EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CJ0332

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2000.
Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ενίσχυση προς τον Coopérative d'exportation du livre français (CELF).
Υπόθεση C-332/98.

Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-04833

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:338

61998J0332

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2000. - Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Ενίσχυση προς τον Coopérative d'exportation du livre français (CELF). - Υπόθεση C-332/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-04833


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ροσφυγή ακυρώσεως - ράξεις δεκτικές προσφυγής - Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ληφθείσα μετά την ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως λόγω μη κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) - Απόφαση καταλήγουσα στα ίδια συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει η ακυρωθείσα απόφαση - Απόφαση μη έχουσα βεβαιωτικό χαρακτήρα

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 2 (νυν άρθρο 88 § 2 ΕΚ) και άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ,]

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Σχέδια ενισχύσεων - Απαγόρευση εκτελέσεως πριν από την τελική απόφαση της Επιτροπής - εριεχόμενο - Σχέδιο ενισχύσεων που κρίθηκε από το κράτος μέλος συμβατό προς τη Συνθήκη - Υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως και προσωρινής αναστολής της εκτελέσεως της ενισχύσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 2 (νυν άρθρο 88 § 3 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Η ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων λόγω διαδικαστικού ελαττώματος, ήτοι λόγω μη κινήσεως της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ), δεν προσδίδει ισχύ δεδικασμένου στον εκ μέρους της αποφάσεως αυτής χαρακτηρισμό του μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», θεσπισθείσας χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση και συνεπώς «παράνομης». Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση περί ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, εκτός ως προς το ότι πρέπει να επιτρέψει τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων στη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια εκτιμήσεως όσον αφορά την ουσία του επίμαχου μέτρου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, μια μετέπειτα απόφαση που εκδόθηκε, ως προς το ίδιο μέτρο, μετά την κίνηση της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, δεν επιβεβαιώνει μια απρόσβλητη διαπίστωση περιεχόμενη σε προηγούμενη πράξη, οπότε η προσφυγή κατά της εν λόγω μετέπειτα αποφάσεως είναι παραδεκτή.

( βλ. σκέψεις 19-21 )

2. Η τελευταία περίοδος του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ) συνιστά τη διασφάλιση του μηχανισμού ελέγχου που θεσπίζει το άρθρο αυτό προκειμένου να προλαμβάνεται η θέση σε ισχύ ενισχύσεων αντίθετων προς τη Συνθήκη. Επομένως, ακόμη και αν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι ένα μέτρο ενισχύσεως είναι συμβατό προς την κοινή αγορά, το γεγονός αυτό δεν του επιτρέπει να αγνοεί τις σαφείς διατάξεις του άρθρου 93 της Συνθήκης. Εντεύθεν προκύπτει ότι το αντικείμενο της διατάξεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν συνίσταται σε απλή υποχρέωση κοινοποιήσεως, αλλά σε υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως η οποία, αυτή καθαυτή, περιλαμβάνει και συνεπάγεται το ανασταλτικό αποτέλεσμα που εισάγει η τελευταία περίοδος της παραγράφου αυτής. Η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει επομένως να αποσυνδέονται οι προβλεπόμενες σε αυτήν υποχρεώσεις, ήτοι οι υποχρεώσεις κοινοποιήσεως κάθε νέας ενισχύσεως και οι υποχρεώσεις προσωρινής αναστολής της εκτελέσεως της ενισχύσεως αυτής.

( βλ. σκέψεις 31-32 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-332/98,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπουμένη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον F. Million, chargé de mission στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph ΙΙ,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον G. Rozet, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 1999/133/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπέρ [του] Coopérative d'exportation du livre français (CELF) (ΕΕ L 44, σ. 37),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, πρόεδρο τμήματος, L. Sevón, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), P. Jann και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 1998, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 1999/133/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπέρ [του] Coopérative d'exportation du livre français (CELF) (ΕΕ L 44, σ. 37, στο εξής: επίδικη απόφαση).

