EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0303

Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Αυγούστου 1993.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Παράβαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά οδηγιών εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
Υπόθεση C-303/92.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-04739

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:348

61992J0303

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ. - ΠΑΡΑΒΑΣΗ - ΜΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ TΑΧΘΕΙΣΑΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-303/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04739


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Κράτη μέλη * Υποχρεώσεις * Εκτέλεση των οδηγιών * Παράβαση * Δικαιολογία * Ανεπίτρεπτον

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 169)

Περίληψη


Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του εννόμου τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και των προθεσμιών που απορρέουν από τις κοινοτικές οδηγίες.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-303/92,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον T. van Rijn, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον N. Annecchino, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπουμένου από τους J. W. Zwaan και T. Henkels, βοηθούς νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της Πρεσβείας των Κάτω Χωρών, 5, rue C. M. Spoo,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν αναγκαίες για τη συμμόρφωσή του προς την οδηγία 87/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1987, για την αποδοχή στην αναπαραγωγή βοοειδών αναπαραγωγής καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 167, σ. 54), προς την οδηγία 88/661/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στα αναπαραγωγά χοιροειδή (ΕΕ L 382, σ. 36), προς την οδηγία 89/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1989, που αφορά τα αιγοειδή και προβατοειδή αναπαραγωγής καθαρής φυλής (ΕΕ L 153, σ. 30), προς την οδηγία 90/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής (ΕΕ L 71, σ. 34), και προς την οδηγία 90/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής (ΕΕ L 71, σ. 36), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τετάρτου και έκτου τμήματος, προεδρεύοντα, M. Zuleeg, J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoν εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Ιουλίου 1992, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή που είχε ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν αναγκαίες για τη συμμόρφωσή του προς την οδηγία 87/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1987, για την αποδοχή στην αναπαραγωγή βοοειδών αναπαραγωγής καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 167, σ. 54), προς την οδηγία 88/661/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στα αναπαραγωγά χοιροειδή (ΕΕ L 382, σ. 36), προς την οδηγία 89/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1989, που αφορά τα αιγοειδή και προβατοειδή αναπαραγωγής καθαρής φυλής (ΕΕ L 153, σ. 30), προς την οδηγία 90/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής (ΕΕ L 71, σ. 34), και προς την οδηγία 90/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής (ΕΕ L 71, σ. 36), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2 Και οι πέντε προμνημονευθείσες οδηγίες ορίζουν, στο προτελευταίο τους άρθρο, ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς μεν την οδηγία 87/328/ΕΟΚ το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1989 προς δε τις λοιπές οδηγίες το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1991 και ότι ενημερώνουν περί αυτού αμέσως την Επιτροπή.

3 Μη έχοντας λάβει κατά τις προμνημονευθείσες ημερομηνίες καμιά εν προκειμένω ανακοίνωση από την Ολλανδική Κυβέρνηση, η Επιτροπή, με έγγραφα της 11ης Οκτωβρίου 1989 (όσον αφορά την οδηγία 87/328/ΕΟΚ) και της 25ης Απριλίου 1991 (όσον αφορά τις λοιπές οδηγίες), όχλησε την Ολλανδική Κυβέρνηση ζητώντας της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Εκτιμώντας ότι οι απαντήσεις της εν λόγω κυβερνήσεως δεν ήταν ικανοποιητικές, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 15 Οκτωβρίου 1990 και στις 13 Νοεμβρίου 1991, αιτιολογημένες γνώμες.

4 Με τις από 8 Ιανουαρίου και 21 Νοεμβρίου 1991 απαντήσεις της , η Ολλανδική Κυβέρνηση αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι είχε ήδη κινηθεί η απαραίτητη νομοθετική διαδικασία για τη μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής.

5 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

6 Η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί, όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς, ότι το δικόγραφο της προσφυγής και οι αιτιολογημένες γνώμες δεν συμπίπτουν. Στις αιτιολογημένες γνώμες, της προσάπτεται ότι, μη μεταφέροντας στην εσωτερική της νομοθεσία εντός των ταχθεισών προθεσμιών τις οδηγίες, παρέβη το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, καθώς και το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης. Εντός του δικογράφου, στο αντικείμενο της προσφυγής έχει προστεθεί και η παράβαση του άρθρου 8 Α της Συνθήκης. Κατόπιν τούτου, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η αιτίαση σχετικά με το άρθρο 8 Α της Συνθήκης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

7 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι πράγματι η Επιτροπή, για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής της, δηλώνει ότι η μη μεταφορά των οδηγιών πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1992 μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 8 Α της Συνθήκης. Ωστόσο, από το σύνολο των γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσε στο Δικαστήριο, παραθέτοντας το προμνημονευθέν άρθρο, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να προβάλει νέα αιτίαση, αλλ' αποκλειστικώς να υπογραμμίσει ότι η μεταφορά των εν λόγω οδηγιών είχε καταστεί επείγουσα.

8 'Οσον αφορά το βάσιμο της προσφυγής, η Ολλανδική Κυβέρνηση, μολονότι ομολογεί την παράβαση που της προσάπτεται, δικαιολογεί την καθυστέρηση που σημειώθηκε στη μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη από το περίπλοκο των απαιτούμενων προς τούτο νομοθετικών τροποποιήσεων.

9 Συναφώς επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του εννόμου τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και των προθεσμιών που απορρέουν από τις κοινοτικές οδηγίες (βλ., κυρίως, την απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C-246/88, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1991, σ. Ι-2049).

10 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται η παράβαση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών όπως, αυτή προκύπτει από τα αιτήματα της Επιτροπής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

11 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν αναγκαίες για τη συμμόρφωσή του προς την οδηγία 87/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1987, για την αποδοχή στην αναπαραγωγή βοοειδών αναπαραγωγής καθαρόαιμου γένους, προς την οδηγία 88/661/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στα αναπαραγωγά χοιροειδή, προς την οδηγία 89/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1989, που αφορά τα αιγοειδή και προβατοειδή αναπαραγωγής καθαρής φυλής, προς την οδηγία 90/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής, και προς την οδηγία 90/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2) Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Top