Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CC0045

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 18ης Μαΐου 1995.
    Cámara de Comercio, Industria y Navegación de Ceuta κατά Ayuntamiento de Ceuta.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Andalucía - Ισπανία.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Πράξη Προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες - Διατάξεις ισχύουσες για τη Σέουτα και τη Μελίλλια - Φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό.
    Υπόθεση C-45/94.

    Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-04385

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:149

    61994C0045

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 18ης Μαΐου 1995. - Cámara de Comercio, Industria y Navegación de Ceuta κατά Ayuntamiento de Ceuta. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Andalucía - Ισπανία. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Πράξη Προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες - Διατάξεις ισχύουσες για τη Σέουτα και τη Μελίλλια - Φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό. - Υπόθεση C-45/94.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-04385


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    ++++

    1 Η υπό κρίση υπόθεση θέτει το ζήτημα της νομιμότητας ενός φόρου ο οποίος εισπράττεται επί της εισαγωγής και της παραγωγής εμπορευμάτων στη Σέουτα, ισπανικό έδαφος που βρίσκεται στη μεσογειακή ακτή της Αφρικής. Αιτούν δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης, είναι το Tribunal Superior de Justicia de Andalucνa, το οποίο υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Επιτρέπουν το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϋκές Κοινότητες και το Πρωτόκολλο αριθ. 2 της ιδίας πράξεως, σε συνδυασμό με τις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διατάξεις των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΞ, τη διατήρηση ενός μέτρου όπως αυτό που έχει εισαχθεί με τον ισπανικό νόμο αριθ. 8 της 25ης Μαρτίου 1991, με το οποίο εγκρίνεται η δημοτική φορολογική επιβάρυνση επί της παραγωγής και της εισαγωγής εμπορευμάτων στους δήμους της Σέουτα και της Μελίλλια, επιβάρυνση η οποία έχει θεσπιστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει εξ αυτής η απόλυτη σχεδόν απαλλαγή από πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις των εσωτερικών συναλλαγών, ενώ παράλληλα διατηρείται η ταυτόχρονη de facto επιβάρυνση των εισαγωγών από το κοινοτικό τελωνειακό έδαφος;»

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ayuntamiento (Δήμος) της Σέουτα και του Cαmara de Cοmercio, Ιndustria y Νavegaciσn της εν λόγω πόλεως. Ο τελευταίος αυτός φορέας ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκαν, βάσει του προαναφερθέντος νόμου αριθ. 8 της 25ης Μαρτίου 1991 (1), οι λεπτομέρειες εφαρμογής του τοπικού φόρου επί των εμπορευμάτων που εισάγονται ή παράγονται στον δήμο της Σέουτα.

    3 Προκειμένου να κατανοηθεί το ακριβές περιεχόμενο του ερωτήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, σκόπιμο είναι να αναφερθούν οι διατάξεις της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στην Κοινότητα (2) (στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως) που αφορούν ειδικά, όσον αφορά τα υπό κρίση ζητήματα, τα εδάφη της Σέουτα και Μελίλλια, καθώς και η αμφισβητούμενη εθνική ρύθμιση.

    Το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως ορίζει τα εξής:

    «1. Οι Συνθήκες, καθώς και οι πράξεις των οργάνων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται στις Καναρίους Νήσους και στη Σέουτα και Μελίλλια, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 και των άλλων διατάξεων της παρούσας πράξης.

    2. Οι προϋποθέσεις με τις οποίες οι διατάξεις των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΞ για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, καθώς και οι πράξεις των οργάνων της Κοινότητας οι σχετικές με την τελωνειακή νομοθεσία και την εμπορική πολιτική που θα εφαρμόζονται στις Καναρίους Νήσους και στη Σέουτα και Μελίλλια καθορίζονται στο πρωτόκολλο αριθ. 2».

