Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0233

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 1998.
    KappAhl Oy.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Uudenmaan lääninoikeus - Φινλανδία.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία - Πράξη Προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας - Διατάξεις προβλέπουσες παρεκκλίσεις - Άρθρο 99.
    Υπόθεση C-233/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-08069

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:585

    61997J0233

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 1998. - KappAhl Oy. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Uudenmaan lääninoikeus - Φινλανδία. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία - Πράξη Προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας - Διατάξεις προβλέπουσες παρεκκλίσεις - Άρθρο 99. - Υπόθεση C-233/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-08069


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Προσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες - Φινλανδία - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Κοινό Δασμολόγιο - Προσωρινή παρέκκλιση - Εθνικό δασμολόγιο εφαρμοζόμενο για τις τρίτες χώρες για ορισμένα προϋόντα - Εφαρμογή στις εισαγωγές προϋόντων τρίτης χώρας που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός άλλου κράτους μέλους - Δεν επιτρέπεται

    (Πράξη Προσχωρήσεως του 1994, άρθρο 99)

    Περίληψη


    Το άρθρο 99 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας έχει την έννοια ότι δεν επέτρεπε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να εισπράττει, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών από της προσχωρήσεώς της στην Κοινότητα, την 1η Ιανουαρίου 1995, δασμούς επί των εισαγωγών προϋόντων τα οποία είχαν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός άλλου κράτους μέλους.

    Πράγματι, από το κείμενο του άρθρου 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει προσωρινή παρέκκλιση από την πλήρη εφαρμογή του Κοινού Δασμολογίου στο μεταξύ της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και των τρίτων χωρών εμπόριο όσον αφορά τα προϋόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΞΙ της Πράξεως Προσχωρήσεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών, ανεξάρτητα αν πρόκειται για προϋόντα καταγωγής των κρατών μελών ή για εξομοιούμενα προς αυτά.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-233/97,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Uudenmaan lδδninoikeus (Φινλανδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίας την οποία κίνησε η

    KappAhl Oy,

    "η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 99 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϋκής Ένωσης (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 95/1/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΞ του Συμβουλίου, της 1ης Ιανουαρίου 1995, για την προσαρμογή των πράξεων προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϋκή Ένωση (ΕΕ L 1, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους D. A. O. Edward (εισηγητή), προεδρεύοντα του τμήματος, L. Sevσn και M. Wathelet, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η KappAhl Oy, εκπροσωπούμενη από τον Jan Φrndahl και την Johanna Kauppinen, δικηγόρους Ελσίνκι,

    - η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Tuula Pynnδ, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Michel Nolin και Esa Paasivirta, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της KappAhl Oy, της Φινλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαου 1998,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 19ης Ιουνίου 1997, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιουνίου 1997, το Uudenmaan lδδninoikeus (διοικητικό πρωτοδικείο της επαρχίας Uusimaa) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 99 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϋκής Ένωσης (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 95/1/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΞ του Συμβουλίου, της 1ης Ιανουαρίου 1995, για την προσαρμογή των πράξεων προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϋκή Ένωση (ΕΕ L 1, σ. 1, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως).

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία κίνησε η KappAhl Oy (στο εξής: KappAhl), εταιρία φινλανδικού δικαίου, σχετικά με την είσπραξη ορισμένων δασμών που αφορούσαν εισαγωγές υφασμάτων και ενδυμάτων από τη Σουηδία στη Φινλανδία.

    3 Το άρθρο 2 της Πράξεως Προσχωρήσεως ορίζει ότι, «από την προσχώρηση, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών και οι πριν την προσχώρηση πράξεις των οργάνων δεσμεύουν τα νέα κράτη και εφαρμόζονται έναντι αυτών υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές και στην παρούσα Πράξη».

    4 Ωστόσο, το άρθρο 10 προβλέπει ότι «η εφαρμογή των αρχικών συνθηκών και των πράξεων που εξεδόθησαν από τα όργανα υπόκεινται, μεταβατικώς, στις διατάξεις περί παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα Πράξη».

    5 Κατά το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως,

    «Η Δημοκρατία της Φινλανδίας μπορεί να διατηρήσει, επί τρία έτη μετά την προσχώρηση, το δασμολόγιο που εφαρμόζει έναντι τρίτων χωρών για τα προϋόντα του παραρτήματος XI.

    Κατά την περίοδο αυτή η Δημοκρατία της Φινλανδίας επιβάλλει δασμό που μειώνει τη διαφορά μεταξύ του βασικού δασμού της και του δασμού του Κοινού Δασμολογίου, σύμφωνα με το εξής χρονοδιάγραμμα:

    - την 1η Ιανουαρίου 1996, κάθε δασμός μειώνεται στο 75 % του βασικού,

    - την 1η Ιανουαρίου 1997, κάθε δασμός μειώνεται στο 40 % του βασικού.

