EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0298

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1994.
Ulrich Klinke κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Αίτηση διορισμού στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας A 7/A 6.
Υπόθεση C-298/93 P.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-03009

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:273

61993J0298

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 29ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1994. - ULRICH KLINKE ΚΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΩΤΕΡΟ ΒΑΘΜΟ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ A 7/A 6. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-298/93 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-03009


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Υπάλληλοι * Πρόσληψη * Διορισμός σε βαθμό και κατάταξη σε κλιμάκιο * Διορισμός στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας * 'Ασκηση από τη διοίκηση της διακριτικής της ευχέρειας * Λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας και η επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου * Δικαστικός έλεγχος * 'Ορια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 31 PAR 2 και 32 εδ. 2)

2. Αναίρεση * Ισχυρισμοί * Παράβαση της υποχρεώσεως απαντήσεως στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα των διαδίκων * Εσφαλμένη εκτίμηση από το Πρωτοδικείο της έννοιας ισχυρισμού που προβλήθηκε πρωτοδίκως * Βάσιμη αίτηση αναιρέσεως

(Οργανισμός ΕΟΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)

3. Υπάλληλοι * Καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση * Περιεχόμενο

Περίληψη


1. Προκειμένου περί κατατάξεως σε βαθμό και κλιμάκιο κατά την πρόσληψη, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας εντός του πλαισίου που καθορίζεται από τα άρθρα 31 και 32, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως. Κατά την άσκηση της ευχέρειας αυτής η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και την προηγούμενη επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου.

Ενόψει τόσο ευρείας διακριτικής ευχέρειας, ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί να υποκαθίσταται στην εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, αλλά πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η αρχή αυτή έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Τούτο δεν συνέβη στην περίπτωση που η αρχή αυτή, ενώ θεώρησε ότι είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας όλα τα κρίσιμα στοιχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρείλκε ο διορισμός του ενδιαφερομένου στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας.

2. Εφόσον το Πρωτοδικείο παρενόησε έναν από τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος και για τον λόγο αυτό είτε κακώς κήρυξε τον ισχυρισμό αυτό απαράδεκτο είτε απέρριψε ως αβάσιμο διαφορετικό ισχυρισμό από αυτόν που είχε όντως προβληθεί, η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και η προσβαλλόμενη απόφαση ή το κεφάλαιο αυτής που πάσχει από το σφάλμα αυτό πρέπει να ακυρωθούν.

3. Το καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση έναντι των μελών του προσωπικού απηχεί την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της δημόσιας αρχής και του προσωπικού της δημόσιας υπηρεσίας. Η ισορροπία αυτή έχει κυρίως ως συνέπεια ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνο της υπηρεσίας αλλά και του οικείου υπαλλήλου.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-298/93 P,

Ulrich Klinke, υπάλληλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενος από τον Martin Huff, δικηγόρο Φρανκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Joseph Dietrich, 1, rue Nico Klopp,

αναιρεσείων,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 30 Μαρτίου 1993 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) στην υπόθεση T-30/92, Klinke κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-375), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Millett, κύριο υπάλληλο διοικήσεως, επικουρούμενο από τον Alοyse May, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Millett, Palais de la Cour de justice, Kirchberg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Diez de Velasco, πρόεδρο τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη (εισηγητή) και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 1994,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου 1993, ο Ulrich Klinke άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού (ΕΟΚ) και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών (ΕΚΑΧ) και (ΕΚΑΕ) του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 30 Μαρτίου 1993 το Πρωτοδικείο στην υπόθεση Klinke κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-375), καθόσον απέρριψε την προσφυγή του με την οποία ζητούσε από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, περί διορισμού του αναιρεσείοντος ως υπαλλήλου διοικήσεως στην υπηρεσία πληροφοριών, κατά το μέτρο που τον κατέτασσε στον βαθμό Α 7 κλιμάκιο 3, και την απόφαση της διοικητικής επιτροπής περί επιβεβαιώσεως του διορισμού του αναιρεσείοντος στον εν λόγω βαθμό, καθώς και να αναγνωρίσει το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να διοριστεί στον βαθμό Α 6.

