This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61996CJ0228
Judgment of the Court of 17 November 1998. # Aprile Srl, in liquidation, v Amministrazione delle Finanze dello Stato. # Reference for a preliminary ruling: Giudice conciliatore di Milano - Italy. # Charges having equivalent effect - Recovery of sums paid but not due - Procedural time-limits under national law. # Case C-228/96.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1998.
Aprile Srl, υπό εκκαθάριση, κατά Amministrazione delle Finanze dello Stato.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Giudice conciliatore di Milano - Ιταλία.
Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος - Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων - Εθνικές διαδικαστικές προθεσμίες.
Υπόθεση C-228/96.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1998.
Aprile Srl, υπό εκκαθάριση, κατά Amministrazione delle Finanze dello Stato.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Giudice conciliatore di Milano - Ιταλία.
Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος - Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων - Εθνικές διαδικαστικές προθεσμίες.
Υπόθεση C-228/96.
Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-07141
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:544
*A9* Giudice conciliatore di Milano, ordinanza del 25/06/1996 (RG 1306/94 Cron. 1584-140/96)
Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1998. - Aprile Srl, υπό εκκαθάριση, κατά Amministrazione delle Finanze dello Stato. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Giudice conciliatore di Milano - Ιταλία. - Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος - Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων - Εθνικές διαδικαστικές προθεσμίες. - Υπόθεση C-228/96.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-07141
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 Κοινοτικό δίκαιο - Άμεσο αποτέλεσμα - Εθνικές επιβαρύνσεις ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο - Επιστροφή - Κανόνες - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Αποσβεστική προθεσμία - Επιτρέπεται - Προϋποθέσεις - Τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου - Τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας των προϋποθέσεων της αγωγής αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων προς τις προϋποθέσεις ασκήσεως παρεμφερών αξιώσεων της εσωτερικής έννομης τάξεως
2 Kοινοτικό δίκαιο - Άμεσο αποτέλεσμα - Εθνικές επιβαρύνσεις ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο - Επιστροφή - Κανόνες - Δυνατότητα να αντιταχθούν στον διοικούμενο εθνικοί κανόνες αφορώντες την προθεσμία ασκήσεως ένδικης προσφυγής, πριν εφαρμοσθεί ορθώς το κοινοτικό δίκαιο - Επιτρέπεται - Προϋποθέσεις
3 Ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά την απόδοση των αχρεωστήτως εισπραττομένων εθνικών επιβαρύνσεων, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϋκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας).
Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ο καθορισμός ευλόγων αποσβεστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση. Πράγματι, τέτοιες προθεσμίες δεν είναι ικανές να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη. Συναφώς, μια τριετής αποσβεστική προθεσμία του εσωτερικού δικαίου, αρχόμενη από την ημερομηνία της αμφισβητουμένης καταβολής, φαίνεται εύλογη.
Ο σεβασμός της αρχής της ισοδυναμίας προϋποθέτει, εξάλλου, ότι ο επίμαχος κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως στις προσφυγές που στηρίζονται σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου και σ' εκείνες που στηρίζονται σε μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου, εφόσον πρόκειται για επιβαρύνσεις ή τέλη του ιδίου είδους. Η αρχή αυτή δεν μπορεί, αντιθέτως, να ερμηνευθεί ως υποχρεώνουσα το κράτος μέλος να επεκτείνει στο σύνολο των αξιώσεων επιστροφής των επιβαρύνσεων ή τελών που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου το πλέον ευνοϋκό εσωτερικό καθεστώς αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Έτσι, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν νομοθετικώς, παράλληλα με την παραγραφή του κοινού δικαίου, η οποία ισχύει για τις αγωγές αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων μεταξύ ιδιωτών, ιδιαίτερους, λιγότερο ευνοϋκούς κανόνες για την υποβολή διοικητικών ενστάσεων και την άσκηση ενδίκων προσφυγών προς αμφισβήτηση των επιβαρύνσεων και λοιπών φόρων. Τούτο θα συνέβαινε μόνον αν οι κανόνες αυτοί ίσχυαν αποκλειστικά για τις αξιώσεις εκείνες επιστροφής των εν λόγω επιβαρύνσεων ή φόρων που βασίζονται στο κοινοτικό δίκαιο.
Επομένως, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως σκοπούσας στην αντικατάσταση, όσον αφορά όλες τις αξιώσεις επιστροφής που εμπίπτουν στον τελωνειακό τομέα, της συνήθους δεκαετούς παραγραφής, που προβλέπεται για την αγωγή αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με ειδική πενταετή, κατόπιν δε τριετή, αποσβεστική προθεσμία, εφόσον η αποσβεστική αυτή προθεσμία, η οποία είναι ανάλογη προς την ήδη προβλεφθείσα για διάφορες επιβαρύνσεις, ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για τις αξιώσεις επιστροφής που στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο και για εκείνες που στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο.
