Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0337

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1993.
    A. M. van Gemert-Derks κατά Bestuur van de Nieuwe Industriële Bedrijfsvereniging.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van Beroep 's-Hertogenbosch - Κάτω Χώρες.
    Ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών - Κοινωνική ασφάλιση - Παύση καταβολής επιδόματος ανικανότητας προς εργασία σε περίπτωση χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος.
    Υπόθεση C-337/91.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-05435

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:856

    61991J0337

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 27ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1993. - A. M. VAN GEMERT-DERKS ΚΑΤΑ NIEUWE INDUSTRIELE BEDRIJFSVERENIGING. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: RAAD VAN BEROEP'S-HERTOGENBOSCH - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΛΟΓΩ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΙΖΩΝΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-337/91.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-05435


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Κοινωνική πολιτική * Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως * Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 * Σύνταξη επιζώντος * Εξαίρεση * Συνέπειες * Εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου

    (Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 3 PAR 2)

    2. Κοινωνική πολιτική * Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως * Εθνική νομοθεσία που εξαρτά, αποκλειστικά για τις γυναίκες και χωρίς δυνατότητα επιλογής, τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος από την παύση καταβολής του επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία * Δεν επιτρέπεται

    (Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 4 PAR 1)

    3. Κοινωνική πολιτική * Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως * Οδηγία 79/7 * Άρθρο 4, παράγραφος 1 * Άμεσο αποτέλεσμα * Περιεχόμενο

    (Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 4 PAR 1)

    Περίληψη


    1. Η οδηγία 79/7, που σκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν εκτείνεται ακόμη στο σύνολο αυτού του τομέα και, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτής, δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις περί παροχών προς επιζώντες. Συνεπώς, οι παροχές αυτές διέπονται, ελλείψει εναρμονίσεως στον τομέα αυτό, από τις διατάξεις του εσωτερικού και του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος.

    Συνεπώς, συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει την ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα παροχών προς επιζώντες, καθόσον ο τομέας αυτός εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 79/7 και δεν παρεμποδίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο η επιδίωξη της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πεδίο του κοινοτικού δικαίου.

    2. Είναι ασυμβίβαστος προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 ο εθνικός κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι παύει να χορηγείται στις ανίκανες προς εργασία χήρες το επίδομα που προβλέπεται για τον κίνδυνο αυτό, λόγω της χορηγήσεως συντάξεως χήρας, όταν η παύση αυτή δεν είναι απόρροια της εκούσιας παραιτήσεως της δικαιούχου και δεν εφαρμόζεται στους χήρους που λαμβάνουν επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία.

    3. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, εξεταζόμενο αυτό καθαυτό και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου της οδηγίας, είναι αρκετά σαφές ώστε να μπορούν να το επικαλούνται οι πολίτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να ζητούν από τα εν λόγω δικαστήρια να μην εφαρμόζουν κάθε εθνική διάταξη η οποία δε συμβιβάζεται προς το άρθρο αυτό.

    Eλλείψει καταλλήλων μέτρων μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 στο εσωτερικό δίκαιο, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εφαρμόζουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών της εσωτερικής έννομης τάξεως, εκείνες που είναι προσφορότερες να διασφαλίσουν στις γυναίκες την υπαγωγή τους σε σύστημα όμοιο με εκείνο που ισχύει για τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-337/91,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch (Kάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    A. M. van Gemert-Derks

    και

    Bestuur van de Nieuwe Industriele Bedrijfsvereniging,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και D. A. O. Edward, προέδρους τμήματος, R. Joliet, G. C. Rodriguez Iglesias, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    * η Bestuur van de Nieuwe Industriele Bedrijfsvereniging, εκπροσωπούμενη από τον C. R. J. A. M. Brent, ο οποίος ασκεί προσωρινά τα καθήκοντα του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας για θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως της ενώσεως Gemeenschappelijk Administratiekantoor,

    * η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. P. Hofstee, αναπληρωτή γενικό γραμματέα στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    * η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον Joachim Karl, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο

    * η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκπροσωπούμενη από τη Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενη από τον Christopher Vajda, barrister,

    * η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks και τον Ben Smulders, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Bestuur van de Nieuwe Industriele Bedrijfsvereniging, εκπροσωπούμενης από την M. A. Broekhuis, νομική συνεργάτιδα του Gemeenschappelijk Administratiekantoor, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον T. Heukels, βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 1993,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 1993,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Δεκεμβρίου 1991, το Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160, στο εξής: οδηγία 79/7).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Α. Μ. van Gemert-Derks, Ολλανδής υπηκόου, και της Bestuur van de Nieuwe Industriele Bedrijfsvereniging (διεύθυνση της νέας επαγγελματικής ενώσεως της βιομηχανίας).