2 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων εισήλθε στην υπηρεσία του Δικαστηρίου ως έκτακτος υπάλληλος, υπό την ιδιότητα του γλωσσομαθούς νομικού, στο τμήμα μεταφράσεων της γερμανικής γλώσσας, την 1η Απριλίου 1982. Την 1η Οκτωβρίου 1983 μονιμοποιήθηκε και κατετάγη στον βαθμό LA 6.

3 Από την 1η Ιουνίου 1985, ο αναιρεσείων τέθηκε στη διάθεση της υπηρεσίας πληροφοριών του Δικαστηρίου. Με απόφαση της ΑΔΑ της 1ης Ιουλίου 1991, διορίστηκε υπάλληλος διοικήσεως στην υπηρεσία αυτή και κατετάγη στον βαθμό Α 7, κλιμάκιο 3, μετά την επιτυχία του στον εσωτερικό διαγωνισμό CJ 115/89.

4 Ο Klinke υπέβαλε τότε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, καθόσον τον κατέταξε στον βαθμό Α 7, ζήτησε δε να επανακαταταγεί στον βαθμό Α 6. Με απόφαση της διοικητικής επιτροπής της 20ής Ιανουαρίου 1992, η ένσταση αυτή απορρίφθηκε. Η επιτροπή αυτή διαπίστωσε ότι η προσβαλλομένη κατάταξη αποφασίστηκε "(...) σύμφωνα με την πάγια πρακτική του Δικαστηρίου, που καθιερώθηκε στο πλαίσιο της νομολογίας κατά τη σύσκεψη επί διοικητικών θεμάτων της 11ης Ιουλίου 1979".

5 Η διοικητική επιτροπή ανέφερε στη συνέχεια τα εξής:

"Κατά τη νομολογία, ο διορισμός υπαλλήλου σε βαθμό ανώτερο από τις βασικές σταδιοδρομίες και τις ενδιάμεσες σταδιοδρομίες δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο κατ' εξαίρεση και ανήκει σε κάθε περίπτωση στη διακριτική εξουσία της διοικήσεως."

"Κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής εξουσίας, με την προαναφερθείσα απόφασή της της 11ης Ιουλίου 1979 που ελήφθη στην προσπάθεια τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά την πρόσληψη των υπαλλήλων, το Δικαστήριο έλαβε την απόφαση αρχής περί προσλήψεως στον βαθμό Α 7 των υπαλλήλων που προέρχονται από τον γλωσσικό κλάδο."

"Ενόψει των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η διοικητική επιτροπή κατέληξε στο ότι, εφαρμόζοντας σε σας την απόφαση αυτή αρχής, η διοίκηση δεν προέβη σε πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και δεν σας μεταχειρίστηκε κατά τρόπο άνισο σε σχέση με τη μεταχείριση άλλων υπαλλήλων που κλήθηκαν να ασκήσουν ανάλογα καθήκοντα."

6 Η διοικητική επιτροπή πρόσθεσε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν άλλαζε από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος είχε τοποθετηθεί προσωρινώς στην υπηρεσία πληροφοριών επί έξι περίπου έτη, πρακτική στην οποία είχε συναινέσει ο ίδιος και η οποία ανταποκρινόταν στην προσωπική του επιθυμία, και ότι η επαγγελματική πείρα που απέκτησε στην άσκηση αυτών των καθηκόντων στο πλαίσιο της υπηρεσίας πληροφοριών ελήφθη υπόψη, εντός των ορίων που επιτρέπει το άρθρο 32 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), για την κατάταξή του σε κλιμάκιο στον νέο βαθμό του.