    Το εν λόγω πρωτόκολλο, αφού διευκρινίζει ότι «οι Κανάριοι Νήσοι, καθώς και η Σέουτα και Μελίλλια δεν περιλαμβάνονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας» (άρθρο 1, παράγραφος 2), θεσπίζει τους κανόνες που ισχύουν για την εισαγωγή εμπορευμάτων από τρίτη χώρα στα εν λόγω εδάφη, τους κανόνες που διέπουν τα προϋόντα καταγωγής Καναρίων Νήσων και Σέουτα και Μελίλλια που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους, το ειδικό καθεστώς που ισχύει για τα προϋόντα αλιείας και τα γεωργικά προϋόντα και για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των εν λόγω εδαφών και, τέλος, το καθεστώς που εφαρμόζεται στα κοινοτικά προϋόντα που εισάγονται στις Κανάριες Νήσους ή στη Σέουτα και Μελίλλια, προβλέποντας συναφώς την προοδευτική κατάργηση των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ιδοσυνάμου αποτελέσματος εντός μιας μεταβατικής περιόδου.

    Ειδικότερα, το άρθρο 6 ορίζει τα εξής:

    «1. Τα προϋόντα καταγωγής του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, κατά την εισαγωγή τους στις Καναρίους Νήσους ή στη Σέουτα και Μελίλλια, απαλλάσσονται από δασμούς και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

    2. Οι δασμοί που υφίστανται στις Καναρίους Νήσους και στη Σέουτα και Μελίλλια και η φορολογική επιβάρυνση που ονομάζεται "arbitrio insular - tarifa general", η οποία υφίσταται στις Καναρίους Νήσους, καταργούνται προοδευτικά έναντι των προϋόντων καταγωγής του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, με τον ίδιο ρυθμό και τις ίδιες προϋποθέσεις με τις προβλεπόμενες στα άρθρα 30, 31 και 32 της Πράξης Προσχώρησης.

    3. (...)»

    Αυτές οι προϋποθέσεις είναι οι ίδιες που προβλέπονται στην Πράξη Προσχωρήσεως για το υπόλοιπο ισπανικό έδαφος, και οι οποίες συνίστανται στην προοδευτική μείωση των δασμών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου έως την ολοσχερή κατάργησή τους από 1ης Ιανουαρίου 1993. Κανένας ιδιαίτερος κανόνας δεν θεσπίστηκε, τέλος, όσον αφορά τα προϋόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΞ και, επομένως, τα εν λόγω προϋόντα υπάγονται στο ίδιο καθεστώς.

    4 Πρέπει, ακόμα, να υπενθυμιστεί ότι, δυνάμει του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 26 της Πράξεως Προσχωρήσεως και του σημείου 2 του κεφαλαίου V του Παραρτήματος Ι της εν λόγω Πράξεως Προσχωρήσεως, δεν εφαρμόζεται στα εδάφη αυτά η κοινοτική νομοθεσία περί του φόρου προστιθεμένης αξίας. Αντιθέτως, καμία παρέκκλιση δεν προβλέφθηκε όσον αφορά την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων της Συνθήκης, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2 της Πράξεως Προσχωρήσεως, αυτοί οι κανόνες, και ειδικότερα το άρθρο 95, έχουν εφαρμογή στα εδάφη της Σέουτα και Μελίλλια.

    5 Ακριβώς προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προαναφερθείσες διατάξεις της Πράξεως Προσχωρήσεως, ο Ισπανός νομοθέτης θέσπισε τον προμνησθένα νόμο αριθ. 8/1991, ο οποίος τροποποίησε το σύστημα των τοπικών φόρων που ίσχυε στη Σέουτα και Μελίλλια, αντικαθιστώντας τον προγενέστερο δημοτικό φόρο επί της εισαγωγής εμπορευμάτων (το λεγόμενο «aforo») με ένα νέο φόρο, το «arbitrio». Η προϋπόθεση της εισπράξεως του φόρου αυτού δεν συνίσταται μόνο, όπως παλαιότερα, στην εισαγωγή κινητών αγαθών στα εν λόγω εδάφη αλλά και στην παραγωγή τους στα εδάφη αυτά. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί, όπως ρητώς αναφέρεται στο προοίμιο του νόμου, στην εξάλειψη οποιασδήποτε διακρίσεως στηριζομένης στην καταγωγή των εμπορευμάτων. Λαμβανομένων, εξάλλου, υπόψη των ιδιαιτέρων δυσκολιών που καθυστερούν την οικονομική ανάπτυξη των εν λόγω εδαφών και οι οποίες είχαν δικαιολογήσει, στο παρελθόν, την πρόβλεψη διαφοροποιημένου φορολογικού καθεστώτος σε σχέση με εκείνο που ισχύει για το υπόλοιπο εθνικό έδαφος, ο νόμος προέβλεψε διάφορα μέτρα προστασίας, έστω και προσωρινής, της τοπικής βιομηχανίας.