    3 Στις Κάτω Χώρες, ο Algemene Arbeidsongeschiktheidswet (γενικός νόμος περί ανικανότητας προς εργασία, στο εξής: AAW) χορηγεί, μετά την πάροδο του πρώτου έτους της ανικανότητας προς εργασία, δικαίωμα επιδόματος έως ότου ο ενδιαφερόμενος συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών.

    4 Το άρθρο 32, παράγραφος 1, initio και υπό στοιχείο b, του AAW

    ορίζει τα εξής:

    "Το επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία παύει να καταβάλλεται όταν:

    (...)

    b) η γυναίκα στην οποία χορηγήθηκε αποκτά δικαίωμα συντάξεως χήρας ή προσωρινού επιδόματος χήρας βάσει του Algemene Weduwen-en Wezenwet."

    5 Ο Algemene Weduwen-en Wezenwet (γενικός νόμος περί χηρών και ορφανών, στο εξής: AWW) χορηγεί στη χήρα ασφαλισμένου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα συντάξεως χήρας έως ότου συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών.

    6 Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του AWW, το επίδομα καταβάλλεται, κατόπιν αιτήσεως, από το Sociale Verzekeringsbank. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, το Verzekeringsbank μπορεί, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, να χορηγήσει το επίδομα και αυτεπαγγέλτως.

    7 Η Van Gemert-Derks, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, γεννηθείσα στις 16 Ιανουαρίου 1937, ασκούσε ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα από το 1972. Τον Φεβρουάριο 1982 κρίθηκε ανίκανη προς εργασία και στις 31 Ιανουαρίου 1983 άρχισε να της χορηγείται επίδομα δυνάμει του AAW, το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσοστό 80 έως 100 % ανικανότητας προς εργασία.

    8 Στις 23 Οκτωβρίου 1987 απεβίωσε ο σύζυγος της Van Gemert-Derks. Συνεπεία αυτού, χορηγήθηκε στη Van Gemert-Derks από την 1η Οκτωβρίου 1987 σύνταξη χήρας δυνάμει του AWW.

    9 Με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 1988, η Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor de Chemische Industrie (διεύθυνση της επαγγελματικής ενώσεως της χημικής βιομηχανίας), προκάτοχος της Bestuur van de Nieuwe Industriele Bedrijfsvereniging (νέα επαγγελματική ένωση της βιομηχανίας), καθής της κύριας δίκης, έπαυσε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, initio και υπό στοιχείο b, του AAW, από την 1η Οκτωβρίου 1987, την καταβολή του επιδόματος που χορηγούσε στην ενδιαφερόμενη δυνάμει του AAW. Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η μετάβαση από το καθεστώς του AAW σε εκείνο του AWW είχε ως συνέπεια για τη Van Gemert-Derks μια μείωση του καθαρού ποσού του λαμβανομένου επιδόματος κατά μερικές δεκάδες έως 100 ολλανδικά φιορίνια (HFL) μηνιαίως.

    10 Η van Gemert-Derks άσκησε ενώπιον του Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής. Κρίνοντας ότι κατά την εκδίκαση της διαφοράς ανέκυπταν ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    "1) Συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά δικαιώματα * από το οποίο δεσμεύονται (τουλάχιστον) 11 από τα 12 κράτη μέλη της ΕΟΚ * υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει από την 23η Δεκεμβρίου 1984 πλήρη ισότητα μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στον τομέα της προβλεπόμενης από το νόμο συντάξεως επιζώντων, τη στιγμή που ο τομέας αυτός εξαιρείται προσωρινώς από την αρμοδιότητα της Κοινότητας;

    2) Συνάδει μια διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 32, παράγραφος 1, initio και στοιχείο b, του AAW * η οποία κατά το Centrale Raad van Beroep, από την 23η Δεκεμβρίου 1984 δεν συνεπάγεται πλέον δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, επειδή 'από την ημερομηνία αυτή μπορεί πράγματι να προκύψει χαμηλότερο επίδομα και για τους άνδρες ως συνέπεια της μεταβάσεως από ένα επίδομα AAW σε ένα επίδομα AWW' * προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, καθόσον η εθνική διάταξη εξακολουθεί να επιφέρει μείωση εισοδήματος για όλες τις (πλήρως ή, ενδεχομένως, και εν μέρει) ανίκανες προς εργασία χήρες και μόνο κατ' εξαίρεση (δηλαδή: στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια 'κατάσταση ιδιαίτερης χαλεπότητας' επιβάλλει τη χορήγηση συντάξεως χήρου αναδρομικά επί μακρό χρόνο, υφίσταται δε δυνατότητα αναζητήσεως του επιδόματος AAW) για χήρους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση;

    3) Αν στο ερώτημα 1 ή 2 δοθεί αρνητική απάντηση, αφήνει το κοινοτικό δίκαιο το εθνικό δικαστήριο ελεύθερο να μην εφαρμόσει κατά την κρίση του στο σύνολό της μια εθνική διάταξη, όπως αυτή που αναφέρεται στο δεύτερο ερώτημα ή να την ερμηνεύσει ως διάταξη συμψηφιστικού χαρακτήρα; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ποια επιλογή θα είναι τότε περισσότερο σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο;"

    11 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    12 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, της 19ης Δεκεμβρίου 1966 (Recueil des traites, τόμος 999, σ. 171, στο εξής: Διεθνές Σύμφωνο), υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει την ισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα των παροχών προς επιζώντες.

