Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CJ0122

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Κοινή γεωργική πολιτική - Κρατική ενίσχυση.
    Υπόθεση C-122/94.

    Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-00881

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:68

    61994J0122

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Κοινή γεωργική πολιτική - Κρατική ενίσχυση. - Υπόθεση C-122/94.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00881


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Γεωργία * Κανόνες ανταγωνισμού * Διατάξεις της Συνθήκης σχετικές με τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη * Δυνατότητα εφαρμογής στον αμπελοοινικό τομέα * Συνέπεια * Εξουσία του Συμβουλίου να επιτρέπει, ενόψει εξαιρετικών περιστάσεων, κατά παρέκκλιση ενίσχυση

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 42 και 92 έως 94 κανονισμός 822/87 του Συμβουλίου, άρθρο 76)

    2. Γεωργία * Κανόνες ανταγωνισμού * Ενισχύσεις * Άδεια από το Συμβούλιο για κατά παρέκκλιση ενισχύσεις * Δικαστικός έλεγχος * Όρια * Απόφαση επιτρέπουσα έκτακτες ενισχύσεις για την απόσταξη ορισμένων οίνων της περιόδου 1993/94 στην Ιταλία και στη Γαλλία * Ανυπαρξία προδήλου πλάνης εκτιμήσεως

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 39 και 93 PAR 2, εδ. 3)

    3. Πράξεις των οργάνων * Αιτιολογία * Υποχρέωση * Περιεχόμενο

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190)

    Περίληψη


    1. Εφόσον, δυνάμει του άρθρου 42 της Συνθήκης τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη, έχουν καταστεί, μέσω του άρθρου 76 του κανονισμού 822/87 εφαρμοστέα επί της παραγωγής και του εμπορίου οίνων, το Συμβούλιο μπορεί να κάνει χρήση στον αμπελοοινικό τομέα της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης και να αποφασίζει, εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις, ότι μια κρατική ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή με την κοινή αγορά, και τούτο κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 92 ή των προβλεπομένων από το άρθρο 94 κανονισμών.

    2. Όταν η εφαρμογή από το Συμβούλιο της κοινής γεωργικής πολιτικής περιλαμβάνει την ανάγκη εκτιμήσεως περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η διακριτική εξουσία της οποίας αυτό απολαύει δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στη φύση και στην έκταση των διατάξεων που θα θεσπίζει, αλλά επίσης, κατά ορισμένο μέτρο, στη διαπίστωση των βασικών στοιχείων, υπό την έννοια ιδίως ότι επιτρέπεται στο Συμβούλιο να στηρίζεται, ενδεχομένως, σε συνολικές διαπιστώσεις. Τούτο ακριβώς συμβαίνει όταν το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν πρέπει, δυνάμει της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, να αποφασίσει ότι εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν να θεωρηθεί μια ενίσχυση, κατά παρέκκλιση του άρθρου 92 της Συνθήκης, ως συμβατή με την κοινή αγορά.

    Ο εκ μέρους του δικαστή έλεγχος της ασκήσεως μιας τέτοιας αρμοδιότητας πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του εάν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως ή κατάχρηση εξουσίας ή εάν το Συμβούλιο παρέβη προδήλως, όσον αφορά τα προς λήψη μέτρα, τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως.

    Από τον έλεγχο αυτόν, ο οποίος έγινε όσον αφορά την απόφαση του Συμβουλίου να επιτρέψει έκτακτες εθνικές ενισχύσεις για την απόσταξη ορισμένων οίνων παραχθέντων κατά την περίοδο 1993/94 στη Γαλλία και την Ιταλία, δεν κατεδείχθη πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το γεγονός ότι κρίθηκε ότι έπρεπε να δοθεί ιδιάζουσα προσοχή στον στόχο της διασφαλίσεως ενός δίκαιου εισοδήματος στους παραγωγούς οίνου, ότι δεν υπήρχε ο φόβος μιας πραγματικής και μόνιμης διαταραχής στη λειτουργία της κοινής οργανώσεως της αγοράς και ότι οι εν λόγω ενισχύσεις ήταν, ως κατά παρέκκλιση μέτρο, συμβατές με την κοινή αγορά, στο μέτρο και για την περίοδο που αυτές ήταν απολύτως αναγκαίες για την διόρθωση της διαπιστωθείσας καταστάσεως ελλείψεως ισορροπίας.

