τελευταίοι αυτοί μπορούσε να προσχωρήσουν στη διάσκεψη στην ίδια με τα παλαιά μέλη βάση. Σύμφωνα όμως με την αιτιολογική σκέψη 576 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια η Επιτροπή ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδίκαζε τη δυνατότητα αυτή, καθόσον η εν λόγω απόφαση δεν απαγορεύει, όπως το επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αυτό καθεαυτό το γεγονός των νέων προσχωρήσεων στην TACA. Όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω, αν εθεωρείτο ότι η συμμετοχή σε συμφωνίες εμπίπτουσες στο πεδίο της εξαιρέσεως κατά κατηγορία αποτέλεσε την παρακίνηση για προσχώρηση στην TACA, τούτο θα ισοδυναμούσε με την άποψη ότι κατάχρηση αποτέλεσε αυτή καθεαυτήν η προσχώρηση στην TACA, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, το καταλογιζόμενο στην TACA μέτρο παροχής κινήτρων θα συνίστατο στο γεγονός ότι τα νέα μέλη τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, ο οποίος επιτρέπει περιορισμούς του ανταγωνισμού, τον εξαιρετικό χαρακτήρα των οποίων έχει ήδη τονίσει το Πρωτοδικείο.

    1366 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η παραχώρηση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τους NVOCC σε ορισμένα μέρη της TACA αποτέλεσε μέτρο παροχής κινήτρων το οποίο οδήγησε τους δυνητικούς ανταγωνιστές στη διάσκεψη κατά την επίμαχη περίοδο.

    1367 Επομένως, οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να γίνουν δεκτοί.

     iii) Συμπέρασμα σχετικά με την απόδειξη των μέτρων που συνιστούν τη δεύτερη κατάχρηση

    1368 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι τα μέρη της TACA παρακίνησαν τους δυνητικούς ανταγωνιστές να προσχωρήσουν στην TACA με τα μέτρα τα οποία αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση.

    1369 Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες σχετικά με τη δεύτερη κατάχρηση, πρέπει, για τον λόγο αυτό και μόνο, να ακυρωθεί το άρθρο 5 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και, κατά συνέπεια, το άρθρο 7 του εν λόγω διατακτικού, καθόσον επιβάλλει στις προσφεύγουσες να παύσουν πάραυτα τις παραβάσεις που συνιστούν τη δεύτερη κατάχρηση και να απόσχουν στο μέλλον από κάθε ενέργεια που έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

     IV ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1370 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 προσάπτει, πρώτον, στην Επιτροπή ότι παρέβη τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 9 του κανονισμού 4056/86. Κατά την προσφεύγουσα, είναι προφανές ότι η TACA διέπεται τόσο από το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όσο και από το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, η προσχώρηση της Hanjin και της Huyndai προκύπτει ευθέως από τις σχετικές με την ανοικτή διάσκεψη απαιτήσεις του αμερικανικού δικαίου. Επομένως, στον βαθμό που η δεύτερη κατάχρηση συνίσταται στην εκ μέρους της TACA εκπλήρωση της υποχρεώσεως που της επέβαλλε το αμερικανικό δίκαιο να δεχθεί την προσχώρηση της Hanjin και της Huyndai, η Επιτροπή είχε, κατά την προσφεύγουσα, την υποχρέωση να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού προτού αναλάβει, βάσει του εν λόγω κανονισμού, πρωτοβουλία ─ήτοι, εν προκειμένω, τη λήψη αποφάσεως χαρακτηρίζουσας ως καταχρηστικές ορισμένες συμπεριφορές και επιβάλλουσας πρόστιμα─ η οποία μπορούσε να προκαλέσει σύγκρουση με το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

    1371 Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη τις διαδικαστικές απαιτήσεις των άρθρων 7 και 8 του κανονισμού 4056/86. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που οι περί καταχρήσεως διαπιστώσεις συνίστανται αποκλειστικά σε συμπεριφορές διασκέψεων που τυγχάνουν εξαιρέσεως κατά κατηγορία, η Επιτροπή όφειλε, προτού διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, και κατά μείζονα λόγο προτού επιβάλλει πρόστιμο, να ακολουθήσει τη διαδικασία ανακλήσεως της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού. Η προσφεύγουσα στηρίζει την επιχειρηματολογία της στο κείμενο του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι, αν η συμπεριφορά των ναυτιλιακών διασκέψεων που τυγχάνουν της εξαιρέσεως έχει αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 86 της Συνθήκης, η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως και να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να παύσουν οι παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1372 Η Επιτροπή φρονεί ότι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως δεν είναι βάσιμοι.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1373 Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 4056/86, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει αποκλειστικά παράβαση της διατάξεως αυτής όσον αφορά τη δεύτερη κατάχρηση την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλ' όχι όσον αφορά την πρώτη κατάχρηση.

    1374 Υπό τις περιστάσεις αυτές, στον βαθμό που συνήχθη ανωτέρω το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον διαπιστώνει τη δεύτερη κατάχρηση, παρέλκει πλέον η απόφανση επ' αυτού του λόγου ακυρώσεως.

    1375 Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 7 και 8 του κανονισμού 4056/86, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ' ουσίαν ότι, εφόσον οι πρακτικές τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρεί καταχρηστικές εμπίπτουν στο πεδίο της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να αποσύρει την εν λόγω εξαίρεση προτού διαπιστώσει τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1376 Στον βαθμό που συνήχθη ανωτέρω το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον διαπιστώνει τη δεύτερη κατάχρηση, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικά καθόσον η εν λόγω απόφαση διαπιστώνει την πρώτη κατάχρηση, πλην ωστόσο της αμοιβαίας γνωστοποιήσεως της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, καθόσον η διαπίστωση αυτή ακυρώθηκε για τους λόγους που εξετέθησαν στις σκέψεις 1151 έως 1159.

    1377 Πρέπει να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ανακαλέσει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 όταν διαπιστώνει, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, είτε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ότι οι συμφωνίες που τυγχάνουν της εν λόγω εξαιρέσεως έχουν αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, είτε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ότι η συμπεριφορά των διασκέψεων που τυγχάνουν της εξαιρέσεως παράγει αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 86 της Συνθήκης.

    1378 Είναι ακριβές, όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι με την απόφασή του της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL (η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 595 ανωτέρω, σκέψη 136), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86 δεν επιβάλλει και δεν θα μπορούσε να επιβάλει περιορισμό στην εξουσία επιβολής προστίμων την οποία διαθέτει η Επιτροπή λόγω παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1379 Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η λύση που δόθηκε με την απόφαση αυτή, πέραν του ότι δεν αφορά την ανάκληση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86, αφορούσε πρακτικές που προδήλως δεν ετύγχαναν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία του άρθρου 3 του κανονισμού 4056/86, οπότε δεν είναι κατ' ανάγκη λυσιτελής οσάκις οι επίμαχες πρακτικές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 638 ανωτέρω, σημεία 163 και 165).

    1380 Χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι εν προκειμένω, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, καμία από τις σχετικές με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση (πέραν της αμοιβαίας γνωστοποιήσεως της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών) δεν μπορεί να τύχει της εξαιρέσεως κατά κατηγορία.

    1381 Συγκεκριμένα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι σχετικές με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών επίμαχες πρακτικές, είτε πρόκειται για την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είτε πρόκειται για τους λοιπούς περιορισμούς σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών, δεν αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 μεταξύ των συμφωνιών ή πρακτικών που τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία. Κατά πάγια όμως νομολογία, λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπράξεων που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι εισάγουσες παρεκκλίσεις διατάξεις που περιέχονται σε κανονισμό περί εξαιρέσεως κατά κατηγορία πρέπει, ως εκ φύσεως, να ερμηνεύονται περιοριστικά (αποφάσεις Peugeot κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 37, και της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα στη σκέψη 568 ανωτέρω, σκέψη 48). Η λύση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο για τις διατάξεις του κανονισμού 4056/86, λόγω της επ' αόριστον ισχύος του, καθώς και του εξαιρετικού χαρακτήρα των επιτρεπομένων περιορισμών του ανταγωνισμού, οπότε στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 δεν μπορεί να δοθεί ευρεία και εξελικτική ερμηνεία που να καλύπτει όλες τις συμφωνίες, των οποίων τη σύναψη θεωρούν χρήσιμη αν όχι αναγκαία οι ναυτιλιακές εταιρίες για να προσαρμοστούν στις συνθήκες της αγοράς (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 146).

    1382 Περαιτέρω, μολονότι, όπως το επιβεβαίωσε η Επιτροπή απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ο καθορισμός των τιμών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιορισμών του ανταγωνισμού τους οποίους απαγορεύει η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85 της Συνθήκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν μπορούν να εξομοιώνονται με τις συμφωνίες «που επιδιώκουν τον καθορισμό των ναύλων και των όρων μεταφοράς» και οι οποίες διαλαμβάνονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να τύχουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, οι συμφωνίες περί καθορισμού των ναύλων και των όρων μεταφοράς τις οποίες συνάπτουν τα μέλη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως πρέπει να προβλέπουν την εφαρμογή «κοινών ή ίσων ναύλων» υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βì, του εν λόγω κανονισμού (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψεις 138 έως 143), πράγμα το οποίο επιβάλλει την εφαρμογή πανομοιότυπων ναύλων για όλα τα μέλη της διασκέψεως και έναντι όλων των φορτωτών (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 144, 151 και 155).

    1383 Οι ναύλοι όμως που προβλέπουν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν είναι πανομοιότυποι για όλους τους φορτωτές, αλλά καταλήγουν στη διαίρεσή τους σε κατηγορίες. Συγκεκριμένα, όπως τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες στο σημείο αυτό:

    «[...] στην περίπτωση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ο ναύλος δεν είναι αυτός που προβλέπεται στο στερεότυπο δημοσιευμένο τιμολόγιο, αλλά καθορίζεται κατά το μάλλον ή ήττον κατά περίπτωση κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ του προμηθευτή και του καταναλωτή. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης είναι ότι οι φορτωτές που διακινούν προϊόντα της ίδιας κατηγορίας δεν καταβάλλουν απαραίτητα τον ίδιο ναύλο στο πλαίσιο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Οι ναύλοι των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είναι διαφορετικοί από τους ναύλους του τιμολογίου, αλλά δεν διαφέρουν κατά τον ίδιο τρόπο. Τούτο σημαίνει ότι κάθε μέρος της TACA χρεώνει μεν τον ίδιο ναύλο σε έναν συγκεκριμένο φορτωτή, αλλά οι διάφοροι φορτωτές (που διακινούν την ίδια κατηγορία προϊόντων) καταβάλλουν διαφορετικούς ναύλους [...]».

    1384 Επιπλέον, εν προκειμένω, οι ναύλοι που προέβλεπαν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεων τις οποίες συνήψε η TACA κατά την περίοδο την οποία καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήσαν πανομοιότυποι για όλα τα μέλη της διασκέψεως. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 1331, ότι οι συμβάσεις αυτές παροχής υπηρεσιών προέβλεπαν πίνακα ναύλων με δύο επίπεδα, βάσει του οποίου τα παλαιά μη διαρθωτικά μέλη της ΤΑΑ εφάρμοζαν, στο πλαίσιο μιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, λιγότερο υψηλούς ναύλους απ' ό,τι τα παλαιά διαρθωτικά μέλη της ΤΑΑ. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει ότι η εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86 δεν έχει εφαρμογή στις συμφωνίες μεταξύ μεταφορέων που προβλέπουν διαφορετικό καθεστώς τιμών ανάλογα με τα μέλη (δικαστική απόφαση ΤΑΑ, σκέψη 167).

    1385 Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι οι ναύλοι που προβλέπουν οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν είναι πανομοιότυποι για όλους τους φορτωτές ούτε καν, εν προκειμένω, για όλα τα μέλη της διασκέψεως, οι εν λόγω ναύλοι δεν μπορούν να εμπίπτουν στις συμφωνίες καθορισμού τιμών που τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορία.

    1386 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή.

     V ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1387 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 190 της Συνθήκης της επιβάλλει να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η εκτίμησή της διαφέρει, σε ορισμένα σημαντικά σημεία, από εκείνη του αμερικανικού δικαίου, όπως αυτό έχει καθιερωθεί με τον US Shipping Act. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1995, C-360/92 P, Publishers Association κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. Ι-23, σκέψη 44). Τονίζουν ότι με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο ακύρωσε απόφαση της Επιτροπής για τον λόγο ότι δεν περιείχε «καμμία εξήγηση δικαιολογούσα γιατί τα πορίσματα του [UK Restrictive Practice Court] και τα προσκομισθέντα από την [Publishers Association] αποδεικτικά έγγραφα δεν ασκούσαν επιρροή».

    1388 Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η συμφωνία TACA διέπεται τόσο από το κοινοτικό δίκαιο όσο και από το αμερικανικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως υιοθετεί όσον αφορά πολλές σημαντικές πτυχές της συμφωνίας TACA μια θέση διαφορετική από εκείνη του αμερικανικού δικαίου. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς το αμερικανικό δίκαιο, η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγει στο ότι δεν μπορεί να υπάρχει εξαίρεση ─ατομικά ή συλλογικά─ και συνεπώς απαγορεύει, πρώτον, τον συλλογικό καθορισμό, εκ μέρους των μελών της διασκέψεως, των χερσαίων κομίστρων μιας υπηρεσίας συνδυασμένης μεταφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 400 έως 441), δεύτερον, τις εξουσίες της διασκέψεως στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 442 έως 471), τρίτον, τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κανόνες της διασκέψεως στην ύπαρξη των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και στο περιεχόμενό τους, ειδικότερα όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων, τις ρήτρες τυχαίων γεγονότων, την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων, το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων και την απαγόρευση των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 464, 487 έως 502 και 551 έως 558), τέταρτον, την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και την υπαγωγή τους, οσάκις αυτές επιτρέπονται, στους κανόνες της διασκέψεως (αιτιολογικές σκέψεις 477 έως 486 και 551 έως 558), καθώς και τη γνωστοποίηση του περιεχομένου τους (αιτιολογικές σκέψεις 496 και 551 έως 558) και, πέμπτον, τον συλλογικό καθορισμό του επιπέδου των προμηθειών των ναυλομεσιτών (αιτιολογικές σκέψεις 505 έως 518). Επιπλέον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, για να αποδείξει την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, στηρίζεται στο γεγονός ότι η TACA διασφαλίζει την προσχώρηση στους κανόνες της με διάφορα μέτρα εκτελέσεως (αιτιολογική σκέψη 527), προβλέπει ένα σύστημα διαφορετικής τιμολογήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 534 και 535) και παρακίνησε την Hanjin και την Huyndai να εισέλθουν στο επίμαχο δρομολόγιο ως μέλη της διασκέψεως και όχι ως ανεξάρτητες εταιρίες (αιτιολογικές σκέψεις 563 και 564), ενώ, αντιθέτως, το αμερικανικό δίκαιο επιτρέπει στις διασκέψεις να λειτουργούν ως ελεγκτική αρχή, ουδέποτε κήρυξε παράνομο το σύστημα των διαφορετικών ναύλων και απαιτεί η προσχώρηση στις διασκέψεις να είναι «ανοικτή» σε κάθε επιχείρηση με βάση εύλογα και όχι συνεπαγόμενα διακρίσεις κριτήρια.

    1389 Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η άποψή τους δεν είναι ότι η Επιτροπή υποχρεούται από το αμερικανικό δίκαιο ή ότι εμποδίζεται να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό το οποίο υποστηρίζουν είναι ότι η Επιτροπή θα έπρεπε, αφενός, να λάβει υπόψη τη θέση που λαμβάνει το αμερικανικό δίκαιο για να εξετάσει τη νομιμότητα των επίμαχων πρακτικών και, αφετέρου, σε περίπτωση που θα υιοθετούσε διαφορετική θέση, θα έπρεπε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν ασκεί επιρροή η εκτίμηση των πρακτικών αυτών από το αμερικανικό δίκαιο.

    1390 Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τοσούτω μάλλον εν προκειμένω για τους τέσσερις ακόλουθους λόγους.

    1391 Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά την πρώτη περίπτωση εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, στις συμφωνίες περί του ποσοστού αμοιβής των ναυλομεσιτών και στις υποχρεώσεις των ναυτιλιακών διασκέψεων όσον αφορά την προσχώρηση νέων μελών (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Papier Peints, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 31). Κατ' αναλογία με τη διάταξη του προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1998, Τ-65/98 R, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2641), που αφορά την εφαρμογήν των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στην εφαρμογή της ίδιας πρακτικής από τις εθνικές αρχές του ανταγωνισμού και την Επιτροπή, πρέπει να αποφευχθεί η αντιφατική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και του αμερικανικού δικαίου στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

    1392 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι υφίστατο εν προκειμένω σημαντική διαφωνία μεταξύ της Επιτροπής και των οικείων επιχειρήσεων όσον αφορά ζητήματα σημαντικά για την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της επίμαχης συμφωνίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-374/94, Τ-375/94, Τ-384/94 και Τ-388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-3141, σκέψη 97). Επιπλέον, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την ανάλυση της Επιτροπής αναφερόμενες επανειλημμένως στο αμερικανικό δίκαιο.

    1393 Τρίτον, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι διαφορές στον τρόπο ανάλυσης που υπάρχουν με το αμερικανικό δίκαιο δεν συνάδει πολύ με τις υποχρεώσεις συνεργασίας και αβρότητας («positive comity») τις οποίες προβλέπουν οι συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Κοινότητας. Ακόμη και αν οι συμφωνίες αυτές δεν αποσκοπούν στην εναρμόνιση του ουσιαστικού δικαίου των συμβαλλομένων μερών, η ύπαρξή τους και μόνον, δεδομένου ότι ο σκοπός τους έγκειται στο να αποφευχθεί ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων, υποχρεώνει την Επιτροπή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, στην υπό κρίση περίπτωση, η εκτίμησή της σχετικά με τις επίμαχες πρακτικές και τα επίμαχα ζητήματα είναι διαφορετική από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Εν προκειμένω όμως, αν οι προσφεύγουσες τηρούσαν την προσβαλλόμενη απόφαση θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις υποχρεώσεις τους που υπέχουν από το αμερικανικό δίκαιο. Οι προσφεύγουσες τονίζουν συναφώς ότι η FMC όχι μόνον επέτρεψε αλλά απαίτησε, ως προϋπόθεση της συμφωνίας περί του υπό όρους διακανονισμού του 1995, να συνάψουν μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διεπόμενες από τους κανόνες του άρθρου 14, παράγραφος 2, της TACA. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν επιπλέον ότι τους ζητήθηκε επίσης να δημοσιεύσουν τις διάφορες «βασικές ρήτρες» των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που προσδιορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος c, του US Shipping Act, σχετικά με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 496 και 551 έως 558), ότι η αμοιβαία γνωστοποίησή τους συνιστά παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης.

    1394 Τέλος, τέταρτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο κανονισμός 4056/86 αναγνωρίζει και ο ίδιος, στην δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εφαρμογή του σε ορισμένες συμπράξεις είναι δυνατό να οδηγήσει σε συγκρούσεις με τις νομοθεσίες ορισμένων τρίτων χωρών. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει, προς τούτο, μια διαδικασία προλήψεως των συγκρούσεων.

    1395 Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1396 Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 190 της Συνθήκης επιβάλλει στην Επιτροπή να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η εκτίμησή της διαφέρει σε πολλά σημαντικά σημεία από εκείνη του αμερικανικού δικαίου, όπως αυτό έχει καθιερωθεί με τον US Shipping Act.

    1397 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ναι μεν, βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η κατά νόμο δικαιολόγηση της αποφάσεώς της και τις σκέψεις που την οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή, πλην όμως δεν απαιτείται η Επιτροπή να συζητά όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εθίγησαν κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψεις 26 και 44). Η Επιτροπή έχει το πολύ την υποχρέωση, από την άποψη του άρθρου 190 της Συνθήκης, να απαντά ειδικώς στους ουσιαστικούς και μόνον ισχυρισμούς που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 426).

    1398 Εν προκειμένω, μολονότι οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, σε ποιο βαθμό προέβαλαν τις διαφορές μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και του αμερικανικού δικαίου κατά τη διοικητική διαδικασία, από την εξέταση της απαντήσεως των μερών της TACA στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι τα μέρη αυτά δεν επικαλέστηκαν το αμερικανικό δίκαιο παρά μόνο σε τέσσερα περιορισμένα σημεία, ήτοι όσον αφορά τις TVRIA, τον ανταγωνισμό που ασκεί η καναδική πύλη, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως και τον συλλογικό καθορισμό της αμοιβής των ναυλομεσιτών.

    1399 Επομένως, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ του αμερικανικού δικαίου και του κοινοτικού δικαίου σε άλλα σημεία, τα επιχειρήματά τους είναι προδήλως αβάσιμα. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί προφανώς να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε, με την απόφασή της, τη θέση της σχετικά με ισχυρισμούς οι οποίοι διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών κατά της εν λόγω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι, προκειμένου να αμφισβητήσουν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο αμερικανικό δίκαιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

    1400 Στον βαθμό που οι προβαλλόμενες διαφορές αφορούν τα τέσσερα προαναφερθέντα σημεία, πρέπει να παρατηρηθεί, όσον αφορά, κατ' αρχάς, τις TVRIA, ότι τα μέρη της TACA περιορίστηκαν στο να αναφέρουν, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι βάσει κανονισμού της FMC οι TVRIA δεν μπορούν να τροποποιηθούν όταν έχουν κοινοποιηθεί. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια αναφορά είναι αμιγώς περιγραφική, καθόσον οι προσφεύγουσες δεν αντλούν από αυτή κανένα ειδικό ισχυρισμό. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ουδόλως είχε την υποχρέωση να δώσει αιτιολογημένη απάντηση στην αναφορά αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    1401 Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον ανταγωνισμό τον οποίο ασκεί η καναδική πύλη, τα μέρη της TACA τόνισαν, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η σχετική με τη νομοθεσία κατά των τραστ ασυλία που προβλέπει ο US Shipping Act δεν ίσχυε για τη μεταφορά των εμπορευμάτων που διακινούνταν μέσω των καναδικών λιμένων προς ή από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η Επιτροπή απάντησε στον ισχυρισμό αυτό με τις αιτιολογικές σκέψεις 265 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους η καναδική πύλη, παρά την απουσία σχετικής με τη νομοθεσία κατά των τραστ ασυλίας, δεν ασκούσε σημαντικό ανταγωνισμό στα μέρη της TACA, η δε Επιτροπή τόνισε συναφώς ότι άλλοι παράγοντες μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό αυτό. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρουσιάζει ελλιπή αιτιολογία στο σημείο αυτό.

