This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61994TJ0166
Judgment of the Court of First Instance (Fourth Chamber, extended composition) of 14 July 1995. # Koyo Seiko Co. Ltd v Council of the European Union. # Antidumping - Injury. # Case T-166/94.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1995.
Koyo Seiko Co. Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Αντιντάμπινγκ - Ζημία.
Υπόθεση T-166/94.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1995.
Koyo Seiko Co. Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Αντιντάμπινγκ - Ζημία.
Υπόθεση T-166/94.
Συλλογή της Νομολογίας 1995 II-02129
ECLI identifier: ECLI:EU:T:1995:140
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 14ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1995. - KOYO SEIKO CO. LTD ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ. - ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ - ΖΗΜΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ T-166/94.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα II-02129
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Κοινή εμπορική πολιτική * 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ * Ζημία * Καθορισμός της όσον αφορά τους πωλούμενους χωριστά "εξωτερικούς δακτυλίους", συστατικό στοιχείο των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους * Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως * Κατάχρηση εξουσίας * Δεν υφίστανται
(Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρο 2 PAR 1)
2. Κοινή εμπορική πολιτική * 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ * Ζημία * Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ * Εκτίμηση όσον αφορά αντιπροσωπευτικό τμήμα της κοινοτικής αγοράς * Επιτρέπεται * Παραβίαση της αρχής του ενιαίου της κοινοτικής αγοράς * Δεν υφίσταται * Μη συνυπολογισμός των αγορών στις οποίες ελήφθησαν εθνικά μέτρα προστασίας σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία * Επιτρέπεται
(Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρο 4 PAR PAR 4 και 5)
3. Κοινή εμπορική πολιτική * 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ * Ζημία * Απόδειξη της σχέσεως αιτιότητας * Υποχρεώσεις των κοινοτικών οργάνων * Συνυπολογισμός παραγόντων ξένων προς το ντάμπινγκ * Εισαγωγές προϊόντων που κατασκευάζουν σε τρίτες χώρες παραγωγοί συνδεόμενοι με τους κοινοτικούς παραγωγούς * Εισαγωγές που δεν μπορούν να μειώσουν τη δυνατότητα επικερδούς λειτουργίας της κοινοτικής βιομηχανίας
(Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρο 4 PAR 1)
4. Πράξεις των οργάνων * Αιτιολόγηση * Υποχρέωση * Περιεχόμενο * Κανονισμοί περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ * Ανακρίβεια η οποία δεν εμποδίζει την κατανόηση της συλλογιστικής που οδήγησε στην επιβολή των δασμών * Δεν έχει επίπτωση
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190)
1. Το Συμβούλιο, εκδίδοντας τον κανονισμό 55/93, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα εξωτερικών δακτυλίων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταγωγής Ιαπωνίας, διαφορετικού ύψους σε σχέση με το δασμό που επιβλήθηκε στα πλήρη ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, και βασιζόμενο, προς απόδειξη της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων, όχι στην τιμή των πλήρων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους αλλά στην τιμή των εξωτερικών δακτυλίων, που είναι συστατικά στοιχεία των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ούτε ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.
Πράγματι, ανεξάρτητα από το ζήτημα της υπάρξεως ανταγωνισμού μεταξύ εξωτερικών δακτυλίων προερχόμενων από διαφορετικούς κατασκευαστές και από το ζήτημα της συναρμολογήσεως εξωτερικών δακτυλίων ενός κατασκευαστή με τα άλλα στοιχεία του ρουλεμάν άλλου κατασκευαστή, οι εξωτερικοί δακτύλιοι είναι διαφορετικά προϊόντα, που πωλούνται και τιμολογούνται χωριστά από τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους και μπορούν, για τον λόγο αυτόν, να αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.
Εξάλλου, και στον βαθμό στον οποίο το σχετικό προϊόν μπορεί, στο σύνολό του, να χρησιμοποιείται εναλλακτικά σε σχέση με άλλα ομοειδή, οπότε ένα πλήρες ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο οποιουδήποτε διαφορετικού κατασκευαστή, κάθε πλεονέκτημα σχετικά με ένα από τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω προϊόντος, εν προκειμένω τον εξωτερικό δακτύλιο που πωλείται ως χωριστό προϊόν, μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές του αγοραστή. 'Οταν το πλεονέκτημα αυτό αφορά την τιμή, ο αγοραστής θα προτιμήσει καταρχήν το φθηνότερο προϊόν, χωρίς να τον εμποδίζει το γεγονός ότι αυτό είναι χρησιμοποιήσιμο με έναν μόνο τύπο των άλλων στοιχείων που συνθέτουν το πλήρες ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, οπότε η μείωση της τιμής του στοιχείου αυτού, ήτοι του εξωτερικού δακτυλίου, είναι ικανή να ζημιώσει τους κοινοτικούς κατασκευαστές εξωτερικών δακτυλίων.
Επιπλέον, και στο βαθμό που η επιλογή ενός από τα στοιχεία που αποτελούν το πλήρες ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους συνεπάγεται ότι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία προέρχονται από τον ίδιο κατασκευαστή, τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού που υφίσταται μεταξύ των εξωτερικών δακτυλίων αντανακλώνται στο επίπεδο των πλήρων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, οπότε το γεγονός ότι στην πράξη δεν συναρμολογούνται εξωτερικοί δακτύλιοι και κώνοι ρουλεμάν διαφορετικών κατασκευαστών έχει ως αποτέλεσμα ότι η εισαγωγή ιαπωνικών εξωτερικών δακτυλίων σε τιμές ντάμπινγκ ζημιώνει, καταρχάς, τους κοινοτικούς εξωτερικούς δακτυλίους και, στη συνέχεια, τα άλλα κοινοτικής προελεύσεως στοιχεία που συνθέτουν το πλήρες ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους.
2. Η πρακτική των κοινοτικών οργάνων, η οποία συνίσταται στην εξέταση μόνον ενός αντιπροσωπευτικού μέρους της κοινοτικής αγοράς προς εξακρίβωση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή του ενιαίου της κοινοτικής αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος της κοινοτικής αγοράς το οποίο λαμβάνεται υπόψη.
Επ' αυτού, ορθώς τα όργανα αυτά λαμβάνουν υπόψη ένα μέρος της κοινοτικής αγοράς, αντιπροσωπευτικό όσον αφορά, ταυτόχρονα, την εξέταση της διαφοράς των τιμών, τις πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς, παραλείποντας, κατά την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική αγορά, την αγορά ορισμένων κρατών μελών στα οποία δεν ήταν δυνατή η εισαγωγή των εν λόγω αποτελούντων το αντικείμενο ντάμπινγκ προϊόντων λόγω εθνικών μέτρων προστασίας, ληφθέντων σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Πράγματι, αν συμπεριλαμβάνονταν και οι αγορές αυτές, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τη σχετικοποίηση της εκτάσεως της ζημίας και, επομένως, θα μειωνόταν, στο τμήμα της κοινής αγοράς που ήταν ανοικτό στις εν λόγω εισαγωγές, η προστασία στην οποία σκοπεί ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ.
3. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88, στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να εξετάζουν αν η ζημία την οποία προτίθενται να λάβουν υπόψη προκύπτει πράγματι από εισαγωγές οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ και να αποκλείουν κάθε άλλη ζημία απορρέουσα από άλλους παράγοντες.
Σε μια κατάσταση όπου οι εισαγωγές από τρίτες χώρες πέραν εκείνων από τις οποίες προέρχονται οι εισαγωγές που αποτελούν το αντικείμενο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ είναι του ίδιου όγκου με τις εισαγωγές σε τιμές αντιντάμπινγκ και όπου τα κοινοτικά όργανα εξετάζουν την ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία όσον αφορά την επικερδή άσκηση της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας, πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτές οι εισαγωγές που προέρχονται από τρίτες χώρες δεν είναι ικανές να διαρρήξουν τη σχέση αιτιότητας μεταξύ του ντάμπινγκ και της ζημίας. Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω εισαγωγές δεν είναι ικανές να καταστήσουν λιγότερο επικερδή τη λειτουργία της οικείας κοινοτικής βιομηχανίας όταν πραγματοποιούνται από παραγωγούς που συνδέονται με τους κοινοτικούς παραγωγούς και όταν οι ίδιοι οι κοινοτικοί παραγωγοί αποφάσισαν να προβούν στις εισαγωγές αυτές.
4. Από την αιτιολογία που επιβάλλεται να υφίσταται για κάθε πράξη, βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης, πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που έχει εκδόσει την επίμαχη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και στο Δικαστήριο και στο Πρωτοδικείο να ασκήσουν τον έλεγχο τους.
Το γεγονός ότι μια αιτιολογική σκέψη κανονισμού περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ περιέχει κάποιαν ανακρίβεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τη νομιμότητα του σχετικού κανονισμού εφόσον από την αιτιολογία του, εξεταζόμενη συνολικά, προκύπτει κατά τρόπο σαφή και κατανοητό η συλλογιστική των κοινοτικών οργάνων, οπότε ο προσφεύγων διάδικος, έχοντας στη διάθεσή του το σύνολο των στοιχείων στα οποία τα κοινοτικά όργανα στήριξαν τη συλλογιστική τους και έχοντας εξάλλου συμμετάσχει ενεργά στα διάφορα στάδια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε του καθορισμού του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί, λογικά, να βάλλει κατά της συλλογιστικής αυτής.