    Η Δημοκρατία της Φινλανδίας εφαρμόζει πλήρως το Κοινό Δασμολόγιο από την 1η Ιανουαρίου 1998.»

    6 Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του laki erδistδ vδliaikaisista tulleista (φινλανδικού νόμου 1255/94, περί ορισμένων προσωρινών δασμών, στο εξής: εθνικός νόμος), κατά την εισαγωγή προϋόντος προελεύσεως τρίτης χώρας, το οποίο βρίσκεται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός άλλου κράτους μέλους και στο οποίο έχει ήδη επιβληθεί, κατά συνέπεια, δασμός κατά την είσοδό του στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), επιβάλλεται δασμός ίσος προς τη διαφορά μεταξύ του δασμού που προβλέπεται στο παράρτημα του εθνικού νόμου και του προβλεπόμενου κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα.

    7 Μεταξύ 29 Μαρτίου 1995 και 26 Ιουνίου 1996, η KappAhl εισήγαγε από τη Σουηδία στη Φινλανδία υφάσματα και ενδύματα καταγωγής τρίτων χωρών.

    8 Κατά την εισαγωγή τους στη Σουηδία καταβλήθηκαν οι κοινοτικοί δασμοί, που οφείλονταν βάσει του κανονισμού 2658/87, οπότε τα προϋόντα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του κράτους μέλους αυτού.

    9 Κατά την εισαγωγή των ως άνω προϋόντων στη Φινλανδία, η KappAhl κατέβαλε επίσης φινλανδικούς δασμούς ύψους 6 911 586 φινλανδικών μάρκων (FIM), σύμφωνα με 1 056 αποφάσεις του Lahden tullikamari (τελωνείου του Lahti) βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του εθνικού νόμου.

    10 Θεωρώντας ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν αντίθετες προς τα άρθρα 9, 12 και 13 της Συνθήκης ΕΚ, η KappAhl άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας, αφενός, την ακύρωση των ως άνω αποφάσεων αυτών και, αφετέρου, την επιστροφή νομιμοτόκως των ποσών που καταβλήθηκαν σε εκτέλεσή τους. Συναφώς, υποστηρίζει ότι το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν επέτρεπε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να επιβάλει δασμούς για την εισαγωγή εμπορευμάτων που βρίσκονταν ήδη σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας.

    11 Αντιθέτως, οι φινλανδικές αρχές διατείνονται ότι η διατύπωση του άρθρου 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως είναι ασαφής. Κατά τις αρχές αυτές, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη αφορά τόσο τα απευθείας εισαγόμενα από τρίτες χώρες εμπορεύματα όσο και εκείνα τα οποία κατάγονται μεν από αυτές τις χώρες, εισάγονται όμως από άλλο κράτος μέλος.

    12 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, τον Δεκέμβριο του 1995, η Επιτροπή πληροφόρησε τις φινλανδικές αρχές ότι θεωρούσε ότι το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν επέτρεπε παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων όπως αυτή την οποία προέβλεπε το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εθνικού νόμου. Τότε, οι φινλανδικές αρχές ανακοίνωσαν ότι δεν συμμερίζονται μεν την άποψη αυτή, αλλά ότι, για πρακτικούς λόγους, η επίμαχη διάταξη θα καταργούνταν από την 1η Ιουλίου 1996.

    13 Υπό τις συνθήκες αυτές, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως την έννοια ότι αφορά και προερχόμενα από τρίτες χώρες εμπορεύματα τα οποία βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϋκής Κοινότητας και εισάγονται από αυτό στη Φινλανδία;»

    14 Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επέτρεπε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να εισπράττει, για περίοδο τριών ετών μετά την προσχώρησή της στην Κοινότητα, την 1η Ιανουαρίου 1995, δασμούς για τις εισαγωγές προϋόντων τα οποία βρίσκονταν ήδη σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός άλλου κράτους μέλους.

    15 Από τα άρθρα 2 και 10 της Πράξεως Προσχωρήσεως προκύπτει ότι η πράξη αυτή στηρίζεται στην αρχή της άμεσης και πλήρους εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στα νέα κράτη μέλη, με παρεκκλίσεις μόνον εφόσον αυτές προβλέπονται ρητά από μεταβατικές διατάξεις (βλ., τηρουμένων των αναλογιών, την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1982, 258/81, Μεταλλουργική Ξάλυψ, Συλλογή 1982, σ. 4261, σκέψη 8).

    16 Κατά συνέπεια, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως, οι σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων διατάξεις της Συνθήκης, ιδίως τα άρθρα 9 και 10, έχουν πλήρη εφαρμογή στη Φινλανδία ήδη από της προσχωρήσεώς της στην Κοινότητα.