    1402 Όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, από την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι τα μέρη της TACA ισχυρίστηκαν, προς στήριξη της αιτήσεώς τους περί χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, ότι η αμερικανική νομοθεσία πιστοποιούσε το ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως συνιστούσαν παραδοσιακή πρακτική των ναυτιλιακών διασκέψεων. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η Επιτροπή απάντησε στον ισχυρισμό αυτό με τις αιτιολογικές σκέψεις 464 έως 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν συνιστούσαν παραδοσιακή πρακτική των διασκέψεων, η δε Επιτροπή τόνισε, μεταξύ άλλων, συναφώς, ότι η επιχειρηματολογία των μερών της TACA περιείχε ανακρίβειες όσον αφορά τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις που περιείχοντο σε ένα από τα έγγραφα αμερικανικού δικαίου τα οποία επικαλέστηκαν τα μέρη αυτά. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρουσιάζει κανένα ελάττωμα αιτιολογίας επί του σημείου αυτού.

    1403 Όσον αφορά, τέλος, τον συλλογικό καθορισμό της αμοιβής των ναυλομεσιτών, από την απάντηση των μερών της TACA στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι τα μέρη αυτά επικαλέστηκαν την αμερικανική νομολογία και νομοθεσία για να υποστηρίξουν ότι το αμερικανικό δίκαιο επέτρεπε στις ναυτιλιακές εταιρίες να καθορίζουν συλλογικά την αμοιβή των ναυλομεσιτών. Συναφώς, πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 512 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ρητώς ότι το επιχείρημα το οποίο αντλούν τα μέρη της TACA από το αμερικανικό δίκαιο επί του σημείου αυτού, ήτοι ότι οι διασκέψεις που δραστηριοποιούνται στο επίμαχο δρομολόγιο καθόριζαν συλλογικά τα επίπεδα των προμηθειών που καταβάλλονται στους Ευρωπαίους ναυλομεσίτες από τις αρχές της δεκαετίας του '70, δεν δικαιολογούσε τον καθορισμό ανωτάτων ορίων αμοιβής των ναυλομεσιτών, η δε Επιτροπή εξέθεσε, στις επόμενες αιτιολογικές σκέψεις, τους λόγους για τους οποίους η πρακτική αυτή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    1404 Είναι βεβαίως ακριβές ότι η Επιτροπή δεν έθιξε με την προσβαλλόμενη απόφαση το ζήτημα του λυσιτελούς ή του βασίμου της νομικής θέσεως που λαμβάνει η αμερικανική νομοθεσία ή νομολογία επί του τελευταίου αυτού σημείου και, κατά συνέπεια, δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η θέση αυτή δεν ήταν ομοίως δικαιολογημένη από την άποψη του κοινοτικού δικαίου.

    1405 Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 190 της Συνθήκης δεν επιβάλλει, και δεν μπορεί να επιβάλλει, στην Επιτροπή να συζητά τέτοια ζητήματα, καθόσον η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την υποχρεώνει, το πολύ, να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι οφείλει να απορρίψει, όχι το αμερικανικό δίκαιο αυτό καθεαυτό, αλλά τα επιχειρήματα ή τους ισχυρισμούς που αντλούν από αυτό οι προσφεύγουσες, τουλάχιστον οσάκις αυτά είναι ουσιώδη. Η Επιτροπή δεν μπορεί συγκεκριμένα να υποχρεούται, βάσει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν κατά νόμο τη θέση της από την άποψη ενός αλλοδαπού δικαίου, αλλά υποχρεούται μόνο να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν τη θέση της στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου.

    1406 Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση είναι βάσιμη ή αν ενδεχομένως είναι ελαττωματική και συνεπώς μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της (απόφαση Van Megen Sports κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 548 ανωτέρω, σκέψη 51). Κατά τη νομολογία, όμως, οι εθνικές πρακτικές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν να επιβάλλονται κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης (απόφαση VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 40). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις πρόκειται για εθνικές πρακτικές τρίτων χωρών (απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 341).

    1407 Κατά συνέπεια, εφόσον μια παράβαση του αμερικανικού δικαίου δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν, ελάττωμα δυνάμενο να καταστήσει παράνομη μια απόφαση ληφθείσα βάσει του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεούται, με την απόφασή της, να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αφίσταται της νομικής θέσεως την οποία λαμβάνει το αμερικανικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, αν επιβαλλόταν στην Επιτροπή μια τέτοια υποχρέωση, θα έπρεπε αναγκαστικά να εξετάσει, ως προς την ουσία τους, τις κρίσιμες διατάξεις του αμερικανικού δικαίου, καθόσον θα έπρεπε, σε μια τέτοια περίπτωση, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους η νομική λύση που προκρίνει το αμερικανικό δίκαιο δεν ισχύει βάσει του κοινοτικού δικαίου, τούτο δε μολονότι η θέση την οποία λαμβάνει το αμερικανικό δίκαιο δεν μπορεί να καθορίζει τη θέση που λαμβάνει το κοινοτικό δίκαιο.

    1408 Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η ανάλυση αυτή δεν έρχεται σε αντίφαση με την απόφαση Publishers Association κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 1387 ανωτέρω. Βεβαίως, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμο την απόφασή της όσον αφορά ορισμένες πτυχές του εθνικού δικαίου τις οποίες είχε επικαλεστεί η προσφεύγουσα. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ωστόσο ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ελλιπή αιτιολογία μόνον καθόσον η Επιτροπή δεν είχε εξηγήσει, με την απόφασή της, τους λόγους για τους οποίους οι σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις που περιέχοντο στις επίμαχες αποφάσεις δεν είχαν καμία αποδεικτική αξία στο πλαίσιο της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας εξαιρέσεως. Η προσφεύγουσα είχε παρουσιάσει στην Επιτροπή, προς στήριξη της αιτήσεώς της περί χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως, αποφάσεις του Restrictive Practices Court (το οποίο αποτελεί την αρμόδια αρχή για το Ηνωμένο Βασίλειο στον τομέα του ανταγωνισμού), ως «ουσιώδες» αποδεικτικό στοιχείο για τα ευεργετικά αποτελέσματα της συμφωνίας τους που προέβλεπαν ομοιόμορφους πάγιους όρους για την πώληση των βιβλίων σε καθορισμένες τιμές οι οποίες ίσχυαν μόνον όταν ο εκδότης επέλεγε να διαθέσει στο εμπόριο ένα βιβλίο ως «net book». Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι από αυτές τις εθνικές αποφάσεις προέκυπτε ότι η κατάργηση της συμφωνίας περί των «net books» θα συνεπέφερε μείωση του πλήθους και της ποιότητας του εξοπλισμού των βιβλιοπωλείων που κατέχουν αποθέματα, αύξηση της τιμής των βιβλίων και μείωση του πλήθους των εκδιδομένων τίτλων. Κατ' αυτήν, οι διαπιστώσεις αυτές ίσχυαν και για το διακοινοτικό εμπόριο, λαμβανομένης υπόψης της ενιαίας γλωσσικής ζώνης για την αγορά του βιβλίου μεταξύ της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου

    1409 Εντεύθεν προκύπτει ότι η απόφαση Publishers Association κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 1387 ανωτέρω, όχι μόνο δεν αντικρούει την ανάλυση που προηγήθηκε, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει ότι όταν ο προσφεύγων επικαλείται τη λύση που έχει δώσει ένα εθνικό δίκαιο, η Επιτροπή υποχρεούται, το πολύ, βάσει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποκρούει τα επιχειρήματα που συνάγει από τη λύση αυτή ο προσφεύγων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψεις 427 και 428).

    1410 Εν προκειμένω όμως, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, κρίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους τα επιχειρήματα που αντλούν οι προσφεύγουσες από το αμερικανικό δίκαιο έπρεπε να απορριφθούν.

    1411 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία ως αβάσιμος.

     VI ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν το ύψος των προστίμων και διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    1412 Προς στήριξη των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, ότι η πρώτη κατάχρηση, η οποία συνίσταται στην καταχρηστική επιβολή περιορισμών στη σύναψη και στο περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ετύγχανε της ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα, εφόσον είχε κοινοποιηθεί η συμφωνία TACA προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση. Περαιτέρω, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους των ως άνω λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το ύψος των προστίμων που επέβαλε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Προβάλλουν επίσης διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας επί των σημείων αυτών.

    1413 Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα σε έκαστο των μερών της TACA για τις παραβάσεις και μόνον του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1414 Στον βαθμό που συνήχθη ανωτέρω το συμπέρασμα, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από απουσία παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης, ότι η δεύτερη κατάχρηση, η οποία συνίσταται στην καταχρηστική τροποποίηση της διαρθρώσεως της αγοράς, δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο, το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκαν στη βάση αυτή πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό και μόνον.

    1415 Περαιτέρω, εφόσον συνήχθη ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την απουσία παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης, ότι η πρώτη κατάχρηση που προκύπτει από την καταχρηστική επιβολή περιορισμών στη σύναψη και στο περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν είναι βάσιμη καθόσον έγκειται στην αμοιβαία γνωστοποίηση της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκε στη βάση αυτή πρέπει επίσης να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό και μόνον.

    1416 Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως των προσφευγουσών πρέπει να εξεταστούν μόνον καθόσον αφορούν το πρόστιμο που επιβλήθηκε για την πρώτη κατάχρηση, εξαιρουμένης της αμοιβαίας κοινοποιήσεως της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

     Επί του πρώτου σκέλους που αφορά τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία


     Α ─ Επιχειρήματα των διαδίκων

    1417 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παραβίασε την ασυλία ως προς την επιβολή προστίμων, της οποία ετύγχαναν όσον αφορά τους περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα συνάψεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    1418 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντίθετα προς το συμπέρασμα που συνάγει η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογική σκέψη 584, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης όσον αφορά τους περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα συνάψεως των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, στον βαθμό που οι περιορισμοί αυτοί παρέμειναν στα όρια της δραστηριότητας η οποία περιγραφόταν στην κοινοποίηση και ήσαν μεταγενέστεροι της κοινοποιήσεως αυτής.

    1419 Κατά τις προσφεύγουσες, τα άρθρα 19, παράγραφος 2, στοιχείο αì, και 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86 παρέχουν ασυλία ως προς τα πρόστιμα τόσο για τις παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, όσο και για τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης, όσον αφορά τις πράξεις που κοινοποιήθηκαν για τη χορήγηση εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 19 του κανονισμού 4056/86, η οποία προβλέπει το καθεστώς της ασυλίας ως προς την επιβολή προστίμων, παραπέμπει στο «προβλεπόμενο στην παράγραφο 2, στοιχείο αì, πρόστιμο», το οποίο αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται για παράβαση «των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86». Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η παραπομπή αυτή ουδόλως περιορίζεται στα πρόστιμα που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο αì, του κανονισμού 4056/86 που επιβάλλονται για παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η άποψη αυτή ουδόλως παρέχει στις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις απόλυτη ασυλία ως προς τον κίνδυνο επιβολής προστίμων βάσει του άρθρου 86. Οι προσφεύγουσες τονίζουν συγκεκριμένα ότι, όταν πραγματοποιείται μια κοινοποίηση και εκδίδεται απόφαση περί απορρίψεως της εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, η ασυλία απόλλυται τόσο για τις παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, όσο και για τις παραβάσεις του άρθρου 86.

    1420 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ερμηνεία αυτή με την απόφαση United Brands κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 853 ανωτέρω και με την οποία ουδέν πρόστιμο επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης όσον αφορά δραστηριότητες οι οποίες είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή για τη χορήγηση εξαιρέσεως, με το αιτιολογικό ότι ουδεμία εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παράβαση είχε διαπραχθεί κατά τη σχετική με την εξαίρεση διαδικασία. Οι προσφεύγουσες αναφέρονται επίσης στις προτάσεις του ασκούντος καθήκοντα γενικού εισαγγελέα δικαστή Kirschner στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1990, Τ-51/89, Tetra Pak κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Tetra Pak I» (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-309, ΙΙ-312, σημείο 39), στις οποίες εκφράζεται η άποψη ότι «το άρθρο 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 περιέχει έμμεση ρύθμιση της εφαρμογής του άρθρου 86 κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξαιρέσεως» και ότι «[ά]παξ και μία συμφωνία έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού, δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο για την κοινοποιηθείσα συμπεριφορά ούτε λόγω παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, ούτε λόγω παραβάσεως του άρθρου 86». Την άποψη αυτή έχει επίσης ακολουθήσει και η νομική θεωρία.

    1421 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η θέση τους στηρίζεται σε εκτιμήσεις γενικής πολιτικής στον βαθμό που η ασυλία σχετικά με τα πρόστιμα που θα επιβάλλονταν βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του άρθρου 86 της Συνθήκης μπορεί να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να προβούν σε κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή. Τονίζουν ότι από την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 17 προκύπτει ότι «ενδέχεται οι επιχειρήσεις να έχουν συμφέρον να γνωρίζουν αν οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, στις οποίες συμμετέχουν ή αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν, είναι δυνατό να προκαλέσουν την επέμβαση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86». Ισχυρίζονται ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, ο γενικός εισαγγελέας Jacobs εξέθεσε ότι «[οι σκοποί του κανονισμού 17] είναι, κυρίως, η ενθάρρυνση της κοινοποιήσεως των συμφωνιών, αποφάσεων και πρακτικών και η διευκόλυνση, γενικώς, των διαβημάτων των επιχειρήσεων προς την Επιτροπή» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1992, C-67/91, Asociación Española de Banca Privada κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-4785, Ι-4806, σκέψη 23).

    1422 Οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι, αν η ασυλία περιοριζόταν στα πρόστιμα και μόνον τα οποία θα επιβάλλονταν για παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το καθεστώς της κοινοποιήσεως θα ήταν άχρηστο για τις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, οσάκις μια επιχείρηση αναλαμβάνει τον κίνδυνο να καταγγείλει η ίδια τη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική, πρέπει να της χορηγείται το πλεονέκτημα της ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμων (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 93). Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, σύμφωνα με τη θέση της Επιτροπής, οι επιχειρήσεις διέτρεχαν, πέραν του κινδύνου να διαπιστώσει η Επιτροπή ότι η συμφωνία ή η πρακτική συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, και δεν τυγχάνει εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, και του κινδύνου επιβολής προστίμων για προηγούμενες της κοινοποιήσεως ενέργειες, επίσης τον κίνδυνο να στηριχθεί η Επιτροπή στη συμφωνία που κοινοποιήθηκε για να χορηγηθεί εξαίρεση προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαπίστωση δεσπόζουσας θέσεως κατεχομένης συλλογικά από τις επιχειρήσεις ή το συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ή πρακτική συνιστά παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης. Κατά τις προσφεύγουσες, η προσέγγιση της Επιτροπής ακυρώνει την ισορροπία που είναι αναγκαία για την εύρρυθμη λειτουργία του συστήματος κοινοποιήσεως, μειώνοντας τα πλεονεκτήματα και αυξάνοντας τους κινδύνους που συνδέονται με την κοινοποίηση.

    1423 Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν φρονούν ότι η διάκριση που κάνει ή Επιτροπή μεταξύ ατομικής και συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως είναι λυσιτελής. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μια κατά τεκμήριο κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση θα συνάψει σύμβαση με μια μη κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, η πρώτη επιχείρηση θα τύχει της ασυλίας όσον αφορά τα πρόστιμα στο πλαίσιο του άρθρου 85 της Συνθήκης, αλλά μπορεί να μην τύχει της ασυλίας αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι η σύμβαση αυτή καθεαυτήν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η εν λόγω επιχείρηση που κατέχει ατομική δεσπόζουσα θέση έχει δικαίωμα επί της προστασίας κατά των προστίμων τόσο στο πλαίσιο του άρθρου 85 όσο και στο πλαίσιο του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1424 Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, αν δεν υφίσταται η ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι σε θέση να παρακάμψει την ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 85 και να επιβάλει πρόστιμα ως κύρωση για κοινοποιηθείσες δραστηριότητες, χωρίς να ακολουθήσει την ειδική διαδικασία ανακλήσεως της ασυλίας που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, παρά το γεγονός ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεν θα είχαν την ευκαιρία να ασκήσουν τα διαδικαστικά τους δικαιώματα για αν αντιταχθούν στην ανάκληση της ασυλίας, η Επιτροπή θα έχει το δικαίωμα να επιβάλλει πρόστιμα με αναδρομική ισχύ όσον αφορά κοινοποιηθείσες συμφωνίες και ενέργειες οι οποίες αναλήφθηκαν για την εκτέλεση των συμφωνιών αυτών με τήρηση των κοινοποιηθέντων όρων. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι αντίθετο προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που περιγράφονται στην απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1967, 8/66 έως 11/66, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 489, σ. 496) στην οποία αναφέρεται ότι «[τα μέτρα ανακλήσεως της εξαιρέσεως] είχαν ως αποτέλεσμα τη μετάβαση των επιχειρήσεων από το καθεστώς της εξαιρέσεως από το πρόστιμο του άρθρου 15, παράγραφος 5, που τις προστάτευε, στο αντίθετο καθεστώς του άρθρου 15, παράγραφος 2, που έκτοτε τις απειλεί. Το μέτρο αυτό τις στέρησε από το όφελος μιας νομικής καταστάσεως που το άρθρο 15, παράγραφος 5, συνάπτει προς την κοινοποίηση της συμφωνίας, εκθέτοντάς τες σε σοβαρό οικονομικό κίνδυνο». Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, αν η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών των μερών της TACA συνιστούσαν κατάχρηση συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως μη δυναμένη να τύχει εξαιρέσεως, θα μπορούσε, ακόμη και πριν την κίνηση της επί της ουσίας διαδικασίας, να ανακαλέσει την ασυλία ως προς την επιβολή προστίμων. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τούτο δεν συνέβη εν προκειμένω.

    1425 Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι η κοινοποίηση δεν παρέχει καμία ασυλία ως προς την επιβολή προστίμων, καθόσον αφορά τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης, ενώ λαμβάνει τη θέση αυτή για πρώτη φορά, ερχόμενη σε αντίφαση με τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της, τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση Papiers Peints κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1391 ανωτέρω), τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 4056/86 και τη νομική θεωρία.

    1426 Η Επιτροπή τονίζει ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86 παρέχει ως προς τα πρόστιμα ασυλία όσον αφορά την περίοδο μετά την κοινοποίηση μέχρι την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της αποφάσεως «με την οποία δέχεται η αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3». Κατά την Επιτροπή, από τη διευκρίνιση αυτή συνάγεται ότι η ασυλία χορηγείται μόνο για την απαγόρευση για την οποία μπορεί να χορηγηθεί η εξαίρεση, ήτοι για εκείνη του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται από το τρίτο εδάφιο του άρθρου 19, παράγραφος 4, το οποίο προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να άρει την ασυλία αν κρίνει ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, πληρούνται και ότι δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3. Κατά την Επιτροπή, αν ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να επεκτείνει την ασυλία στα πρόστιμα που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης, θα είχε οπωσδήποτε προβλέψει και μια διαδικασία άρσεως της ασυλίας. Η ερμηνεία των προσφεγουσών θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί απόλυτη η ασυλία που ισχύει για τα πρόστιμα βάσει του άρθρου 86.

    1427 Περαιτέρω, η Επιτροπή τονίζει ότι, δεδομένου ότι ο σκοπός της ασυλίας είναι να παρακινήσει τις επιχειρήσεις να κοινοποιούν τις συμφωνίες που ενδέχεται να συνιστούν παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι επιχειρήσεις πρέπει μόνο να προστατεύονται από τον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες τους δεν πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 85, παράγραφος 3. Στο πλαίσιο όμως του άρθρου 86 της Συνθήκης, δεν υφίστανται ούτε η στάθμιση αυτή των συμφερόντων ούτε η ανάγκη αυτή προστασίας ούτε, κατά συνέπεια, η λειτουργία αυτή της ασυλίας.

    1428 Η Επιτροπή επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι το ζήτημα της ασυλίας βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης τίθεται εν προκειμένω λόγω της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως των προσφευγουσών. Τονίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 85 της Συνθήκης μπορεί να καταστήσει παράνομο τον συλλογικό χαρακτήρα της δραστηριότητας, ενώ το άρθρο 86 αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης συμπεριφοράς. Η Επιτροπή φρονεί ότι οι επιχειρήσεις που καταχράστηκαν συλλογικά τη δεσπόζουσα θέση τους δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με καλύτερο τρόπο απ' ό,τι μια επιχείρηση κατέχουσα ατομική δεσπόζουσα θέση, η οποία δεν έχει τη δυνατότητα να κοινοποιήσει τη συμπεριφορά της και να τύχει ασυλίας.

    1429 Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την άρση της ασυλίας, η Επιτροπή τονίζει ότι εφόσον το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86 δεν παρέχει ασυλία για τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι θέλησε να παρακάμψει τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 4, σε περίπτωση άρσεως της ασυλίας.

    1430 Όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει πρακτική τριάντα ετών που να αποδεικνύει την ύπαρξη μιας τέτοιας ασυλίας και τονίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν παραθέτουν καμία υπόθεση στην οποία η Επιτροπή να υποστήριξε ότι η κοινοποίηση συμφωνίας ή πρακτικής παρέχει ασυλία ως προς την επιβολή προστίμων βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης. Η Επιτροπή φρονεί ότι, όλως αντιθέτως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση United Brands κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 853 ανωτέρω, η Επιτροπή θεώρησε μόνον ότι δεν ήταν σκόπιμο να επιβάλει πρόστιμο, πράγμα που εμμέσως καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε εμπόδιο για την επιβολή προστίμων.

