EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CC0390

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 21ης Σεπτεμβρίου 2000.
H.J. Banks & Co. Ltd κατά The Coal Authority και Secretary of State for Trade and Industry.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
Συνθήκη ΕΚΑΧ - Άδειες εξορύξεως άνθρακα - Διακρίσεις μεταξύ παραγωγών - Ειδικές επιβαρύνσεις - Κρατικές ενισχύσεις - Άρθρο 4, στοιχεία β΄ και γ΄, της Συνθήκης - Απόφαση 3632/93/ΕΚΑΧ - Κώδικας ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα - Άμεσο αποτέλεσμα - Αρμοδιότητες της Επιτροπής και αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων.
Υπόθεση C-390/98.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-06117

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:477

61998C0390

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 21ης Σεπτεμβρίου 2000. - H.J. Banks & Co. Ltd κατά The Coal Authority et Secretary of State for Trade and Industry. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Συνθήκη ΕΚΑΧ - Άδειες εξορύξεως άνθρακα - Διακρίσεις μεταξύ παραγωγών - Ειδικές επιβαρύνσεις - Κρατικές ενισχύσεις - Άρθρο 4, στοιχεία β΄ και γ΄, της Συνθήκης - Απόφαση 3632/93/ΕΚΑΧ - Κώδικας ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα - Άμεσο αποτέλεσμα - Αρμοδιότητες της Επιτροπής και αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων. - Υπόθεση C-390/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-06117


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Στην παρούσα υπόθεση ανακύπτουν ορισμένα σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Άνθρακα και Χάλυβα (στο εξής: Συνθήκη ΕΚΑΧ). ρώτον, πρέπει να καθοριστούν τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των απαγορεύσεων δημιουργίας δυσμενών διακρίσεων της Συνθήκης, των ειδικών επιβαρύνσεων που επιβάλλουν τα κράτη και των κρατικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων. Δεύτερον, ζητείται από το Δικαστήριο να κρίνει αν οι απαγορεύσεις αυτές έχουν άμεσο αποτέλεσμα και, συνεπώς, αν μπορεί να γίνει επίκλησή τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Τρίτον, ζητείται από το Δικαστήριο να καθορίσει το αποτέλεσμα, ως προς μια εθνική διαδικασία, ορισμένων μέτρων της Επιτροπής και εγγράφων με αντικείμενο ζητήματα τα οποία, τουλάχιστον εν μέρει, συνδέονται στενά με το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής, και του γεγονότος ότι ένας διάδικος της διαδικασίας αυτής δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου είτε κατά της απαντήσεως της Επιτροπής είτε κατά της παραλείψεώς της να απαντήσει σε προηγούμενη καταγγελία, υποβληθείσα από επαγγελματική ένωση, μέλος της οποίας είναι ο διάδικος αυτός.

ΙΙ - Νομικό και πραγματικό πλαίσιο

α) Κοινοτικό δίκαιο

2. Το άρθρο 4 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ορίζει, εν μέρει, τα εξής:

«Θεωρούνται ότι δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά άνθρακος και χάλυβος και κατά συνέπεια καταργούνται και απαγορεύονται εντός της Κοινότητος, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη:

[...]

β) τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εισάγουν διάκριση μεταξύ παραγωγών, μεταξύ αγοραστών ή μεταξύ καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τους όρους των τιμών της παραδόσεως και τα τιμολόγια των μεταφορών, καθώς και τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή του προμηθευτού από τον αγοραστή·

γ) οι επιδοτήσεις ή ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή οι ειδικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από αυτά, υπό οποιαδήποτε μορφή·

δ) κάθε περιοριστική πρακτική η οποία αποσκοπεί στην κατανομή ή την εκμετάλλευση των αγορών.»

3. Το άρθρο 88 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ορίζει, εν μέρει:

«Αν η Ανωτάτη Αρχή θεωρεί ότι ένα κράτος παρέβη υποχρεώσή του εκ της παρούσης Συνθήκης διαπιστώνει την εν λόγω παράβαση με αιτιολογημένη απόφαση αφού παράσχει τη δυνατότητα στο κράτος αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Τάσσει στο εν λόγω κράτος προθεσμία για την εκτέλεση της υποχρεώσεώς του.»

4. Δυνάμει του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 3632/93/ΕΚΑΧ, της 28ης Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό καθεστώς παρεμβάσεως των κρατών μελών υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα (στο εξής: κώδικας ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα). Το άρθρο 1 του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα ορίζει ότι οι ενισχύσεις προς τη βιομηχανία άνθρακα μπορούν να θεωρηθούν κοινοτικές ενισχύσεις και, επομένως, συμβατές με την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς, μόνον εφόσον πληρούν τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 9 του κώδικα. Στα άρθρα 2 έως 7 καθορίζονται τα ουσιαστικά κριτήρια για τη χορήγηση εκ μέρους της Επιτροπής των διαφόρων ειδών ενισχύσεων. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη μέλη να κοινοποιούν, το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους (ή τρεις μήνες πριν από την έναρξη ισχύος τους), «όλα τα χρηματοδοτικά μέτρα που προτίθενται να λάβουν υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα κατά το επόμενο έτος». Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα ορίζει, εν μέρει:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν τις προτεινόμενες ενισχύσεις μόνο μετά από έγκριση της Επιτροπής η οποία αποφασίζει ιδίως σε συνάρτηση προς τους στόχους και τα γενικά κριτήρια του άρθρου 2 και τα ειδικά κριτήρια των άρθρων 3 έως 7. Εάν μετά παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποιήσεων των προτεινομένων μέτρων η Επιτροπή δεν έχει αποφασίσει, τα μέτρα αυτά μπορούν να εκτελούνται 15 εργάσιμες ημέρες μετά την αποστολή στην Επιτροπή ειδοποιήσεως η οποία αναφέρει την πρόθεση να τεθούν τα μέτρα αυτά σε εφαρμογή [...].»

β) Εθνικό δίκαιο

5. Ο Coal Industry Nationalisation Act, 1946 (νόμος του 1946 περί της εθνικοποιήσεως της βιομηχανίας άνθρακα, εξής: νόμος του 1946) μετέφερε την κυριότητα σχεδόν όλων των αποθεμάτων άνθρακα του Ηνωμένου Βασιλείου στη National Coal Board, η οποία κατέστη αργότερα British Coal Corporation (στο εξής: BCC). Το άρθρο 1 του νόμου του 1946 χορήγησε στη BCC το αποκλειστικό δικαίωμα εξορύξεως και κατεργασίας του άνθρακα στο Ηνωμένο Βασίλειο· κατ' εξαίρεση, το άρθρο 36 επέτρεψε στη BCC να χορηγεί άδειες επιφανειακής εξορύξεως άνθρακα (στο εξής: άδειες του άρθρου 36) σε τρίτους έναντι καταβολής δικαιωμάτων συνδεομένων με την παραγωγή ή την παράδοση του άνθρακα στη BCC σε συμφωνηθείσα τιμή. Οι άδειες επιφανειακής εξορύξεως περιορίστηκαν σε ετήσια εξόρυξη 25 000 τόνων άνθρακα από τη συγκεκριμένη περιοχή· το όριο αυτό ανήλθε σε 250 000 τόνους το 1990.

6. Ο Coal Industry Act του 1994 (νόμος περί της βιομηχανίας άνθρακα, στο εξής: νόμος του 1994) εκδόθηκε με σκοπό την ιδιωτικοποίηση των δραστηριοτήτων εξορύξεως άνθρακα της BCC. Ο νόμος αυτός δημιούργησε ένα νέο διοικητικό όργανο, την Coal Authority, στην οποία μεταβιβάστηκε στις 31 Οκτωβρίου 1994 η κυριότητα του συνόλου του ακατέργαστου άνθρακα και των ανθρακωρυχείων που ανήκαν στη BCC. Σύμφωνα με το άρθρο 26 του νόμου του 1994, η Coal Authority χορηγεί άδειες εξορύξεως έναντι καταβολής δικαιωμάτων· αντίθετα με την προϋφιστάμενη BCC, δεν έχει η ίδια την εξουσία να προβαίνει σε εξόρυξη άνθρακα, καθώς ο νόμος σκοπεί να διαχωρίσει τις προγενέστερες λειτουργίες της BCC στον τομέα παραγωγής και χορηγήσεως αδειών. Όσον αφορά τις άδειες, η Coal Authority ζητεί την καταβολή αρχικών εξόδων υποβολής της αιτήσεως για την κάλυψη διοικητικών δαπανών και μια ετήσια εισφορά για την άδεια, σύμφωνα με προκαθορισμένη κλίμακα τιμών· οι άδειες αυτές δεν υπόκεινται σε περιορισμούς ανάλογα με την ποσότητα ανά τόνο. Απαιτείται επίσης άδεια για την κτήση δικαιωμάτων κυριότητας του άνθρακα που ανήκει στην Coal Authority, η οποία υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, να επιδιώκει τις καλύτερες προϋποθέσεις που μπορούν ευλόγως να τεθούν . Η καταβολή μπορεί να γίνει με κατ' αποκοπήν ποσό ή με μισθώματα που αντιστοιχούν στην παραγωγή. Οι προϋπάρχουσες άδειες του άρθρου 36 διατηρήθηκαν, με την καταβολή των δικαιωμάτων στην Coal Authority, μολονότι μπορούν να μετατραπούν σε άδειες βάσει του νόμου του 1994. Μόνον δύο άδειες επιφανειακής εξορύξεως του άρθρου 36 είναι ακόμα σε ισχύ. Όλα τα ποσά που εισπράττει η Coal Authority πρέπει να καταβάλλονται στον Secretary of State for Trade and Industry (Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας, στο εξής: Secretary of State).

7. Ο νόμος του 1994 εξουσιοδότησε τον Secretary of State να αναδιαρθρώσει τη BCC. Για τη μεταφορά των αποθεμάτων άνθρακα της BCC στην Coal Authority, χορήγησε άδεια στην BCC επ' ονόματι της Coal Authority και επέβαλε στην Coal Authority να συνάψει μισθωτήριες συμβάσεις με την BCC δωρεάν, προκειμένου να διευκολύνει την BCC να συνεχίσει την υφιστάμενη δραστηριότητά της εξορύξεως. Η Coal Authority διατήρησε σημαντικά αποθέματα άνθρακα, τα οποία προηγουμένως ανήκαν στη BCC, για να τα χορηγήσει σε επιχειρήσεις παραγωγής, αναλόγως των αναγκών που θα παρουσιάζονταν. Μεταξύ Δεκεμβρίου 1994 και Απριλίου 1995, ο Secretary of State μετέφερε δωρεάν τις δραστηριότητες της BCC σε ορισμένες διάδοχες εταιρίες που ανήκαν στο Δημόσιο. Μία από αυτές ήταν η Central and Northern Mining Limited (στο εξής: CNML), στην οποία μεταφέρθηκε το αγγλικό τμήμα της δραστηριότητας της BCC, περιλαμβανομένων των αδειών και των αντιστοίχων μισθώσεων. Κατόπιν δημοσίου διαγωνισμού ιδιωτικοποιήσεως στο πλαίσιο του οποίου ήταν υποχρεωτική η προεπιλογή των υποβαλόντων προσφορές, η CNML, περιλαμβανομένων των υφισταμένων αδειών και μισθώσεών της, πωλήθηκε στην RJB Mining plc (στο εξής: RJB), στο τέλος του 1994. Η πώληση εγκρίθηκε από την Επιτροπή, ενεργώντας βάσει του άρθρου 66, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1994 .

