Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0035

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1993.
    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Erik Dan Frederiksen.
    Υπάλληλος - Ακύρωση αποφάσεως προαγωγής - Αναίρεση.
    Υπόθεση C-35/92 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-00991

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:104

    61992J0035

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 18ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ERIK DAN FREDERIKSEN. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΑΚΥΡΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-35/92 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-00991


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Υπάλληλοι * Κενή θέση * Πλήρωση με προαγωγή * Συγκριτική εξέταση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων * Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως * Όρια * Τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσεως * Δικαστικός έλεγχος * Περιεχόμενο * Ανακοίνωση κενής θέσεως που περιέχει τεχνικές προϋποθέσεις που δεν μπορούν να κατανοηθούν μόνο με τις γνώσεις του δικαστή * Ορισμός πραγματογνώμονα * Επιτρέπεται

    2. Aναίρεση * Λόγοι * Λόγος που στρέφεται κατά σκέψεως της αποφάσεως που δεν είναι αναγκαία για να στηρίξει το διατακτικό της * Αλυσιτελής λόγος

    3. Aναίρεση * Αντικείμενο της διαφοράς * "Ανταγωγικό" αίτημα για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκάλεσε η άσκηση αναιρέσεως * Απαράδεκτο

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 116)

    Περίληψη


    1. Ναι μεν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να συγκρίνει τα ουσιαστικά προσόντα και τις βαθμολογίες των υποψηφίων για την πλήρωση κενής θέσεως, υποχρεούται όμως να ασκεί την εξουσία της εντός του πλαισίου που αυτή η ίδια έθεσε στον εαυτό της με την ανακοίνωση κενής θέσεως. Έτσι, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η διοίκηση σε θέματα διορισμού ή προαγωγής προϋποθέτει ότι ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία κάθε υποψηφιότητας και ότι τηρεί σχολαστικά τις απαιτήσεις που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσεως, έτσι ώστε να είναι υποχρεωμένη να απορρίψει κάθε υποψήφιο που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές.

    Στο Πρωτοδικείο απόκειται, κατά την άσκηση του δικαστικού του ελέγχου, να εξακριβώσει αν ο υποψήφιος που επελέγη από τη διοίκηση για να καταλάβει την κενή θέση ανταποκρίνεται πράγματι στις προϋποθέσεις της ανακοινώσεως κενής θέσεως. Επιτρέπεται στο δικαστή, στην περίπτωση που η ανακοίνωση κενής θέσεως περιλαμβάνει τόσο τεχνικές προϋποθέσεις ώστε ο ίδιος δεν διαθέτει τις αναγκαίες γνώσεις για να καθορίσει το περιεχόμενο και τη σημασία τους, να ορίσει πραγματογνώμονα για να προσδιορίσει αντικειμενικά την ακριβή έννοια αυτών των απαιτήσεων. Η δυνατότητα ορισμού πραγματογνώμονα επιτρέπει πράγματι στο Πρωτοδικείο να προβεί, σύμφωνα με την αποστολή του, σε εμπεριστατωμένη έρευνα των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν τη βάση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Ελλείψει τέτοιας δυνατότητας, η διοίκηση θα μπορούσε να διαφύγει οποιοδήποτε δικαστικό έλεγχο κάθε φορά που η εξουσία της εκτιμήσεως ασκείται σε τεχνικό πεδίο στο οποίο ο δικαστής δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις για να κρίνει αν παρέμεινε εντός του πλαισίου της νομιμότητας που της έχει τεθεί.

    2. Όταν μια από τις αιτιολογίες είναι επαρκής για να δικαιολογήσει το διατακτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, οι πλημμέλειες που μπορεί να περιέχει μια άλλη αιτιολογία που περιλαμβάνεται επίσης στην απόφαση δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, καμία επίδραση στο εν λόγω διατακτικό και ο λόγος αναιρέσεως που τις επικαλείται είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

    3. Από το άρθρο 116 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου κατά το οποίο το υπόμνημα αντικρούσεως που υποβάλλεται στο πλαίσιο αναιρετικής δίκης δεν μπορεί να τροποποιήσει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτο το "ανταγωγικό" αίτημα που υποβάλλει ο αναιρεσίβλητος και με το οποίο ζητείται η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη λόγω της ασκήσεως της αναιρέσεως.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-35/92 P,

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. εκπροσωπούμενο από τον J. Campinos, jurisconsultum, επικουρούμενο από τον D. Petersheim, μέλος της νομικής υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

