Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CC0215

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 29ης Ιανουαρίου 1998.
    Barbara Bellone κατά Yokohama SpA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Bologna - Ιταλία.
    Οδηγία 86/653/ΕΟΚ - Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) - Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα ακυρότητα συμβάσεων εμπορικού αντιπροσώπου συναπτομένων με πρόσωπα μη εγγεγραμμένα στο μητρώο αντιπροσώπων.
    Υπόθεση C-215/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-02191

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:36

    61997C0215

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 29ης Ιανουαρίου 1998. - Barbara Bellone κατά Yokohama SpA. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Bologna - Ιταλία. - Οδηγία 86/653/ΕΟΚ - Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) - Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα ακυρότητα συμβάσεων εμπορικού αντιπροσώπου συναπτομένων με πρόσωπα μη εγγεγραμμένα στο μητρώο αντιπροσώπων. - Υπόθεση C-215/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-02191


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται με διάταξη του Tribunale Civile di Bologna-sezione lavoro να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986 για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (1) (στο εξής: οδηγία).

    Ι - Νομικό πλαίσιο

    Α - Οι κοινοτικές διατάξεις

    2 Με την έκδοση της οδηγίας ο κοινοτικός νομοθέτης αποσκοπούσε στον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους και ρύθμισε τις έννομες σχέσεις μεταξύ εμπορικών αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων (2). Στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρεται ότι «οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσώπευσης επηρεάζουν αισθητά στο εσωτερικό της Κοινότητας τις συνθήκες ανταγωνισμού και άσκησης του επαγγέλματος, επηρεάζουν την προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευομένους και είναι επιζήμιες για την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων (...)». Περαιτέρω τονίσθηκε (τρίτη αιτιολογική σκέψη) ότι υπάρχει ανάγκη προσεγγίσεως των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον απαραίτητο βαθμό για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς και ότι «για το σκοπό αυτό οι έστω ενοποιημένοι κανόνες για τις συγκρούσεις νόμων δεν εξαλείφουν στον τομέα της "εμπορικής αντιπροσωπείας" τις προτεινόμενες δυσχέρειες και επομένως δεν καθιστούν περιττή την προτεινόμενη εναρμόνιση». Από αυτές τις σκέψεις συνάγεται ότι η ανάγκη συντονισμού των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους προς εξάλειψη των υπαρχουσών διαφορών αποτελεί πρωταρχικό στόχο του κοινοτικού νομοθέτη η επίτευξη του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται από τις επιφορτισμένες προς τούτο εθνικές αρχές.

    3 Στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας δίδεται ο ορισμός της εννοίας «εμπορικός αντιπρόσωπος». Συγκεκριμένα, ορίζεται:

    «2. Κατά την έννοια της (...) οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής "αντιπροσωπευόμενος", την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ' ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου» (3).

    4 Στο δεύτερο κεφάλαιο της οδηγίας (άρθρα 3 έως 5) περιγράφονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις εμπορικού αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου.

    5 Στο τρίτο κεφάλαιο της οδηγίας (άρθρα 6 έως 12) ρυθμίζονται τα θέματα αμοιβής του εμπορικού αντιπροσώπου για τις εμπορικές πράξεις που συνάπτει και προβλέπεται σε ποιες περιπτώσεις δικαιούται να λάβει προμήθεια.

    6 Το τέταρτο κεφάλαιο της οδηγίας, τιτλοφορείται «Σύναψη και λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας» (άρθρα 13 έως 20). Στο άρθρο 13, ορίζονται τα εξής:

    «1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο μέρος, αφού το ζητήσει ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα.

    2. Η παράγραφος 1 δεν παρεμποδίζει κράτος μέλος να ορίσει ότι η σύμβαση είναι έγκυρη μόνο αν καταρτισθεί εγγράφως».

    7 Σύμφωνα με το άρθρο 16, η οδηγία δεν παρεμβάλλεται κατά την εφαρμογή του δικαίου των κρατών μελών όταν αυτό προβλέπει καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο: α) λόγω παράλειψης ενός των μερών να εκτελέσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του και β) σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων.

    8 Στο άρθρο 17 ορίζονται τα ακόλουθα:

    «1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, κατ' αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

    2. α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ' αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον:

    - έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, και

    - η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ή μη ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 20.

    β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με μια ετήσια αποζημίωση υπολογιζόμενη με βάση τον μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη· αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.

    γ) Η χορήγηση αυτής της κατ' αποκοπή αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη.

    3. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται λόγω της διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο.

    Η ζημία αυτή οφείλεται ιδίως στη λύση της σύμβασης υπό όρους:

    - που στερούν τον εμπορικό αντιπρόσωπο από προμήθειες που θα του παρείχε η ομαλή εκτέλεση της σύμβασης ενώ συγχρόνως προσπορίζουν στον αντιπροσωπευόμενο σημαντικά πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου.

    - ή/και που δεν επέτρεψαν στον αντιπρόσωπο να αποσβέσει τα έξοδα και τις δαπάνες που ανέλαβε κατόπιν υποδείξεων του αντιπροσωπευόμενου για την εκτέλεση της σύμβασης.

    (...)»