     Β ─ Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1431 Κατ' ουσίαν, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε για την πρώτη κατάχρηση, η οποία συνίσταται στην καταχρηστική επιβολή περιορισμών στη δυνατότητα συνάψεως και στο περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, πρέπει να ακυρωθεί με το αιτιολογικό ότι καλυπτόταν από τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επίσης ελλιπή αιτιολογία επί του σημείου αυτού.

    1432 Συναφώς, πρέπει ωστόσο να τονιστεί εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 583 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στα μέρη της TACA όχι μόνο βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86 αλλά, στον βαθμό που η πρώτη κατάχρηση εμπίπτει επίσης στον κανονισμό 1017/68, και βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1017/68.

    1433 Το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει όμως ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 1017/68 δεν προέβλεπε καμία σχετική με τα πρόστιμα ασυλία όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, τόσο έναντι των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης όσο και έναντι των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 48).

    1434 Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται ασυλία όσον αφορά το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκαν για την πρώτη κατάχρηση βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 1017/68.

    1435 Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση του συνόλου των επιβληθέντων για την πρώτη κατάχρηση προστίμων, αλλά μόνον του τμήματος των εν λόγω προστίμων που επιβλήθηκε βάσει του κανονισμού 4056/86.

    1436 Στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκε σχετικά με παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης βάσει του κανονισμού 4056/86 καλυπτόταν από την ασυλία που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

    1437 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο αì, του κανονισμού 4056/86, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις οι οποίες «διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86 της Συνθήκης». Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 4, δεύτερο εδάφιο, της διατάξεως αυτής, «το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2, στοιχείο αì, πρόστιμο δεν επιτρέπεται να επιβληθεί για πράξεις μεταγενέστερες της κοινοποίησης στην Επιτροπή και προγενέστερες της απόφασης με την οποία δέχεται ή αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εφόσον εμπίπτουν στα όρια της δραστηριότητας που περιγράφεται στην κοινοποίηση». Το άρθρο 19, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, προβλέπει ωστόσο ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν εφαρμόζεται «αφότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ότι, μετά από πρώτη εξέταση, κρίνει πως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης πληρούνται και πως δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3».

    1438 Η Επιτροπή θεώρησε με την αιτιολογική σκέψη 584 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι προπαρατεθείσες διατάξεις δεν προέβλεπαν ασυλία όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται για παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, επέβαλε στα μέρη της TACA πρόστιμα για παραβάσεις της διατάξεως αυτής, παρά την κοινοποίηση της συμφωνίας TACA.

    1439 Προκειμένου να εξεταστεί αν η Επιτροπή ορθώς απέκλεισε το ευεργέτημα της ασυλίας όσον αφορά την πρώτη κατάχρηση, πρέπει να καθοριστεί, κατ' αρχάς, το περιεχόμενο της ασυλίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 και, εν συνεχεία, ο βαθμός στον οποίο οι πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση καλύπτονται, ενδεχομένως, από την ασυλία αυτή.

     1. Επί του περιεχομένου της ασυλίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86

    1440 Προκειμένου να καθοριστεί το περιεχόμενο της ασυλίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο το περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού όσο και ο σκοπός του και η γενική οικονομία του.

    1441 Όσον αφορά, πρώτον, το περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 4056/86, πρέπει, εκ προοιμίου, να τονιστεί, όπως έχει ήδη κρίνει το Πρωτοδικείο (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψεις 50 έως 52), ότι η σχετική με τα πρόστιμα ασυλία έχει εξαιρετικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 που προβλέπουν ασυλία ως προς τα πρόστιμα σε περίπτωση κοινοποιήσεως πρέπει να ερμηνεύονται στενά και δεν μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να επεκτείνει τα αποτελέσματά τους σε μη ρητώς προβλεπόμενες περιπτώσεις.

    1442 Συναφώς, πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η ασυλία την οποία προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 αφορά, όπως κατά γράμμα αναφέρεται, «το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2, στοιχείο αì, πρόστιμο». Τα πρόστιμα όμως που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη είναι αυτά που επιβάλλοναι όχι μόνο για το γεγονός της συμμετοχής σε σύμπραξη περιοριστική του ανταγωνισμού, αλλά και για καταχρηστικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, το άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο αì, αφορά ρητώς τα πρόστιμα για «παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86 της Συνθήκης».

    1443 Από την παραπομπή αυτή προκύπτει συνεπώς ότι το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86, όχι μόνο δεν περιορίζει τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία στις παραβάσεις και μόνον του άρθρου 85 της Συνθήκης, αλλά, όλως αντιθέτως, προβλέπει ρητώς ότι οι καταχρηστικές πρακτικές που είναι αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης μπορούν επίσης να τύχουν της εν λόγω ασυλίας.

    1444 Βεβαίως, όπως τονίζει η Επιτροπή, το άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 αφορά πράξεις «μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως και προγενέστερες της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή χορηγεί ή αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης» οι οποίες «παραμένουν στα όρια της δραστηριότητας η οποία περιγράφεται στην κοινοποίηση». Μόνον όμως οι συμφωνίες που είναι δυνατό να εμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης μπορούν να κοινοποιηθούν προκειμένου να χορηγηθεί η εξαίρεση κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 της διατάξεως αυτής, καθόσον οι καταχρήσεις της δεσπόζουσας θέσεως απαγορεύονται άνευ εξαιρέσεως (απόφαση Ahmed Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro, παρατεθείσα στη σκέψη 1109 ανωτέρω, σκέψη 32).

    1445 Ωστόσο, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι η ασυλία εφαρμόζεται μόνο στα πρόστιμα που επιβάλλονται ως κύρωση για παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    1446 Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το γράμμα των προπαρατεθέντων αποσπασμάτων του άρθρου 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86, η σχετική με τα πρόστιμα ασυλία δεν καλύπτει «συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένες πρακτικές» αντίθετες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά «πράξεις», δηλαδή μια γενική έννοια η οποία μπορεί να περιλαμβάνει, χωρίς αλλοίωση του νοήματός της, μονομερείς πρακτικές εμπίπτουσες στο άρθρο 86 της Συνθήκης. Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές πρέπει να είναι «μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως», η προϋπόθεση αυτή δεν αφορά, προφανώς, το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της ασυλίας, το οποίο αφορά «πράξεις», αλλά το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της ασυλίας. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη κρίνει το Πρωτοδικείο, η διάταξη αυτή προβλέπει προσωρινή παρέκκλιση υπέρ των επιχειρήσεων που έχουν κοινοποιήσει τη συμφωνία τους για τις πράξεις που είναι μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως και προγενέστερες της τελικής αποφάσεως η οποία αποφαίνεται σχετικά με την κοινοποίηση αυτή (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 46).

    1447 Αφετέρου, η προϋπόθεση ότι οι πράξεις πρέπει να παραμένουν «στα όρια της δραστηριότητας που περιγράφεται στην κοινοποίηση», ναι μεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι της ασυλίας τυγχάνουν μόνον οι πράγματι κοινοποιηθείσες δραστηριότητες (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1985, Stichting Sigrettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψη 74), πλην όμως ουδόλως συνεπάγεται ότι η ασυλία περιορίζεται στις παραβάσεις και μόνον του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και συνεπώς αποκλείονται οι παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, μολονότι οι καταχρηστικές πρακτικές δεν μπορούν να κοινοποιηθούν προκειμένου να χορηγηθεί εξαίρεση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ορισμένες κοινοποιηθείσες δραστηριότητες ή συμφωνίες μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν καταχρηστικές πρακτικές, καθόσον, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δικαιούται να θεωρήσει ότι μια συμφωνία που περιορίζει τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συνιστά επίσης κατάχρηση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, οσάκις προέρχεται από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση (αποφάσεις Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 116, και Agmed Saeed Flugreisen Silver Line Reisebüro, παρατεθείσα στη σκέψη 1109 ανωτέρω, σκέψεις 34 επ.). Έτσι, μια συμφωνία που έχει κοινοποιηθεί από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, όπως είναι μια συμφωνία αποκλειστικού εφοδιασμού, μπορεί να συνιστά όχι μόνο συμφωνία απαγορευόμενη από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά και κατάχρηση απαγορευόμενη από το άρθρο 86 της Συνθήκης. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοιες καταχρήσεις συνιστούν «πράξεις» που παραμένουν «στα όρια της δραστηριότητος που περιγράφεται στην κοινοποίηση», υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86, καθόσον την κατάχρηση αυτή στοιχειοθετούν οι ίδιες οι κοινοποιηθείσες συμφωνίες.

    1448 Η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86, που προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να ανακαλεί την ασυλία οσάκις θεωρεί, μετά από πρώτη εξέταση, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης πληρούνται και ότι δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αποκλείει κατ' ανάγκην το ότι οι παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης τυγχάνουν της ασυλίας, καθόσον άλλως οι παραβάσεις αυτές θα ετύγχαναν απόλυτης ασυλίας.

    1449 Συγκεκριμένα, η θέση αυτή στηρίζεται στην ανακριβή παραδοχή ότι το άρθρο 19, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 δεν επιτρέπει την ανάκληση της ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης. Ναι μεν όμως το άρθρο 19, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 προβλέπει, βεβαίως, ότι η ασυλία μπορεί να ανακληθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, μετά από πρώτη εξέταση, η Επιτροπή κρίνει ότι οι κοινοποιηθείσες συμφωνίες δεν μπορούν να εξαιρεθούν βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, πλην όμως ουδόλως προβλέπει ότι η ασυλία μπορεί να ανακληθεί μόνο για τις παραβάσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει προδήλως ότι η προϋπόθεση περί της υπάρξεως συμφωνίας απαγορευομένης από το άρθρο 85 της Συνθήκης δεν αφορά το αντικείμενο της ανακλήσεως της ασυλίας, αλλά τις περιστάσεις υπό τις οποίες η ανάκληση αυτή μπορεί να αποφασιστεί. Έτσι, όταν μια καταχρηστική πρακτική συνίσταται σε συμφωνία κοινοποιηθείσα προκειμένου να χορηγηθεί εξαίρεση, αν η Επιτροπή κρίνει, μετά από πρώτη εξέταση, ότι η συμφωνία αυτή απαγορεύται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, και δεν μπορεί να τύχει μιας τέτοιας εξαιρέσεως και αποφασίζει να ανακαλέσει την ασυλία, η ανάκληση αυτή δεν θα αφορά μόνον την παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά και ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1450 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/68 προβλέπει ρητώς, στο δεύτερο εδάφιο, ότι οι καταχρηστικές πρακτικές που είναι αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης μπορούν να τύχουν της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας, αλλά επίσης ότι το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής δεν εμποδίζουν την εφαρμογή της ασυλίας αυτής στις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1451 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει, στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, ότι η θέση των προσφευγουσών δεν λαμβάνει υπόψη το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86 και ότι από το γράμμα αυτό συνάγεται «μετά βεβαιότητος» ότι η ασυλία ισχύει μόνο για τις παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    1452 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ανωτέρω συμπέρασμα ουδόλως καταλήγει σε ευρεία ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 4056/86, αντίθετα προς την ερμηνευτική αρχή που ισχύει εν προκειμένω, καθόσον το συμπέρασμα αυτό απορρέει ευθέως από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής, χωρίς αλλοίωση ή έστω απλώς συμπλήρωση του νοήματός της. Επιπλέον, πρέπει να υπομνηστεί ότι η σχετική με τα πρόστιμα ασυλία δεν ισχύει για όλες τις καταχρηστικές πρακτικές που είναι αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης, αλλά μόνο, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86, για εκείνες τις πρακτικές οι οποίες «εμπίπτουν στα όρια της δραστηριότητας που περιγράφεται στην κοινοποίηση».

    1453 Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί, δεύτερον, ότι το περιεχόμενο του άρθρου 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου αυτού, μπορεί να συμβιβαστεί με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή και με τη γενική οικονομία της.

    1454 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όσον αφορά παρόμοιες διατάξεις του κανονισμού 17, ότι το ευεργέτημα της ασυλίας υπέρ των επιχειρήσεων που έχουν κοινοποιήσει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αποτελούσε το αντιστάθμισμα του κινδύνου τον οποίο διέτρεχε η επιχείρηση αποκαλύπτοντας η ίδια τη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική, καθόσον η επιχείρηση αυτή διέτρεχε τον κίνδυνο όχι μόνον της διαπιστώσεως ότι η συμφωνία ή η πρακτική παραβαίνει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του αποκλεισμού της εφαρμογής της παραγράφου 3, αλλά και της επιβολής προστίμου για τις προγενέστερες της κοινοποιήσεως πράξεις της (αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 93, και Asociación Española de Banca Privada κ.λπ., παρατεθείσα στη σκέψη 1421 ανωτέρω, σκέψη 52). Το Δικαστήριο έχει ομοίως τονίσει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να περιορίσει το πλεονέκτημα της ασυλίας σε μόνες τις επιχειρήσεις που έχουν κοινοποιήσει τις συμφωνίες τους, επειδή οι επιχειρήσεις αυτές, αποκαλύπτοντας αυτές τις συμφωνίες, αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να θέσουν τέρμα σε αυτές και περιορίζουν, περαιτέρω, το ερευνητικό έργο της Επιτροπής (απόφαση Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπή, παρατεθείσα στη σκέψη 1447 ανωτέρω, σκέψη 76).

    1455 Ναι μεν όμως είναι γεγονός ότι, αντίθετα προς τις συμφωνίες που εμπίπτουν στο άρθρο 85 της Συνθήκης, οι καταχρηστικές πρακτικές που είναι αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης απαγορεύονται άνευ εξαιρέσεως, πλην όμως πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όταν μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση κοινοποιεί συμφωνίες στην Επιτροπή για τη χορήγηση εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η επιχείρηση αυτή αναλαμβάνει τον κίνδυνο όχι μόνο να θεωρήσει η Επιτροπή ότι η εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί να τύχει της εξαιρέσεως αυτής και ότι είναι απαγορευμένη, αλλά επίσης, αν η συμφωνία αυτή χαρακτηριστεί καταχρηστική εκ μέρους της Επιτροπής, να απαγορευθεί βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης και να της επιβληθούν ως εκ τούτου πρόστιμα. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήστηκε ανωτέρω, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δικαιούται να θεωρήσει ότι μια συμφωνία περιοριστική του ανταγωνισμού συνιστά επίσης κατάχρηση οσάκις προέρχεται από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση (αποφάσεις Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 765 ανωτέρω, σκέψη 116, και Ahmed Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro, παρατεθείσα στη σκέψη 1109 ανωτέρω, σκέψη 44).

    1456 Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, οσάκις η Επιτροπή χορηγεί, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ατομική εξαίρεση σε συμφωνίες τις οποίες κοινοποίησαν επιχειρήσεις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση, αποκλείει έτσι εμμέσως, αν δεν υπάρξει αλλαγή των πραγματικών ή νομικών περιστατικών, το να θεωρήσει ότι οι ίδιες οι συμφωνίες συνιστούν καταχρηστικές πρακτικές αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Tetra Pak I, παρατεθείσα στη σκέψη 1420 ανωτέρω, σκέψη 28). Συγκεκριμένα, προτού χορηγήσει εξαίρεση σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώνει το ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ήτοι, ειδικότερα, η συμμετοχή των καταναλωτών στο όφελος που προκύπτει από τη σύμπραξη, η αναλογικότητα των επιβαλλομένων περιορισμών και η διατήρηση του ανταγωνισμού για σημαντικό τμήμα των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών. Επομένως, αν η Επιτροπή καταλήξει σε θετικό συμπέρασμα ─δηλαδή εξαίρεση─ για ορισμένη συμφωνία, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την ίδια συμφωνία ως καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως ύστερα από δεύτερη διαδικασία κινηθείσα λόγω παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης. Η διάταξη αυτή παράγει συνεπώς αποτελέσματα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, στον βαθμό που το άρθρο αυτό αποκλείει την εξαίρεση συμπεριφοράς η οποία εμπίπτει στην έννοια της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως (προτάσεις του ασκούντος καθήκοντα γενικού εισαγγελέα δικαστή Kirschner, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Tetra Pak I, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 1420 ανωτέρω, σημεία 40 και 45).

    1457 Εντεύθεν προκύπτει ότι, από την άποψη του κινδύνου τον οποίο διατρέχει, μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση τελεί σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη μιας επιχειρήσεως μη κατέχουσας δεσπόζουσα θέση η οποία έχει κοινοποιήσει συμφωνία προκειμένου να της χορηγηθεί εξαίρεση. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή αρνηθεί να χορηγήσει εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση χάνει τη βεβαιότητα ότι, αν δεν εξελιχθούν τα πραγματικά ή νομικά περιστατικά, η Επιτροπή δεν θα παρέμβει με βάση το άρθρο 86 της Συνθήκης κατά της κοινοποιηθείσας συμφωνίας και, επιπλέον, διατρέχει τον κίνδυνο να της επιβληθούν πρόστιμα λόγω συμφωνίας την οποία η ίδια αποκάλυψε, ενώ διευκολύνει το ερευνητικό έργο της Επιτροπής. Επιβάλλεται επιπλέον η διαπίστωση ότι η σχετική με τα πρόστιμα ασυλία της οποίας τυγχάνει μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση για τις κοινοποιηθείσες συμφωνίες, όσον αφορά τον κίνδυνο παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, θα καθίστατο κατ' ουσίαν κενή περιεχομένου αν μπορούσαν να επιβληθούν στην επιχείρηση αυτή πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης λόγω της συνάψεως των ίδιων συμφωνιών.

    1458 Τούτο ισχύει τοσούτω μάλλον που, στο πλαίσιο του καθεστώτος ανταγωνισμού που θεσπίζει ο κανονισμός 4056/86, η χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως βάσει του εν λόγω κανονισμού δεν απαιτεί υποχρεωτικά προηγούμενη κοινοποίηση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή οφείλει να χορηγήσει εξαίρεση ακόμη και αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας. Επομένως, οσάκις μια ναυτιλιακή εταιρία επιλέγει παρ' όλ' αυτά να κοινοποιήσει εθελοντικά μια συμφωνία για να της χορηγηθεί ατομική εξαίρεση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρέπει κατά μείζονα λόγο να προστατεύεται από τον κίνδυνο επιβολής προστίμων τα οποία θα επιβάλλονταν, ενδεχομένως, βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης λόγω των συμφωνιών αυτών.

    1459 Από τα ανωτέρω προκύπτει συνεπώς ότι συνάδει με τον σκοπό και τη γενική οικονομία του συστήματος το να ισχύει η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 4056/86 ασυλία και για τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης που συνίστανται σε κοινοποιηθείσες συμφωνίες.

    1460 Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη να μη θίγουν με τη συμπεριφορά τους τον αποτελεσματικό και μη νοθευμένο ανταγωνισμό σε μια αγορά στην οποία ο ανταγωνισμός είναι ήδη περιορισμένος λόγω ακριβώς της δεσπόζουσας θέσεώς τους (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 337 ανωτέρω, σκέψη 57). Συγκεκριμένα, η ιδιαίτερη αυτή ευθύνη σημαίνει μόνον ότι σε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπορούν να απαγορευθούν συμπεριφορές οι οποίες είναι νόμιμες όταν προέρχονται από μη κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις. Η ευθύνη αυτή αντιθέτως δεν μπορεί να στερήσει τις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις από τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία οσάκις αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να αποκαλύψουν στην Επιτροπή συμφωνίες περιοριστικές του ανταγωνισμού οι οποίες ενδέχεται να χαρακτηριστούν καταχρήσεις σε περίπτωση μη χορηγήσεως της εξαιρέσεως. Μια τέτοια συμπεριφορά μαρτυρεί ακριβώς το γεγονός ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αναλαμβάνει την ιδιαίτερη ευθύνη την οποία φέρει. Ναι μεν η Επιτροπή έχει ενδεχομένως το δικαίωμα να χαρακτηρίζει την ίδια συμπεριφορά ως περιοριστική του ανταγωνισμού και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και, ενδεχομένως, να επιβάλλει πρόστιμα για εκάστη των παραβάσεων αυτών, πλην όμως οφείλει να αναλαμβάνει όλες τις έννομες συνέπειες όσον αφορά την τήρηση της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας.

    1461 Περαιτέρω, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η εφαρμογή της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας στις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης ουδόλως καταλήγει στο να ευνοηθούν οι κατέχουσες συλλογική δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις σε σχέση με τις επιχειρήσεις που κατέχουν ατομική δεσπόζουσα θέση. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση κατέχουσα ατομική δεσπόζουσα θέση μπορεί επίσης να τύχει της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας όσον αφορά τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης, οσάκις οι παραβάσεις αυτές συνίστανται σε κοινοποιηθείσες συμφωνίες.

    1462 Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τόσο το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86 όσο και ο σκοπός του και η γενική οικονομία του δικαιολογούν την εφαρμογή της προβλεπομένης στη διάταξη αυτή ασυλίας όχι μόνο στις παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά και στις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης, οσάκις η κατάχρηση προκύπτει από κοινοποιηθείσες συμφωνίες.

    1463 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η πρώτη κατάχρηση που προσάπτεται εν προκειμένω στις προσφεύγουσες συνίσταται σε κοινοποιηθείσες συμφωνίες οι οποίες μπορούν να εμπίπτουν στη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία την οποία προβλέπει ο κανονισμός 4056/86.

     2. Επί της εφαρμογής της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας στην πρώτη κατάχρηση

    1464 Πρέπει να υπομνηστεί ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 551 έως 558 της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρέει ότι η πρώτη κατάχρηση προκύπτει, όσον αφορά τις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, από την απόλυτη απαγόρευσή τους το 1994 και το 1995 και, όταν επετράπησαν από το 1996 και μετά, από την εφαρμογή ορισμένων όρων που καθόρισε συλλογικά η TACA και από την αμοιβαία γνωστοποίηση των όρων τους και, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, από την εφαρμογή ορισμένων όρων τους οποίους καθόρισε συλλογικά η TACA.

    1465 Από τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχοι όροι τους οποίους καθόρισε συλλογικά η TACA είναι αυτοί που αφορούν την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων.

    1466 Πρέπει να υπομνηστεί ότι διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω ότι η πρώτη κατάχρηση δεν ήταν βάσιμη όσον αφορά την αμοιβαία γνωστοποίηση της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    1467 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί μόνον αν οι λοιπές καταχρηστικές πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση συνίστανται σε κοινοποιηθείσες στην Επιτροπή συμφωνίες.

