This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61993CJ0296
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 29 February 1996. # French Republic and Ireland v Commission of the European Communities. # Common organization of the market in beef and veal - Conditions for intervention. # Joined cases C-296/93 and C-307/93.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 1996.
Γαλλική Δημοκρατία και Ιρλανδία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κοινή οργάνωση της αγοράς βοείου κρέατος - Προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς παρεμβάσεως.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-296/93 και C-307/93.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 1996.
Γαλλική Δημοκρατία και Ιρλανδία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κοινή οργάνωση της αγοράς βοείου κρέατος - Προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς παρεμβάσεως.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-296/93 και C-307/93.
Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-00795
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:65
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 1996. - Γαλλική Δημοκρατία και Ιρλανδία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κοινή οργάνωση της αγοράς βοείου κρέατος - Προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς παρεμβάσεως. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-296/93 και C-307/93.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00795
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Γεωργία * Κοινή οργάνωση αγορών * Βόειο κρέας * Μηχανισμοί παρεμβάσεως * Μέτρα εκτελέσεως εμπίπτοντα στην αρμοδιότητα της Επιτροπής * Περιορισμός του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως * Περιλαμβάνεται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 43 κανονισμός 805/68 του Συμβουλίου, άρθρo 6 PAR 7, όπως έχει τροποποιηθεί)
2. Γεωργία * Κοινή οργάνωση αγορών * Βόειο κρέας * Μηχανισμοί παρεμβάσεως * Περιορισμός του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως * Αρχή της αναλογικότητας * Αργή της απαγορεύσεως των διακρίσεων * Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης * Δικαίωμα της ιδιοκτησίας * Υποχρέωση αιτιολογήσεως * Παράβαση * Δεν υφίσταται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 39 PAR 1, στοιχ. γ', 40 PAR 3 και 190 κανονισμός 685/93 της Επιτροπής)
1. Το τροποποιηθέν άρθρο 6, παράγραφος 7, πέμπτη περίπτωση, του κανονισμού 805/68, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, έχει την έννοια ότι ο περιορισμός του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως περιλαμβάνεται στα εκτελεστικά μέτρα που μπορεί να λαμβάνει η Επιτροπή κατά την καλούμενη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 27 του ιδίου κανονισμού.
Πράγματι, αφενός, το μέτρο αυτό, καίτοι μπορεί να έχει ως συνέπεια τον αναπροσανατολισμό της παραγωγής βοείου κρέατος, αποσκοπεί στην προσήκουσα εφαρμογή του μηχανισμού παρεμβάσεως που θέσπισε το Συμβούλιο και δεν έχει τέτοια σπουδαιότητα ώστε να πρέπει να θεσπιστεί από το ίδιο το Συμβούλιο κατά τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης. Αφετέρου, η αναγνώριση της αρμοδιότητας αυτής στην Επιτροπή όχι μόνο δεν προσκρούει σε καμία διάταξη του κανονισμού, αλλά είναι το μόνο μέσο για να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του προπαρατεθέντος άρθρου 6, παράγραφος 7, πέμπτη περίπτωση.
Τέλος, το Συμβούλιο μπορεί, ιδίως όταν χρησιμοποιεί τη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, η οποία του επιτρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα παρεμβάσεως, να απονέμει εκτεταμένες εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή, που είναι η μόνη σε θέση να παρακολουθεί συνεχώς και με προσοχή την εξέλιξη των αγορών και να ενεργεί με την επιβαλλόμενη σε ορισμένες περιπτώσεις ταχύτητα.
2. Στον τομέα του βοείου κρέατος ο περιορισμός, με τον κανονισμό 685/93, του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως δεν αποτέλεσε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Πράγματι, το μέτρο αυτό, για τον δικαστικό έλεγχο του οποίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν η Επιτροπή και η επιτροπή διαχειρίσεως για την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων, δεν αποφασίστηκε κατόπιν πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση της καταστάσεως της επίμαχης αγοράς, δεν είναι ακατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της μειώσεως της υπερπαραγωγής του βοείου κρέατος τον οποίο επιδιώκει και δεν προτιμήθηκε κακώς από άλλα μέτρα που θα ήσαν λιγότερο καταναγκαστικά, αλλά εξίσου αποτελεσματικά.
Το μέτρο αυτό δεν θεσπίστηκε ούτε κατά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διότι εφαρμόζεται σε όλους τους παραγωγούς της Κοινότητας, οι οποίοι πρέπει, αφού πρόκειται περί μέτρου με το οποίο επιδιώκεται ένας από τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, ήτοι η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής και των δυνατοτήτων διαθέσεως, να υφίστανται αλληλεγγύως και ισομερώς τις συνέπειες.
Δεν προσκρούει επίσης ούτε στην αρχή της τηρήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι οι παραγωγοί, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει δεν μπορούν να επικαλεστούν κεκτημένο δικαίωμα για τη διατήρηση πλεονεκτήματος το οποίο τους έχει παράσχει η κοινή οργάνωση αγορών, δεν είχαν παρακινηθεί προηγουμένως να προσανατολιστούν προς την παραγωγή χονδρών βοοειδών.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί άλλωστε ότι το προσβαλλόμενο μέτρο ενέχει προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αφού, καίτοι εμποδίζει τους παραγωγούς να υποβάλλουν ορισμένα σφάγια στο καθεστώς παρεμβάσεως, ουδόλως τους εμποδίζει να διαθέτουν ελεύθερα τα προϊόντα τους.
Τέλος, για τη θέσπιση του εν λόγω μέτρου τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού προκύπτουν σαφώς οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε τη θέσπισή του.
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-296/93 και C-307/93,
Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπουμένη από τον Philippe Pouzoulet και στη συνέχεια από την Catherine de Salins, υποδιευθυντές στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Jean-Louis Falconi, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων του ιδίου υπουργείου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Gerard Rozet, νομικό σύμβουλο, και Christopher Docksey, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
καθής,
υποστηριζομένης από το
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον John D. Colahan, επικουρούμενο από την Eleanor Sharpston, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,
παρεμβαίνον,
και
Ιρλανδία, εκπροσωπουμένη από τον Michael A. Buckley, Chief State Solicitor, επικουρούμενο από τους James O' Reilly, SC, και Richard Law Nesbitt, Barrister-at-Law, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιρλανδίας, 28, route d' Arlon,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Gerard Rozet, νομικό σύμβουλο, Christopher Docksey και Hans Gerald Crossland, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
καθής,
υποστηριζομένης από το
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον John D. Colahan, επικουρούμενο από την Eleanor Sharpston, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,
παρεμβαίνον,
που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 685/93 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 1993, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 859/89 περί των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών και ειδικών μέτρων παρεμβάσεως στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 73, σ. 9),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), C. Gulmann και L. Sevon, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz
γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 1995, κατά την οποία τη Γαλλική Κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Jean-Louis Falconi, την Ιρλανδική Κυβέρνηση εκπροσώπησαν oι Dermot Gleeson, SC, Attorney General, James O' Reilly και Richard Law Nesbitt, την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ο Stephen Braviner, του Treasury Solicitor' s Department, και η Eleanor Sharpston και την Επιτροπή οι Gerard Rozet και Christopher Docksey,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου 1995,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Mε δικόγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαΐου 1993 και στις 4 Ιουνίου 1993, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιρλανδία ζήτησαν, αντιστοίχως, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 685/93 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 1993, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 859/89 περί των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών και ειδικών μέτρων παρεμβάσεως στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 73, σ. 9).