    9 Τέλος, κατά το άρθρο 18 της οδηγίας, η κατ' αποκοπή αποζημίωση ή η ανόρθωση της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 17, δεν οφείλεται: α) όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο· β) όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε πταίσμα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του και, γ) όταν, μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης αντιπροσωπεύσεως.

    Β - Η επίμαχη εθνική νομοθεσία και νομολογία

    10 Το άρθρο 1 του ιταλικού νόμου 204, της 3ης Μαου 1985 (4), προβλέπει ότι η δραστηριότητα του εμπορικού πράκτορα (agente di commercio) και του εμπορικού αντιπροσώπου (rappresentante di commercio) ασκείται από κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, σε μόνιμη βάση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, να προωθεί τη σύναψη συμβάσεων σε έναν ή περισσότερους καθορισμένους τομείς.

    11 Το άρθρο 2 του νόμου 204/1985 ορίζει ότι, σε κάθε εμπορικό επιμελητήριο, τηρείται μητρώο εμπορικών πρακτόρων και αντιπροσώπων, στο οποίο «πρέπει να εγγράφονται όσοι ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν τη δραστηριότητα του εμπορικού πράκτορα ή αντιπροσώπου».

    12 Το άρθρο 9 του ίδιου νόμου 204/1985 ορίζει ότι «απαγορεύεται σε πρόσωπα μη εγγεγραμμένα στο προβλεπόμενο με τον παρόντα νόμο μητρώο η άσκηση δραστηριότητας του εμπορικού πράκτορα ή αντιπροσώπου». Στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι κατά οποιουδήποτε παραβιάζει τις διατάξεις του νόμου επισείεται διοικητική κύρωση, συγκεκριμένα η πληρωμή ποσού, του οποίου το ύψος κυμαίνεται από 1 εκατομμύριο έως 4 εκατομμύρια ιταλικές λίρες (LIT). Η ίδια κύρωση επισείεται κατά αντιπροσωπευομένων που συνάπτουν συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπεύσεως με πρόσωπα που δεν είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο (5).

    13 Το άρθρο 1742 του codice civile (ιταλικού αστικού κώδικα) δίδεται ο ορισμός της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως. Σύμφωνα με αυτόν με τη σύμβαση αντιπροσωπεύσεως ανατίθεται στον ένα συμβαλλόμενο, σε μόνιμη βάση, να προωθεί για λογαριασμό του αντισυμβαλλόμενου του, έναντι αμοιβής, τη σύναψη συμβάσεων σε καθορισμένο τομέα. Κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη έχει δικαίωμα να επιτύχει από το άλλο αντίγραφο της συναφθείσας συμβάσεως.

    14 Προς εκτέλεση της οδηγίας εκδόθηκε το decreto legislativo (διάταγμα εκδιδόμενο κατά νομοθετική εξουσιοδότηση) 303, της 10ης Σεπτεμβρίου 1991 (6), το οποίο ουδέν προέβλεψε σχετικά με τα άρθρα 2 και 9 του νόμου 204/1985 (7).

    15 Το άρθρο 1751 του codice civile, που τροποποιήθηκε καθ' ολοκληρίαν από το άρθρο 4 του decreto legislativo 303/1991, ρυθμίζει την αποζημίωση σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι κατά το χρόνο λύσεως της συμβάσεως, ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να καταβάλει στον εμπορικό αντιπρόσωπο αποζημίωση εάν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό: εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος έφερε νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο αντιπροσωπευόμενος διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής πρέπει να είναι δίκαιη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.

    16 Κατά το ίδιο άρθρο 1751 του codice civile, η αποζημίωση δεν οφείλεται: α) όταν ο αντιπροσωπευόμενος καταγγέλλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο, λόγω της βαρύτητάς του δεν επιτρέπει τη συνέχιση έστω και προσωρινά της συμβάσεως, β) όταν ο αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από λόγους αναγόμενους στον αντιπροσωπευόμενο ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του, και, γ) όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτον τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπεύσεως.

    17 Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 1418 του codice civile, που εμπεριέχεται στο κεφάλαιο ΞΙ, σχετικό με την ακυρότητα της συμβάσεως, η σύμβαση είναι άκυρη όταν είναι αντίθετη σε κανόνα δημοσίας τάξεως (norma imperativa), εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως.

    18 Ο εθνικός δικαστής εξηγεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπεύσεως συναπτόμενη από πρόσωπο μη εγγεγραμμένο στο μητρώο είναι άκυρη λόγω παραβάσεως του κανόνα δημοσίας τάξεως του προαναφερθέντος άρθρου 9 του νόμου 204/1985 (8) και ότι ο μη εγγεγραμμένος εμπορικός αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιδιώξει ενδίκως την είσπραξη προμηθείας για την ασκηθείσα υπ' αυτού δραστηριότητα (9).

    ΙΙ - Το πραγματικό πλαίσιο

    19 Μεταξύ της Barbara Bellone και της εταιρίας Yokohama Italia SpA (στο εξής: εταιρία Yokohama) συνήφθη από 1ης Φεβρουαρίου 1993 σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπεύσεως την οποία η τελευταία κατήγγειλε στις 13 Μαου του ιδίου έτους.