4 Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αντιτάσσει εθνική αποσβεστική προθεσμία στις αξιώσεις επιστροφής επιβαρύνσεων εισπραχθεισών κατά παράβαση κοινοτικών διατάξεων, έστω κι αν το κράτος μέλος αυτό δεν έχει ακόμη τροποποιήσει τους εθνικούς του κανόνες ώστε να τους καταστήσει συμβατούς με τις διατάξεις αυτές, εφόσον, αφενός, η προθεσμία αυτή δεν είναι λιγότερο ευνοϋκή για τις προσφυγές που βασίζονται στο κοινοτικό δίκαιο απ' ό,τι για τις προσφυγές που βασίζονται στο εσωτερικό δίκαιο και δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη και εφόσον, αφετέρου, δεν αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά των εθνικών αρχών συνδυαζόμενη με την ύπαρξη της επίδικης προθεσμίας στέρησαν παντελώς τον ενάγοντα από τη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Στην υπόθεση C-228/96,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Giudice conciliatore di Milano (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Aprile Srl, υπό εκκαθάριση,
και
Amministrazione delle Finanze dello Stato,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn και J.-P. Puissochet (εισηγητή), προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, J. L. Murray, L. Sevσn, M. Wathelet, R. Schintgen και K. M. Iωάννου, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Aprile Srl, υπό εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από τους Ernesto Beretta και Aldo Bozzi, δικηγόρους Μιλάνου,
- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo M. Braguglia, avvocato dello Stato,
- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Gautier Mignot, γραμματέα στην ίδια διεύθυνση,
- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον John E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενo από τον Nicholas Paines, barrister,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Εnrico Traversa, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Aprile Srl, υπό εκκαθάριση, εκπροσωπουμένης από τον Aldo Bozzi, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Ivo M. Braguglia, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Gautier Mignot, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τη Stephanie Ridley, του Treasury Solicitor's Department, και από τον Nicholas Paines, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Enrico Traversa, κατά τη συνεδρίαση της 17ης Φεβρουαρίου 1998,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 1998,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 25ης Ιουνίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουνίου 1996, ο Giudice conciliatore di Milano υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Aprile Srl, υπό εκκαθάριση (στο εξής: Aprile), και της Amministrazione delle Finanze dello Stato (φορολογικής υπηρεσίας του κράτους), λόγω της αρνήσεως της δεύτερης να επιστρέψει στην Aprile επιβαρύνσεις που είχαν εισπραχθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου για τη διενέργεια τελωνειακών εργασιών.
3 Με τις αποφάσεις της 30ής Μαου 1989, 340/87, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1989, σ. 1483), και της 21ης Μαρτίου 1991, C-209/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-1575), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η Ιταλική Δημοκρατία είχε παραβεί τις διατάξεις της Συνθήκης περί απαγορεύσεως των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, καθώς το εν λόγω κράτος επιβάρυνε τους επιχειρηματίες, στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου, με το κόστος των ελέγχων και διοικητικών διατυπώσεων που πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια μέρους του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των τελωνείων των μεθοριακών σταθμών, όπως αυτό έχει καθοριστεί με την οδηγία 83/643/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1983, για τη διευκόλυνση των διοικητικών διατυπώσεων και υλικών ελέγχων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών (ΕΕ L 359, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/53/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1986 (ΕΕ 1987, L 24, σ. 33), και απαιτούσε, κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων, στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου, από κάθε εταιρία ατομικώς, όταν παρέχονταν ταυτοχρόνως υπηρεσίες σε περισσότερες της μιας επιχειρήσεις, την καταβολή αμοιβής δυσανάλογης προς το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών.
4 Η Ιταλική Δημοκρατία συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις αυτές, προσαρμόζοντας την κανονιστική της ρύθμιση με ισχύ, αντίστοιχα, από τις 13 Ιουνίου 1991 και από την 1η Νοεμβρίου 1992. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν αφορούσαν καταστάσεις προγενέστερες της θέσεώς τους σε ισχύ και, ειδικότερα, την επιστροφή από τη διοίκηση στους οικείους επιχειρηματίες των ποσών που είχαν εισπραχθεί από τα τελωνεία κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.
5 Εντός του πλαισίου αυτού ανέκυψε η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του Giudice conciliatore di Milano, ο οποίος, με προηγούμενη προδικαστική παραπομπή, υπέβαλε στο Δικαστήριο ερωτήματα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον η οδηγία 83/643, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/53, καθώς και οι διατάξεις της Συνθήκης περί απαγορεύσεως των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος έχουν εφαρμογή στο εμπόριο με τις τρίτες χώρες.
6 Με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-125/94, Aprile (Συλλογή 1995, σ. Ι-2919, στο εξής: Aprile I), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αφενός, ότι η οδηγία 83/643, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/53, δεν τυγχάνει εφαρμογής στις τελωνειακές εργασίες που αφορούν εμπορεύματα προελεύσεως τρίτων χωρών και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη δεν μπρούν να επιβάλλουν μονομερώς επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος στο πλαίσιο του εμπορίου με τις χώρες αυτές.
7 Μετά την έκδοση της αποφάσεως Aprile I, το αιτούν δικαστήριο εξέτασε ένσταση προβληθείσα από την καθής φορολογική υπηρεσία και αντλούμενη από την παραγραφή της προβληθείσας από την Aprile αξιώσεως επιστροφής, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 29 του ιταλικού νόμου 428/1990, της 29ης Δεκεμβρίου 1990 [κοινοτικoύ νόμου για το 1990, GURI (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας) αριθ. 10 της 12ης Ιανουαρίου 1991], το οποίο αφορά την «επιστροφή των επιβαρύνσεων που κρίθηκαν ασυμβίβαστες προς τους κοινοτικούς κανόνες». Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού:
«Η πενταετής αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 91 της κωδικοποιήσεως των τελωνειακών νομοθετικών διατάξεων (...) έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις αιτήσεις και αγωγές επιστροφής ποσών καταβληθέντων για τελωνειακές εργασίες. Από την ενενηκοστή ημέρα από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, η προαναφερθείσα προθεσμία και η παραγραφή του άρθρου 84 της ίδιας κωδικοποιήσεως μειώνονται σε τρία έτη.»
