EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CC0017

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 10ης Μαρτίου 1994.
Ποινική διαδικασία κατά J.J.J. Van der Veldt.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank van eerste aanleg Gent - Βέλγιο.
Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο άρτων και άλλων προϊόντων αρτοποιίας, των οποίων η περιεκτικότητα σε μαγειρικό αλάτι είναι ανώτερη του 2% - Υποχρέωση αναγραφής ορισμένων ενδείξεων στην ετικέτα - Άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης και οδηγία 79/112/ΕΟΚ.
Υπόθεση C-17/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-03537

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:95

61993C0017

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 10ης Μαρτίου 1994. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ J.J.J. VAN DER VELDT. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: RECHTBANK VAN EERSTE AANLEG GENT - ΒΕΛΓΙΟ. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΡΤΟΠΟΙΙΑΣ, ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Η ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΜΑΓΕΙΡΙΚΟ ΑΛΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΤΕΡΗ ΤΟΥ 2 % - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΤΙΚΕΤΑ - ΑΡΘΡΑ 30 ΚΑΙ 36 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΑ 79/112/ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-17/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-03537


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Συμβιβάζεται με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ εθνική ρύθμιση που απαγορεύει την εμπορία άρτου και άλλων προϊόντων αρτοποιίας, των οποίων η περιεκτικότητα σε αλάτι, υπολογιζόμενη επί ξηράς ουσίας είναι ανώτερη του 2 % ή, σε αρνητική περίπτωση, μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 36, αφής στιγμής έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει την εισαγωγή προϊόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, εντός του οποίου νομίμως διατίθενται στο εμπόριο;

2. Αυτά είναι, στην ουσία, τα προδικαστικά ερωτήματα που έχει θέσει στο Δικαστήριο το Tribunal de premiere instance της Γάνδης (Βέλγιο), δικάζον ως πλημμελειοδικείο, το οποίο ζητεί επίσης να γίνει ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικώς με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή, καθώς και τη διαφήμισή τους (στο εξής: οδηγία) (1).

3. Πρέπει να το σημειώσω: δυστυχώς, η Διάταξη περί παραπομπής είναι λακωνική. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής της αποφάσεως του Δικαστηρίου Telemarsicabruzzo (2), δεδομένου ότι τα δικόγραφα που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας δίκης περιέχουν τα αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.

4. Πράγματι, φρονώ ότι, όπως ακριβώς στην υπόθεση που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως Vaneetveld κατά Le Foyer (3),

"(...) τα ερωτήματα αφορούν συγκεκριμένα τεχνικά σημεία και επιτρέπουν στο Δικαστήριο να δώσει μια χρήσιμη απάντηση, έστω και αν το εθνικό δικαστήριο δεν έχει προβεί σε εξαντλητική περιγραφή της καταστάσεως από νομική και πραγματική άποψη" (4).

5. Μπορεί να γίνει μια σύνοψη των πραγματικών περιστατικών. Η SA Hema διανέμει στο Βέλγιο άρτο και άλλα προϊόντα αρτοποιίας που αγοράζει στις Κάτω Χώρες. Ο van der Veldt, υπό την ιδιότητα του διευθυντή ενός καταστήματος της εταιρίας αυτής, παραπέμφθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, διότι είχε πωλήσει άρτο του οποίου η περιεκτικότητα σε αλάτι δεν ήταν σύμφωνη με την βελγική ρύθμιση και διότι είχε παραβεί την υποχρέωση αναγραφής στην ετικέτα των προϊόντων αρτοποιίας της ειδικής ονομασίας ή του αριθμού ΕΟΚ του συντηρητικού υπό την έννοια της οδηγίας.

6. Πράγματι, από ελέγχους που η επιθεώρηση τροφίμων διενήργησε στις 8 Σεπτεμβρίου και 9 Νοεμβρίου 1988 βάσει δειγμάτων των πωλουμένων προΐόντων προέκυψε ότι ο άρτος περιείχε αλάτι σε αναλογία 2,11 % έως 2,17 %, ενώ η βελγική ρύθμιση καθορίζει, εν προκειμένω, το όριο στο 2 %. Επιπλέον, στη συσκευασία υπήρχε η ένδειξη ότι το επίμαχο προϊόν περιείχε ένα "συντηρητικό", ενώ η ίδια ρύθμιση επέβαλλε, επίσης την αναγραφή της ειδικής ονομασίας ή του αριθμού ΕΟΚ (δηλαδή, εν προκειμένω, κατά τις παρατηρήσεις του κατηγορουμένου της κυρίας δίκης, "προπιονικό οξύ" ή "Ε 280").