    Κατά το άρθρο 1, «το arbitrio επί της παραγωγής και της εισαγωγής συνιστά έμμεσο δημοτικό φόρο, ο οποίος επιβάλλεται επί της παραγωγής, της κατασκευής και της εισαγωγής εντός των πόλεων Σέουτα και Μελίλλια κινητών ενσωμάτων αγαθών κάθε κατηγορίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου». Το άρθρο 3 διευκρινίζει, εξάλλου, ότι φορολογητέες πράξεις συνιστούν η επαγγελματική παραγωγή αγαθών που πραγματοποιείται από επιχειρηματία στο πλαίσιο της ασκήσεως δραστηριότητάς του, καθώς και η εισαγωγή των ιδίων αγαθών στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται ο νόμος, κατά δε το άρθρο 5, παράγραφος 1, στην δεύτερη αυτή κατηγορία περιλαμβάνονται και τα εμπορεύματα καταγωγής άλλων περιοχών της Ισπανίας. Γενεσιουργός αιτία του φόρου είναι, κατά το άρθρο 11, στην μεν πρώτη περίπτωση, η θέση του αγαθού στη διάθεση του αγοραστή, στη δε δεύτερη, η υποβολή της δηλώσεως εισαγωγής. Όσον αφορά τη βάση επιβολής του φόρου, αυτή συνίσταται, για την εσωτερική παραγωγή, στο ολικό ποσό που οφείλεται στον μεταβιβάζοντα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως του αγαθού, ενώ, για τα εξωτερικής προελεύσεως αγαθά, στη δασμολογητέα αξία τους (άρθρα 15 και 16). Ο καθορισμός των φορολογικών συντελεστών που εφαρμόζονται στα διάφορα προϋόντα γίνεται, εντός του ανωτάτου και κατωτάτου ορίου που ορίζονται από τον νόμο (0,5 % και 10 %), από τις ενδιαφερόμενες δημοτικές αρχές (άρθρο 18), οι οποίες υποχρεούνται να θεσπίζουν τους συντελεστές αυτούς στο πλαίσιο των μέτρων επιβολής των φόρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

    Όσον αφορά τον δήμο της Σέουτα, τα μέτρα αυτά θεσπίστηκαν με απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1991 (3).

    Τα άρθρα 7 και 9 του νόμου αριθ. 8/1991 ορίζουν, τέλος, τις παραγωγές και τις εισαγωγές που απαλλάσσονται από τον φόρο. Οι κατηγορίες αγαθών που εμπίπτουν στη ρύθμιση αυτή είναι, εν πολλοίς, οι ίδιες και στις δύο περιπτώσεις. Ειδικό καθεστώς προβλέπεται, ωστόσο, υπέρ της τοπικής βιομηχανίας από το άρθρο 7, παράγραφος 2, το οποίο ορίζει ότι «ολικές ή μερικές απαλλαγές από τον φόρο μπορούν να χορηγούνται προσωρινώς για τα αγαθά που παράγονται ή κατασκευάζονται από τις βιομηχανίες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφος των δήμων της Σέουτα και Μελίλλια και εμπίπτουν στους τομείς που προστατεύονται από τον νόμο αριθ. 50, της 27ης Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τα περιφερειακά μέτρα για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως με στόχο την εξάλειψη των υφισταμένων ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του εθνικού εδάφους».

    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 14 της προμνησθείσας αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του Σεπτεμβρίου 1991 όρισε ότι η εν λόγω απαλλαγή χορηγείται, υπό τις προϋποθέσεις και για την περίοδο που προβλέπονται στην απόφαση περί απαλλαγής, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των ενδιαφερομένων.

    6 Συνεπώς, ενόψει των συναφών διατάξεων της Πράξεως Προσχωρήσεως, το κατά πόσον ο επίδικος φόρος συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εξεταστεί με βάση τα άρθρα 9 και 12 καθώς και το άρθρο 95 της Συνθήκης.