γ) ραγματικό πλαίσιο

8. Η H. J. Banks and Company Limited (στο εξής: εφεσείουσα) είναι εταιρία εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο η οποία εξάγει άνθρακα με τη μέθοδο της επιφανειακής εξορύξεως. Είναι μέλος της National Association of Licensed Opencast Operators (εθνικής ενώσεως άνθρακα επιφανειακής εκσκαφής βάσει αδειών, στο εξής: NALOO). Ο Η. Banks είναι πρόεδρος της NALOO και της εφεσείουσας. Στην εφεσείουσα χορηγήθηκαν 19 άδειες και μισθώσεις σύμφωνα με τον νόμο του 1994, από τις οποίες μία είναι μετατραπείσα άδεια του άρθρου 36. Στις 31 Οκτωβρίου 1995, η εφεσείουσα διατήρησε ορισμένες άδειες του άρθρου 36, σύμφωνα με το οποίο κατέβαλε δικαιώματα δύο λιρών στερλινών (GBP) ανά τόνο εξορυσσομένου και κατεργασμένου άνθρακα. Έλαβε αντίγραφα των εγγράφων για την υποβολή προσφορών για τη CNML, αλλά δεν υπέβαλε προσφορά.

9. Στις 19 Αυγούστου 1994, η NALOO υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία (στο εξής: καταγγελία) σχετικά με την κρατική ενίσχυση που ελάμβανε η BCC από το 1973 και τους υπερβολικά επαχθείς όρους και επιβαρύνσεις που επέβαλε η BCC στους ανταγωνιστές της. Η καταγγελία αφορούσε επίσης την επικείμενη ιδιωτικοποίηση της BCC, προβάλλοντας ότι οι διάδοχες εταιρίες της BCC θα αντλούσαν αθέμιτο όφελος από την εξακολούθηση των αποτελεσμάτων της μη συννόμου ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί στο παρελθόν στη BCC. Η σύνοψη που περιλαμβάνεται στην αρχή της καταγγελίας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε «πώληση ενεργητικού κάτω του κόστους». Στο απόσπασμα με τίτλο «λαίσιο», η NALOO αναφέρει ότι «κάθε δικαίωμα για επιφανειακή εκσκαφή μεγαλύτερο [από 0,40 GBP] ανά τόνο συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις και είναι υπερβολικά υψηλό». Στο τμήμα 5 της καταγγελίας καταγγέλλεται ότι «ενώ η NALOO αναγνωρίζει το δικαίωμα της BCC να καλύψει τις διοικητικές δαπάνες, το επίπεδο των δικαιωμάτων υπερβαίνει σαφώς το κόστος αυτό [...]. Τα έσοδα ανά τόνο από δικαιώματα για επιφανειακή εκσκαφή υπερέβησαν ενίοτε στο παρελθόν τα ίδια κέρδη ανά τόνο της BCC από την πραγματοποιούμενη από την ίδια εξόρυξη άνθρακα με επιφανειακή εκσκαφή».

10. Στο σημείο 6.3 της καταγγελίας, με τίτλο «Το μεταβατικό σχέδιο [για την ιδιωτικοποίηση]», η NALOO προέβλεψε ότι τα δικαιώματα θα καταργηθούν ενδεχομένως και οι παλαιές άδειες θα μετατραπούν σε νέες άδειες χωρίς καταβολή δικαιωμάτων, αλλά προσέθεσε ότι η κυβέρνηση επισήμανε ότι τα δικαιώματα θα καταβάλλονται μέχρι την ιδιωτικοποίηση και ίσως μέχρι την πλήρη θέση σε λειτουργία της Coal Authority. Τούτο μπορεί να συνεπάγεται την καταβολή δικαιωμάτων ύψους 5 εκατομμυρίων GBP ανά έτος για ετήσια παραγωγή 2,5 εκατομμυρίων τόνων πραγματοποιούμενη από τους παραγωγούς άνθρακα επιφανειακής εκσκαφής βάσει αδειών. Η NALOO καταλήγει:

«Επομένως, η BCC και/ή οι νέες εταιρίες θα ελαφρυνθούν από ένα σημαντικό κόστος το οποίο θα συνεχίσουν να φέρουν οι υπόλοιποι ανταγωνιστές τους.»

Στα ακόλουθα σημεία, η NALOO ισχυρίζεται ότι οι τελευταίες προτάσεις ιδιωτικοποιήσεως συνεπάγονται συνέχιση και επιδείνωση των συνεπειών της κρατικής ενισχύσεως που επί πολλά έτη χορηγείται στη BCC, μέσω της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της BCC απαλλαγμένων από όλα τα χρέη και τις υποχρεώσεις. Η NALOO ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεως σε σχέση με το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο χορηγήθηκε η παλαιά ενίσχυση στη BCC και σε σχέση με την «ενίσχυση που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου των μέτρων ιδιωτικοποιήσεως».

11. Μετά την κοινοποίηση εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου ορισμένων προτάσεων ενισχύσεως, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/995/ΕΚΑΧ, της 3ης Νοεμβρίου 1994, με την οποία αποφαίνεται για τα ληφθέντα από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου χρηματοδοτικά μέτρα όσον αφορά τη βιομηχανία άνθρακα κατά τα οικονομικά έτη 1994/1995 και 1995/1996 . Η ενίσχυση και τα εν λόγω χρηματοδοτικά μέτρα, τα οποία ενέκρινε η Επιτροπή σύμφωνα με τον κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα, αφορούσαν την ανάληψη των ζημιών που επήλθαν στο περιβάλλον, διάφορες κοινωνικές παροχές και δικαιώματα πρώην εργαζομένων της BCC και τις δαπάνες αναδιαρθρώσεως στις οποίες περιλαμβάνεται ποσό που δεν υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ των δανείων που περιλαμβάνονται στον ισολογισμό της BCC και του ενδεχόμενου προϊόντος της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως.

12. Ο γενικός διευθυντής και ο ασκών καθήκοντα γενικού διευθυντή της γενικής διευθύνσεως της Επιτροπής για την ενέργεια απάντησαν στις συνδεόμενες με τις κρατικές ενισχύσεις πτυχές της καταγγελίας της NALOO με έγγραφα της 4ης Μα_ου 1995 και της 14ης Ιουλίου 1995, αντιστοίχως. Τόνισαν ότι η χορηγηθεία στη BCC στο παρελθόν ενίσχυση εγκρίθηκε σύμφωνα με τους διαδοχικούς κώδικες ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα για να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση ενός ευρέος προγράμματος αναδιαρθρώσεως. Όσον αφορά τη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως, η RJB απέκτησε τη CNML στην τρέχουσα τιμή, στο πλαίσιο διαδικασίας δημοσίου διαγωνισμού, και συνεπώς δεν έλαβε κρατική ενίσχυση. Ο γενικός διευθυντής ανέφερε ρητά στο από 4 Μα_ου 1995 έγγραφο ότι άλλα ζητήματα, «όπως οι δραστηριότητες χορηγήσεως αδειών της British Coal», αποτελούσαν μέρος χωριστής έρευνας εκ μέρους άλλων υπηρεσιών της Επιτροπής. Με το από 14 Ιουλίου 1995 έγγραφο, ο ασκών χρέη γενικού διευθυντή ανέφερε ότι «τα ζητήματα που αφορούν την καταβολή δικαιωμάτων και τις συμβάσεις παροχής άνθρακα» αποτελούσαν ακόμη το αντικείμενο έρευνας από τη γενική διεύθυνση ανταγωνισμού.

δ) Η διαδικασία της κύριας δίκης

13. Η εφεσείουσα έπαυσε την καταβολή δικαιωμάτων στην Coal Authority βάσει των αδειών του άρθρου 36 από τις 31 Οκτωβρίου 1995. Η Coal Authority άσκησε ενώπιον του High Court of England & Wales αγωγή ζητώντας τα μη καταβληθέντα δικαιώματα. Η εφεσείουσα άσκησε τότε ανταγωγή για τα ήδη καταβληθέντα δικαιώματα βάσει των αδειών του άρθρου 36 και των αδειών που είχαν χορηγηθεί σύμφωνα με τον νόμο του 1994 και αγωγή αποζημιώσεως. Η εφεσείουσα προέβαλε ότι τα δικαιώματα αυτά συνιστούν είτε δυσμενή μεταχείριση που απαγορεύεται από το άρθρο 4, παράγραφος β_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή, επικουρικώς, ειδικές επιβαρύνσεις που απαγορεύονται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος γ_. Το High Court έκρινε υπέρ της Coal Authority, χωρίς να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, βάσει του ότι η άμυνα της εφεσείουσας και η ανταγωγή συνιστούσαν καταστρατήγηση της διαδικασίας: η εφεσείουσα δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής της 4ης Μα_ου 1995 και της 14ης Ιουλίου 1995 περί απορρίψεως των παρεμφερών καταγγελιών της NALOO, της οποίας ήταν μέλος.

14. Η εφεσείουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Court of Appeal. Ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία της NALOO αφορούσε τη μεταβατική περίοδο της δραστηριότητας της BCC υπό το καθεστώς του νόμου του 1994, και όχι την μετά την ιδιωτικοποίηση περίοδο η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαδικασίας. εραιτέρω, η μέχρι τότε ανταλλαγείσα με την Επιτροπή αλληλογραφία δεν αφορούσε τέτοιου είδους πτυχή της καταγγελίας.