2 Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, η Société internationale de diffusion et d'édition (στο εξής: SIDE) άσκησε προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου (υπόθεση Τ-155/98), με την οποία αμφισβήτησε το βάσιμο της επίδικης αποφάσεως, στον βαθμό που κηρύσσει την ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο δ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ_, ΕΚ).

3 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 47, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, το ρωτοδικείο, με διάταξη της 25ης Μαρτίου 1999, ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση Τ-155/98 μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

Το ιστορικό της διαφοράς

4 Ο CELF δημιουργήθηκε υπό τη σημερινή μορφή του το 1980, με πρωτοβουλία του Υπουργείου ολιτισμού και του Syndicat national de l'édition (εθνικού συλλόγου εκδόσεων), προκειμένου να ανταποκριθεί στις παραγγελίες των βιβλιοπωλείων όλου του κόσμου, παραγγελίες των οποίων η αποδοχή δεν θα ήταν προσοδοφόρος χωρίς να καταστεί το κόστος των έργων απαγορευτικό για τον τελικό καταναλωτή. Έτσι, ο CELF έχει ως σκοπό τη διάδοση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας. ρος τούτο, ο CELF λαμβάνει ετήσιες επιδοτήσεις από το Υπουργείο ολιτισμού που ανήλθαν στο ποσό των 2,4 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF) το 1991 και στο ποσό των 2,7 εκατομμυρίων FRF το 1992. Επιπλέον, ο CELF διαχειρίζεται τρία συστήματα ενισχύσεων για λογαριασμό του Δημοσίου, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

5 Το 1991, η SIDE, της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται μεταξύ άλλων στην εξαγωγή γαλλικών βιβλίων προς άλλα κράτη μέλη και προς τρίτες χώρες, θέλησε να τύχει του επίμαχου συστήματος ενισχύσεως. Το Υπουργείο ολιτισμού απέρριψε τη σχετική αίτησή της, με το αιτιολογικό ότι αυτή αρνούνταν να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Διοικήσεως όσον αφορά τη διαφάνεια της δραστηριότητάς της.

6 Κατά συνέπεια, μολονότι το σύστημα, από τη φύση του, δεν προορίζεται αποκλειστικά για τον CELF, μόνο αυτός ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που έθεσαν οι δημόσιες αρχές.

7 Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 1992, η SIDE επέσυρε την προσοχή των υπηρεσιών της Επιτροπής στις ενισχύσεις που το Υπουργείο ολιτισμού χορηγούσε στον CELF. Με το έγγραφο αυτό, η SIDE ρώτησε την Επιτροπή αν οι ενισχύσεις αυτές είχαν αποτελέσει αντικείμενο κοινοποιήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ).

8 Κατόπιν ανταλλαγής επιστολών και δημοσιεύσεως διαφόρων ανακοινώσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 18 Μα_ου 1993 (ΕΕ C 174, σ. 6), απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις προς τον CELF συμβατές προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, της Συνθήκης (στο εξής: απόφαση της 18ης Μα_ου 1993). Με έγγραφο της 10ης Ιουνίου 1993, η Επιτροπή ενημέρωσε σχετικώς τη Γαλλική Κυβέρνηση. Με το έγγραφο αυτό ανέφερε ότι η εφαρμογή της παρεκκλίσεως του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, της Συνθήκης ήταν συνέπεια της ιδιαίτερης καταστάσεως του ανταγωνισμού στον τομέα του βιβλίου και του πολιτιστικού σκοπού των επίμαχων συστημάτων ενισχύσεων. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης με το έγγραφο αυτό τη λύπη της για το ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν είχε τηρήσει την υποχρέωση να της κοινοποιήσει προηγουμένως τις ενισχύσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

9 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 2 Αυγούστου 1993, η SIDE άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Μα_ου 1993. Στη Γαλλική Δημοκρατία επετράπη να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