8 Συναφώς, ο Giudice conciliatore di Milano επισήμανε μεταξύ άλλων ότι, μολονότι οι εν λόγω διατάξεις διατυπώνονται ως ερμηνευτικές διατάξεις της υφισταμένης νομοθεσίας, σκοπούν στην πραγματικότητα στην τροποποίηση της εν λόγω νομοθεσίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε από το Corte suprema di cassazione. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, ενώ η πενταετής αποσβεστική προθεσμία την οποία προβλέπει η τελωνειακή νομοθεσία περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις «σφαλμάτων υπολογισμού κατά την εκκαθάριση ή επιβολής διαφορετικού δασμού από τον οριζόμενο στο δασμολόγιο», η αγωγή για την αναζήτηση ποσών αχρεωστήτως καταβληθέντων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, τα οποία αποτελούν «αντικειμενικό αχρεώστητο» όπως το προβλεπόμενο από το άρθρο 2033 του Αστικού Κώδικα, υπόκειται στη συνήθη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 2946 του ίδιου κώδικα.
9 Αμφιβάλλοντας ως προς το αν οι επίδικες διατάξεις συμβιβάζονται με διάφορες αρχές του κοινοτικού δικαίου, ο Giudice conciliatore di Milano υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα νέα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Ερωτάται αν οι αρχές της ασφαλείας δικαίου, της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων από τον κίνδυνο προσβολής τους (κατά την οποία οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού δικαίου δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϋκοί και δεν πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να καθιστούν υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων), όπως οι αρχές αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, εμποδίζουν τη θέσπιση εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως αυτής του άρθρου 29, πρώτο εδάφιο, του νόμου 428, της 29ης Δεκεμβρίου 1990, η οποία προφανώς έχει διατυπωθεί ως ερμηνευτική διάταξη, με συνέπεια την αναδρομική ισχύ της, στην πραγματικότητα όμως αντικαθιστά την προϋσχύσασα συνήθη (δεκαετή) παραγραφή με (πενταετή) αποσβεστική προθεσμία και η οποία ρύθμιση, μειώνοντας περαιτέρω σε τρία έτη την αποσβεστική προθεσμία, θεωρεί ότι οι εν λόγω προθεσμίες έχουν ήδη αρχίσει να τρέχουν κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος της, παρεκκλίνοντας έτσι, χωρίς προφανή δικαιολογία, και από τη γενική αρχή του άρθρου 252 του διατάγματος περί των εκτελεστικών και μεταβατικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, βάσει του οποίου, αν η άσκηση ενός δικαιώματος εξαρτάται από προθεσμία συντομότερη από εκείνη που τάσσουν οι προγενέστεροι νόμοι, η νέα προθεσμία που έχει ωσαύτως εφαρμογή στην άσκηση προηγουμένως κτηθέντων δικαιωμάτων αρχίζει να τρέχει μόνον από της ενάρξεως ισχύος της νέας διατάξεως.
2) Ερωτάται αν η αρχή κατά την οποία οι διαδικαστικοί κανόνες του εσωτερικού δικαίου για την προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϋκοί από εκείνους που διέπουν ανάλογες αξιώσεις του εσωτερικού δικαίου (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe και Comet, Συλλογή τόμος 1976, σ. 747 και 765, αρχή επιβεβαιωθείσα με άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις) εμποδίζει τη θέσπιση εθνικής διατάξεως, όπως αυτής του άρθρου 29, πρώτο εδάφιο, του νόμου 428, της 29ης Δεκεμβρίου 1990, η οποία φαινομενικά αποβλέπει στην εναρμόνιση των προθεσμιών προς επιστροφή των ποσών τα οποία έχουν καταβληθεί λόγω τελωνειακών εργασιών, στην πραγματικότητα όμως (όπως καθίσταται πρόδηλο από τον τίτλο και από το ίδιο το κείμενο της διατάξεως) έχει ως αποτέλεσμα να επεκτείνει τις αποσβεστικές προθεσμίες που προβλέπονται ήδη στο άρθρο 91 του νόμου περί τελωνείων (οι οποίες έχουν εφαρμογή μόνο στα σφάλματα υπολογισμού ή σε περίπτωση επιβολής διαφορετικού δασμού από τον οριζόμενο στο δασμολόγιο) στο αντικειμενικώς αχρεώστητο που απορρέει από παράβαση του κοινοτικού δικαίου, ενώ η ανάλογη αξίωση επιστροφής του αντικειμενικώς αχρεωστήτου του εσωτερικού κοινού δικαίου (άρθρο 2033 του Αστικού Κώδικα) υπόκειται στη δεκαετή παραγραφή.
3) Ερωτάται αν η αρχή που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-208/90, Emmott - βάσει της οποίας, μέχρι το χρονικό σημείο της ορθής μεταφοράς μιας οδηγίας ΕΟΚ στο εσωτερικό δίκαιο, το κράτος μέλος που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του δεν μπορεί να προβάλλει το εκπρόθεσμο της εκ μέρους ιδιώτη κινήσεως της σχετικής κατ' αυτού ένδικης διαδικασίας για την προστασία των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, η δε σχετική προθεσμία του εθνικού δικαίου αρχίζει να τρέχει μόνον από το χρονικό αυτό σημείο -, ως εφαρμογή της αρχής της ασφαλείας δικαίου, δεσμεύει εξίσου τον εθνικό δικαστή όπως και οι γραπτές διατάξεις κοινοτικού δικαίου.