15. Το Court of Appeal έκρινε ότι ήταν απαραίτητο να αποφανθεί κατά πόσον η καταγγελία αφορούσε, εν μέρει, τα ζητήματα που προβάλλονταν με το υπόμνημα αντικρούσεως και την ανταγωγή της εφεσείουσας προτού υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, αλλά δεν υπήρξε ομοφωνία επ' αυτού: ένας Lord Justice of Appeal (εφέτης) έκρινε ότι επρόκειτο περί αυτού, ένας άλλος ότι δεν επρόκειτο περί αυτού και ο τρίτος έκρινε ότι η συνέχιση της υποχρεώσεως καταβολής δικαιωμάτων κατά την περίοδο μετά την ιδιωτικοποίηση, όταν αυτό δεν απαιτείτο από τον κύριο ανταγωνιστή της, RJB, προβλήθηκε «σε περιορισμένη έκταση» στη καταγγελία της NALOO. Το Court of Appeal υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ:

«1) Μπορεί η διαφορετική μεταχείριση στην οποία αναφέρεται η απόφαση του Court of Appeal να συνιστά:

- "διάκριση μεταξύ παραγωγών", υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο β_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ,

- "ειδική επιβάρυνση", υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της ίδιας Συνθήκης, ή/και

- "ενίσχυση" υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της ίδιας Συνθήκης ή υπό την έννοια του άρθρου 1 της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής (ΕΕ 1993 L 329, σ. 12);

2) αράγουν οι διατάξεις του άρθρου 4, στοιχεία β_ ή γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 ή 4, της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής (ΕΕ 1993 L 329, σ. 12) άμεσα αποτελέσματα και παρέχουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις το δυνάμενο να προβληθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δικαίωμα να αποκρούουν την προβαλλόμενη από δημόσιο οργανισμό αξίωση περί καταβολής δικαιωμάτων για εξόρυξη άνθρακα και να ζητούν την επιστροφή των καταβληθέντων στον οργανισμό αυτό δικαιωμάτων, λαμβανομένου ειδικότερα υπόψη ότι δεν υφίσταται απόφαση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 67 ή του άρθρου 88 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής ή βάσει άλλης διατάξεως από την οποία να προκύπτει ότι τα προβαλλόμενα ζητήματα συνιστούν "διάκριση", "ειδική επιβάρυνση" ή "ενίσχυση";

3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μπορεί ένα εθνικό δικαστήριο να κρίνει ότι υφίσταται "διάκριση" υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο β_, της συνθήκης ΕΚΑΧ ή "ειδική επιβάρυνση", υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, ή "ενίσχυση", υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, ή του άρθρου 1 της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, παρά:

- την απόφαση 94/995/ΕΚΑΧ της Επιτροπής (ΕΕ 1994 379, σ. 6),

- την από 21 Δεκεμβρίου 1994 απόφαση της Επιτροπής με την οποία επετράπη η αγορά της Central and Northern Mining Limited από την RJB Mining plv.,

- τα από 4 Μα_ου και 13 Ιουλίου 1995 έγγραφα που απέστειλε η ΓΔ XVII της Επιτροπής στη NALOO;

4) Απαγορεύεται, κατά το κοινοτικό δίκαιο, στην Βanks να προβάλλει τις φερόμενες παραβάσεις του άρθρου 4, στοιχείο β_, ή του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, λόγω του ότι η Βanks ή η NALOO:

α) δεν προσέβαλε, βάσει του άρθρου 33 της συνθήκης ΕΚΑΧ, την απόφαση 94/995/ΕΚΑΧ της Επιτροπής ή την από 21 Δεκεμβρίου 1994 απόφαση της Επιτροπής με την οποία επετράπη η αγορά της Central and Northern Mining Limited από την RJB Mining plc ή τα από 4 Μα_ου και 14 Ιουλίου 1995 έγγραφα που απέστειλε η ΓΔ XVII της Επιτροπής στη NALOO,

β) ή/και δεν επικαλέστηκε τη διαδικασία του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκειμένου να απαιτήσει από την Επιτροπή να αντιμετωπίσει τα ζητήματα τα οποία προβάλλονται τώρα στην ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαδικασία;»

ΙΙΙ - αρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου

16. Η εφεσείουσα, η Coal Authority, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις. Ως επί το πλείστον, κατά την ανάλυση των ερωτημάτων που υπέβαλε το Court of Appeal, θα αναφερθώ στα ζητήματα που προέβαλαν με τις παρατηρήσεις τους, όπου χρειάζεται. Στο στάδιο αυτό, αρκεί η παρατήρηση ότι η εφεσείουσα αρνείται, κατ' ουσίαν, ότι επέκρινε ότι η RJB έλαβε κρατική ενίσχυση· αντιθέτως, η εφεσείουσα προβάλλει ότι τα δικαιώματα, στα οποία υπόκεινταν, έπρεπε να προσαρμοσθούν ενόψει της τρέχουσας τιμής που πλήρωσε η RJB για τη CNML, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων εξορύξεως άνθρακα, και ότι η παράλειψη αυτής της προσαρμογής σημαίνει ότι υπόκεινταν είτε σε μη σύννομη διάκριση είτε στην καταβολή απαγορευομένης ειδικής επιβαρύνσεως. Εξάλλου, η Coal Authority θεωρεί ότι η άποψη της εφεσείουσας αφορά τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, ζήτημα στο οποίο δόθηκε ήδη απάντηση με τα μέτρα και έγγραφα της Επιτροπής που αφορά το τρίτο ερώτημα.

IV - Ανάλυση

Το πρώτο ερώτημα

17. Η μομφή καταστρατηγήσεως της διαδικασίας, που περιλαμβάνεται συγκεκριμένα στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα, ανέκυψε στην παρούσα υπόθεση από τους ισχυρισμούς που φέρεται ότι διατύπωσε η NALOO στην καταγγελία της ενώπιον της Επιτροπής ως προς τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, μετά την ιδιωτικοποίηση, προς τις διαδόχους εταιρίες της BCC/CNML. Για τον λόγο αυτό, και διότι η ενίσχυση και οι ειδικές επιβαρύνσεις φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερες μορφές απαγορευομένης διακρίσεως μεταξύ επιχειρήσεων από τις δημόσιες αρχές , είναι χρήσιμο να αρχίσει η ανάλυση από τη διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (και, κατ' επέκταση, των διατάξεων του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα) προτού εξεταστεί, επικουρικώς, η πιθανή εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος β_, της Συνθήκης.

18. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Ecotrade , στο πλαίσιο της Συνθήκης EKAX, «η έννοιας της ενισχύσεως [...] δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα». Ο ορισμός αυτός επαναλήφθηκε, κατόπιν προσαρμογής, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα. Έγινε επίσης δεκτός στη Συνθήκη ΕΚ . Υπό άλλες συνθήκες, η ενίσχυση χαρακτηρίστηκε σύμφωνα με το κριτήριο «εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς» .

19. Η πρακτική εφαρμογή αυτών των ορισμών της ενισχύσεως ποικίλλει ανάλογα με το αν το κράτος ή άλλη δημόσια αρχή ασκεί τα κυριαρχικά ή δημόσια δικαιώματά του ή αν ενεργεί απλώς ως επιχειρηματίας στην αγορά. Από το γεγονός αυτό προκύπτουν δύο διαφορετικές έννοιες της «κανονικότητας». Στην πρώτη περίπτωση, σε τομείς όπως η φορολογία, η κοινωνική ασφάλιση ή η πτώχευση, το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει a priori καθορίσει τι πρέπει να είναι το «σύνηθες» επίπεδο επιβαρύνσεων ή ωφελημάτων ή, όπως συνέβη, π.χ., στην απόφαση Ecotrade, των συνθηκών υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις πρέπει να τεθούν υπό εκκαθάριση· το Δικαστήριο θα εξετάσει απλώς αν ένα συγκεκριμένο εθνικό καθεστώς προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων ώστε ορισμένες από αυτές ευνοούνται σε σχέση με τον συνήθως εφαρμοζόμενο κανόνα. Έτσι, πρέπει να καθοριστεί αν ένα συγκεκριμένο μέτρο είναι γενικής φύσεως ή αν είναι συγκεκριμένο «και ωφέλιμο» για μια συγκεκριμένη επιχείρηση ή τομέα. Τούτο προϋποθέτει κατ' ανάγκην ότι οι αντίστοιχες καταστάσεις των ευνοουμένων και μη ευνοουμένων επιχειρήσεων ή τομέων είναι επαρκώς συγκρίσιμες. Η εφαρμογή των κανόνων περί ενισχύσεων σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ δεν αφορά κατ' ανάγκην το ζήτημα αν οι επιχειρηματίες που απολαύουν συγκεκριμένων ωφελημένων είναι μειοψηφία σε σχέση με αυτούς που υπόκεινται στο «σύνηθες» η γενικό καθεστώς· οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων ή τομέων υπέρ ορισμένων εξ αυτών μπορεί να ερμηνευθεί ως συνιστώσα ενίσχυση υπέρ αυτών στους οποίους επιφυλάσσεται ευνοϊκότερη μεταχείριση .

20. Στην περίπτωση της εμπορικής δραστηριότητας του κράτους, σε τομείς όπως οι δημόσιες επενδύσεις και οι δημόσιες μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει ένα κριτήριο (μολονότι η συγκεκριμένη εφαρμογή του κριτηρίου αυτού θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως): το κριτήριο του «συνήθους επιχειρηματία» ή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς . Επομένως, μπορεί να γίνει μια διχοτόμηση μεταξύ, κατ' ουσίαν, της περιγραφικής και κανονιστικής προσεγγίσεως προκειμένου να καθοριστεί η «κανονικότητα» ανάλογα με το είδος της υπό εξέταση προβαλλομένης ενισχύσεως.

21. Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε γενικό ορισμό των ειδικών ενισχύσεων. Στην απόφαση Industries Sidérurgiques Luxembourgeoises κατά Ανωτάτης Αρχής το Δικαστήριο έκρινε ότι «μια επιβάρυνση μπορεί να θεωρηθεί ειδική και, επομένως, καταργούμενη και απαγορευόμενη από τη Συνθήκη, αν, πλήττοντας κατά τρόπο άνισο το κόστος παραγωγής των παραγωγών που τελούν υπό όμοιες συνθήκες, εισάγει στρεβλώσεις στην κατανομή της παραγωγής που δεν οφείλονται σε διαφορές της αποδόσεως», αλλά παρατήρησε ότι το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποφασιστικής σημασίας. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, επιβάρυνση που πλήττει κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους καταναλωτές στερεών καυσίμων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι προφανώς ειδική επιβάρυνση. Στην απόφαση Pont-à-Mousson κατά Ανωτάτης Αρχής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη επιβάρυνση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «ειδική» διότι ήταν γενικής φύσεως, εφαρμοστέα σε όλες τις κοινοτικές επιχειρήσεις οι οποίες καταναλώνουν παλαιοσίδηρο . Νομίζω ότι οι επιβαρύνσεις του άρθρου 4, παράγραφος γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ πρέπει τουλάχιστον να θεωρηθούν «ειδικές» υπό την έννοια ότι δεν είναι γενικής εφαρμογής και μεταχειρίζονται διαφορετικά παραγωγούς «που τελούν υπό όμοιες συνθήκες».

22. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, δυνάμει της αντιπαραθέσεως των όρων «ενίσχυση» και «ειδική επιβάρυνση» του άρθρου 4, παράγραφος γ_, της Συνθήκης EKAX, η έννοια της ειδικής ενισχύσεως πρέπει να ερμηνευθεί ως το αντίθετο της επιδοτήσεως ή ενισχύσεως. Επομένως, η ειδική επιβάρυνση μπορεί να καθοριστεί ως ένα ιδιαίτερο οικονομικό μειονέκτημα συνεπαγόμενο την επιβολή δαπανών τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, δεν πρέπει να φέρει μια επιχείρηση . Νομίζω ότι η πρόταση αυτή έχει συνοχή και με τη διατύπωση και με τη σκοπιμότητα του άρθρου 4, παράγραφος γ_, της Συνθήκης EKAX και με τη νομολογία. Θα υποστήριζα επίσης ότι η απαγόρευση του άρθρου 4, παράγραφος γ_, πρέπει να αφορά επιβαρύνσεις που είναι κατ' ουσίαν δημόσιας φύσεως. Αυτό υπαγορεύεται από την αναφορά σε επιβαρύνσεις «επιβαλλόμενες από τα κράτη» και θα αποτελούσε, όσον αφορά τις εν λόγω δημόσιες, εκτός αγοράς, παρεμβάσεις, μια λογική σύνδεση για την απαγόρευση που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή. άντως, το γεγονός αυτό δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συμμετρίας μεταξύ ενισχύσεων και ειδικών επιβαρύνσεων: η επιβολή τεχνητώς χαμηλών τιμών εκ μέρους των δημοσίων εμπορικών επιχειρήσεων εμπίπτει στην απαγόρευση ενισχύσεων (προς τις αγοράστριες επιχειρήσεις) του άρθρου 4, παράγραφος γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το γεγονός όμως επιβολής υπερβολικών ή δυσμενών τιμών δεν αποτελεί ειδική επιβάρυνση, αλλά μάλλον απαγορευόμενη διάκριση ή κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της δημόσιας επιχειρήσεως στην αγορά.

23. εραιτέρω, παρά την προφανή αντιστοιχία των ορισμών της ενισχύσεως σύμφωνα με τη Συνθήκη EKAX και τη Συνθήκη ΕΚ, ο συνδυασμός της έννοιας της ενισχύσεως στη Συνθήκη EKAX με την έννοια των ειδικών επιβαρύνσεων επηρεάζει, στην πράξη, τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως σε περιπτώσεις που οι δημόσιες αρχές δρουν ως ανώτερη ή δημόσια εξουσία. Αντίθετα με τη Συνθήκη ΕΚ, η Συνθήκη ΕΚΑΧ προβλέπει δύο δυνατότητες εκτός του «συνήθους» κανονιστικού καθεστώτος, συγκεκριμένα, αφενός, την επιβολή υψηλοτέρων «ειδικών» επιβαρύνσεων σε ορισμένες επιχειρήσεις και, αφετέρου, την ελάφρυνση από επιβαρύνσεις στις οποίες πρέπει διαφορετικά να υπόκεινται οι ανταγωνιστές τους ή τη χορήγηση αμέσων επιδοτήσεων ή υλικών ωφελημάτων (ενισχύσεων). Μολονότι αμφότερα απαγορεύονται, ο χαρακτηρισμός ως εθνικού κανόνα στη μία ή την άλλη κατηγορία έχει διαφορετικά αποτελέσματα: οι δικαιούχοι μη σύννομης ενισχύσεως πρέπει να την επιστρέψουν, ενώ οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται πιθανώς να επιστρέψουν τις ειδικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις που τις έχουν καταβάλει. εραιτέρω, ενώ ο κώδικας ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα (και παρεμφερή μέτρα εφαρμοστέα στον τομέα της χαλυβουργίας) προβλέπει ότι ορισμένα είδη ενισχύσεων μπορούν να κριθούν συμβατά προς την κοινή αγορά, τέτοιου είδους καθεστώς δεν υφίσταται ακόμη όσον αφορά τις ειδικές επιβαρύνσεις. Έτσι, εφαρμόζοντας το άρθρο 4, παράγραφος γ_, της Συνθήκης EKAX σε ένα σύστημα δημοσίων επιβαρύνσεων που προβάλλεται ότι επιβλήθησαν κατ' άνισο τρόπο, δεν αρκεί απλώς ν' αποδειχθεί η άνιση αυτή εφαρμογή σε παρεμφερείς επιχειρήσεις, όπως θα συνέβαινε σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ. ρέπει επίσης να καθοριστεί ποιο είναι το σημείο αναφοράς ή ο κανόνας, δηλαδή, τι είναι ο κανόνας και τι η εξαίρεση, προκειμένου να καθοριστεί αν σε έναν όμιλο επιχειρήσεων έχουν επιβληθεί ειδικές επιβαρύνσεις ή αν ένας άλλος έχει λάβει ενίσχυση. Αναλόγως της περιπτώσεως, τούτο μπορεί να προϋποθέτει περιγραφική προσέγγιση (παραδείγματος χάρη, να καθοριστεί το καθεστώς στο οποίο υπόκειται η πλειοψηφία των επιχειρήσεων) ή κανονιστική ανάλυση (να καθοριστεί τι πρέπει να θεωρείται ως σύνηθες σύμφωνα με τις περιστάσεις). Μπορεί επίσης να είναι λυσιτελείς οι διαχρονικές πτυχές του ζητήματος, όπως η δημιουργία εξαιρέσεως σε προϋφιστάμενο σύστημα γενικής εφαρμογής.

24. Θα ασχοληθώ τώρα με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως. Ένα σημαντικό προκαταρκτικό ζήτημα είναι η αξιολόγηση του αν οι πληρωμές που αποτελούν το αντικείμενο της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς έχουν δημόσιο ή εμπορικό χαρακτήρα. ληρωμές δημόσιου χαρακτήρα μπορεί να αναλυθούν, ενδεχομένως, ενόψει των προαναφερθέντων ορισμών της ενισχύσεως και των ειδικών επιβαρύνσεων· πληρωμές αμιγώς ιδιωτικής και εμπορικής φύσεως για την κτήση δικαιωμάτων κυριότητας δεν μπορούν να συνιστούν ειδικές επιβαρύνσεις, μολονότι η απαλλαγή ενός ανταγωνιστή από την καταβολή τέτοιων δικαιωμάτων θα μπορούσε να συνιστά ενίσχυση . Η κατάσταση δεν είναι πράγματι πολύ σαφής. Το άρθρο 2 του νόμου του 1994 επιβάλλει στην Coal Authority Coal Authority να ασκεί τη λειτουργία χορηγήσεως αδειών ως προς τις δραστηριότητες εξορύξεως άνθρακα για να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση και ανάπτυξη μιας οικονομικώς βιώσιμης στη Μεγάλη Βρετανία βιομηχανίας άνθρακα και την προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων εξορύξεως άνθρακα. Η χορήγηση τέτοιων αδειών υπόκειται στην καταβολή των αρχικών εξόδων για την υποβολή της αιτήσεως, προς κάλυψη των διοικητικών δαπανών, και μιας ετησίας εισφοράς για την άδεια, υπολογιζομένης σύμφωνα με προκαθορισμένη κλίμακα επιβαρύνσεων. Ενόψει των κριτηρίων που διέπουν τη λειτουργία χορηγήσεως αδειών της Coal Authority, νομίζω ότι η καταβολή δικαιωμάτων για τη χορήγηση αδειών είναι, τουλάχιστον εν μέρει, δημόσιου χαρακτήρα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 2, του νόμου του 1994, ο αιτών άδεια πρέπει να αποκτήσει και τα δικαιώματα επί του εξορυσσομένου άνθρακα. Εφόσον τα δικαιώματα κυριότητας του ακατέργαστου άνθρακα και των ανθρακωρυχείων ανήκουν στην Coal Authority, ο αιτών πρέπει συνήθως να αποκτήσει τα δικαιώματα κυριότητας μέσω μισθωτηρίας συμβάσεως με την Coal Authority. Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του νόμου του 1994 επιβάλλει στην Coal Authority να επιδιώκει τις καλύτερες προϋποθέσεις που μπορούν ευλόγως να τεθούν για τη χορήγηση τέτοιων δικαιωμάτων. άντως, η Coal Authority, κατά την άσκηση της διαχειρίσεως της περιουσίας της και της χορηγήσεως δικαιωμάτων, υπόκειται επίσης σε ορισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού της πρακτικής της με την άσκηση της λειτουργίας της χορηγήσεως αδειών. Τούτο μπορεί να έχει ένα πρακτικό αποτέλεσμα στον εξάλλου ιδιωτικό και εμπορικό χαρακτήρα της λειτουργίας χορηγήσεως αδειών της Coal Authority.

25. Η Επιτροπή και το ρωτοδικείο φαίνεται ότι εξέτασαν την επιβολή καταβολής δικαιωμάτων από την BCC για την εξόρυξη άνθρακα από τα ανθρακωρυχεία στα οποία έχουν χορηγηθεί άδειες του άρθρου 36 του νόμου του 1946 ως συνήθης εμπορική πρακτική, με την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα αυτά δεν είναι υπερβολικά , αλλά προσκομίστηκαν λιγότερο λεπτομερή στοιχεία για τα κριτήρια χορηγήσεως αδειών και τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σύμφωνα με αυτό το νομοθετικό καθεστώς. Φαίνεται ότι οι άδειες του άρθρου 36 συνδυάζουν τις λειτουργίες άδειας και εκμισθώσεως που υπόκεινταν σε χωριστό καθεστώς με τον νόμο του 1994. Στην περίπτωση που η υπόθεση πρέπει τελικά να λυθεί βάσει της απαγορεύσεως των ειδικών επιβαρύνσεων, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν, και σε ποιο βαθμό, οι πληρωμές αυτές είναι, πράγματι, δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, ενόψει του τρόπου με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο θα ερμηνεύσει τα καθήκοντα της Coal Authority σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία. Για την ανάλυσή μου, θα θεωρήσω τις πληρωμές αυτές μικτού χαρακτήρα, δηλαδή ότι αποτελούνται από επιβαρύνσεις εν μέρει δημόσιου και εν μέρει εμπορικού χαρακτήρα.