Στην υπόθεση T-166/94,
Koyo Seiko Co. Ltd, εταιρία ιαπωνικού δικαίου, με έδρα την Osaka (Ιαπωνία), εκπροσωπουμένη από τον Jacques Buhart, δικηγόρο Παρισιού, και τον Charles Kaplan, barrister, του δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας και Ουαλίας, με αντίκλητους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Arendt και Medernach, 8-10, rue Mathias Hardt,
προσφεύγουσα,
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους Ramon Torrent και Jorge Monteiro, νομικούς συμβούλους, επικουρούμενους από τους Hans-Juergen Rabe και Georg Berrisch, δικηγόρους Αμβούργου και Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,
καθού,
υποστηριζoμένου από την
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Eric White, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Claus-Michael Happe, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
και την
Federation of European Bearing Manufacturers' Associations, ένωση γερμανικού δικαίου, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπουμένη από τον Dietrich Ehle και τον Volker Schiller, δικηγόρους Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Lucius, 6, rue Michel Welter,
παρεμβαίνουσες,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 55/93 του Συμβουλίου, της 8ης Ιανουαρίου 1993, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ κατά τις εισαγωγές στην Κοινότητα εξωτερικών δακτυλίων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 9, σ. 7),
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
(τέταρτο πενταμελές τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Schintgen, R. Garcia-Valdecasas, C. W. Bellamy και P. Lindh, δικαστές,
γραμματέας: H. Jung
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 5ης Απριλίου 1995,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της προσφυγής
1 Η παρούσα προσφυγή ακυρώσεως στρέφεται κατά του κανονισμού (ΕΟΚ) 55/93 του Συμβουλίου, της 8ης Ιανουαρίου 1993, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ κατά τις εισαγωγές στην Κοινότητα εξωτερικών δακτυλίων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 9, σ. 7, στο εξής: κανονισμός 55/93 ή επίδικος κανονισμός). Ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 2423/88 ή βασικός κανονισμός). Στις 14 Ιουλίου 1992 η Επιτροπή είχε εκδώσει τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1994/92, περί επιβολής προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ κατά τις εισαγωγές στην Κοινότητα εξωτερικών δακτυλίων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 199, σ. 8, στο εξής: κανονισμός 1994/92 ή προσωρινός κανονισμός).
Το προϊόν
2 Οι εξωτερικοί δακτύλιοι των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους (στο εξής: εξωτερικοί δακτύλιοι) είναι συστατικά στοιχεία του ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους.
Κάθε ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους αποτελείται από τα ακόλουθα εξαρτήματα:
* έναν εσωτερικό δακτύλιο κωνικού σχήματος, από το ίδιο υλικό όπως και ο εξωτερικός δακτύλιος
* κωνικούς κυλίνδρους προς περιορισμό των τριβών, προσαρμοσμένους επί του εσωτερικού δακτυλίου, ώστε αυτός να μπορεί να κινείται σε σχέση με τον εξωτερικό δακτύλιο
* ένα περίβλημα, που συγκρατεί τους κυλίνδρους στον εσωτερικό δακτύλιο
* τον εξωτερικό δακτύλιο, ο οποίος είναι το περιέχον συστατικό, εντός του οποίου τοποθετείται το περιεχόμενο συστατικό, ο κώνος (που αποτελείται από τον εσωτερικό δακτύλιο, τους κυλίνδρους και το περίβλημα).
3 Αυτά τα διάφορα συστατικά στοιχεία ενός ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους μπορούν να αγοράζονται χωριστά. Συμβαίνει οι τελικοί χρήστες των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, όπως ορισμένοι κατασκευαστές αυτοκινήτων, να τοποθετούν τα διάφορα συστατικά στοιχεία ενός τέτοιου εξαρτήματος στα διάφορα μέρη κάθε αυτοκινήτου, οπότε το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους συναρμολογείται μόνο στο στάδιο της συναρμολογήσεως του αυτοκινήτου.
Διοικητική διαδικασία
4 Στις 26 Σεπτεμβρίου 1990, η Federation of European Bearing Manufacturers' Associations (στο εξής: FEBMA) υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία λόγω ντάμπινγκ.
5 Όταν υποβλήθηκε η καταγγελία η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1739/85 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1985, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων ρουλεμάν με μπίλιες και ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 167, σ. 3, στο εξής: κανονισμός 1739/85), προέβλεπε την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ 5,5 % επί των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους της προσφεύγουσας και 4,3 % επί των κώνων της προσφεύγουσας, εξαρτήματα τα οποία υπάγονται στην ίδια δασμολογική κλάση ΣΟ 8042 2000. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2655/93 του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, για κατάργηση με αναδρομική ισχύ των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στην Κοινότητα ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 244, σ. 1).
6 Στις 4 Ιανουαρίου 1991 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ C 2, σ. 8).
7 Η διαδικασία αυτή κατέληξε, στις 14 Ιουλίου 1992, στην έκδοση από την Επιτροπή του προσωρινού κανονισμού, με επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ.
8 Απαντώντας σε έγγραφο της προσφεύγουσας, παραληφθέν στις 24 Ιουλίου 1992, η Επιτροπή εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο υπολόγισε το επίδικο περιθώριο ντάμπινγκ και τη ζημία.
9 Στις 8 Ιανουαρίου 1993 το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 15 Ιανουαρίου 1993.
Η διαδικασία
10 Υπό τις συνθήκες αυτές η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 1993.
11 Με διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 1993, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Επιτροπής υπέρ του Συμβουλίου.
12 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 1993 επετράπη η παρέμβαση της FEBMA υπέρ του Συμβουλίου. Με την ίδια διάταξη, αιτήσει της προσφεύγουσας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου εξαίρεσε ορισμένα έγραφα περιλαμβάνοντα απόρρητα επαγγελματικής φύσεως στοιχεία από τα προς κοινοποίηση στην παρεμβαίνουσα διαδικαστικά έγγραφα.
13 Με διάταξη της 18ης Απριλίου 1994 το Δικαστήριο παρέπεμψε την παρούσα υπόθεση στο Πρωτοδικείο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 της αποφάσεως 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993, για την τροποποίηση της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 144, σ. 21), και της αποφάσεως 94/149/ΕΚΑΧ/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ L 66, σ. 29).
14 Στις 31 Μαΐου 1994 η προσφεύγουσα ζήτησε να θεωρηθούν ως εμπιστευτικές οι παρατηρήσεις της σχετικά με το υπόμνημα παρεμβάσεως της 16ης Μαΐου 1994, καθώς και τα παραρτήματα των παρατηρήσεων αυτών. Με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 1995, ο πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας.
15 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζητήθηκε από τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις πριν από τις 16 Μαρτίου 1995.
16 Οι διάδικοι εξέθεσαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 1995.
Αιτήματα των διαδίκων
17 Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
* να ακυρώσει τον κανονισμό 55/93 στον βαθμό που τη θίγει
* να καταδικάσει το Συμβούλιο και τη FEBMA στα δικαστικά έξοδα.
18 Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:
* να απορρίψει την προσφυγή
* να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
19 Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:
* να απορρίψει την προσφυγή.
20 Η FEBMA ζητεί από το Πρωτοδικείο:
* να απορρίψει την προσφυγή
* να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και εκείνων της παρεμβαίνουσας.
Επί της ουσίας
21 Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθόσον η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων ιαπωνικής καταγωγής δεν μπορούσε να προκαλέσει ζημία. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στην κατάχρηση εξουσίας, καθόσον ο επίδικος κανονισμός έχει ως σκοπό την αποφυγή της καταστρατηγήσεως της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ, ενώ δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, καθόσον το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, για να σταθμίσει τα αποτελέσματα της εισαγωγής εξωτερικών δακτυλίων ιαπωνικής καταγωγής επί του συνόλου των πωλήσεων κοινοτικών δακτυλίων, μόνον τις πωλήσεις κοινοτικών δακτυλίων στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο τέταρτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθόσον το Συμβούλιο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη του τις εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών πλην της Ιαπωνίας προς προσδιορισμό των αποτελεσμάτων τους επί της κοινοτικής παραγωγής τέτοιων δακτυλίων. Ο πέμπτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης.
Πρώτος λόγος ακυρώσεως: πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού
Ισχυρισμοί των διαδίκων
22 Η προσφεύγουσα διατείνεται κατ' ουσίαν ότι, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα εναλλακτικής χρησιμοποιήσεως των εξωτερικών δακτυλίων των διαφόρων παραγωγών, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούσαν να θεωρήσουν ότι υφίσταται κοινοτική αγορά εξωτερικών δακτυλίων διαφορετική από την αγορά ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους και ότι, για τον λόγο αυτό, τα σχετικά με την τιμή μόνο των δακτυλίων στοιχεία δεν ασκούν επιρροή για τον προσδιορισμό της ζημίας σε βάρος της κοινοτικής παραγωγής. Ακόμη, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι μείωση της τιμής των εξωτερικών δακτυλίων δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της τιμής των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καθόσον η τιμή του κώνου, που αποτελεί το αντικείμενο χωριστής διαπραγματεύσεως και πωλείται χωριστά, θα είχε ακριβώς ως αποτέλεσμα την αντιστάθμιση της μειώσεως της τιμής του δακτυλίου.