7 Κατά τη σύσκεψη επί διοικητικών θεμάτων της 11ης Ιουλίου 1979, το Δικαστήριο έλαβε απόφαση αρχής η οποία ορίζει τα εξής:

"Οι υπάλληλοι της κατηγορίας LΑ που έχουν ήδη τον βαθμό LA 6 στην κατηγορία τους δεν μπορούν να αξιώσουν τον αυτόματο διορισμό τους στον βαθμό Α 6. Πράγματι, το άρθρο 31 του ΚΥΚ προβλέπει ότι οι υπάλληλοι διορίζονται στον βασικό βαθμό της σταδιοδρομίας τους. Επιπλέον, ενόψει του περιορισμένου αριθμού των κενών θέσεων στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας Α 7/Α 6, η μετάβαση από τον LA 6 στον Α 6 θα είχε ως συνέπεια την καθήλωση των υπαλλήλων του βαθμού Α 7 στον βαθμό αυτό, μειώνοντας έτσι σημαντικά τις πιθανότητες προαγωγής τους στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας."

8 Το άρθρο 31 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

"1. Οι υποψήφιοι που έχουν επιλεγεί κατά τον τρόπο αυτό διορίζονται:

- υπάλληλοι της κατηγορίας Α ή του γλωσσικού κλάδου:

στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας ή του κλάδου τους,

- υπάλληλοι των άλλων κατηγοριών:

στον εισαγωγικό βαθμό που αντιστοιχεί στη θέση στην οποία έχουν προσληφθεί.

2. Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να παρεκκλίνει από τις ανωτέρω διατάξεις μέσα στα ακόλουθα όρια:

α) για τους βαθμούς Α 1, Α 2, Α 3 και LΑ 3:

- μέχρι το ήμισυ, αν πρόκειται για κενωθείσες θέσεις,

- κατά τα δύο τρίτα, αν πρόκειται για θέσεις που έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί

β) για τους άλλους βαθμούς:

- κατά το ένα τρίτο, αν πρόκειται για κενωθείσες θέσεις,

- κατά το ήμισυ, αν πρόκειται για θέσεις που έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί.

Με εξαίρεση τον βαθμό LA 3, η διάταξη αυτή ισχύει για κάθε σύνολο έξι θέσεων προς πλήρωση σε κάθε βαθμό."

9 Προς στήριξη της προσφυγής του, ο Klinke επικαλέστηκε τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι απορρίφθηκαν στο σύνολό τους με την επίδικη απόφαση. Με την αναίρεσή του, ο αναιρεσείων βάλλει κατά των κεφαλαίων της αποφάσεως με τα οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε τρεις από τους λόγους αυτούς.

Ο πρώτος λόγος

10 Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 1985, 146/84, De Santis κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 1723) προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η πρόσληψη στον ανώτερο βαθμό μιας σταδιοδρομίας παρά μόνο κατ' εξαίρεση, όταν η προσφυγή στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δικαιολογείται από τις ειδικές ανάγκες της υπηρεσίας, οι οποίες απαιτούν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα (σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

11 Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εν αντιθέσει προς το άρθρο 32, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ το οποίο επιτρέπει στην ΑΔΑ να λαμβάνει υπόψη τη μόρφωση και την επαγγελματική πείρα του επιτυχόντος σε διαγωνισμό προκειμένου να τον κατατάξει σε κλιμάκιο, "(...) το άρθρο 31, παράγραφος 2, έχει ως σκοπό να μπορεί η ΑΔΑ να μεριμνά για τις ιδιάζουσες ανάγκες μιας ειδικής υπηρεσίας προσφέροντας ελκυστικούς όρους για να προσελκύσει υποψήφιους με ιδιαίτερα προσόντα" (σκέψη 26).

12 Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε στη συνέχεια ότι "ο προσφεύγων δεν παρέσχε καμιά ένδειξη, που να προκύπτει ιδίως από την προκήρυξη του διαγωνισμού, η οποία να μπορεί να αποδείξει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ανάγκες της υπηρεσίας πληροφοριών απαιτούσαν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα" (σκέψη 27) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "τα προσόντα του προσφεύγοντος δεν είχαν σημασία για τον καθορισμό της κατατάξεώς του σε βαθμό κατά τον διορισμό του και ότι, αν ο προσφεύγων είχε εξαιρετικά προσόντα για να καταλάβει τη θέση στην οποία διορίστηκε στον βαθμό Α 7 και την οποία κατέχει κατά γενική ικανοποίηση, αυτό δεν σημαίνει ότι για την πλήρωση αυτής της θέσεως απαιτούνταν εξαιρετικά προσόντα" (σκέψη 28).