    3. Καίτοι είναι αληθές ότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του, δεν απαιτείται, ωστόσο, η αιτιολογία να διευκρινίζει όλα τα καίρια πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το κείμενό της αλλά και με το πλαίσιό της καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Κατά συνέπεια, εφόσον από την αμφισβητουμένη πράξη προκύπτει το ουσιώδες στοιχείο του επιδιωκομένου από το κοινοτικό όργανο στόχου, είναι περιττό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για κάθε μία από τις τεχνικής φύσεως επιλογές του εν λόγω οργάνου.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-122/94,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Ξενοφώντα Γιαταγάνα, νομικό σύμβουλο, και Ben Smulders, μέλος της Nομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους Ramon Τorrent, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και Diego Canga Fano, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

    καθού,

    υποστηριζομένου από την

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Jean-Louis Falconi, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,

    και από την

    Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adelaide,

    παρεμβαίνουσες,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση των δύο αποφάσεων που έλαβε το Συμβούλιο στις 21 Φεβρουαρίου 1994, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τη χορήγηση, στην Ιταλία και στη Γαλλία, έκτακτης ενισχύσεως για την απόσταξη ορισμένων οίνων,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, K. N. Kακούρη και D. A. O. Edward, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), C. Gulmann, J. L. Murray, P. Jann, H. Ragnemalm και L. Sevon, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς,

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, κατά την οποία η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τους Gerard Rozet, νομικό σύμβουλο, και Ben Smulders, το Συμβούλιο από τους Ramon Torrent και Diego Canga Fano, η Γαλλική Κυβέρνηση από τον Gautier Mignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και η Ιταλική Κυβέρνηση από τον Maurizio Fiorilli, avvocato dello Stato,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 1995,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 1994, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση των δύο αποφάσεων του Συμβουλίου της 21ης Φεβρουαρίου 1994, που ελήφθησαν βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τη χορήγηση έκτακτης ενισχύσεως, στην Ιταλία και την Γαλλία, για την απόσταξη ορισμένων οίνων.

    2 Στην περίπτωση της Ιταλίας, το Συμβούλιο επέτρεψε τη χορήγηση συμπληρωματικής ενισχύσεως για την υποχρεωτική απόσταξη, που είχε αποφασιστεί σύμφωνα με το άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΟΚ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ L 84, σ. 1), για ποσότητα 3 εκατομμυρίων εκατολίτρων, κατ' ανώτατο όριο, επιτραπέζιων οίνων και οίνων καταλλήλων για την παραγωγή επιτραπέζιων οίνων, που είχαν παραχθεί κατά την περίοδο 1993/94 στην Ιταλία, ποσού ίσου, κατ' ανώτατο όριο, προς τη διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής αγοράς στην προληπτική απόσταση (2,06 ECU/% vol/hl) και της τιμής της υποχρεωτικής αποστάξεως (0,83 ECU/% vοl/hl).

    3 Στην περίπτωση της Γαλλίας, το Συμβούλιο επέτρεψε τη χορήγηση συμπληρωματικής ενισχύσεως για την προληπτική απόσταξη, που είχε αποφασιστεί σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού 822/87 για ποσότητα 3 εκατομμυρίων εκατολίτρων, κατ' ανώτατο όριο, επιτραπέζιων οίνων και οίνων καταλλήλων για την παραγωγή επιτραπέζιων οίνων, που είχαν παραχθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου 1993/94 στη Γαλλία, ποσού ίσου, κατ' ανώτατο όριο, προς τη διαφορά μεταξύ της τιμής των 24 FF/% vol/hl και της ελαχίστης κοινοτικής τιμής (2,06 ECU/% vol/hl), με συντελεστή μετατροπής τον ισχύοντα στις οικείες συμβάσεις, στους παραγωγούς των οποίων η παραγωγή δεν υπερβαίνει τα 90 hl/ha και οι οποίοι παραδίδουν οίνο για προληπτική απόσταξη, και με όριο για κάθε παραγωγό τα 9 hl/ha.