2 Με δύο διατάξεις της 16ης Ιουλίου 1993, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως του προσβαλλομένου κανονισμού που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες στις δύο κύριες υποθέσεις κυβερνήσεις κατ' εφαρμογή του άρθρου 185 της Συνθήκης ΕΟΚ.
3 Με διάταξη της 22ας Μαρτίου 1995 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
4 Η κοινή οργάνωση της αγοράς βοείου κρέατος δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72).
5 To άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2248/88 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1988 (ΕΕ L 198, σ. 24), ορίζει τα εξής:
"1. Δύνανται να ληφθούν τα ακόλουθα μέτρα παρεμβάσεως για να αποφευχθεί ή μετριασθεί σημαντική πτώση των τιμών:
α) ενισχύσεις για ιδιωτική αποθεματοποίηση και
β) αγορές που πραγματοποιούνται από τους οργανισμούς παρεμβάσεως.
2. Τα μέτρα παρεμβάσεως που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να ληφθούν για τα χονδρά βοοειδή καθώς και τα νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη κρέατα αυτών των ζώων που παρουσιάζονται με μορφή σφαγίου, μισού σφαγίου, αλληλοσυμπληρούμενων τετάρτων, μπροστινών ή πισινών τετάρτων, που κατατάσσονται σύμφωνα με την κοινοτική κλίμακα κατατάξεως που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1208/81.
3. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατά τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της Συνθήκης, δύναται να τροποποιήσει τον πίνακα των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τα οποία είναι δυνατόν να αποτελέσουν το αντικείμενο των μέτρων παρεμβάσεως."
6 Το άρθρο 6 του ιδίου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2066/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 805/68 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 468/87 για τον καθορισμό των γενικών κανόνων του καθεστώτος γενικής πριμοδότησης υπέρ των παραγωγών βοείου κρέατος καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1357/80 για την καθιέρωση καθεστώτος πριμοδότησης για την διατήρηση του πληθυσμού των θηλαζουσών αγελάδων (ΕΕ L 215, σ. 49), ορίζει τα εξής:
"1. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, η αγορά εκ μέρους των οργανισμών παρέμβασης σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή σε περιοχή κράτους μέλους μιας ή περισσοτέρων κατηγοριών, ποιοτήτων ή ομάδων ποιοτήτων που θα καθοριστούν νωπών ή διατηρημένων με απλή ψύξη κρεάτων, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 0201 10 και 0201 20 11 μέχρι 0201 20 59 καταγωγής Κοινότητας, μπορεί να αποφασιστεί στα πλαίσια διαγωνισμών που προκηρύσσονται προκειμένου να εξασφαλιστεί μια λογική στήριξη της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη την εποχιακή εξέλιξη της σφαγής ζώων.
Οι αγορές αυτές δεν μπορούν να υπερβούν κατ' έτος και για όλη την Κοινότητα τις ακόλουθες ποσότητες:
* 750 000 τόνους για το έτος 1993,
* 650 000 τόνους για το έτος 1994,
* 550 000 τόνους για το έτος 1995,
* 400 000 τόνους για το έτος 1996,
* 350 000 τόνους από το έτος 1997.
2. Για κάθε ποιότητα ή ομάδα ποιοτήτων που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρέμβασης, οι διαγωνισμοί μπορούν να προκηρυχθούν σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 7, όταν σε κράτος μέλος ή περιοχή κράτους μέλους πληρούνται ταυτόχρονα οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις επί διάστημα δύο συνεχών εβδομάδων:
* η μέση τιμή της κοινοτικής αγοράς που διαπιστώνεται με βάση την κοινοτική κλίμακα ταξινόμησης των σφαγίων χονδρών βοοειδών είναι κατώτερη του 84 % της τιμής παρέμβασης,
* η μέση τιμή της αγοράς που διαπιστώνεται με βάση την προαναφερόμενη κλίμακα στο ή στα κράτη μέλη ή περιοχές κράτους μέλους είναι κατώτερη του 80 % της τιμής παρέμβασης.
Η τιμή παρέμβασης καθορίζεται πριν την έναρξη κάθε περιόδου εμπορίας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της Συνθήκης.
3. Η αναστολή των διαγωνισμών για μία ή περισσότερες ποιότητες ή ομάδες ποιοτήτων αποφασίζεται όταν εμφανίζεται μία από τις ακόλουθες δύο καταστάσεις:
* οι δύο προϋποθέσεις της παραγράφου 2 δεν πληρούνται ταυτόχρονα επί δύο συνεχείς εβδομάδες,
* οι αγορές στην παρέμβαση δεν είναι πλέον ενδεδειγμένες βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
4. Η παρέμβαση ενεργοποιείται επίσης εάν, επί διάστημα δύο συνεχών εβδομάδων, η μέση τιμή της κοινοτικής αγοράς των νεαρών αρσενικών μη ευνουχισμένων ζώων κάτω των δύο ετών ή των αρσενικών ευνουχισμένων ζώων, που διαπιστώνεται με βάση την κοινοτική κλίμακα ταξινόμησης των σφαγίων χονδρών βοοειδών, είναι χαμηλότερη του 78 % της τιμής παρέμβασης και εάν, σε ένα κράτος μέλος ή σε περιοχές κράτους μέλους, η μέση τιμή αγοράς νέων αρσενικών μη ευνουχισμένων ζώων ηλικίας κάτω των δύο ετών ή αρσενικών ευνουχισμένων ζώων, που διαπιστώνεται με βάση την κοινοτική κλίμακα ταξινόμησης, είναι χαμηλότερη του 60 % της τιμής παρέμβασης. Στην περίπτωση αυτή, πραγματοποιούνται αγορές για τις σχετικές κατηγορίες στα κράτη μέλη ή στις περιοχές κράτους μέλους των οποίων το επίπεδο τιμής είναι κατώτερο από το εν λόγω όριο.
Για τις εν λόγω αγορές και με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, γίνονται δεκτές όλες οι προσφορές.
Οι ποσότητες που αγοράζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των ανωτάτων ορίων αγοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
5. Δυνάμει του καθεστώτος αγορών που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 4, γίνονται δεκτές μόνο προσφορές ίσες ή κατώτερες από τη μέση τιμή αγοράς που διαπιστώνεται σε ένα κράτος μέλος ή περιοχή κράτους μέλους και προσαυξάνεται με ποσό που θα καθοριστεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.