13 Ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας αυτής. Ισχυρίζεται συναφώς ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν περιέχει κριτήρια αφορώντα την εφαρμογή του και επομένως δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη τα προσόντα του ενδιαφερομένου. 'Αλλωστε, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, προκειμένου να πληρωθεί κενή θέση, πρέπει να ληφθούν εξίσου υπόψη, παράλληλα με τις γενικές ανάγκες της υπηρεσίας, τα συμφέροντα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί, ήτοι τα ιδιαίτερα προσόντα του και η προσωπική του κατάσταση (αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1983, 343/82, Michael κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 4023, και της 5ης Οκτωβρίου 1988, 314/86 και 315/86, De Szy-Tarisse και Feyaerts κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 6013).

14 Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Πράγματι, καίτοι αληθεύει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 1968, 33/67, Kurrer κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 711), το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ εξουσιοδοτεί την ΑΔΑ, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου και εξαιρετικά, να προβεί στην ανακοίνωση κενής θέσεως στον ανώτερο βαθμό μιας σταδιοδρομίας και όχι στον βασικό βαθμό, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες μιας υπηρεσίας, και να οργανώσει διαγωνισμό απευθείας για τον βαθμό αυτό, τούτο δεν σημαίνει ωστόσο ότι η εν λόγω δυνατότητα παρεκκλίσεως παρέχεται στην ΑΔΑ με την επίμαχη διάταξη αποκλειστικά για την ανακοίνωση κενής θέσεως και την οργάνωση της σχετικής διαδικασίας πληρώσεως.

15 Το άρθρο 31, παράγραφος 2, δεν περιέχει κριτήρια αφορώντα την εφαρμογή της παρεκκλίσεως από τον κανόνα της παραγράφου 1. Εντούτοις, από παγία νομολογία προκύπτει ότι η ΑΔΑ διαθέτει εν προκειμένω ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ. για παράδειγμα, προπαρατεθείσες αποφάσεις Michael κατά Επιτροπής και De Szy-Tarisse και Feyaerts κατά Επιτροπής, και απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1987, 219/84, Powell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 339) και ότι, στο πλαίσιο ιδίως, της επίμαχης διατάξεως όπως επίσης στο πλαίσιο του άρθρου 32, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η ΑΔΑ διαθέτει τη διακριτική αυτή ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσει και την επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων ενόψει της κατατάξεώς τους σε βαθμό (βλ. αποφάσεις Michael κατά Επιτροπής, σκέψη 19, και De Szy-Tarisse και Feyaerts κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

16 Επομένως, το Πρωτοδικείο, ερμηνεύοντας το άρθρο 31 υπό την έννοια ότι καθιερώνει ως μοναδικό κριτήριο κατατάξεως το συμφέρον της υπηρεσίας και δεχόμενο, κατά συνέπεια, ότι "τα προσόντα του προσφεύγοντος δεν είχαν σημασία για τον καθορισμό της κατατάξεώς του σε βαθμό κατά τον διορισμό του", προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου. Επομένως, το κεφάλαιο αυτό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναιρεθεί.

Ο δεύτερος λόγος

17 Από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι ο εσωτερικός διαγωνισμός CJ 115/89 απέβλεπε στον διορισμό υπαλλήλων διοικήσεως στους βαθμούς Α 6 και Α 7. Δεδομένου ότι η ΑΔΑ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει ότι οι υπάλληλοι του βαθμού LA 6 δεν μπορούσαν να ανέλθουν στον βαθμό Α 6, θα μπορούσε ευλόγως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μόνον οι υπάλληλοι του βαθμού Α 7 μπορούσαν να ανέλθουν, με τον διαγωνισμό αυτό, στον βαθμό Α 6, πράγμα το οποίο θα συνιστούσε διάκριση υπέρ των υπαλλήλων του βαθμού Α 7. Επομένως, το να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων ασκούσε πράγματι επί έξι και πλέον έτη τα καθήκοντα υπαλλήλου διοικήσεως στην υπηρεσία πληροφοριών θα συνιστούσε διάκριση εις βάρος του σε σχέση με τους υπαλλήλους του βαθμού Α 7.