    αναιρεσείον,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στις 11 Δεκεμβρίου 1991 στην υπόθεση T-169/89, μεταξύ Frederiksen και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής καθώς και η απόρριψη της προσφυγής που άσκησε πρωτοδίκως ο Frederiksen,

    όπου έτερος διάδικος είναι ο

    Εrik Dan Frederiksen, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενος από τον G. Vandersanden, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο A. Schmitt, 62, avenue Guillaume, ο οποίος ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να υποχρεωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που φέρεται ότι υπέστη ο Frederiksen,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. Murray, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και F. A. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: J. G. Giraud

    λαμβάνοντας υπόψη το δικόγραφο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το υπόμνημα αντικρούσεως του Frederiksen, το υπόμνημα απαντήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το υπόμνημα ανταπαντήσεως του Frederiksen,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα και τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 120 του Κανονισμού Διαδικασίας,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1993,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 1992, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (στο εξής: Κοινοβούλιο) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού (ΕΟΚ) και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών (ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ) του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1991, Frederiksen κατά Κοινοβουλίου, Τ-169/89 (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1403), καθόσον ακύρωσε την απόφαση του Προέδρου του Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 1989 περί προαγωγής της Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου στο τμήμα της δανικής μεταφράσεως που υπάγεται στη γενική διεύθυνση VII (Μετάφραση και Γενικές Υπηρεσίες, στο εξής: ΓΔ VII) του Κοινοβουλίου.

    2 Από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το ιστορικό διαφοράς έχει ως εξής.

    Στις 9 Ιανουαρίου 1989 το Κοινοβούλιο δημοσίευσε την ανακοίνωση κενής θέσεως 5809 που αφορούσε μια θέση γλωσσικού συμβούλου βαθμού LA 3 στο τμήμα της δανικής μεταφράσεως. Μεταξύ των τυπικών προσόντων και των γνώσεων που απαιτούσε αυτή η ανακοίνωση κενής θέσεως περιλαμβανόταν και η "γνώση των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις εργασίες οργανώσεως και διοικήσεως".

    Ο Erik Dan Frederiksen, η Χ και ο Υ, όλοι υπάλληλοι του τμήματος δανικής μεταφράσεως του Κοινοβουλίου, υπέβαλαν την υποψηφιότητά τους κατόπιν αυτής της δημοσιεύσεως.

    Με σημείωμα της 2ας Φεβρουαρίου 1989, που έστειλε στη γενική διευθύντρια της ΓΔ VII, ο διευθυντής της μεταφράσεως και της ορολογίας πρότεινε την προαγωγή του Frederiksen στη θέση του γλωσσικού συμβούλου. Στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στις ικανότητες και στην πείρα του στο πεδίο της πληροφορικής.

    Με σημείωμα της 10ης Μαρτίου 1989, η γενική διευθύντρια της ΓΔ VII πρότεινε στον διευθυντή διοικήσεως, προσωπικού και οικονομικών την προαγωγή της Χ στη εν λόγω θέση, "έστω και αν η υποψήφια είναι προς το παρόν υποχρεωμένη να εργάζεται με ημιαπασχόληση για λόγους οικογενειακούς". Η πρόταση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο ποικίλων διαμαρτυριών, μεταξύ των οποίων του διευθυντή της μεταφράσεως και της ορολογίας, καθώς και του προϊσταμένου του τμήματος της δανικής μεταφράσεως, για τον λόγο, ιδίως, ότι η Χ δεν είχε γνώσεις των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις εργασίες οργανώσεως και διοικήσεως. Η γενική διευθύντρια της ΓΔ VII ενέμεινε παρά ταύτα στην αρχική της πρόταση με το σημείωμα που απηύθυνε στις 7 Ιουνίου 1989 στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου.

    Στις 3 Ιουλίου 1989 ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του ως αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), προήγαγε τη Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου βαθμού LA 3 στο τμήμα της δανικής μεταφράσεως, από 1ης Ιουνίου 1989.

    Στις 12 Ιουλίου 1989 ο Frederiksen υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως διορισμού της Χ. Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 1989 ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πληροφόρησε τον Frederiksen για την απόρριψη της ενστάσεώς του.

    Μετά την προαγωγή αυτή, η Χ ζήτησε και έλαβε στις 4 Δεκεμβρίου 1989 την άδεια να εργάζεται με ημιαπασχόληση ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1990.