i) Ενίσχυση

26. Αρχίζω την ανάλυση επί της ουσίας με το ζήτημα της ενισχύσεως. Το Court of Appeal οριοθέτησε το πρώτο ερώτημά του ούτως ώστε ερωτά αν η περιγραφείσα «διαφορετική μεταχείριση» «μπορεί να συνιστά», μεταξύ άλλων, «ενίσχυση». Επομένως, ως υπόθεση εργασίας, θα θεωρήσω ότι η καταβληθείσα από την RJB για τη CNML τιμή περιελάμβανε σημαντική μείωση των δικαιωμάτων και επιβαρύνσεων που θα έπρεπε να καταβληθούν σε διαφορετική περίπτωση για τις ούτως αποκτώμενες άδειες εξορύξεως και μισθώσεις. αρ' όλ' αυτά, η περίπτωση αυτή πόρρω απέχει από μια καταφατική απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. Όταν μια δημόσια αρχή παραχωρεί περιουσιακά της στοιχεία με δημόσια διαδικασία, οι κανόνες περί ενισχύσεων της Συνθήκης δεν μπορούν να της επιβάλουν να τα πωλήσει σ' αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί, βάσει άλλων αναλύσεων, ως η «πλήρης τιμή» τους. Τούτο θα μπορούσε απλώς να καταλήξει στο να καταστεί αδύνατη η πώληση των περιουσιακών στοιχείων. Σε περίπτωση μικρής ζητήσεως, ταχείας τεχνολογικής καινοτομίας, έντονου ανταγωνισμού ή προδήλως υψηλού κινδύνου, η τιμή της αγοράς που θα μπορούσε να επιτευχθεί για ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων όπως μια λειτουργούσα επιχείρηση εξορύξεως άνθρακα, μέσω δημόσιου και ανόθευτου διαγωνισμού, μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαμηλή από την πράγματι καταβληθείσα ή αυτήν που θα μπορούσε υπό συνήθεις συνθήκες να καταβληθεί για την κτήση ή αύξηση των προαναφερθέντων περιουσιακών στοιχείων. Εφόσον δεν εκφράσθηκε καμία αμφιβολία ως προς τη δημόσια και ανταγωνιστική μορφή της διαδικασίας πωλήσεως, συμφωνώ συνεπώς με το συμπέρασμα του γενικού διευθυντή της Επιτροπής, που είναι επιφορτισμένος με την Ενέργεια, ότι οι περιφερειακές εταιρίες εξορύξεως άνθρακα της BCC πωλήθηκαν στην τρέχουσα τιμή τους, χωρίς κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως, «ακόμη και στην περίπτωση που οι αναπτυξιακές δαπάνες που επιβάρυναν προηγουμένως την British Coal [...] ήσαν μεγαλύτερες από την ενδεχόμενη τιμή πωλήσεώς τους» . Σε μια σύνθετη συναλλαγή, δεν είναι οπωσδήποτε δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ της καταβληθείσας τιμής για διάφορα στοιχεία του πακέτου, όπως τα υλικά αγαθά, τις υφιστάμενες συμβάσεις προμηθειών και δικαιωμάτων εξορύξεως όσον αφορά τα αποθέματα άνθρακα. Υπό τέτοιες συνθήκες, η απαίτηση να καταβληθεί η θεωρητικώς «πλήρης τιμή» για τις άδειες και μισθώσεις της Coal Authority θα έχει πιθανώς μόνον ως αποτέλεσμα τη μείωση του ονομαστικώς καταβληθέντος για τα άλλα στοιχεία του πακέτου ποσού. εραιτέρω, αν πράγματι η BCC κατέβαλε στην Coal Authority ένα κατ' αποκοπήν ποσό για τη χορήγηση αδειών και μισθώσεων πριν από την ιδιωτικοποίηση, ουδόλως προκύπτει ότι η τιμή αγοράς θα ήταν διαφορετική. Φαίνεται ότι ούτε το παθητικό ούτε τα εις ρευστόν αποθέματα της BCC μεταφέρθηκαν στην CNML, ούτως ώστε κάθε επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως της BCC λόγω των πληρωμών αυτών δεν επηρέασε την αξία του πακέτου των παραγωγικών στοιχείων ενεργητικού (περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων εξορύξεως άνθρακα) που πράγματι πωλήθησαν .

ii) Ειδικές επιβαρύνσεις

27. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπόκειται σε ειδική επιβάρυνση και/ή δυσμενή μεταχείριση διότι η Coal Authority εξακολούθησε, μετά την ιδιωτικοποίηση, να της επιβάλλει την καταβολή δικαιωμάτων και την καταβολή ποσών για τις μισθώσεις και τη χορήγηση αδειών (μερικά από τα οποία, τουλάχιστον, χρεώθηκαν σε μια σταθερή, προδήλως μη διαπραγματεύσιμη τιμή) μη λαμβάνοντας υπόψη τη μειωμένη τιμή στην οποία χορηγήθηκαν οι άδειες και οι μισθώσεις κατά τη διαδικασία της ιδιωτικοποιήσεως. Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί εύκολα να εννοηθεί ως επιβολή ειδικής επιβαρύνσεως, ακόμα και στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή σχετίζεται μόνο με τις πληρωμές δημόσιου χαρακτήρα. Μολονότι κατέληξα ανωτέρω ότι η υποθετικώς μειωμένη τιμή που επιτεύχθηκε ως αντιπαροχή για τα δικαιώματα αυτά κατά την πώληση της CNML ήταν «συνήθης» για τους σκοπούς της υπό κρίση κρατικής ενισχύσεως, δεν αρκεί, κατά την άποψή μου, για να χαρακτηρισθεί, ως προς τις επιβαρύνσεις αυτές, ως κανόνας σε σχέση με τον οποίο οι μετέπειτα απαιτηθείσες από την εφεσείουσα πληρωμές πρέπει να θεωρηθούν ως εξαίρεση.

28. Είναι δύσκολο, παραδείγματος χάρη, να υποστηριχθεί ότι η Coal Authority έπρεπε να μεταβάλει τις επιβαρύνσεις αν τα στοιχεία του ενεργητικού (περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων εξορύξεως) μιας ιδιωτικής αφερέγγυας επιχειρήσεως εξορύξεως άνθρακα πωλούνταν σε σχετικά χαμηλή τιμή τη απαιτήσει των πιστωτών της. Τόσο πριν όσο και μετά την ιδιωτικοποίηση της CNML, οι επιχειρήσεις που ελάμβαναν ατομικές άδειες για συγκεκριμένες περιοχές και αποκτούσαν την αντίστοιχη εκχώρηση των κρίσιμων αποθεμάτων άνθρακα υπόκεινταν στην ίδια διαδικασία καθορισμού των επιβαρύνσεων . Οι διαδικασίες αυτές για τη χορήγηση των αδειών και ο υπολογισμός των εφαρμοστέων επιβαρύνσεων είναι, υπό περιγραφική έννοια, συνήθεις για τη χορήγηση δικαιωμάτων εξορύξεως σε μεμονωμένες τοποθεσίες . εραιτέρω, το κοινοτικό δίκαιο δεν προϋποθέτει ότι οι διαδικασίες αυτές δεν είναι συνήθεις, υπό κανονιστική έννοια, δηλαδή ότι δεν είναι ο πρόσφορος τρόπος για τις δημόσιες αρχές να χορηγούν τέτοια δικαιώματα δημόσιου χαρακτήρα, ή ότι τέτοιες επιβαρύνσεις δημόσιας φύσεως πρέπει αυτομάτως να ποικίλλουν ανάλογα με την αξία αγοράς για τις επιχειρήσεις οι οποίες, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να υποβάλουν προσφορά για να τις αποκτήσουν . Έτσι, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι μια τιμή (η καταβληθείσα για τα δικαιώματα της CNML) ήταν συνήθης και η άλλη ασυνήθης. Οι καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες. Η RJB κατέβαλε, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συναλλαγής, τιμή στην οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι ελήφθη υπόψη το ότι δεν υπήρχε μελλοντική υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων επί των υφισταμένων στοιχείων του ενεργητικού στα οποία περιλαμβάνονταν τα δικαιώματα παραγωγής άνθρακα. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν η Coal Authority αρνούνταν απλώς να εισπράξει δικαιώματα για τη χορήγηση αδειών σε ορισμένες περιπτώσεις ή να ζητήσει την καταβολή υψηλοτέρων ή χαμηλοτέρων δικαιωμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις απ' ό,τι σε άλλες, ενώ έχουν υποβληθεί παρεμφερείς αιτήσεις. Το στοιχείο που λείπει στην παρούσα υπόθεση είναι η συγκρισιμότητα των δύο μέσων κτήσεως αυτών των δικαιωμάτων - η συνήθης διαδικασία αιτήσεως και η ιδιωτικοποίηση της CNML - βάσει του οποίου θα μπορούσε να κριθεί ότι αυτοί που επιλέγουν το επαχθέστερο μέσο κτήσεως υπόκεινται σε ασυνήθεις υψηλές επιβαρύνσεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ειδικές για τους σκοπούς της Συνθήκης EKAX. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι επομένως αναγκαίο να στραφούμε προς την ενδεχόμενη σημασία γεγονότων όπως η πολύ ευρύτερη κλίμακα δραστηριοτήτων των περιφερειακών επιχειρήσεων που αποσπάστηκαν από τη BCC σε σχέση με τις δραστηριότητες της εφεσείουσας και των άλλων μελών της NALOO.

iii) Δυσμενής διάκριση

29. Μεγάλο μέρος των προεκτεθέντων σχετικά με τον χαρακτηρισμό των δημοσίων επιβαρύνσεων που πρέπει να καταβάλει η εφεσείουσα ως ειδικών επιβαρύνσεων εφαρμόζεται ομοίως όσον αφορά την αξιολόγηση αυτών που είναι ιδιωτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια της δυσμενούς διακρίσεως. Ενώπιον δύο τόσο διαφορετικών μεθόδων εκχωρήσεως των ιδιωτικών δικαιωμάτων της Coal Authority επί των αποθεμάτων άνθρακα, είναι τουλάχιστον δυσχερές να κριθεί ότι μία μέθοδος δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις απλώς διότι δεν καταλήγει στην επιβολή τιμής η οποία είναι πράγματι αντίστοιχη προς την προσφερθείσα και αποδεκτή στο πλαίσιο της άλλης μεθόδου. Η σύναψη μισθώσεως επί των αποθεμάτων άνθρακα κατόπιν διαπραγματεύσεως όσον αφορά συγκεκριμένες τοποθεσίες και η μεταβίβαση τέτοιου δικαιώματος με την πώληση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού επιχειρήσεως παραγωγής άνθρακα δεν είναι εκ προοιμίου συγκρίσιμη ώστε να προκαλεί άμεση υποψία δυσμενούς διακρίσεως, εφόσον η πράγματι καταβληθείσα τιμή διαφέρει στις δύο περιπτώσεις.

30. Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί ότι η πώληση της CNML οργανώθηκε ούτως ώστε να αποκλείει, εν τοις πράγμασι και χωρίς αιτιολογία, τις μικρότερου μεγέθους εταιρίες παραγωγής άνθρακα όπως η εφεσείουσα από τη διαδικασία υποβολής προσφορών. Το επιχείρημα αυτό δεν απορρίπτεται κατ' ανάγκην από το γεγονός ότι η εφεσείουσα είχε προεπιλεγεί για ένα μέρος της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως. άντως, η εφεσείουσα δεν προβάλλει τέτοιον ισχυρισμό στην παρούσα διαδικασία και το Court of Appeal δεν υπέβαλε κανένα συναφές προδικαστικό ερώτημα.