10 Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, Τ-49/93, SIDE κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2501), το ρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της 18ης Μα_ου 1993, καθόσον αφορούσε την επιδότηση που χορηγήθηκε αποκλειστικά στον CELF προς αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους εκτελέσεως των μικρών παραγγελιών γαλλικών βιβλίων οι οποίες προέρχονται από βιβλιοπωλεία του εξωτερικού. Η μερική αυτή ακύρωση αποφασίστηκε λόγω διαδικαστικού ελαττώματος, ήτοι της παραλείψεως της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

11 Κατόπιν της δικαστικής αυτής αποφάσεως, η Επιτροπή, με έγγραφο της 17ης Οκτωβρίου 1995, επικοινώνησε εκ νέου με τις γαλλικές αρχές προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία εκατέρωθεν ακροάσεως στις 30 Ιουλίου 1996, διαδικασία η οποία περατώθηκε με την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, της οποίας το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«Η ενίσχυση που χορηγήθηκε [στον] CELF για τη διαχείριση μικρών παραγγελιών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ. Δεδομένου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση παρέλειψε να κοινοποιήσει την ενίσχυση αυτή στην Επιτροπή πριν τεθεί σε εφαρμογή, η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε παρανόμως. Ωστόσο, η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη δεδομένου ότι πληροί τους όρους για την εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο δ_ της Συνθήκης.»

12 Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις γαλλικές αρχές με έγγραφο της 2ας Ιουλίου 1998.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

13 Με την προσφυγή της, η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, στον βαθμό που απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ).

14 Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί ιδίως την περιεχόμενη στο μέρος ΧΙΙ της επίδικης αποφάσεως άποψη της Επιτροπής ότι «η ενίσχυση που χορηγείται [στον] CELF αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ότι είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά κατ' εφαρμογήν του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο δ_. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία (απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 21), δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει περαιτέρω τις επιχορηγούμενες δραστηριότητες [του] CELF βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 92 της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίσει [τον] CELF να διαχειρίζεται μικρές παραγγελίες, δραστηριότητα για την οποία λαμβάνει κρατική ενίσχυση.»

15 Κατά την προσφεύγουσα, το έννομο συμφέρον της απορρέει από το γεγονός ότι, καθ' όλη τη διοικητική διαδικασία, οι γαλλικές αρχές προσπάθησαν να αποδείξουν στην Επιτροπή ότι οι επίμαχες ενισχύσεις ενέπιπταν στην παρέκκλιση από τους κανόνες του ανταγωνισμού που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, οπότε δεν όφειλαν να κοινοποιήσουν τις εν λόγω ενισχύσεις.

16 Η ανάλυση της απόψεως αυτής μπορεί συνεπώς να έχει πολύ σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο επικύρωνε τον αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ο CELF θα μπορούσε να αναγκαστεί να επιστρέψει τις επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν προς αντιστάθμιση της εκτελέσεως των μικρών παραγγελιών για ολόκληρο τον προ της επίδικης αποφάσεως χρόνο. Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία θα μπορούσε, στο πλαίσιο των διαδικασιών που κίνησε η SIDE σε εθνικό επίπεδο, να κριθεί υπεύθυνη για παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

17 Η Επιτροπή διατύπωσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής, χωρίς ωστόσο να προβάλει τυπικά ένσταση απαραδέκτου.

18 Κατά την Επιτροπή, η προπαρατεθείσα απόφαση SIDE κατά Επιτροπής, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέστησε απρόσβλητο τον περιεχόμενο στην απόφαση της 18ης Μα_ου 1993 χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» και μάλιστα ως «παράνομης ενισχύσεως» στον βαθμό που θεσπίστηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση. Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση στην πραγματικότητα απλώς επιβεβαιώνει μια απρόσβλητη διαπίστωση περιεχόμενη σε προηγούμενη πράξη και συνεπώς δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.