    4 Από τις αιτιολογικές σκέψεις των δύο αυτών αποφάσεων προκύπτει ότι η Ιταλική και η Γαλλική Κυβέρνηση κοινοποίησαν, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το σχέδιο αυτής της ενισχύσεως στην Επιτροπή, η οποία θεώρησε, και στις δύο περιπτώσεις, ότι η σχεδιαζομένη ενίσχυση δεν συμβιβαζόταν με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, το Συμβούλιο θεώρησε, στις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, οπότε, υπό τις προβλεπόμενες στις αποφάσεις προϋποθέσεις, οι ενισχύσεις αυτές ήταν συμβατές με την κοινή αγορά.

    5 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1994, επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

    6 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1994, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

    7 Με τον πρώτο της λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή προβάλλει την αναρμοδιότητα του Συμβουλίου και υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο διέπραξε καταστρατήγηση διαδικασίας στηριζόμενο στο άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, προκειμένου να παρεκκλίνει από τους κανόνες τους σχετικούς με την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς. Η Επιτροπή παρατηρεί, συγκεκριμένα, ότι μια εθνική ενίσχυση η οποία, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, εξισώνει τις τιμές που πρέπει να καταβληθούν στους παραγωγούς για τους δύο τύπους αποστάξεως ή η οποία, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, φέρνει την τιμή της προληπτικής αποστάξεως στο επίπεδο της αγοραίας τιμής, όχι μόνον νοθεύει τον μεταξύ των παραγωγών ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, αλλά και θεσπίζει επίπεδο στηρίξεως των τιμών υψηλότερο από εκείνο της κοινής οργανώσεως αγοράς, εξουδετερώνοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, το συνδεόμενο με το σύστημα της αποστάξεως αποτρεπτικό αποτέλεσμα, το οποίο είναι αναγκαίο για τον έλεγχο της παραγωγής, και καθιστώντας, ταυτοχρόνως, αδύνατο το διαχειριστικό έργο της Επιτροπής.

    8 'Οσον αφορά, πρώτα απ' όλα, την αναρμοδιότητα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, το Συμβούλιο μπορεί να παρεκκλίνει μόνο από τις διατάξεις του άρθρου 92 ή των προβλεπόμενων από το άρθρο 94 της Συνθήκης ΕΚ κανονισμών και όχι από άλλους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

    9 Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, προβλέπει ότι το Συμβούλιο, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, δύναται να αποφασίσει ομοφώνως ότι ενίσχυση που έχει θεσπιστεί ή που πρόκειται να θεσπιστεί από το κράτος αυτό θεωρείται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 92 ή των προβλεπομένων από το άρθρο 94 κανονισμών, αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση.

    10 Το άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, αποτελεί τμήμα του κεφαλαίου 1, που τιτλοφορείται "Κανόνες ανταγωνισμού", του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ.

    11 Εξάλλου, κατά το άρθρο 42 της ίδιας συνθήκης, το Συμβούλιο έχει την εξουσία να αποφασίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, και λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του άρθρου 39, σε ποιο μέτρο οι διατάξεις του κεφαλαίου του σχετικού με τους κανόνες του ανταγωνισμού εφαρμόζονται στον γεωργικό τομέα.

    12 Με το άρθρο 76 του κανονισμού 822/87, το Συμβούλιο όρισε, δυνάμει του άρθρου 42 της Συνθήκης, ότι τα άρθρα 92 έως 94 έχουν εφαρμογή επί της παραγωγής και του εμπορίου οίνου και μούστου.

