Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0188

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 20ής Νοεμβρίου 1997.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά V.
    Υπάλληλοι - Οριστική παύση - Αιτιολογια.
    Υπόθεση C-188/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-06561

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:554

    61996J0188

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 20ής Νοεμβρίου 1997. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά V. - Υπάλληλοι - Οριστική παύση - Αιτιολογια. - Υπόθεση C-188/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-06561


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Αναίρεση - Λόγοι - Ανεπαρκής αιτιολογία - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - υΕλεγχος του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αποφάσεως επιβάλλουσας πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο - Συνεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο - Περιλαμβάνεται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

    2 Αναίρεση - Λόγοι - Σκεπτικό αποφάσεως που παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο - Εσφαλμένη εκτίμηση από το Πρωτοδικείο της αιτιολογίας αποφάσεως επιβάλλουσας πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο - Βάσιμη αναίρεση

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

    Περίληψη


    3 Το ζήτημα που περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αποφάσεως επιβάλλουσας πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Ο έλεγχος της νομιμότητας που ασκείται στο πλαίσιο αυτό από το Δικαστήριο πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία είναι επαρκής ή ανεπαρκής.

    4 Η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητάς της και στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη.

    Πάσχει νομικό σφάλμα η απόφαση του Πρωτοδικείου που διαπιστώνει την ανεπάρκεια αιτιολογίας αποφάσεως επιβάλλουσας πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο ενώ η εν λόγω απόφαση εκθέτει με επαρκή ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά σε βάρος του ενδιαφερομένου και περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέστη της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου επιβάλλοντας ποινή αυστηρότερη εκείνης που συνέστησε το όργανο αυτό.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-188/96 P,

    Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από την Ana Maria Alves Vieira, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Denis Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 28 Μαρτίου 1996 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) στην υπόθεση T-40/95, V κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-461), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής,όπου ο έτερος διάδικος είναι ο V, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενος από τους Jean-Noλl Louis, Thierry Demaseure, Vιronique Leclercq και Ariane Tornel, δικηγόρους Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τα γραφεία της fiduciaire Myson, 30, rue de Cessange,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, P. Jann (εισηγητή) και L. Sevσn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαου 1997,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Μαου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΞ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 28 Μαρτίου 1996 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Τ-40/95, V κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-461, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Ιανουαρίου 1995 (στο εξής: επίδικη απόφαση), περί επιβολής στον V της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως χωρίς στέρηση ή μείωση του δικαιώματος συντάξεως, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 86, παράγραφος 2, στοιχείο σττ, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

    2 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τον Φεβρουάριο του 1992 η Επιτροπή κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά του V, υπαλλήλου βαθμού C 3 της Γενικής Διευθύνσεως Πίστη και Επενδύσεις (ΓΔ XVIII) (σκέψεις 1 έως 3).

    3 Κατ' αρχάς στον εν λόγω υπάλληλο προσάφθηκε ότι, στο πλαίσιο διαγωνισμού επί θεμάτων λογιστικής και ελέγχου ο οποίος είχε οργανωθεί από κοινού από την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, συνεργάστηκε με δύο άλλους υποψηφίους, ήτοι τη σύζυγό του, G.-G., και τον συνάδελφό του, Κ., και ότι γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις και/ή τα υποδείγματα των ορθών απαντήσεων (σκέψεις 3 έως 7).

    4 Τον Ιούνιο του 1993 το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε μια πρώτη γνωμοδότηση, με την οποία συνέστησε στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) να επιβάλει στον V την προβλεπόμενη στο άρθρο 86, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του ΚΥΚ πειθαρχική ποινή, ήτοι την επίπληξη (σκέψη 8).

    5 Κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης ακροάσεως, ο Κ. δήλωσε ότι είχε πληροφορηθεί από τον V ότι ο τελευταίος είχε στη διάθεσή του τις ερωτήσεις που θα ετίθεντο στις εξετάσεις και ότι οι ερωτήσεις αυτές του είχαν δοθεί από ένα δίκτυο που υφίστατο εντός της υπηρεσίας ασφαλείας στο Λουξεμβούργο (σκέψη 9).