    3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Δεκεμβρίου 1989, ο Frederiksen άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία προήχθη η Χ στη θέση του γλωσσικού συμβούλου του τμήματος της δανικής μεταφράσεως.

    4 Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, με την αιτιολογία ότι εν προκειμένω η ΑΔΑ κακώς έκρινε ότι η Χ πληρούσε ένα από τα τυπικά προσόντα που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, δηλαδή τη "γνώση των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις εργασίες οργανώσεως και διοικήσεως" και ότι εξάλλου η εκτίμηση της ΑΔΑ ήταν προδήλως πεπλανημένη, τόσον όσον αφορά τον έλεγχο της πληρώσεως από τη Χ των προϋποθέσεων που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως όσον και τη σύγκριση των αντίστοιχων ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων.

    5 Το Κοινοβούλιο επικαλείται προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως δύο λόγους παραβιάσεως από το Πρωτοδικείο των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά τις οποίες αφενός μεν η εξουσία εκτιμήσεως της ΑΔΑ σε θέματα προαγωγών δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον κοινοτικό δικαστή παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης, αφετέρου δε οι διαδικαστικές πλημμέλειες που έγιναν κατά τη σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων δεν μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση της αποφάσεως προαγωγής παρά μόνον αν είχαν αποφασιστική επίπτωση επί της προαγωγής και δεν διορθώθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

    6 Ο Frederiksen ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει ένα φράγκο συμβολικά ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άσκησή της.

    7 Με διάταξη της 3ης Απριλίου 1992 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε το Κοινοβούλιο, με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    8 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς οι λόγοι αναιρέσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του αιτήματος αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    9 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα, τα οποία πρέπει να ερευνηθούν διαδοχικά.

    10 Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλει το Κοινοβούλιο αφορά τις σκέψεις 67, 68 και 71 ως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Πρωτοδικείο ερεύνησε το ζήτημα αν η Χ πληρούσε μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, συγκεκριμένα την προϋπόθεση σχετικά με τη "γνώση των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις εργασίες οργανώσεως και διοικήσεως".

    11 Το Πρωτοδικείο τονίζει σχετικά στην απόφασή του ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί το πλαίσιο της νομιμότητας που η ΑΔΑ επιβάλλει στον εαυτό της. Θεωρεί ότι είναι έργο του, κατά συνέπεια, να ελέγξει αν υφίσταται αντικειμενική αντιστοιχία μεταξύ των απαιτήσεων που περιλαμβάνει αυτή η ανακοίνωση και των τυπικών προσόντων του υποψηφίου που έγινε δεκτός. Επί του σημείου αυτού, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει καταρχάς ότι στην προκειμένη περίπτωση η απαίτηση της γνώσεως των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις εργασίες οργανώσεως και διοικήσεως αντιστοιχούσε στην ανάγκη, που υπογράμμιζε η ίδια η διοίκηση, της χρήσεως των νέων τεχνολογιών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της διευθύνσεως της μεταφράσεως του Κοινοβουλίου. Περαιτέρω, διαπιστώνει, βάσει της πραγματογνωμοσύνης την οποία διέταξε, ότι η Χ δεν είχε τις γνώσεις πληροφορικής που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, όπως έπρεπε να ερμηνευθούν αντικειμενικά οι γνώσεις αυτές. Κατέληξε ότι κρίνοντας ότι η Χ πληρούσε τις προϋποθέσεις αυτές, η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια που η ίδια έθεσε στον εαυτό της με την ανακοίνωση κενής θέσεως. Ενόψει της διατυπώσεως των προϋποθέσεων που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, η ΑΔΑ όφειλε να απορρίψει την υποψηφιότητα της Χ.

    12 Σχετικά με αυτό το τμήμα της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι στα θέματα προαγωγών ο δικαστικός έλεγχος πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, να περιορίζεται στην έρευνα του ζητήματος μήπως η ΑΔΑ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Έτσι, εν προκειμένω, η φερομένη πλάνη της ΑΔΑ, κατά την εκτίμηση των γνώσεων πληροφορικής της Χ, δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί πρόδηλη, αφού το Πρωτοδικείο αναγκάστηκε να προσφύγει σε πραγματογνώμονα για να ελέγξει αν οι ικανότητες της εν λόγω υποψηφίας αντιστοιχούσαν στα τυπικά προσόντα που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως. Εξετάζοντας αν υφίστατο πράγματι αντιστοιχία μεταξύ της διατυπώσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως και των γνώσεων πληροφορικής της Χ, το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τη νομολογία υποκαθιστώντας την ΑΔΑ με τη δική του εκτίμηση.