23 Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτάσσει, για να μπορεί να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ, να αποδεινύεται ότι το προϊόν που αποτελεί το αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλεί ζημία σε εγκατεστημένη παραγωγή της Κοινότητας. 'Ομως, εν προκειμένω, είναι αδύνατον από οικονομικής απόψεως να αποδειχθεί ότι η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων καταγωγής Ιαπωνίας μπορούσε να προκαλέσει ζημία στην κοινοτική παραγωγή και να προσδιοριστεί η έκταση αυτής της ενδεχόμενης ζημίας, καθόσον οι εξωτερικοί δακτύλιοι των διαφόρων παραγωγών δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.
24 Από αυτό η προσφεύγουσα συνάγει ότι δεν υπάρχει αγορά εξωτερικών δακτυλίων, δεδομένου ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη μάρκα του δακτυλίου που αγοράζουν, οι αγοραστές δακτυλίων δεν θα μπορούσαν να προσφύγουν σε διαφορετικό κατασκευαστή εκτός από εκείνον από τον οποίο προμηθεύθηκαν τους κώνους.
25 Καταλήγει επίσης στο ότι, όσον αφορά τον υπολογισμό της εκτάσεως της ζημίας, οι αγοραστές δακτυλίων δεν προτιμούν κάποια μάρκα σε συνάρτηση με την τιμή του εξωτερικού δακτυλίου αλλά σε συνάρτηση με την τιμή των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, η οποία εξαρτάται όχι μόνον από την τιμή των δακτυλίων αλλά και από εκείνη των κώνων.
26 Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα κοινοτικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως βασιζόμενα στην τιμή των εξωτερικών δακτυλίων και όχι σε εκείνη των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους προς διαπίστωση της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας, καθόσον μόνον η τιμή των ως άνω ρουλεμάν έχει καθοριστική σημασία για τους αγοραστές. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ακόμη ότι το βάσιμο της οικονομικού χαρακτήρα αναλύσεώς της δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, από νομικής απόψεως, οι εξωτερικοί δακτύλιοι μπορούν να πωλούνται και να τιμολογούνται χωριστά από τους κώνους.
27 Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η FEBMA διατείνονται ότι η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλεί ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι ο εξωτερικός δακτύλιος είναι προϊόν διάφορο από το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο μπορούν να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά τα εξαρτήματα αυτά.
28 Τα κοινοτικά όργανα υπενθύμισαν επίσης ότι το ζήτημα αν οι εξωτερικοί δακτύλιοι των διαφόρων παραγωγών μπορούν να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, διότι, αφενός, οι διάφοροι εξωτερικοί δακτύλιοι θεωρητικά και τεχνικά μπορούν να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά παρά την προτίμηση των αγοραστών να προμηθεύονται συνολικά τα συστατικά στοιχεία ενός ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους από τον ίδιο κατασκευαστή και, αφετέρου, οι εξωτερικοί δακτύλιοι μπορούν να πωλούνται και τιμολογούνται χωριστά.
29 Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλούν ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων, όχι μόνο στην αγορά των δακτυλίων αλλά και σ' εκείνη των ρουλεμάν. Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές αυτές ζημιώνουν τους παραγωγούς ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καθόσον χάρη στις τιμές των εισαγομένων εξωτερικών δακτυλίων παρέχεται στους Ιάπωνες παραγωγούς η δυνατότητα να αντισταθμίσουν τον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή των κώνων. Πράγματι, οι αγοραστές ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν υψηλότερη τιμή για τους κώνους ιαπωνικής καταγωγής αν η τιμή στην οποία μπορούν να προμηθεύονται εξωτερικούς δακτυλίους ιαπωνικής καταγωγής αντισταθμίζει ή και υπερκαλύπτει αυτή την αύξηση της τιμής των κώνων ιαπωνικής καταγωγής. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων αποτελούντων το αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλεί ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων και ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους.
30 Όσον αφορά την έκταση της ζημίας, το Συμβούλιο δέχεται ότι η εκτίμηση ασφαλώς είναι δύσκολη λόγω του ότι οι παραγωγοί εξωτερικών δακτυλίων είναι επίσης παραγωγοί ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, θεωρεί όμως ότι διέθετε επαρκή στοιχεία προς τούτο, ήτοι τις τιμές πωλήσεως των εξωτερικών δακτυλίων, τον όγκο της παραγωγής και τις πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων εντός της Κοινότητας, την εξέλιξη των μεριδίων της αγοράς των Ιαπώνων και των κοινοτικών παραγωγών, καθώς και την εξέλιξη της αποδοτικότητας της κοινοτικής παραγωγής εξωτερικών δακτυλίων. Επομένως, το Συμβούλιο καταλήγει στο ότι, έστω και αν οι εξωτερικοί δακτύλιοι δεν μπορούν στην πράξη να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, ορθώς στήριξε την ανάλυσή του στην τιμή των δακτυλίων και όχι σ' εκείνη των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους.
31 Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων σε τιμές ντάμπινγκ προκαλεί ζημία, αλλά βάλλει μόνον κατά του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή υπολόγισε τον επιβληθέντα δασμό. 'Ομως, εν προκειμένω, η εκτίμηση της εκτάσεως της ζημίας είναι λογική, καθόσον βασίζεται στην τιμή των εξωτερικών δακτυλίων, η οποία, εφόσον η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ακριβέστερα στοιχεία, αποτελεί την πλέον πρόσφορη βάση υπολογισμού.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
32 Το Πρωτοδικείο σημειώνει, καταρχάς, ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων, αφενός, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσωρινό κανονισμό και, αφετέρου, το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό αφορούν τους εξωτερικούς δακτυλίους που πωλούνται και τιμολογούνται χωριστά από τα άλλα συστατικά ενός ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, όπως εξέθεσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς η προσφεύγουσα να το αμφισβητήσει.
33 Στη συνέχεια, σημειώνει ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι ο εξωτερικός δακτύλιος είναι ένα χωριστό προϊόν, που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο χωριστής διαδικασίας αντιντάμπινγκ * όπως ρητά παραδέχεται η προσφεύγουσα στο σημείο 3 του υπομνήματος απαντήσεώς της.
34 Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παρά την τεχνικής φύσεως διάκριση μεταξύ του εξωτερικού δακτυλίου και του ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, δεν υφίσταται εν προκειμένω κανένας ανταγωνισμός μεταξύ των εξωτερικών δακτυλίων των διαφόρων κατασκευστών, καθόσον θα ήταν αδύνατο στην πράξη να συναρμολογηθούν οι εξωτερικοί δακτύλιοι ενός κατασκευαστή με τα άλλα συστατικά του ρουλεμάν άλλου κατασκευαστή. Επομένως, η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων σε τιμές ντάμπινγκ δεν θα μπορούσε να προκαλέσει διαφορετική ζημία από τη ζημία την οποία προξενεί η εισαγωγή ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους σε τιμές ντάμπινγκ.
35 Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, "δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία". Επομένως, τα κοινοτικά όργανα ορθά επικέντρωσαν την προσοχή τους στον εξωτερικό δακτύλιο ως χωριστό προϊόν, καθόσον, πέρα από την τεχνική διαφορά που υφίσταται μεταξύ του εξωτερικού δακτυλίου και του ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, οι εξωτερικοί δακτύλιοι πωλούνται και τιμολογούνται χωριστά από τα άλλα συστατικά που αποτελούν το ρουλεμάν. Πρέπει εξάλλου να προστεθεί ότι η ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ εξωτερικών δακτυλίων διαφορετικών κατασκευαστών δεν εξαρτάται απλώς από τη δυνατότητα εναλλακτικής χρησιμοποιήσεώς τους, η οποία ορίζεται ως ο βαθμός στον οποίο ο δακτύλιος ενός κατασκευαστή μπορεί να συναρμολογηθεί μαζί με άλλα συστατικά του ρουλεμάν άλλου κατασκευαστή.
36 Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι, πέρα από τη δυνατότητα εναλλακτικής χρησιμοποιήσεως των εξωτερικών δακτυλίων των διαφόρων κατασκευαστών, όπως αυτή ορίστηκε ανωτέρω, το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους ενός κατασκευαστή μπορεί να αντικατασταθεί από ένα ίδιου τύπου ρουλεμάν οποιουδήποτε άλλου κατασκευαστή, χωρίς να επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη χρησιμότητα του εξαρτήματος για τον αγοραστή. 'Ετσι, καθόσον το προϊόν μπορεί να αντικαθίσται στο σύνολό του από ένα άλλο, κάθε πλεονέκτημα ενός των συστατικών στοιχείων του εν λόγω προϊόντος * στοιχείο που πωλείται ως χωριστό προϊόν * είναι ικανό να επηρεάσει την επιλογή του αγοραστή. 'Οταν το πλεονέκτημα αυτό αφορά την τιμή, ο αγοραστής θα προτιμήσει καταρχήν το φθηνότερο στοιχείο, χωρίς εξάλλου να ανησυχεί επειδή το στοιχείο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ένα μόνον τύπο άλλων συστατικών που συνθέτουν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους. Επομένως, η πώληση σε υπερβολικά χαμηλή τιμή του στοιχείου αυτού, εν προκειμένω του δακτυλίου, μπορεί να προκαλέσει ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων.