    20 Η Bellone προσέφυγε πρωτοβαθμίως στον αρμόδιο Pretore ζητώντας αποζημίωση (10). Ο Pretore απέρριψε τα αιτήματά της, διότι έκρινε, με βάση το άρθρο 1418 του codice civile, άκυρη την επίδικη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπεύσεως, επειδή η Bellone δεν ήταν εγγεγραμμένη, κατά το χρόνο της συνάψεώς της, στο μητρώο εμπορικών πρακτόρων και αντιπροσώπων του άρθρου 2 του νόμου 204/1985.

    21 Η Bellone ήσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής του Pretore ενώπιον του Tribunale Civile di Bologna-sezione lavoro, υποστηρίζοντας ότι η απαγόρευση συνάψεως εμπορικής αντιπροσωπεύσεως με πρόσωπα μη εγγεγραμμένα στο προβλεπόμενο μητρώο δεν είναι συμβατή προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας.

    22 Ο εθνικός δικαστής παρατηρεί ότι η οδηγία, η οποία σκοπεί στην εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ εμπορικών αντιπροσώπων και των υπ' αυτών αντιπροσωπευομένων, δεν προβλέπει καμμία τήρηση μητρώου. Αντιθέτως, το άρθρο 1 της οδηγίας περιγράφει τον εμπορικό αντιπρόσωπο σε σχέση με τη δραστηριότητα την οποία ασκεί, χωρίς να προσαπαιτεί κάποια συγκεκριμένη διοικητική διατύπωση.

    ΙΙΙ - Το προδικαστικό ερώτημα

    23 Το Tribunale Civile di Bologna-sezione lavoro, θεωρώντας ότι τίθεται το ζήτημα κατά πόσον συμβιβάζεται η επίμαχη εθνική νομοθεσία με την οδηγία, έθεσε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Συμβιβάζεται η οδηγία 86/653/ΕΟΚ προς τα άρθρα 2 και 9 του νόμου 204 της 3ης Μαου 1985, που εξαρτούν το κύρος των συμβάσεων πρακτορίας από την εγγραφή των εμπορικών πρακτόρων σε ειδικό μητρώο;»

    IV -Απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα

    24 Ο εθνικός δικαστής ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσον συμβιβάζεται η οδηγία προς συγκεκριμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου. Καταρχάς, θα ήθελα να τονίσω ότι, σύμφωνα με παγία νομολογία (11), το Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφανθεί επί του κύρους μέτρου του εσωτερικού δικαίου σε σχέση προς το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα του επιτρέψουν να αποφανθεί ως προς το συμβατό της εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως επί της υποθέσεως που έχει αχθεί ενώπιόν του.

    25 Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρώ ότι ο εθνικός δικαστής ζητεί κατ' ουσίαν από το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συμβιβάζονται ή όχι με εθνική νομοθετική ρύθμιση που εξαρτά το κύρος των συμβάσεων αντιπροσωπεύσεως από την εγγραφή των εμπορικών αντιπροσώπων σε ειδικό μητρώο, επί ποινή ακυρότητας της συμβάσεως σε περίπτωση μη εγγραφής.

    26 Επιπλέον, μια προκαταρκτική παρατήρηση είναι απαραίτητη. Κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου (12), μια οδηγία, αυτή καθαυτή, δεν γεννά υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού.

    27 Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ' επανάληψη ότι: «(...) η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, καθώς και το καθήκον που έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Από τα ανωτέρω απορρέει ότι, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (13)».

    28 Εν προκειμένω, λόγω της υφισταμένης νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την υποχρέωση, επί ποινή ακυρότητας της συμβάσεως, εγγραφής σε μητρώο των εμπορικών αντιπροσώπων, οι ερμηνευτικές δυσχέρειες του εθνικού δικαστή προέρχονται, από την ανάγκη σύμφωνης με την οδηγία ερμηνείας των εθνικών διατάξεων που διέπουν το ζήτημα.

    29 Θεωρώ ότι για την επίλυση της παρούσας υποθέσεως βοηθά η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, Marleasing (14), στο μέτρο που οι ομοιότητες των δύο περιπτώσεων το επιτρέπουν, όπως άλλωστε υποστηρίζει και η Επιτροπή. Σε εκείνη την υπόθεση η ισχύουσα εθνική (ισπανική) νομοθεσία περιελάμβανε την έλλειψη νόμιμης αιτίας ως λόγο ακυρότητας της συστάσεως ανωνύμου εταιρίας αν και το άρθρο 11, της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ, του Συμβουλίου (15), το οποίο περιελάμβανε περιοριστικό πίνακα των περιπτώσεων ακυρότητας των ανωνύμων εταιριών, δεν προέβλεπε, μεταξύ των σχετικών περιπτώσεων ακυρότητας την έλλειψη νόμιμης αιτίας. Το Δικαστήριο με την απόφασή του (16) έκρινε σχετικά ότι «η επιτακτική υποχρέωση όσον αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 11 της (...) οδηγίας 68/151 εμποδίζει να ερμηνεύονται οι διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ανωνύμων εταιριών κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός από αυτούς που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας».