7. Η ρύθμιση στο κράτος μέλος παρασκευής θέτει ως όριο της περιεκτικότητας του άρτου σε αλάτι το ποσοστό του 2,5 % και αρκείται, όσον αφορά τα συστατικά, στην αναγραφή της ονομασίας γένους, δηλαδή "συντηρητικό".

8. Ο νan der Veldt ήγειρε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το ζήτημα του ασυμβίβαστου του βελγικού κανόνα με τις κοινοτικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

9. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο σας ερωτά αν η ρύθμιση που απαγορεύει την εμπορία άρτου περιεκτικότητας σε αλάτι, υπολογιζομένης επί ξηράς ουσίας, ανώτερης του 2 %, αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό αποτελέσματος υπό την έννοια του άρθρου 30.

10. Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια τέτοια ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, αφής στιγμής είναι

"(...) ικανή να εμποδίσει αμέσως ή εμμέσως, πραγματικώς ή δυνητικώς, το ενδοκοινοτικό εμπόριο (...)",

κατά το πολύ γνωστό πρότυπο της αποφάσεως Dassonville (5).

11. Βέβαια, το Δικαστήριο αναγκάστηκε στην απόφαση Keck και Mithouard (6) να ορίσει εκ νέου το περιεχόμενο της διατυπώσεως αυτής, αποκλείοντας στο εξής τις

"(...) εθνικές διατάξεις που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μορφές πωλήσεως, εκτός αν οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και εκτός αν επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εθνικών προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών" (7).

12. Ωστόσο το Δικαστήριο, ευθυγραμμιζόμενο με τη νομολογία που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως "παραδοσιακή", υποχρεώθηκε να υπενθυμίσει ότι

"(...) μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορευόμενα από το άρθρο 30, αποτελούν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που δημιουργεί, ελλείψει εναρμονίσεως των νομοθεσιών, η επί των εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών όπου αυτά νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εφαρμογή κανόνων που αφορούν τους όρους στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα αυτά (όπως αυτοί που αφορούν την ονομασία, τη μορφή, τις διαστάσεις, το βάρος, τη σύνθεση, την παρουσίαση, την επισήμανση, τη συσκευασία τους), ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα, εφόσον η εφαρμογή τους δεν δικαιολογείται από κάποιο στόχο γενικού συμφέροντος ικανό να υπερισχύσει των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων" (8).

13. Ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως, η νομολογία του Δικαστηρίου περί παρασκευής και εμπορίας των προϊόντων αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την εξουσία θεσπίσεως κανόνων στον τομέα αυτό (9), υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι ικανοί

"να δημιουργήσουν διάκριση εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων (ή) να εμποδίσουν την εισαγωγή προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών" (10).

14. Το Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφαση Kelderman ότι

"Η επέκταση, στα εισαγόμενα προϊόντα της υποχρεώσεως να περιέχουν ορισμένη ποσότητα ξηράς ουσίας είναι δυνατόν να αποκλείσει από την εμπορία, στο οικείο κράτος, άρτο προελεύσεως άλλων κρατών μελών. Είναι δυνατόν να απαιτήσει διαφορετική παρασκευή, αναλόγως του προορισμού του άρτου, και επομένως να εμποδίσει την κυκλοφορία του άρτου, όπως παράγεται νομίμως στο κράτος μέλος καταγωγής, αν στο κράτος αυτό δεν επιβάλλονται τα ίδια κριτήρια παρασκευής" (11),

και εξήγαγε το συμπέρασμα ότι τέτοια ρύθμιση ήταν ικανή να εμποδίσει τις συναλλαγές.

15. Η ίδια λύση επιβάλλεται εν προκειμένω. Η επίμαχη ρύθμιση απαγορεύει απολύτως την εμπορία προΐόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αν δεν παρασκευάζονται κατά τους κανόνες που υπαγορεύει το κράτος μέλος εισαγωγής. Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30.

16. Συνεπώς, θα επιληφθώ του δευτέρου ερωτήματος περί της ενδεχομένης δικαιολογήσεως μιας τέτοιας ρυθμίσεως από λόγους δημοσίας υγείας.

17. Πρέπει να υπομνηστεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επιτρέπει την επίκληση του άρθρου 36 της Συνθήκης, εκτός αν προηγουμένως έχουν εναρμονιστεί οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις, όπως, εξάλλου, το Δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση Tedeschi κατά Denkavit (12):

"(...) οσάκις, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 100 της Συνθήκης, οι κοινοτικές οδηγίες προβλέπουν την εναρμόνιση των αναγκαίων μέτρων για την εξασφάλιση της προστασίας της υγείας ανθρώπων και ζώων και ρυθμίζουν τις κοινοτικές διαδικασίες ελέγχου της τηρήσεώς τους, η επίκληση του άρθρου 36 παύει να είναι δικαιολογημένη και οι κατάλληλοι έλεγχοι και τα μέτρα προστασίας πρέπει να πραγματοποιούνται και να λαμβάνονται αντιστοίχως εντός του πλαισίου που έχει χαράξει η οδηγία περί εναρμονίσεως" (13).