    1468 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι σχετικοί με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών κανόνες της TACA προβλέπονται στο άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 4056/86.

    1469 Πρέπει όμως να τονιστεί ότι όλες οι επίμαχες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως καταχρηστικές πρακτικές διαλαμβάνονται στο άρθρο 14 της συμφωνίας TACA. Έτσι, η παράγραφος 3, στοιχείο a, της διατάξεως αυτής απαγορεύει ρητώς τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ενώ η παράγραφος 2, στοιχεία a, c, d και e, προβλέπει, αντιστοίχως, την ανώτατη διάρκεια των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, το επίπεδο των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων και την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων. Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μέρη της TACA ενημέρωσαν ρητώς την Επιτροπή, στις 9 Μαρτίου 1995, ότι η FMC τους είχε επιβάλει την τροποποίηση της συμφωνίας τους κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1996, εφόσον οι συμβάσεις αυτές τηρούσαν τους όρους που προέβλεπε το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA. Στις 21 Μαρτίου 1995, τα μέρη της TACA κοινοποίησαν στην Επιτροπή τροποποιημένη μορφή του άρθρου 14 της συμφωνίας TACA η οποία είχε κοινοποιηθεί το 1994.

    1470 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επίμαχες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως καταχρηστικές πρακτικές όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκαν πράγματι στην Επιτροπή για τη χορήγηση εξαιρέσεως, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας την οποία προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 4056/86.

    1471 Επειδή η αρχική κοινοποίηση της συμφωνίας TACA πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουλίου 1994 και η περίδος της λαμβανομένης υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση παραβάσεως καλύπτει, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 592, «μέρος του 1994 και το σύνολο του 1995 και του 1996», επιβάλλεται, επιπλέον, η διαπίστωση ότι το σύνολο των προστίμων που επιβλήθηκαν στα μέρη της TACA με την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω των επίμαχων καταχρηστικών πρακτικών αφορούν πράξεις μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως της συμφωνίας της TACA και προγενέστερες της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1472 Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκαν κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 4056/86 για τις καταχρηστικές πρακτικές όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, που προβλέπονται στο άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, καλυπτόταν από τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

    1473 Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού, πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών, καθόσον η Επιτροπή, επιβάλλοντας πρόστιμα λόγω των σχετικών με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πρακτικών που προβλέπονται στο άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, παρέβη τις διατάξεις περί της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας, την οποία προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 και της οποίας ετύγχαναν οι προσφεύγουσες λόγω της κοινοποιήσεως της συμφωνίας TACA. Κατά συνέπεια, το τμήμα αυτό των προστίμων πρέπει να ακυρωθεί.

    1474 Κατά τα λοιπά, ήτοι όσον αφορά το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκαν κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1017/86, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών πρέπει, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 1432 έως 1434, να απορριφθεί.

     Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά τον υπολογισμό των προστίμων

    1475 Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους των λόγων ακυρώσεως που αφορούν το ύψος των προστίμων και διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, πρώτον, τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει το ύψος των προστίμων. Δεύτερον, ισχυρίζονται ότι οι παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν τα πρόστιμα δεν διαπράχθηκαν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Τρίτον, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της επιπτώσεως, της σοβαρότητας και της διάρκειας των παραβάσεων, καθώς και των ελαφρυντικών περιστάσεων. Τέταρτον, επικαλούνται ορισμένες ειδικές ατομικές περιστάσεις οι οποίες δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή. Τέλος, πέμπτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το επιτόκιο που αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση για την περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής των προστίμων.

     Α ─ Επί της μεθοδολογίας την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει το ύψος των προστίμων


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    1476 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, κατά παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου, ακολούθησε για τον υπολογισμό των προστίμων μια μεθοδολογία η οποία δεν είναι ορθολογική και δεν παρουσιάζει λογική συνοχή.

    1477 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κάθε πρόστιμο που επιβάλλει η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) πρέπει να είναι σύμφωνο προς τις αρχές που έχουν καθορίσει τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα. Κατά τις προσφεύγουσες, τούτο συνεπάγεται ότι, ακόμη και αν η νέα προσέγγιση της Επιτροπής συνίσταται στο ότι το πρόστιμο πρέπει κατ' αρχάς να αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα της κυρίως ειπείν παραβάσεως, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως που διέπραξε την παράβαση αυτή, οι αρχές που έχουν αναπτύξει τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα επιβάλλουν να λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η μείζων αρχή που συνάγεται από την κοινοτική νομολογία είναι ότι η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων, ήτοι τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, το τμήμα του κύκλου αυτού εργασιών που πραγματοποιήθηκε στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση, το κέρδος που αποκόμισε η επιχείρηση χάρη στις παράνομες πρακτικές, το μέγεθος της επιχειρήσεως και την αξία των επίμαχων αγαθών και υπηρεσιών (βλ., για παράδειγμα, απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψεις 120 και 121).

    1478 Κατά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία αυτή προκύπτει, αφενός, ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων όταν αξιολογεί τη σοβαρότητα της παραβάσεως και καθορίζει το επίπεδο των προστίμων και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη ένας ή περισσότεροι παράγοντες σημαίνει ότι προσδόθηκε δυσανάλογη σημασία στα στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη.

    1479 Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που θέτει η νομολογία για διάφορους λόγους.

    1480 Πρώτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν επέδειξε αμεροληψία και ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεως και της ίσης μεταχειρίσεως που αναγνωρίζει η νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-143/89, Ferriere Nord, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-917, σκέψη 55) επιβάλλοντας πρόστιμα στα μέρη βάσει των τεχνητών ομαδοποιήσεων και όχι βάσει του επιμέρους μέγεθους εκάστου των μερών αυτών.

    1481 Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν ότι η Επιτροπή δεν παρέχει καμία εξήγηση ή δικαιολογία όσον αφορά την κατανομή των επιχειρήσεων σε τέσσερις ομάδες ή τα κριτήρια βάσει των οποίων ορίστηκαν οι ομάδες αυτές. Οι προσφεύγουσες τονίζουν επίσης ότι οι κατηγορίες των προστίμων που περιλαμβάνονται στον πίνακα 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αντικατοπτρίζουν τις διαφορές μεγέθους των τεσσάρων ομάδων μεταφορέων που απεικονίζονται στον πίνακα 12 της εν λόγω αποφάσεως. Έτσι, σε όλους τους μικρούς μεταφορείς των οποίων ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών που αφορά τη μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια είναι μόνον το 6 έως το 12 % του υψηλότερου κύκλου εργασιών επιβάλλεται πρόστιμο ύψους ίσου προς το 25 % του προστίμου που επιβάλλεται στον προσφεύγοντα ο οποίος υπόκειται στο υψηλότερο πρόστιμο. Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν ότι το επίπεδο των επιμέρους προστίμων διαφοροποιήθηκε με βάση μόνον τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών και μόνο στον βαθμό που η Επιτροπή κατένειμε τις προσφεύγουσες σε τέσσερις ομάδες με βάση τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών τους. Κατά συνέπεια, το μέγεθος των προσφευγουσών λίγο μόνον επηρέασε τον υπολογισμό των προστίμων. Κατά τις προσφεύγουσες, αν το μέγεθος των προσφευγουσών είχε ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό των προστίμων, τα πρόστιμα θα ήσαν λιγότερο υψηλά.

    1482 Στο πλαίσιο αυτό, η DSR-Senator τονίζει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε φθάνει το ήμισυ του προστίμου που επιβλήθηκε στους μεγάλους μεταφορείς οι οποίοι υπάγονται στην πρώτη ομάδα, ενώ ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της που αφορά τη μεταφορά φορτίου με εμπορευματοκιβώτια αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο του αντίστοιχου κύκλου εργασιών των μεταφορέων.

    1483 Ομοίως, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 παρατηρεί ότι μολονότι το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων της κατηγορίας των «μικρών έως μεσαίων μεταφορέων», στην οποία υπήχθη, αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα τέταρτο του μέσου μεγέθους των μεγαλύτερων μεταφορέων μελών της TACA, της επιβλήθηκε πρόστιμο το οποίο φθάνει το ήμισυ του προστίμου που επιβλήθηκε στους μεγάλους μεταφορείς που είναι μέλη της TACA. Περαιτέρω, παρατηρεί ότι, παρ' όλον ότι είχε το 1996 τον χαμηλότερο κύκλο εργασιών μεταξύ των μερών της TACA στο διατλαντικό δρομολόγιο, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε είναι το διπλάσιο του προστίμου που επιβλήθηκε σε τρεις άλλες προσφεύγουσες οι οποίες πραγματοποίησαν ωστόσο διατλαντικό κύκλο εργασιών μεγαλύτερο κατά 400 % από τον δικό της και το ίδιο με εκείνο που επιβλήθηκε σε τρεις προσφεύγουσες, μολονότι αυτές πραγματοποίησαν διατλαντικό κύκλο εργασιών τουλάχιστον 800 % μεγαλύτερο από τον δικό της.

    1484 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 ισχυρίζεται ότι το επιβληθέν πρόστιμο συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον της επιβλήθηκε το δεύτερο σημαντικότερο πρόστιμο, ενώ ο κύκλος εργασιών της στη σχετική αγορά συνιστά τον δεύτερο μικρότερο κύκλο εργασιών. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα τονίζει ότι παρά το γεγονός ότι κατείχε μέσο μερίδιο αγοράς 0,7 % της σχετικής αγοράς κατά την περίοδο 1994-1996, το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε αντιπροσωπεύει το 7,76 % του συνολικού ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στο σύνολο της διασκέψεως.

    1485 Τέλος, οι προσφεύγουσες στην υπόθεση Τ-214/98 υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μη εκτιμώντας την ατομική κατάσταση εκάστης των προσφευγουσών στη σχετική αγορά.

    1486 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ατομικά την κατάσταση εκάστης αυτών για να καθορίσει το ύψος των προστίμων (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 1422, σκέψεις 129 έως 134).

    1487 Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή κατένειμε τις προσφεύγουσες, κατά τρόπο αυθαίρετο και χωρίς την παραμικρή εξήγηση, σε τέσσερις ομάδες και επέβαλε πρόστιμα στις ομάδες και όχι στις επιμέρους επιχειρήσεις που τις συνθέτουν. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη κανένα άλλο στοιχείο, όπως είναι για παράδειγμα ο κύκλος εργασιών στο επίμαχο δρομολόγιο ή το όφελος που αποκομίστηκε από την παράβαση.

    1488 Συναφώς, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε ατομική εκτίμηση της καταστάσεώς της, μολονότι αποτελεί το τμήμα της TACA με την ασθενέστερη θέση (πλην μιας εξαιρέσεως) στο διατλαντικό δρομολόγιο. Έτσι, η προσφεύγουσα τονίζει ότι της επιβλήθηκε πρόστιμο που ισοδυναμεί με το 98 % του κύκλου εργασιών της το 1996 στο διατλαντικό δρομολόγιο.

    1489 Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπολόγισε το ύψος των προστίμων βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τις μεταφορικές υπηρεσίες που έχουν ως αντικείμενο τη μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια, χωρίς να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται στη σχετική αγορά.

    1490 Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε, σύμφωνα με τη νομολογία (αποφάσεις Musique Diffusion κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 1422, σκέψεις 120 και 121· της 12ης Νοεμβρίου 1985, 183/83, Krupp κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3609, σκέψη 37· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1994, T-77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-549, σκέψη 94, και της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 568, σκέψη 233· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn στην απόφαση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1914, 1950), να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών των μερών που αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονταν στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση, ήτοι εκείνη των υπηρεσιών διατλαντικής μεταφοράς, καθώς και το ποσοστό που αντιπροσωπεύει ο κύκλος αυτός εργασιών επί του παγκοσμίου κύκλου εργασιών που αφορά τη μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια. Οι προσφεύγουσες τονίζουν εξάλλου ότι, στην αιτιολογική σκέψη 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι ο κύκλος εργασιών που αφορά το διατλαντικό δρομολόγιο είναι ο προσήκων για να εκτιμηθεί η επίπτωση των παραβάσεων.

    1491 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, για πολλές από αυτές, ο κύκλος εργασιών που αφορά τις διατλαντικές υπηρεσίες αντιπροσωπεύει μικρό ποσοστό του παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους. Έτσι, το ύψος των προστίμων είναι δυσανάλογο συγκρινόμενο με τους κύκλους εργασιών που πραγματοποιούν στο διατλαντικό δρομολόγιο. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι ο γενικός εισαγγελέας Fennelly (προτάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2000, CEWAL, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 638 ανωτέρω) αναγνώρισε ότι μια παράβαση που διαπράττει μια επιχείρηση σε ένα μικρό μόνον τομέα των δραστηριοτήτων της είναι συνήθως λιγότερο σοβαρή απ' ό,τι μια παράβαση την οποία διαπράττει και η οποία αφορά το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Κατά τις προσφεύγουσες, η δυσαναλογία αυτή επιτείνεται εν προκειμένω από το γεγονός ότι μόνον το 60 % (ή λιγότερο) του κύκλου εργασιών τους στο διατλαντικό δρομολόγιο προέρχεται από τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της πρώτης κατάχρησης και εν μέρει της δεύτερης κατάχρησης.

    1492 Τούτο συνεπάγεται, κατά τις προσφεύγουσες, ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθώς τη «σοβαρότητα της παραβάσεως» (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 120) και ότι το πρόστιμο αποτελεί το «αποτέλεσμα απλού υπολογισμού που στηρίζεται στον ολικό κύκλο εργασιών» (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 121).

    1493 Τέταρτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες που είναι κρίσιμοι για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως προκειμένου να καθορίσει τα πρόστιμα (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 129, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, Τ-229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1689, σκέψη 127).

    1494 Κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι ο μόνος παράγων ο οποίος ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή είναι ο συνολικός κύκλος εργασιών που αφορά τη μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια, εντεύθεν προκύπτει κατ' ανάγκην ότι είναι δυσανάλογη η σημασία που προσδόθηκε στον παράγοντα αυτό. Ισχυρίζονται ότι, μεταξύ των κρίσιμων στοιχείων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη, θα έπρεπε να περιλαμβάνεται η θέση των μερών στη σχετική αγορά, τα ενδεχόμενα οφέλη που αντλήθηκαν από την παροχή διατλαντικών υπηρεσιών στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και ο κύκλος εργασιών που αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών σε σχέση με τον συνολικό κύκλο εργασιών.

    1495 Πέμπτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τα ενδεχόμενα οφέλη που αποκομίστηκαν στη σχετική αγορά, οπότε τα πρόστιμα είναι δυσανάλογα.

    1496 Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή τονίζει με τις κατευθυντήριες γραμμές (σ. 5) ότι τα πρόστιμα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το «οικονομικό ή χρηματοοικονομικό όφελος που έχουν ενδεχομένως αποκομίσει οι παραβάτες» (βλ. επίσης της ΧΧΙ Έκθεση επί της πολιτικής του ανταγωνισμού, 1992, σημείο 139). Κατά τις προσφεύγουσες, τούτο συνεπάγεται ότι το ύψος των προστίμων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση στη σχετική αγορά, καθόσον η παράβαση διαπράχθηκε στην αγορά αυτή. Επομένως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, για τον καθορισμό των προστίμων, τα καθαρά αποτελέσματα που πραγματοποίησαν οι προσφεύγουσες το 1996 στο διατλαντικό δρομολόγιο.

    1497 Έκτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας. Παραπέμπουν συναφώς στα προεκτεθέντα επιχειρήματα.

    1498 Έβδομον, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις Τ-213/98 και Τ-214/98 φρονούν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    1499 Συναφώς, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε εν προκειμένω τις σχετικές με τον υπολογισμό των προστίμων αρχές που έχει συναγάγει η προηγούμενη νομολογία.

    1500 Οι προσφεύγουσες στην υπόθεση Τ-214/98 προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι δεν ακολούθησε τις κατευθυντήριες γραμμές, καθόσον το βασικό ύψος του προστίμου δεν καθορίστηκε για κάθε επιχείρηση, αλλά για κάθε ομάδα επιχειρήσεων, οπότε δεν υφίσταται πλέον κανένας σύνδεσμος μεταξύ του βασικού ύψους του προστίμου και του «συνολικού ή σχετικού με την υπό εξέταση αγορά» κύκλου εργασιών των οικείων επιχειρήσεων. Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμά της σχετικά με τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών καταχρήσεων χωρίς να αποδείξει την πραγματική επίπτωσή τους στη σχετική αγορά. Η Επιτροπή παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη το μέγεθος της γεωγραφικής αγοράς που επηρεάστηκε από τις προβαλλόμενες παραβάσεις.

    1501 Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή, μη εφαρμόζοντας τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές, παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δημιουργούν στις επιχειρήσεις τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η Επιτροπή θα ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη τη μεθοδολογία και όλα τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί στις κατευθυντήριες γραμμές. Τονίζουν συναφώς ότι οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν ότι ο σκοπός των αρχών που θέτουν «είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου» και διαλαμβάνουν ότι «η νέα μέθοδος η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων θα πρέπει στο εξής να ακολουθεί το [...] σύστημα [που περιγράφουν]». Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει ένα μέτρο γενικής εφαρμογής όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές με ατομική απόφαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-313/90, Συλλογή 1993, σ. Ι-1125, σκέψεις 44 και 45).

    1502 Όγδοον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει εξήγηση όσον αφορά τον υπολογισμό των προστίμων. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή συνιστά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης και της νομολογίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Tréfilunion κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 498 ανωτέρω, σκέψη 142, T-147/89, Société métallurgique de Normandie κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1057, και T-151/89, Société des treillis et panneaux soudés κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1191· της 14ης Μα?ου 1998, T-327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1373, σκέψη 206).

    1503 Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί ούτε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή τις κατένειμε σε τέσσερις κατηγορίες (πίνακας 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ούτε τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να προβεί στην κατανομή αυτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί έτσι ούτε τη σχέση μεταξύ του πίνακα 12 και του πίνακα 13 (που καθορίζει το ύψος των επιβληθέντων προστίμων) ούτε τον τρόπο κατά τον οποίο υπολογίστηκαν τα αριθμητικά στοιχεία του πίνακα 13. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας τα πρόστιμα σε ύψος το οποίο αντιπροσωπεύει τόσο σημαντικό τμήμα του κύκλου εργασιών που αφορά το επίμαχο δρομολόγιο, απέστη της προηγούμενης πρακτικής της [απόφαση 94/815/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/33.126 και 33.322 ─ Τσιμέντο) (ΕΕ L 343, σ. 1), και απόφαση 98/273/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 1998 στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/35.733 ─ VW) (ΕΕ L 124, σ. 60)], χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμο την αλλαγή αυτή, αντίθετα προς τις επιταγές που έθεσε η απόφαση Papiers Peints κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 1391 ανωτέρω.

    1504 Περαιτέρω, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους, αφενός, της επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς το διπλάσιο του σχετικού μεγέθους της και, αφετέρου, αναφέρεται αποκλειστικά στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της, αντίθετα προς τη σχετική πρακτική της (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 129, και απόφαση Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1493 ανωτέρω, σκέψη 127). Η Επιτροπή δεν διευκρινίζει έτσι πουθενά γιατί επέλεξε να μην λάβει υπόψη άλλους παράγοντες, όπως είναι η κατάστασή της στην αγορά, τα κέρδη της και η κατάστασή της ως νεοεισελθούσης στο δρομολόγιο και ως νέου μέλους της TACA. Επιπλέον, όσον αφορά τον ρόλο που είχαν οι προσφεύγουσες στις προβαλλόμενες παραβάσεις, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι τα μέλη της TACA ενήργησαν από κοινού για να παρακινήσουν τους τρίτους να προσχωρήσουν στην TACA και δεν καταδεικνύει ούτε ότι η ίδια συνέβαλε στις παρακινήσεις αυτές. Με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 1422 ανωτέρω, ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε όμως ότι «παράβαση που διαπράττεται από μια επιχείρηση σε μικρό μόνο τομέα των δραστηριοτήτων της είναι συνήθως λιγότερο σοβαρή από μια παράβαση που αφορά το σύνολο των δραστηριοτήτων της».

    1505 Η προσφεύγουσα διαπιστώνει ότι μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή εκθέτει γενικώς τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να υπολογίσει το επίπεδο των προστίμων με αναφορά στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών. Δεν εξηγεί ωστόσο γιατί η μέθοδος αυτή δικαιολογείται καθόσον την αφορά, μολονότι καταλήγει στο να της επιβληθεί δυσανάλογο πρόστιμο, ακόμη και αν συγκριθεί με τις λοιπές προσφεύγουσες βάσει του κριτηρίου και μόνον του παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους. Με την απόφαση όμως της 20ής Απριλίου 1999, PVC II, που παρατέθηκε στη σκέψη 191 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο μείωσε τα πρόστιμα με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή υπερεκτίμησε το μερίδιο αγοράς των οικείων επιχειρήσεων στην επίμαχη αγορά όταν κατένειμε μεταξύ αυτών το συνολικό πρόστιμο.

    1506 Τέλος, οι προσφεύγουσες στην υπόθεση Τ-214/98 ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί, αντίθετα προς τις επιταγές της νομολογίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Τréfilunion κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 498 ανωτέρω, σκέψη 142, και της 14ης Μα?ου 1998, T-352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1989, σκέψη 278), πώς υπολογίστηκε το ύψος των προστίμων, οπότε οι προσφεύγουσες δεν είναι σε θέση να εξακριβώσουν αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθά τη μέθοδό της. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση το κριτήριο που χρησιμοποίησε για να κατανείμει τα μέρη της TACA σε τέσσερις ομάδες.

    1507 Η Επιτροπή φρονεί ότι κανένας από τους λόγους αυτούς δεν είναι βάσιμος.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1508 Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως και τις αιτιάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή ότι κατένειμε τα μέρη της TACA σε τέσσερις ομάδες για να καθορίσει το ύψος των προστίμων. Συναφώς, προβάλλουν τριών ειδών επιχειρήματα. Τα πρώτα αφορούν την έλλειψη ατομικής εκτιμήσεως και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού. Τα δεύτερα αφορούν την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού. Τέλος, τα τρίτα αφορούν την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού.