6. Για κάθε ποιότητα ή ομάδα ποιοτήτων που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρέμβασης, οι τιμές αγοράς καθώς και οι ποσότητες που γίνονται δεκτές στην παρέμβαση καθορίζονται στα πλαίσια διαγωνισμών και μπορούν, σε ειδικές περιστάσεις, να καθοριστούν από κράτος μέλος ή περιοχή κράτους μέλους σε συνάρτηση με τις διαπιστωμένες μέσες τιμές της αγοράς. Στους διαγωνισμούς πρέπει να διασφαλίζεται ισότητα πρόσβασης σε όλους τους ενδιαφερομένους. Οι διαγωνισμοί προκηρύσσονται με βάση συγγραφή υποχρεώσεων που θα καθοριστεί αφού ληφθούν υπόψη, κατά το μέτρο του δυνατού, οι εμπορικές δομές.
7. Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27:
* προσδιορίζονται οι κατηγορίες, ποιότητες ή ομάδες ποιοτήτων των προϊόντων που είναι επιλέξιμες για την παρέμβαση,
* αποφασίζεται η προκήρυξη ή η επανάληψη των διαγωνισμών και η αναστολή τους στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, τελευταία περίπτωση,
* καθορίζονται οι τιμές αγοράς καθώς και οι ποσότητες που γίνονται δεκτές στην παρέμβαση,
* καθορίζεται το ποσό της προσαύξησης που αναφέρεται στην παράγραφο 5,
* θεσπίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως οι λεπτομέρειες που αποβλέπουν στην αποφυγή πτωτικής τάσης των τιμών της αγοράς,
* θεσπίζονται, ενδεχομένως, μεταβατικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος.
Η Επιτροπή αποφασίζει:
* την έναρξη των αγορών της παραγράφου 4 καθώς και την αναστολή τους κατά την περίπτωση κατά την οποία δεν πληρούνται πλέον μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο,
* την αναστολή των αγορών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, πρώτη περίπτωση."
7 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 859/89 της Επιτροπής, της 29ης Μαρτίου 1989 (ΕΕ L 91, σ. 5), ο οποίος εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 7, του προπαρατεθέντος κανονισμού 805/68, προβλέπει τους τρόπους εφαρμογής των μέτρων παρεμβάσεως στον τομέα του βοείου κρέατος.
8 Το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού προσδιορίζει τα προϊόντα τα οποία μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως. Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 685/93 της Επιτροπής, του οποίου ζητείται η ακύρωση και ο οποίος εισήγαγε σταδιακό περιορισμό του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως. 'Ετσι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ζ', του τροποποιηθέντος κανονισμού 859/89, μπορούν να αγοράζονται μόνον τα κρέατα:
"ζ) που προέρχονται από σφάγια των οποίων το βάρος δεν υπερβαίνει:
* 380 kg από τον πρώτο διαγωνισμό του Ιουλίου 1993,
* 360 kg από τον πρώτο διαγωνισμό του Ιανουαρίου 1994,
* 340 kg από τον πρώτο διαγωνισμό του Ιουλίου 1994".
9 Ο κανονισμός 859/89 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2456/93 της Επιτροπής, της 1ης Σεπτεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 805/68 του Συμβουλίου όσον αφορά τα γενικά και ειδικά μέτρα παρέμβασης στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 225, σ. 4). Το προσβαλλόμενο μέτρο περιλαμβάνεται πλέον στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο η', του κανονισμού 2456/93.
10 Προς στήριξη της προσφυγής τους, η Γαλλική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει τον επίδικο κανονισμό και ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση προσάπτει επιπλέον στην Επιτροπή ότι προσέβαλε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ότι ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και ότι παρέβη ουσιώδεις τύπους κατά την έκδοση της πράξεως.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην αναρμοδιότητα της Επιτροπής
11 Η Γαλλική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι το άρθρο 6, παράγραφος 7, του κανονισμού 805/68, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2066/92, δεν εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να περιορίζει το βάρος των σφαγίων τα οποία μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως και ότι, επομένως, το όργανο αυτό παρέβη την εν λόγω διάταξη.
12 Κατ' αρχάς, η καθιέρωση του κριτηρίου αυτού δεν εμπίπτει, κατά τις προσφεύγουσες, στο πεδίο των αρμοδιοτήτων που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 7, πρώτη περίπτωση, για τον προσδιορισμό των "κατηγοριών, ποιοτήτων ή ομάδων ποιοτήτων" των προϊόντων στα οποία μπορούν να εφαρμοστούν τα μέτρα παρεμβάσεως. Έτσι, κατά τις προσφεύγουσες κυβερνήσεις, σύμφωνα με την κοινοτική κλίμακα κατατάξεως των σφαγίων των χονδρών βοοειδών, η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1208/81 του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 1981 (ΕΕ L 123, σ. 3), και στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68, το οποίο καθορίζει το γενικό πλαίσιο των μέτρων παρεμβάσεως, ο όρος "κατηγορία" αφορά το φύλο και την ηλικία του ζώου, ενώ η "ποιότητα" του κρέατος προσδιορίζεται βάσει δύο κριτηρίων, ήτοι της διαπλάσεως του σφαγίου και της καταστάσεως παχύνσεώς του. Επομένως, το κριτήριο του βάρους, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη για την κατάταξη στην κλίμακα αυτή, δεν μπορεί να στηριχθεί βασίμως στο άρθρο 6, παράγραφος 7, πρώτη περίπτωση. Εξάλλου, η πέμπτη περίπτωση της ιδίας παραγράφου, η οποία εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίζει τις "λεπτομέρειες εφαρμογής" του άρθρου 6, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναιρεί τις ειδικές εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται από τις άλλες περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, καμία από τις οποίες δεν προβλέπει την ευχέρεια θεσπίσεως περιορισμού του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως.
13 Συναφώς, οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις παρατηρούν ότι η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 7, την οποία υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο συνεπάγεται μεταβιβάσεις αρμοδιότητας υπέρ της Επιτροπής σε βαθμό που να της παρέχει τη δυνατότητα καταστρατηγήσεως όλων των διατάξεων που θέσπισε το Συμβούλιο στο πλαίσιο του καθεστώτος παρεμβάσεως. Άλλωστε, κατά τις κυβερνήσεις αυτές, από το γεγονός ότι το ίδιο το Συμβούλιο, με το άρθρο 6α του κανονισμού 805/68, όπως ισχύει μετά την έκδοση του κανονισμού 2066/92, θέσπισε περιορισμό του βάρους προκύπτει ότι το μέτρο αυτό έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και η αρμοδιότητα θεσπίσεώς του δεν ανήκει στην Επιτροπή.
14 Η Γαλλική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται στη συνέχεια ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του άρθρου 6 από την Επιτροπή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο πίνακας των προϊόντων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 805/68 και τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγορών στο πλαίσιο του καθεστώτος παρεμβάσεως. Πράγματι, σύμφωνα με την παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής, μόνο το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί τον εν λόγω πίνακα. Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό όμως η Επιτροπή περιέλαβε, κατά τις προσφεύγουσες κυβερνήσεις, ένα πρόσθετο κριτήριο, το οποίο περιορίζει το βάρος των σφαγίων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των μέτρων παρεμβάσεως και, κατά συνέπεια, τροποποίησε τον πίνακα αυτόν.