18. Βρισκόμαστε ακριβώς εντός ενός πεδίου το οποίο, ως έχει, ουδεμιάς εναρμονίσεως αποτελεί το αντικείμενο, με αποτέλεσμα το εφαρμοστέο, εν προκειμένω, κοινοτικό δίκαιο να μην έχει μεταβληθεί από τότε που εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Kolderman, στην οποία το Δικαστήριο είπε ότι,

"λόγω της ελλείψεως κοινών ή εναρμονισμένων κανόνων περί παρασκευής και εμπορίας του άρτου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να ρυθμίζουν, το καθένα στο έδαφός του, ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά της συνθέσεως, την παρασκευή και την εμπορία του εν λόγω εμπορεύματος" (14).

19. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν ένα τέτοιο μέτρο ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό αποτελέσματος μπορεί να δικαιολογηθεί ενόψει των κριτηρίων της αναγκαιότητας ή της αναλογικότητας από μια από τις παρεκκλίσεις που εισάγει το άρθρο 36 ή, προκειμένου περί αδιακρίτως εφαρμοζόμενης ρυθμίσεως, από μια από τις επιτακτικές ανάγκες που έχουν αναγνωριστεί από το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 30.

20. Στην απόφαση Debus (15), προκειμένου περί μιας ρυθμίσεως που δεν είχε εισαγάγει διακρίσεις, το Δικαστήριο εξέτασε αν η εθνική ρύθμιση μπορούσε

"να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας της υγείας των ανθρώπων, βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης" (16).

21. Ας αναφέρω ότι η εξουσία των κρατών μελών να επικαλούνται τους λόγους που περιέχονται στο άρθρο αυτό δεν είναι απεριόριστη, δεδομένου ότι, κατά την απόφαση του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (17), η διάταξη αυτή

"εμπεριέχει εξαίρεση, στενώς ερμηνευτέα, από τον κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας, ο οποίος εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της κοινής αγοράς" (18).

22. Αυτή η συσταλτική ερμηνεία οδήγησε το Δικαστήριο να προσδιορίσει την έκταση και το περιεχόμενο των παρεκκλίσεων που εισάγει το άρθρο 36.

23. Πρώτον, με την απόφαση De Peijper (19) , το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο περιορισμός στις εισαγωγές

"(...) δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη παρά μόνον αν (η επίμαχη ρύθμιση) είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων" (20)

και

"ότι, συνεπώς, μια εθνική ρύθμιση ή πρακτική δεν επωφελείται από την παρέκκλιση του άρθρου 36, οσάκις η υγεία και η ζωή των ανθρώπων μπορούν να προστατευθούν εξίσου αποτελεσματικώς με μέτρα που περιορίζουν λιγότερο το ενδοκοινοτικό εμπόριο" (21).

24. Επιπλέον, προκειμένου περί μιας εξαιρέσεως από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, το Δικαστήριο έχει πει ότι

"Στις εθνικές αρχές εναπόκειται να αποδεικνύουν (...), κατά περίπτωση, ότι η ρύθμισή τους είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων που αναφέρει το άρθρο 36 της Συνθήκης και, ιδίως, ότι η εμπορία του εν λόγω προϊόντος ενέχει σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία." (22)

25. Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν ανταποκρίνεται στα ως άνω κριτήρια η εθνική ρύθμιση η απαγορεύουσα την εμπορία άρτων, των οποίων η περιεκτικότητα σε αλάτι, επί ξηράς ουσίας, υπερβαίνει το 2 %, παρόλον ότι νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους.

26. Βέβαια, μπορεί να εκπλήσσει η εξέταση της ρυθμίσεως αυτής ενόψει των κριτηρίων της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας στο πλαίσιο ενός προδικαστικού ερωτήματος, αλλ' ακριβώς αυτό έπραξε το Δικαστήριο στην απόφαση Debus (23), παρόλον ότι ο γενικός εισαγγελέας, στις προτάσεις του, διατύπωσε τη γνώμη ότι επρόκειτο περί εκτιμήσεως που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

27. Στην υπόθεση που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής, η ιταλική ρύθμιση απαγόρευε την εμπορία ζύθου περιέχοντος ορισμένη ποσότητα θειώδους ανυδρίτη. Το Δικαστήριο είπε ότι

"(...) τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την εμπορία ζύθου που εισάγεται από άλλο κράτος μέλος όπου διατίθεται νομίμως στο εμπόριο, όταν ο ζύθος περιέχει ποσότητα θειώδους ανυδρίτη υπερβαίνουσα τα 20 mg/l" (24).