    30 Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία αποσκοπεί στην προστασία των προσώπων εκείνων που σύμφωνα με τις διατάξεις της έχουν την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου. Επομένως για να μπορεί κάποιος να τύχει της προστασίας της οδηγίας και να απολαύσει των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζουν οι διατάξεις της πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον απέκτησε νομίμως την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου. Γι' αυτό απαιτείται να αποσαφηνισθεί μήπως η πρόβλεψη περαιτέρω προϋποθέσεων για την απόκτηση της ιδιότητας αυτής, εκτός από εκείνες που προβλέπει η οδηγία, ματαίωνε ουσιαστικά τον σκοπό της οδηγίας και αναιρούσε έτσι στην πράξη την προστασία που επιδιώκεται με τις διατάξεις της. Δηλαδή στην υπό κρίση υπόθεση, απαιτείται να αποσαφηνισθεί το ζήτημα κατά πόσον από την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας προκύπτει ότι αντίκεινται στην κήρυξη της ακυρότητας συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως συναφθείσης με εμπορικό αντιπρόσωπο μη εγγεγραμμένο σε μητρώο, όπως προβλέπουν τα άρθρα 2 και 9 του νόμου 204/1985, ακυρότητα κηρυσσόμενη κατ' εφαρμογή του άρθρου 1418 του codice civile, όπως ερμηνεύονται από τα ιταλικά δικαστήρια, στο μέτρο που η υποχρέωση εγγραφής, θεωρείται στο ιταλικό δίκαιο επιτακτικός κανόνας.

    31 Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, για να θεωρείται ένα πρόσωπο εμπορικός αντιπρόσωπος και, συνεπώς, να μπορεί να απολαύσει της προστασίας της οδηγίας αρκεί να πληρούνται οι τρεις αναγκαίες και ικανές (ουσιαστικές) προϋποθέσεις που προβλέπονται εκεί, ήτοι α) η ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, β) ο μόνιμος χαρακτήρας της συμβατικής σχέσεως και γ) η άσκηση δραστηριότητας επ' ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου συνισταμένη είτε μόνο στη διαπραγμάτευση για την αγορά και πώληση εμπορευμάτων είτε, σωρευτικά, τη διαπραγμάτευση αφενός και την αγορά και πώληση αφετέρου.

    32 Συνεπώς, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση η εγγραφή του εμπορικού αντιπροσώπου σε κάποιο προς τούτο συσταθέν μητρώο ή πίνακα ώστε να μπορέσει αυτός να τύχει της προβλεπόμενης στις διατάξεις της οδηγίας προστασίας. Όμως, από αυτό και μόνο δεν θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να συναχθεί ότι απαγορεύεται ρητά στα κράτη μέλη να θεσπίσουν σχετικό μητρώο για την εγγραφή σε αυτό των εμπορικών αντιπροσώπων (17). Δηλαδή η ενδεχόμενη πρόβλεψη σχετικού μητρώου δεν αντίκειται αυτή καθεαυτή στην οδηγία. Προβλήματα συμβατότητας με τις διατάξεις της οδηγίας δημιουργούνται μόνο λόγω των κυρώσεων που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις σε περίπτωση μη εγγραφής στο μητρώο. Στην υπό κρίση διαφορά η κύρωση συνίσταται στην ακυρότητα της συμβάσεως, με αποτέλεσμα να στερείται ο εμπορικός αντιπρόσωπος της προστασίας της οδηγίας.

    33 Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμεθα και από την ερμηνεία άλλων διατάξεων της οδηγίας. Στο άρθρο 13 αυτής, που είναι η μόνη διάταξη της οδηγίας η οποία αναφέρεται στον τύπο συνάψεως και, κατ' ακολουθίαν, το κύρος της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως, ορίζεται ότι αφενός κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο μέρος, αφού το ζητήσει ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της και αφετέρου ότι η παράγραφος 1 δεν παρεμποδίζει ένα κράτος μέλος να ορίσει ότι η σύμβαση είναι έγκυρη μόνο αν καταρτισθεί εγγράφως.

    34 Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 16, η οδηγία δεν παρεμβάλλεται κατά την εφαρμογή του δικαίου των κρατών μελών όταν αυτό προβλέπει καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο: α) λόγω παράλειψης ενός των μερών να εκτελέσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του και β) σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας, η κατ' αποκοπή αποζημίωση ή η ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 17 δεν οφείλεται: α) όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο· β) όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε πταίσμα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του και, γ) όταν, μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης αντιπροσωπεύσεως.

    35 Επομένως, από τις προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 13, 16 έως 18 προκύπτει ότι, όταν ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να αναφερθεί στις προϋποθέσεις εγκύρου συνάψεως της συμβάσεως (άρθρο 13) το έπραξε περιοριστικά κατά τρόπο ρητό. Επίσης, όταν θέλησε να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις συνεχίσεως της σχέσεως αντιπροσωπεύσεως, που προϋποθέτει την εγκυρότητα εξ υπαρχής της ενλόγω συμβάσεως, το έπραξε πάλι κατά τρόπο ρητό παραπέμποντας, όπου έπρεπε, στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους (άρθρα 16 έως 18).