    1509 Δεν αμφισβητείται ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν εν προκειμένω καθορίστηκαν από την Επιτροπή με βάση τη μέθοδο που προσδιορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές.

    1510 Πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 595 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε, αφού καθόρισε στις αιτιολογικές σκέψεις 591 έως 594 τη σοβαρότητα των παραβάσεων όπως αυτή προκύπτει από τη φύση τους, ότι, για να λάβει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων να προξενήσουν σημαντική ζημία και την ανάγκη να εξασφαλίσει ότι το ύψος του προστίμου θα έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα, έπρεπε, λόγω της σημαντικής διαφοράς μεγέθους των μερών της TACA, να επιβάλει υψηλότερα πρόστιμα στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της TACA.

    1511 Προς τούτο, η Επιτροπή κατένειμε τα μέρη της TACA σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με το σχετικό μέγεθός τους σε σύγκριση με τη Maersk, η οποία ήταν το μεγαλύτερο από τα μέρη της TACA. Από την αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το σχετικό μέγεθος εκάστου των μερών της TACA καθορίστηκε με βάση τον κύκλο εργασιών του για το 1996 που αφορούσε τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια που πραγματοποιήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο, καθόσον η Επιτροπή θεώρησε ότι αυτός ο κύκλος εργασιών καθιστούσε δυνατή την εκτίμηση των πόρων και της πραγματικής σημασίας των οικείων επιχειρήσεων.

    1512 Στον πίνακα 12 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται οι ως άνω καθορισθείσες τέσσερις ομάδες και το σχετικό μέγεθος εκάστου των μερών το 1996 σε σύγκριση με τη Maersk. Από τον πίνακα αυτό προκύπτει ότι οι τέσσερις ομάδες και το σχετικό μέγεθος των μερών της TACA που τις απαρτίζουν καθορίζονται ως εξής: οι «μεγάλοι μεταφορείς» [Maersk (1,00) και Sea-Land (0,89)], οι «μεσαίοι έως μεγάλοι μεταφορείς» [P & O (0,50), OOCL (0,44), NYK (0,41), Nedlloyd (0,39), Hanjin (0,33), Hapag Lloyd (0,32) και Hyundai (0,31)], οι «μικροί έως μεσαίοι μεταφορείς» [DSR-Senator (0,24), NOL (0,22), MSC (0,21) και Cho Yang (0,18)] και οι «μικροί μεταφορείς» [TMM-Tecomar (0,12), ACL (0,06) και POL (0,06)].

    1513 Ο πίνακας 13 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 598 της προσβαλλομένης αποφάσεως απεικονίζει τον υπολογισμό του επιπέδου των προστίμων για εκάστη των ομάδων αυτών, με βάση τη φύση των παραβάσεων και τη διάρκειά τους. Τα ποσά αυτά ανέρχονται, αντιστοίχως, στα 27,5 εκατομμύρια ECU για τους «μεγάλους μεταφορείς», στα 20,63 εκατομμύρια ECU για τους «μεσαίους έως μεγάλους μεταφορείς» (εκτός της Hyundai της οποίας το πρόστιμο μειώθηκε λόγω της διάρκειας της συμμετοχής της στα 18,56 εκατομμύρια ECU), στα 13,75 εκατομμύρια ECU για τους «μικρούς έως μεσαίους μεταφορείς» και στα 6,88 εκατομμύρια ECU για τους «μικρούς μεταφορείς».

    1514 Πρέπει να εξεταστεί αν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, αυτή η μέθοδος καθορισμού του ύψους των προστίμων είναι αντίθετη προς την απαίτηση της ατομικής εκτιμήσεως και παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας καθώς και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

     Επί της απαιτήσεως ατομικής εκτιμήσεως

    1515 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ' αρχάς στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε ατομικώς την κατάσταση εκάστης εξ αυτών για να καθορίσει το ύψος των προστίμων. Εν συνεχεία, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι η κατανομή των μερών της TACA σε τέσσερις ομάδες είχε εν προκειμένω ως αποτέλεσμα να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, μόνον ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών που αφορούσε τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια και να αποκλειστούν άλλα κριτήρια που είναι χρήσιμα για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ειδικότερα ο κύκλος εργασιών στη σχετική αγορά, το ποσοστό που αντιπροσωπεύει αυτός ο κύκλος εργασιών επί του παγκόσμιου κύκλου εργασιών, τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν στη σχετική αγορά και η πραγματική επίπτωση των παραβάσεων στην αγορά αυτή. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επίσης διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας επί των σημείων αυτών.

    1516 Με την πρώτη αιτίασή τους, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν έτσι τον κατ' αποκοπή καθορισμό του βασικού ποσού των πρστίμων για κάθε ομάδα επιχειρήσεων, όπως αυτός προκύπτει από τον πίνακα 13 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, λόγω του κατ' αποκοπήν αυτού καθορισμού, η Επιτροπή αγνόησε, στο πλαίσιο κάθε ομάδας, τις διαφορές που μπορούν να υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων που ανήκουν στην ίδια ομάδα.

    1517 Όσον αφορά το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού, από την αιτιολογική σκέψη 595 προκύπτει ότι η Επιτροπή, για να καθορίσει τη σοβαρότητα των παραβάσεων, κατένειμε τα μέρη της TACA, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές διαφορές μεγέθους που υπάρχουν μεταξύ τους, σε τέσσερις ομάδες, προκειμένου να υποβάλει υψηλότερα πρόστιμα στις μεγαλύτερες από τις επιχειρήσεις αυτές.

    1518 Πρέπει να υπομνηστεί ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει, με την απόφασή του CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 384, ότι η διαίρεση των οικείων επιχειρήσεων σε κατηγορίες με βάση το μέγεθός τους δεν υπερέβαινε την εξουσία που διαθέτει η Επιτροπή για τον καθορισμό των προστίμων, εφόσον η διαίρεση αυτή, διασφαλίζοντας ότι στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες επιχειρήσεων μεγαλύτερου μεγέθους θα επιβληθούν υψηλότερα πρόστιμα από αυτά που θα επιβληθούν στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες επιχειρήσεων μικρότερου μεγέθους, συμβάλλει στον επιδιωκόμενο σκοπό που συνίσταται στην επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις.

    1519 Συναφώς, το Πρωτοδικείο έχει τονίσει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, όταν καθορίζει το ύψος των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία θα καταλήξει ο υπολογισμός της για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα αντικατοπτρίζουν οιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 385).

    1520 Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα διαιρώντας, κατά το στάδιο του καθορισμού της σοβαρότητας της παραβάσεως, τις προσφεύγουσες σε ομάδες (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 386).

    1521 Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 Ρ, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-9991, σκέψη 73).

    1522 Εν προκειμένω όμως, από την αιτιολογική σκέψη 595 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επαρκώς κατά νόμο, αφενός, ότι για να λάβει υπόψη την πραγματική δυνατότητα των οικείων επιχειρήσεων να προξενήσουν σημαντική ζημία και την ανάγκη διασφαλίσεως του ότι το ύψος του προστίμου θα έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα, η σοβαρότητα που προκύπτει από τη φύση της παραβάσεως προσαρμόστηκε στο μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, αφετέρου, ότι για να επιβάλει υψηλότερα πρόστιμα στις μεγάλες επιχειρήσεις, η Επιτροπή διαίρεσε τα μέρη της TACA σε τέσσερις ομάδες. Εφόσον ο κατ' αποκοπήν καθορισμός των προστίμων προκύπτει από τη διαίρεση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού.

    1523 Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    1524 Με τις δεύτερες αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξατομίκευσε τον υπολογισμό των προστίμων, λαμβάνοντας υπόψη και άλλα κριτήρια πέραν αυτού του κύκλου εργασιών. Συναφώς, προσάπτουν ειδικότερα στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών τους στη σχετική αγορά ούτε το μερίδιό τους στην αγορά αυτή.

    1525 Όσον αφορά το βάσιμο της αποφάσεως επί του σημείου αυτού πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-1611, σκέψη 54). Κατά πάγια νομολογία, μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως μπορούν, αναλόγως της περιπτώσεως, να περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 120, και της 8ης Νοεμβρίου 1983, IAZ κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψη 52).

    1526 Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 598 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα βασικά ποσά των προστίμων που αναγράφονται στον πίνακα 13 καθορίστηκαν βάσει της φύσεως των παραβάσεων και τη διάρκειά τους για έκαστη των τριών ομάδων που διαλαμβάνεται στον πίνακα 12 ο οποίος περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 596. Από την τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη προκύπτει όμως ότι η διαίρεση αυτή σε τέσσερις ομάδες πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή με βάση το σχετικό μέγεθος εκάστου των μερών της TACA σε σύγκριση με τη Maersk, όπως αυτό προκύπτει από τον κύκλο εργασιών τους ο οποίος αφορά τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα βασικά ποσά που αναγράφονται στον πίνακα 13 προκύπτουν εμμέσως από το ότι ελήφθη υπόψη ο κύκλος εργασιών των προσφευγουσών.

    1527 Το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει ότι μια τέτοια μέθοδος, στην οποία ο κύκλος εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί ευθέως το ύψος του προστίμου ως ποσοστό του κύκλου αυτού εργασιών, αλλά για να διαμορφωθεί, κατά το στάδιο του καθορισμού της σοβαρότητας της παραβάσεως, ένα βασικό ποσό οριζόμενο με βάση τη φύση της παραβάσεως και τη διάρκειά της προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διαφορά μεγέθους μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων, ήταν σύμφωνη προς το νομικό πλαίσιο των κυρώσεων όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και στις ισοδύναμες διατάξεις των κανονισμών 1017/68 και 4056/86 (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψεις 395 και 397).

    1528 Συναφώς, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η Επιτροπή δικαιούται, προκειμένου να προσδιορίσει το μέγεθος των οικείων επιχειρήσεων, να αναφερθεί στον συνολικό κύκλο εργασιών τους αντί στον κύκλο εργασιών τους εντός της ή των οικείων αγορών. Πράγματι, έχει κριθεί ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως αποτελεί ένδειξη, έστω και κατά προσέγγιση και ατελώς, του μεγέθους της και της οικονομικής της ισχύος (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 121). Έτσι, στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, το Πρωτοδικείο έχει δεχθεί ότι η Επιτροπή, επιλέγοντας, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως για τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια, δεν είχε παραβεί το άρθρο 19 του κανονισμού 4056/86 (αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1996, CEWAL, παρατεθείσας ανωτέρω στη σκέψη 568, σκέψη 233, και CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 399).

    1529 Περαιτέρω, κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι μόνον το 60 % του κύκλου εργασιών των μερών της TACA στο επίμαχο δρομολόγιο προέρχεται από τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της πρώτης καταχρήσεως. Συγκεκριμένα, ο κύκλος εργασιών που αφορά μόνον τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματική δυνατότητα των μερών της TACA να προξενήσουν ζημία, καθόσον αυτός ο κύκλος εργασιών δεν λαμβάνει υπόψη τους πόρους τους και την πραγματική σημασία τους. Στον βαθμό που η Επιτροπή, για να καθορίσει εν προκειμένω το ύψος των προστίμων, θέλησε ακριβώς να λάβει υπόψη την πραγματική δυνατότητα των οικείων επιχειρήσεων να προξενήσουν ζημία, είχε κατά συνέπεια το δικαίωμα να μην καθορίσει το μέγεθος των μερών της TACA με βάση τον κύκλο τους εργασιών και μόνον που αφορούσε τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    1530 Τέλος, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η μέθοδος αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα τον εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμό του ύψους του προστίμου βάσει υπολογισμού στηριζομένου μόνο στον συνολικό κύκλο εργασιών χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ατομικές περιστάσεις που προσιδιάζουν σε καθεμία από τις προσφεύγουσες. Πράγματι, από την προσβαλλομένη απόφαση, καθώς και από τις κατευθυντήριες γραμμές των οποίων τις αρχές εφάρμοσε η απόφαση αυτή, προκύπτει ότι, μολονότι η σοβαρότητα της παραβάσεως εκτιμάται, σε ένα πρώτο στάδιο, σε συνάρτηση με τα στοιχεία που προσιδιάζουν στην παράβαση, όπως είναι η φύση της και ο αντίκτυπός της στην αγορά, η εκτίμηση αυτή, σε ένα δεύτερο στάδιο, διαμορφώνεται σε συνάρτηση με περιστάσεις που προσιδιάζουν στην επιχείρηση, πράγμα που ωθεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη, εκτός από το μέγεθος και τις ικανότητες της επιχειρήσεως, όχι μόνον τις ενδεχομένως επιβαρυντικές περιστάσεις, αλλά επίσης, ενδεχομένως, τις ελαφρυντικές περιστάσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, Τ-202/98, Τ-204/98 και Τ-207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2035, σκέψη 109, και CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 401).

    1531 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εδικαιούτο, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως αυτό προκύπτει από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, να μη λάβει υπόψη τις ατομικές περιστάσεις εκάστης των προσφευγουσών πέραν εκείνων που προκύπτουν από τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ο οποίος αφορά τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια.

    1532 Όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Sarrió κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1521 ανωτέρω, σκέψη 73). Περαιτέρω, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να καθορίζεται με βάση το γεγονός ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων, τούτο δεν χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (διάταξη SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1525 ανωτέρω, σκέψη 54, και απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 378).

    1533 Συναφώς όμως αρκεί να διαπιστωθεί ότι, εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις της 591 έως 596, προκύπτει επαρκώς κατά νόμον ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων καθορίστηκε βάσει της φύσης τους και διαμορφώθηκε σύμφωνα με το σχετικό μέγεθος των μερών της TACA, το οποίο εκφράστηκε με τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών τους ο οποίος αφορούσε τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές διαφορές μεγέθους που υφίστανται μεταξύ των εν λόγω μερών, για να επιβληθούν υψηλότερα πρόστιμα στις μεγαλύτερες μεταξύ αυτών επιχειρήσεις.

    1534 Εφόσον η απόφαση αναφέρει επαρκώς κατά νόμο τα στοιχεία εκτιμήσεως στα οποία στηρίζεται για να καθορίσει τη σοβαρότητα των παραβάσεων και εφόσον ο κατάλογος των προσηκόντων κριτηρίων για τον καθορισμό της σοβαρότητας των παραβάσεων δεν είναι δεσμευτικός για την Επιτροπή, δεν μπορεί να της προσάπτεται ότι δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει υπόψη και άλλα στοιχεία.

    1535 Όσον αφορά την προβαλλόμενη περίσταση ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας πρόστιμα αντιπροσωπεύοντα σημαντικό τμήμα του κύκλου εργασιών στη σχετική αγορά, τροποποίησε τη σχετική με τον καθορισμό των προστίμων πρακτική της, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η αιτίαση αυτή ισοδυναμεί με αμφισβήτηση του ότι η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει τον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όχι ευθέως για να καθορίσει το ύψος του προστίμου, αλλά εμμέσως για να προσδιορίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως όπως αυτή προκύπτει από τη φύση της, προκειμένου να λάβει υπόψη τις διαφορές μεγέθους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η αιτιολογία όμως επί του σημείου αυτού περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 595 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στο σημείο 1 Α των κατευθυντηρίων γραμμών με τις οποίες η Επιτροπή οφείλει, κατ' αρχήν, να συμμορφώνεται μετά τη δημοσίευσή τους (απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 390).

    1536 Ομοίως, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή, αναφερόμενη στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, τροποποίησε την πρακτική της, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 598 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους της επιλογής αυτής, ήτοι το γεγονός ότι με αυτόν τον κύκλο εργασιών μπορεί να λαμβάνονται υπόψη οι πόροι και η πραγματική σημασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Βεβαίως, όπως τονίζει, μεταξύ άλλων, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98, η μέθοδος αυτής μπορεί να έχει ως συνέπεια πρόστιμο αναλογικά υψηλότερο για ορισμένες προσφεύγουσες. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν οφείλει να διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο σε εκάστη των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή εξήγησε με την απόφασή της τους λόγους για τους οποίους έλαβε υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, παρέσχε σε εκάστη των προσφευγουσών όλα τα αναγκαία στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη και ως προς αυτήν ή αν παρουσιάζει ενδεχομένως ελάττωμα που θα δικαιολογούσε την αμφισβήτηση του κύρους της.

    1537 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι είναι εσφαλμένος ο συσχετισμός που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 με την απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, PVC II, που παρατέθηκε στη σκέψη 191 ανωτέρω. Βεβαίως, με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο μείωσε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί σε ορισμένους παραγωγούς PVC με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή είχε εκτιμήσει εσφαλμένα το μερίδιο αγοράς τους στον τομέα του PVC. Ωστόσο, η Επιτροπή με την απόφασή της είχε κατανείμει το συνολικό πρόστιμο μεταξύ των επιχειρήσεων με βάση το κριτήριο της σημασίας εκάστης αυτών στην αγορά του PVC, η δε σημασία αυτή είχε υπολογιστεί με βάση το μέσο μερίδιο αγοράς τους μεταξύ 1980 και 1984 στην εν λόγω αγορά (σκέψη 191). Αντιθέτως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν καθόρισε το ύψος των προστίμων λαμβάνοντας υπόψη το μερίδιο αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Ο συσχετισμός με την απόφαση PVC ΙΙ του Πρωτοδικείου είναι συνεπώς αβάσιμος.

    1538 Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει επαρκώς κατά νόμο τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για να καθοριστεί η σοβαρότητα των παραβάσεων. Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

    1539 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι αιτιάσεις που αντλούνται από την απουσία ατομικής εκτιμήσεως και από ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     Επί των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

    1540 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι κατένειμε τα μέρη της TACA σε τέσσερις ομάδες κατά τρόπο τεχνητό, χωρίς καμία εξήγηση ως προς το κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε προς τούτο. Συναφώς, αμφισβητούν τόσο την οριοθέτηση των τεσσάρων ομάδων όσο και τα βασικά ποσά που εφαρμόστηκαν σε εκάστη των ομάδων αυτών.

    1541 Όσον αφορά, πρώτον, την οριοθέτηση των τεσσάρων ομάδων, πρέπει να υπομνηστεί, ως προς το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού, ότι το Πρωτοδικείο έχει κρίνει, με την απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψεις 413 έως 418, ότι η Επιτροπή δικαιούται να κατανέμει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε ομάδες για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, εφόσον ωστόσο η κατανομή αυτή παρουσιάζει λογική συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

    1542 Έτσι, ναι μεν το Πρωτοδικείο έκρινε, με την απόφαση αυτή, ότι η κατανομή σε τέσσερις ομάδες παρουσίαζε ουσιαστικά ελαττώματα, πλην όμως το έκρινε αυτό αποκλειστικά στον βαθμό που η λογική συνοχή της εν λόγω κατανομής δεν προέκυπτε ούτε από την απόφαση της Επιτροπής ─καθόσον η λογική που στήριζε την κατανομή δεν προέκυπτε από την εξέταση της αποφάσεως και η απόφαση δεν εξέθετε τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν προς τούτο─ ούτε από τις μεταγενέστερες εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή, καθόσον οι εξηγήσεις αυτές δεν καθιστούσαν δυνατή τη δικαιολόγηση της κατανομής που είχε πραγματοποιηθεί με την απόφαση.

    1543 Εν προκειμένω, επιβάλλεται αντιθέτως η διαπίστωση ότι η λογική συνοχή της κατανομής σε τέσσερις ομάδες που πραγματοποιείται στον πίνακα 12, ο οποίος περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει σαφώς από τον πίνακα αυτό. Συγκεκριμένα, από την εξέταση του πίνακα αυτού προκύπτει ότι τα κατώτατα όρια οριοθετήσεως εκάστης των ομάδων καθορίστηκαν με βάση το μέγεθος του μεγαλυτέρου των μερών της TACA με διαδοχικές μειώσεις κατά το ήμισυ του μεγέθους του, ήτοι 50, 25 και 12,5 % του μεγέθους της Maersk.

    1544 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια οριοθέτηση συνιστά μία από τις μεθόδους βάσει των οποίων μπορούν να κατανεμηθούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε ομάδες κατά τρόπο λογικά συνεκτικό και αντικειμενικώς δικαιολογημένο. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν εξάλλου κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να αμφισβητηθεί η λογική συνοχή μιας κατανομής πραγματοποιηθείσας βάσει της εν λόγω μεθόδου.

    1545 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστήριξαν οι προσφεύγουσες κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το Πρωτοδικείο, με την απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψεις 420 έως 422, ουδόλως διατύπωσε την αρχή ότι η Επιτροπή οφείλει, οσάκις κατανέμει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε ομάδες για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να καθορίζει τα όρια εκάστης των ομάδων εκεί που παρουσιάζονται οι υψηλότερες σχετικές αποκλίσεις μεγέθους, αλλά διαπίστωσε απλώς ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να υποστηρίζει, όπως το είχε πράξει με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι η οριοθέτηση των ομάδων είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, καθόσον οι σχετικές αποκλίσεις μεγέθους που οριοθετούσαν τις ομάδες τις οποίες είχε καθορίσει η απόφαση δεν ήσαν οι υψηλότερες μεταξύ αυτών που διαπιστώθηκαν μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει την επιλογή των ανωτάτων ορίων οριοθετήσεως των τεσσάρων ομάδων που είχε καθορίσει η απόφαση, το Πρωτοδικείο θεώρησε κατά συνέπεια ότι η εν λόγω κατανομή ήταν αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    1546 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει εξάλλου να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση ΙΑΖ κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 1525 ανωτέρω, σκέψη 53, δέχθηκε το θεμιτό μιας μεθόδου υπολογισμού βάσει της οποίας η Επιτροπή είχε κατ' αρχάς καθορίσει το συνολικό ύψος των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν και κατένειμε εν συνεχεία το συνολικό αυτό ποσό μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, κατατάσσοντάς τες σε τρεις ομάδες βάσει της σημασίας της δραστηριότητάς τους η οποία καθοριζόταν με βάση τον αριθμό των επιγραφών καταλληλότητας που είχαν παραγγελθεί στη σχετική ένωση, ήτοι λιγότερο από 10 000 επιγραφές, από 10 000 έως 50 000 επιγραφές και πλέον των 50 000 επιγραφών.