15 Τέλος, κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, Επιτροπή ενήργησε επίσης κατά παράβαση του άρθρου 155 της Συνθήκης ΕΟΚ. Θεσπίζοντας την επίδικη προϋπόθεση, η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της και παρέλειψε να μεριμνήσει, όπως επιβάλλει η πρώτη περίπτωση της διατάξεως αυτής, για την ορθή εφαρμογή της ρυθμίσεως που έχει θεσπίσει για τον τομέα αυτόν το Συμβούλιο. Επίσης, κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, η Επιτροπή, κατά παράβαση της τέταρτης περιπτώσεως του άρθρου 155 της Συνθήκης, δεν άσκησε τις αρμοδιότητες που της ανέθεσε το Συμβούλιο για την εκτέλεση των κανόνων που θέσπισε.
16 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
17 Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 7, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68, η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τη θέσπιση, σύμφωνα με τη λεγόμενη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως που περιγράφεται στο άρθρο 27 του κανονισμού αυτού, των αναγκαίων μέτρων για τη θέση σε εφαρμογή του μηχανισμού παρεμβάσεως, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο του άρθρου αυτού. Ενώ οι τέσσερις πρώτες περιπτώσεις της παραγράφου 7 προβλέπουν ειδικές ενέργειες, οι δύο επόμενες περιπτώσεις μεταβιβάζουν στην Επιτροπή, χρησιμοποιώντας γενική διατύπωση, τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο αυτό, ιδίως δε για την "αποφυγή πτωτικής τάσης των τιμών της αγοράς".
18 Ένα μέτρο περιορισμού του βάρους των σφαγίων τα οποία μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαίο στοιχείο του υπό ρύθμιση τομέα, ώστε να πρέπει να θεσπιστεί από το Συμβούλιο κατά τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΟΚ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 25/70, Koester, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 617, σκέψη 6). Πράγματι, το μέτρο αυτό, καίτοι μπορεί να έχει ως συνέπεια τον αναπροσανατολισμό της παραγωγής βοείου κρέατος, αποσκοπεί στην πρόσφορη εφαρμογή του μηχανισμού παρεμβάσεως που θέσπισε το Συμβούλιο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η διαρθρωτική δυσαναλογία που εμφανίζεται, όπως επισημαίνεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2066/92, μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως στην κοινοτική αγορά βοείου κρέατος.
19 Επιπλέον, η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 7, πέμπτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68 κατά την οποία η εν λόγω διάταξη εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίσει μέτρο περιορισμού του βάρους των σφαγίων που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς παρεμβάσεως συνάδει προς τις λοιπές διατάξεις του κανονισμού αυτού. Πράγματι, το γεγονός ότι το Συμβούλιο καθόρισε στο άρθρο 5 τον πίνακα των προϊόντων που μπορούν, κατ' αρχήν, να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων παρεμβάσεως δεν εμποδίζει την Επιτροπή να επιλέξει από τον πίνακα αυτόν, όπως έπραξε εν προκειμένω, τα προϊόντα στα οποία όντως μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα παρεμβάσεως. Η εν λόγω ευχέρεια αποκλεισμού ορισμένων προϊόντων του πίνακα από τις αγορές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος παρεμβάσεως προβλέπεται άλλωστε ρητώς στο άρθρο 6, παράγραφος 7, πρώτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68.
20 Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στο άρθρο 6α, παράγραφος 2, του κανονισμού 805/68, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά το ίδιο το γράμμα της ["κατά παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 2, (...)"], η διάταξη αυτή, αντιθέτως προς τη βαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή, συνιστά παρέκκλιση από τον προμνημονευθέντα πίνακα. Πράγματι, το άρθρο 6α αφορά ορισμένα ειδικά μέτρα παρεμβάσεως σχετικά με ορισμένα κρέατα τα οποία προέρχονται από αρσενικά βοοειδή βάρους σφαγίου 150 έως 200 kg, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, μέτρα παρεμβάσεως μπορούν να ληφθούν μόνο για τα "χονδρά βοοειδή". Κατά συνέπεια, η άποψη ότι μόνο το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να λαμβάνει μέτρα αποκλεισμού των σφαγίων από την παρέμβαση σε συνάρτηση με το βάρος τους δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 6α.
21 'Αλλωστε, εάν το άρθρο 6, παράγραφος 7, πέμπτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68 παρείχε στην Επιτροπή την εξουσιοδότηση να θεσπίζει μόνο μέτρα τα οποία επιτρέπονται ήδη βάσει άλλων διατάξεων, η εξουσιοδότηση αυτή θα έχανε ουσιαστικά την πρακτική της αποτελεσματικότητα, όσον αφορά την επιδίωξη του σκοπού που συνίσταται στην αποφυγή πτωτικής τάσης των τιμών της αγοράς. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιβεβαιώνεται επιπλέον από το ότι, όπως θα καταδειχθεί κατά την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή καλώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι δεν διέθετε κανένα λιγότερο καταναγκαστικό μέσο για να αποφύγει την πτωτική αυτή τάση των τιμών της αγοράς.
22 Τέλος, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Συμβούλιο μπορεί να απονέμει στην Επιτροπή εκτεταμένες εκτελεστικές αρμοδιότητες, διότι μόνον η Επιτροπή είναι σε θέση να παρακολουθεί συνεχώς και με προσοχή την εξέλιξη των γεωργικών αγορών και να ενεργεί με την επιβαλλόμενη σε κάθε περίπτωση ταχύτητα (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1975, 23/75, Rey Soda, Συλλογή τόμος 1975, σ. 399, σκέψη 11). Η ύπαρξη εκτεταμένων εκτελεστικών αρμοδιοτήτων δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, αφού οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται κατά τη λεγόμενη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, η οποία επιτρέπει στο Συμβούλιο να διατηρεί τη δυνατότητα παρεμβάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Rey Soda, σκέψη 13).
23 Αφού η Επιτροπή νομίμως θέσπισε το επίδικο μέτρο, δεν παρέβη ούτε το άρθρο 155 της Συνθήκης.
24 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην αναρμοδιότητα της Επιτροπής και στην παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του κανονισμού 805/68 πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
25 Κατ' αρχάς, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το επίδικο μέτρο στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς πολλά σημεία.
26 Kατά την κυβέρνηση αυτή, η γενική μείωση του βάρους των σφαγίων στα οποία μπορούν να εφαρμοστούν τα μέτρα παρεμβάσεως προϋποθέτει ότι τα χονδρά ζώα είναι αυτά που δημιουργούν συμφόρηση στο σύστημα παρεμβάσεως, πράγμα το οποίο ουδόλως αποδεικνύεται. Πράγματι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, και οι παραγωγοί σφαγίων βοοειδών με μικρό βάρος ενδέχεται να στρέφουν την παραγωγή τους προς το σύστημα της παρεμβάσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η αύξηση του βάρους των σφαγίων ενέχει τον κίνδυνο προκλήσεως πτωτικής τάσεως των τιμών και ότι με το επίδικο μέτρο ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αποσοβηθεί.