    Καταρχάς, υπενθυμίζω συναφώς ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (4), ο ίδιος φόρος δεν μπορεί, στο πλαίσιο του συστήματος της Συνθήκης, να ανήκει συγχρόνως και στην κατηγορία των φορολογικών επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό υπό την έννοια των άρθρων 9 και 12 και στην κατηγορία των εσωτερικών φόρων υπό την έννοια του άρθρου 95, καθόσον τα άρθρα 9 και 12 απαγορεύουν την επιβολή, μεταξύ των κρατών μελών, εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών ή φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, ενώ το άρθρο 95 περιορίζεται στην απαγόρευση εσωτερικών φόρων οι οποίοι εισάγουν - και στο μέτρο που εισάγουν - διακρίσεις σε βάρος των προϋόντων των άλλων κρατών μελών.

    7 Ειδικότερα, το ουσιώδες χαρακτηριστικό της φορολογικής επιβαρύνσεως αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό, το οποίο τη διακρίνει από τον εσωτερικό φόρο, συνίσταται στο ότι η πρώτη πλήττει αποκλειστικά το εισαγόμενο προϋόν, ενώ ο δεύτερος πλήττει τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϋόντα (5).

    Εξάλλου, το Δικαστήριο, με την απόφαση Legros κ.λπ. (6), η οποία αφορούσε την εισφορά θάλασσας που ισχύει για τα γαλλικά υπερπόντια διοικητικά διαμερίσματα, διευκρίνισε ότι «μια επιβάρυνση που είναι ανάλογη προς τη δασμολογητέα αξία των αγαθών και εισπράττεται από ένα κράτος μέλος επί των εμπορευμάτων που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος λόγω της εισαγωγής τους σε μια περιφέρεια του εδάφους του πρώτου κράτους μέλους αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό έστω και αν η επιβάρυνση αυτή πλήττει και τα εισαγόμενα στην περιοχή αυτή εμπορεύματα που προέρχονται από άλλο τμήμα του ίδιου αυτού κράτους» (7). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της επίδικης επιβαρύνσεως ως εσωτερικού φόρου, υπό την έννοια του άρθρου 95, για τον λόγο ότι, ενώ η επιβάρυνση αυτή έπληττε όλα τα προϋόντα που εισάγονταν στην περιφέρεια της Rιunion λόγω της εισαγωγής τους σ' αυτό το τμήμα του γαλλικού εδάφους, τα προϋόντα που κατάγονταν από τη Rιunion απαλλάσσονταν συστηματικώς από την εισφορά αυτή όχι βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που θα μπορούσαν να εφαρμόζονται και επί των εισαγομένων προϋόντων αλλά ακριβώς λόγω της καταγωγής τους από την περιφέρεια αυτή (8).

    8 Αν εξετάσουμε την επίδικη νομοθεσία υπό το φως των αρχών που μόλις υπενθύμισα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το «arbitrio» εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα αλλοδαπά εμπορεύματα και σε εκείνα που κατάγονται από άλλα τμήματα του εθνικού εδάφους κατά τον χρόνο της εισόδου τους στη Σέουτα, όσο και στα εμπορεύματα που κατάγονται από το εν λόγω έδαφος. Η επιβάρυνση αυτή πλήττει κατηγορίες προϋόντων βάσει ενός αντικειμενικού κριτηρίου, ήτοι της υπαγωγής του προϋόντος στις κατηγορίες εμπορευμάτων που καθορίζονται στον πίνακα που επισυνάπτεται στην απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1991, ανεξαρτήτως της καταγωγής του κάθε προϋόντος. Ακόμα και οι συντελεστές που εφαρμόζονται στα διάφορα προϋόντα και οι προβλεπόμενες απαλλαγές, πλην της ειδικής περιπτώσεως την οποία αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου αριθ. 8/1991, και στην οποία θα αναφερθώ κατωτέρω, καθορίζονται λαμβανομένης αποκλειστικά υπόψη της υπαγωγής του προϋόντος - ανεξαρτήτως της καταγωγής του - σε ορισμένη κατηγορία εμπορευμάτων.