    1547 Κατά συνέπεια, κακώς οι προσφεύγουσες υποστήριξαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η λύση την οποία συνήγαγε το Πρωτοδικείο με την απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 427 ανωτέρω, έπρεπε επίσης να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η κατανομή σε ομάδες που πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω παρουσίαζε τα ίδια ελαττώματα.

    1548 Όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, δεδομένου ότι η λογική που στηρίζει την κατανομή η οποία πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω προκύπτει σαφώς από τον πίνακα 12 ο οποίος περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες ήσαν σε θέση, στη βάση αυτή και μόνο, να γνωρίζουν αν η απόφαση ήταν βάσιμη ή αν παρουσίαζε ενδεχομένως ελάττωμα βάσει του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, ενώ το Πρωτοδικείο είναι σε θέση, στην ίδια αυτή βάση, να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας (απόφαση Van Megen Sports κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 548 ανωτέρω, σκέψη 51).

    1549 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οριοθέτηση σε τέσσερις ομάδες που πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας και ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

    1550 Όσον αφορά, δεύτερον, τα βασικά ποσά των προστίμων που εφαρμόστηκαν σε εκάστη των ομάδων, από τον πίνακα 13 που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 598 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα βασικά ποσά που εφαρμόστηκαν σε εκάστη των ομάδων με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των παραβάσεων καθορίστηκαν με διαδοχικές μειώσεις κατά 25 % του βασικού ποσού που εφαρμόστηκε στην μεγαλύτερη επιχείρηση.

    1551 Όσον αφορά το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει, με την απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 431, ότι η μέθοδος που συνίσταται στον καθορισμό των ποσών των προστίμων με διαδοχικές μειώσεις κατά 25 % του βαισκού ποσού που εφαρμόστηκε στη μεγαλύτερη επιχείρηση δεν υπερέβαινε το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή για τον καθορισμό των προστίμων. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή καθόρισε τέσσερις ομάδες με βάση το σχετικό μέγεθος των προσφευγουσών, οι κατά 25 % διαδοχικές μειώσεις του βασικού ποσού που εφαρμόστηκε στην ομάδα του προσφεύγοντος που είχε το μεγαλύτερο μέγεθος μπορούν να θεωρηθούν λογικώς συνεκτική μέθοδος δυνάμενη να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς.

    1552 Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι σε ένα τέτοιο σύστημα εφαρμόζεται το ίδιο βασικό ποσό, στο πλαίσιο εκάστης ομάδας, σε επιχειρήσεις διαφορετικού μεγέθους, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τούτο είναι σύμφυτο προς κάθε σύστημα κατάνομης σε ομάδες. Διαπιστώθηκε όμως ανωτέρω στη σκέψη 1520 ότι η εν λόγω κατανομή αντιστοιχεί σε ορθή εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

    1553 Κατά συνέπεια, ακόμη και αν, λόγω της κατανομής σε ομάδες, σε ορισμένες προσφεύγουσες επιβλήθηκε πανομοιότυπο βασικό ποσό, ενώ είναι διαφορετικού μεγέθους, πρέπει να συναχθεί ότι η εν λόγω διαφορά μεταχειρίσεως δικαιολογείται αντικειμενικώς από την προέχουσα σημασία που αποδίδεται στη φύση της παραβάσεως σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 427 ανωτέρω, σκέψη 411).

    1554 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δικαιούνταν, εν προκειμένω, να εφαρμόσει στις επιχειρήσεις της ίδιας ομάδας πανομοιότυπο βασικό ποσό, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    1555 Όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως επί του σημείου αυτού, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η λογική που στηρίζει τον καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων που αναφέρονται στον πίνακα 13 που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 598 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς από τον εν λόγω πίνακα, τούτο δε τοσούτω μάλλον που τα βασικά αυτά ποσά των προστίμων συνιστούν την ακριβή αριθμητική έκφραση της διαιρέσεως σε τέσσερις ομάδες που πραγματοποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    1556 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες ήσαν προδήλως σε θέση, στη βάση αυτή και μόνο, να γνωρίζουν αν η απόφαση ήταν βάσιμη ή αν παρουσίαζε ενδεχομένως ελάττωμα βάσει του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, ενώ το Πρωτοδικείο είναι σε θέση, στην ίδια αυτή βάση, να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας (απόφαση Van Megen Sports, παρατεθείσα στη σκέψη 548 ανωτέρω, σκέψη 51)

    1557 Είναι γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τη μέθοδο ή τον υπολογισμό που οδήγησαν την Επιτροπή να καθορίσει, στο στάδιο του προσδιορισμού της σοβαρότητας της παραβάσεως, το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ που επέλεξε για την ομάδα των «μεγάλων μεταφορέων», βάσει του οποίου καθορίστηκαν τα λοιπά ποσά, όπως επίσης δεν εκθέτει τη σχέση του με τις ομάδες που αναφέρονται στον πίνακα 12.

    1558 Ωστόσο, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να αναφέρει με την απόφασή της τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, αλλά μόνον τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να υπολογίσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Sarrió κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1521 ανωτέρω, σκέψεις 73 και 76).

    1559 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν επαρκώς κατά νόμο από τις αιτιολογικές σκέψεις 591 έως 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1560 Έτσι, όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 591, ότι, στον βαθμό που η πρώτη κατάχρηση αποσκοπούσε στον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω των τιμών, η κατάχρηση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί, δεδομένης της ιδιαίτερης φύσεώς της, ως σοβαρή παράβαση υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, οι οποίες προβλέπουν, σε μια τέτοια περίπτωση, ότι το ύψος που μπορεί να καθοριστεί με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως μπορεί να κυμανθεί μεταξύ 1 εκατομμυρίου και 20 εκατομμυρίων ευρώ. Περαιτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 595 και 596 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θέλησε να διαμορφώσει το ποσό που καθορίστηκε βάσει της φύσεως της παραβάσεως σε συνάρτηση με το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, για να λάβει υπόψη, ενόψει των σημαντικών διαφορών μεγέθους μεταξύ των μελών της TACA, την πραγματική ικανότητα προξενήσεως ζημίας και την ανάγκη διασφαλίσεως του ότι το ύψος του προστίμου θα έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα.

    1561 Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν, όπως έπραξαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, να στηριχθούν στην απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 427 ανωτέρω, για να προσάψουν στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους εφάρμοσε στους μεγάλους μεταφορείς ένα ποσό μεγαλύτερο του κατωτάτου ποσού που προσδιορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις σοβαρές παραβάσεις. Συγκεκριμένα, ναι μεν, με την τελευταία αυτή απόφαση, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού, πλην όμως τούτο δεν οφείλεται στο ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει βασικό ποσό μεγαλύτερο του κατωτάτου ποσού που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις σοβαρές παραβάσεις, αλλά στο ότι, αφού ανέφερε ρητώς με την απόφασή της ότι «έπρεπε το βασικό ύψος του προστίου να οριστεί στο χαμηλότερο σημείο της κλίμακας των προστίμων που αντιστοιχούν σε σοβαρές παραβάσεις», η Επιτροπή είχε τελικώς, χωρίς να παράσχει την παραμικρή εξήγηση, λάβει υπόψη της ένα άλλο ποσό. Εν προκειμένω, αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ουδόλως ανέφερε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι προετίθετο να χρησιμοποιήσει το χαμηλότερο ποσό που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις σοβαρές παραβάσεις.

    1562 Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη διάρκεια της παραβάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 597 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι η διάρκεια της παραβάσεως ήταν 2-3 έτη, το ύψος των προστίμων που καθορίστηκε βάσει της σοβαρότητας πρέπει να αυξηθεί κατά 25 %.

    1563 Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τον καθορισμό των βασικών ποσών που περιλαμβάνονται στον πίνακα 13. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    1564 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το σύνολο των αιτιάσεων των προσφευγουσών που αφορούν τον καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων πρέπει να απορριφθεί.

     Επί της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    1565 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 φρονεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μη εφαρμόζοντας εν προκειμένω τις αρχές υπολογισμού των προστίμων που συνάγονται από την προηγούμενη πρακτική της. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-214/98 προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές.

    1566 Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αντλείται από τη μη εφαρμογή της προηγούμενης πρακτικής της Επιτροπής, η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 προσάπτει, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή ότι τροποποίησε την πρακτική της εφαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές.

    1567 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται ως κύρωση για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή ασκεί την εξουσία της εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που της παρέχει ο κανονισμός 17 και οι κανονισμοί 1017/68 και 4056/86. Κατά πάγια όμως νομολογία, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες στη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως, όταν η κατάσταση αυτή μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1982, 245/81, Edeka, Συλλογή 1982, σ. 2745, σκέψη 27, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-395, σκέψη 33· απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 334 ανωτέρω, σκέψη 241).

    1568 Έτσι, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα να αυξήσει το γενικό επίπεδο των προστίμων εντός των ορίων που καθορίζει ο κανονισμός 17, αν τούτο ήταν αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1422 ανωτέρω, σκέψη 109).

    1569 Εν προκειμένω, είναι βεβαίως ακριβές ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές σε πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της δημοσιεύσεώς τους. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω ότι η μέθοδος καθορισμού του ύψους των προστίμων που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές τηρούσε το νομικό πλαίσιο που όρισε ο κανονισμός 17 και οι κανονισμοί 1017/68 και 4056/86.

    1570 Επομένως, η Επιτροπή δεν προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ακολουθώντας τη μέθοδο που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό των προστίμων που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    1571 Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν καθόρισε το ύψος των προστίμων βάσει ατομικής εκτιμήσεως των οικείων επιχειρήσεων και δεν έλαβε υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες, αρκεί να παρατηρηθεί ότι από την προηγούμενη της θεσπίσεως των κατευθυντηρίων γραμμών νομολογία προκύπτει ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να καθορίζεται η σοβαρότητα της παραβάσεως δεν είναι ούτε εξαντλητικά ούτε δεσμευτικά (διάταξη SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1525 ανωτέρω, σκέψη 54).

    1572 Έτσι, πολύ πριν τη θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών, ο κοινοτικός δικαστής είχε ήδη διαπιστώσει ότι ήταν θεμιτή η μέθοδος υπολογισμού σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή καθορίζει κατ' αρχάς το συνολικό ποσό των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν και στη συνέχεια κατανέμει το συνολικό αυτό ποσό μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αναλόγως των δραστηριοτήτων τους στον οικείο τομέα (απόφαση ΙΑΖ κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 1525 ανωτέρω, σκέψη 53).

    1573 Δεδομένου ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της προηγούμενης πρακτικής της, δεν χρησιμοποίησε αποκλειστικά μέθοδο στηριζόμενη σε ατομική εκτίμηση των οικείων επιχειρήσεων βάσει όλων των κρίσιμων κριτηρίων, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε συνεπώς νομίμως να προσδοκά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα εφαρμόσει στην περίπτωσή της μια τέτοια μέθοδο.

    1574 Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

    1575 Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αντλείται από τη μη εφαρμογή των κριτηρίων που διαλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές και την οποία διατύπωσε η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-214/98, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας το ύψος των προστίμων βάσει, αφενός, της σοβαρότητας των παραβάσεων όπως αυτή προκύπτει από την ιδιαίτερη φύση τους και όπως διαμορφώθηκε με βάση το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, αφετέρου, της διάρκειας των παραβάσεων, εφάρμοσε εν προκειμένω τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές, πράγμα το οποίο αποτελεί τελικώς το αντικείμενο των αιτιάσεων που εξετάστηκαν ανωτέρω.

    1576 Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ρητώς τη δυνατότητα διαμορφώσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως όπως αυτή προκύπτει από τη φύση της με βάση το μέγεθος των οικείων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στο σημείο 1 Α, έκτο εδάφιο, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή εκθέτει ότι, για τις παραβάσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις, μπορεί να χρειάζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να σταθμιστεί το ποσό των προστίμων «προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος και, επομένως, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως στον ανταγωνισμό, ιδίως όταν υφίστανται σημαντικές διαφορές μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων που διαπράττουν το αυτό είδος παραβάσεως». Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρει, στο σημείο 1 Α, έβδομο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών ότι «η αρχή της επιβολής ισοδυνάμων κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, στον καθορισμό διαφορετικών ποσών για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό».

    1577 Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών στις υποθέσεις Τ-213/98 και Τ-214/98 που αντλούνται από την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθούν.

     Συμπέρασμα σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει το ύψος των προστίμων

    1578 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις των προσφευγουσών που αφορούν τη μέθοδο που ακολούθησε εν προκειμένω η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

     Β ─ Επί της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων


     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    1579 Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν διαμόρφωσε το ύψος των προστίμων κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις.

    1580 Ως πρώτη ελαφρυντική περίσταση, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθήθηκε σε άλλες υποθέσεις [απόφαση 88/518/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1988, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (Υπόθεση IV/30.178 ─ Napier Brown ─ British Sugar) (ΕΕ L 284, σ. 41), σημείο 87· απόφαση 94/985, σημείο 159], η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο από ορισμένες απόψεις.

    1581 Πρώτον, επικαλούνται το γεγονός ότι οι συνθήκες της υπάρξεως συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως στην περίπτωση των ναυτιλιακών εταιριών δεν ήσαν, όπως δέχεται η Επιτροπή σε άλλους τομείς [βλ., για παράδειγμα, ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1998, C 265, σ. 2), σημείο 76], σαφώς ορισμένες. Αντίθετα προς τη θέση την οποία εκθέτει στην αιτιολογική σκέψη 522 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε στο παρελθόν εκφράσει την άποψη ότι μια συλλογική δεσπόζουσα θέση απαιτεί την απουσία κάθε ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων (προπαρατεθείσα ανακοίνωση, σημεία 78 και 79). Οι προσφεύγουσες αρνούνται περαιτέρω ότι «γνώριζαν ήδη από τις 10 Δεκεμβρίου τουλάχιστον ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέρη της TACA κατείχαν δεσπόζουσα θέση» (αιτιολογική σκέψη 603 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι ο ισχυρισμός αυτός, που διατυπώθηκε στην ανακοίνωση αιτιάσεων στην υπόθεση ΤΑΑ, δεν περιελήφθη στην απόφαση ΤΑΑ. Προσθέτουν ότι εν τω μεταξύ εξελίχθηκαν οι συνθήκες της αγοράς.

    1582 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η παρούσα υπόθεση αποτελεί την πρώτη υπόθεση στην οποία η Επιτροπή εκτίμησε τις υποχρεώσεις των μελών μιας διασκέψεως έναντι νέων μελών, όσον αφορά διάσκεψη η οποία διέπεται και από το αμερικανικό δίκαιο.

    1583 Τρίτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά μια πρώτη περίπτωση εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού στις συμφωνίες ναυτιλιακών διασκέψεων στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Επομένως, ακόμη και αν τα μέρη γνώριζαν από τον Οκτώβριο του 1994 το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρούσε την απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ως σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 603 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή θα έπρεπε να μην επιβάλει κανένα πρόστιμο ή να επιβάλει μειωμένο πρόστιμο [βλ. απόφαση 87/1/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με μια διαδικασία του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.128 ─ Λιπαρά οξέα) (ΕΕ 1987, L 3, σ. 17), σημεία 34, 35, 58 και 59]. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η απόφαση ΤΑΑ δεν αποφαίνεται επί της νομιμότητας της απαγορεύσεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών από την άποψη των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης. Η από 15 Δεκεμβρίου 1994 επιστολή της Επιτροπής, στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε καμία περίπτωση δεν προειδοποίησε τα μέρη ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να επιβάλει πρόστιμα βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης. Τέλος, αντίθετα προς όσα διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 601, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι από την επιστολή του δικηγόρου τους η οποία αναπαράγεται στην αιτιολογική σκέψη 153 προκύπτει ότι δεν έλαβαν από τον νομικό τους σύμβουλο τη νομική γνωμοδότηση ότι ο διπλός ναύλος, όταν ζητείται από τον φορτωτή, είναι αντίθετος προς την απόφαση ΤΑΑ.

    1584 Τέταρτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά την πρώτη περίπτωση επιβολής προστίμου βάσει του άρθρου 86 όσον αφορά συμφωνία κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι ο ασκών καθήκοντα γενικού εισαγγελέα δικαστής Kirschner, με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Tetra Pak I, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 1420 ανωτέρω, συνήγαγε το συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να επιβληθεί πρόστιμο σε μια τέτοια περίπτωση. Τονίζουν επίσης ότι, σε άλλες υποθέσεις του είδους αυτού, η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμα [απόφαση 76/353/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1975, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης της ΕΟΚ (IV/26 699 ─ CHIQUITA) (JO 1976, L 95, σ. 1), σημείο 119· απόφαση 89/113/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/30.979 και 31.394 ─ Decca Navigator System) (ΕΕ 1989, L 43, σ. 27)].

    1585 Πέμπτον, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν ότι οι δραστηριότητες στις οποίες αντιτάσσεται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση επιτρέπονται ή επιβάλλονται στο αμερικανικό δίκαιο.

    1586 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 φρονεί ότι η αβεβαιότητα ως προς την κατάσταση του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, οι ανακρίβειες που χαρακτηρίζουν την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως υφίσταντο κατά μείζοντα λόγο στην περίπτωσή της, δεδομένου ότι αποτελεί μη κοινοτικό μεταφορέα με αδύναμη θέση στην κοινοτική αγορά. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, η Επιτροπή, σε αντίθεση προς την προηγούμενη πρακτική της με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου [απόφαση της Επιτροπής της 15ης Μαρτίου 1994, περί του συμβατού μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά (υπόθεση αριθ. IV/M.422 ─ Unilever France/Otriz Miko II)], δεν έλαβε υπόψη εν προκειμένω την υφιστάμενη ασυμμετρία μεταξύ των μεριδίων αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Υπενθυμίζει επίσης ότι, κατά την προσχώρησή της στη διάσκεψη, η συμφωνία TACA μόλις είχε τροποποιηθεί για να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις της Επιτροπής. Δεδομένου ότι η τροποποιηθείσα συμφωνία, ήτοι η TACA, είχε κοινοποιηθεί, η προσφεύγουσα δικαιολογημένα προσδοκούσε ότι η προσχώρησή της στην TACA θα εθεωρείτο συμβατή προς το άρθρο 86 της Συνθήκης. Τέλος, με βάση τα στοιχεία που προεκτέθηκαν, η προσφεύγουσα φρονεί ότι βασίμως είχε τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι η Επιτροπή δεν θα της επέβαλλε πρόστιμο.

    1587 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 αμφισβητεί τη σημασία που η Επιτροπή φαίνεται να προσδίδει στις γνώμες οι οποίες εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια των διοικητικών διαδικασιών στις υποθέσεις ΤΑΑ και TACA και τις οποίες αναφέρουν οι αιτιολογικές σκέψεις 603 και 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε περίπτωση που η Επιτροπή είχε την πρόθεση να λάβει υπόψη τις γνώμες αυτές για τον υπολογισμό του προστίμου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της αβέβαιης καταστάσεως του κοινοτικού δικαίου κατά την επίμαχη περίοδο, οι γνώμες της Επιτροπής δεν έπρεπε να επηρεάσουν αρνητικά τη θέση των μερών, ειδικότερα όσον αφορά το ύψος των προστίμων. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κάθε επιχείρηση στην οποία αποστέλλεται ανακοίνωση αιτιάσεων έχει το δικαίωμα, εντελώς καλόπιστα, να εξακολουθεί να πιστεύει στη νομιμότητα των επικρινομένων συμπεριφορών και στη δυνατότητα να επιτύχει την ακύρωση της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής.

    1588 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επιπλέον ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, το καινοφανές των νομικών ζητημάτων τα οποία πραγματεύεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσφεύγουσα τονίζει την ιδιαίτερη φύση του καθεστώτος ανταγωνισμού που θέσπισε ο κανονισμός 4056/86. Ισχυρίζεται ότι λόγω αυτής της ιδιαίτερης φύσεως δεν εφαρμόζονται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών κάποιες εδραιωμένες αρχές του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως είναι η απαγόρευση των οριζόντιων συμφωνιών καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και ελέγχου της μεταφορικής ικανότητας. Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένου ότι δεν υφίσταται νομολογία των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων σχετικά με το περιεχόμενο της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το ύψος του προστίμου έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες πίστευαν ευλόγως ότι οι πρακτικές τους ήσαν σύμφωνες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού.

    1589 Η δεύτερη ελαφρυντική περίσταση την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες αφορά τη συνεργασία με την Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες τονίζουν κατ' αρχάς ότι κοινοποίησαν τη συμφωνία TACA τον Ιούλιο του 1994 καθώς και, μετέπειτα, άλλες συμφωνίες σχετικές με τη χερσαία συνεργασία, ήτοι την ΕΙΕΙΑ και το σύστημα «hub and spoke». Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η κοινοποίηση αυτή ισοδυναμεί με ενημέρωση της Επιτροπής σχετικά με τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και ενδεχόμενες παραβάσεις τις οποίες αυτή δεν εγνώριζε, οπότε, κατ' αναλογία προς την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4) και σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της [απόφαση 89/113· απόφαση 79/68/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1978, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης της ΕΟΚ (IV/29.430 ─ Kawasaki) (JO 1979, L 16, σ. 9)· απόφαση 96/438/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.983 ─ FENEX) (ΕE L 181, σ. 28), σημείο 89], η Επιτροπή έπρεπε να μην επιβάλει πρόστιμο ή να μειώσει το ύψος του προστίμου. Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες αναφέρουν τη μακρά αλληλογραφία και τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και τον καθορισμό των κομίστρων χερσαίας μεταφοράς. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η συμφωνία TACA συνιστά τροποποίηση της συμφωνίας ΤΑΑ κατόπιν της αποφάσεως ΤΑΑ και ότι η συμφωνία TACA τροποποιήθηκε επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις της Επιτροπής.