28. Είναι αλήθεια, ότι στην υπόθεση αυτή, η Ιταλική Δημοκρατία υπερασπίστηκε τη ρύθμισή της, ενώ, εν προκειμένω, το Βασίλειο του Βελγίου δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις ούτε παρενέβη κατά την προφορική διαδικασία. Ωστόσο, τα επιχειρήματα των οποίων έχει γίνει επίκληση, προκειμένου να δικαιολογηθεί η εν λόγω ρύθμιση, επαναλαμβάνονται στο υπόμνημα του κατηγορουμένου της κυρίας δίκης, γεγονός που επιτρέπει να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

29. Πρέπει να το πω όλως απεριφράστως. Δεν μου φαίνεται ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλείται ο Υπουργός Υγείας στην από 6 Αυγούστου 1990 επιστολή του προς τον procureur du Roi της Γάνδης, όπως έχουν μεταφερθεί κατά γράμμα στις παρατηρήσεις του κατηγορουμένου της κυρίας δίκης, είναι ως εκ της φύσεώς τους ικανοί να δικαιολογήσουν παρόμοια απαγόρευση.

30. Πράγματι, στο κείμενο αυτό είναι δυνατόν να αναγνωστεί ότι

"αν οι ολλανδικές προδιαγραφές τηρούνταν, η ημερήσια κατανάλωση θα ανερχόταν σε 3,1 gr, δηλαδή, μη λαμβανομένων υπόψη των μεγάλων καταναλωτών άρτου, θα προέκυπτε καθημερινή αύξηση κατά 0,6 gr άλατος γιά τον μέσο πληθυσμό. Οι αρμόδιες για την υγειονομική πολιτική βελγικές αρχές είναι της γνώμης ότι οι ολλανδικές προδιαγραφές είναι υπερβολικές" (25).

31. Συνεπώς, βρισκόμαστε ενώπιον απλών σκέψεων γενικού χαρακτήρα και όχι ενώπιον πραγματικής αποδείξεως, εκ μέρους των εθνικών αρχών, ενός οποιουδήποτε κινδύνου για τη δημόσια υγεία που θα απέρρεε από την πρόσθετη κατανάλωση άλατος στις αναλογίες αυτές.

32. Είναι αλήθεια ότι ο δυνητικός κίνδυνος που διατρέχουν οι καταναλωτές αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση Melkunie (26) ως δικαιολογών τη θέσπιση ρυθμίσεως περιορίζουσας τις συναλλαγές, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είπε ότι

"(...) εθνικές ρυθμίσεις που αποβλέπουν στο να είναι απαλλαγμένο το επίδικο γαλακτοκομικό προϊόν, κατά το χρονικό σημείο της καταναλώσεώς του, από αριθμό μικροβίων, ο οποίος θα μπορούσε απλώς να θέσει σε κίνδυνο την υγεία ορισμένων καταναλωτών ιδιαιτέρως ευαισθήτων, πρέπει να θεωρούνται σύμφωνες με τις απαιτήσεις του άρθρου 36" (27).

33. Ωστόσο, ο δυνητικός κίνδυνος πρέπει να αξιολογείται όχι βάσει σκέψεων γενικού χαρακτήρα, αλλά βάσει καταλλήλων επιστημονικών ερευνών και όπως το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει με την ακόλουθη διατύπωση στην αποκαλούμενη "νόμος περί καθαρότητας για τον ζύθο" απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (28) "βάσει (...) ειδικότερα των αποτελεσμάτων των εργασιών της Κοινοτικής Επιστημονικής Επιτροπής Ανθρώπινης Διατροφής και της Επιτροπής του Codex alimentarius του FAO και της Παγκόσμιας Οργανώσεως Υγείας" (29).

34. Ελλείψει αρκούντως αποδεδειγμένου κινδύνου για τη δημόσια υγεία, μια ρύθμιση όπως η παρατιθέμενη από το αιτούν δικαστήριο μου φαίνεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος μη δυνάμενο να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 36.

35. Συνεπώς, στα δύο πρώτα ερωτήματα αρμόζει κατά τη γνώμη μου η ακόλουθη απάντηση: τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στην εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει την εμπορία άρτου και άλλων προϊόντων αρτοποιίας εισαγομένων από άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο, εφόσον η περιεκτικότητά τους σε αλάτι, υπολογιζόμενη επί ξηράς ουσίας, είναι ανώτερη του 2 %.

36. Εν συνεχεία, πρέπει να επιληφθώ του τρίτου ερωτήματος, το οποίο αφορά το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων της οδηγίας.