27 Στο επιχείρημα αυτό η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το επίδικο μέτρο δεν είναι κατάλληλο για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται με την αναμόρφωση της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία επιχειρείται με τον κανονισμό 2066/92. Πράγματι, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η αναμόρφωση αυτή συνίσταται κατ' ουσία στη μείωση της τιμής παρεμβάσεως, η οποία αντισταθμίζεται με τη χορήγηση ορισμένων πριμοδοτήσεων και, προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση της παραγωγής, με την προώθηση της εκτατικής παραγωγής, η οποία ευνοεί την εκτροφή φυλών βοοειδών που προορίζονται για την παραγωγή κρέατος και τα σφάγια των οποίων έχουν μεγαλύτερο βάρος από το βάρος των σφαγίων των φυλών που προορίζονται για γαλακτοπαραγωγή.
28 Εξάλλου, κατά τη Γαλλική και την Ιρλανδική Κυβέρνηση, ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον υφίστανται άλλα, λιγότερο καταναγκαστικά, μέτρα για την επίτευξη του σκοπού της μειώσεως της μέγιστης ετήσιας ποσότητας αγοραζόμενου κρέατος. Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή συντελεστών μείωσης (άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 859/89), στη μείωση των τιμών αγοράς του κρέατος από τους οργανισμούς παρεμβάσεως, οι οποίες καθορίζονται από την Επιτροπή (άρθρο 6, παράγραφος 7, τρίτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68) ή στον αποκλεισμό ορισμένων ποιοτήτων ή κατηγοριών σφαγίων από το καθεστώς των αγορών στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως (άρθρο 6, παράγραφος 7, πρώτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68).
29 Τέλος, η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μείωση σε 340 kg του βάρους των σφαγίων στα οποία μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα παρεμβάσεως δώδεκα μόνο μήνες μετά την απόφαση περί θεσπίσεως των μέτρων αυτών θα έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό του 61 % των ιρλανδικών βοοειδών από τo καθεστώς των αγορών στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως, πράγμα το οποίο συνιστά επίσης πρόδηλη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
30 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-4863, σκέψη 41), δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκονται από την οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ πλειόνων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το ολιγότερο καταναγκαστικό και ότι τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς
31 Aπό τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση 20ής Οκτωβρίου 1977, 29/77, Roquette Freres, Συλλογή τόμος 1977, σ. 541, σκέψεις 19 και 20) προκύπτει επίσης ότι, εφόσον πρόκειται για την αξιολόγηση περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η Επιτροπή και η επιτροπή διαχειρίσεως διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Επομένως, το Δικαστήριο, όταν ελέγχει τη νομιμότητα της ασκήσεως τέτοιας εξουσίας, πρέπει να περιορίζεται στο να εξετάζει αν η άσκηση αυτή ενέχει προφανή πλάνη ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή αν το όργανο αυτό υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί κατ' αρχάς αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την αξιολόγηση της καταστάσεως της σχετικής αγοράς.
33 'Oπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 685/93, η Επιτροπή φρονεί ότι η υπερπαραγωγή στην αγορά του βοείου κρέατος οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην αύξηση του βάρους των σφαγίων των βοοειδών, η οποία έχει καταστεί δυνατή χάρη ιδίως στην πρόοδο της γενετικής. Επειδή τα βαρύτερα αυτά σφάγια συχνά δεν έχουν ζήτηση στην αγορά, οι παραγωγοί, που αντιμετωπίζουν πτώση των τιμών στην ελεύθερη αγορά, ενθαρρύνονται να παράγουν κρέας που προορίζεται ευθέως για τους οργανισμούς παρεμβάσεως.
34 Όπως κατέδειξε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 87 έως 91 των προτάσεών του, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η ζήτηση στην αγορά σφαγίων που έχουν μεγάλο βάρος είναι μικρότερη απ' ό,τι η ζήτηση σφαγίων μικρού βάρους και ότι ένα μέρος των σφαγίων χονδρών βοοειδών προορίζεται ευθέως για το σύστημα παρεμβάσεως, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το ίδιο ισχύει για τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η σφαγή αναβάλλεται σκοπίμως από τους παραγωγούς εν αναμονή αυξήσεως των τιμών της αγοράς ή προκειμένου να πωληθεί το κρέας στους οργανισμούς παρεμβάσεως. Τέλος, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, εκτιμώντας ότι ακόμη και στο πλαίσιο συστήματος εκτατικής εκτροφής, όπως το σύστημα της Ιρλανδίας, κατά το οποίο η ανάπτυξη των ζώων είναι βραδύτερη απ' ό,τι κατά το σύστημα της εντατικής εκτροφής, οι παραγωγοί αυτοί θα μπορούσαν, προκειμένου να πωλήσουν το κρέας στην ελεύθερη αγορά, είτε να προβαίνουν στη σφαγή των ζώων ενωρίτερα, ώστε να περιορίσουν το βάρος τους, είτε να εκτρέφουν φυλές οι οποίες φθάνουν ενωρίτερα σε ωριμότητα.
35 Πρέπει να εξακριβωθεί στη συνέχεια αν η Επιτροπή επέλεξε μέτρο το οποίο δεν είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών.
36 Όσον αφορά τους επιδιωκόμενους με το επίδικο μέτρο σκοπούς, από τις αιτιολογικές σκέψεις του επίμαχου κανονισμού προκύπτει ότι το μέτρο αυτό αποσκοπεί στη μείωση της υπερπαραγωγής του βοείου κρέατος, προκειμένου να περιοριστούν οι αγορές στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68. Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, με το προσβαλλόμενο μέτρο επιδιώκει επίσης να απευθύνει προειδοποίηση στους παραγωγούς σφαγίων χονδρών βοοειδών, ώστε να προβαίνουν στη σφαγή των νεαρών βοοειδών ενωρίτερα και να προσανατολιστούν μακροπροθέσμως προς την εκτροφή φυλών με μικρότερο βάρος.
37 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο επιβληθείς με τον κανονισμό 685/93 περιορισμός του βάρους των σφαγίων στα οποία μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα παρεμβάσεως δεν είναι προδήλως ακατάλληλος για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
38 Πράγματι, όπως κατέδειξε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 93 έως 96 των προτάσεών του, το μέτρο αυτό είναι το ενδεδειγμένο για τη μείωση της συνολικής ποσότητας του κρέατος που πωλείται στους οργανισμούς παρεμβάσεως, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται, όπως ισχυρίζεται η Ιρλανδική Κυβέρνηση, πτώση των τιμών του βοείου κρέατος, οφειλομένη στη διάθεση στο εμπόριο των σφαγίων στα οποία δεν μπορούν πλέον να εφαρμοστούν μέτρα παρεμβάσεως.