    1590 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 τονίζει ότι η TACA, όχι μόνο δεν αποτελεί μυστικό καρτέλ, αλλά ενήργησε ανέκαθεν ανοικτά και με διαφάνεια κοινοποιώντας τα τιμολόγιά της στις αμερικανικές αρχές και δημοσιοποιώντας τα σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 4056/86. Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης το γεγονός ότι η Επιτροπή ενημερωνόταν συνεχώς σχετικά με τις πρακτικές της TACA, οι οποίες κοινοποιήθηκαν λεπτομερώς προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο των κανονισμών 1017/68 και 4056/86, μια τέτοια κοινοποίηση δεν είναι υποχρεωτική. Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι συναντήσεις της με την Επιτροπή πραγματοποιούνταν πράγματι με ανοικτό πνεύμα και με την βούληση εξευρέσεως λύσεως που να είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο και εμπορικά ικανοποιητική.

    1591 Η τρίτη ελαφρυντική περίσταση που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αφορά τις δύσκολες συνθήκες της αγοράς και τις χρηματοοικονομικές ζημίες που υπέστησαν τα μέρη της TACA. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημίες 600 περίπου εκατομμυρίων USD το 1991 και το 1992 και ότι, κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος της TACA, ορισμένες από αυτές συνέχισαν να πραγματοποιούν ζημίες ή να καταγράφουν περιορισμένα κέρδη. Με την πρακτική της σχετικά με τη λήψη αποφάσεων [απόφαση 83/546/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Οκτωβρίου 1983, σχετικά με διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/30.064 ─ Κύλινδροι ελάσεως από χυτοσίδηρο και χυτοχάλυβα) (ΕΕ L 317, σ. 1), σημεία 72 και 74], η Επιτροπή ελάμβανε υπόψη αυτό το είδος των περιστάσεων για να μειώσει το ύψος των προστίμων. Οι προσφεύγουσες τονίζουν περαιτέρω ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αναγνώρισε τη σημασία των ναυτιλιακών διασκέψεων για την κοινοτική βιομηχανία (βλ. την τρίτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 479/92).

    1592 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-212/98 προβάλλει το γεγονός ότι λόγω της ασθενούς θέσεώς της στη σχετική αγορά και της ιδιότητάς της ως νεοεισελθούσας, αφενός, δεν μπορούσε να έχει σημαντικό ρόλο στις προβαλλόμενες παραβάσεις και, αφετέρου, δεν μπορούσε να διαπράξει την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

    1593 Η Επιτροπή εκθέτει, όσον αφορά, πρώτον, την κατάσταση του κοινοτικού δικαίου, ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται κανένα νέο στοιχείο που να δικαιολογεί τη μείωση των προστίμων. Κατά την Επιτροπή, δεν υφίσταται κανένα νέο στοιχείο στην άποψη ότι τα μέλη μιας διασκέψεως μπορούν να κατέχουν δεσπόζουσα θέση ή στην άποψη ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για τον κοινό σκοπό την νοθεύσεως ή της εξαλείψεως του δυνητικού ανταγωνισμού μπορούν να συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι η TACA υπόκειται και στις διατάξεις του αμερικανικού δικαίου δεν αλλάζει τα δεδομένα. Όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η Επιτροπή τονίζει ότι είναι κλασσική η σχετική κατάχρηση, στον βαθμό που συνίσταται στην επιβολή μη δίκαιων εμπορικών όρων στους πελάτες και στην άρνηση εφοδιασμού των χρηστών εκτός του πλαισίου που θέτουν οι όροι της διασκέψεως. Όσον αφορά το ότι δεν υφίσταται ασυλία σχετικά με την επιβολή προστίμων για παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για νέα εξέλιξη των ουσιαστικών κανόνων στον τομέα της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως. Τέλος, στον βαθμό που το αμερικανικό δίκαιο δεν επιβάλλει τις επίμαχες παραβατικές δραστηριότητες, δεν μπορεί να συνιστά περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει τη μείωση των προστίμων.

    1594 Όσον αφορά, δεύτερον, τη συνεργασία με την Επιτροπή, η Επιτροπή φρονεί ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται την προπαρατεθείσα ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, καθόσον η παρούσα υπόθεση δεν αφορά περίπτωση καταγγελίας συμπράξεως. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, όλως αντιθέτως, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τη νομική προσέγγιση που αυτή υποστηρίζει, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά.

    1595 Όσον αφορά, τρίτον, τις δύσκολες συνθήκες της αγοράς, η Επιτροπή τονίζει ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται δυσμενές κλίμα για μια περίοδο που είναι κατά πολύ προγενέστερη των επίμαχων καταχρήσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    1596 Στην υπόθεση Τ-213/98, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι τα ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω δεν είναι νέα. Αντιτάσσεται στην άποψη ότι οι ναυτιλιακές διασκέψεις, στον βαθμό που ο κανονισμός 4056/86 δημιουργεί από ορισμένες απόψεις ένα ευνοϊκό γι' αυτές καθεστώς ανταγωνισμού, εδικαιούντο να πιστεύουν ότι κανένας από τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή τους.

     2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1597 Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι από την εξέταση των προηγουμένων λόγων ακυρώσεως προκύπτει ότι τα πρόστιμα που προβλέπει το άρθρο 8 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθούν καθόσον επιβλήθηκαν, αφενός, λόγω της δεύτερης καταχρήσεως και, αφετέρου, λόγω της πρώτης καταχρήσεως στον βαθμό που αφορούν την αμοιβαία γνωστοποίηση της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και, για τις λοιπές πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση, ήτοι τις επίμαχες πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που προβλέπει το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, στον βαθμό που τα πρόστιμα επιβλήθηκαν κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 4056/86.

    1598 Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί μόνον όσον αφορά το τμήμα των προστίμων το οποίο επιβλήθηκε λόγω των τελευταίων αυτών πρακτικών κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1017/68.

    1599 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι υπηρεσίες χερσαίας διακινήσεως στο έδαφος της Κοινότητας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1017/68, αντιπροσώπευαν τμήμα ίσο προς το 48 % περίπου των εμπορευμάτων που τα μέρη της TACA μετέφεραν στο διατλαντικό δρομολόγιο το 1995.

    1600 Εφόσον από τον πίνακα 13 που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 598 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ύψος των προστίμων που καθορίστηκε για την πρώτη κατάχρηση αντιπροσωπεύει το 9 % περίπου του συνόλου των προστίμων που επέβαλε η προσβαλλόμενη απόφαση, εντεύθεν προκύπτει ότι το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκε κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1017/68 αντιπροσωπεύει το 5 % περίπου του τελευταίου αυτού ποσού.

    1601 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το τμήμα αυτό του προστίμου εξακολουθεί να δικαιολογείται παρά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες.

    1602 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 601 έως 606 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απέκλεισε τη ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, με το αιτιολογικό, αφενός, ότι δεν προβλήθηκε κανένας λόγος βάσει του οποίου θα μπορούσε δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι τα μέρη της TACA ενήργησαν ως ουραγοί και όχι ως υποκινητές και, αφετέρου, ότι τα μέρη της TACA δεν μπορούσαν να αγνοούν το ότι οι πρακτικές τους αποσκοπούσαν στον περιορισμό του ανταγωνισμού και δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, όπως επίσης δεν μπορούσαν να έχουν αμφιβολίες για το ενδεχόμενο να τους επιβληθούν πρόστιμα βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης παρά την κοινοποίηση των πρακτικών τους στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    1603 Πρέπει, πρώτον, να τονιστεί ότι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 1468 και 1469, οι καταχρηστικές πρακτικές που προβλέπει το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA κοινοποιήθηκαν όλες στην Επιτροπή προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση. Μολονότι τα μέρη της TACA πραγματοποίησαν την κοινοποίηση αυτή βάσει του κανονισμού 4056/86, η Επιτροπή πληροφόρησε τα μέρη αυτά, με επιστολή της 15ης Ιουλίου 1994, ότι η αίτησή τους περί ατομικής εξαιρέσεως θα εξεταζόταν και από την άποψη του κανονισμού 1017/68, καθόσον ορισμένες από τις κοινοποιηθείσες δραστηριότητες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4056/86.

    1604 Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα μέρη της TACA πληροφόρησαν ρητώς την Επιτροπή, στις 9 Μαρτίου 1995, για το ότι η FMC τους είχε επιβάλει την τροποποίηση της συμφωνίας τους κατά τρόπο που να επιτρέπει τη σύναψη μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών το 1996, εφόσον οι συμβάσεις αυτές τηρούσαν τους όρους που προβλέπει το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA. Στις 21 Μαρτίου 1995, τα μέρη της TACA κοινοποίησαν κατά συνέπεια στην Επιτροπή την τροποποιημένη μορφή του άρθρου 14 της συμφωνίας TACA που είχε κοινοποιηθεί το 1994.

    1605 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες, πράττοντας τούτο, αποκάλυψαν, με δική τους πρωτοβουλία, τις πρακτικές τις οποίες η Επιτροπή θεώρησε ως συνιστώσες καταχρηστικές πρακτικές αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης.

    1606 Τούτο αληθεύει τοσούτω μάλλον που ούτε ο κανονισμός 4056/86 ούτε ο κανονισμός 1017/68 προβλέπουν σύστημα υποχρεωτικής κοινοποιήσεως για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως, οπότε η κοινοποίηση της συμφωνίας TACA πραγματοποιήθηκε από τις προσφεύγουσες σε εθελοντική βάση.

    1607 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτό ότι η κοινοποίηση της συμφωνίας TACA παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει με λιγότερες δυσκολίες τον καταχρηστικό χαρακτήρα των πρακτικών που προβλέπει η εν λόγω συμφωνία στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και ότι συνέβαλε έτσι στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και στον κολασμό των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο, κατά τη νομολογία, αποτελεί περίσταση ικανή να δικαιολογήσει μείωση του ύψους των προστίμων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-297/98 Ρ, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-10101, σκέψη 36, βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C-338/00 P, Volkswagen κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 179).

    1608 Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για να εκτιμήσει αν τα μέρη της TACA ετύγχαναν ελαφρυντικώς περιστάσεων, τον βαθμό της συνεργασίας τους κατά τη διοικητική διαδικασία. Ούτε με τα δικόγραφά της ούτε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ωστόσο τη συνεργασία που προκύπτει από την κοινοποίηση της συμφωνίας TACA. Το πολύ ισχυρίστηκε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούσαν συνεχώς, κατά τη διοικητική διαδικασία, τα πραγματικά περιστατικά και τη νομική εκτίμησή τους, οπότε δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη καμία συνεργασία βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

    1609 Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται ότι δεν αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά ή τις παραβάσεις που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά μόνον ότι παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει πιο εύκολα τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και τις ως άνω παραβάσεις. Με αυτόν τον ισχυρισμό οι προσφεύγουσες ουδόλως επικαλούνται την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, η οποία αφορά τη συνεργασία με την Επιτροπή στο πλαίσιο της καταγγελίας μυστικών καρτέλ, πράγμα το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω, αλλά τη συνεργασία την οποία η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη σε κάθε διαδικασία εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού οσάκις η συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά τη διοικητική διαδικασία της διευκόλυνε το έργο υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή, στο σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, προβλέπει τη δυνατότητα μειώσεως του ύψους των προστίμων για να ληφθεί υπόψη η «ουσιαστική συνεργασία της επιχείρησης στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως [...] σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων».

    1610 Τέλος, πρέπει επιπλέον να τονιστεί ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι επίμαχες καταχρηστικές πρακτικές αποκαλύφθηκαν προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, εφόσον, με την κοινοποίησή τους, τα μέρη της TACA παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εντοπίσει και να αποδείξει ευκολότερα τις επίμαχες πρακτικές που συνιστούν την πρώτη κατάχρηση, διευκόλυναν κατ' ανάγκη το έργο της Επιτροπής υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας.

    1611 Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά την πρώτη απόφαση με την οποία η Επιτροπή εκτίμησε ευθέως τη νομιμότητα των πρακτικών που υιοθετούν οι ναυτιλιακές διασκέψεις στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών από την άποψη των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

    1612 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 410 της αποφάσεως ΤΑΑ για να ισχυριστεί, στην αιτιολογική σκέψη 603 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προσφεύγουσες «γνώριζαν ήδη από τον Οκτώβριο του 1994 ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αποτελούσε σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού». Συγκεκριμένα, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως ΤΑΑ, η Επιτροπή ουδόλως διαπιστώνει ότι η απαγόρευση των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά μόνον ότι η συμφωνία καθορισμού των τιμών της θαλάσσιας μεταφοράς που συνήψαν τα μέλη της ΤΑΑ δεν πληροί την πρώτη προϋπόθεση για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως προβλεπομένης στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ιδίως, για τον λόγο ότι «απαγορεύονται στις άμεσες και μεμονωμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ διαρθρωτικών μελών της ΤΑΑ και φορτωτών [...], η ΤΑΑ περιορίζει τις δυνατότητες σύναψης μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων σχέσεων συνεργασίας ή εταιρικών σχέσεων μεταξύ προμηθευτών και πελατών».

    1613 Περαιτέρω, στον βαθμό που η απόφαση ΤΑΑ, δεδομένης της παραπομπής που περιέχει η αιτιολογική σκέψη 286 της αποφάσεως αυτής στις αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 15 της ίδιας αποφάσεως, μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τους κανόνες και τους όρους που προβλέπει η ΤΑΑ στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που περιγράφονται στις τελευταίες αυτές αιτιολογικές σκέψεις, ήτοι εκείνους που αφορούν τη διάρκειά τους, τις κατώτατες ποσότητες τις οποίες πρέπει να αφορούν και τη διαδικασία συνάψεως των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, πράγμα το οποίο η Επιτροπή ούτε υποστήριξε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ούτε στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στη δικαστική απόφαση ΤΑΑ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η ΤΑΑ δεν αποτελεί, σύμφωνα με την απόφαση ΤΑΑ, ναυτιλιακή διάσκεψη, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ήδη εκτιμήσει τη νομιμότητα των κανόνων που υιοθετούν οι ναυτιλιακές διασκέψεις στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση ΤΑΑ εκτιμά μόνον τη νομιμότητα δύο από τις πέντε πρακτικές που θεωρήθηκαν καταχρηστικές με την προσβαλλόμενη απόφαση ενώ η συμφωνία ΤΑΑ, η οποία κοινοποιήθηκε το 1992, προέβλεπε επίσης την απαγόρευση των ρητρών τυχαίων γεγονότων, την απαγόρευση των πολλαπλών συμβάσεων και το ύψος των κατ' αποκοπήν αποζημιώσεων, δηλαδή κανόνες οι οποίοι θεωρήθηκαν καταχρηστικές πρακτικές με την απόφαση.

    1614 Όσον αφορά, εν συνεχεία, την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, ναι μεν είναι ακριβές, όπως εκθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 602 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την ανακοίνωση αιτιάσεων στην υπόθεση ΤΑΑ, η Επιτροπή ανέφερε στα μέρη της TAA ότι προετίθετο να επιβάλει πρόστιμα για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, πλην όμως πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με την τελική απόφασή της, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης επί του σημείου αυτού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων έχει προσωρινό χαρακτήρα, οι προσφεύγουσες πίστευσαν ότι η Επιτροπή είχε ανακαλέσει τις αιτιάσεις τις που αφορούσαν την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης στις πρακτικές που αφορούσαν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

    1615 Τρίτον, δεν μπορεί να αμφισβητείται σοβαρά ότι η νομική μεταχείριση της οποίας έπρεπε να τύχουν οι πρακτικές των ναυτιλιακών διασκέψεων σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν παρουσίαζε, ειδικότερα λόγω των στενών συνδέσμων τους με τις συμφωνίες που αποτελούν αντικείμενο της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει μια απολύτως ειδική και εξαιρετική στο δίκαιο του ανταγωνισμού ρύθμιση, προφανή χαρακτήρα και ήγειρε, ιδίως, πολύπλοκα ζητήματα σε νομικό επίπεδο (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση FEFC, παρατεθείσα στη σκέψη 196 ανωτέρω, σκέψη 484).

    1616 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι εν προκειμένω, όπως τούτο προκύπτει από τις σκέψεις 496 έως 507 και 520 έως 528 ανωτέρω, μολονότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως διατυπώνεται σε 611 αιτιολογικές σκέψεις, μόνον κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου συζητήσεως διευκρίνισε η Επιτροπή σε ποιο βαθμό οι πρακτικές της TACA στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ήσαν, κατά την απόφαση αυτή, αντίθετες προς τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης, η δε Επιτροπή δέχθηκε η ίδια κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση και απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου επί του σημείο αυτού ότι τόσο το διατακτικό όσο και ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορούσαν, μεμονωμένα, να ερμηνευθούν υπό διάφορες έννοιες. Ειδικότερα, πρέπει να υπομνηστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πολλά αντιφατικά χωρία όσον αφορά το ζήτημα αν τα μέρη της TACA εδικαιούντο να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως και αν τα εν λόγω μέρη ήσαν ελεύθερα να καθορίζουν το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών, τούτο δε μολονότι η απόφαση ΤΑΑ παρουσίαζε ήδη, όπως τούτο προκύπτει από τις σκέψεις 421 έως 423 της δικαστικής αποφάσεως ΤΑΑ, ερμηνευτικές δυσκολίες επί του σημείου αυτού.

    1617 Τέταρτον, πρέπει να τονιστεί ότι η κατάχρηση που προκύπτει από τις πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν συνιστά κλασική μορφή καταχρηστικής πρακτικής υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1618 Συναφώς, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι επίμαχες πρακτικές ουδόλως μπορούν να εξομοιωθούν με τις περιπτώσεις αρνήσεως πωλήσεως που έχουν ήδη χαρακτηριστεί καταχρηστικές από τη νομολογία και με τις οποίες αποσκοπείται, μεταξύ άλλων, η παύση παραδόσεων εμπορευμάτων σε ένα πελάτη όταν οι παραγγελίες του πελάτη αυτού δεν παρουσιάζουν κανένα ασυνήθη χαρακτήρα (απόφαση United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψη 186), με την εκ μέρους επιχειρήσεως άρνηση εφοδιασμού ενός πελάτη προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση της επιχειρήσεως αυτής στην αγορά των παραγώγων προϊόντων (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1974, 6/73 και 7/73, Istituto Chemioterapico Italiano και Commercial Solvents κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 113, σκέψη 24) ή με την άρνηση εφοδιασμού πελάτη για να προστατευθούν αποκλειστικά δικαιώματα (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, C-238/87, Volvo, Συλλογή 1988, σ. 6211, σκέψη 9, και της 6ης Απριλίου 1995, C-241/91 Ρ και C-242/91 Ρ, RTE και ITP κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-743, σκέψη 54). Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, με τις επίμαχες πρακτικές, ναι μεν τα μέρη της TACA περιόρισαν την πρόσβαση και το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, πλην όμως ουδόλως στέρησαν τους φορτωτές από τη δυνατότητα να αναθέτουν στα μέλη της διασκέψεως τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους στο επίμαχο δρομολόγιο, είτε στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών είτε στο πλαίσιο των ναύλων του τιμολογίου. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 553 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επίμαχες πρακτικές δεν συνιστούσαν «απόλυτη άρνηση προμήθειας» αλλά, σύμφωνα με τη δική της διατύπωση, «άρνηση προμήθειας βάσει θεμιτών όρων».

    1619 Περαιτέρω, ναι μεν οι επίμαχοι περιορισμοί όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μπορούν βεβαίως να χαρακτηριστούν, στην αιτιολογική σκέψη 592 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως «σοβαρή» παράβαση υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, δεδομένου του σκοπού τους που συνίσταται στον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω των τιμών, πράγμα το οποίο οι προσφεύγουσες δεν μπορούν σοβαρώς να αμφισβητήσουν εφόσον δικαιολογούν τους εν λόγω περιορισμούς επικαλούμενες την ανάγκη διατηρήσεως της σταθερότητας των ναύλων του τιμολογίου, πλην όμως ο καταχρηστικός τους χαρακτήρας κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν μπορεί, αντιθέτως, να θεωρηθεί ότι είναι πρόδηλος.

    1620 Συγκεκριμένα, πέραν του ότι, με την απόφαση ΤΑΑ, η Επιτροπή εγκατέλειψε τις αιτιάσεις περί καταχρήσεως που είχαν αρχικώς διατυπωθεί επί του σημείου αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εν προκειμένω, μόνο με την ανακοίνωση αιτιάσεων, τρία έτη μετά την εξέταση των επίμαχων πρακτικών, η Επιτροπή ανέφερε για πρώτη φορά στα μέρη της TACA ότι προετίθετο να εφαρμόσει το άρθρο 86 της Συνθήκης στις εν λόγω πρακτικές, τούτο δε μολονότι από τις επιστολές που αντηλλάγησαν κατά τη διοικητική διαδικασία προκύπτει ότι είχε ήδη εξετάσει λεπτομερώς τις πρακτικές αυτές κατά τα τέλη του 1994 και στις αρχές του 1995. Στο στάδιο αυτό ωστόσο, η Επιτροπή ουδέποτε υπαινίχθηκε μια ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης. Έτσι, με την από 15 Δεκεμβρίου 1994 επιστολή της, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να τονίσει ότι οι πρακτικές στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86 και ότι έπρεπε να τροποποιηθούν για να μπορούν να τύχουν ατομικής εξαιρέσεως. Ομοίως, όταν η Επιτροπή ενημερώθηκε από τα μέρη της TACA, κατόπιν της παρεμβάσεως της FMC, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπει το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, τους ανέφερε μόνον, με την από 16 Μα?ου 1995 επιστολή της, ότι η εν λόγω εφαρμογή φαινόταν ότι περιόριζε τον ανταγωνισμό και ότι μάλλον δεν μπορούσε να τύχει ατομικής εξαιρέσεως.

    1621 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μέρη της TACA δικαιολογημένα αγνόησαν, παρά τη νομολογία σύμφωνα με την οποία οι συμφωνίες που συνάπτει μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπορούν να συνιστούν καταχρήσεις, το ότι οι πρακτικές τους στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μπορούσαν να χαρακτηριστούν καταχρηστικές. Συναφώς, πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι μόνον κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή διευκρίνισε για πρώτη φορά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ναι μεν διαπίστωσε ότι οι διατάξεις που προβλέπει το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA ήσαν αντίθετες προς το άρθρο 85 της Συνθήκης μόνον καθόσον εφαρμόζονταν στις μεμονωμένες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αλλά όχι καθόσον εφαρμόζονταν στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, πλην όμως η εν λόγω απόφαση διαπίστωσε, αντιθέτως, ότι οι εν λόγω διατάξεις ήσαν, εν πάση περιπτώσει και καθόσον εφαρμόζονταν στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως, αντίθετες προς το άρθρο 86 της Συνθήκης.