4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, ερωτάται αν η εν λόγω αρχή που καθιερώθηκε με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-208/90, αποτελούσα συγκεκριμένη εφαρμογή μιας από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου, έχει άμεσο και γενικό αποτέλεσμα, δηλαδή, αν έχει ευθεία εφαρμογή και αν οι πολίτες μπορούν να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε κάθε άλλη περίπτωση μη ορθής μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - όπως στην περίπτωση η οποία, σε σχέση προς την οδηγία 83/643/ΕΟΚ, αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως της 30ής Μαου 1989, 340/87, Επιτροπή κατά Ιταλίας - και, επομένως, οσάκις διαπιστώνεται η διατήρηση ή η θέσπιση εθνικών διατάξεων οι οποίες υπαγορεύουν ρύθμιση μη συμβιβαζόμενη προς τις κοινοτικές διατάξεις που έχουν ευθεία εφαρμογή, όπως οι διατάξεις της Συνθήκης περί απαγορεύσεως των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι διατάξεις του Κοινού Δασμολογίου, και οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C-209/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, και της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-125/94, Aprile, όπου οι διατηρηθείσες σε ισχύ εθνικές διατάξεις επέβαλλαν, κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, την πληρωμή μη οφειλομένης δαπάνης υπό περιστάσεις (όπως οι σχετικές με τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων) στις οποίες ο επιχειρηματίας δεν ήταν σε θέση να αρνηθεί. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν το κράτος μέλος, το οποίο δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων κοινοτικού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή, μπορεί να ισχυριστεί ότι οι αποσβεστικές προθεσμίες ή ο χρόνος παραγραφής παρέρχονται εντός του χρόνου κατά τον οποίο οι ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικές διατάξεις εξακολουθούν να διατηρούνται σε ισχύ.»
Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων
10 Η Γαλλική Κυβέρνηση εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων. Κατ' αυτήν, το περιεχόμενο των επιδίκων διατάξεων δεν είναι βέβαιο και, αν γίνει δεκτή ερμηνεία κατά την οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι η αγωγή περί επιστροφής που άσκησε η Aprile ήταν εμπρόθεσμη, τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς.
11 Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμά το περιεχόμενο των εθνικών διατάξεων και τον τρόπο με τον οποίο αυτές πρέπει να εφαρμοσθούν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-45/94, Ayuntamiento de Ceuta, Συλλογή 1995, σ. Ι-4385, σκέψη 26). Δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση προκειμένου να εκτιμήσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων των ενδίκων διαφορών, το αν υπάρχει ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να αποφανθεί, τα προδικαστικά ερωτήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν απαράδεκτα για λόγο αντλούμενο από τη δυνατότητα να ερμηνευθούν οι επίδικες διατάξεις κατά ορισμένο τρόπο (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, C-194/94, CIA Security International, Συλλογή 1996, σ. Ι-2201, σκέψη 20).
12 Συνεπώς, πρέπει να εξεταστούν τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα.
Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος
13 Με τα δύο πρώτα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει την εφαρμογή μιας εθνικής διατάξεως σκοπούσας την αντικατάσταση, όσον αφορά όλες τις αξιώσεις επιστροφής που εμπίπτουν στον τελωνειακό τομέα, της συνήθους δεκαετούς παραγραφής, που προβλέπεται για την αξίωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με ειδική πενταετή, κατόπιν δε τριετή, αποκλειστική προθεσμία.
14 Η Aprile φρονεί ότι στα ερωτήματα αυτά πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, δεδομένου ότι η επίδικη διάταξη αντιφάσκει θεμελιωδώς, με αναδρομικό αποτέλεσμα, προς τις προηγούμενες διατάξεις του Αστικού Κώδικα και της τελωνειακής νομοθεσίας, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Corte suprema di cassazione. Πράγματι, το δικαστήριο αυτό έχει κρίνει ότι η στηριζόμενη στο κοινοτικό δίκαιο αξίωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων, η οποία απορρέει από την έλλειψη εξουσίας επιβολής επιβαρύνσεως, διέπεται από τους γενικούς κανόνες περί παραγραφής του Αστικού Κώδικα και όχι από την ειδική αποσβεστική προθεσμία της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, η οποία ισχύει μόνο για την επιστροφή των υπέρ το δέον καταβληθέντων ποσών λόγω σφάλματος κατά τον υπολογισμό ή κατά την εφαρμογή του δασμολογικού συντελεστή.
15 Η Ιταλική, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζονται, αντιθέτως, ότι η αποσβεστική προθεσμία την οποία επιβάλλει η επίδικη διάταξη αρκεί κάλλιστα ώστε να μην καταστεί πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούνται από το κοινοτικό δίκαιο και ότι η προθεσμία αυτή ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για όλες τις αξιώσεις επιστροφής που εμπίπτουν στον τελωνειακό τομέα, είτε στηρίζονται στο εθνικό είτε στο κοινοτικό δίκαιο. Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η ίδια τριετής προθεσμία ισχύει στην εθνική έννομη τάξη όσον αφορά διάφορες επιβαρύνσεις και επισημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει την ίδια προθεσμία για την επιστροφή ή τη διαγραφή δασμών. Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Corte suprema di cassazione, με τις οποίες εφαρμόστηκε στη βάσει του κοινοτικού δικαίου αξίωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων η αποσβεστική προθεσμία την οποία προβλέπει ειδικώς η εθνική φορολογική ρύθμιση και όχι η παραγραφή που προβλέπεται για τη βάσει του κοινού δικαίου αξίωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων.