31. Όπως ήδη προέτεινα ανωτέρω, μπορεί να είναι επίσης δυνατό να υποστηριχθεί ότι η καταβληθείσα από την εφεσείουσα τιμή για άδειες και μισθώσεις επί των αποθεμάτων άνθρακα είναι, αντικειμενικά, πολύ υψηλή σε σχέση με την τρέχουσα αξία της αγοράς του άνθρακα, του κόστους κ.λπ. Η καταβληθείσα από την RJB τιμή για την CNML μπορεί να παρέχει χρήσιμα στοιχεία για τέτοιου είδους έρευνα, χωρίς να πρέπει να διατυπωθεί ως δυσμενής διάκριση. Δεν έχει σημασία εάν το επιχείρημα αυτό μπορεί να εξεταστεί είτε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 4, παράγραφος γ_ , σχετικά με τις ειδικές επιβαρύνσεις, είτε ενόψει του άρθρου 4, παράγραφος δ_ (ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης EKAX) . άντως, δεν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να κρίνει την ενδεχόμενη εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως και, εν πάση περιπτώσει, μολονότι ένα τέτοιο επιχείρημα έχει κοινά στοιχεία με τη θέση της εφεσείουσας στην παρούσα υπόθεση, δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στους ισχυρισμούς της. Συνεπώς, προτείνω να μην το εξετάσουμε περαιτέρω.

32. Επομένως, ενόψει της προηγηθείσας αναλύσεως των ισχυρισμών των διαδίκων της κύριας δίκης και των αποδειχθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματικών περιστατικών, θεωρώ ότι η προβαλλομένη από την εφεσείουσα διαφορά μεταξύ των ποσών που πράγματι χρεώνονται για τη χορήγηση των αδειών εξορύξεως άνθρακα και των μισθώσεων για τα αποθέματα άνθρακα δεν μπορεί να συνιστά δυσμενή διάκριση μεταξύ παραγωγών, υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο β_, της Συνθήκης EKAX, ειδική επιβάρυνση υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης αυτής, ή ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος γ_, της ιδίας Συνθήκης ή υπό την έννοια του άρθρου 1 του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα.

Το δεύτερο ερώτημα

33. Η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, αν γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, θα καταστήσει άνευ αντικειμένου τα λοιπά υποβληθέντα από το Court of Appeal ερωτήματα. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως, συγκεκριμένα, λόγω του ζητήματος, που δεν έχει πλήρως εξετασθεί στο παρελθόν, του καθορισμού των ειδικών επιβαρύνσεων υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης EKAX, προτείνω, παρ' όλ' αυτά, να εξετάσουμε κάπως εμπεριστατωμένα το δεύτερο ερώτημα και να διατρέξουμε συνοπτικά τα άλλα δύο.

34. Στην απόφαση Banks Ι , το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα αν ορισμένες διατάξεις της Συνθήκης EKAX - τα άρθρα 4, στοιχείο δ_, 60, 65 και/ή 66, παράγραφος 7 - έχουν «άμεσο αποτέλεσμα» και παρέχουν στους πολίτες «δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν», ήταν αναγκαίο να κριθεί αν οι διατάξεις αυτές «είναι σαφείς και ανεπιφύλακτες παρέχουσες απευθείας στους πολίτες δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν». Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «οι διατάξεις του άρθρου 4 [της Συνθήκης EKAX] έχουν αυτοτελή εφαρμογή μόνον ελλείψει ειδικοτέρων κανόνων· όταν επαναλαμβάνονται ή ρυθμίζονται με λεπτομέρειες σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης, οι κανόνες δικαίου που αναφέρονται στην ίδια διάταξη πρέπει να λογίζονται ως ενιαίο σύνολο και να εφαρμόζονται συγχρόνως» . Το άρθρο 60 της Συνθήκης EKAX δεν ήταν κρίσιμο για την υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο όμως κατέληξε ότι τα άρθρα 65 και 66, παράγραφος 7, θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 4, παράγραφος δ_ . Το Δικαστήριο έκρινε ότι «όσον αφορά το άρθρο 4, στοιχείο δ_, αποκλείεται να έχει άμεσο αποτέλεσμα λόγω του ότι δεν έχει αυτοτελή εφαρμογή» . Τα άρθρα 65 και 66, παράγραφος 7, επιφυλάσσουν στην Επιτροπή την αποκλειστική αρμοδιότητα να διαπιστώνει, αντιστοίχως, τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά . Έτσι, τα άρθρα 4, στοιχείο δ_, 65 και 66, παράγραφος 7, δεν δημιουργούν δικαιώματα τα οποία οι πολίτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων .

35. Από την απόφαση Banks Ι είναι σαφές ότι οι διατάξεις της Συνθήκης EKAX έχουν άμεσο αποτέλεσμα και δημιουργούν δικαιώματα τα οποία οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μόνον αν συνάδουν με τα προκαθορισθέντα ήδη από το Δικαστήριο κριτήρια, όταν αποφαίνεται επί του ιδίου ζητήματος σε σχέση με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και ότι, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η διατύπωσή τους είναι σαφής και ανεπιφύλακτη όταν λαμβάνονται υπόψη μεμονωμένα, οι διατάξεις του άρθρου 4 της Συνθήκης EKAX δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο αποτέλεσμα, εφόσον η εφαρμογή τους εξαρτάται από την άσκηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων που έχει αποκλειστικώς χορηγηθεί στην Επιτροπή με πιο συγκεκριμένες διατάξεις διέπουσες τον ίδιο τομέα. Εξάλλου, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να κριθεί με βεβαιότητα, βάσει ενός a contrario επιχειρήματος από την απόφαση Banks Ι, ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4, στοιχείο δ_, έχει άμεση εφαρμογή ελλείψει των διατάξεων των άρθρων 65 και 66, παράγραφος 7, της Συνθήκης EKAX.

36. Όσον αφορά το ενδεχόμενο άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 4, στοιχεία β_ και γ_, της Συνθήκης EKAX επιθυμώ, πρώτον, να αναφέρω ότι, κατά την άποψή μου, οι διατάξεις αυτές, θεωρούμενες μεμονωμένα, μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Έχω ήδη υποστηρίξει τη γνώμη αυτή στις προτάσεις μου στην υπόθεση Ecotrade , όσον αφορά την απαγόρευση των ενισχύσεων του άρθρου 4, στοιχείο γ_. Δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί να μην οδηγηθούμε στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά και τις τρεις απαγορεύσεις, για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως.

37. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν κάποια (ενδεχομένως) από τις διατάξεις αυτές μπορεί να έχει αυτοτελή εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως, ή αν επαναλαμβάνεται σε πιο συγκεκριμένους κανόνες οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη και να εφαρμοστούν ως σύνολο. Αναφέρω κατ' αρχάς την εξουσία της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 88 της Συνθήκης αυτής να διαπιστώνει με αιτιολογημένη γνώμη την παράβαση κράτους μέλους και να τάσσει στο εν λόγω κράτος προθεσμία για την εκτέλεση της υποχρεώσεώς του. Κατά την άποψή μου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «πιο συγκεκριμένος κανόνας» ο οποίος εμποδίζει την αυτοτελή εφαρμογή ενός άλλου κανόνα της Συνθήκης, όπως του άρθρου 4. ρώτον, η αρμοδιότητα αυτή τυγχάνει γενικής εφαρμογής σε όλες τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται ή πρέπει να τηρηθούν σύμφωνα με τη Συνθήκη EKAX, χωρίς να συνδέεται συγκεκριμένα με κάποια ιδιαίτερη υποχρέωση. Στη διάταξη αυτή προβλέπεται διαδικασία για τη διασφάλιση της τηρήσεως των υποχρεώσεων, η φύση των οποίων και το ουσιώδες περιεχόμενό τους (ή τα μέσα βάσει των οποίων μπορούν να προσδιοριστούν) καθορίζονται αλλού. Δεύτερον, αν όλες οι διατάξεις της Συνθήκης EKAX πρέπει να συνδυάζονται με το άρθρο 88, κανένα άμεσο αποτέλεσμα δεν θα είναι ποτέ δυνατό σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή· το Δικαστήριο όμως πρότεινε σαφώς το αντίθετο στην απόφαση Banks Ι.

38. Δεν φαίνεται να υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ως προς το ότι η Συνθήκη EKAX δεν περιλαμβάνει καμία πιο συγκεκριμένη διάταξη από το άρθρο 4, στοιχείο β_, όσον αφορά το είδος της δυσμενούς διακρίσεως που προβάλλεται στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή τη δυσμενή διάκριση μεταξύ παραγωγών σε θέματα τιμής εκ μέρους της Coal Authority. Τα άρθρα 60 και 63 της Συνθήκης EKAX αναφέρονται, αντιστοίχως, σε διακρίσεις τιμών από πωλητές και αγοραστές. Το άρθρο 65 της Συνθήκης EKAX, το οποίο απαγορεύει συμφωνίες οι οποίες νοθεύουν τη συνήθη λειτουργία του ανταγωνισμού, μπορεί να εφαρμόζεται συγχρόνως με το άρθρο 4, στοιχείο β_, στα ίδια πραγματικά περιστατικά και οι δύο διατάξεις είναι, στο μέτρο αυτό, συμπληρωματικές . άντως, τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως δεν έχουν σχέση με συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων. Το άρθρο 66, παράγραφος 2, της Συνθήκης EKAX επιβάλλει στην Επιτροπή να τηρεί «την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 4, στοιχείο β_» όταν κρίνει προτάσεις συγχωνεύσεως. άντως, τούτο συνεπάγεται ότι λαμβάνεται υπόψη η σημασία επιχειρήσεων ιδίου μεγέθους στην Κοινότητα, προκειμένου να καθοριστεί αν η συγκέντρωση συνεπάγεται υπερβολική εξουσία για τις οικείες επιχειρήσεις στην αγορά - τούτο δεν έχει καμία εμφανή σχέση με τις πρακτικές που προβάλλει η εφεσείουσα, οι οποίες συνίστανται στην επιβολή επιβαρύνσεων που δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις εκ μέρους της Coal Authority.

39. Το άρθρο 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης EKAX έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης συζητήσεως σε σχέση με δύο άλλες κατηγορίες κανόνων: το άρθρο 67 της Συνθήκης EKAX, ως προς τις ενισχύσεις και τις ειδικές επιβαρύνσεις· και τον κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα, ως προς τις ενισχύσεις.