37. Ας υπενθυμίσω το πλαίσιο εντός του οποίου ανέκυψε το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά τη λήψη δειγμάτων προϊόντων αρτοποιίας από την επιθεώρηση τροφίμων της Γάνδης, διαπιστώθηκε μια ανεπάρκεια στην επισήμανση με τις ετικέτες, κατά το μέτρο που στη συσκευασία των επιμάχων προϊόντων είχε αναγραφεί μόνον η ένδειξη "συντηρητικό", χωρίς να υπάρχει η ειδική ονομασία του χρησιμοποιηθέντος συστατικού ή ο αριθμός ΕΟΚ, όπως απαιτεί η εν λόγω κοινοτική ρύθμιση. Η ολλανδική νομοθεσία πράγματι επιβάλλει μόνον την αναγραφή της ονομασίας του γένους του συστατικού, δηλαδή, εν προκειμένω, της ονομασίας "συντηρητικό".

38. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο β', της οδηγίας:

"τα συστατικά που ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες του παραρτήματος ΙΙ αναφέρονται υποχρεωτικώς με την ονομασία της κατηγορίας αυτής, ακολουθούμενο από το ειδικό τους όνομα ή από τον αριθμό ΕΟΚ ".

39. Το παράρτημα ΙΙ αφορά ακριβώς τα μέσα διατηρήσεως ("συντηρητικά") και το άρθρο 22, παράγραφος 1, ουσιαστικώς ορίζει, στη δεύτερη περίπτωσή του, ότι απαγορεύεται η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων που δεν είναι σύμφωνα με την οδηγία.

40. Ωστόσο, η οδηγία αυτή, συνιστώντας ένα προκαταρκτικό στάδιο εναρμονίσεως (30) εν αναμονή της θεσπίσεως εξαντλητικής ρυθμίσεως, έδωσε στα κράτη μέλη μια δυνατότητα παρεκκλίσεως, ρητώς προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει

"Κατά παρέκκλιση του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως μη υποχρεωτικές τις διατάξεις που αφορούν:

α) την ένδειξη που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της ειδικής ονομασίας ή αριθμού ΕΟΚ των συστατικών που ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες του παραρτήματος Ι ".

41. Πράγματι, από τις 20 Ιουνίου 1992, τα κράτη μέλη όφειλαν να καταστήσουν υποχρεωτική την επισήμανση υπό τη μορφή που καθόριζε το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο β', δεδομένου ότι η οδηγία 79/112 τροποποιήθηκε από την οδηγία 89/395/ΕΟΚ (31), η οποία, εισάγοντας παρέκκλιση από το άρθρο 23, με το άρθρο της 2 κατάργησε από την ημερομηνία αυτή την προαναφερθείσα δυνατότητα (32).

42. Συνεπώς, μέχρι τις 20 Ιουνίου 1992, τα κράτη μέλη νομίμως διατηρούσαν, εν προκειμένω, μια ρύθμιση που απαιτούσε μόνον την αναγραφή της ενδείξεως "συντηρητικό".

43. Εδικαιούτο το κράτος μέλος εισαγωγής, το οποίο επέβαλλε την αναγραφή παρομοίων ενδείξεων, να αρνηθεί τη διάθεση στο εμπόριο ενός προϊόντος προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, το οποίο δεν καθιστούσε υποχρεωτική την αναγραφή των ενδείξεων αυτών;

44. Ας υπενθυμίσω ότι η υποχρέωση αναγραφής ορισμένων ενδείξεων επί ενός προϊόντος, ως επιβάλλουσα, ενδεχομένως, στον κατασκευαστή ή στον εισαγωγέα την τροποποίηση της εμφανίσεως του προϊόντος, είναι ως εκ της φύσεώς της ικανή να καταστήσει επαχθέστερη την εμπορία του στα άλλα κράτη μέλη και, συνεπώς, να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

45. Το Δικαστήριο στην απόφαση Fietje (33) είπε ότι

"Αν και η επέκταση στα εισαγόμενα προϊόντα μιας υποχρεώσεως χρησιμοποιήσεως καθορισμένης ονομασίας στην ετικέτα δεν αποκλείει εντελώς την εισαγωγή, στο οικείο κράτος μέλος, προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών ή τελούντων σε ελεύθερη κυκλοφορία σ' αυτά τα κράτη, μπορεί εντούτοις να καταστήσει δυσκολότερη τη διάθεσή τους στο εμπόριο, κυρίως στην περίπτωση παράλληλης εισαγωγής." (34)

46. Βέβαια

"(...) η επίκληση του άρθρου 36 παύει να δικαιολογείται μόνον αν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 100, κοινοτικές οδηγίες προβλέπουν πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών" (35),

αλλά, εν προκειμένω, όπως το έχω σημειώσει, η εναρμόνιση είναι μόνον μερική.