    6 Ενόψει των νέων αυτών πραγματικών περιστατικών, η ΑΔΑ κίνησε εκ νέου την πειθαρχική διαδικασία κατά του V. Στις 11 Οκτωβρίου 1994 το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε δεύτερη γνωμοδότηση, με την οποία συνέστησε να επιβληθεί στον V η πειθαρχική ποινή που προβλέπεται στο άρθρο 86, παράγραφος 2, στοιχείο εε, του ΚΥΚ, ήτοι ο υποβιβασμός στον βαθμό C 4, με ταυτόχρονη διατήρηση του κλιμακίου (σκέψεις 11 έως 15). Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το πειθαρχικό συμβούλιο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη στη γνωμοδότησή του τις ελαφρυντικές περιστάσεις που αντλήθηκαν από τα έξι έτη άμεμπτης ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων που είχε συμπληρώσει ο V και από τις προηγούμενες εκθέσεις βαθμολογίας.

    7 Μετά νέα ακρόαση του V, η ΑΔΑ εξέδωσε, στις 18 Ιανουαρίου 1995, απόφαση επιβάλλοντάς του την πειθαρχική ποινή που προβλέπεται από το άρθρο 86, παράγραφος 2, στοιχείο σττ, του ΚΥΚ, δηλαδή την οριστική παύση, με ισχύ από 1ης Μαρτίου 1995.

    8 Η απόφαση αυτή είναι αιτιολογημένη ως εξής:

    «επειδή οι αιτιάσεις που έγιναν δεκτές σε βάρος του V είναι οι εξής:

    - συνεργάστηκε, κατά τη διάρκεια των γραπτών εξετάσεων λογιστικής και ελέγχου του γενικού διαγωνισμού EUR/B/21 στο Λουξεμβούργο, με δύο άλλους υποψηφίους, ήτοι τη σύζυγό του G.-G. και τον Κ., υπάλληλο της υπηρεσίας ασφαλείας στο Λουξεμβούργο, προσωρινώς αποσπασθέντα στην υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων, για το τμήμα Ι της δοκιμασίας Α1 της λογιστικής, και με τον έναν από τους δύο αυτούς υποψηφίους για την πλειονότητα των υπολοίπων ερωτήσεων, και

    - γνώριζε εκ των προτέρων είτε τα υποδείγματα των ορθών απαντήσεων στις ερωτήσεις λογιστικής και ίσως και ελέγχου, είτε το περιεχόμενο των ερωτήσεων αυτών ή ορισμένων από αυτές είτε συγχρόνως και τα υποδείγματα των ορθών απαντήσεων και τις ερωτήσεις αυτές·

    επειδή ένας από τους διορθωτές των γραπτών εξετάσεων του γενικού διαγωνισμού EUR/B/21, με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1991 που απηύθυνε στην εξεταστική επιτροπή, επισήμανε ότι δύο υποψήφιοι είχαν κατά πάσα πιθανότητα συνεργαστεί κατά τη διάρκεια των εξετάσεων στο πλαίσιο των οποίων η σύνταξη ορισμένων απαντήσεων ήταν είτε καθόλα πανομοιότυπη είτε, ως προς άλλα τμήματα, παρεμφερής σε μεγάλο βαθμό· επειδή ένας τρίτος υποψήφιος είχε προφανώς επικοινωνήσει με τους δύο πρώτους, σε μικρότερη έκταση·

    επειδή από τους αριθμούς που δόθηκαν στους υποψηφίους προς εξασφάλιση της ανωνυμίας προκύπτει ότι οι δύο πρώτοι υποψήφιοι ήταν ο V και ο Κ. και ότι το τρίτο πρόσωπο ήταν η G.-G.·

    επειδή τόσο από τις εκθέσεις ακροάσεως του V όσο και από τις γνωμοδοτήσεις του πειθαρχικού συμβουλίου προκύπτει ότι ο V ομολόγησε ότι εγχείρισε κατά τη διάρκεια των γραπτών εξετάσεων πρόχειρα σημειώματα στον Κ., κατόπιν νοημάτων που του έκανε ο τελευταίος· επειδή από τις δηλώσεις του V προκύπτει πράγματι ότι "κατά τη διάρκεια των εξετάσεων (ο Κ.) του είπε ότι θεωρούσε ότι δεν ήταν σε θέση να επιλύσει ορισμένες από τις ασκήσεις της λογιστικής"·

