Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CO0409

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997.
    Sveriges Betodlares Centralförening και Sven Åke Henrikson κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Κοινή γεωργική πολιτική - Ειδική γεωργική ισοτιμία στον τομέα της ζάχαρης - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη.
    Υπόθεση C-409/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-07531

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:635

    61996O0409

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997. - Sveriges Betodlares Centralförening και Sven Åke Henrikson κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κοινή γεωργική πολιτική - Ειδική γεωργική ισοτιμία στον τομέα της ζάχαρης - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη. - Υπόθεση C-409/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-07531


    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά


    Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός καθορίζων ειδική γεωργική ισοτιμία στον τομέα της ζάχαρης - Μη καθορισμός όσον αφορά τα νέα κράτη μέλη - Προσφυγή παραγωγού και ενώσεως παραγωγών της Σουηδίας - Απαράδεκτη

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4· κανονισμός 1734/95 της Επιτροπής)

    Περίληψη


    Είναι απαράδεκτη η προσφυγή παραγωγού ζαχαροτεύτλων με αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού 1734/95, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 1994/1995, της ειδικής γεωργικής ισοτιμίας των κατωτάτων τιμών των ζαχαροτεύτλων καθώς και των εισφορών στην παραγωγή και της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης, στο μέτρο που με τον κανονισμό αυτόν δεν καθορίζεται ισοτιμία ισχύουσα για τη Σουηδία, το κράτος μέλος στο οποίο ανήκει ο οικείος παραγωγός.

    Πράγματι, ο κανονισμός αυτός ήταν γενικής ισχύος και ο μη καθορισμός ειδικής γεωργικής ισοτιμίας εφαρμοστέας επί των πωλήσεων τεύτλων που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη ληφθείσα υπόψη περίοδο από τους εγκατεστημένους στην Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία παραγωγούς δικαιολογείται, στον κανονισμό, κατά τρόπο αντικειμενικό και ομοιόμορφο όσον αφορά τις τρεις αυτές χώρες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση ορισμένων παραγωγών των χωρών αυτών. Μια πράξη δεν χάνει τον κανονιστικό της χαρακτήρα ούτε από τη δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων αυτή εφαρμόζεται ούτε από το γενονός ότι μπορεί να έχει διαφορετικά συγκεκριμένα αποτελέσματα για αυτά τα διάφορα υποκείμενα δικαίου, εφόσον είναι δεδομένο ότι η εφαρμογή της γίνεται δυνάμει μιας αντικειμενικώς προσδιοριζομένης καταστάσεως.

    Εξάλλου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός αυτός θίγει τον προσφεύγοντα ατομικώς, καθόσον δεν θίγεται η νομική του κατάσταση λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και τον εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη, και τούτο λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονισμός τον αφορά υπό την αντικειμενική του ιδιότητα του παραγωγού στον τομέα της ζάχαρης, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με κάθε άλλο παραγωγό.

    Είναι επίσης απαράδεκτη η προσφυγή που έχει ασκηθεί με αντικείμενο την ακύρωση του ίδιου κανονισμού από ένωση παραγωγών ζαχαροτεύτλων διότι, πλην ειδικών περιστάσεων όπως ο ρόλος που η ένωση αυτή θα μπορούσε να έχει διαδραματίσει στο πλαίσιο διαδικασίας έχουσας καταλήξει στην έκδοση της εν λόγω πράξεως, η περί ης ο λόγος ένωση δεν μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή όταν τα μέλη της δεν μπορούν να πράξουν κάτι τέτοιο ατομικώς, δεδομένου ότι η προάσπιση εν προκειμένω γενικών και συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας δεν είναι αρκετή.

    Δεν προκύπτει ότι το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως στερεί τους προσφεύγοντες από κάθε δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά των τυχόν συνεπειών μιας πράξεως όπως ο επίδικος κανονισμός, εφόσον, αφενός, δεν αποδείχθηκε ότι το κύρος μιας τέτοιας πράξεως δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δυνάμενης να αποτελέσει την αιτία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 177 της Συνθήκης, και, αφετέρου, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, ενδεχομένως, εφόσον φρονούν ότι έχουν ζημιωθεί κατά τρόπο άμεσο από την πράξη αυτή, να την αμφισβητήσουν στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στα άρθρα 178 και 215 διαδικασίας αγωγής στηριζόμενης στην εξωσυμβατική ευθύνη.

    Top