    13 Για να κριθεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι αποτελεί πάγια νομολογία (βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 445, σκέψη 38, και της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-225, σκέψη 19) ότι ναι μεν η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων και των βαθμολογιών των υποψηφίων και μπορεί να την ασκήσει ιδίως ενόψει της πληρωτέας θέσεως, υποχρεούται όμως να το πράξει εντός του πλαισίου που αυτή η ίδια έθεσε στον εαυτό της με την ανακοίνωση κενής θέσεως.

    14 Πράγματι, η ανακοίνωση κενής θέσεως έχει ως σκοπό να πληροφορηθούν οι ενδιαφερόμενοι, κατά τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, τη φύση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσεως περί της οποίας πρόκειται, για να είναι σε θέση να εκτιμήσουν αν μπορούν να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Grassi κατά Συμβουλίου, σκέψη 40).

    15 Έτσι, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η ΑΔΑ σε θέματα διορισμών ή προαγωγών προϋποθέτει εμπεριστατωμένη έρευνα του φακέλου υποψηφιοτήτων και ακριβή τήρηση της ανακοινώσεως κενής θέσεως, κατά τρόπον ώστε να είναι υποχρεωμένη να απορρίψει όποιον υποψήφιο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Grassi κατά Κοινοβουλίου). Εξάλλου, στην απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universitaet Muenchen (Συλλογή 1991, σ. Ι-5469, σκέψη 14), το Δικαστήριο τόνισε κατά τρόπο γενικό ότι η εξουσία εκτιμήσεως που έχει παρασχεθεί σε μια κοινοτική αρχή έχει ως αντιστάθμισμα την υποχρέωση, για την αρχή αυτή, να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως.

    16 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί το πλαίσιο της νομιμότητας που η ίδια η ΑΔΑ θέτει στον εαυτό της και την οποία οφείλει επομένως να τηρεί σχολαστικά.

    17 Για τον έλεγχο περί του εάν η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια του νομικού αυτού πλαισίου, στο Πρωτοδικείο εναπέκειτο, στην προκειμένη περίπτωση, να διαπιστώσει καταρχάς ποιες ήταν οι προϋποθέσεις που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως και να ελέγξει κατόπιν αν ο υποψήφιος που επέλεξε η ΑΔΑ για να καταλάβει την κενή θέση πληρούσε πράγματι τις προϋποθέσεις αυτές.

    18 Στην περίπτωση που η ανακοίνωση κενής θέσεως περιείχε προϋποθέσεις τόσο τεχνικές ώστε ο δικαστής να μη διαθέτει τις αναγκαίες γνώσεις για να προσδιορίσει το περιεχόμενο και την έκτασή τους, το Πρωτοδικείο είχε την ευχέρεια να ορίσει πραγματογνώμονα που θα διαπίστωνε, κατά τρόπο αντικειμενικό, την ακριβή σημασία αυτών των απαιτήσεων.

    19 Πράγματι, ο ορισμός πραγματογνώμονα εμπίπτει στις εξουσίες του Πρωτοδικείου να προβεί, σύμφωνα με την αποστολή του, σε εμπεριστατωμένη έρευνα των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν τη βάση των διαφορών που έχει να δικάσει. Αν δεν είχε αυτήν την ευχέρεια, η ΑΔΑ θα μπορούσε να διαφύγει οποιοδήποτε δικαστικό έλεγχο κάθε φορά που η εξουσία της εκτιμήσεως ασκείται σε τεχνικό πεδίο στο οποίο ο δικαστής δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις για να εκτιμήσει αν η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια του νομίμου πλαισίου που αποτελεί η ανακοίνωση κενής θέσεως.

    20 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέβη το κοινοτικό δίκαιο προσφεύγοντας, στην προκειμένη περίπτωση, στη γνώμη πραγματογνώμονα για να προσδιορίσει το περιεχόμενο της προϋποθέσεως, που απαιτεί η ανακοίνωση κενής θέσεως, σχετικά με τη γνώση των τεχνικών πληροφορικής εφαρμοζομένων στις εργασίες οργανώσεως και διοικήσεως και κρίνοντας, υπό το φως της απαιτήσεως αυτής όπως έπρεπε αντικειμενικά να ερμηνευθεί, ότι στην προκειμένη περίπτωση η ΑΔΑ είχε σαφώς υπερβεί τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως προάγοντας τη Χ, της οποίας οι γνώσεις δεν ανταποκρίνονταν στις προϋποθέσεις της ανακοινώσεως κενής θέσεως.