    Ως εκ τούτου, η επίδικη επιβάρυνση, η οποία, βάσει αυτών των χαρακτηριστικών, διαφέρει σαφώς από την εισφορά θάλασσας την οποία αφορούσε η απόφαση Legros κ.λπ., εμφανίζει καταρχήν χαρακτηριστικά τέτοια ώστε να μπορεί να θεωρηθεί, ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου, ως εσωτερικός φόρος υπό την έννοια του άρθρου 95.

    9 Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται, εξάλλου, από την παρατήρηση που περιέχεται στη διάταξη περί παραπομπής και σύμφωνα με την οποία, ενόψει του γεγονότος ότι η επεξεργασία και η βιομηχανική παραγωγή στη Σέουτα είναι πολύ περιορισμένες, το «arbitrio» πλήττει τελικά κυρίως την εισαγωγή αγαθών και ότι, ουσιαστικά, η επιβολή μιας αντίστοιχης επιβαρύνσεως και στην παραγωγή δεν αποτελεί παρά ένα τέχνασμα που επενόησε ο νομοθέτης προκειμένου να διατηρήσει τον ήδη υφιστάμενο φόρο επί των εισαγωγών, ο οποίος απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο. Ως προς το θέμα αυτό, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι ένας φόρος που πλήττει τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϋόντα, αλλά ο οποίος, στην πραγματικότητα, εφαρμόζεται αποκλειστικά, ή σχεδόν αποκλειστικά, στα εισαγόμενα προϋόντα, στο μέτρο που δεν υφίσταται εγχώρια παραγωγή ομοίων ή παρεμφερών αγαθών ή είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος αν εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται πάγια σε κατηγορίες προϋόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ανεξαρτήτως της καταγωγής των προϋόντων (9). Λοιπόν, όπως ήδη ανέφερα, το «arbitrio» πλήττει μια σειρά αγαθών κατά τον χρόνο της θέσεώς τους στην αγορά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη, τουλάχιστον καταρχήν, την τοπική, εγχώρια ή αλλοδαπή καταγωγή τους.

    10 Το συμπέρασμα, ωστόσο, θα ήταν διαφορετικό αν αποδεικνυόταν, όπως υποστήριξε το προσφεύγον της κύριας δίκης, ότι το προϋόν του αμφισβητουμένου φόρου προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δραστηριότητας ενός κρατικού ή ημικρατικού φορέα ο οποίος εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα της παραγωγής της συγκεκριμένης περιφέρειας, ιδίως με τη χορήγηση πιστώσεων στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Σέουτα. Πράγματι, το Δικαστήριο, με την απόφαση στην υπόθεση Capolongo (10), αποφάνθηκε ως εξής:

    «Κατά την ερμηνεία του όρου "φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό", είναι δυνατό να πρέπει να ληφθεί υπόψη ο προορισμός των εισπραττομένων χρηματικών επιβαρύνσεων. Πράγματι, όταν κάποια τέτοια χρηματική επιβάρυνση ή εισφορά προορίζεται αποκλειστικά για την προώθηση δραστηριοτήτων που ευνοούν ειδικά τα φορολογούμενα εγχώρια προϋόντα, μπορεί η γενική εισφορά που επιβάλλεται επί τη βάσει των ίδιων κριτηρίων στα εισαγόμενα και στα εγχώρια προϋόντα να καταλήγει να συνιστά παρά ταύτα για τα πρώτα μία καθαρή επιπλέον χρηματική επιβάρυνση, ενώ για τα δεύτερα να αποτελεί στην πραγματικότητα το αντιστάθμισμα πλεονεκτημάτων ή ενισχύσεων που έχουν ληφθεί.

    Κατά συνέπεια, εισφορά που εντάσσεται σ' ένα γενικό καθεστώς εσωτερικών τελών που διέπει συστηματικά τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϋόντα επί τη βάσει των ίδιων κριτηρίων είναι παρά ταύτα δυνατό να συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό, εφόσον προορίζεται αποκλειστικά για την προώθηση δραστηριοτήτων που ευνοούν ειδικά το φορολογούμενο εγχώριο προϋόν.»