18 Το Πρωτοδικείο απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή με τις σκέψεις 35 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες έχουν διατυπωθεί ως εξής:

"35 Σε κάθε περίπτωση, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η δυσμενής διάκριση της οποίας ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα ο προσφεύγων πρέπει να ερευνηθεί υπό το φως του σκοπού της υπάρξεως της διατάξεως κατά την εφαρμογή της οποίας ισχυρίζεται ότι έγινε εις βάρος του διάκριση, όπως καθορίστηκε ο σκοπός αυτός στην προαναφερθείσα απόφαση De Santis κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου.

36 Πρέπει σχετικά να τονιστεί ότι το κρίσιμο στοιχείο συγκρίσεως δεν είναι η κατηγορία ή ο κλάδος από όπου προέρχονται οι υπάλληλοι που διορίστηκαν ούτε τα προσόντα τους, αλλά οι ειδικές ανάγκες των διαφόρων προς πλήρωση θέσεων.

37 Το Πρωτοδικείο έλαβε γνώση κατά τη συνεδρίαση του γεγονότος ότι από της ανακοινώσεως της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 1979 στα ενδιαφερόμενα μέλη του προσωπικού, κανένας υπάλληλος που προήρχετο από τον κλάδο LA και μεταπήδησε στην κατηγορία Α δεν προσελήφθη σε βαθμό διαφορετικό από τον βαθμό Α 7. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θέσεις όμοιες με τη δική του πληρώθηκαν στον βαθμό Α 6."

19 Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε σε στοιχείο συγκρίσεως το οποίο δεν προέβαλε ο ίδιος, ήτοι στις "ειδικές απαιτήσεις των διαφόρων προς πλήρωση θέσεων". Το στοιχείο συγκρίσεως, το οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων, για να εκτιμηθεί εάν υπήρξε θύμα δυσμενούς διακρίσεως δεν μπορεί να είναι παρά "η ατομική κατάσταση των ανταγωνιστών, εν προκειμένω θεωρητικών, οι οποίοι συμμετέσχον με επιτυχία στον διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσεως αυτής". Η κατάσταση όμως του αναιρεσείοντος διέφερε από την κατάσταση όλων των δυνάμει ανταγωνιστών, λόγω του ότι ο αναιρεσείων κατείχε de facto την επίμαχη θέση επί έξι και πλέον έτη.

20 Ο λόγος αυτός είναι επίσης βάσιμος. Πράγματι, από τις ανωτέρω παρατεθείσες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν απάντησε στον λόγο του αναιρεσείοντος που στηρίζεται στη φερομένη δυσμενή διάκριση, αλλά σε άλλο λόγο ο οποίος στηρίζεται σε διάκριση την οποία δεν προέβαλε ο αναιρεσείων. Κατά συνέπεια, και το κεφάλαιο αυτό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναιρεθεί.

Ο τρίτος λόγος

21 Ο αναιρεσείων είχε υποστηρίξει με την προσφυγή του ότι με την προσωρινή τοποθέτησή του στην υπηρεσία πληροφοριών, κατάσταση μη προβλεπομένη από τον ΚΥΚ, η ΑΔΑ είχε θέσει σε κίνδυνο τη σταδιοδρομία του. Αποφασίζοντας στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη πράξη, να μην κατατάξει τον αναιρεσείοντα στον βαθμό Α 6, η ΑΔΑ διατήρησε τα αρνητικά αποτελέσματα της παράνομης αυτής καταστάσεως και παρέβη ως εκ τούτου το καθήκον αρωγής έναντι των υπαλλήλων, που θεσπίζει το άρθρο 24 του ΚΥΚ.