    13 Το κείμενο του AWW δεν παρέχει στους χήρους δικαίωμα συντάξεως επιζώντος. Ωστόσο, με δύο αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 1988, το Centrale Raad van Beroep έκρινε, με βάση το άρθρο 26 τουΔιεθνούς Συμφώνου, ότι το δικαίωμα επιδόματος δυνάμει του AWW πρέπει να χορηγείται αδιακρίτως φύλου.

    14 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 79/7 σκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά δεν καλύπτει ακόμη το σύνολο του τομέα αυτού. Έτσι, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτής, η εν λόγω οδηγία δεν έχει εφαρμογή στις διατάξεις που αφορούν τις παροχές προς επιζώντες.

    15 Συνεπώς, ελλείψει εναρμονίσεως στον τομέα αυτό, οι παροχές αυτές διέπονται από τις διατάξεις του εσωτερικού και του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος.

    16 Η εθνική νομολογία, η οποία, με βάση το άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου, επεκτείνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε έναν τομέα ο οποίος, προς το παρόν, δεν καλύπτεται από την οδηγία 79/7, δεν είναι ικανή να θίξει την προοδευτική εφαρμογή της εν λόγω αρχής, που προβλέπει η οδηγία, η οποία και συνιστά ένα πρώτο στάδιο της εφαρμογής αυτής.

    17 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον τομέα των παροχών προς επιζώντες, καθόσον ο τομέας αυτός εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 79/7.

    Επί του δεύτερου ερωτήματος

    18 Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφαίνεται επί του συμβατού μιας εθνικής νομοθεσίας ή νομολογίας με το κοινοτικό δίκαιο. Αντίθετα, είναι αρμόδιο να παρέχει στα εθνικά δικαστήρια όλα τα στοιχεία ερμηνείας που σχετίζονται με το εν λόγω δίκαιο και τους επιτρέπουν να εκτιμούν το συμβατό αυτό προκειμένου να εκδίδουν αποφάσεις στις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση τους (βλ. π.χ. την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, C-369/89, Piageme, Συλλογή 1991, σ. Ι-2971, σκέψη 7).

    19 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, όταν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης έπαψε να λαμβάνει το επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία δυνάμει του AAW, διότι απέκτησε δικαίωμα συντάξεως χήρας δυνάμει του AWW, ένας ανίκανος προς εργασία χήρος, που δεν έχει δικαίωμα επιδόματος δυνάμει του AWW, εξακολουθούσε να λαμβάνει το επίδομα δυνάμει του AAW.

    20 Επομένως, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά κατ' ουσίαν το ζήτημα εάν αντιβαίνει προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 ένας κανόνας του εθνικού δικαίου ο οποίος προβλέπει ότι παύει να χορηγείται στις ανίκανες προς εργασία χήρες το επίδομα που προβλέπεται για τον κίνδυνο αυτό, αφότου αρχίσει να τους χορηγείται σύνταξη χήρας, ενώ η εν λόγω παύση καταβολής δεν ισχύει για τους χήρους που δικαιούνται επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία.

    21 Πρέπει να τονιστεί, κατ' αρχάς, ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7, η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στις διατάξεις περί παροχών προς επιζώντες και ότι, επομένως, είναι αμφίβολο εάν μια διάταξη που ρυθμίζει τη συρροή του επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία με τη σύνταξη επιζώντος, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 32, παράγραφος 1, initio και υπό στοιχείο b, του AAW, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

    22 Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 32, παράγραφος 1, initio και υπό στοιχείο b, του AAW αφορά την παύση καταβολής επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία και ότι η οδηγία 79/7 εφαρμόζεται στα επιδόματα αυτά δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α', αυτής. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το επίδομα έπαυσε να καταβάλλεται κατόπιν της χορηγήσεως ενός επιδόματος που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, εν προκειμένω μιας συντάξεως επιζώντος.

    23 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 απαγορεύει κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο, ιδίως όσον αφορά τους όρους προσβάσεως στα νομικά συστήματα, στα οποία συγκαταλέγεται η προστασία κατά του κινδύνου αναπηρίας.

    24 Κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να απαιτούν επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία υπό τους ίδιους όρους με τους άνδρες.