    21 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το πρώτο επιχείρημα που προβάλλει το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του πρώτου λόγου του πρέπει να απορριφθεί.

    22 Το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του λόγου αυτού αναφέρεται στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    23 Στη σκέψη αυτή το Πρωτοδικείο τονίζει ότι σε κάθε περίπτωση το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι η εκτίμηση της αντιστοιχίας των γνώσεων της Χ προς τις απαιτήσεις της ανακοινώσεως κενής θέσεως έγινε από την ΑΔΑ με τη δέουσα αντικειμενικότητα και ακρίβεια. Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει σχετικά ότι η ΑΔΑ δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να προβεί σε τέτοια εκτίμηση, ότι οι εκτιμήσεις των κατωτέρων αρχών, στις οποίες προέβησαν κατά τη διαδικασία προαγωγής, στηρίζονταν σε σφάλμα και ότι η νομική υπηρεσία του Κοινοβουλίου στηρίχθηκε στο ίδιο αυτό σφάλμα, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της αποφάσεως απορρίψεως της ενστάσεως που άσκησε ο Frederiksen.

    24 Το Κοινοβούλιο αιτιάται σχετικά το Πρωτοδικείο ότι στηρίχθηκε, στη σκέψη 76 της αποφάσεώς του, σε ουσιαστικό σφάλμα της γενικής διευθύντριας της ΓΔ VII, κατά το οποίο οι απαιτήσεις πληροφορικής ήσαν στην προκειμένη περίπτωση όμοιες με εκείνες που περιείχαν κατά το παρελθόν οι ανακοινώσεις κενής θέσεως που αφορούσαν τις θέσεις του νομικού συμβούλου του ισπανικού και του πορτογαλικού μεταφραστικού τμήματος του Κοινοβουλίου. Το σφάλμα αυτό δεν μπορούσε να έχει καμία επίπτωση ούτε στην απόφαση προαγωγής, αφού περιλαμβανόταν σε σημείωμα που καταρτίστηκε μετά την απόφαση αυτή από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ VII, ούτε στην απόρριψη της ενστάσεως του Frederiksen, αφού η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου είχε επισημάνει το εν λόγω σφάλμα και στηρίχθηκε σε προηγούμενο έγγραφο που δεν περιείχε το σφάλμα αυτό.

    25 Έστω κι αν ακόμη υποτεθεί ότι με την αιτίαση αυτή δεν αμφισβητείται η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο και η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, αλλά θα μπορούσε να νοηθεί ότι προβάλλει νομική πλάνη του Πρωτοδικείου κατά την αιτιολόγηση της αποφάσεώς του, αρκεί να τονισθεί ότι από τη διατύπωση της σκέψεως 76 προκύπτει ότι η σκέψη αυτή είναι πλεοναστική στην αιτιολογία του Πρωτοδικείου κατά το μέτρο που, στη σκέψη 75 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο ότι η ΑΔΑ είχε στην προκειμένη περίπτωση παρανόμως προαγάγει τη Χ, λόγω του ότι η υποψήφια αυτή δεν πληρούσε μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως.