    36 Τέλος, ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της ανωτέρω λύσεως, ότι δηλαδή η εγγραφή σε μητρώο δεν πρέπει να θεωρηθεί αναγκαία και υποχρεωτική προϋπόθεση για να μπορεί ο ασκών αυτή εμπορικός αντιπρόσωπος να καλύπτεται από τις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας, συνάγεται και από τη μελέτη των προπαρασκευαστικών εργασιών που οδήγησαν στην έκδοση της οδηγίας. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στη γνώμη που διατύπωσε για την πρόταση της οδηγίας (18), εκτιμούσε ότι η ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως αντιπροσώπου (agent) θα διασφαλιζόταν με την εγγραφή σε «μητρώο» ή «κατάλογο» ή «πίνακα» των εμπορικών αντιπροσώπων. Εν τούτοις, η Επιτροπή στην τροποποιημένη πρόταση οδηγίας που υπέβαλε στο Συμβούλιο, δεν ακολούθησε τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και δεν τροποποίησε τη διατύπωση του άρθρου 4, θεωρούσα προφανώς ότι δεν ήταν αναγκαίο να επιβληθεί στα κράτη μέλη η υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο ή πίνακα για να είναι δυνατόν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι να απολαμβάνουν της προστασίας της οδηγίας. Τούτο, όπως ορθά τονίζει η Επιτροπή, επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η προϋπόθεση εγγραφής του εμπορικού αντιπροσώπου σε ένα εθνικό μητρώο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μειώνει ή να αποκλείει την απόλαυση των δικαιωμάτων που έχουν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι δυνάμει της οδηγίας.

    37 Επομένως, εφαρμόζοντας mutatis mutandis τη λύση που έδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Marleasing, θεωρώ ότι, επειδή η οδηγία δεν αναφέρει περιοριστικά παρά μόνο μία προϋπόθεση κύρους της συμβάσεως (προβλέποντας δηλαδή τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτήσουν την έγγραφη κατάρτιση), ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε με αυτή τη διάταξη να ρυθμίσει εξαντλητικά τις προϋποθέσεις εγκύρου συνάψεως της συμβάσεως. Δηλαδή εφόσον οι διατάξεις της οδηγίας δεν αναφέρουν μεταξύ των λόγων ακυρότητας της συμβάσεως τη μη εγγραφή του εμπορικού αντιπροσώπου σε κάποιο μητρώο, αρκεί, για να θεωρείται η σύμβαση έγκυρη υπό την έννοια της οδηγίας, να πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες η ίδια η οδηγία προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 2. Συνεπώς, δεν συμβιβάζονται με εθνική νομοθεσία, η οποία, έστω και μέσω της ερμηνευτικής οδού που ακολουθούν τα εθνικά δικαστήρια, συγκαταλέγει στους λόγους ακυρότητας της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως τη μη εγγραφή του εμπορικού αντιπροσώπου σε μητρώο, όπως ορθά τονίζει η Επιτροπή.

    38 Ενόψει των ανωτέρω, ο εθνικός δικαστής οφείλει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο υπό το φως των διατάξεων και του σκοπού της οδηγίας (19), η οποία εν προκειμένω δεν προβλέπει την υποχρέωση εγγραφής των εμπορικών αντιπροσώπων σε μητρώο ούτε ως προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου ούτε ως απαραίτητη τυπική προϋπόθεση για το κύρος της συμβάσεως. Δηλαδή, ο εθνικός δικαστής οφείλει να δώσει, μεταξύ των ερμηνευτικών μεθόδων που είναι συνήθεις στο νομικό του σύστημα, προτεραιότητα στη μέθοδο που του επιτρέπει να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη διάταξη του εθνικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να συμβιβάζεται με την οδηγία (20) ή και να αγνοήσει εθνικούς ερμηνευτικούς κανόνες και την κρατούσα στην εθνική νομολογία ερμηνεία, εφόσον άγουν σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο (21).

    39 Η ανωτέρω ερμηνεία είναι, κατά τη γνώμη μου, η μόνη σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της οδηγίας. Επομένως δεν έχει σημασία αν, σύμφωνα με την ιταλική θεωρία και νομολογία, η προϋπόθεση εγγραφής στο μητρώο πρέπει να εννοείται ότι εφαρμόζεται αποκλειστικά σε Ιταλούς εμπορικούς αντιπροσώπους που κατοικούν στην Ιταλία και σε συμβάσεις αντιπροσωπεύσεως που πρέπει να εκτελεσθούν στην Ιταλία και όχι σε εμπορικό αντιπρόσωπο που ασκεί τις δραστηριότητές του στο εξωτερικό (22). Πράγματι, ακόμη και αν ο αντιπροσωπευόμενος είναι εγκατεστημένος σε διαφορετικό κράτος μέλος, συνάπτει σύμβαση αντιπροσωπεύσεως με Ιταλό εμπορικό αντιπρόσωπο μη εγγεγραμμένο στο μητρώο, σύμφωνα με το νόμο 204/1985, και αυτή η σύμβαση πρέπει να εκτελεσθεί στην Ιταλία, θεωρώ ότι η ασφάλεια των εμπορικών συναλλαγών, η οποία, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη, αποτελεί έναν από τους στόχους της οδηγίας, θα διεκινδυνεύετο αν η σύμβαση εκηρύσσετο άκυρη και εβλάπτοντο τα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου που του αναγνωρίζει η οδηγία. Για να διασφαλισθεί, συνεπώς, το χρήσιμο αποτέλεσμα των διατάξεων της οδηγίας, δηλαδή η καλύτερη δυνατή προστασία κοινοτικών δικαιωμάτων των εμπορικών αντιπροσώπων, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η εγγραφή στο μητρώο δεν μπορεί να θεωρείται προϋπόθεση του κύρους της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως (23), και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει, να μειώνει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να βλάπτει τα δικαιώματα που έχουν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι δυνάμει των διατάξεων αυτών.