19 ρέπει να υπενθυμιστεί ότι το ρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 66 της προπαρατεθείσας αποφάσεως SIDE κατά Επιτροπής, ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να λάβει ευνοϊκή απόφαση όσον αφορά τα συστήματα ενισχύσεων που διαχειριζόταν ο CELF, αλλά ακύρωσε την απόφαση της 18ης Μα_ου 1993, καθόσον αφορούσε τη χορηγούμενη αποκλειστικά στον CELF ενίσχυση για την εκτέλεση των μικρών παραγγελιών βιβλίων γραμμένων σε γαλλική γλώσσα, λόγω διαδικαστικού ελαττώματος, ήτοι λόγω της παραλείψεως της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

20 Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, η έτσι αιτιολογηθείσα ακύρωση αυτή δεν προσδίδει ισχύ δεδικασμένου στον περιεχόμενο στην απόφαση της 18ης Μα_ου 1993 χαρακτηρισμό του μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», θεσπισθείσας χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση και συνεπώς «παράνομης». Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από την προπαρατεθείσα απόφαση SIDE κατά Επιτροπής, εκτός ως προς το ότι έπρεπε να επιτρέψει τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων στη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διατηρούσε τη διακριτική ευχέρεια εκτιμήσεως όσον αφορά την ουσία του επίμαχου μέτρου.

21 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση δεν επιβεβαιώνει μιαν απρόσβλητη διαπίστωση περιεχόμενη σε προηγούμενη πράξη, οπότε η προσφυγή είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

22 Η Γαλλική Κυβέρνηση, προς στήριξη της προσφυγής της με την οποία ζητεί την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στον βαθμό που αποκλείστηκε η εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, προβάλλει τρεις λόγους, τον ένα κυρίως και τους δύο άλλους επικουρικώς.

23 Κυρίως, η κυβέρνηση αυτή προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι, εφόσον η ενίσχυση κηρύχθηκε συμβατή προς την κοινή αγορά κατ' εφαρμογήν του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο δ_, της Συνθήκης, δεν ήταν ανάγκη να εκτιμηθούν περαιτέρω οι δραστηριότητες του CELF με βάση το άρθρο 90, παράγραφος 2, δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 92 της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδιστεί ο CELF να εκτελεί τις μικρές παραγγελίες, δραστηριότητα για την οποία λαμβάνει κρατική ενίσχυση. Ως εκ τούτου, εφαρμόζοντας σε μια νέα ενίσχυση τη συλλογιστική αυτή που δεν έχει νόημα παρά μόνο στην περίπτωση υφιστάμενης ενισχύσεως, η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο.

24 Επικουρικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι πλανήθηκε περί τα πράγματα, θεωρώντας ότι οι δημόσιες αρχές δεν είχαν αναθέσει στον CELF τη διαχείριση μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, και πλανήθηκε επίσης περί το δίκαιο, θεωρώντας ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο φορέας που έχει ως αποστολή την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος αποτελεί μονοπώλιο.

25 Με αυτούς τους επικουρικούς λόγους, η προσφεύγουσα αναφέρεται στο μέρος ΧΙΙ της επίδικης αποφάσεως, στο οποίο η Επιτροπή, μολονότι θεώρησε ότι δεν έπρεπε να λάβει θέση επί του ζητήματος της εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, εκτίμησε παρ' όλ' αυτά τις επιδοτούμενες δραστηριότητες με βάση τη διάταξη αυτή.

26 Επομένως, η εξέταση αυτών των επικουρικών λόγων δεν παρουσιάζει λυσιτέλεια στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θεωρούσε ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο αποκλείοντας την εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

27 Όσον αφορά τον κύριο λόγο, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι από τα άρθρα 92 και 93, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης προκύπτει ότι, αντίθετα προς υφιστάμενη ενίσχυση, μια νέα ενίσχυση δεν μπορεί να εκτελεστεί εφόσον δεν έχει κηρυχθεί συμβατή προς την κοινή αγορά. Ωστόσο, υφίσταται μία και μόνη περίπτωση στην οποία μια τέτοια ενίσχυση μπορεί να εκτελεστεί χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση που να την κηρύσσει συμβατή. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, ακριβώς, η τυγχάνουσα της ενισχύσεως επιχείρηση μπορεί να τύχει της παρεκκλίσεως από τους κανόνες του ανταγωνισμού που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