    11 Αυτός ο προσανατολισμός της νομολογίας επιβεβαιώθηκε και όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 95 (11). Εφόσον, όμως, οι διατάξεις σχετικά με τους εισάγοντες διακρίσεις εσωτερικούς φόρους και οι διατάξεις σχετικά με τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικώς - όπως υπενθύμισα προηγουμένως - το κριτήριο διακρίσεως αυτών των δύο περιπτώσεων καθορίστηκε από το Δικαστήριο με βάση τη διάκριση μεταξύ πλήρους και μερικής αντισταθμίσεως της επιβαρύνσεως που υφίσταται η εγχώρια παραγωγή κατά τον χρόνο θέσεως των προϋόντων στο εμπόριο με τα οφέλη που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του προϋόντος του φόρου. Σε περίπτωση πλήρους αντισταθμίσεως, πρόκειται για φόρο μη συμβιβαζόμενο με τα άρθρα 12 και επόμενα της Συνθήκης· σε περίπτωση μερικής αντισταθμίσεως, ο φόρος αντίκειται στο άρθρο 95 και απαγορεύεται στο μέτρο που εισάγει διακρίσεις εις βάρος των εισαγομένων προϋόντων (12).

    12 Ο Δήμος της Σέουτα αρνείται ότι το προϋόν του «arbitrio» προορίζεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό: το προϋόν αυτό, μαζί με τα λοιπά έσοδα, εξασφαλίζονται, κατά τον εν λόγω δήμο, στην τοπική διοίκηση τα οικονομικά μέσα που είναι απαραίτητα για την άσκηση της όλης θεσμικής δραστηριότητάς της. Δεδομένου ότι η επίδικη ρύθμιση δεν περιέχει καμία συναφή ένδειξη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προβεί στην διαπίστωση της πραγματικής καταστάσεως. Το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να εξετάσει, στην υπό κρίση περίπτωση, αν το προϋόν του φόρου προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων από τις οποίες ωφελείται μόνον η παραγωγή της συγκεκριμένης περιφέρειας. Σε περίπτωση δε που αυτό αποδειχθεί, το δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί ότι ο φόρος που πλήττει τα εισαγόμενα προϋόντα συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, εφόσον τα οφέλη για την τοπική παραγωγή αντισταθμίζουν πλήρως την επιβάρυνση που υφίστανται κατά τον χρόνο θέσεώς τους στο εμπόριο. Αν, αντιθέτως, τα οφέλη αντισταθμίζουν μερικώς μόνο την επιβάρυνση που υφίστανται τα τοπικά προϋόντα, το εν λόγω καθεστώς εισάγει φορολογική διάκριση η οποία δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 95.

    13 Πέραν της διευκρινίσεως αυτής, εξάλλου, φαίνεται βέβαιο ότι το αμφισβητούμενο φορολογικό καθεστώς εισάγει διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϋοντων και από μία άλλη άποψη. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου αριθ. 8/1991 προβλέπει ότι είναι δυνατόν να χορηγηθούν προσωρινώς ορισμένες απαλλαγές, ολικές ή μερικές, από τον φόρο, αποκλειστικά όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες προϋόντων που παράγονται από βιομηχανίες εγκατεστημένες στο έδαφος της Σέουτα (και της Μελίλλια). Από το άρθρο 14 της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 1991, που καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της συγκεκριμένης αυτής διατάξεως, προκύπτει ότι οι εν λόγω απαλλαγές χορηγούνται κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων. Το ότι η διάταξη αυτή εισάγει διακρίσεις δεν αναιρείται από το ότι από την ευνοϋκή αυτή ρύθμιση αποκλείονται όχι μόνο τα εισαγόμενα εμπορεύματα αλλά και τα εμπορεύματα που κατάγονται από άλλα τμήματα του ισπανικού εδάφους. Όντως, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, διακρίσεις που στηρίζονται στην καταγωγή ενός προϋόντος από συγκεκριμένη περιοχή συνιστούν, τουλάχιστον εν μέρει, διάκριση λόγω ιθαγένειας, καθόσον τα εισαγόμενα προϋόντα που είναι ομοειδή ή ανταγωνιστικά των τοπικών προϋόντων τα οποία μπορούν να επωφεληθούν από την απαλλαγή αναπόφευκτα υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση. Πράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 30, για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως μέτρο το οποίο οδηγεί σε διακρίσεις ή προστατευτισμό, δεν είναι απαραίτητο να ευνοεί το σύνολο των εγχωρίων προϋόντων ή να πλήττει μόνο τα εισαγόμενα προϋόντα και καθόλου τα εγχώρια (13).