37 Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, το επίπεδο των τιμών των εξωτερικών δακτυλίων δεν είναι αξιόπιστο στοιχείο, διότι καθορίζεται και αντισταθμίζεται από το επίπεδο των τιμών των άλλων στοιχείων που συνθέτουν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, οπότε η μείωση της τιμής του δακτυλίου δεν επιφέρει μείωση της τιμής του ρουλεμάν.
38 Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, πρώτον, ότι οι διάδικοι συμφωνούν επί του γεγονότος ότι οι τιμές του εξωτερικού δακτυλίου διαμορφώνουν κατά 31,8 % έως 34,8 % την τιμή του συνόλου των στοιχείων που αποτελούν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους.
39 Δεύτερον, διαπιστώνει ότι από τα εμπιστευτικής φύσεως αριθμητικά παραδείγματα τα οποία παραθέτει η προσφεύγουσα, στο σημείο 52 του δικογράφου της προσφυγής της, δεν προκύπτει ότι κάθε μείωση της τιμής του δακτυλίου θα συνεπαγόταν αύξηση της τιμής των άλλων συστατικών στοιχείων του ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους ούτε, ακόμη, ότι η αύξηση αυτή θα αντιστάθμιζε τις επιπτώσεις της μειώσεως της τιμής του δακτυλίου επί της συνολικής τιμής του ρουλεμάν. Αντιθέτως, από τα παραδείγματα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι μια όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή του δακτυλίου συνεπάγεται μια όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή του ρουλεμάν. Συνεπώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές των άλλων στοιχείων που αποτελούν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους είναι σχετικώς σταθερά στοιχεία και ότι δεν αντισταθμίζουν τα ζημιογόνα αποτελέσματα που οφείλονται στον ανταγωνισμό μεταξύ των εξωτερικών δακτυλίων των διαφόρων παραγωγών λόγω της εισαγωγής ιαπωνικών κυλίνδρων σε τιμές ντάμπινγκ.
40 Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως υπογραμμίζει εξάλλου η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η επιλογή ενός των στοιχείων που αποτελούν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους σημαίνει ότι όλα τα άλλα στοιχεία προέρχονται από τον ίδιο παραγωγό, τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού μεταξύ των εξωτερικών δακτυλίων διαφόρων παραγωγών αντανακλώνται στα ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι στην πράξη δεν συναρμολογούνται εξωτερικοί δακτύλιοι και κώνοι διαφορετικών παραγωγών έχει ως αποτέλεσμα ότι η εισαγωγή ιαπωνικών εξωτερικών δακτυλίων σε τιμές ντάμπινγκ προκαλεί, καταρχάς, ζημία στους κοινοτικούς εξωτερικούς δακτυλίους και, στη συνέχεια, στα άλλα στοιχεία που αποτελούν το ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους.
41 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων που αποτελούν αναμφισβήτητα το αντικείμενο ντάμπινγκ μπορούν να προκαλέσουν ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων και ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα βασιζόμενα στην τιμή των εξωτερικών δακτυλίων προς απόδειξη της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας που προξενείται στους κοινοτικούς παραγωγούς εξωτερικών δακτυλίων.
42 Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Δεύτερος λόγος ακυρώσεως: κατάχρηση εξουσίας
Ισχυρισμοί των διαδίκων
43 Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας. Συγκεκριμένα, έχει ως σκοπό όχι να προβλέψει μέτρα κατά της εισαγωγής προϊόντος σε τιμές ντάμπινγκ, αλλά να αποτρέψει την μέσω μιας χωριστής κατά ένα μέρος εισαγωγής εξωτερικών δακτυλίων αποφυγή των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται επί της εισαγωγής ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους βάσει του κανονισμού 1739/85 ή επί της από κοινού εισαγωγής εξωτερικών δακτυλίων και κώνων τέτοιων ρουλεμάν. 'Ομως, η μόνη σχετική διάταξη του βασικού κανονισμού, ήτοι το άρθρο 13, παράγραφος 10, αφορά μόνο τη συναρμολόγηση στο έδαφος της Κοινότητας, από εισαγόμενα στοιχεία τα οποία δεν εισάγονται σε τιμές ντάμπινγκ, προϊόντων που βαρύνονται με δασμό αντιντάμπινγκ όταν εισάγονται ήδη συναρμολογημένα. Δεδομένου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, το Συμβούλιο δεν έπρεπε να προσφύγει σ' αυτήν.
44 Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, απαντά ότι το άρθρο 13, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού είναι εντελώς άσχετο με την παρούσα υπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο απάντησε απλώς σε καταγγελία κατά την οποία ένα εισαγόμενο προϊόν, που αποτελεί το αντικείμενο ντάμπινγκ, προκαλεί ζημία στην κοινοτική παραγωγή. Εφόσον αποδείχθηκαν το ντάμπινγκ και η ζημία, το Συμβούλιο μπορούσε να επιβάλει δασμό διαφορετικό από εκείνον που επιβλήθηκε στα ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους με τον κανονισμό 1739/85.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
45 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι από την απόρριψη του πρώτου λόγου προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα, βασιζόμενα στην τιμή των εξωτερικών δακτυλίων που θεωρήθηκαν ως προϊόντα διαφορετικά από τα ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, δεν υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την απόδειξη της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους κοινοτικούς παραγωγούς εξαιτίας των ιαπωνικών εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ. Επομένως, δικαίως τα όργανα αυτά έλαβαν υπόψη τους εξωτερικούς δακτυλίους ως αυτοτελή προϊόντα, επιβάλλοντας διαφορετικό δασμό αντιντάμπινγκ από τον επιβληθέντα επί των ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους με τον κανονισμό 1739/85.
46 Συνεπώς, το άρθρο 13, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και τα κοινοτικά όργανα δεν ενήργησαν κατά κατάχρηση εξουσίας.
47 Επομένως, ο δεύτερος λόγος τον οποίον προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.
Τρίτος λόγος: παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού
Ισχυρισμοί των διαδίκων
48 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού περιορίζοντας μόνο στις πωλήσεις κοινοτικών εξωτερικών δακτυλίων στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο την έρευνά του σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων καταγωγής Ιαπωνίας επί της κοινοτικής παραγωγής.
49 Το Συμβούλιο απαντά ότι μπορούσε να περιορίσει την έρευνα της εξελίξεως των πωλήσεων κοινοτικών εξωτερικών δακτυλίων μόνο σ' αυτά τα κράτη μέλη διότι στην πλειονότητά τους οι πωλήσεις πραγματοποιούνται στα εν λόγω κράτη. Συνεπώς, οι αγορές αυτές είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικές του συνόλου της κοινοτικής αγοράς. Με τον τρόπο αυτό τηρείται η αρχή της ενότητας της αγοράς. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει επίσης ότι το μερίδιο των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων στην Ιταλία και την Ισπανία δεν έχει τη σπουδαιότητα την οποία του προσδίδει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η Ιταλία (10 %) και η Ισπανία (8 %) αντιπροσωπεύουν από κοινού μόλις το 18 % της κοινοτικής αγοράς, ενώ η Γαλλία (14 %), η Γερμανία (45 %) και το Ηνωμένο Βασίλειο (18 %) αντιπροσωπεύουν από κοινού ποσοστό 77 %.
50 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αποτελεσματική και ταχεία διενέργεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ επιτάσσει να περιορίζεται η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών του οικείου προϊόντος σε ένα μέρος της κοινής αγοράς. Για τον λόγο αυτόν ο βασικός κανονισμός τής επιτρέπει να διενεργεί τη σχετική έρευνα μόνο σε ορισμένα κράτη μέλη, εφόσον οι αγορές τους είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικές.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
51 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του βασικού κανονισμού επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να εκτιμούν τη ζημία που προκαλείται σε βάρος της κοινοτικής παραγωγής εξαιτίας των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ εξετάζοντας τα αποτελέσματά τους όσον αφορά τους κοινοτικούς παραγωγούς "των οποίων η συνολική παραγωγή αποτελεί σημαντική μερίδα του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών".
52 Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι οι παραγωγοί της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελούν σημαντική μερίδα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής εξωτερικών δακτυλίων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, καθόσον αντιπροσωπεύουν το 80 % της παραγωγής αυτής (19η αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού και σημεία 63 και 66 του δικογράφου της προσφυγής). Ωστόσο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το δικαίωμα των κοινοτικών οργάνων να περιορίζουν την εξέτασή τους, προς προσδιορισμό της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική παραγωγή, στις διαφορές μεταξύ των τιμών και στις πωλήσεις και στα μερίδια της αγοράς σε μέρος μόνον της κοινοτικής αγοράς, το οποίο τα όργανα αυτά θεωρούν ως αντιπροσωπευτικό.