    επειδή η συμπεριφορά του V επιβαρύνεται ενόψει των περιστάσεων που περιγράφονται κατωτέρω·

    επειδή από τα γραπτά του Κ. προκύπτει ότι η απάντησή του στην ερώτηση Α1 στα τμήματα που αφορούν την καθαρή λογιστική παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την απάντηση του V·

    επειδή, όπως προκύπτει από τον πίνακα στη σελίδα 4 της παρούσας αποφάσεως, η απάντηση του Κ. στο τμήμα 2, σημείο 2, της ερωτήσεως Α1 - ανάλυση και σχολιασμός του αποτελέσματος του σημείου 1 - παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με την απάντηση του V (πρβλ. το παράρτημα 2 για την απάντηση του Κ. στο σημείο αυτό και το παράρτημα 3 για την απάντηση του V)· επειδή, αντιθέτως, η απάντηση του Κ. (παράρτημα 2) περιέχει σχεδόν κατά γράμμα το τμήμα του υποδείγματος της ορθής απαντήσεως στην ερώτηση Α1, τμήμα 2, σημείο 2, το οποίο είχε προηγουμένως συνταχθεί από την εξεταστική επιτροπή (πρβλ. παράρτημα 4)·

    επειδή από τον φάκελο προκύπτει ότι τα στοιχεία της απαντήσεως δεν είναι δυνατόν να έχουν ληφθεί από το εγχειρίδιο ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το σχετικό τμήμα του οποίου επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση (παράρτημα 5)·

    επειδή στις καταθέσεις του ο V αναφέρει ότι ο Κ. μπόρεσε να τον πληροφορήσει κατά τη διάρκεια των εξετάσεων ότι θεωρούσε ότι δεν ήταν σε θέση να λύσει ορισμένες από τις ασκήσεις λογιστικής και ότι κατόπιν της παρακλήσεως αυτής για βοήθεια του εγχείρισε αυτό που αποκαλεί πρόχειρα σημειώματα των απαντήσεών του· επομένως είναι σαφές ότι, πριν από τη βοήθεια που έλαβε από τον V, ο Κ. δεν γνώριζε τα στοιχεία της απαντήσεως που χρησιμοποίησε· τα στοιχεία αυτά είναι παρεμφερή τόσο προς την απάντηση του V όσο και προς το υπόδειγμα της ορθής απαντήσεως για το προαναφερθέν σημείο· επιβάλλεται, κατά συνέπεια, η διαπίστωση ότι ο V είχε στη διάθεσή του το υπόδειγμα ορθής απαντήσεως για το επίμαχο σημείο και τούτο οπωσδήποτε πριν εισέλθει στην αίθουσα διεξαγωγής του διαγωνισμού· επωφελήθηκε, επομένως, από διαρροή θεμάτων·

    επειδή ο V προσπάθησε κατά τον τρόπο αυτό εσκεμμένως να νοθεύσει τα αποτελέσματα του γενικού διαγωνισμού, παραβιάζοντας την αρχή κατά την οποία οι υποψήφιοι για θέσεις της ευρωπαϋκής δημοσιοϋπαλληλίας πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις εξετάσεις των εν λόγω γενικών διαγωνισμών·

    επειδή η συμπεριφορά αυτή εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο επιτυχίας στις εξετάσεις του γενικού αυτού διαγωνισμού υποψηφίων οι οποίοι δεν διέθεταν, στην πραγματικότητα, τις απαιτούμενες επαγγελματικές γνώσεις, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια τόσο να ζημιωθούν οι λοιποί υποψήφιοι όσο και να θιγούν τα συμφέροντα του οργάνου·

    επειδή, αρνούμενος να παράσχει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με την πηγή που του προμήθευσε το σχετικό υπόδειγμα της ορθής απαντήσεως παρέβη το καθήκον του συνεργασίας για την ανεύρεση, προς το συμφέρον του οργάνου, της αλήθειας·