47. Δεδομένου ότι το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται αδιακρίτως επί εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων, πρέπει να εξεταστεί αν αυτή η υποχρέωση αναγραφής στη συσκευασία των πωλουμένων προϊόντων της ονομασίας γένους συνοδευομένης από την ειδική ονομασία ή τον αριθμό ΕΟΚ του συστατικού που περιέχεται στη σύνθεση των προϊόντων αυτών μπορεί να δικαιολογηθεί από έναν από τους στόχους του άρθρου 36 ή από μια από τις επιτακτικές ανάγκες.

48. Τότε η Επιτροπή όσο και ο κατηγορούμενος της κυρίας δίκης, φρονώντας αμφότεροι ότι η αναγραφή της ονομασίας γένους εξασφάλιζε επαρκή προστασία, εξέτασαν το ζήτημα αυτό υπό το πρίσμα της προστασίας των καταναλωτών και κατά συνέπεια βάσει των επιτακτικών αναγκών.

49. Ενώ η θέση του κατηγορουμένου της κυρίας δίκης ευχερώς μπορεί να κατανοηθεί, η θέση της Επιτροπής δεν παύει να εκπλήσσει, καθόσον το κείμενο που το Συμβούλιο υιοθέτησε στο σημείο αυτό είναι σύμφωνο με την πρόταση που η ίδια η Επιτροπή του είχε υποβάλει (36).

50. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει πει ότι

"Η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών καθώς και των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος ισχύει όχι μόνον για τα μέτρα που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές, αλλά και για τα μέτρα που λαμβάνουν τα κοινοτικά όργανα (...)" (37)

51. Συνεπώς, ελλείψει δικαιολογήσεως, ένα μέτρο, όπως η επισήμανση, που επιβάλλεται ακόμη και με οδηγία, δεν πρέπει να είναι λιγότερο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 30. 'Ομως, όπως το έχω αναφέρει, η αναγραφή της ονομασίας γένους συνοδευομένης από την ειδική ονομασία ή τον αριθμό ΕΟΚ είναι υποχρεωτική σε όλα τα κράτη μέλη από τις 20 Ιουνίου 1992.

52. Το περιεχόμενο των οδηγιών που παρέχουν τη δυνατότητα περεκκλίσεως έχει ήδη εξεταστεί στην απόφαση Denkavit της 20ής Ιουνίου 1991 (38), η οποία, παρόλον ότι δεν αφορούσε την υπό εξέταση οδηγία, εκδόθηκε σε μια άκρως παρεμφερή υπόθεση.

53. Ας υπενθυμίσω τα ουσιώδη δεδομένα. Η εταιρία Denkavit είχε θελήσει να εισαγάγει από τις Κάτω Χώρες τροφές προοριζόμενες για ζώα, χωρίς να τηρήσει την απορρέουσα από τη γερμανική ρύθμιση υποχρέωση αναγραφής επί της συσκευασίας του ποσοστού όλων των χρησιμοποιηθέντων συστατικών κατά φθίνουσα σειρά βάρους. Η ολλανδική ρύθμιση δεν επέβαλλε παρόμοια ένδειξη. Η οδηγία 79/373/ΕΟΚ, η οποία είχε εφαρμογή επί των επιδίκων πραγματικών περιστατικών, και ιδιαιτέρως το άρθρο της 5 επέτρεπε την ένδειξη αυτή * η οποία καλείται απλοποιημένη δήλωση * χωρίς, ωστόσο, να την επιβάλλει.

54. Το Δικαστήριο, προς το οποίο είχε υποβληθεί το ερώτημα κατά πόσον παρόμοια δήλωση συμβιβάζεται με τους κανόνες της Συνθήκης, τελικώς κατόπιν της παρατηρήσεώς του ότι μια μεταγενέστερη οδηγία καθιστούσε από τις 22 Ιανουαρίου 1992 υποχρεωτική την ένδειξη αυτή σε όλα τα κράτη μέλη, δέχθηκε ότι η ως άνω εισαγομένη από τη γερμανική ρύθμιση απαίτηση απέβλεπε στην προστασία της υγείας, καθώς και στην άμυνα του καταναλωτή και στην ευθύτητα των εμπορικών συναλλαγών.

55. Η λογική αυτή μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση.

56. Ας σημειώσω ότι τα αναφερόμενα στο παράρτημα ΙΙ συστατικά δεν θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με βεβαιωμένως αβλαβή προϊόντα. Τούτο είναι ακόμη περισσότερο αληθές, δεδομένου ότι ήδη η οδηγία 64/54/ΕΟΚ (39) επέβαλε, με το άρθρο της 9, όπως ορισμένα συντηρητικά "(...) που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα μη διατίθενται στο εμπόριο, παρά μόνον, εφόσον η συσκευασία ή οι περιέκτες τους φέρουν (...) β) τον αριθμό και την ονομασία των συντηρητικών (...)" (ένα από τα οποία είναι το προπιονικό οξύ).