    25 Συνεπώς, μια εθνική διάταξη που στερεί από τις γυναίκες το δικαίωμα να απαιτούν ένα επίδομα, το οποίο οι άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση εξακολουθούν να λαμβάνουν, συνιστά δυσμενή διάκριση υπό την έννοια της οδηγίας 79/7.

    26 Η καθής της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η σύνταξη δυνάμει του AWW, που συνεπάγεται την παύση καταβολής του επιδόματος αναπηρίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 1, initio και υπό στοιχείο b, του AAW δεν χορηγείται παρά μόνον κατόπιν αιτήσεως και ότι η αίτηση αυτή μπορεί να αποσυρθεί μέχρι την έναρξη καταβολής της συντάξεως. Όμως από τα μέσα του Ιουλίου 1989 οι ασφαλισμένοι που ζητούν σύνταξη δυνάμει του AWW πληροφορούνται για όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η χορήγηση της συντάξεως αυτής.

    27 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ίση μεταχείριση δεν θίγεται σε περίπτωση εκούσιας παραιτήσεως μιας χήρας από το ευεργέτημα του επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι της παρέχονται σαφείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες της αντικαταστάσεως του επιδόματος αυτού από τη σύνταξη βάσει του AWW.

    28 Στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου εναπόκειται να ελέγξει εάν συντρέχει πράγματι μια τέτοιου είδους παραίτηση.

    29 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι είναι ασυμβίβαστος προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 ένας εθνικός κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι παύει να χορηγείται στις ανίκανες προς εργασία χήρες το επίδομα που προβλέπεται για τον κίνδυνο αυτό, λόγω της χορηγήσεως συντάξεως χήρας, όταν η παύση αυτή δεν είναι απόρροια της εκούσιας παραιτήσεως της δικαιούχου και δεν εφαρμόζεται στους χήρους που λαμβάνουν επίδομα ανικανότητας προς εργασία.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    30 Με το τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσία ποιες συνέπειες θα είχε η διαπίστωση από το εθνικό δικαστήριο του ασυμβιβάστου της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.

    31 Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως (βλ, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-102/88, Ruzius-Wilbrink, Συλλογή 1989, σ. 4311, σκέψη 19) ότι το εν λόγω άρθρο, εξεταζόμενο αυτό καθαυτό και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου της οδηγίας, είναι αρκετά σαφές ώστε να μπορούν να το επικαλούνται οι πολίτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητούν από τα εν λόγω δικαστήρια να μην εφαρμόζουν εθνική διάταξη η οποία δε συμβιβάζεται προς το άρθρο αυτό.

    32 Από την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, 71/85, Federatie Nederlandse Vakbeweging (Συλλογή 1986, σ. 3855), προκύπτει ότι οι γυναίκες έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως και υπαγωγής στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και ότι το καθεστώς αυτό εξακολουθεί να αποτελεί, εφόσον η εν λόγω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί ορθώς, το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

    33 Μολονότι το αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 αποκλείει την εφαρμογή μιας ασυμβίβαστης προς αυτό εθνικής διατάξεως, το εν λόγω άρθρο δεν περιορίζει την εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών της εσωτερικής έννομης τάξεως, εκείνες που είναι προσφορότερες για τη διασφάλιση των προσωπικών δικαιωμάτων τα οποία απονέμει το κοινοτικό δίκαιο.

    34 Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, ελλείψει καταλλήλων μέτρων μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 στο εσωτερικό δίκαιο, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εφαρμόζουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών της εσωτερικής έννομης τάξεως, εκείνες που είναι προσφορότερες να διασφαλίσουν στις γυναίκες την υπαγωγή τους σε σύστημα όμοιο με εκείνο που ισχύει για τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 1991 το Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch (Κάτω Χώρες), αποφαίνεται:

    1) Συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, της 19ης Δεκεμβρίου 1966, υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον τομέα των παροχών προς επιζώντες, καθόσον ο τομέας αυτός εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

    2) Είναι ασυμβίβαστος προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 ένας εθνικός κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι παύει να χορηγείται στις ανίκανες προς εργασία χήρες το επίδομα που προβλέπεται για τον κίνδυνο αυτό, λόγω της χορηγήσεως συντάξεως χήρας, όταν η παύση αυτή δεν είναι απόρροια της εκούσιας παραιτήσεως της δικαιούχου και δεν εφαρμόζεται στους χήρους που λαμβάνουν επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία.

    3) Ελλείψει καταλλήλων μέτρων μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 στο εσωτερικό δίκαιο, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εφαρμόζουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών της εσωτερικής έννομης τάξεως, εκείνες που είναι προσφορότερες να διασφαλίσουν στις γυναίκες την υπαγωγή τους σε σύστημα όμοιο με εκείνο που ισχύει για τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

    Top