    επειδή ο V, πρώην επιθεωρητής της βελγικής αστυνομίας και πρώην υπάλληλος της υπηρεσίας ασφαλείας, αρχικά στο Λουξεμβούργο και στη συνέχεια στην Ispra, ασκούσε εξαιρετικώς υπεύθυνα και εμπιστευτικά καθήκοντα·

    επειδή το όργανο δικαιούται να αναμένει από τους υπαλλήλους του και, ειδικότερα, από πρώην υπάλληλο της υπηρεσίας ασφαλείας, ως εκ της φύσεως των ασκουμένων καθηκόντων, την επίδειξη άκρας εντιμότητας·

    λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετική βαρύτητα της συμπεριφοράς του V, ο οποίος καταχράστηκε της εμπιστοσύνης που πρέπει να επικρατεί μεταξύ του υπαλλήλου και του κοινοτικού του οργάνου·

    επειδή για τους λόγους αυτούς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των συνθηκών της υπό κρίση υποθέσεως καθίσταται αναγκαία και δικαιολογημένη η επιβολή στον V ποινής αυστηρότερης της πειθαρχικής ποινής που συνέστησε το πειθαρχικό συμβούλιο.»

    9 Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται διεξοδικώς στις σκέψεις 1 έως 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    10 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 1995, ο V άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

    11 Προς στήριξη της προσφυγής του, ο V προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίχθηκε στην παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του άρθρου 7 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ο δεύτερος στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο τρίτος σε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της ΑΔΑ, ο τέταρτος σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ο πέμπτος λόγος αντλήθηκε από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και την ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    12 Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει κατ' αρχάς το δεύτερο σκέλος του τελευταίου λόγου ακυρώσεως.

    13 Στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο υπενθύμισε κατ' αρχάς ότι από την αιτιολογία της αποφάσεως της ΑΔΑ πρέπει να καταφαίνονται, κατά τρόπο ακριβή, τα γεγονότα που καταλογίστηκαν στον υπάλληλο, καθώς και οι σκέψεις που οδήγησαν την ΑΔΑ στην επιλεγείσα ποινή. Τόνισε, επιπλέον, ότι, εάν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η επιβληθείσα από την ΑΔΑ ποινή είναι αυστηρότερη της προταθείσας από το πειθαρχικό συμβούλιο, στην απόφαση πρέπει να διευκρινίζονται, κατά τρόπο λεπτομερή, οι λόγοι που ώθησαν την ΑΔΑ να αποστεί από τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου.

    14 Στις σκέψεις 37 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο εξέτασε αν η ΑΔΑ εξέθεσε, κατά τρόπο ακριβή, τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες που αποτέλεσαν την αιτία της επιβολής, με την απόφασή της, βαρύτερης ποινής σε σχέση με τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου. Διαπίστωσε ότι η ΑΔΑ κατέληξε στο ότι η συμπεριφορά του V επιβαρύνθηκε περισσότερο σε σχέση με αυτή που διαπίστωσε το πειθαρχικό συμβούλιο, ιδίως όσον αφορά τον πραγματικό ισχυρισμό ότι ο V διέθετε υπόδειγμα των ορθών απαντήσεων πριν από τις εξετάσεις, χωρίς ωστόσο να αιτιολογήσει κατά τρόπο λεπτομερή την απόφασή της να αποστεί από τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου.

    15 Στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι δεν θεωρούσε ότι η ομοιότητα των απαντήσεων του Κ. με το υπόδειγμα των ορθών απαντήσεων συνιστά επαρκή απόδειξη του ότι ο V είχε στη διάθεσή του το υπόδειγμα των ορθών απαντήσεων πριν από τις εξετάσεις.

    16 Στις σκέψεις 43 έως 50 το Πρωτοδικείο εξέτασε στη συνέχεια αν οι τρεις επιβαρυντικές περιστάσεις που προέβαλε η ΑΔΑ μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσεως και όχι της ποινής του υποβιβασμού που προτάθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο.