    13 Εξ αυτού έπεται ότι η εξουσία που απονέμει στο Συμβούλιο το άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, μπορεί να ασκηθεί στον αμπελοοινικό τομέα εντός των ορίων που θέτει η διάταξη αυτή, δηλαδή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

    14 Εν συνεχεία όσον αφορά την καταστρατήγηση διαδικασίας η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι με τις αποφάσεις του το Συμβούλιο προσβάλλει την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς και, στο μέτρο που την τροποποιεί, όφειλε να σεβαστεί τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3.

    15 Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η παραπομπή που γίνεται από το άρθρο 76 του κανονισμού 822/87 στα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης δεν προβλέπει άλλες προϋποθέσεις πλην αυτών που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι επίδικες ενισχύσεις θίγουν την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο αν η Επιτροπή αποδείκνυε ότι το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο.

    16 Εξ αυτού έπεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    17 Με τον δεύτερό της λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, με την έκδοση των επίδικων αποφάσεων, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, θεωρώντας ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο.

    18 Επ' αυτού, πρέπει, προκαταρκτικώς, να παρατηρηθεί ότι, όταν η εφαρμογή από το Συμβούλιο της γεωργικής πολιτικής της Κοινότητας περιλαμβάνει την ανάγκη εκτιμήσεως περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η διακριτική εξουσία της οποίας απολαύει δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στη φύση και στην έκταση των διατάξεων που θα θεσπίζει, αλλά επίσης, κατά ορισμένο μέτρο, στη διαπίστωση των βασικών στοιχείων, υπό την έννοια ιδίως ότι επιτρέπεται στο Συμβούλιο να στηριχθεί, ενδεχομένως, σε συνολικές διαπιστώσεις. Ο δικαστής, ελέγχοντας την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση της πρόδηλης πλάνης ή της καταχρήσεως εξουσίας ή του ζητήματος μήπως η οικεία αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς της (βλ. την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Freres κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313, σκέψη 25).

    19 Εν προκειμένω, από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, καταδεικνύεται ότι όταν το Συμβούλιο αποφασίζει ότι εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν να θεωρηθεί μια ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, παρεκκλίνοντας έτσι από το άρθρο 92, καλείται να προβεί στην εκτίμηση περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως.

    20 Προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται κατ' αρχάς, ότι η αμπελουργική περίοδος 1993/94 δεν παρουσιάζει τίποτε το έκτακτο εφόσον, αφενός, αποτελεί συνέχιση των προηγουμένων περιόδων, οι δε προβαλλόμενες νομισματικές διαφορές έχουν διαπιστωθεί και κατά το παρελθόν, και, αφετέρου, η κατάσταση σε άλλες κοινές οργανώσεις αγοράς, κυρίως αυτές των γαλακτοκομικών προϊόντων, του βοείου κρέατος και των οπωροκηπευτικών, είναι ακόμα σοβαρότερη.

    21 Συναφώς, πρέπει, κατ' αρχάς, να παρατηρηθεί ότι, έστω και αν η κατάσταση της αμπελοοινικής αγοράς ήταν παρόμοια προς αυτήν των προηγουμένων περιόδων, το Συμβούλιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη των προσβαλλομένων αποφάσεων, χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή, ότι η διαπιστωθείσα στις αρχές της περιόδου 1993/94 έλλειψη ισορροπίας στην κοινοτική αγορά οίνων ήταν ακριβώς δυνατό, λόγω του ότι εξακολουθούσε να υφίσταται μια τέτοια κατάσταση, ακριβώς λόγω του ότι παρατείνεται η κατάσταση αυτή, μπορούσε να συνεπάγεται, προκειμένου περί της Ιταλίας, τον κίνδυνο σοβαρών επιπτώσεων οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, ιδίως όσον αφορά τους μικρούς παραγωγούς και τους συνεταιρισμούς οινοποιείων, και, προκειμένου περί της Γαλλίας, τον κίνδυνο δημιουργίας κρισίμου καταστάσεως.