53 Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η πρακτική των κοινοτικών οργάνων, η οποία συνίσταται στην εξέταση μόνον ενός αντιπροσωπευτικού μέρους της κοινοτικής αγοράς προς εξακρίβωση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή του ενιαίου της κοινοτικής αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος της κοινοτικής αγοράς το οποίο λαμβάνεται υπόψη.
54 Επ' αυτού η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξαίρεση από την έρευνα της Ιταλίας και της Ισπανίας επηρεάζει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος που ελήφθη υπόψη, καθόσον ο συνυπολογισμός των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών στην Ιταλία και την Ισπανία θα παρείχε τη δυνατότητα να μειωθούν τα αποτελέσματα των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ στο υπόλοιπο μέρος της Κοινότητας, δεδομένου ότι σ' αυτά τα κράτη μέλη δεν πραγματοποιούνταν ιαπωνικές εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων κατά την περίοδο της έρευνας (από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990 βλ. την 6η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού), λόγω της υπάρξεως εθνικών μέτρων ληφθέντων από τα κράτη μέλη αυτά βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 288/82 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1982, περί του κοινού καθεστώτος εισαγωγών (ΕΕ L 35, σ. 1).
55 Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν τα κοινοτικά όργανα είχαν την υποχρέωση να περιλάβουν, κατά την εκτίμηση της εκτάσεως της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ ιαπωνικών εξωτερικών δακτυλίων, την ιταλική και την ισπανική αγορά στους υπολογισμούς ή αν μπορούσαν να περιορίσουν την εξέτασή τους μόνο στο τμήμα εκείνο της κοινοτικής αγοράς στο οποίο πραγματοποιούνταν οι εισαγωγές αυτές.
56 Διαπιστώνεται συναφώς ότι τα εθνικά μέτρα προστασίας της ιταλικής και της ισπανικής αγοράς, που ελήφθησαν βάσει κοινοτικής ρυθμίσεως, είχαν ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση των αγορών αυτών και την προστασία τους από τα επιζήμια αποτελέσματα των εισαγωγών ιαπωνικών εξωτερικών δακτυλίων σε τιμές ντάμπινγκ. Επομένως, οι αγορές της Ιταλίας και της Ισπανίας πρέπει να θεωρηθούν ως μη τυπικές σε σχέση με την κοινοτική αγορά εξωτερικών δακτυλίων στο σύνολό της, στην οποία είναι καταρχήν ελεύθερη η πραγματοποίηση εισαγωγών.
57 Κατά συνέπεια, η αποδοχή της απόψεως της προσφεύγουσας θα σήμαινε ότι κατά της ίδιας πρακτικής ντάμπινγκ πρέπει να λαμβάνονται διαφορετικά μέτρα ανάλογα με το αν τα προϊόντα που εισάγονται σε τιμές ντάμπινγκ μπορούν να εισάγονται στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς ή μόνο σε τμήμα της. Στη δεύτερη περίπτωση, για την εκτίμηση της ζημίας θα έπρεπε, κατά την προσφεύγουσα, να επιμεριστεί στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς, περιλαμβανομένου του τμήματος στο οποίο δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση εισαγωγών των οικείων προϊόντων και στο οποίο δεν είναι δυνατή η πρόκληση ζημίας. Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η άποψη αυτή, καθόσον οδηγεί σε σχετικοποίηση της εκτάσεως της ζημίας που προκαλείται σε τμήμα της κοινοτικής αγοράς στο οποίο είναι δυνατή η εισαγωγή των οικείων προϊόντων, επιμερίζοντας τη ζημία στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς, πρέπει να απορριφθεί επειδή μειώνει, στο ανοικτό στις εισαγωγές μέρος της κοινοτικής αγοράς, την προβλεπόμενη από τον βασικό κανονισμό αναγκαία προστασία.
58 Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν αντιπροσωπευτικό τμήμα της κοινοτικής αγοράς στο σύνολό της, όσον αφορά συγχρόνως την εξέταση της διαφοράς των τιμών, των πωλήσεων και των μεριδίων της αγοράς, πράγμα το οποίο αμφισβητεί η προσφεύγουσα.
59 Όσον αφορά τις διαφορές των τιμών, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί μεν την αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγέντος δείγματος της κοινοτικής αγοράς (σημείο 63 του δικογράφου της προσφυγής), δεν προσκομίζει όμως καμία ένδειξη περί του ότι οι τιμές στην Ιταλία και την Ισπανία των Γάλλων, Γερμανών και Βρετανών παραγωγών διαφέρουν από εκείνες των προϊόντων των ίδιων παραγωγών στη Γαλλία, τη Γερμανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα κοινοτικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα περιορίζοντας την εξέταση της ζημίας σε βάρος της κοινοτικής παραγωγής όσον αφορά τις διαφορές των τιμών στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (33η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού).
60 Όσον αφορά τις πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης ότι η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι αντιπροσωπευτικές αγορές της Κοινότητας, με την αιτιολογία ότι οι πωλήσεις στην Ιταλία και την Ισπανία είναι αρκετά σημαντικές ώστε η παράλειψή τους να επηρεάζει την αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγέντος δείγματος.
61 Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι η Επιτροπή ανέφερε, στην 30ή αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, ότι η γαλλική, η γερμανική και η βρετανική αγορά αντιπροσωπεύουν από κοινού την πλειονότητα των κοινοτικών πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων κατασκευαζομένων εντός της Κοινότητας, καθώς και εκείνη των δακτυλίων που μεταπωλούν οι Ιάπωνες παραγωγοί εντός αυτής. Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε την παρατήρηση αυτή με την 19η αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού. Στο σημείο 33 του υπομνήματος αντικρούσεως το Συμβούλιο διευκρίνισε επίσης ότι οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αντιπροσωπεύουν το 77 % του συνόλου των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων στην κοινοτική αγορά ανεξαρτήτως χώρας προελεύσεως, ενώ οι πωλήσεις στην Ιταλία και την Ισπανία μόνον το 18 %, το δε απομένον 5 % κατανέμεται στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι αυτά τα αριθμητικά στοιχεία δεν αμφισβητούνται, ενώ μάλιστα έθεσε ζήτημα, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, σχετικά με τις πηγές του Συμβουλίου και με την αξιοπιστία τους. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε πραγματικά περιστατικά που να αποδεικνύουν ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία είναι ανακριβή.
62 Πρέπει ακόμη να εξεταστεί αν το επιλεγέν από τα κοινοτικά όργανα δείγμα, το οποίο αντιπροσωπεύει το 77 % των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων εντός της Κοινότητας ανεξαρτήτως χώρας προελεύσεως, είναι επίσης αντιπροσωπευτικό όσον αφορά τις πωλήσεις, στο σύνολο της Κοινότητας, εξωτερικών δακτυλίων κατασκευασμένων στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
63 Συναφώς, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, το Συμβούλιο υπέβαλε συγκριτικό πίνακα των εξελίξεων των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων από τους εγκατεστημένους στην Κοινότητα παραγωγούς (κοινοτική παραγωγή και παραγωγή σε τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας) και από εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στην Ιαπωνία, τα στοιχεία του οποίου παρατίθενται κατωτέρω. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι τα περιλαμβανόμενα στον πίνακα αυτόν στοιχεία, τα οποία δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, αντιπροσωπεύουν το σύνολο των πωλήσεων τις οποίες πραγματοποιούν στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί παραγωγοί ("μερίδια παραγωγών ΕΚ"), καθώς και τις πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως Ιαπωνίας οι οποίες πραγματοποιούνται στα τρία αυτά κράτη μέλη. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι όλα τα στοιχεία τα οποία έλαβαν υπόψη τα κοινοτικά όργανα, τόσο κατά την έκδοση του προσωρινού και του επίδικου κανονισμού όσο και στα έγγραφα της παρούσας διαδικασίας, αφορούν, σε σχέση με την παραγωγή, μόνον τους εγκατεστημένους στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο παραγωγούς (που αντιπροσωπεύουν το 80 % της κοινοτικής παραγωγής), χωρίς αμφισβήτηση εκ μέρους της προσφεύγουσας (βλ. ανωτέρω, σκέψη 52).
Πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων 1988 1989 1990
Μερίδια παραγωγών ΕΚ 78,3 % 75,9 % 70,8 %
(παραγωγή ΕΚ)
Μερίδια παραγωγών ΕΚ 10,5 % 11,5 % 14,9 %
(παραγωγή σε τρίτες χώρες)
Προελεύσεως Ιαπωνίας 11,2 % 12,6 % 14,3 %
*******************
100 % 100 % 100 %
64 Επομένως, από τα προπαρατεθέντα αριθμητικά στοιχεία προκύπτει ότι, για το έτος 1990 (την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας), ποσοστό ύψους 70,8 % του 77 % όλων των πραγματοποιηθεισών εντός της Κοινότητας πωλήσεων αφορούσαν εξωτερικούς δακτυλίους τους οποίους κατασκεύασαν εντός της Κοινότητας οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί παραγωγοί και τους οποίους οι εν λόγω παραγωγοί πώλησαν στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει το 54,5 % όλων των πωλήσεων εντός της Κοινότητας. Πρόκειται δηλαδή για την πλειονότητα του συνόλου των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων εντός της Κοινότητας, ανεξαρτήτως χώρας προελεύσεως.
65 Τέλος, πρέπει να εξεταστεί αν οι πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων τις οποίες πραγματοποίησαν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί παραγωγοί στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αντιπροσωπεύουν επίσης την πλειονότητα όλων των πωλήσεων των εν λόγω παραγωγών σε όλη την Κοινότητα. Προς τούτο, πρέπει να συγκριθεί το ποσοστό των πωλήσεων των ως άνω παραγωγών στα τρία κράτη μέλη που προαναφέρθηκαν με το ποσοστό των πωλήσεών τους εντός των άλλων κρατών μελών, τούτο δε σε σχέση με το σύνολο των πραγματοποιηθεισών εντός της Κοινότητας πωλήσεων.
66 Συναφώς το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και Βρετανοί παραγωγοί κατέχουν μονοπώλιο στα άλλα κράτη μέλη, το ποσοστό των πωλήσεών τους δεν υπερβαίνει το 23 % όλων των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων εντός της Κοινότητας, ήτοι 18 % για την Ιταλία και την Ισπανία και 5 % για τα άλλα κράτη μέλη.
67 Επομένως, το ποσοστό των πωλήσεων των Γάλλων, Γερμανών και Βρετανών παραγωγών στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (54,5 %) είναι οπωσδήποτε ανώτερο από εκείνο των ίδιων παραγωγών στα άλλα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της Ιταλίας και της Ισπανίας (23 %). Ακόμα και στην πλέον αντίθετη σε σχέση με την άποψη των κοινοτικών οργάνων περίπτωση, οι πραγματοποιούμενες στη Γαλλία, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο πωλήσεις εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν πλέον του διπλασίου των πωλήσεων των εν λόγω παραγωγών στο υπόλοιπο τμήμα της Κοινότητας (54,5 % / 23 %).
68 Κατά συνέπεια, στην πλειονότητά τους οι πωλούμενοι στην κοινοτική αγορά και κατασκευαζόμενοι στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο εξωτερικοί δακτύλιοι πωλούνται σ' αυτά τα τρία κράτη μέλη.
69 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα ορθά θεώρησαν ότι οι πωλήσεις τις οποίες πραγματοποιούν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί παραγωγοί στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν συγχρόνως την πλειονότητα των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων οι οποίες πραγματοποιούνται στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς ανεξαρτήτως χώρας προελεύσεως και τη συντριπτική πλειονότητα των πωλήσεων τις οποίες πραγματοποιούν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και Βρετανοί παραγωγοί στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς.
70 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα ορθά θεώρησαν ότι το επιλεγέν δείγμα ήταν αντιπροσωπευτικό της κοινοτικής αγοράς στο σύνολό της, όσον αφορά τόσο τις διαφορές τιμών όσο και τις πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς.
71 Επομένως, ο τρίτος λόγος πρέπει επίσης να απορριφθεί.
Τέταρτος λόγος ακυρώσεως: πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού
Ισχυρισμοί των διαδίκων
72 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάζουν, για τον προσδιορισμό της ζημίας, αν η ζημία την οποία προτίθενται να λάβουν υπόψη προκύπτει πράγματι από τις εισαγωγές οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ και να αποκλείουν κάθε άλλη ζημία απορρέουσα από άλλους παράγοντες (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-3813, σκέψη 16).
73 Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν εξέτασε επαρκώς, χωρίς να δώσει εξηγήσεις, αν οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας συνέβαλαν στην προκληθείσα ζημία σε βάρος της κοινοτικής παραγωγής. Κατά την προσφεύγουσα, οι εν λόγω εισαγωγές θα μπορούσαν να συμβάλουν στην προκληθείσα ζημία της κοινοτικής παραγωγής, καθόσον κάθε εισαγόμενος στην Κοινότητα δακτύλιος, είτε τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας ως δακτύλιος είτε συναρμολογείται σε ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, καταλαμβάνει οπωσδήποτε τη θέση ενός κοινοτικού δακτυλίου. Υπογραμμίζει, προσκομίζοντας αριθμητικά στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού της (βλ. τα παραρτήματα 9 και 10 του παραρτήματος 3 του δικογράφου της προσφυγής), ότι σημαντικές ποσότητες ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους καθώς και εξωτερικών δακτυλίων εισήχθησαν από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας. Επομένως, εκφράζει την έκπληξή της όσον αφορά τον ισχυρισμό των κοινοτικών οργάνων, χωρίς άλλες διευκρινίσεις αυτών, ότι μικρές μόνον ποσότητες εξωτερικών δακτυλίων εισήχθησαν από αυτές τις τρίτες χώρες και ότι αυτές δεν είχαν επιπτώσεις επί της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών (47η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού).
74 Το Συμβούλιο και η Επιτροπή απαντούν ότι δεν είναι ακριβές ότι δεν εξετάστηκαν καθόλου οι επιπτώσεις των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων από τρίτες χώρες, όπως απλώς ισχυρίζεται η προσφεύγουσα. Το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, κατά την έρευνά της, ότι οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας, εφόσον ήσαν περιορισμένες και προέρχονταν ως επί το πλείστον από εταιρίες που συνδέονταν με κοινοτικούς παραγωγούς, δεν είχαν καθόλου ή είχαν ελάχιστες επιπτώσεις επί της αποδοτικότητας των παραγωγών της Κοινότητας (47η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, την οποία μνημονεύει το Συμβούλιο στην 26η αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού). Επομένως, το Συμβούλιο συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση που του επιβάλλεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.
75 Επιπλέον, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, προς υπολογισμό των μεριδίων της κοινοτικής αγοράς εξωτερικών δακτυλίων, ανεξαρτήτως προελεύσεως, μπορούσε να μη λάβει υπόψη τους κοινοτικούς εξωτερικούς δακτυλίους που εξάγονται καθώς και τους εισαγόμενους από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας δακτυλίους * ως επί το πλείστον από εταιρίες που συνδέονται με κοινοτικούς παραγωγούς * καθόσον οι δακτύλιοι αυτοί προορίζονται μόνο για την κατασκευή ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους και, επομένως, δεν τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα ως "εξωτερικοί δακτύλιοι". Λαμβάνοντας το στοιχείο αυτό ως αφετηρία διαπίστωσε ότι το μερίδιο της αγοράς των "εξωτερικών δακτυλίων" που εισάγονταν από τρίτες χώρες δεν ήταν σημαντικό.
76 Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξήγησαν, εντούτοις, κατά τη διάρκεια της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, επικαλούμενοι τον πίνακα που παρατίθεται στο σημείο 22 της απαντήσεως του Συμβουλίου στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, την ακρίβεια του οποίου δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, ότι οι πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας, ως προϊόν που πωλείται και τιμολογείται χωριστά, είχαν προστεθεί στις πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονταν από κοινοτικούς παραγωγούς προς προσδιορισμό ιδίως της ζημίας της κοινοτικής παραγωγής όσον αφορά τις πωλήσεις, τα μερίδια της αγοράς και τα κέρδη (39η έως 42η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού).
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
77 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι στην 47η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, η οποία επιβεβαιώνεται από την 26η αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού, ορίζεται ότι, "όσον αφορά τα αποτελέσματα των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων καταγωγής άλλων τρίτων χωρών, προέκυψε από στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή ότι οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε μικρές ποσότητες και κυρίως από εταιρίες που συνδέονται με τους κοινοτικούς παραγωγούς (π.χ. μητρικές ή θυγατρικές εταιρίες)". Κατά την προσφεύγουσα, τούτο είναι ωστόσο ανακριβές, καθόσον οι εισαγωγές από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας δεν αντιπροσωπεύουν "μικρές ποσότητες" αλλά ποσότητες οι οποίες είναι τουλάχιστον ίσες ή και μεγαλύτερες, για το έτος 1990, από εκείνες των ιαπωνικών εισαγωγών, όπως αυτό προκύπτει από στοιχεία του πίνακα που παρατίθεται στο σημείο 22 της απαντήσεως του Συμβουλίου στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου (που εμφαίνεται ανωτέρω στη σκέψη 63). Με τον τρόπο αυτό τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν την υποχρέωση που είχαν να εξετάσουν και να λάβουν υπόψη τις επιπτώσεις όλων των παραγόντων οι οποίοι ενδέχεται να προκάλεσαν τη ζημία που υπέστη η κοινοτική παραγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από τη νομολογία με την απόφαση Extramet Industrie κατά Συμβουλίου (προαναφερθείσα, σκέψη 16).