    17 Στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο προσήψε στην ΑΔΑ ότι δεν αιτιολόγησε λεπτομερώς την απόφασή της και ότι δεν μνημόνευσε τους λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άρνηση της ΑΔΑ να λάβει υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις που ώθησαν το πειθαρχικό συμβούλιο στην επιλογή της προταθείσας από αυτό ποινής, ήτοι τα έξι έτη άμεμπτης ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων που είχε συμπληρώσει ο V και τις εκθέσεις βαθμολογίας του.

    18 Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 52, ότι η επίδικη απόφαση δεν περιείχε αιτιολογία διευκρινίζουσα επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η ΑΔΑ επέβαλε στον V ποινή σαφώς βαρύτερη της προταθείσας από το πειθαρχικό συμβούλιο, οπότε ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.

    Η αίτηση αναιρέσεως

    19 Με την αίτησή της αναιρέσεως η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Στηρίζεται συναφώς σε τρεις λόγους αναιρέσεως: κατ' αρχάς, το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως· στη συνέχεια, αφενός, προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που η ΑΔΑ θεώρησε ως επιβαρυντικά καθόσον έκρινε ότι δεν δικαιολογούν την επιβολή ποινής βαρύτερης από εκείνη που πρότεινε το πειθαρχικό συμβούλιο και, αφετέρου, κακώς έκρινε ότι η επίδικη απόφαση, για να θεωρηθεί αρκούντως αιτιολογημένη, θα έπρεπε να μνημονεύει τις ελαφρυντικές περιστάσεις που επισήμανε το πειθαρχικό συμβούλιο· τέλος, το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του μέτρου αποδείξεως που απαιτείται για την θεμελίωση πειθαρχικής παραβάσεως.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    20 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Πράγματι, η επίδικη απόφαση, αντίθετα προς τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μνημονεύει ρητώς τους λόγους για τους οποίους η ΑΔΑ αποφάσισε να επιβάλει στον V ποινή βαρύτερη της προταθείσας από το πειθαρχικό συμβούλιο. Επομένως, η επίδικη απόφαση παρέσχε στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία ώστε να γνωρίζει, αφενός, αν ήταν βάσιμη ή όχι και, αφετέρου, αν ήταν δυνατός ο δικαστικός της έλεγχος.

    21 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, ενώ προσάπτει την έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, διαπιστώνει ότι έπρεπε να «εξετασθεί αν οι τρεις επιβαρυντικές περιστάσεις που έλαβε υπόψη η ΑΔΑ μπορούν να δικαιολογήσουν την επιβολή βαρύτερης ποινής (...)». Έτσι, στην πραγματικότητα, το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε τη διαφορά μεταξύ της βλάβης που προκύπτει από την έλλειψη ή την ανεπάρκεια της αιτιολογίας και της βλάβης που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει από το αβάσιμο των λόγων που όντως προβλήθηκαν για να δικαιολογήσουν την επιβληθείσα ποινή. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό το Πρωτοδικείο υποκατέστησε την ΑΔΑ στην εκτίμηση περί της επιλογής της κατάλληλης πειθαρχικής ποινής.

    22 Όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ΑΔΑ τις έλαβε δεόντως υπόψη, αλλά δεν τις μνημόνευσε στο μέτρο που η εξαιρετική βαρύτητα των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά σε βάρος του V είχε ως συνέπεια την εξουδετέρωση των ελαφρυντικών περιστάσεων, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι η έλλειψη μνείας τους στην επίδικη απόφαση δικαιολογείται από τον προφανή χαρακτήρα των ελαφρυντικών αυτών περιστάσεων, δηλαδή από το γεγονός ότι η Επιτροπή δικαιούται να αναμένει από κάθε υπάλληλο την άμεμπτη άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.

    23 Ο V ισχυρίζεται ότι οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι. Με τα επιχειρήματά της η Επιτροπή επιδιώκει να προκαλέσει νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, πράγμα το οποίο αντιβαίνει στο άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου. Επί της ουσίας φρονεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε την εκ μέρους της ΑΔΑ παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

    Επί του παραδεκτού

    24 Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα που περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. Ι-983). Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 12 των προτάσεών του, ο έλεγχος της νομιμότητας μιας αποφάσεως που ασκείται στο πλαίσιο αυτό από το Δικαστήριο πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία είναι επαρκής ή ανεπαρκής.