22 Το Πρωτοδικείο έκρινε (σκέψεις 41 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) ότι, με τον λόγο αυτό, ο αναιρεσείων αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσωρινής τοποθετήσεώς του, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προθεσμία για την αμφισβήτηση της νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως είχε ήδη εκπνεύσει από πολλού και ότι, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ήταν απαράδεκτος.

23 Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η αιτίασή του, η οποία στηρίζεται στην υποχρέωση αρωγής που υπέχει η διοίκηση, δεν αποσκοπούσε στο να αμφισβητήσει, μετά έξι έτη, τη νομιμότητα της αποφάσεως περί προσωρινής τοποθετήσεώς του στην υπηρεσία πληροφοριών. Επομένως, το Πρωτοδικείο παρενόησε εντελώς την αιτίαση αυτή, η οποία έχει την εξής έννοια: η παρατεινόμενη διάρκεια καταστάσεως η οποία δεν συνάδει προς τον ΚΥΚ αποβαίνει εις βάρος του ενδιαφερομένου διττώς, καθόσον ο ενδιαφερόμενος αποκλείεται, από νομικής απόψεως, από κάθε δυνατότητα προαγωγής στο πλαίσιο της υπηρεσίας πληροφοριών και, από νομικής και πραγματικής απόψεως, από τη δυνατότητα προαγωγής στο πλαίσιο της μεταφραστικής υπηρεσίας. Το καθήκον αρωγής που έχει η ΑΔΑ βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ επιτάσσει επομένως να λαμβάνει μέτρα για να θέσει τέρμα στις αρνητικές συνέπειες της καταστάσεως αυτής.

24 Ο λογός αυτός είναι επίσης βάσιμος. Πράγματι, με τον υπό εξέταση λόγο της προσφυγής ο αναιρεσείων δεν έβαλε κατά της νομιμότητας της αποφάσεως περί προσωρινής τοποθετήσεώς του στην υπηρεσία πληροφοριών, μετά ισχύ έξι ετών. Η έννοια του επίμαχου λόγου ήταν ότι η ΑΔΑ, βάσει του καθήκοντος αρωγής που προβλέπει το άρθρο 24 του ΚΥΚ, θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο αναιρεσείων είχε παράσχει τις υπηρεσίες του επί έξι έτη στην υπηρεσία πληροφοριών ευρισκόμενος από διοικητικής απόψεως σε κατάσταση αντιβαίνουσα προς τον ΚΥΚ, η οποία του προκαλούσε βλάβη ως προς την συνήθη εξέλιξη της σταδιοδρομίας του. Ο μόνος τρόπος για την ΑΔΑ να λάβει υπόψη το γεγονός αυτό και να ομαλοποιήσει την κατάσταση, σύμφωνα με το καθήκον αρωγής που έχει, θα ήταν, κατά τον αναιρεσείοντα, να τον κατατάξει, κατά τη μονιμοποίησή του, στον βαθμό Α 6.

25 Διαπιστώνεται επομένως ότι ο λόγος αυτός δεν ήταν απαράδεκτος και ότι το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να εξετάσει εάν ήταν βάσιμος.

26 Ενόψει των προηγουμένων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει, καθόσον απέρριψε τους τρεις προαναφερθέντες λόγους του αναιρεσείοντος.

27 Κατά το άρθρο 54, εδάφιο 1, του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει. Δεδομένου ότι η απόφαση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί οριστικά επί των τριών λόγων της προσφυγής που απέρριψε το Πρωτοδικείο με τα αναιρεθέντα κεφάλαια της αποφάσεως.