28 Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η ενδεχόμενη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης επιτρέπει την παρέκκλιση όχι από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως, καθόσον η διοικητική αυτή διατύπωση δεν μπορεί να εμποδίσει την εκτέλεση της ειδικής αποστολής που ανατίθεται στον CELF, αλλά από την υποχρέωση προσωρινής αναστολής.

29 Κατά την προσφεύγουσα, οι κρατικές ενισχύσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης χρήζουν, από την ίδια τη φύση τους, ειδικής μεταχειρίσεως από απόψεως διαδικασίας. Η διάταξη αυτή επιτρέπει, μεταξύ άλλων, τον αποκλεισμό της εφαρμογής της υποχρεώσεως προσωρινής αναστολής που απορρέει από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οσάκις η αναστολή αυτή μπορεί να εμποδίσει την εκπλήρωση της σχετικής αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

30 Η Γαλλική Κυβέρνηση καταλήγει συνεπώς στην αναγκαία και αυτόματη έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής της υποχρεώσεως αναστολής στην περίπτωση ενισχύσεων προς επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως εκείνες του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, προς αποφυγήν ενδεχομένως της διακοπής στη συνέχεια της διαχειρίσεως των εν λόγω υπηρεσιών.

31 ρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης έγκειται στο να προλαμβάνεται η θέση σε ισχύ ενισχύσεων αντίθετων προς τη Συνθήκη (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψη 4). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης αποτελεί τη διασφάλιση του μηχανισμού ελέγχου που θεσπίζει το άρθρο αυτό και ο οποίος είναι ουσιώδης για την εγγύηση της λειτουργίας της κοινής αγοράς. Επομένως, κατά τη νομολογία αυτή, ακόμη και αν το κράτος μέλος θεωρεί ότι το μέτρο ενισχύσεως συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το γεγονός αυτό δεν του επιτρέπει να αγνοεί τις σαφείς διατάξεις του άρθρου 93 της Συνθήκης (βλ. διατάξεις της 21ης Μα_ου 1977, 31/77 R και 53/77 R, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Rec. 1977, σ. 921, σκέψεις 17 και 18, και της 20ής Σεπτεμβρίου 1983, 171/83 R, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1983, σ. 2621, σκέψη 12).

32 Επομένως, το αντικείμενο της διατάξεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν συνίσταται σε απλή υποχρέωση κοινοποιήσεως, αλλά σε υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως η οποία, αυτή καθαυτή, περιλαμβάνει και συνεπάγεται το ανασταλτικό αποτέλεσμα που εισάγει η τελευταία περίοδος της παραγράφου αυτής. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει επομένως να αποσυνδέονται οι προβλεπόμενες σε αυτήν υποχρεώσεις, ήτοι οι υποχρεώσεις κοινοποιήσεως κάθε νέας ενισχύσεως και οι υποχρεώσεις προσωρινής αναστολής της εκτελέσεως της ενισχύσεως αυτής. Κατά συνέπεια, ο κύριος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

33 Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται τοσούτω μάλλον οσάκις, όπως εν προκειμένω, οι ενισχύσεις ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή. Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα αποσύνδεση ευσταθούσε νομικώς - πράγμα το οποίο απορρίφθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως -, αυτή δεν θα είχε καταστήσει δυνατό, ελλείψει κοινοποιήσεως, τον αποκλεισμό της υπάρξεως παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου.

34 Κατά συνέπεια, ο κύριος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Εντεύθεν προκύπτει ότι παρέλκει η εξέταση των δύο λόγων που προέβαλε επικουρικώς η προσφεύγουσα.

35 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

36 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Γαλλικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Top