39 Το επίδικο μέτρο είναι επίσης το ενδεδειγμένο για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στον αναπροσανατολισμό της παραγωγής προς σφάγια βοοειδών με μικρότερο βάρος, η ζήτηση των οποίων στην αγορά είναι μεγαλύτερη, και στην ενθάρρυνση των παραγωγών να εκτρέφουν χονδρά βοοειδή μόνον όταν υπάρχει ανάλογη ζήτηση στην αγορά.
40 Τέλος, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ούτε όταν έκρινε ότι το επίδικο μέτρο είναι αναγκαίο για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών.
41 Προκειμένου, πρώτον, για την προβλεπόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 859/89 και στη συνέχεια από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του προπαρατεθέντος κανονισμού 2456/93 ευχέρεια μειώσεως των κατακυρούμενων ποσοτήτων με την εφαρμογή ενός συντελεστή μειώσεως, δεν αμφισβητείται ότι η χρησιμοποίηση του μέτρου αυτού έχει ως συνέπεια ότι οι παραγωγοί αυξάνουν εκ των προτέρων τις προσφερόμενες στους οργανισμούς παρεμβάσεως ποσότητες, με αποτέλεσμα το 1992 να φθάσουν οι συντελεστές αυτοί στα επίπεδα του 90 έως 95 %. Η Επιτροπή μπορεί βεβαίως να αυξήσει το ποσό της εγγυήσεως που απαιτεί από τους παραγωγούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 859/89, το οποίο στη συνέχεια κατέστη άρθρο 12 του κανονισμού 2456/93, όταν υποβάλλουν την προσφορά τους. Εντούτοις, όπως ορθώς παρατήρησε το Ηνωμένο Βασίλειο, η απαίτηση συστάσεως διαρκώς μεγαλύτερων εγγυήσεων προς τον σκοπό προλήψεως της προδικαζομένης υπερβολικής αυξήσεως των προσφερομένων ποσοτήτων θίγει κυρίως τους μικρούς παραγωγούς, χωρίς ωστόσο να συνιστά επαρκές μέτρο για την επίτευξη της μειώσεως των αγοραζομένων από τους οργανισμούς παρεμβάσεως ποσοτήτων, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68, με ταυτόχρονη αποφυγή της πτωτικής τάσεως των τιμών εντός της αγοράς.
42 'Οσον αφορά, δεύτερον, την ευχέρεια της Επιτροπής να μειώνει προοδευτικά τις τιμές αγοράς στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως, προκειμένου να αποτρέπει τις πωλήσεις προς τους οργανισμούς παρεμβάσεως, το κοινοτικό αυτό όργανο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν έκρινε ότι το μέτρο αυτό συνεπάγεται οπωσδήποτε, σε περίπτωση μαζικών πωλήσεων προς τους οργανισμούς παρεμβάσεως, σημαντική πτώση των τιμών εντός της αγοράς βοείου κρέατος.
43 'Οσον αφορά, τρίτον, την ευχέρεια αποκλεισμού ορισμένων κατηγοριών και ποιοτήτων βοείου κρέατος από την εφαρμογή των μέτρων παρεμβάσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 7, πρώτη περίπτωση, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι συνέπειές της θα ήταν προδήλως ηπιότερες από τις συνέπειες της εφαρμογής του προσβαλλομένου μέτρου.
44 Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ότι ο προσβαλλόμενος περιορισμός του βάρους των σφαγίων δεν ισχύει ούτε για τα μέτρα παρεμβάσεως τα οποία καλούνται μέτρα του δικτύου ασφαλείας και τα οποία θεσπίστηκαν με το άρθρο 6, παράγραφος 4, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68 ούτε για το καθεστώς ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση, οι γενικοί κανόνες του οποίου θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 989/68 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 124), με αποτέλεσμα τα μέτρα αυτά να παρέχουν τη δυνατότητα ενδεχόμενης αμβλύνσεως των αρνητικών συνεπειών που θα μπορούσαν να προκύψουν για τους οικείους παραγωγούς από την εφαρμογή του προσβαλλομένου κανονισμού.
45 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων
46 Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο περιορισμός σε 340 kg του βάρους των σφαγίων στα οποία μπορούν να εφαρμόζονται τα μέτρα παρεμβάσεως θα είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό από τα μέτρα αυτά του 68 % του συνόλου των σφαγίων βοοειδών που παράγονται στη Γαλλία, ενώ άλλα κράτη θα θίγονταν πολύ λιγότερο. Επομένως, το γενικό αυτό μέτρο περιορισμού του βάρους των σφαγίων ενέχει δυσμενή διάκριση έναντι κρατών όπως η Γαλλία, στα οποία εκτρέφεται μεγάλος αριθμός χονδρών ζώων φυλών που προορίζονται για θηλασμό και στα οποία επομένως ένα πολύ σημαντικό μέρος της παραγωγής θα αποκλείεται εκ των πραγμάτων από την παρέμβαση, σε σχέση με κράτη των οποίων το ζωικό κεφάλαιο περιλαμβάνει κυρίως φυλές βοοειδών με μικρότερο βάρος που προορίζονται για γαλακτοπαραγωγή. Η δυσμενής αυτή διάκριση απαγορεύεται άλλωστε ρητώς από το άρθρο 6, παράγραφος 6, δεύτερη φράση, του κανονισμού 805/68, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τον κανονισμό 2066/92, το οποίο ορίζει ότι "στους διαγωνισμούς πρέπει να διασφαλίζεται ισότητα πρόσβασης σε όλους τους ενδιαφερομένους".
47 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η εφαρμογή του προσβαλλόμενου περιορισμού θα απέκλειε το 61 % της ιρλανδικής παραγωγής βοείου κρέατος από την εφαρμογή των μέτρων παρεμβάσεως.
48 Κατά την κυβέρνηση αυτή, από το γεγονός ότι, σε μια περίπτωση τροποποιήσεως του κανονισμού 859/89, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν άλλα κράτη, κυρίως δε το Βασίλειο της Δανίας, προκύπτει ακόμη σαφέστερα ότι η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στην Ιρλανδία ενέχει δυσμενή διάκριση. Πράγματι, το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3891/92 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1992 (ΕΕ L 391, σ. 57), το οποίο τροποποίησε το άρθρο 4 του κανονισμού 859/89 κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται από τα μέτρα παρεμβάσεως το κρέας που προέρχεται από νεαρούς ταύρους, περιλαμβάνει μεταβατικά μέτρα που αφορούν την παραγωγή των κρατών στα οποία, όπως στη Δανία, η κατηγορία των νεαρών ταύρων στην οποία εφαρμόζονταν προηγουμένως τα μέτρα παρεμβάσεως αντιπροσωπεύει πλέον του 60 % του συνόλου των αρσενικών βοοειδών που εσφάγησαν κατά το προηγούμενο της εισαγωγής της επίμαχης τροποποιήσεως έτος. Αντιθέτως, στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή δεν προέβλεψε μεταβατικά μέτρα υπέρ της Ιρλανδίας που να της παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον περιορισμό του βάρους, ο οποίος θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν από τα μέτρα παρεμβάσεως 148 000 περίπου τόνοι βοείου κρέατος, ενώ στην περίπτωση της Δανίας ο αποκλεισμός αφορούσε μόνο 25 000 τόνους βοείου κρέατος.