    25 Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε ο V πρέπει να απορριφθεί.

    Επί της ουσίας

    26 Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22, και Επιτροπή κατά Daffix, προπαραταθείσα, σκέψη 23).

    27 Πρέπει να τονιστεί συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 22 των προτάσεών του, ότι η ΑΔΑ στηρίχθηκε ρητώς σε έξι λόγους που δικαιολογούσαν την επιβολή ποινής αυστηρότερης από την προταθείσα από το πειθαρχικό συμβούλιο, ήτοι:

    - ο V, πρώην επιθεωρητής της βελγικής αστυνομίας και πρώην υπάλληλος της υπηρεσίας ασφαλείας, ασκούσε εξαιρετικώς υπεύθυνα και εμπιστευτικά καθήκοντα,

    - το όργανο δικαιούνταν να αναμένει από τους υπαλλήλους του και, ειδικότερα, από πρώην υπάλληλο της υπηρεσίας ασφαλείας την επίδειξη άκρας εντιμότητας,

    - ο V προσπάθησε εσκεμμένως να νοθεύσει τα αποτελέσματα του γενικού διαγωνισμού παραβιάζοντας την αρχή κατά την οποία οι υποψήφιοι πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους διαγωνισμούς αυτούς,

    - η συμπεριφορά του V εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο επιτυχίας στις εξετάσεις υποψηφίων οι οποίοι δεν διέθεταν τις απαιτούμενες επαγγελματικές γνώσεις, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια τόσο να ζημιωθούν οι λοιποί υποψήφιοι όσο και να θιγούν τα συμφέροντα του οργάνου,

    - αρνούμενος να παράσχει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με την πηγή που του προμήθευσε το σχετικό υπόδειγμα της ορθής απαντήσεως, ο V παρέβη το καθήκον του συνεργασίας,

    - ο V καταχράστηκε έτσι της εμπιστοσύνης που πρέπει να επικρατεί μεταξύ του υπαλλήλου και του κοινοτικού του οργάνου.

    28 Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι οι έξι λόγοι που επικαλέστηκε η ΑΔΑ, αναλυθέντες ενόψει του συνόλου των συνθηκών της υποθέσεως που χρειάστηκε να εξετάσει η ΑΔΑ - περιλαμβανομένων και των περιστάσεων που επικαλέστηκε το πειθαρχικό συμβούλιο και που αντλούνται από έξι έτη άμεμπτης ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων και από τις προηγούμενες εκθέσεις βαθμολογίας - συνιστούσαν επαρκή αιτιολογία παρέχουσα στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να προβεί σε δικαστικό έλεγχο του βασίμου της αποφάσεως.

    29 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, αντιθέτως προς τις κρίσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 41 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επίδικη απόφαση εξέθεσε με επαρκή ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους η ΑΔΑ αποφάσισε να επιβάλει στον V ποινή αυστηρότερη εκείνης που συνέστησε το πειθαρχικό συμβούλιο. Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

    30 Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως καθώς και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής είναι βάσιμοι.

    31 Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον το Πρωτοδικείο, αφενός, ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και, αφετέρου, καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της προηγούμενης διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, οπότε παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

    Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Πρωτοδικείο

    32 Κατά το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, «αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει».

    33 Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν μπορεί να κρίνει την υπόθεση, εφόσον δεν αποκλείεται να καταστεί αναγκαία η απόδειξη πραγματικών περιστατικών προκειμένου να κριθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Επομένως, πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει επί της ουσίας, εξετάζοντας τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως ο V.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων της 28ης Μαρτίου 1996, Τ-40/95, V κατά Επιτροπής, καθόσον, αφενός, ακύρωσε, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Ιανουαρίου 1995 περί οριστικής παύσεως του V και, αφετέρου, καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

    2) Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως ο V.

    3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Top