Ως προς την προσφυγή

28 Με τον πρώτον από τους λόγους της προσφυγής, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προπαρατεθείσα απόφαση αρχής που έλαβε το Δικαστήριο στις 11 Ιουλίου 1979 έδινε τελικά στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να προσλαμβάνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, υπαλλήλους του βαθμού LΑ 6 της μεταφραστικής υπηρεσίας στον βαθμό Α 6. Εάν η αυστηρή εφαρμογή της αρχής που εκφράζεται με την απόφαση αυτή είναι κατανοητή όσον αφορά υπαλλήλους του μεταφραστικού κλάδου κατά την έναρξη της νέας απασχολήσεώς τους ως υπαλλήλων διοικήσεως, δεν εξηγείται τουναντίον όσον αφορά υπάλληλο του βαθμού LΑ 6 ο οποίος, όπως ο αναιρεσείων, είχε ήδη αποκτήσει ορισμένη πείρα στη θέση της κατηγορίας Α στην οποία προσλήφθηκε. Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, η ΑΔΑ δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, να εκτιμήσει ότι η κατάσταση του αναιρεσείοντος δεν δικαιολογούσε την κατάταξή του στον βαθμό Α 6.

29 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι βάσιμη. Πράγματι, από τον φάκελο και ιδίως από την προμνημονευθείσα απόφαση της διοικητικής επιτροπής της 20ής Ιανουαρίου 1992 προκύπτει ότι η ΑΔΑ βασίστηκε σε ορθή ερμηνεία του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά την εξέταση της καταστάσεως του αναιρεσείοντος. Πράγματι, θεώρησε ότι είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του αναιρεσείοντος, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, και ενόψει της κατατάξεώς του σε βαθμό και, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ότι παρείλκε εν προκειμένω η κατάταξη του αναιρεσείοντος στον βαθμό Α 6.

30 Με την επιχειρηματολογία του, ο αναιρεσείων καταλήγει να ισχυριστεί ότι η ΑΔΑ δεν μπορούσε να ασκήσει εν προκειμένω την εξουσία εκτιμήσεώς της παρά μόνο διορίζοντας τον ενδιαφερόμενο στον ανώτατο βαθμό της οικείας σταδιοδρομίας, ως εάν ορισμένη επαγγελματική πείρα μπορούσε να απονείμει στο πρόσωπο το οποίο την έχει δικαίωμα διορισμού στον βαθμό αυτό.

31 Υπογραμμίζεται συναφώς ότι, όταν η ΑΔΑ εκδίδει απόφαση κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας τόσον ευρείας όσο στον υπό εξέταση τομέα, ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί να υποκαθίσταται στην εκτίμηση της ΑΔΑ, αλλά πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η ΑΔΑ έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (βλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1992, C-107/90 Ρ, Hochbaum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-157). Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι τούτο συνέβη. Ο λόγος αυτός της προσφυγής πρέπει επομένως να απορριφθεί.

32 Με τον λόγο της προσφυγής ο οποίος στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ο αναιρεσείων υποστήριξε στην ουσία ότι προερχόμενος από τον μεταφραστικό κλάδο και αποκλειόμενος εκ των προτέρων εκ μέρους της ΑΔΑ, βάσει εσφαλμένης ερμηνείας της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1979, από τον βαθμό 6 της κατηγορίας Α, υπήρξε θύμα δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με τους υπαλλήλους του βαθμού Α 7, οι οποίοι και μόνον μπορούσαν ως εκ τούτου να εκμεταλλευθούν τη δυνατότητα που παρέσχε ο εσωτερικός διαγωνισμός CJ 115/89 και να ανέλθουν επομένως στον βαθμό Α 6. Θα υφίστατο επιπλέον και άλλη δυσμενή διάκριση λόγω του ότι θα είχε τύχει της ίδιας μεταχειρίσεως με οιοδήποτε άλλο υπάλληλο του μεταφραστικού κλάδου ο οποίος θα παρουσιαζόταν στον διαγωνισμό CJ 115/89 χωρίς καμία πείρα όσον αφορά τα καθήκοντα του υπαλλήλου διοικήσεως.

33 'Οσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού επισημαίνεται ότι λαμβάνει ως βάση την υπόθεση ότι η ΑΔΑ ερμήνευσε εσφαλμένως την προπαρατεθείσα απόφαση αρχής, την οποία έλαβε το Δικαστήριο στις 11 Ιουλίου 1979, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η υπόθεση αυτή δεν είναι ακριβής. Πράγματι, από τον φάκελο προκύπτει ότι η ΑΔΑ ερμήνευσε την εν λόγω απόφαση υπό την ακριβή της έννοια, ήτοι υπό την έννοια ότι αφήνει άθικτη τη διακριτική ευχέρεια της ΑΔΑ στον τομέα αυτό, και ότι εν προκειμένω η ΑΔΑ έκανε χρήση αυτής ακριβώς της ευχέρειας.