    1622 Πέμπτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι η Επιτροπή δεν θα τους επέβαλλε πρόστιμο για τις πρακτικές τους στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    1623 Πρώτον, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, στον βαθμό που οι εν λόγω πρακτικές εμπίπτουν στον κανονισμό 4056/86, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω ότι τα μέρη της TACA ετύγχαναν της σχετικής με τα πρόστιμα ασυλίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός για τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης. Μολονότι το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκε κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 4056/86 δεν πρέπει πλέον να εξεταστεί στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κακώς η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ισχυρίστηκε, κατά των προσφευγουσών, ότι «όλα τα μέρη της TACA είχαν πρόσβαση σε επαρκή νομική συμβουλή ώστε να γνωρίζουν τη δυνατότητα επιβολής προστίμων για τις παραβάσεις του άρθρου 86 παρά την κοινοποίηση της TACA».

    1624 Περαιτέρω, στον βαθμό που οι επίμαχες πρακτικές εμπίπτουν στον κανονισμό 1017/68, πρέπει να υπομνηστεί ότι υφίστατο, την περίοδο εκείνη, μια πραγματική αβεβαιότητα όσον αφορά την ύπαρξη ασυλίας σχετικά με τα πρόστιμα στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, μολονότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με την απόφασή του Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία παρατέθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, ότι ο κανονισμος 1017/68 δεν προέβλεπε ασυλία σχετικά με τα πρόστιμα και ότι η ασυλία αυτή δεν μπορούσε να συναχθεί από τις γενικές αρχές, δεν μπορεί να αμφισβητείται ότι υφίσταντο σοβαρές αμφιβολίες σχετικώς, καθόσον, με την απόφασή της κατά της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω δικαστική απόφαση, η ίδια η Επιτροπή είχε κρίνει αναγκαίο να «αποσύρει» προληπτικώς από τα μέρη της TACA τη σχετική με τα πρόστιμα ασυλία όσον αφορά τις διατάξεις της TACA που προέβλεπαν τον καθορισμό των χερσαίων κομίστρων, για την περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω μέρη θα ετύγχαναν ασυλίας βάσει του κανονισμού 1017/68. Επομένως, το διατυπωθέν στην αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχείρημα ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να αγνούν τον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης για κοινοποιηθείσες συμφωνίες δεν μπορεί ούτε αυτό να γίνει δεκτό για το τμήμα των προστίμων που επιβλήθηκε κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1017/68, το οποίο είναι το μόνο που πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως.

    1625 Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή πληροφόρησε τα μέρη της TACA, με την από 15 Δεκεμβρίου 1994 επιστολή της, ότι, κατ' αυτήν, οι πρακτικές της TACA που αφορούσαν τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86, πράγμα από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι είχαν αντιρρήσεις συναφώς, τα μέρη της TACA μπορούσαν δικαιολογημένα να πιστεύουν ότι προστατεύονταν από τον κίνδυνο επιβολής προστίμων βάσει των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, λόγω της κοινοποιήσεως των εν λόγω πρακτικών. Η Επιτροπή δεν μπορούσε επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να χρησιμοποιήσει την επιστολή αυτή κατά των προσφευγουσών για να αποκλείσει την ύπαρξη οποιασδήποτε ελαφρυντικής περιστάσεως.

    1626 Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά τη συνεχή ανταλλαγή επιστολών με τα μέρη της TACA κατά τη διοικητική διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή δεν πληροφόρησε, μέχρι την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, τα εν λόγω μέρη για το ότι προετίθετο να χαρακτηρίσει τις επίμαχες πρακτικές όχι μόνον ως περιορισμούς του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης, αλλά και ως καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    1627 Πρέπει όμως να υπομνηστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επέβαλε το σύνολο των προστίμων για την περίοδο που εκτείνεται από την κοινοποίηση της συμφωνίας TACA μέχρι την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    1628 Εντεύθεν προκύπτει ότι, ακόμη και αν τα μέρη της TACA είχαν θεωρήσει ότι η κοινοποίηση των πρακτικών στον τομέα των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δεν τους παρείχε ασυλία ως προς τα πρόστιμα για τις παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης, δεν είχαν κανένα λόγο να τροποποιήσουν τις πρακτικές αυτές για να αποφύγουν την επιβολή προστίμων βάσει της διατάξεως αυτής, καθόσον αγνοούσαν, την περίοδο εκείνη, ότι η Επιτροπή θεωρούσε τις πρακτικές αυτές ως καταχρηστικές.

    1629 Για τον λόγο αυτό επίσης, το επιχείρημα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο «όλα τα μέρη της TACA είχαν πρόσβαση σε επαρκή νομική συμβουλή ώστε να γνωρίζουν τη δυνατότητα επιβολής προστίμων για τις παραβάσεις του άρθρου 86 παρά την κοινοποίηση της TACA», δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    1630 Τέλος, τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ισχυρίστηκαν και οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους, η Επιτροπή έχει ήδη δεχθεί, με τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της, ότι, οσάκις μια συμπεριφορά είναι αντίθετη προς τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης, πρέπει να μην επιβάλλονται πρόστιμα, εφόσον η εν λόγω συμπεριφορά έχει κοινοποιηθεί προκειμένου να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση βάση του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Έτσι, από την απόφαση 89/113, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Racal Decca είχε παραβεί τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης λόγω ορισμένων συμφωνιών που κοινοποιήθηκαν για τη χορήγηση εξαιρέσεως, προκύπτει ότι δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο στην επιχείρηση αυτή ούτε βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης, ούτε βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης καθόσον ελήφθη υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η Racal Decca είχε γνωστοποιήσει ευθύς εξαρχής τις καταχρηστικές πρακτικές στην Επιτροπή. Ομοίως, το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι, με την απόφαση 76/353, η Επιτροπή δεν είχε επιβάλει πρόστιμα στην United Brands βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης λόγω του ότι είχε απαγορεύσει στους ωριμαντές-διανομείς της να μεταπωλούν τις μπανάνες της εφόσον είναι ακόμη πράσινες, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω απαγόρευση περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους πωλήσεως που είχε κοινοποιήσει η United Brands για τη χορήγηση εξαιρέσεως (απόφαση United Brands κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 853 ανωτέρω, σκέψεις 291 και 292).

    1631 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παρατήρησαν επίσης, ορθώς, ότι, στην υπόθεση Van den Bergh Foods [απόφαση 98/531/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (Υποθέσεις IV/34.073, IV/34.395 και IV/35.436 ─ Van den Bergh Foods Limited) (ΕΕ L 246, σ. 1)], οι συμφωνίες που κοινοποίησε η εμπλεκόμενη κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση για τη χορήγηση ατομικής εξαιρέσεως, οι οποίες προέβλεπαν τη διάθεση καταψυκτών στα καταστήματα λιανικής πωλήσεως που διανέμουν τα παγωτά της εν λόγω επιχειρήσεως, υπό τον όρο ότι οι καταψύκτες αυτοί θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για τα παγωτά αυτά, ναι μεν θεωρήθηκαν περιοριστικές του ανταγωνισμού και καταχρηστικές, πλην όμως δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κυρώσεων διά της επιβολής προστίμων.

    1632 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε την ύπαρξη άλλων αποφάσεων στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο, βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης, για να κολαστούν συμπεριφορές κοινοποιηθείσες βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    1633 Κατόπιν του συνόλου αυτών των περιστάσεων, χωρίς να χρειάζεται να κριθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, το Πρωτοδικείο, ασκώντας την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας, θεωρεί ότι δικαιολογείται η μη επιβολή προστίμου εν προκειμένω όσον αφορά τις καταχρηστικές πρακτικές που προβλέπει το άρθρο 14 της συμφωνίας TACA, στον βαθμό που οι εν λόγω πρακτικές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1017/68.

    1634 Κατά συνέπεια, το άρθρο 8 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.

     VII ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    1635 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98 ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή της προξένησε παράνομη ζημία υποχρεώνοντάς την να λάβει τραπεζική εγγύηση για το πρόστιμο που της επιβλήθηκε.

    1636 Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απαράδεκτος και αβάσιμος.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    1637 να γίνει αντιγραφή από σκέψη 281

    1638 Από τη νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων αυτών, εναπόκειται κατά κύριο λόγο στον διάδικο που επικαλείται την ευθύνη της Επιτροπής να προσκομίσει αποδείξεις ως προς την ύπαρξη ή το εύρος της ζημίας που προβάλλει και να αποδείξει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας αυτής και της συμπεριφοράς την οποία προσάπτει στα κοινοτικά όργανα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μα?ου 1976, 26/74, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 273, σκέψεις 22 και 23, και της 7ης Μα?ου 1998, C-401/96 Ρ, Somaco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-2587, σκέψη 71).

    1639 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, από το δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να εντοπιστεί, με τον απαιτούμενο βαθμό ακρίβειας, η πταισματική συμπεριφορά που προσάπτεται στην Επιτροπή.

    1640 Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της περιορίζεται στο να τονίσει συναφώς ότι «η επιμονή της Επιτροπής για να λάβει τραπεζική εγγύηση έθεσε την ΝΥΚ στη δυσχερή θέση να πρέπει να προβλέψει ένα τέτοιο μηχανισμό με σημαντικό κόστος» και ότι, «λαμβανομένης υπόψη της απολύτως εξαιρετικής φύσεως της υποθέσεως, η οποία χαρακτηρίζετα από έναν άνευ προηγουμένου αριθμό παραδειγμάτων κακής διοικήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, η ΝΥΚ υποστηρίζει ότι η Επιτροπή της προξένησε παράνομη ζημία». Ομοίως, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να ισχυριστεί ότι οι παρανομίες που προβάλλει στο πλαίσιο των λόγων της ακυρώσεως είναι «τόσο σοβαρές» που δικαιολογούν αποζημίωση βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης.

    1641 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα προπαρατεθέντα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση δεν μπορεί να καθοριστεί σε τι συνίστανται οι πταισματικές συμπεριφορές που καταλογίζονται στην Επιτροπή ούτε αν οι συμπεριφορές αυτές διακρίνονται από την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 1999, Τ-185/96, Τ-189/96 και Τ-190/96, Riviera Auto Service κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-93, σκέψη 90· στον τομέα της Συνθήκης ΕΚΑΧ: απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Οκτωβρίου 2001, Τ-171/99, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2967, σκέψη 45). Ειδικότερα, δεν προκύπτει σαφώς από το δικόγραφο της προσφυγής αν η προβαλλόμενη πταισματική συμπεριφορά συνίσταται στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο γεγονός ότι η Επιτροπή απαίτησε τραπεζική εγγύηση ή σε αμφότερα.

    1642 Επομένως, το αίτημα για την καταβολή αποζημιώσεως που υποβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, για τον λόγο αυτό και μόνο, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    1643 Περαιτέρω, στον βαθμό που κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα υποστήριξε, στο πλαίσιο του αιτήματος περί καταβολής αποζημιώσεως που υπέβαλε βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης, ότι η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως του Πρωτοδικείου θα υποχρέωνε την Επιτροπή να αποδώσει τις δαπάνες συστάσεως της τραπεζικής εγγυήσεως βάσει του άρθρου 176 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 233 ΕΚ), αρκεί να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ένα τέτοιο αίτημα, ανεξάρτητο από αυτό με το οποίο ζητείται η καταδίκη στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, εφόσον αφορά, στην πραγματικότητα, την εκτέλεση της αποφάσεως. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 176 της Συνθήκης, στην Επιτροπή εναπόκειται να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση αυτή (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στη σκέψη 172 ανωτέρω, σκέψη 5118, και της 9ης Ιουλίου 2003, Τ-224/00, Archer Daniels Midland κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη ακόμη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 356). Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός αντλούμενος από την παράβαση του άρθρου 176 της Συνθήκης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής και δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο που προέκυψε κατά τη διαδικασία, συνιστά νέο ισχυρισμό κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    1644 Για το σύνολο των λόγων αυτών, πρέπει να απορριφθεί το περί αποζημιώσεως αίτημα ως, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτο.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    1645 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

    1646 Εν προκειμένω, πρέπει βεβαίως να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά μία από τις μακρότερες αποφάσεις που έχει εκδώσει η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, ότι η εν λόγω απόφαση εγείρει σχετικώς περίπλοκα πραγματικά και νομικά ζητήματα για τα οποία δεν υφίστατο, κατά τον χρόνο της ασκήσεως των προσφυγών, καμία σχετική νομολογία και ότι, στο παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, καμία διάταξη δεν περιορίζει τον όγκο των δικογράφων και των εγγράφων που κατατίθενται προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι τα τέσσερα δικόγραφα προσφυγής που κατέθεσαν οι προσφεύγουσες και τα συνημμένα παραρτήματά τους είναι εξαιρετικά ογκώδη, καθόσον κάθε δικόγραφο προσφυγής αποτελείται από 500 περίπου σελίδες, ενώ τα παραρτήματα περιλαμβάνονται σε 100 περίπου ντοσιέ, και ότι προβάλλουν ένα καταχρηστικά υψηλό αριθμό λόγων ακυρώσεως οι οποίοι, έστω και αν ορισμένοι έγιναν δεκτοί, είναι στην πλειονότητά τους αβάσιμοι.

    1647 Υπό τις περιστάσεις αυτές, μολονότι πολλοί λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής έγιναν δεκτοί, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες με τη συμπεριφορά τους επιβάρυναν σημαντικά τον χειρισμό της υποθέσεως, αυξάνοντας έτσι άσκοπα, μεταξύ άλλων, τα έξοδα της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, κατά ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    1648 Το ECTU, παρεμβαίνον, κατά ορθή εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1)      Ακυρώνει το άρθρο 5 της αποφάσεως 1999/243/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/35.134 ─ Συμφωνία διατλαντικής ναυτιλιακής διάσκεψης).

    2)      Ακυρώνει το άρθρο 6 της αποφάσεως 1999/243, καθόσον εφαρμόζεται στην εκ μέρους των προσφευγουσών αμοιβαία γνωστοποίηση της υπάρξεως και του περιεχομένου των μεμονωμένων συμβάσεών τους παροχής υπηρεσιών.

    3)      Ακυρώνει το άρθρο 7 της αποφάσεως 1999/243, στον βαθμό που αυτό επιβάλλεται από την ακύρωση των άρθρων 5 και 6.

    4)      Ακυρώνει το άρθρο 8 της αποφάσεως 1999/243.

    5)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

    6)      Οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    7)      Το European Council of Transport Users ASBL φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Σεπτεμβρίου 2003.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    H. Jung

     

           K. Lenaerts


    Πίνακας περιεχομένων


    Το ιστορικό της διαφοράς

    I –  Trans-Atlantic Agreement (TAA)

    II –  Trans-Atlantic Conference Agreement («TACA»)

    Οι κοινοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν από την TACA

    Διοικητική διαδικασία άρσεως της ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμων

    Διοικητική διαδικασία περί παραβάσεως κατ' εφαρμογήν των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης

    Η προσβαλλόμενη απόφαση

    I –  Οι επίμαχες διατάξεις της TACA

    Συλλογικός καθορισμός των τιμών της μεταφοράς

    Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών

    Αμοιβή των ναυλομεσιτών

    II –  Ορισμός της σχετικής αγοράς

    III –  Νομική εκτίμηση

    Εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης

    Εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης

    Πρόστιμα

    Διατακτικό

    Διαδικασία

    Αιτήματα των διαδίκων

    Σκεπτικό

    I –  Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    Επί του πρώτου σκέλους που αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

    Α ─ Επί του λόγου που αφορά την έλλειψη νομιμότητας της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθόσον έχει πρόωρο χαρακτήρα

    1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

    2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Β ─ Επί των λόγων ακυρώσεων που αφορούν την ύπαρξη νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών στην προσβαλλόμενη απόφαση

    1.  Επί των φερομένων ως νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    i) Επί της τροποποιήσεως της φύσεως της δεύτερης καταχρήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση

    ii) Επί των αποδεικτικών εγγράφων που ελήφθησαν υπόψη προς στήριξη της δεύτερης καταχρήσεως την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση

    2. Επί των φερομένων ως νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών, άλλων πέραν εκείνων που αφορούν τη δεύτερη κατάχρηση

    α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    β) Επί των νέων πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών που αφορούν τη νομιμότητα των κοινών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, τον συλλογικό χαρακτήρα της θέσεως που κατέχουν τα μέρη της TACA και τον δεσπόζοντα χαρακτήρα της θέσεως αυτής

    i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    γ) Επί των νέων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών που προκύπτουν από τις απαντήσεις των προσφευγουσών σε ορισμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών μεταγενέστερες της ανακοινώσεως αιτιάσεων

    i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    δ) Συμπέρασμα

    Α ─ Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    Β ─ Επί του λόγους ακυρώσεως που αντλείται από τη μη κοινοποίηση των πρακτικών των συνομιλιών μεταξύ της Επιτροπής και των καταγγελλόντων

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Γ ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τη μη κοινοποίηση των πρακτικών ή κάθε άλλου σημειώματος σχετικά με σύσκεψη μεταξύ του αρμόδιου για τον ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής και του ESC

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Δ ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το ότι ο φάκελος ήταν ελλιπής

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Α ─ Επί της διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    α) Επί του προώρου της ανακοινώσεως αιτιάσεων

    β) Επί της καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

    γ) Επί των απειλών επιβολής προστίμων

    Β ─ Επί της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των κρισίμων ζητημάτων

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Γ ─ Επί της εκτιμήσεως των προστίμων

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Δ ─ Συμπέρασμα επί του τρίτου σκέλους

    ΙΙ ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης και του άρθρου 2 του κανονισμού 1017/68, καθώς και από την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    Α ─ Επί της εξουσίας των μερών της TACA να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως

    1. Επί της εφαρμογής της εξαιρέσεως κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 4056/86

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    2. Επί της χορηγήσεως ατομικής εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Β ─ Επί των κανόνων που προβλέπει η συμφωνία TACA όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών

    1. Επί των κανόνων που αφορούν το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της διασκέψεως

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    2. Επί των κανόνων που αφορούν την ύπαρξη και το περιεχόμενο των μεμονωμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    3. Επί της απαγορεύσεως των ανεξάρτητων ενεργειών επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Α ─ Επιχειρήματα των διαδίκων

    Β ─ Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    ΙΙΙ ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης και από την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    Α ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών δεσμών μεταξύ των μερών της TACA

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Β ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της TACA

    1. Επί του εσφαλμένου νομικού κριτηρίου το οποίο έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    2. Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών και σε άλλο επίπεδο πέραν αυτού των τιμών

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    i) Επί του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών

    ii) Επί του εσωτερικού ανταγωνισμού σε επίπεδο άλλο πέραν αυτού των τιμών

    iii) Επί των ειδικών επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-213/98

    iv) Συμπέρασμα σχετικά με τον βαθμό του εσωτερικού ανταγωνισμού

    3. Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από έλλειψη αιτιολογίας

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Γ ─ Συμπέρασμα επί του πρώτου σκέλους

    Α ─ Ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς

    1. Επί της υπό εξέταση αγοράς υπηρεσιών

    α) Επί των υπό εξέταση υπηρεσιών μεταφοράς

    i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    Επί των κλασικών τακτικών θαλάσσιων μεταφορών (χύδην ή «break bulk»)

    Επί των NVOCC

    Επί της συνεκτιμήσεως του σωρευτικού αποτελέσματος των πηγών ανταγωνισμού

    β) Επί της γεωγραφικής διαστάσεως των επίμαχων υπηρεσιών

    i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    ii) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    γ) Συμπέρασμα σχετικά με την υπό εξέταση αγορά υπηρεσιών

    2. Επί της υπό εξέταση γεωγραφικής αγοράς

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    3. Συμπέρασμα επί του ορισμού της υπό εξέταση αγοράς

    Β ─ Ως προς την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην υπό εξέταση αγορά

    1. Επί του μεριδίου αγοράς που κατέχουν τα μέρη της TACA

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    2. Επί του αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    i) Επί του αριθμού των ανταγωνιστών των μερών της TACA και επί της αυξήσεως του μεριδίου τους αγοράς

    ii) Επί του ποσοστού αυξήσεως του όγκου των εμπορευμάτων που μετέφεραν οι ανταγωνιστές της TACA

    iii) Επί του αποτελεσματικού ανταγωνισμού που ασκού η Evergreen και η Lykes

    iv) Επί της «ηγετικής θέσεως» της TACA στον τομέα των τιμών και επί του ρόλου του ουραγού που είχαν οι ανεξάρτητοι ανταγωνιστές

    v) Επί του ανταγωνισμού που ασκεί η καναδική πύλη

    vi) Συμπέρασμα επί του αποτελεσματικού εξωτερικού ανταγωνισμού

    3) Επί του δυνητικού ανταγωνισμού

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    i) Επί του κόστους της εισόδου στην αγορά

    ii) Επί των προσφάτων εισόδων στην υπό εξέταση αγορά, που πραγματοποιήθηκαν εκτός της TACA

    iii) Επί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    iv) Συμπέρασμα επί του δυνητικού ανταγωνισμού

    4. Επί του εσωτερικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο της TACA

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    5. Επί της εξελίξεως των ναύλων στο επίμαχο δρομολόγιο

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    i) Επί του ποσοστού των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν με τους συνήθεις ναύλους σε σχέση με τα εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν στο πλαίσιο των TVR και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών

    ii) Επί της αυξήσεως των ναύλων που εφάρμοζαν τα μέρη της TACA

    6. Συμπέρασμα σχετικά με τους λόγους ακυρώσεως που αφορούν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην υπό εξέταση αγορά

    Γ ─ Συμπέρασμα σχετικά με το δεύτερο σκέλος

    IV ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 4056/86

    V ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

    VI ─ Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν το ύψος των προστίμων και διάφορες ελλείψεις της αιτιολογίας επί του σημείου αυτού

    VII ─ Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης



    * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top