    Λαμβανομένου, εξάλλου, υπόψη ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 95 κατά των εσωτερικών φόρων που επιβαρύνουν εισαγόμενα προϋόντα όταν δεν υπάρχει ομοειδής ή ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή (14), μπορεί να γίνει επίκληση του διαπιστωθέντος ασυμβιβάστου του «arbitrio» προς την εν λόγω διάταξη μόνον στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή εφαρμόζεται σε εμπορεύματα για τα οποία υπάρχει στην συγκεκριμένη περιφέρεια παραγωγή η οποία φορολογείται ελαφρύτερα σε σχέση προς τα εισαγόμενα ομοειδή ή ανταγωνιστικά προϋόντα.

    14 Δεν νομίζω, τέλος, ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα μπορούν να μεταβληθούν ενόψει των κανόνων της Συνθήκης περί οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, και ειδικότερα του άρθρου 130 Α, τους οποίους επικαλέστηκε η Ισπανική Κυβέρνηση. Πράγματι, οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι επιβάλλουν στην Κοινότητα να εξακολουθήσει τη δράση της με σκοπό ιδίως τη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων αναπτύξεως των διαφόρων περιοχών, μπορούν μεν να αποτελέσουν το κλειδί για την κατανόηση του κοινοτικού κανονισμού εντός του όλου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, δεν μπορούν όμως να δικαιολογήσουν παρεκκλίσεις από την εφαρμογή άλλων κανόνων της Συνθήκης οι οποίες δεν προβλέπονται ρητώς από τον ίδιο αυτό κανονισμό ή από πράξεις ανάλογης ισχύος. Ωστόσο, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής, εντός των εδαφών της Σέουτα και Μελίλλια, των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η Πράξη Προσχωρήσεως δεν προέβλεψε καμία συναφή εξαίρεση μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου. Τούτου λεχθέντος, θεωρών ότι η ίδια η Συνθήκη, όπως εξάλλου και το παράγωγο δίκαιο, προσφέρουν διάφορα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του σκοπού του άρθρου 130 Α, χωρίς να είναι αναγκαίο να θιγούν οι θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας.

    15 Ενόψει των ανωτέρω παρατηρήσεων, θεωρώ ότι στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

    «1) Το άρθρο 25 και το πρωτόκολλο αριθ. 2 της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϋκές Κοινότητες, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ΕΚ, δεν επιτρέπουν την είσπραξη φόρου επί των εμπορευμάτων που εισάγονται από τα άλλα κράτη μέλη και επί των εγχωρίων εμπορευμάτων κατά τον χρόνο της διαθέσεώς τους στην κατανάλωση στη Σέουτα, στην περίπτωση που το προϋόν του προαναφερθέντος φόρου προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που ωφελούν ειδικά τα προϋόντα που κατάγονται από την εν λόγω περιοχή, ούτως ώστε να αντισταθμίζεται πλήρως η επιβάρυνση που συνεπάγεται για τα προϋόντα αυτά η είσπραξη του φόρου. Ο φόρος αυτός θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως εσωτερικός φόρος εισάγων διακρίσεις υπό την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης σε περίπτωση που το προϋόν του προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που αντισταθμίζουν εν μέρει μόνο την επιβάρυνση που συνεπάγεται για τα προϋόντα της περιφέρειας αυτής η είσπραξη του φόρου.

    2) Το άρθρο 25 και το πρωτόκολλο αριθ. 2 της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϋκές Κοινότητες, σε συνδυασμό με το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, δεν επιτρέπουν την είσπραξη φόρου επί των εμπορευμάτων που εισάγονται από τα άλλα κράτη μέλη και επί των εγχωρίων εμπορευμάτων κατά τον χρόνο της διαθέσεώς τους στην κατανάλωση εντός του εδάφους της Σέουτα, στο μέτρο που εφαρμόζεται επί εισαγομένων προϋόντων που είναι ομοειδή ή ανταγωνιστικά προϋόντων καταγωγής Σέουτα τα οποία έχουν απαλλαγεί πλήρως ή μερικώς από την καταβολή του φόρου λόγω του ότι κατάγονται από την συγκεκριμένη αυτή περιφέρεια.»