    22 Πρέπει, περαιτέρω, να σημειωθεί ότι καθεμία από τις κοινές οργανώσεις αγοράς έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (βλ. την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, 292/81 και 293/81, Lion και Loiret & Haentjns, Συλλογή 1982, σ. 3887, σκέψη 24), η δε κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς χαρακτηρίζεται, από πολλών ετών, όπως εξάλλου και η Επιτροπή παρατήρησε με το υπόμνημα απαντήσεως, από μια μόνιμη διαρθρωτική έλλειψη ισορροπίας, κατάσταση που αρχίζει τώρα να βελτιώνεται.

    23 Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι με τις επίδικες ενισχύσεις σκοπείται κυρίως η διασφάλιση της αμοιβής των αμπελουργών πέραν της τιμής που προβλέπει η κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, και κατ' αυτόν τον τρόπο, μεταξύ των στόχων που διατυπώνει το άρθρο 39 της Συνθήκης, δίδεται προτεραιότητα στην προστασία του εισοδήματος των γεωργών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ενέχει το σύστημα αποστάξεως, το οποίο είναι αναγκαίο για τον έλεγχο της παραγωγής.

    24 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την επιδίωξη των διαφόρων στόχων που απαριθμούνται στο άρθρο 39 της Συνθήκης, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν τη συνεχή εξομάλυνση που είναι δυνατόν να απαιτείται λόγω ενδεχομένων αντιφάσεων μεταξύ των στόχων αυτών, θεωρούμενων χωριστά, και να δίδουν, ενδεχομένως, σε κάποιον απ' αυτούς προσωρινώς την προτεραιότητα που επιβάλλουν τα γεγονότα ή οι περιστάσεις ενόψει των οποίων εκδίδουν τις αποφάσεις τους (βλ. τις αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-4863, σκέψη 32, και C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-4973, σκέψη 47).

    25 Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν έκρινε, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τον στόχο της διασφαλίσεως ενός δίκαιου εισοδήματος στους παραγωγούς οίνου, ότι οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά, και τούτο εφόσον δεν είχαν, εν πάση περιπτώσει, προκαλέσει πραγματική και μόνιμη διαταραχή στη λειτουργία της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς. Εξάλλου, στην τελευταία αιτιολογική σκέψη των δύο αποφάσεων, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι οι ενισχύσεις ήταν, ως κατά παρέκκλιση μέτρο, συμβατές με την κοινή αγορά στο μέτρο και για την περίοδο που ήταν απολύτως αναγκαίες για την επανόρθωση της διαπιστωθείσας καταστάσεως ελλείψεως ισορροπίας.

    26 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

    27 Με τον τρίτο της λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία των δύο αποφάσεων είναι σύντομη, παρουσιάζει κενά και είναι εσφαλμένη.

    28 Συναφώς, αρκεί, κατ' αρχάς, η διαπίστωση ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της Επιτροπής, δηλαδή της πρόδηλης πλάνης στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Συμβούλιο θεωρώντας ότι συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις του άρθρου 93, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, έχει απορριφθεί. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως δεν χρειάζεται να εξετασθεί παρά μόνον καθόσον αφορά τα κενά που παρουσιάζει η αιτιολογία.

    29 Καίτοι είναι αληθές ότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-466/93, Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16), δεν απαιτείται, ωστόσο, η αιτιολογία να διευκρινίζει όλα τα καίρια πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το κείμενό της αλλά και με το πλαίσιό της καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Κατά συνέπεια, εφόσον από την αμφισβητουμένη πράξη προκύπτει το ουσιώδες στοιχείο του επιδιωκομένου από το κοινοτικό όργανο στόχου, είναι περιττό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για κάθε μια από τις τεχνικής φύσεως επιλογές του εν λόγω οργάνου.

    30 Περαιτέρω, οι εν λόγω αποφάσεις, καίτοι συνοπτικές, καταδεικνύουν κατά τρόπο σαφή ότι, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, το Συμβούλιο έκρινε ότι, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων, οι ενισχύσεις μπορούσαν, κατά παρέκκλιση, να θεωρηθούν συμβατές προς την κοινή αγορά, κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο και χρονικό διάστημα.

    31 Κατά συνέπεια, και ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριθφεί.

    32 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    33 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή.

    2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Top