    26 Αφού από τις σκέψεις 13 ως 20 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, το δεύτερο επιχείρημα του Κοινοβουλίου σχετικά με επόμενη σκέψη της ίδιας αιτιολογίας, που απέβλεπε απλώς στην ενίσχυση συμπεράσματος που δικαιολογείται νομικά από την προηγούμενη αιτιολογία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    27 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο πρώτος λόγος που προβάλλει το Κοινοβούλιο πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    28 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του Κοινοβουλίου αναφέρεται στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    29 Στο δεύτερο αυτό τμήμα της αποφασεώς του, το Πρωτοδικείο ασχολείται με τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο η ΑΔΑ προέβη εν προκειμένω στη συγκριτική εξέταση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, την οποία προβλέπει το άρθρο 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει σχετικά ότι η μόνη συγκριτική εκτίμηση που περιήλθε σε γνώση της ΑΔΑ, για να διαφωτισθεί επί της αποφάσεως προαγωγής την οποία έπρεπε να λάβει, ήταν η εκτίμηση που περιείχε το σημείωμα της 10ης Μαρτίου 1989 της γενικής διευθύντριας της ΓΔ VII. Κατά το Πρωτοδικείο, το σημείωμα αυτό ήταν ατελές και προδήλως πεπλανημένο περί τα πράγματα και περί το δίκαιο. Καταρχάς, δεν ανέφερε ούτε τις γνώσεις ούτε την πείρα των τριών υποψηφίων στο πεδίο της πληροφορικής. Εν συνεχεία, περιείχε σφάλμα στη σύγκριση των εκθέσεων βαθμολογίας, δεδομένου ότι η Χ και ο Frederiksen, αντιθέτως προς αυτά που ανέγραφε το εν λόγω σημείωμα, βρίσκονταν σε ίση μοίρα όσον αφορά τον αριθμό των χαρακτηρισμών "άριστα" που είχαν λάβει. Τέλος, ανέφερε ως σκέψη τουλάχιστον ισότιμη προς τα λοιπά κριτήρια στο πλαίσιο της συγκριτικής έρευνας των ουσιαστικών προσόντων τη φροντίδα εξασφαλίσεως ισότητας ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών. Από αυτά το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι στην προκειμένη περίπτωση η ΑΔΑ δεν προέβη σε συγκριτική έρευνα των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων με τη δέουσα αντικειμενικότητα και ακρίβεια.

    30 Για να στηρίξει τον λόγο του, το Κοινοβούλιο αιτιάται το Πρωτοδικείο ότι παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο κρίνοντας, κατά τη συγκριτική έρευνα των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, ότι η επίδικη απόφαση προαγωγής περιείχε πολλές διαδικαστικές πλημμέλειες, ενώ η σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων διενεργήθηκε από τη διοίκηση με επιμέλεια και αντικειμενικότητα και ότι, σε κάθε περίπτωση, τα διαπραχθέντα σφάλματα διορθώθηκαν κατά τη διαδικασία της ενστάσεως, κατά το πέρας της οποίας η ΑΔΑ επιβεβαίωσε πλήρως την αρχική της απόφαση.

    31 Αρκεί σχετικά η διαπίστωση ότι από τη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η ΑΔΑ υπερέβη σαφώς τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως προάγοντας τη Χ, της οποίας οι γνώσεις δεν ανταποκρίνονταν στις προϋποθέσεις που έθεσε η ανακοίνωση κενής θέσης. Η αιτιολογία αυτή αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει νομικά την ακύρωση της αποφάσεως προαγωγής της Χ. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι πλημμέλειες που μπορούσε να περιέχει η άλλη αιτιολογία του Πρωτοδικείου, σχετικά με τη σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, δεν ασκούν εν πάση περιπτώσει καμία επιρροή στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. O λόγος που προβάλλει το Κοινοβούλιο με το οποίο αμφισβητείται η τελευταία αυτή αιτιολογία είναι, κατά συνέπεια, αλυσιτελής και πρέπει επομένως να απορριφθεί.

    32 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως του Κοινοβουλίου είναι αβάσιμη και πρέπει επομένως να απορριφθεί.

    Επί του "ανταγωγικού" αιτήματος περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης

    33 Στα υπομνήματά του ο Frederiksen στήριξε το αίτημα να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει ένα φράγκο συμβολικά ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, στο ότι η αναίρεση που άσκησε το Κοινοβούλιο ήταν παρελκυστική και καταχρηστική.

    34 Για να κριθεί αυτό το αίτημα πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά το άρθρο 116 του Κανονισμού Διαδικασίας:

    "1. Τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως έχουν ως αντικείμενο:

    * την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ή την ολική ή τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου

    * την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένου κάθε νέου αιτήματος.

    2. Το υπόμνημα αντικρούσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης."

    35 Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ο αναιρεσίβλητος δεν έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της βλάβης που φέρεται να υπέστη από την άσκηση της αναιρέσεως.

    36 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα του Frederiksen να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να αποκαταστήσει τη βλάβη που φέρεται να υπέστη ο Frederiksen λόγω της ασκήσεως της αναιρέσεως.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    37 Από το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα. Εφόσον ηττήθηκε το Κοινοβούλιο πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της παρούσας δίκης, περιλαμβανομένων και των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αναίρεση ως αβάσιμη.

    2) Απορρίπτει το "ανταγωγικό" αίτημα ως απαράδεκτο.

    3) Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

    Top