40. Στην απόφαση Steenkolenmijnen , το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 4 και 67 της Συνθήκης EKAX έχουν βασικά τον ίδιο σκοπό να εξασφαλίσουν την τήρηση κανονικών όρων ανταγωνισμού, αλλά υποβάλλουν διαφορετικούς τομείς σε διαφορετικές διαδικασίες. Λόγω της διακριτικής εξουσίας που έχει χορηγηθεί στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη με το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 3, με σκοπό να αντιμετωπίζεται η δράση των κρατών μελών που μπορεί να έχει αισθητή επίπτωση επί των όρων του ανταγωνισμού της βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα μέσω των αντισταθμιστικών ενισχύσεων ή άλλων μέτρων ελαφρύνσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διακριτική αυτή εξουσία δεν αφορά τα ίδια μέτρα που καταργήθηκαν και απαγορεύτηκαν με το άρθρο 4. Το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 67 ως έχον σχέση με τις λοιπές πτυχές της εθνικής οικονομικής πολιτικής που δεν επηρεάζονται άμεσα από τη μερική ενσωμάτωση που πραγματοποιήθηκε από τη Συνθήκη EKAX, η οποία όμως μπορεί, παρ' όλ' αυτά, να έχει επιπτώσεις στους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς που διέπει η Συνθήκη αυτή. Τα διάφορα μέσα που έχουν τεθεί στη διάθεση της Επιτροπής από το άρθρο 67 συνάδουν με την προσέγγιση αυτή, καθώς η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να υπαγορεύει σε κράτος μέλος πολιτική σε τομείς πέραν της αρμοδιότητας της Κοινότητας .

41. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο έπρεπε να επανεξετάσει την προσέγγιση αυτή ενόψει των εξελίξεων στο κοινοτικό δίκαιο από το 1961. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε καθορισμό των ενισχύσεων της Συνθήκης EKAX μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, παραδείγματος χάρη, εθνικά μέτρα που ευνοούν τις επιχειρήσεις EKAX σε σχέση με επιχειρήσεις άλλων τομέων της οικονομίας· η προσκόλληση στην υφιστάμενη προσέγγιση θα καταστούσε το άρθρο 67 άνευ αντικειμένου. Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στη σύντομη ανάλυση του Δικαστηρίου όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης EKAX στην απόφαση Ecotrade για να προτείνει ότι ένα ίδιο μέτρο μπορεί να ληφθεί υπόψη είτε σύμφωνα με το άρθρο 4, στοιχείο γ_, ή το άρθρο 67, αναλόγως των περιστάσεων, χωρίς τούτο να αποκλείει το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, στοιχείο γ_.

42. Όσον αφορά τα σχόλιά μου στην υπόθεση Ecotrade, επισημαίνω ότι απλώς παρατήρησα ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως εκείνης δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67, παράγραφοι 2 και 3, και η υποχρέωση του άρθρου 67, παράγραφος 1, να ενημερώνεται η Επιτροπή για τα εθνικά μέτρα που δύνανται να έχουν επίπτωση στον ανταγωνισμό, δεν μπορεί, αυτοτελώς, να επηρεάσει την εφαρμογή της απαγορεύσεως του άρθρου 4, στοιχείο γ_. Έτσι, εν πάση περιπτώσει, το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, στοιχείο γ_, στην υπόθεση εκείνη δεν μπορούσε να επηρεαστεί από οιαδήποτε υποχρέωση συνδυασμού του με το άρθρο 67 . Επομένως, δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί εκ νέου η απόφαση Steenkolenmijnen, η οποία αναφέρθηκε συνοπτικά ανωτέρω, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των άρθρων 67 και 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης EKAX, δεν πρέπει δε να θεωρηθεί ότι οι παρατηρήσεις μου την θέτουν κατ' ανάγκην υπό αμφισβήτηση.

43. Όσον αφορά τα γενικότερα επιχειρήματα της Επιτροπής, δεν με πείθουν. Ακόμη και αν η έννοια της ενισχύσεως διευρύνθη με την πάροδο των ετών από την απόφαση Steenkolenmijnen, με αποτέλεσμα τη μεταβολή της σχετικής σημασίας των τομέων εφαρμογής των δύο διατάξεων, η διάκριση στην οποία προέβη το Δικαστήριο μεταξύ της απόλυτης απαγορεύσεως των ενισχύσεων και ειδικών επιβαρύνσεων του άρθρου 4, στοιχείο γ_ και του σιωπηρού τεκμηρίου νομιμότητας των κρατικών μέτρων του άρθρου 67, παραμένει επιτακτική.

44. Όσον αφορά τον κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα, νομίζω ότι οι διατάξεις του δεν μπορούν να θεωρηθούν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, ότι θέτουν πιο συγκεκριμένους κανόνες με τους οποίους πρέπει να συνδυαστεί η απαγόρευση ενισχύσεων του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, επιβάλλοντας να ληφθούν υπόψη ως σύνολο και να εφαρμοστούν από κοινού. Ο κώδικας ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης EKAX, που χορηγεί στην Επιτροπή, σε όλες τις περιπτώσεις που δεν προβλέπει η παρούσα Συνθήκη, εξουσία να λαμβάνει, με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου, τα μέτρα που παρίστανται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους σκοπούς της Κοινότητας, όπως ορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της Συνθήκης εκείνης. Δεν νομίζω ότι το γεγονός και μόνο ότι το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον για να οριοθετήσει περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής των απαγορεύσεων του άρθρου 4, στοιχεία β_ και γ_, έχει σημασία για το ερώτημα αν οι τελευταίες αυτές διατάξεις έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Εξάλλου, τα ήδη ληφθέντα επί τη βάσει αυτή μέτρα στους τομείς που διέπει το άρθρο 4 μπορεί να είναι λυσιτελή. Είχα ήδη την ευκαιρία να εξετάσω το περιεχόμενο ενός κώδικα ενισχύσεων που εκδόθηκε για τη χαλυβουργία βάσει του άρθρου 95 στις κοινές προτάσεις μου στις υποθέσεις Wirtschaftsvereinigung Stahl κατά Επιτροπής και British Steel κατά Επιτροπής . Λαμβανομένης υπόψη, συγκεκριμένα, της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών κατά Ανωτάτης Αρχής , κατέληξα ότι, λόγω του επικουρικού χαρακτήρα του, το άρθρο 95 της Συνθήκης EKAX δεν αποτελεί θεμιτή νομική βάση για απλή επανάληψη των υφισταμένων υποχρεώσεων των μελών σύμφωνα με τη Συνθήκη . Ο επίδικος κώδικας ενισχύσεων λοιπόν «δεν θα μπορούσε να περιέχει θεμιτώς, ούτε, επομένως, θα έπρεπε σε περίπτωση αμφιβολίας, να θεωρηθεί ότι περιέχει γενική απαγόρευση κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων άλλων από αυτές που ρητώς επιτρέπει» , ένας τέτοιος κώδικας ενισχύσεων μπορεί να ερμηνευθεί μόνον «ότι παραθέτει ένα "θετικό" κατάλογο κατηγοριών ενισχύσεων οι οποίες, όταν συνάδουν προς τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από αυτόν, μπορούν να θεωρηθούν από την Επιτροπή ότι συνάδουν με την κοινή αγορά, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Συμβούλιο» .

45. Αν το Δικαστήριο δεχθεί την προσέγγιση εκείνων των υποθέσεων, τότε, με την ίδια συλλογιστική, το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 4, του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή εντός τακτής προθεσμίας όλη τη χρηματοπιστωτική στήριξη που σκοπούν να χορηγήσουν στη βιομηχανία άνθρακα το επόμενο έτος και να μη θέτουν σε ισχύ τις σχεδιαζόμενες ενισχύσεις πριν εγκριθούν από την Επιτροπή, δεν μπορεί να νοηθεί ως επιβάλλουσα, δυνάμει των διατάξεων αυτών, απαγόρευση χορηγήσεως μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως. Κατά την άποψή μου, το άρθρο 9 μπορεί θεμιτά να θεσπίζει διαδικασίες για την άσκηση εκ μέρους της Επιτροπής της αρμοδιότητας που της χορηγεί ο κώδικας ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα να προβλέπει ότι ορισμένα είδη ενισχύσεων συνάδουν με την κοινή αγορά και τα κράτη μέλη μπορεί να υποχρεούνται να τηρούν τις διαδικασίες αυτές προκειμένου να εγκρίνονται εξαιρετικώς υπέρ αυτών τα σχέδια ενισχύσεων τα οποία διαφορετικά θα απαγορεύονταν από το άρθρο 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 4, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να θέτουν νομίμως σε εκτέλεση σχέδιο ενισχύσεως αν η Επιτροπή δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από της παραλαβής της κοινοποιήσεως, σε συνδυασμό με την ευρεία διατύπωση με την οποία καθορίζονται, στα άρθρα 2 έως 7 του κώδικα ενισχύσεως υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα, τα είδη των επιλέξιμων προς έγκριση ενισχύσεων, καθιστά απίθανο το ότι ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να καθορίσει, βάσει της απαγορεύσεως επί της οποίας στηρίζεται το άρθρο 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης EKAX, ότι ένα συγκεκριμένο κοινοπιοηθέν σχέδιο ως προς το οποίο δεν αποφάνθηκε η Επιτροπή ήταν, στην πραγματικότητα, μη σύννομο. Όσον αφορά όμως τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, η κατάσταση είναι διαφορετική. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο τέτοιου κώδικα ενισχύσεων, ούτε καν να εγκρίνει ενίσχυση κοινοποιηθείσα μετά την πάροδο της συναφούς προθεσμίας, χωρίς να ζητά εκ νέου τη γνώμη του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης EKAX . Ένα σχέδιο ενισχύσεως το οποίο κοινοποιήθηκε εκπροθέσμως ή, όπως στην παρούσα υπόθεση, δεν κοινοποιήθηκε καθόλου, δεν εμπίπτει στο πεδίο του κρίσιμου για την υπόθεση κώδικα ενισχύσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαγόρευση τέτοιων ενισχύσεων προκύπτει άμεσα από το άρθρο 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οποίο δεν απαιτεί για την εφαρμογή του κανένα άλλο μέτρο εκδιδόμενο βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης EKAX. ράγματι, τούτο ισχύει ακόμη και αν η Επιτροπή είχε την αρμοδιότητα να αποφασίζει νομίμως ότι οι ενισχύσεις που κοινοποιούνται εκπροθέσμως ή δεν κοινοποιούνται καθόλου συνάδουν με την κοινή αγορά . Εν τη απουσία συναφούς αποφάσεως της Επιτροπής, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να συνάγουν απευθείας από το άρθρο 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης EKAX τις απαραίτητες συνέπειες ως προς το καθεστώς των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων.

Το τρίτο ερώτημα

46. Κατά την άποψή μου, τίποτε από την απόφαση της Επιτροπής 94/995/ΕΚΑΧ ή την απόφαση της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 1994 περί εγκρίσεως της κτήσεως της CNML από την RJB δεν είναι λυσιτελές για τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας στην παρούσα υπόθεση.