16 Η Επιτροπή, αναφερόμενη στις παρατηρήσεις της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-231/96, Edis (Συλλογή 1998, σ. Ι-4951), πρότεινε να αναδιατυπωθούν τα υποβληθέντα ερωτήματα. Κατ' αυτήν, με τα ερωτήματα αυτά ερωτάται κατ' ουσίαν αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία υποβάλλει την αξίωση επιστροφής επιβαρύνσεων που καταβλήθηκαν για τη διενέργεια τελωνειακών εργασιών και κρίθηκαν ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο σε αποσβεστική προθεσμία η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη εξουσίας επιβολής επιβαρύνσεως και την ύπαρξη φορολογικής οφειλής προς το Δημόσιο, αντί της παραγραφής που ισχύει, σύμφωνα με την ίδια αυτή νομοθεσία, σε περίπτωση αντικειμενικώς αχρεωστήτου απορρέοντος από την απουσία μιας τέτοιας εξουσίας και μιας τέτοιας οφειλής. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1988, 240/87, Deville (Συλλογή 1988, σ. 3513), ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίσει, μετά την έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι ορισμένη νομοθετική ρύθμιση αντιβαίνει στη Συνθήκη, διαδικαστικό κανόνα ο οποίος μειώνει ειδικά τις δυνατότητες αναζητήσεως των επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν κακώς εισπραχθεί δυνάμει της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως.
17 Όπως επανειλημμένως έχει παρατηρήσει το Δικαστήριο, από τη συγκριτική προσέγγιση των εθνικών συστημάτων προκύπτει ότι το ζήτημα της αμφισβητήσεως των παρανόμως απαιτηθεισών επιβαρύνσεων ή της αποδόσεως των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων λύεται με διαφορετικούς τρόπους στα διάφορα κράτη μέλη, ακόμη δε και εντός του ιδίου κράτους, ανάλογα με τα διάφορα είδη των επιμάχων φόρων και επιβαρύνσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αμφισβητήσεις ή οι αιτήσεις αυτού του είδους υποβάλλονται από τον νόμο σε προϋποθέσεις τύπου και προθεσμίας όσον αφορά τόσο τις διοικητικές ενστάσεις που απευθύνονται στη φορολογική διοίκηση όσο και τις ένδικες προσφυγές. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αγωγές επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων πρέπει να ασκούνται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, ιδίως υπό μορφή αγωγών αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, οι δε αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν εντός λιγότερο ή περισσότερο μακράς προθεσμίας, σε ορισμένες δε περιπτώσεις εντός του χρόνου παραγραφής του κοινού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψεις 22 και 23, της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψεις 23 και 24, της 10ης Ιουλίου 1980, 811/79, Ariete, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 637, σκέψεις 10 και 11, και 826/79, Mireco, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 643, σκέψεις 11 και 12).
18 Αυτή η ποικιλία των εθνικών συστημάτων απορρέει ιδίως από την απουσία κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά την απόδοση των αχρεωστήτως εισπραττομένων εθνικών επιβαρύνσεων. Σε μια τέτοια κατάσταση, απόκειται όντως στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϋκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., ως πλέον πρόσφατες, την προπαρατεθείσα απόφαση Edis, σκέψεις 19 και 34, και την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-260/96, Spac, Συλλογή 1998, σ. Ι-4997, σκέψη 18).
19 Όσον αφορά την τελευταία αυτή αρχή, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ο καθορισμός ευλόγων αποσβεστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe, Συλλογή τόμος 1976, σ. 747, σκέψη 5, και 45/76, Comet, Συλλογή τόμος 1976, σ. 765, σκέψεις 17 και 18, και προπαρατεθείσα απόφαση Denkavit italiana, σκέψη 23· βλ., επίσης, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1997, C-261/95, Palmisani, Συλλογή 1997, σ. Ι-4025, σκέψη 28, και της 17ης Ιουλίου 1997, C-90/94, Haahr Petroleum, Συλλογή 1997, σ. Ι-4085, σκέψη 48). Πράγματι, τέτοιες προθεσμίες δεν είναι ικανές να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη. Συναφώς, μια τριετής αποσβεστική προθεσμία του εσωτερικού δικαίου, αρχόμενη από την ημερομηνία της αμφισβητουμένης καταβολής, φαίνεται εύλογη (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Edis, σκέψη 35, και Spac, σκέψη 19).
20 Ο σεβασμός της αρχής της ισοδυναμίας προϋποθέτει, εξάλλου, ότι ο επίμαχος κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως στις προσφυγές που στηρίζονται σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου και σ' εκείνες που στηρίζονται σε μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου, εφόσον πρόκειται για επιβαρύνσεις ή τέλη του ιδίου είδους. Η αρχή αυτή δεν μπορεί, αντιθέτως, να ερμηνευθεί ως υποχρεώνουσα το κράτος μέλος να επεκτείνει στο σύνολο των αξιώσεων επιστροφής των επιβαρύνσεων ή τελών που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου το πλέον ευνοϋκό εσωτερικό καθεστώς αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων (προπαρατεθείσες αποφάσεις Edis, σκέψη 36, και Spac, σκέψη 20).