    17 Εξ αυτού προκύπτει ότι, αν το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν επέτρεπε τη διατήρηση δασμών όπως οι επίδικοι στη διαφορά της κύριας δίκης, η είσπραξή τους θα αντέβαινε προς το άρθρο 9 της Συνθήκης, καθόσον αυτοί αφορούν προϋόντα τα οποία, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εξομοιώνονται οριστικά και πλήρως προς τα προϋόντα καταγωγής των κρατών μελών (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, 41/76, Donckerwolcke και Schou, Συλλογή τόμος 1976, σ. 719, σκέψη 17).

    18 Όσον αφορά το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως, το άρθρο αυτό περιλαμβάνει παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, επομένως, πρέπει να ερμηνευθεί στενά (βλ., επ' αυτού, την απόφαση της 23ης Μαρτίου 1983, 77/82, Πεσκέλογλου, Συλλογή 1983, σ. 1085, σκέψη 12). Εξάλλου, οι παρεκκλίσεις από τους κανόνες της Συνθήκης τις οποίες επιτρέπει η Πράξη Προσχωρήσεως πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της διευκολύνσεως της υλοποιήσεως των σκοπών της Συνθήκης και της ακέραιας εφαρμογής των κανόνων της (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 194/85 και 241/85, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1988, σ. 1037, σκέψη 20).

    19 Όμως, από το κείμενο του άρθρου 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει προσωρινή παρέκκλιση από την πλήρη εφαρμογή του Κοινού Δασμολογίου στο μεταξύ της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και των τρίτων χωρών εμπόριο όσον αφορά τα προϋόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΞΙ της Πράξεως Προσχωρήσεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών, ανεξάρτητα αν πρόκειται για προϋόντα καταγωγής των κρατών μελών ή για εξομοιούμενα προς αυτά.

    20 Εξάλλου, η ως άνω γραμματική ερμηνεία του άρθρου 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως είναι αυτή η οποία συμβάλλει περισσότερο στην προώθηση της υλοποιήσεως των σκοπών της Συνθήκης, καθόσον συνεπάγεται την πληρέστερη εφαρμογή των κανόνων της έναντι εκείνης η οποία απορρέει από την ερμηνεία που υποστηρίζει η Φινλανδική Κυβέρνηση, κατά την οποία η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και στα προϋόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας.

    21 Το γεγονός ότι, κατά τη μεταβατική περίοδο, ορισμένοι επιχειρηματίες μπόρεσαν να αποφύγουν την καταβολή φινλανδικών δασμών εισάγοντας μέσω του εδάφους άλλου κράτους μέλους προϋόντα καταγωγής τρίτων χωρών προοριζόμενα για τη Φινλανδία δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια ευρύτερη ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Πράγματι, η σημασία την οποία έχει η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών σημαίνει ότι παρεκκλίσεις, έστω και μεταβατικές, πρέπει να θεσπίζονται με σαφήνεια και χωρίς να γεννώνται αμφιβολίες.

    22 Τέλος, η Φινλανδική Κυβέρνηση διατείνεται ότι η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως έχει εφαρμογή στα ευρισκόμενα σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προϋόντα επιβεβαιώνεται από ατομικές απόψεις και από κοινή δήλωση των κρατών μελών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της θεσπίσεως της Πράξεως Προσχωρήσεως.

    23 Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι ούτε ατομικές απόψεις ούτε μια κοινή δήλωση των κρατών μελών μπορούν να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία διατάξεως όταν, όπως εν προκειμένω, αυτές δεν περιλαμβάνονται στο κείμενό της και, επομένως, στερούνται νομικής αξίας (βλ., επ' αυτού, τις αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-197/94 και C-252/94, Bautiaa και Sociιtι franηaise maritime, Συλλογή 1996, σ. Ι-505, σκέψη 51· της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C-292/89, Antonissen, Συλλογή 1991, σ. Ι-745, σκέψη 18, και της 30ής Ιανουαρίου 1985, 143/83, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1985, σ. 427, σκέψη 13).

    24 Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 99 της Πράξεως Προσχωρήσεως έχει την έννοια ότι δεν επέτρεπε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να εισπράττει, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών από της προσχωρήσεώς της στην Κοινότητα, την 1η Ιανουαρίου 1995, δασμούς επί των εισαγωγών προϋόντων τα οποία είχαν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός άλλου κράτους μέλους.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    25 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πρώτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 19ης Ιουνίου 1997 το Uudenmaan lδδninoikeus, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 99 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϋκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 95/1/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΞ του Συμβουλίου, της 1ης Ιανουαρίου 1995, για την προσαρμογή των πράξεων προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϋκή Ένωση, έχει την έννοια ότι δεν επέτρεπε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να εισπράττει, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών από της προσχωρήσεώς της στην Κοινότητα, την 1η Ιανουαρίου 1995, δασμούς επί των εισαγωγών προϋόντων τα οποία είχαν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός άλλου κράτους μέλους.

    Top