47. Η απόφαση λοιπόν με την οποία εγκρίνεται η ιδιωτικοποίηση της CNML σε σχέση με το άρθρο 66, παράγραφος 2, της Συνθήκης EKAX δεν αναφέρει, είτε άμεσα είτε σιωπηρά, την καταβληθείσα για τη CNML τιμή και ούτως δεν μπορεί να νοηθεί ως επηρεάζουσα το ζήτημα χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως στην RJB. Δεν αναφέρει απολύτως τίποτε όσον αφορά το γενικό ζήτημα καταβολής δικαιωμάτων για τη χορήγηση αδειών και μισθώσεων. Γίνεται μνεία άλλων επιχειρήσεων άνθρακα στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια μόνον προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές δημιουργούν έντονο ανταγωνισμό ως προς τις παραδόσεις προς τη βιομηχανία παροχής ηλεκτρισμού και θα μπορούσαν τάχιστα να καλύψουν κάθε έλλειμμα, να καθοριστεί ότι η RJB δεν έχει δεσπόζουσα θέση στην εγχώρια αγορά και να επισημανθεί ότι η Coal Authority έχει διατηρήσει επαρκή αποθέματα για τους ανταγωνιστές της RJB.

48. Ούτε η απόφαση 94/995/ΕΚΑΧ της Επιτροπής ασκεί άμεση επιρροή στην υπόθεση αυτή, καθόσον έχει σχέση με τις διάφορες μορφές ενισχύσεων που θα χορηγηθούν στη BCC, σε συνταξιοδοτικά καθεστώτα για τους πρώην εργαζομένους της, ή στους εργαζομένους της και στους ίδιους τους πρώην εργαζομένους, και όχι σε ενίσχυση είτε στη CNML είτε στην RJB με τη μορφή χορηγήσεως αδειών και μισθώσεων δωρεάν (στην προηγούμενη υπόθεση) ή για ποσό λιγότερο του κατ' αποκοπήν ποσού που συνήθως χρεώνεται (όπως προβάλλεται στην τελευταία υπόθεση). Στο τμήμα IX της αποφάσεως αναφέρεται ότι η πώληση των δραστηριοτήτων εξορύξεως της BCC με δημόσιο διαγωνισμό διασφαλίζει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού θα πωληθούν στην τιμή αγοράς. άντως, η παρατήρηση αυτή γίνεται στο πλαίσιο χορηγήσεως ενισχύσεως στη BCC, που είναι ο πωλητής, η οποία ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ των προϊόντων της πωλήσεως και των χρεών της. εραιτέρω, στην παρούσα υπόθεση ουδείς αμφισβητεί ότι η καταβληθείσα για τη CNML τιμή αντιστοιχεί στην τιμή αγοράς· η διαφορά αφορά μάλλον τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την πώληση της CNML στην τιμή αγοράς όσον αφορά την αντιμετώπιση των άλλων επιχειρήσεων άνθρακα στις οποίες έχουν χορηγηθεί άδειες.

49. Τα έγγραφα που απηύθυνε στη NALOO ο γενικός διευθυντής και ο ασκών χρέη γενικού διευθυντή, αντιστοίχως, της Γενικής Διευθύνσεως της Επιτροπής για την Ενέργεια στις 4 Μα_ου 1995 και 14 Ιουλίου 1995 παρουσιάζουν πιο άμεσο ενδιαφέρον. Το πρώτο έγγραφο αναφέρει την άποψη του συγγραφέα, στην οποία έχω ήδη αναφερθεί ανωτέρω, ότι η πώληση των περιφερειακών εταιριών άνθρακα της BCC, στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού, επέτρεψε να επιτευχθεί, γι' αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού, η τιμή της αγοράς «χωρίς κρατική ενίσχυση προς τις περιφερειακές επιχειρήσεις άνθρακα και τους αντιστοίχους αγοραστές τους». Δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν το έγγραφο αυτό πρέπει να θεωρηθεί είτε ως απόφαση της Επιτροπής είτε ως ακυρώσιμη πράξη sui generis, διότι το περιεχόμενό του συνάδει κατά την άποψή μου, η οποία προαναφέρθηκε, με τη νομοθεσία περί ενισχύσεων όπως πρέπει να εφαρμόζεται, ενδεχομένως, από το εθνικό δικαστήριο. Διαφορά μπορεί να ανακύψει μόνον αν η θέση της Επιτροπής - όσον αφορά την ανοιχτή και ανταγωνιστική διαδικασία πωλήσεως - αμφισβητηθεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου· εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί αυτού. Τέλος, η τελευταία πρόταση δηλώνει ότι τα ζητήματα που αφορούν τη χορήγηση αδειών είχαν εξετασθεί από άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής.

50. Καθόσον οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας όσον αφορά την καταβολή δικαιωμάτων για τη χορήγηση αδειών και μισθώσεων αντιστοιχούν στην καταγγελία που κατέθεσε η NALOO στην Επιτροπή στις 19 Αυγούστου 1994 - ζήτημα επί του οποίου θα επανέλθω κατωτέρω - το από 14 Ιουλίου 1995 έγγραφο της Επιτροπής επιβεβαίωσε ότι οι υπηρεσίες της δεν είχαν ακόμη λάβει θέση επί αυτών των πτυχών της καταγγελίας.

51. Συνεπώς, καταλήγω ότι η ανάλυση του εθνικού δικαστηρίου περί της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 4, στοιχεία β_ και γ_ της Συνθήκης EKAX και του κώδικα ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα δεν επηρεάζεται, στην παρούσα υπόθεση, από τα μέτρα ή έγγραφα που αναφέρονται στο τρίτο ερώτημα.

Το τέταρτο ερώτημα

52. Από την πρότασή μου ως προς το τρίτο ερώτημα προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει την εφεσείουσα να προβάλει τους παρόντες ισχυρισμούς της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου επειδή δεν ζήτησε την ακύρωση κάποιου από τα μέτρα ή έγγραφα που μόλις προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο να εξετασθεί αν και σε ποια έκταση η συλλογιστική του Δικαστηρίου σε υποθέσεις όπως η TWD Textilwerke Deggendorf , που αφορούσε το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ) και το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 234 ΕΚ), εφαρμόζεται, με κάπως διαφορετική διατύπωση, στα άρθρα 33 και 41 της Συνθήκης EKAX, ή αν τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως πληρούν τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με τη νομολογία αυτή.

53. Το δεύτερο μέρος του ερωτήματος αυτού αναφέρεται στο γεγονός ότι ούτε η εφεσείουσα ούτε η NALOO άσκησαν προσφυγή κατά της Επιτροπής βάσει του άρθρου 35 της Συνθήκης EKAX λόγω παραλείψεώς της να απαντήσει στις πτυχές της καταγγελίας της NALOO που αντιστοιχούν στα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Το ερώτημα αυτό φαίνεται ότι υποβλήθηκε βάσει της υποθέσεως (που έγινε δεκτή από την πλειοψηφία του Court of Appeal) ότι η καταγγελία αφορούσε, τουλάχιστον σε ορισμένη έκταση, το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως. Σε υποθέσεις όπως η TWD, το ερώτημα αυτό αφορά το αν ενδεχομένως επιδρά στην εθνική διαδικασία, κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια προβαίνουν σε διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών, η παράλειψη ενός διαδίκου να κινήσει ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας το ρωτοδικείο προβαίνει στις απαραίτητες πραγματικές διαπιστώσεις προκειμένου να καθορίσει την αρμοδιότητά του. ρέπει να αποφεύγεται η κατάσταση κατά την οποία το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο αρνείται να κάνει δεκτό ένα ένδικο μέσο για τον λόγο ότι ο διάδικος παρέλειψε να κινήσει άλλη διαδικασία, το παραδεκτό της οποίας παραμένει αμφίβολο. Έτσι, το Δικαστήριο προσέδωσε σημασία στην υπόθεση TWD στο γεγονός ότι «δεν χωρεί αμφιβολία» ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση αυτή «είχε τη δυνατότητα να προσβάλει [την προσβαλλομένη απόφαση] δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης [ΕΚ]» .

54. Υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, και παρά τις (μη ομόφωνες) διαπιστώσεις του Court of Appeal, δεν νομίζω ότι μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αναμφισβήτητα ότι η Επιτροπή έλαβε καταγγελία αντιστοιχούσα, εν μέρει, προς το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας και ότι η παράλειψή της να δράσει συναφώς μπορούσε να είχε αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας του άρθρου 35. Συνεπώς, η ομαλή διεξαγωγή της κύριας δίκης δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να επηρεαστεί από την παράλειψη της NALOO ή της εφεσείουσας να ασκήσουν τέτοια προσφυγή. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί εδώ το ζήτημα αρχής αν μπορεί να επεκταθεί η συλλογιστική της αποφάσεως TWD ή όχι, στο πλαίσιο της EKAX, στην περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως, ή τα ζητήματα που αφορούν τη σχέση της εφεσείουσας με τη NALOO και την πληροφόρηση που διέθετε η εφεσείουσα ως προς την καταγγελία και την εξέτασή της από την Επιτροπή κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1995.

V - ρόταση

55. Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα υποβληθέντα από το Court of Appeal ερωτήματα:

- Η διαφορά των πράγματι χρεωθέντων ποσών για τη χορήγηση αδειών εξορύξεως άνθρακα και τη μίσθωση αποθεμάτων άνθρακα, η οποία επικρίθηκε με τους αμυντικούς ισχυρισμούς και την ανταγωγή στην κύρια δίκη δεν μπορεί να συνιστά δυσμενή διάκριση μεταξύ παραγωγών υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο β_, της Συνθήκης EKAX, ειδική επιβάρυνση υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της Συνθήκης αυτής, η ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ_, της ίδιας Συνθήκης ή υπό την έννοια του άρθρου 1 της αποφάσεως 3632/93/EKAX της Επιτροπής, της 28ης Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό καθεστώς παρεμβάσεως των κρατών μελών υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα.

56. Επικουρικώς, αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι η καταγγελθείσα διαφορετική μεταχείριση μπορεί να εμπίπτει σε κάποια από τις προαναφερθείσες διατάξεις, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, το άρθρο 4, στοιχείο β_ ή, ενδεχομένως, το άρθρο 4, στοιχείο γ_ της Συνθήκης EKAX έχουν άμεσο αποτέλεσμα και μπορεί να γίνει επίκλησή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω επίσης στο Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το Court of Appeal και αρνητική απάντηση στο τέταρτο ερώτημα, καθόσον τα ερωτήματα αυτά αφορούν δυσμενή διάκριση ή ειδικές επιβαρύνσεις.

Top