21 Έτσι, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν νομοθετικώς, παράλληλα με την παραγραφή του κοινού δικαίου, η οποία ισχύει για τις αγωγές αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων μεταξύ ιδιωτών, ιδιαίτερους, λιγότερο ευνοϋκούς κανόνες για την υποβολή διοικητικών ενστάσεων και την άσκηση ενδίκων προσφυγών προς αμφισβήτηση των επιβαρύνσεων και λοιπών φόρων. Τούτο θα συνέβαινε μόνον αν οι κανόνες αυτοί ίσχυαν αποκλειστικά για τις αξιώσεις εκείνες επιστροφής των εν λόγω επιβαρύνσεων ή φόρων που βασίζονται στο κοινοτικό δίκαιο (προπαρατεθείσες αποφάσεις Edis, σκέψη 37, και Spac, σκέψη 21).
22 Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η επίμαχη παραγραφή αφορά ρητώς το σύνολο των αιτήσεων και ενδίκων αξιώσεων επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν για τη διενέργεια τελωνειακών εργασιών. Επιπλέον, σύμφωνα με τους μη αμφισβητούμενους ισχυρισμούς της Ιταλικής Κυβερνήσεως, ανάλογη προθεσμία ισχύει επίσης για τις αξιώσεις επιστροφής ορισμένων εμμέσων φόρων. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών του, η προθεσμία αυτή ισχύει αδιακρίτως για όλες τις αξιώσεις επιστροφής επιβαρύνσεων τέτοιας φύσεως, ανεξαρτήτως της βάσεώς τους, και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην αρχή της ισοδυναμίας.
23 Ωστόσο, η Επιτροπή, αναφερόμενη στις παρατηρήσεις της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Edis, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη διάταξη προκάλεσε μεταβολή της νομολογίας του Corte suprema di cassazione, καθόσον μέχρι τότε το δικαστήριο αυτό περιόριζε την εφαρμογή των αποσβεστικών προθεσμιών όπως η επίδικη μόνο στις περιπτώσεις σφαλμάτων κατά τον υπολογισμό των επιβαρύνσεων. Η διάταξη αυτή, όπως ερμηνεύθηκε από το ανώτατο ιταλικό δικαστήριο, υπέβαλε την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών στην τριετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 29 του νόμου 428/1990, αντί της δεκαετούς παραγραφής του κοινού δικαίου και έτσι μείωσε ειδικά τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να αναζητούν δικαστικώς τις κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου αχρεωστήτως εισπραχθείσες επιβαρύνσεις, αγνοώντας την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 309/85, Barra (Συλλογή 1988, σ. 355), και την προπαρατεθείσα απόφαση Deville.
24 Υπενθυμίζεται ότι, με τη σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Barra, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει εθνικές νομοθετικές διατάξεις περιορίζουσες την επιστροφή τέλους, το οποίο έχει κριθεί αντίθετο προς τη Συνθήκη με απόφαση του Δικαστηρίου, μόνο σε όσους είχαν ασκήσει προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, μια τέτοια διάταξη στερεί απολύτως από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και καθιστά έτσι αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που τους χορηγεί το κοινοτικό δίκαιο.
25 Ομοίως, με την προμνησθείσα απόφαση Deville, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίσει, μετά την έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι ορισμένη νομοθετική ρύθμιση αντιβαίνει στη Συνθήκη, διαδικαστικό κανόνα ο οποίος μειώνει ειδικά τις δυνατότητες αναζητήσεως των επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν κακώς εισπραχθεί δυνάμει της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως.
26 Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θεσπίσει διατάξεις εξαρτώσες την επιστροφή επιβαρύνσεως, η οποία κρίθηκε αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο με απόφαση του Δικαστηρίου ή της οποίας το ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο προκύπτει από μια τέτοια απόφαση, από προϋποθέσεις αφορώσες ειδικά την επιβάρυνση αυτή και οι οποίες είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που θα ίσχυαν, ελλείψει των διατάξεων αυτών, για την επιστροφή της εν λόγω επιβαρύνσεως.
27 ςΟπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παρούσα υπόθεση διαφέρουν κατά πολύ από τα επισημανθέντα με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις.
28 Κατ' αρχάς, η επίδικη διάταξη, μολονότι μειώνει σαφώς την προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, ορίζει επαρκή προθεσμία για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος επιστροφής. Συναφώς, από τις γραπτές και τις προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα ιταλικά δικαστήρια, περιλαμβανομένου του ιδίου του Corte suprema di cassazione, ερμήνευσαν τη διάταξη αυτή θεωρώντας ότι επέτρεπε την υποβολή της αιτήσεως εντός των τριών ετών μετά την έναρξη ισχύος της. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη έχει πράγματι αναδρομική ισχύ.
29 Εξάλλου, η επίμαχη προθεσμία δεν ισχύει μόνο για ορισμένο είδος επιβαρύνσεων οι οποίες κηρύχθηκαν προηγουμένως ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο, αλλά και για μια ολόκληρη σειρά εσωτερικών επιβαρύνσεων και φόρων, των οποίων την παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες εναρμόνισε η νομοθεσία αυτή.