57. Δεν προκύπτει ότι η υποχρέωση αναγραφής της ειδικής ονομασίας ή του αριθμού ΕΟΚ στη συσκευασία των τροφίμων κάτω από την ονομασία γένους είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από τη ρύθμιση σκοπό της προστασίας των καταναλωτών, κυρίως, λόγω του πλήθους των συντηρητικών που τα ως άνω προϊόντα μπορούν να περιέχουν. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν με ακρίβεια όλα τα χρησιμοποιηθέντα συντηρητικά, με αποτέλεσμα η απλή ένδειξη της ονομασίας γένους "συντηρητικό" να αποδεικνύεται ανεπαρκής.

58. Εξάλλου, από έναν ευρωβουλευτή είχε υποβληθεί στην Επιτροπή ερώτηση με θέμα την προστασία των καταναλωτών, οι οποίοι "ενδιαφέρονται ολοένα και περισσότερο για φυσικά υγιεινά προϊόντα".

59. Ο κ. Bangemann, απαντώντας στην ερώτηση αυτή, είπε ότι

"Η οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1978 (...) σχετικώς με την επισήμανση των τροφίμων, όπως τροποποιήθηκε τελευταίως από την οδηγία 91/72/ΕΟΚ (...) και ιδιαίτερα τα άρθρα 3 και 6 αυτής, καθιστούν υποχρεωτική την αναγραφή του καταλόγου των συστατικών στην επισήμανση των τροφίμων.

Στον κατάλογο των συστατικών απαριθμούνται όλα τα συστατικά του τροφίμου συμπεριλαμβανομένων και των προσθέτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο καταναλωτής είναι ενημερωμένος και μπορεί να επιλέξει έχοντας υπόψη του όλα τα σχετικά δεδομένα." (40)

60. 'Οπως το Δικαστήριο είπε στην προαναφερθείσα απόφαση Denkavit της 20ής Ιουνίου 1991:

"(...) δεν αμφισβητείται ότι η επισήμανση αποτελεί ένα από τα λιγότερο περιοριστικά μέτρα για την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών εντός της Κοινότητας" (41).

61. Δύο παρατηρήσεις πριν τελειώσω.

62. Το άρθρο 100 Α, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ως έχει στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, υποχρεώνει την Επιτροπή να λαμβάνει ως βάση των σχετικών προτάσεών της ένα "υψηλό επίπεδο προστασίας", με αποτέλεσμα, προς επίτευξη ενός παρομοίου σκοπού, να απαιτείται πλήρης επισήμανση.

63. Τέλος, η οδηγία δεν εκδόθηκε για να επιδεινώσει τις δυσχέρειες που απορρέουν από τις διαφορές των εθνικών νομοθεσιών. Αντιθέτως μάλιστα, η εναρμόνιση, ουσιαστικώς, δεν αναφέρεται στην αρχή, αλλά στην ακρίβεια των ενδείξεων * ενδείξεων γένους και/ή ειδικών ενδείξεων * που επιβάλλει ο κοινοτικός κανόνας, του οποίου η εφαρμογή έχει αφεθεί στην κρίση των κρατών μελών τουλάχιστον μέχρι τις 20 Ιουνίου 1992. Συνεπώς μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας του 1978, οι επιχειρηματίες δεν θα είναι πλέον υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με όλες τις απαιτήσεις που θέτουν τα κράτη εισαγωγής στον τομέα της επισημάνσεως. Θα τους είναι αρκετό, προκειμένου να εξαγάγουν ελευθέρως, να αναγράφουν στη συσκευασία των προϊόντων τους μόνον τα συστατικά των οποίων την αναγραφή επιβάλλει η κοινοτική ρύθμιση.

64. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

" 1) Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στην εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει την εμπορία άρτων και άλλων προϊόντων αρτοποιίας εισαγομένων από άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο, εφόσον η περιεκτικότητά τους σε αλάτι, υπολογιζόμενη επί ξηράς ουσίας, είναι ανώτερη του 2 %.

2) Η επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία κράτους μέλους υποχρέωση αναγραφής στη συσκευασία των τροφίμων της ονομασίας γένους των περιεχομένων στα τρόφιμα συστατικών συνοδευομένης από την ειδική ονομασία ή τον αριθμό ΕΟΚ δικαιολογείται από τις ανάγκες που ανάγονται στην προστασία των καταναλωτών υπό την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ."

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

(1) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33.

(2) - Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-320/90, C-321/90 και C-322/90 (Συλλογή 1993, σ. I-393). Βλ. επίσης τις διατάξεις της 19ης Μαρτίου 1993, C-157/92, Banchero (Συλλογή 1993, σ. I-1085) και της 26ης Απριλίου 1993, C-386/92, Monin Automobiles (Συλλογή 1993, σ. I-2049).