49 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ δεν αποτελεί παρά ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας στο κοινοτικό δίκαιο, η οποία σημαίνει ότι παρόμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό και ότι διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται καθ' όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, C-56/94, SCAC, Συλλογή 1995, σ. Ι-1769, σκέψη 27).
50 Όπως όμως έχει ήδη επισημανθεί ανωτέρω, ο περιορισμός του βάρους των σφαγίων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αγορών στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως, καθόσον αποσκοπεί στην εξασφάλιση της σταθερότητας της αγοράς του βοείου κρέατος, επιδιώκει έναν από τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ', της Συνθήκης ΕΟΚ. Κατά την επιδίωξη όμως του σκοπού αυτού, όλοι οι παραγωγοί της Κοινότητας, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, πρέπει να υφίστανται αλληλεγγύως και ισομερώς τις συνέπειες των αποφάσεων που καλούνται να λάβουν τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να εμφανιστεί στην αγορά διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής και των δυνατοτήτων διαθέσεως (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 29, και Crispoltoni κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 52).
51 Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι σε μία περίπτωση παρεμφερή με την περίπτωση που αφορά η παρούσα διαδικασία επιφυλάχθηκε ευνοϊκή μεταχείριση στο Βασίλειο της Δανίας. Πράγματι, εν αντιθέσει προς τον κανονισμό 3891/92, ο οποίος αποσκοπεί στον αποκλεισμό από τον μηχανισμό παρεμβάσεως μιας συγκεκριμένης ποιότητας προϊόντων που εμπίπτουν στον πίνακα του άρθρου 5 του κανονισμού 805/68, ο κανονισμός 685/93 δεν αποκλείει καμία κατηγορία προϊόντων από τις αγορές στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως, αλλά υποχρεώνει τους οικείους παραγωγούς να προσαρμόσουν το βάρος ορισμένων από τις κατηγορίες αυτές. Εν πάση περιπτώσει, ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβλέπει, όπως και ο κανονισμός 3891/92, ορισμένα μεταβατικά μέτρα που, όπως υπενθυμίζει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του, παρέχουν στους παραγωγούς αυτούς τη δυνατότητα να προσαρμόσουν προοδευτικά την παραγωγή τους.
52 Τέλος, το άρθρο 6, παράγραφος 6, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68, το οποίο διασφαλίζει την ισότητα πρόσβασης όλων των ενδιαφερομένων στους προκηρυσσόμενους διαγωνισμούς, δεν αφορά τον εκ προοιμίου προσδιορισμό των σφαγίων τα οποία μπορούν να τύχουν μέτρων παρεμβάσεως.
53 Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει επίσης να απορριφθεί.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
54 Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, το επίδικο μέτρο θεσπίστηκε επίσης κατά παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι Ιρλανδοί παραγωγοί βοείου κρέατος δηλαδή ανέμεναν δικαιολογημένα ότι το καθεστώς των αγορών στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως θα εξακολουθούσε να ισχύει για τα σφάγια που έχουν μεγάλο βάρος, αφού με τον κανονισμό 2066/92, ο οποίος τροποποίησε ριζικά το καθεστώς των πριμοδοτήσεων στον τομέα του βοείου κρέατος, θεσπίστηκαν ειδικές διατάξεις που αποσκοπούσαν ακριβώς στην προώθηση της εκτροφής φυλών με μεγάλο βάρος.
55 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση προσθέτει ότι μία αιφνίδια μεταρρύθμιση, όπως αυτή που επέφερε ο προσβαλλόμενος κανονισμός, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί από τους παραγωγούς υπό την έννοια ότι επιβάλλει την εκτροφή ζώων διαφορετικής κατηγορίας, είναι εν πάση περιπτώσει νόμιμη μόνον εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματά τους, προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται εν προκειμένω.
56 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει συναφώς ότι η σύνθεση του εθνικού ζωικού κεφαλαίου έχει αλλάξει. Συγκεκριμένα, υπήρξε μετάβαση από τις παραδοσιακώς εκτρεφόμενες φυλές σε φυλές της ηπειρωτικής Ευρώπης, προκειμένου να ικανοποιούνται περισσότερο η γεύση και οι εμπορικές απαιτήσεις των πελατών από την ηπειρωτική Ευρώπη. Η μείωση του αριθμού των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, κατόπιν, μεταξύ άλλων, της επιβολής νέων κοινοτικών εισφορών επί του γάλακτος και του καθορισμού ανωτάτου ορίου για την κοινοτική παραγωγή γάλακτος, συνοδεύθηκε από προοδευτική αύξηση του αριθμού των θηλαζουσών αγελάδων, οι οποίες διασταυρώνονται, στην πλειονότητά τους, με ταύρους της ηπειρωτικής Ευρώπης και από τις οποίες το ένα τέταρτο προέρχεται από διασταυρώσεις με τους ταύρους αυτούς. Η μετάβαση από ζώα ταχείας αναπτύξεως σε ζώα ανήκοντα σε φυλές της ηπειρωτικής Ευρώπης και η ταυτόχρονη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ποιότητας συνοδεύονται αναπόφευκτα από αύξηση του μέσου βάρους των σφαγίων.
57 Η επιχειρηματολογία της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
58 Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 133 και 138 των προτάσεών του, καμία διάταξη της κοινοτικής νομοθεσίας στους τομείς του βοείου κρέατος και της γαλακτοκομικής παραγωγής δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή παρότρυνε τους παραγωγούς βοείου κρέατος να παράγουν καθ' υπέρβαση των αναγκών της ελεύθερης αγοράς, ενώ ο πρωταρχικός σκοπός των επίμαχων ρυθμίσεων συνίσταται ακριβώς στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ της ζητήσεως και της προσφοράς στις επίμαχες αγορές, η οποία έχει διαταραχθεί σoβαρά.
59 Eπιβάλλεται στη συνέχεια η παρατήρηση ότι, μολονότι η τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, ιδίως δε σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή προς τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως (βλ. ιδίως την προπαρατεθείσα απόφαση Crispoltoni κ.λπ., σκέψη 57). Eπομένως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να επικαλεστούν την ύπαρξη κεκτημένου δικαιώματος προς διατήρηση ενός πλεονεκτήματος που απορρέει γι' αυτούς από τη θέσπιση της κοινής οργανώσεως αγορών και του οποίου επωφελήθηκαν σε δεδομένη στιγμή (ίδια απόφαση, σκέψη 58).
60 Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί βοείου κρέατος δεν μπορούν εν προκειμένω να επικαλεστούν βασίμως την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη διατήρηση του μηχανισμού των αγορών στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως.
61 Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιρρωννύεται επιπλέον από το ότι ο επίδικος κανονισμός προέβλεψε τον σταδιακό περιορισμό του βάρους του κρέατος στο οποίο μπορούν να εφαρμοστούν τα μέτρα παρεμβάσεως, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να μπορέσουν οι οικείοι επιχειρηματίες, όπως υπογραμμίζεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του, να προσαρμόσουν προοδευτικά την παραγωγή τους.