78 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο παραδέχθηκε, όπως και η Επιτροπή, ότι ο όρος "μικρές ποσότητες" είναι ανακριβής, καθόσον οι ποσότητες τις οποίες αφορά ο όρος αυτός είναι της ίδιας τάξεως με τις ποσότητες εξωτερικών δακτυλίων που εισάγονταν από την Ιαπωνία, όπως φαίνεται εξάλλου από τον πίνακα που παρατίθεται στο σημείο 22 της απαντήσεως του Συμβουλίου στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω). Εντούτοις, το Συμβούλιο επέμεινε στην ανάγκη να εξεταστεί το σύνολο των ισχυρισμών που διαλαμβάνονται στην 47η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού και να μην ερμηνευθεί χωριστά ο όρος "μικρές ποσότητες" των σχετικών με την προέλευση των εν λόγω ποσοτήτων παρατηρήσεων, ήτοι ότι αυτές προέρχονταν από εταιρίες που συνδέονταν με τους κοινοτικούς παραγωγούς.
79 Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, αν και τα κοινοτικά όργανα δέχθηκαν ότι η 47η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού περιλαμβάνει ανακρίβειες, το περιεχόμενό της πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με το σύνολο της συλλογιστικής την οποία ακολούθησαν τα εν λόγω όργανα στο πλαίσιο του επίδικου κανονισμού, για να εξακριβώσει, αφενός, αν τα όργανα αυτά εξέτασαν το ενδεχόμενο να οφείλεται η διαπιστωθείσα ζημία σε άλλους παράγοντες και, αφετέρου, αν τους έλαβαν υπόψη.
80 Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από τις αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού και του επίδικου κανονισμού, ειδικότερα δε από τα αριθμητικά στοιχεία που διαλαμβάνονται στην 41η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, όπως αυτά διευκρινίστηκαν από το Συμβούλιο στο σημείο 22 της απαντήσεώς του στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα εξέτασαν τουλάχιστον αν οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας συνέβαλαν στη ζημία την οποία υπέστη η κοινοτική παραγωγή, ιδίως στη μείωση του μεριδίου της αγοράς της κοινοτικής παραγωγής στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
81 Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν τα κοινοτικά όργανα παρέλειψαν να λάβουν υπόψη, αφού την εξέτασαν, την ενδεχόμενη επιρροή των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας επί του προσδιορισμού της ζημίας που έγινε δεκτό ότι προκλήθηκε και, ειδικότερα, αν οι εισαγωγές αυτές ήταν τέτοιας φύσεως ώστε να διαρρήξουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ, αφενός, των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως Ιαπωνίας σε τιμές ντάμπινγκ και, αφετέρου, της ζημίας την οποία υπέστη η κοινοτική παραγωγή.
82 Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, αφενός, ότι τα κοινοτικά όργανα προσδιόρισαν τη ζημία με βάση την "αποδοτικότητα όλων των τύπων του ομοειδούς προϊόντος που πωλήθηκε από τους κοινοτικούς παραγωγούς στις ειδικές αγορές" (42η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού), βασιζόμενα σε στοιχεία σχετικά με τις διαφορές των τιμών (33η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού και 21η σκέψη του επίδικου κανονισμού), στη σχέση πωλήσεων και μεριδίων της αγοράς (31η, 32η και 39η έως 41η αιτιολογική έκθεση του προσωρινού κανονισμού, 21η και 24η αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού και σημεία 20 έως 22 της απαντήσεως του Συμβουλίου στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου) και στην παραγωγή (34η έως 38η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού) και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε ότι ορθά τα κοινοτικά όργανα προσδιόρισαν τη ζημία σε σχέση με την αποδοτικότητα της κοινοτικής παραγωγής, έστω και αν διατείνεται ότι η διαπιστωθείσα ζημία δεν προσδιορίστηκε σωστά και ότι διαπράχθηκαν πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.
83 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν αυτός ο αιτιώδης σύνδεσμος, εξεταζόμενος υπό το πρίσμα της αποδοτικότητας της κοινοτικής παραγωγής, όπως την αντιλήφθηκαν τα κοινοτικά όργανα όσον αφορά τις διαφορές τιμών, τη σχέση πωλήσεων και μεριδίων της αγοράς και την παραγωγή, αποδείχθηκε προσηκόντως.
84 Όσον αφορά, πρώτον, τις διαφορές τιμών, πρέπει να εξεταστεί αν η ζημία της κοινοτικής παραγωγής, όπως την προσδιόρισαν τα κοινοτικά όργανα, οφείλεται, στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος, στις διαφορές που σημειώθηκαν μεταξύ των τιμών των εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονταν από κοινοτικούς παραγωγούς και εκείνων των εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων χωρών εκτός της Ιαπωνίας, ανάλογα με το αν αυτοί πωλούνταν και τιμολογούνταν χωριστά ή ήταν συναρμολογημένοι στα ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους τα οποία πωλούσαν οι κοινοτικοί παραγωγοί.
85 Συναφώς, οι διάδικοι, καταρχάς, συμφωνούν ότι οι εισαγόμενοι από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας εξωτερικοί δακτύλιοι προέρχονται κυρίως από εταιρίες που συνδέονταν με τους κοινοτικούς παραγωγούς.
86 Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα ουδέποτε ισχυρίσθηκε ούτε απέδειξε ότι η τιμή πωλήσεως των εισαγομένων από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας εξωτερικών δακτυλίων, όταν αυτοί πωλούνται και τιμολογούνται χωριστά, ήταν διαφορετική από εκείνη των κοινοτικών παραγωγών. Επιπλέον, είναι λογικό να μη υφίσταται διαφορά τιμών, καθόσον οι εταιρίες που συνδέονται οργανικά μεταξύ τους δεν προωθούν τον ανταγωνισμό στο επίπεδο αυτό μεταξύ των δικών τους προϊόντων.
87 Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά τους εξωτερικούς δακτυλίους που εισάγονται από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας οι οποίοι είναι συναρμολογημένοι σε ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους και πωλούνται από τους κοινοτικούς παραγωγούς, ότι τα κοινοτικά όργανα περιόρισαν την εξέταση της ζημίας της κοινοτικής παραγωγής μόνο στα στοιχεία σχετικά με τους εξωτερικούς δακτυλίους που πωλούνται και τιμολογούνται χωριστά, όπως διευκρίνισε σχετικά το Συμβούλιο προς στήριξη του σημείου 22 της απαντήσεώς του στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, χωρίς η προσφεύγουσα να αντιλέξει.
88 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ζημία της κοινοτικής παραγωγής, όπως την προσδιόρισαν τα κοινοτικά όργανα, δεν οφείλετο, εν όλω ή εν μέρει, στις διαφορές μεταξύ των τιμών των εξωτερικών δακτυλίων οι οποίοι προέρχονταν από τους κοινοτικούς παραγωγούς και εκείνων των εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονταν από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας.
89 Όσον αφορά, δεύτερον, τις πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς, πρέπει να εξεταστεί αν η ζημία της κοινοτικής παραγωγής, όπως την προσδιόρισαν τα κοινοτικά όργανα, προκλήθηκε ενδεχομένως, εν όλω ή εν μέρει, λόγω του όγκου των πωλήσεων και των μεριδίων της αγοράς των εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονταν από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας.
90 Επ' αυτού, το Πρωτοδικείο σημειώνει, καταρχάς, ότι, στην 41η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διατείνεται ότι "το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε επίσης από το 1988 έως την περίοδο [της] έρευνας:
1988 88,8 %
1989 87,4 %
1990 85,7 %".
Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης στην προσφεύγουσα, με το από 25 Νοεμβρίου 1992 έγγραφό της (που διαλαμβάνεται στο σημείο 22 του παραρτήματος 13 του δικογράφου της προσφυγής), ότι οι πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των ποσοστών που περιλαμβάνονται στην 41η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού. Τέλος, το Συμβούλιο διευκρίνισε λεπτομερώς τα στοιχεία του πίνακα που περιλαμβάνεται στο σημείο 22 της απαντήσεώς του στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, όπως αυτός παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 63.
91 Από τον πίνακα αυτόν, τα στοιχεία του οποίου δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι τα ποσοστά που διαλαμβάνονται στην 41η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού απορρέουν από την πρόσθεση της πρώτης και της δεύτερης γραμμής του πίνακα. Επομένως, τούτο σημαίνει ότι οι πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς που έλαβαν υπόψη τα κοινοτικά όργανα, εξετάζοντας την επιρροή των εισαγωγών ιαπωνικών εξωτερικών δακτυλίων επί του προσδιορισμού της ζημίας σε βάρος της κοινοτικής παραγωγής, περιλαμβάνουν και τις εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων χωρών εκτός της Ιαπωνίας.