    V - Πρόταση

    40 Ενόψει της αναλύσεως που προηγήθηκε, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα που έθεσε το Tribunale civile di Bologna-sezione lavoro την ακόλουθη απάντηση:

    «Οι διατάξεις της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συμβιβάζονται με εθνική ρύθμιση, από την οποία συνάγεται, έστω και μέσω της ερμηνευτικής οδού που ακολουθούν τα εθνικά δικαστήρια, ακυρότητα των συμβάσεων αντιπροσωπεύσεως σε περίπτωση μη εγγραφής των εμπορικών αντιπροσώπων σε ειδικό μητρώο.»

    (1) - ΕΕ L 382 της 31ης Δεκεμβρίου 1986, σ. 17.

    (2) - Βλ. την ανάλυση του Jean-Marie Leloup, «La directive europιenne sur les agents commerciaux», in «La semaine Juridique. Edition Gιnιrale», αριθ. 48 (1987), Ι-3308, και Idem, «La directive europιenne sur les agents commerciaux», in «La semaine Juridique. Edition Enterprise» (Etudes et commentaires), αριθ. 15024 (1987), σ. 491 έως 499.

    (3) - Στην παράγραφο 3, του πρώτου άρθρου ορίζεται ότι: εμπορικοί αντιπρόσωποι κατά την έννοια της οδηγίας δεν μπορούν να είναι, ιδίως: α) τα πρόσωπα τα οποία, υπό την ιδιότητα του οργάνου έχουν την εξουσία να δεσμεύουν μια εταιρία ή ένωση προσώπων, β) οι εταίροι οι οποίοι έχουν νόμιμη εξουσία να δεσμεύουν τους άλλους εταίρους, και, γ) οι διαχειριστές που ορίζονται από το δικαστήριο, οι εκκαθαριστές ή οι σύνδικοι πτωχεύσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, η οδηγία δεν εφαρμόζεται για: α) τους μη αμειβόμενους εμπορικούς αντιπροσώπους, β) τους εμπορικούς αντιπροσώπους, εφόσον συναλλάσσονται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων ή στις αγορές πρώτων υλών και, γ) τον οργανισμό που είναι γνωστός με την ονομασία «Crown Agents for Overseas Governments and Administrations», όπως θεσπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του νόμου του 1979 σχετικά με τους «Crown Agents», ή τους θυγατρικούς του οργανισμούς. Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβλέπει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα που ασκούν εκείνες τις δραστηριότητες του εμπορικού αντιπροσώπου οι οποίες θεωρούνται παρεπόμενες σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

    (4) - Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana (GURI), αριθ. 119, της 22ας Μαου 1985, σ. 3623. Για την ανάλυση των διατάξεων του νόμου αυτού, βλ. ενδεικτικά, Roberto Baldi, «Il contratto di agenzia», Μιλάνο, Giuffrι, 1997 (σ. 601), σ. 3313 επ.

    (5) - Όπως εξηγεί η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της (σημείο 52), ο νόμος 204/1985 σχετικά με την υποχρεωτική εγγραφή σε μητρώο των εμπορικών αντιπροσώπων, προβλέποντας μόνο διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση μη εγγραφής, κατήργησε διάταξη του νόμου 326, της 12ης Μαρτίου 1968, που απαγόρευε ρητά τη σύναψη συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως με εμπορικό αντιπρόσωπο μη εγγεγραμμένο στο μητρώο, επισείοντας μάλιστα ποινικές κυρώσεις· βλ. σχετικά R. Baldi, op. cit., σ. 321 επ.

    (6) - Supplemento ordinario alla GURI, Serie generale, αριθ. 221, της 20ής Σεπτεμβρίου 1991, σ. 11.

    (7) - Η Επιτροπή θεωρεί ορισμένα σημεία της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας μη συμβατά με την οδηγία, γι' αυτό απέστειλε στην Ιταλική Δημοκρατία σχετική αιτιολογημένη σκέψη, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1997.

    (8) - Βλ. R. Baldi, op. cit., σ. 322 επ.