62 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας
63 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι ο επίδικος κανονισμός προσβάλλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καθόσον αποστερεί τους παραγωγούς βοείου κρέατος τους οποίους αφορά ο επίμαχος περιορισμός των καρπών του μόχθου τους.
64 Αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι το προσβαλλόμενο μέτρο δεν ενέχει κανέναν περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο διασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη. Πράγματι,η μόνη συνέπεια του μέτρου αυτού είναι ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν στις αγορές που πραγματοποιούν οι οργανισμοί παρεμβάσεως, για να εξασφαλίσουν τη διάθεση του κρέατος που προέρχεται από τα σφάγια τα οποία αφορά ο κανονισμός 685/93 και το οποίο δεν μπόρεσε να πωληθεί στην ελεύθερη αγορά, το μέτρο αυτό όμως ουδόλως εμποδίζει τους παραγωγούς αυτούς να διαθέτουν ελεύθερα τα προϊόντα τους.
65 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται σε κατάχρηση εξουσίας
66 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ακόμη ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 7, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68.
67 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, C-156/93, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-2019, σκέψη 31), συνιστά κατάχρηση εξουσίας η εκ μέρους κοινοτικού οργάνου έκδοση πράξεως με αποκλειστικό ή τουλάχιστον πρωταρχικό σκοπό άλλον από τον αναφερόμενο στην πράξη αυτή ή την καταστρατήγηση της συγκεκριμένης διαδικασίας που προβλέπεται στη Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.
68 Όσον αφορά την ταυτότητα μεταξύ του επιδιωκομένου και του αναφερομένου σκοπού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιρλανδική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή επιδίωκε σκοπούς διαφορετικούς από τους αναφερομένους στον κανονισμό.
69 Όσον αφορά την προϋπόθεση να μην καταστρατηγείται μια ειδικά προβλεπόμενη διαδικασία, από τις σκέψεις 17 έως 22 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή νομίμως εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό κατά τη λεγόμενη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 27 του κανονισμού 805/68 και στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού.
70 Eπομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε κατάχρηση εξουσίας πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση ουσιωδών τύπων
71 Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, ο επίδικος κανονισμός δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένος. Κατ' αρχάς, αντιθέτως προς ό,τι εξαγγέλλεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του, το επίδικο μέτρο δεν είναι αναγκαίο προκειμένου η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει τις πωλήσεις στο πλαίσιο του συστήματος παρεμβάσεως κάτω από τα ανώτατα όρια που καθόρισε το Συμβούλιο. Στη συνέχεια, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός που περιλαμβάνεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη, ότι δηλαδή η υπερπαραγωγή βοείου κρέατος αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, τη συνέπεια της αυξήσεως του βάρους των σφαγίων η οποία οφείλεται στην πρόοδο της γενετικής, ότι η δημόσια παρέμβαση ενθαρρύνει την παραγωγή σφαγίων με μεγαλύτερο βάρος, ότι αυτά τα βαρύτερα σφάγια δεν είναι εκείνα που ζητεί η αγορά και ότι η παραγωγή αυτή προορίζεται για τη δημόσια παρέμβαση. Κατά την κυβέρνηση αυτή, αντίθετα πάντοτε προς ό,τι εξαγγέλλεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη, ο επίδικος περιορισμός δεν είναι αρκούντως σταδιακός, δεν διασφαλίζει την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και δεν παρέχει στους παραγωγούς τη δυνατότητα να προσαρμόσουν προοδευτικά την παραγωγή τους.
72 Kατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-466/93, Atlanta, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16), η αιτιολογία την οποία απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης EOK πρέπει να είναι ανάλογη προς τη φύση της οικείας πράξεως. Από την αιτιολογία αυτή πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, εκδότη της πράξεως, ώστε να δίδεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του.
73 Προκειμένου όμως περί του κανονισμού 685/93, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις προκύπτουν σαφώς οι λόγοι που ώθησαν την Επιτροπή να θεσπίσει το επίδικο μέτρο.
74 Πράγματι, η πρώτη αιτιολογική σκέψη λαμβάνει ως βάση τη διαπίστωση ότι ο τομέας του βοείου κρέατος εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τη σε μεγάλο βαθμό έλλειψη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως, η οποία έχει ως συνέπεια μαζικές προσφορές στη δημόσια παρέμβαση. Εκ του γεγονότος αυτού ο προοδευτικός περιορισμός των αγορών κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος κανονισμού 805/68 μπορεί να επιτευχθεί, μέσω της διαδικασίας του διαγωνισμού, μόνο με την εφαρμογή συντελεστών μειώσεως επί των συνεχώς αυξανομένων προσφορών ή με την προοδευτική μείωση των τιμών πωλήσεως προς τους οργανισμούς παρεμβάσεως. Κατά την Επιτροπή, η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε συνεχή πτώση των τιμών της αγοράς, που είναι επιζήμια για τους παραγωγούς βοείου κρέατος.
75 Στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη η Επιτροπή διευκρινίζει ότι από την πείρα των τελευταίων ετών έχει αποδειχθεί ότι η υπερπαραγωγή οφείλεται κατά πολύ στην αύξηση του βάρους των σφαγίων των βοοειδών, η οποία έχει καταστεί δυνατή χάρη ιδίως στην πρόοδο της γενετικής. Συχνά, τα βαρύτερα αυτά σφάγια δεν είναι εκείνα που ζητεί η αγορά και η εξέλιξη αυτή ενθαρρύνει τελικά παραγωγή που προορίζεται για τη δημόσια παρέμβαση. Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι είναι σκόπιμο να περιοριστεί το βάρος των σφαγίων που μπορούν να πωλούνται στους οργανισμούς παρεμβάσεως και ότι ο περιορισμός αυτός πρέπει να είναι σταδιακός, προκειμένου να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών και να μπορέσουν οι παραγωγοί αυτοί να προσαρμόσουν προοδευτικά την παραγωγή τους.
76 Όσον αφορά τα επιχειρήματα περί των σφαλμάτων εκτιμήσεως που, κατά την Ιρλανδία, περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις, αρκεί να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία τα ζητήματα αυτά δεν εμπίπτουν στον λόγο ακυρώσεως που αφορά την παράβαση των ουσιωδών τύπων, αλλά στην ουσία (βλ., συναφώς, την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, 49/69, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 181, σκέψη 14), και να επισημανθεί ότι εξετάστηκαν στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται στην παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
77 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση ουσιωδών τύπων πρέπει επίσης να απορριφθεί.
78 Επειδή κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση δεν έγινε δεκτός, οι δύο προσφυγές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.
Επί των δικαστικών εξόδων
79 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα και η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιρλανδία ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Κατ' εφαρμογή της παραγράφου 4, πρώτο εδάφιο, του ιδίου αυτού άρθρου, το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο παρενέβη στις δίκες, φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει τις προσφυγές.
2) Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
3) Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικά του έξοδα.