92 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει εξάλλου ότι οι πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς των κατασκευαζομένων στην Κοινότητα εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονται από κοινοτικούς παραγωγούς, όπως τα στοιχεία αυτά παρατίθενται στην πρώτη γραμμή του πίνακα, μειώθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που δέχθηκε η Επιτροπή στην 41η αιτιολογική έκθεση του προσωρινού κανονισμού. Πράγματι, η απώλεια ανέρχεται σε 7,5 % στην πρώτη περίπτωση (από 78,3 % σε 70,8 %), ενώ είναι μόνον 3,1 % στη δεύτερη περίπτωση (από 88,8 % σε 85,7 %), όταν προστίθενται σ' αυτήν οι πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονται από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας. Συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη τα ενδεχόμενα αποτελέσματα των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας.
93 Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η απλή αύξηση των πωλήσεων και των μεριδίων της αγοράς εξωτερικών δακτυλίων που προέρχονταν από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας (οι οποίες αυξήθηκαν από 10,5 % σε 14,9 %) σημαίνει ότι οι εισαγωγές αυτές είχαν κάποια επιρροή επί του προσδιορισμού της ζημίας την οποία διαπίστωσαν τα κοινοτικά όργανα. Πράγματι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας διατηρήθηκαν στο επίπεδο του 1988 το 1989 και το 1990, ήτοι στο 10,5 % του συνόλου των κοινοτικών πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το επίπεδο των πωλήσεων κοινοτικών εξωτερικών δακτυλίων θα έπρεπε να καλύψει τη διαφορά αυτή, ύψους 4,4 %, ανερχόμενο σε 75,2 % του συνόλου των κοινοτικών πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων στα τρία κράτη μέλη που προαναφέρθηκαν. Επομένως, η απώλεια των πωλήσεων κοινοτικών εξωτερικών δακτυλίων μεταξύ του 1988 και του 1990 ανέρχεται σε 3,1 % (από 78,3 % σε 75,2 %), πράγμα το οποίο αντιστοιχεί ακριβώς στην απώλεια μεριδίων της αγοράς η οποία διαπιστώνεται στην 41η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού (βλ. ανωτέρω, σκέψη 92), καθώς και στην αύξηση του επιπέδου των πωλήσεων εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως Ιαπωνίας (που αυξάνεται από 11,2 % σε 14,3 %).
94 Επομένως, ακόμα και η αύξηση των πωλήσεων και των μεριδίων της αγοράς των προερχόμενων από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας εξωτερικών δακτυλίων δεν μπορεί να εξηγήσει, εν όλω ή εν μέρει, τη ζημία της κοινοτικής παραγωγής, από πλευράς αποδοτικότητας, εξαιτίας των ιαπωνικών εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ.
95 Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη την ενδεχόμενη επίδραση των πωλήσεων και των μεριδίων της αγοράς εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας επί του προσδιορισμού της ζημίας της κοινοτικής παραγωγής από πλευράς αποδοτικότητας, περιλαμβάνοντας τις τιμές αυτές και τα μερίδια αυτά της αγοράς στις πωλήσεις και τα μερίδια της αγοράς των κοινοτικών παραγωγών.
96 Όσον αφορά, τρίτον, τη ζημία της κοινοτικής παραγωγής αυτής καθαυτής, πρέπει να εξεταστεί αν αυτή οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, στην εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων προερχομένων από εταιρίες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας και συνδεόμενες οργανικά με τους κοινοτικούς παραγωγούς.
97 Συναφώς, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, αφού προσδιορίστηκε η ζημία από πλευράς αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών, δεν ήταν παράλογο να θεωρήσουν τα κοινοτικά όργανα ότι η εισαγωγή εξωτερικών δακτυλίων προερχομένων από συνδεόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούσε να έχει επίπτωση επί της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών. Πράγματι, οι ίδιοι οι κοινοτικοί παραγωγοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τις εισαγωγές αυτές. Όμως, ο απώτερος σκοπός ενός παραγωγού, όποιος κι αν είναι, όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την κατασκευή των προϊόντων του, παραμένει, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, η αύξηση της αποδοτικότητας της επιχειρήσεώς του. Έτσι, ένας κοινοτικός παραγωγός μπορεί να επιλέξει να κατασκευάζει εξωτερικούς δακτυλίους στην Κοινότητα ή να εισάγει εξωτερικούς δακτυλίους που προέρχονται από συνδεόμενες με αυτόν επιχειρήσεις, είτε για να τις πωλήσει απευθείας και χωριστά στην κοινοτική αγορά είτε για να τους συναρμολογήσει σε ρουλεμάν με κωνικούς κυλίνδρους, με σκοπό τη μείωση του κόστους του και την αύξηση, με τον τρόπο αυτό, της αποδοτικότητάς του. Μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να οδηγεί σε μείωση της αποδοτικότητας και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελεί έστω και δευτερεύουσα αιτία της ζημίας όπως αυτή προσδιορίστηκε από τα κοινοτικά όργανα, καθόσον μάλιστα η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν είχαν ως στόχο την αύξηση της αποδοτικότητάς τους εισάγοντας εξωτερικούς δακτυλίους που προέρχονταν από συνδεόμενες με αυτούς εταιρίες.
98 Κατά συνέπεια, δικαίως τα κοινοτικά όργανα θεώρησαν ότι οι εισαγωγές εξωτερικών δακτυλίων προελεύσεως τρίτων κρατών εκτός της Ιαπωνίας δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την αποδοτικότητα της κοινοτικής παραγωγής και ότι, επομένως, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της ζημίας η οποία προκλήθηκε εξαιτίας των ιαπωνικών εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ.
99 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, έστω και αν η 47η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού περιλαμβάνει ασφαλώς μια ανακρίβεια καθόσον διαλαμβάνει ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας αντιπροσώπευαν "μικρές ποσότητες" και ότι, κατά συνέπεια, η σκέψη αυτή μπορούσε να οδηγήσει σε σφάλμα, η συλλογιστική την οποία ακολούθησαν τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο του επίδικου κανονισμού αποδείχθηκε ορθή.
100 Επομένως, ότι ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Πέμπτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης
Ισχυρισμοί των διαδίκων
101 Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης ως προς τρία σημεία. Καταρχάς, δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη χωριστής αγοράς εξωτερικών δακτυλίων, στην οποία βρίσκονται σε ανταγωνισμό οι ιαπωνικοί και οι κοινοτικοί δακτύλιοι, για τον προσδιορισμό της ζημίας που προκλήθηκε σε βάρος της κοινοτικής παραγωγής. Στη συνέχεια, δεν διευκρινίζει επαρκώς γιατί η έρευνα περί της υπάρξεως ζημίας περιορίστηκε στις πωλήσεις εξωτερικών δακτυλίων στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τέλος, δεν αποδεικνύει ότι τα κοινοτικά όργανα προέβησαν σε εξέταση της επιδράσεως των εισαγωγών από τρίτες χώρες επί της εκτάσεως της διαπιστωθείσας ζημίας.
102 Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η αιτιολογία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
103 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. ιδίως την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1923, σκέψεις 27 έως 29), από την αιτιολογία που απαιτείται βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και στο Δικαστήριο και στο Πρωτοδικείο να ασκούν τον έλεγχο τους.
104 Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι από την εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η αιτιολογία των εν λόγω κανονισμών εκθέτει, κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο, τη συλλογιστική των κοινοτικών οργάνων και ότι παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να λάβει γνώση των στοιχείων που δικαιολογούσαν τη λήψη του προσωρινού και του επίδικου κανονισμού, ώστε να υπερασπίσει τα δικαιώματά της, και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο του, όσον αφορά τόσο την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των εξωτερικών δακτυλίων όσο και τον περιορισμό στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο της εξετάσεως των αποτελεσμάτων των ιαπωνικών εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ.
105 Όσον αφορά την εξέταση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας, που εξετάστηκε στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι διαπίστωσε ότι η διατύπωση της 47ης αιτιολογικής σκέψεως του προσωρινού κανονισμού είναι τέτοιας φύσεως ώστε να οδηγεί σε πλάνη όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών εξωτερικών δακτυλίων προερχομένων από εταιρίες που συνδέονται με τους κοινοτικούς παραγωγούς και είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας, αλλά ότι αυτή η ανακρίβεια δεν θίγει καθόλου ούτε τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού ούτε τη συλλογιστική στην οποία αυτός στηρίζεται. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού και του επίδικου κανονισμού προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική των κοινοτικών οργάνων, οπότε η προσφεύγουσα, έχοντας στη διάθεσή της το σύνολο των στοιχείων στα οποία τα κοινοτικά όργανα στήριξαν τη συλλογιστική τους και έχοντας εξάλλου συμμετάσχει ενεργά στα διάφορα στάδια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε του καθορισμού του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί λογικά να βάλλει κατά της συλλογιστικής αυτής.
106 Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
107 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
108 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε και το Συμβούλιο, καθώς και η παρεμβαίνουσα FEBMA ζήτησαν την καταδίκη της στα έξοδα, πρέπει να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικά της δικαστικά έξοδα και επιπλέον στα έξοδα του Συμβουλίου και της FEBMA. Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή φέρει τα δικά της έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή.
2) Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα του Συμβουλίου και της FEBMA.
3) Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.