    (9) - Όπως εξηγεί η Επιτροπή (σημεία 32 και 53 των γραπτών παρατηρήσεών της) το ιταλικό Ακυρωτικό Δικαστήριο (Corte di Cassazione) με τη νομολογία του αποσαφήνισε τη διαφορετική φύση, αξία και λειτουργία του μητρώου των εμπορικών πρακτόρων και αντιπροσώπων σε σχέση με τα επαγγελματικά μητρώα που προβλέπει το άρθρο 2231 του codice civile. Η ύπαρξη του μητρώου αυτού αποσκοπεί να προστατεύσει τους εμπορικούς πράκτορες και αντιπροσώπους και να εξασφαλίσει στους επιχειρηματίες ότι θα συναλλάσσονται με πρόσωπα που διαθέτουν τα απαραίτητα τεχνικά και ηθικά προσόντα για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας εμπιστοσύνης, δίχως να έχει κάποιο σκοπό ή να πληροί κάποια λειτουργία κοινωνικού χαρακτήρα [όπως συμβαίνει στην περίπτωση των κλασικών ελευθερίων επαγγελμάτων (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί)], και δεν αποβλέπει στη θεραπεία κάποιου δημοσίου συμφέροντος (όπως, λόγου χάριν, συμβαίνει στην περίπτωση των συμβολαιογράφων).

    (10) - Συγκεκριμένα σύμφωνα με τη διάταξη της παραπομπής, ζητούσε 8 362 968 LIT για οφειλόμενη αμοιβή, 412 000 LIT για αποζημίωση πελατείας, και 34 266 666 LIT για ζημίες οφειλόμενες στην πρόωρη καταγγελία. Επικουρικώς, για την περίπτωση που δεν γίνονταν δεκτό το τελευταίο αίτημά της, ζητούσε 16 000 000 LIT ως αποζημίωση λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας καταγγελίας.

    (11) - Βλ., ενδεικτικά, την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-74/95 και C-129/95, Ποινικές δίκες κατά Ξ (Συλλογή 1996, σ. Ι-6609, σκέψη 21) και την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, υπόθεση 223/78, Grosoli (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 275, σκέψη 3).

    (12) - Βλ., ενδεικτικά, τις αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, υπόθεση 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48) και της 14ης Ιουλίου 1994, υπόθεση C-91/92, Faccini Dori (Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 20).

    (13) - Βλ., ενδεικτικά, τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8), της 5ης Μαου 1994, C-421/92, Habermann-Beltermann (Συλλογή 1994, σ. Ι-1657, σκέψη 10), της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-472/93, Spano (Συλλογή 1995, σ. Ι-4321, σκέψη 17) και την ήδη μνημονευθείσα στην υποσημείωση 12 απόφαση Faccini Dori (σκέψη 26).

    (14) - Απόφαση που ήδη μνημονεύθηκε στην υποσημείωση 13.

    (15) - Οδηγία 68/151/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη από τις εταιρίες, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες· ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 80.

    (16) - Ήδη μνημονευθείσα στην υποσημείωση 13, απόφαση Marleasing (σκέψη 9).

    (17) - Η υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο προβλέπεται και σε ορισμένες άλλες έννομες τάξεις κρατών μελών. Παραδείγματος χάριν τούτο συμβαίνει στη Γερμανία, όπου ο εμπορικός αντιπρόσωπος θεωρείται έμπορος και ως έμπορος οφείλει να δηλώσει την εμπορική του επωνυμία και τον τόπο εγκαταστάσεώς του με σκοπό την εγγραφή του στο εμπορικό μητρώο. Σε περίπτωση μη εγγραφής ενός εμπορικού αντιπροσώπου στο εμπορικό μητρώο προβλέπεται η επιβολή προστίμου, δίχως να προκύπτει ότι θίγεται και το κύρος της συμβάσεως (άρθρα 14 και 29 του Handelsgesetzbuch, γερμανικού εμπορικού κώδικα). Στην Ελλάδα ο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος υποχρεούται να εγγραφεί στο εμπορικό επιμελητήριο καθώς και στη φορολογική υπηρεσία και το ταμείο ασφαλίσεως των εμπόρων (άρθρο 1 του Προεδρικού Διατάγματος 249 της 23/28 Ιουνίου 1993, ΦΕΚ, ΑΑ 108) αλλά ο νόμος δεν προβλέπει την απαγόρευση ασκήσεως της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου σε περίπτωση μη εγγραφής στο εμπορικό επιμελητήριο. Στη Γαλλία επιβάλλεται η εγγραφή κάθε εμπορικού πράκτορα (agent commercial) σε ειδικό μητρώο (άρθρο 4, παράγραφος 2 του επανειλημμένα τροποποιηθέντος διατάγματος 58-1345, της 23ης Δεκεμβρίου 1958) που τηρείται κατ' αρχήν στη γραμματεία του tribunal de commerce (εμποροδικείου) της περιφέρειας όπου κατοικεί. Ο εμπορικός πράκτορας (agent commercial) δεν μπορεί να αρχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του παρά μόνον αφού πρώτα εγγραφεί στο μητρώο. Ωστόσο, η έλλειψη εγγραφής δεν επιφέρει την ακυρότητα της συμβάσεως, αποτελεί δε περισσότερο διοικητικό μέτρο (mesure de police administrative), παρά προϋπόθεση εφαρμογής του καθεστώτος του εμπορικού πράκτορα [βλ. J.-M. Leloup, άρθρο στις «La semaine juridique, Edition Gιnιrale» αριθ. 48 (παράγραφος 14), που ήδη παρατέθηκε στην υποσημείωση 2, και επίσης τις παρατηρήσεις του κοσμήτορα J. Hιmard, in Revue trimestrielle de droit commercial et de droit ιconomique 1959, αριθ. 37, σ. 596 και 1966 αριθ. 10, σ. 108]. Αντιθέτως, η παράλειψη εγγραφής στο ειδικό μητρώο των εμπορικών πρακτόρων τιμωρείται ποινικά με φυλάκιση ή πρόστιμα ενώ μπορεί να οδηγήσει στον νομικό επαναχαρακτηρισμό της συμβάσεως εμπορικής πρακτορίας (contrat d'agent commercial) σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπεύσεως (contrat de reprιsentant commercial). Στην Ισπανία επίσης προβλέπεται η υποχρεωτική εγγραφή των εμπορικών αντιπροσώπων στο αντίστοιχο επαγγελματικό σωματείο, χωρίς όμως να προβλέπεται ακυρότητα της συμβάσεως σε περίπτωση μη εγγραφής. Στις Κάτω Ξώρες ο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος θεωρείται επιχειρηματίας και ως επιχειρηματίας οφείλει να εγγραφεί στο εμπορικό μητρώο (άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου για το εμπορικό μητρώο - Handelsrejisterwet). Σε περίπτωση μη εγγραφής προβλέπονται μεν ποινές προστίμου ή φυλακίσεως αλλά τούτο δεν επιδρά επί του κύρους της συμβάσεως μεταξύ εμπορικού αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου. Στην Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, τη Φινλανδία και τη Δανία δεν προβλέπεται υποχρέωση εγγραφής των εμπορικών αντιπροσώπων σε κάποιο μητρώο. Στη Σουηδία τέτοια υποχρέωση προβλέπεται μόνον για εμπορικούς αντιπροσώπους που ασχολούνται με την αγοραπωλησία ακινήτων, επί ποινή φυλακίσεως ή προστίμου σε περίπτωση παραλείψεως εγγραφής. Στην Πορτογαλία υπάρχει δημόσιο μητρώο όπου εγγράφονται ορισμένες δραστηριότητες, πράξεις ή συμβάσεις, όπως, λόγου χάριν, η σύμβαση εμπορικής πρακτορίας ή αντιπροσωπεύσεως όταν έχει καταρτισθεί εγγράφως. Η δε έλλειψη εγγραφής δεν επιδρά επί του κύρους της συμβάσεως που παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της.