(3) - Απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, C-316/93 (Συλλογή 1994, σ. I-0000).

(4) - Σκέψη 13.

(5) - Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74 (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).

(6) - Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91 (Συλλογή 1993, σ. Ι-6126).

(7) - Σκέψη 16.

(8) - Σκέψη 15, η υπογράμμιση δική μου.

(9) - Βλ., υπό την έννοια αυτή, την αποκαλούμενη Cassis de Dijon απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral, 120/78 (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321, σκέψη 8).

(10) - Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 237/83 (Συλλογή 1984, σ. 483, σκέψη 13).

(11) - Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1981, 130/80 (Συλλογή 1981, σ. 527, σκέψη 7) βλ. επίσης την απόφαση της 17ης Μαρτίου 1983, 94/82, De Kikvorsch (Συλλογή 1983, σ. 947, σκέψη 8).

(12) - Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1977, 5/77 (Συλλογή τόμος 1977, σ. 475). Βλ. επίσης υπό την έννοια αυτή τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1976, 35/76, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1976, σ. 683, σκέψη 36) και της 8ης Νοεμβρίου 1979, 251/78, Denkavit (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 619, σκέψη 14).

(13) - Σκέψη 35.

(14) - Σκέψη 5.

(15) - Απόφαση της 4ης Ιουνίου 1992, C-13/91 και C-113/91 (Συλλογή 1992, σ. Ι-3617).

(16) - Σκέψη 12. Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1990, C-196/89, Nespoli και Crippa (Συλλογή 1990, σ. Ι-3647, σκέψη 14).

(17) - Απόφαση της 19ης Μαρτίου 1991, C-205/89 (Συλλογή 1991, σ. Ι-1361).

(18) - Σκέψη 9.

(19) - Απόφαση της 20ης Μαΐου 1976, 104/75 (Συλλογή τόμος 1976, σ. 241). Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1986, 54/85, Mirepoix (Συλλογή 1986, σ. 1067, σκέψη 13) και της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-42/90, Bellon (Συλλογή 1990, σ. Ι-4863, σκέψη 11).

(20) - Σκέψη 16.

(21) - Σκέψη 17.

(22) - Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1983, 227/82, Van Bennekom (Συλλογή 1983, σ. 3883, σκέψη 40).

(23) - Aπόφαση C-13/91 και C-113/91, προαναφερθείσα. Βλ. επίσης, ως την πιο πρόσφατη, την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1994, C-315/92, Clinique et Estee Lauder (Συλλογή 1994, σ. Ι-0000).

(24) - Σκέψη 30 και διατακτικό.

(25) - Σελίδα 14 της γαλλικής μεταφράσεως των παρατηρήσεων του κατηγορουμένου της κυρίας δίκης.

(26) - Απόφαση της 6ης Ιουνίου 1984, 97/83 (Συλλογή 1984, σ. 2367).

(27) - Σκέψη 18, in fine.

(28) - Απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987, 178/84 (Συλλογή 1987, σ. 1227).

(29) - Σκέψη 52.

(30) - Βλ. κυρίως την όγδοη αιτιολογική σκέψη.

(31) - Οδηγία του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1989 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικώς με την επισήμανση και την παρουσίαση τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή, καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ L 186, σ. 17).

(32) - Ας σημειώσω για λόγους πληρότητας, ότι η οδηγία 93/102/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 1993, η οποία τροποποιεί την οδηγία 79/112/ΕΟΚ, επέκτεινε τον κατάλογο των αναγραφομένων στο παράρτημα ΙΙ προϊόντων και απαγόρευσε από τις 30 Ιουνίου 1996 την εμπορία προϊόντων που δεν είναι σύμφωνα με αυτήν (ΕΕ L 291, σ. 14).

(33) - Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 27/80 (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 517) βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, την προααναφερθείσα στην υποσημείωση 11 απόφαση της 17ης Μαρτίου 1983, De Kikvorsch, σκέψη 10.

(34) - Σκέψη 10.

(35) - Απόφαση της 20ής Ιουνίου 1991, C-39/90, Denkavit (Συλλογή 1991, σ. Ι-3069, σκέψη 19).

(36) - Βλ. το άρθρο 6, παράγραφος 3, γράμμα b, της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου περί της προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικώς με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή, καθώς και τη διαφήμισή τους (JO 1976, C 91, σ. 3).

(37) - Απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland (Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 15), όπου έγινε επίκληση του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΟΚ.

(38) - Βλ. την παραπομπή όπ.π., σημείωση 35.

(39) - Οδηγία του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1963 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικώς με τα συντηρητικά που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001 σ. 89).

(40) - Γραπτή ερώτηση Ε-2673/93 (ΕΕ 1994, C 46, σ. 57).

(41) - Σκέψη 24.

Top