30 Τέλος, η θέσπιση του επίδικου νόμου, μολονότι είναι μεταγενέστερη της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 30ής Μαου 1989, Επιτροπή κατά Ιταλίας, είναι προγενέστερη της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 21ης Μαρτίου 1991, Επιτροπή κατά Ιταλίας, καθώς και της αποφάσεως Aprile Ι.
31 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η επίμαχη νομοθεσία δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο το οποίο σκοπεί στον περιορισμό ειδικώς των συνεπειών των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου στις διάφορες αυτές αποφάσεις. Συναφώς, πρέπει κυρίως να επισημανθεί, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, ότι η επίδικη διάταξη αφορά το σύνολο των αιτήσεων και αξιώσεων που σκοπούν στην επιστροφή ποσών καταβληθέντων για τη διενέργεια τελωνειακών εργασιών, ανεξαρτήτως της βάσεως στην οποία στηρίζεται η αίτηση επιστροφής, και ότι ορίζει αποσβεστική προθεσμία ανάλογη προς την ήδη προβλεφθείσα για διάφορες φορολογήσεις.
32 Εξάλλου, οι διαπιστώσεις που εκτίθενται στην προπαρατεθείσα απόφαση της 30ής Μαου 1989, Επιτροπή κατά Ιταλίας, η οποία είναι η μόνη απόφαση που εκδόθηκε πριν από τη θέσπιση της διατάξεως αυτής, αφορούσαν ειδικώς και μόνον την επιβάρυνση των επιχειρηματιών, στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου, με το κόστος των διοικητικών ελέγχων και διατυπώσεων που διενεργούνταν κατά τη διάρκεια ενός μέρους του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των τελωνείων των μεθοριακών σταθμών. νΟμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 19 της αποφάσεως Aprile Ι, δεν αμφισβητείται ότι μέρος των εμπορευμάτων που εισάγονταν από την Aprile και πλήττονταν με τις επιβαρύνσεις που αποτελούν το αντικείμενο του αιτήματός της επιστροφής ήσαν καταγωγής τρίτων χωρών. Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 19 των προτάσεών του επί της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η ίδια απόφαση, διευκρινίστηκε σαφώς στην κύρια δίκη ότι επρόκειτο περί επιβαρύνσεων που καταβάλλονταν ως αντίτιμο τελωνειακών υπηρεσιών παρεχομένων εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας.
33 Εντεύθεν συνάγεται ότι η λύση που δίδουν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Barra και Deville δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω.
34 Συνεπώς, στα δύο πρώτα ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως σκοπούσας στην αντικατάσταση, όσον αφορά όλες τις αξιώσεις επιστροφής που εμπίπτουν στον τελωνειακό τομέα, της συνήθους δεκαετούς παραγραφής, που προβλέπεται για την αγωγή αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με ειδική πενταετή, κατόπιν δε τριετή, αποσβεστική προθεσμία, εφόσον η αποσβεστική αυτή προθεσμία, η οποία είναι ανάλογη προς την ήδη προβλεφθείσα για διάφορες επιβαρύνσεις, ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για τις αξιώσεις επιστροφής που στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο και για εκείνες που στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο.
Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος
35 Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν, αναφερόμενο στην απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-208/90, Emmott (Συλλογή 1991, σ. Ι-4269), αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει σε κράτος μέλος να αντιτάσσει εθνική αποσβεστική προθεσμία στις αξιώσεις επιστροφής επιβαρύνσεων εισπραχθεισών κατά παράβαση κοινοτικών διατάξεων, καθόσον χρόνο το κράτος μέλος αυτό δεν έχει τροποποιήσει τους εθνικούς του κανόνες ώστε να τους καταστήσει συμβατούς με τις διατάξεις αυτές.
36 Η Aprile φρονεί ότι στα ερωτήματα αυτά πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, δεδομένου ότι η αρχή που διατυπώνεται στην απόφαση Emmott έχει ευρύτατο περιεχόμενο και σκοπεί στη ρύθμιση κάθε ανάλογης καταστάσεως κατά την οποία η ύπαρξη εθνικών διατάξεων που αντιβαίνουν στις κοινοτικές διατάξεις εμποδίζει τον πολίτη να γνωρίζει τα δικαιώματά του.
37 Η Ιταλική, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζονται, αντιθέτως, ότι η αρχή αυτή δεν ισχύει σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία τα δικαιώματα των οποίων γίνεται επίκληση δεν απορρέουν από τις διατάξεις οδηγίας αλλά από κανόνες της Συνθήκης, διεθνών συμφωνιών και κοινοτικών κανονισμών. Κατά την άποψη των κυβερνήσεων αυτών, από τις αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-338/91, Steenhorst-Neerings (Συλλογή 1993, σ. Ι-5475), και της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C-410/92, Johnson (Συλλογή 1994, σ. Ι-5483), προκύπτει σαφώς ότι η λύση η οποία δόθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Emmott εδικαιολογείτο από ιδιάζουσες περιστάσεις της υποθέσεως αυτής και ουδόλως εξέφραζε θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου.