    (18) - Γνώμη της 23ης και 24ης Νοεμβρίου 1977, για την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών σχετικά με τους (ανεξάρτητους) εμπορικούς αντιπροσώπους (JO C 59, της 8ης Μαρτίου 1978, σ. 31), σημείο 2.3.6.

    (19) - Βλ., ενδεικτικά, τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Marleasing (σκέψη 8), της 5ης Μαου 1994, Habermann-Beltermann (σκέψη 10), της 7ης Δεκεμβρίου 1995, Spano (σκέψη 17), που ήδη μνημονεύθηκαν στην υποσημείωση 13, και την απόφαση Faccini Dori (σκέψη 26), που αναφέρθηκε στην υποσημείωση 12.

    (20) - Πρβλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα κ. Van Gerven, στην ήδη μνημονευθείσα στην υποσημείωση 13 υπόθεση C-106/89, Marleasing, (σημείο 8).

    (21) - Βλ. Σοφία Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, «Αποτελεσματική δικαστική προστασία και κυρώσεις για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου», άρθρο στο περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη», Φεβρουάριος 1997 (σ. 351 έως 389), § 28, σ. 368 επ.

    (22) - Τούτο, όπως αναφέρει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, υποστήριξε η εταιρία Yokohama στο υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε στο εθνικό δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 1996.

    (23) - Η Επιτροπή παρατηρεί εξάλλου ότι μια σύμφωνη με την οδηγία ερμηνεία του ιταλικού δικαίου δεν φαίνεται να παρουσιάζει δυσκολίες στο μέτρο που στην ιταλική έννομη τάξη αναγνωρίζεται το επάγγελμα του περιοδεύοντος αντιπροσώπου (commis voyageur), ο οποίος δεν υποχρεούται να εγγραφεί σε κάποιο μητρώο αν και ασκεί ένα επάγγελμα που παρουσιάζει αναμφίβολα ομοιότητες με εκείνο του εμπορικού αντιπροσώπου, με βασική διαφορά την απουσία του στοιχείου σταθερότητας της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως με τον αντιπροσωπευόμενο. Υπενθυμίζει δε ότι στην ιταλική θεωρία γίνεται δεκτό ότι, αφού ο νόμος 204/1985 δεν επανέλαβε τις διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου 326/1968, όπου γινόταν αναφορά στην απαγόρευση συνάψεως συμβάσεως πρακτορίας με εμπορικό αντιπρόσωπο μη εγγεγραμμένο στο μητρώο, και κατήργησε τις σχετικές με την επιβολή ποινικών κυρώσεων διατάξεις σε περίπτωση παραβιάσεως της ενλόγω απαγορεύσεως, ο στόχος του ήταν να καταστήσει λιγότερο αυστηρό το προϋσχύσαν καθεστώς.

    Top