34 Ως προς το δεύτερο σκέλος του υπό εξέταση λόγου, από τον φάκελο προκύπτει ότι η επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου ήταν ένα από τα στοιχεία τα οποία έπρεπε να λάβει υπόψη η ΑΔΑ και το οποίο πράγματι έλαβε υπόψη εν προκειμένω. Το στοιχείο αυτό όμως δεν θεωρήθηκε από την ΑΔΑ ως ικανό να της επιβάλει να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως υπό την έννοια που το επιθυμούσε ο αναιρεσείων. Το Δικαστήριο, καίτοι αναγνωρίζει ότι τα επαγγελματικά προσόντα του αναιρεσείοντος είναι εκτιμητέα, δεν μπορεί, κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου, να διαπιστώσει ότι η ΑΔΑ, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

35 Επομένως, ο λόγος της προσφυγής ο οποίος στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

36 'Οσον αφορά τέλος τον λόγο που στηρίζεται στην παράβαση του καθήκοντος αρωγής που έχει η διοίκηση, όπως εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 21 και αναλύεται στη σκέψη 23, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η παράνομη προσωρινή τοποθέτησή του εκ μέρους της ΑΔΑ στην υπηρεσία πληροφοριών, η οποία είχε αρνητικά αποτελέσματα για τον ίδιο, συνιστά πρόσθετο λόγο προς στήριξη της απόψεώς του ότι η ΑΔΑ έπρεπε να έχει λάβει υπόψη την περίοδο των έξι ετών την οποία διήγαγε στην υπηρεσία πληροφοριών και ότι ο μόνος τρόπος να ληφθεί υπόψη η περίοδος αυτή θα ήταν να τον κατατάξει στον βαθμό Α 6.

37 Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων, επιβάλλει στις Κοινότητες να παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο έναντι των τρίτων, ιδίως σε περίπτωση επιθέσεως ή απειλής την οποία υφίσταται λόγω της ιδιότητός του ή των καθηκόντων του. Δεν μπορεί επομένως να στηρίξει τον λόγο αυτό του αναιρεσείοντος.

38 'Οσον αφορά την έννοια του καθήκοντος αρωγής που έχει η διοίκηση, όπως διαμορφώθηκε με τη νομολογία του Δικαστηρίου, απηχεί την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημοσίας υπηρεσίας. Η ισορροπία αυτή έχει κυρίως ως συνέπεια ότι, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνο της υπηρεσίας αλλά και του οικείου υπαλλήλου (βλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 221, σκέψη 22, συνοπτική μετάφραση).

39 Εν προκειμένω, από τον φάκελο προκύπτει ότι η διοίκηση, κατά τη μονιμοποίηση του αναιρεσείοντος στη νέα του θέση, έλαβε υπόψη τα συμφέροντά του και όχι μόνο τα συμφέροντα της υπηρεσίας. 'Ελαβε ιδίως υπόψη, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς της, σε συνδυασμό με τα άλλα κρίσιμα στοιχεία, τα ιδιαίτερα επαγγελματικά του προσόντα προκειμένου να τον κατατάξει σε βαθμό και κλιμάκιο. Επομένως, ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

40 Ενόψει των προηγουμένων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

41 Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των εξόδων.

42 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου Κανονισμού, εφαρμόζεται στη διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το καθού ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρέσεως.

43 'Οσον αφορά τα έξοδα της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν σύμφωνα με το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 1993, Τ-30/92, Klinke κατά Δικαστηρίου.

2) Το Δικαστήριο, κρίνοντας επί της ουσίας, απορρίπτει την προσφυγή.

3) Καταδικάζει το καθού στα έξοδα της αναιρέσεως. 'Οσον αφορά τα έξοδα της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

Top