    (1) - ΒΟΕ αριθ. 73 της 26ης Μαρτίου 1991, σ. 765.

    (2) - ΕΕ 1985, L 302, σ. 23.

    (3) - Boletνn Oficial de Ceuta της 25ης Σεπτεμβρίου 1991, σ. 143.

    (4) - Απόφαση της 18ης Ιουνίου 1975, υπόθεση 94/74, IGAV (Συλλογή τόμος 1975, σ. 213, σκέψη 13)· απόφαση της 7ης Μαου 1987, υπόθεση 193/85, Co-Frutta (Συλλογή 1987, σ. 2085, σκέψεις 8 και 11).

    (5) - Προαναφερθείσα απόφαση Co-Frutta, σκέψη 9.

    (6) - Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, υπόθεση C-163/90 (Συλλογή 1992, σ. Ι-4625).

    (7) - Σκέψη 18.

    (8) - Σκέψη 12.

    (9) - Βλ. συναφώς την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, υπόθεση 78/76, Steinike και Weinlig (Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 30), καθώς και την προμνησθείσα απόφαση Co-Frutta, σκέψη 14.

    (10) - Απόφαση της 19ης Ιουνίου 1973, υπόθεση 77/72, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 567, σκέψεις 13 και 14). Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια με πολυάριθμες αποφάσεις, μεταξύ των οποίων υπενθυμίζω την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9 απόφαση Steinike, την απόφαση της 25ης Μαου 1977, υπόθεση 105/76, Interzuccheri (Συλλογή τόμος 1977, σ. 325), την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1981, υπόθεση 32/80, Kortmann (Συλλογή 1981, σ. 251), την απόφαση της 11ης Μαρτίου 1992, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/90 έως C-83/90, Compagnie Commerciale de l'Ouest (Συλλογή 1992, σ. Ι-1847), και την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, υπόθεση C-266/91, CELBI (Συλλογή 1993, σ. Ι-4337).

    (11) - Βλ. την απόφαση της 21ης Μαου 1980, υπόθεση 73/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 137, σκέψη 15).

    (12) - Βλ. συναφώς την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1993, υπόθεση C-72/92, Scharbatke (Συλλογή 1993, σ. Ι-5509, σκέψεις 10 έως 16), την προπαρατεθείσα απόφαση CELBI (σκέψεις 13 έως 19), την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, υπόθεση C-17/91, Lornoy en Zonen κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-6523, σκέψεις 17 έως 22), την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1991, υπόθεση C-114/91, Claeys (Συλλογή 1992, σ. Ι-6559, σκέψεις 14 έως 19), την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-144/91 και C-145/91, Demoor en Zonen κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-6613, σκέψεις 18 έως 21), την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-149/91 και C-150/91, Sanders Adour και Guyomarc'h Orthez Nutrition animale (Συλλογή 1992, σ. Ι-3899, σκέψεις 20 έως 22), και την προπαρατεθείσα απόφαση Compagnie Commerciale de l'Ouest κ.λπ. (σκέψεις 26 έως 28).

    (13) - Βλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1993, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-277/91, C-318/91 και C-319/91, Ligur Carni κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-6621, σκέψεις 37 και 38), της 10ης Δεκεμβρίου 1991, υπόθεση C-179/90, Merci convenzionali porto di Genova (Συλλογή 1991, σ. Ι-5889, σκέψη 21), της 25ης Ιουλίου 1991, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-1/90 και C-176/90, Aragonesa de Publicidad Exterior και Publivνa (Συλλογή 1991, σ. Ι-4151, σκέψη 24), και της 20ής Μαρτίου 1990, υπόθεση C-21/88, Du Pont de Nemours italiana (Συλλογή 1990, σ. Ι-889, σκέψεις 12 και 13).

    (14) - Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1990, υπόθεση C-47/88, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-4509, ειδικότερα σκέψη 19).

    Top