38 Σε πρώτη φάση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Steenhorst-Neerings και Johnson είχαν σχέση με απαιτήσεις οι οποίες αφορούσαν κοινωνικές παροχές μη χορηγηθείσες παρανόμως και, συνεπώς, δεν είχαν σχέση με την υπό κρίση περίπτωση. Η Επιτροπή θεωρούσε, συνεπώς, ότι στις αξιώσεις επιστροφής των επιβαρύνσεων που είχαν εισπραχθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου έπρεπε να εφαρμοστεί η λύση της αποφάσεως Emmott, άλλως θα παρεχόταν στο ευθυνόμενο για την παράβαση κράτος μέλος η δυνατότητα να ωφεληθεί από την παράβαση την οποία διέπραξε. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν ενέμεινε στην άποψη αυτή, αναγνωρίζοντας ότι η εν λόγω άποψη είχε απορριφθεί με την απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1997, C-188/95, Fantask κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. Ι-6783).
39 Από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει κατ' αρχήν στα κράτη μέλη να αντιτάσσουν στις αξιώσεις επιστροφής τελών εισπραχθέντων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου τριετή αποσβεστική προθεσμία του εσωτερικού δικαίου.
40 Ασφαλώς, είναι αληθές ότι, με τη σκέψη 23 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Emmott, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μέχρι το χρονικό σημείο της ορθής μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, το κράτος μέλος που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του δεν μπορεί να προβάλει την εκπρόθεσμη κίνηση της σχετικής κατ' αυτού ένδικης διαδικασίας εκ μέρους ιδιώτη για την προστασία των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται από τις διατάξεις της οδηγίας και ότι η προθεσμία ασκήσεως ένδικης προσφυγής του εσωτερικού δικαίου δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει παρά μόνο μετά το χρονικό αυτό σημείο.
41 Ωστόσο, όπως επιβεβαιώθηκε στη σκέψη 26 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Johnson, από την προπαρατεθείσα απόφαση Steenhorst-Neerings προκύπτει ότι η δοθείσα με την απόφαση Emmott λύση δικαιολογούνταν από τις περιστάσεις που χαρακτήριζαν την υπόθεση εκείνη, υπό τις οποίες η αποκλειστική προθεσμία είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει πλήρως την αιτούσα της κύριας δίκης από τη δυνατότητα να προβάλει το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως που αντλούσε από κοινοτική οδηγία (βλ., επίσης, προπαρετεθείσα απόφαση Haahr Petroleum, σκέψη 52, και απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-114/95 και C-115/95, Texaco και Olieselskabet Danmark, Συλλογή 1997, σ. Ι-4263, σκέψη 48).
42 Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Fantask κ.λπ., ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος το οποίο δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό του δίκαιο την οδηγία 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20), να αντιτάσσει στις αξιώσεις επιστροφής τελών τα οποία εισπράχθηκαν κατά παράβαση της οδηγίας αυτής πενταετή παραγραφή του εσωτερικού δικαίου αρχόμενη από την ημερομηνία κατά την οποία τα τέλη αυτά κατέστησαν απαιτητά.
43 Εν προκειμένω, δεν προκύπτει από τη δικογραφία και από τα διαμειφθέντα κατά την προφορική διαδικασία ότι η συμπεριφορά των ιταλικών αρχών συνδυαζόμενη με την ύπαρξη της επίδικης προθεσμίας στέρησαν παντελώς, όπως στην υπόθεση Emmott, την ενάγουσα εταιρία από τη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
44 Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσες αποφάσεις Haahr Petroleum, σκέψη 53, και Texaco και Olieselskabet Danmark, σκέψη 49) προκύπτει ότι η λύση που δόθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Emmott δεν έχει εφαρμογή στις αιτήσεις επιστροφής οι οποίες δεν στηρίζονται στο άμεσο αποτέλεσμα οδηγίας. Μολονότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφαση Aprile Ι επί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 87/53, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ασυμβίβαστο των επιδίκων επιβαρύνσεων προς το κοινοτικό δίκαιο δεν απορρέει από παράλειψη εφαρμογής ή από εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά από την παράβαση διατάξεων της Συνθήκης ή άλλων κοινοτικών πράξεων ευθείας εφαρμογής.
45 Συνεπώς, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αντιτάσσει εθνική αποσβεστική προθεσμία στις αξιώσεις επιστροφής επιβαρύνσεων εισπραχθεισών κατά παράβαση κοινοτικών διατάξεων, έστω κι αν το κράτος μέλος αυτό δεν έχει ακόμη τροποποιήσει τους εθνικούς του κανόνες ώστε να τους καταστήσει συμβατούς με τις διατάξεις αυτές.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική και η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 25ης Ιουνίου 1996 ο Giudice conciliatore di Milano, αποφαίνεται:
1) Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως σκοπούσας στην αντικατάσταση, όσον αφορά όλες τις αξιώσεις επιστροφής που εμπίπτουν στον τελωνειακό τομέα, της συνήθους δεκαετούς παραγραφής, που προβλέπεται για την αγωγή αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με ειδική πενταετή, κατόπιν δε τριετή, αποσβεστική προθεσμία, εφόσον η αποσβεστική αυτή προθεσμία, η οποία είναι ανάλογη προς την ήδη προβλεφθείσα για διάφορες επιβαρύνσεις, ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για τις αξιώσεις επιστροφής που στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο και για εκείνες που στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο.
2) Υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αντιτάσσει εθνική αποσβεστική προθεσμία στις αξιώσεις επιστροφής επιβαρύνσεων εισπραχθεισών κατά παράβαση κοινοτικών διατάξεων, έστω κι αν το κράτος μέλος αυτό δεν έχει ακόμη τροποποιήσει τους εθνικούς του κανόνες ώστε να τους καταστήσει συμβατούς με τις διατάξεις αυτές.