Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0201

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 1ης Οκτωβρίου 1992.
    Bernard Grisvard και Georges Kreitz κατά Association pour l'emploi dans l'industrie et le commerce de la Moselle.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Metz - Γαλλία.
    Κοινωνική ασφάλιση - Μεθοριακοί εργαζόμενοι - Παροχές ανεργίας - Βάση υπολογισμού.
    Υπόθεση C-201/91.

    Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-05009

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:368

    61991J0201

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 1ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1992. - BERNARD GRISVARD ET GEORGES KREITZ ΚΑΤΑ ASSOCIATION POUR L'EMPLOI DANS L'INDUSTRIE ET LE COMMERCE DE LA MOSELLE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DE GRANDE INSTANCE DE METZ - ΓΑΛΛΙΑ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ - ΠΑΡΟΧΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ - ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-201/91.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-05009


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Ανεργία * Μεθοριακός εργαζόμενος ευρισκόμενος σε πλήρη ανεργία * Δικαίωμα λήψεως παροχών από το κράτος μέλος κατοικίας * Υπολογισμός των παροχών με βάση τον προηγούμενο μισθό * Λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός, χωρίς εφαρμογή κανόνα περί ανωτάτου ορίου ο οποίος προβλέπεται ενδεχομένως από τη νομοθεσία του κράτους εργασίας

    (Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 68 PAR 1, και 71 PAR 1, στοιχείο α', περίπτωση ii)

    2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Διατάξεις οικονομικής φύσεως * Κοινοτικοί κανόνες περί μετατροπής των νομισμάτων * Υπολογισμός των παροχών ανεργίας οι οποίες οφείλονται στους διακινούμενους εργαζομένους που ευρίσκονται σε πλήρη ανεργία * Κανόνες που ίσχυαν πριν την τροποποίηση του κανονισμού 574/72 με τον κανονισμό 1249/92

    (Κανονισμός 574/72 του Συμβουλίου, άρθρο 107)

    Περίληψη


    1. Τα άρθρα 68, παράγραφος 1, και 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου έχουν την έννοια ότι, προκειμένου περί μεθοριακών εργαζομένων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β', του κανονισμού αυτού, οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, ο αρμόδιος φορέας του κράτους κατοικίας, η εθνική νομοθεσία του οποίου ορίζει ότι ο υπολογισμός των παροχών γίνεται με βάση τον προηγούμενο μισθό, πρέπει να υπολογίσει αυτές τις παροχές λαμβάνοντας υπόψη τον μισθό που ελάμβανε ο εργαζόμενος για την τελευταία του απασχόληση στο κράτος μέλος όπου εργαζόταν πριν καταστεί άνεργος. Κατά τον υπολογισμό των παροχών αυτών ο φορέας του κράτους κατοικίας δεν μπορεί να εφαρμόζει στις αποδοχές οι οποίες λαμβάνονται ως βάση για τον υπολογισμό των εν λόγω παροχών τα ανώτατα όρια που ισχύουν στη χώρα όπου εργάστηκε ο άνεργος.

    2. Το άρθρο 107 του κανονισμού 574/72 έχει την έννοια ότι, μέχρι την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1249/92, για τον υπολογισμό του επιδόματος ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, οι τελευταίες αποδοχές του ανέργου στο κράτος όπου εργάστηκε πρέπει να μετατρέπονται σε εθνικό νόμισμα με βάση την επίσημη ισοτιμία της ημέρας καταβολής τους.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-201/91,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de grande instance de Metz (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Βernard Grisvard,

    Georges Kreitz

    και

    Association pour l' emploi dans l' industrie et le commerce (Assedic) de la Moselle,

    εκουσίως παρεμβαίνουσα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου: Union nationale interprofessionnelle pour l' emploi dans l' industrie et le commerce (Unedic),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 68, παράγραφος 1, και 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, και του άρθρου 107, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όπως τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Joliet, πρόεδρο τμήματος, G. C. Rodriguez Iglesias και D. A. O. Edward, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    * οι Grisvard και Kreitz, εκπροσωπούμενοι από τον Michel Welschinger, δικηγόρο Colmar,

    * η Association pour l' emploi dans l' industrie et le commerce de la Moselle και η Union nationale interprofessionnelle pour l' emploi dans l' industrie et le commerce, εκπροσωπούμενες από τον Philippe Lafarge, πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισιού,

    * η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Ernst Roeder, σύμβουλο στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,

    * η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τη Μαρία Πατακιά, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Grisvard και Kreitz, της Association pour l' emploi dans l' industrie et le commerce de la Moselle, της Union nationale interprofessionnelle pour l' emploi dans l' industrie et le commerce και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπηθείσας από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιουνίου 1992,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 1992,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 26ης Ιουνίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιουλίου 1991, το tribunal de grande instance de Metz υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 68, παράγραφος 1, και 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, και του άρθρου 107, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όπως τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Grisvard και Kreitz, και, αφετέρου, της Association pour l' emploi dans l' industrie et le commerce de la Moselle (στο εξής: Assedic), επικουρούμενης από την Union nationale interprofessionnelle pour l' emploi dans l' industrie et le commerce (στο εξής: Unedic), σχετικά με τον μισθό που πρέπει να λάβει υπόψη η Assedic για τον υπολογισμό των οφειλόμενων στους Grisvard και Kreitz επιδομάτων ανεργίας.

    3 Οι Grisvard και Kreitz εργάσθηκαν ως μισθωτοί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Χώρα κατοικίας τους ήταν, και εξακολουθεί να είναι, η Γαλλία.

    4 Η σύμβαση εργασίας του Grisvard έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1988. Η σύμβαση του Kreitz έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1987. Μετά τις ανωτέρω ημερομηνίες και οι δύο κατέστησαν άνεργοι.

    5 Η Assedic υπολόγισε τα επιδόματα ανεργίας που καταβλήθηκαν στους Grisvard και Kreitz με βάση τις αποδοχές τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη το ανώτατο όριο που προβλέπεται από το σύστημα ασφαλίσεως ανεργίας στη χώρα αυτή.

    6 Ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο η Assedic εφάρμοσε την οδηγία 62-87 της Unedic, της 7ης Αυγούστου 1987.

    7 Οι Grisvard και Kreitz άσκησαν αγωγή ενώπιον του tribunal de grande instance de Metz βάλλοντας κατά της εφαρμογής του εν λόγω ανωτάτου ορίου, καθώς και της συναλλαγματικής ισοτιμίας βάσει της οποίας υπολογίστηκαν οι τελευταίες αποδοχές που εισέπραξαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    8 Εκτιμώντας ότι από τη διαφορά ανακύπτουν προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το ως άνω δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    "1) Ερώτημα ως προς τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας όσον αφορά το ανώτατο όριο εισφοράς που πρέπει να ισχύει για τον υπολογισμό των παροχών ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων:

    Είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο η από 7 Αυγούστου 1987 υπ' αριθ. 62-87 οδηγία της Unedic;

    Εμπίπτει ο καθορισμός του εν λόγω ορίου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 68, παράγραφος 1, ή του άρθρου 71, παράγραφος 1, στοιχείο α, περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71;

    2) Ερώτημα ως προς τη μέθοδο μετατροπής των νομισμάτων που πρέπει να εφαρμόζεται για τους μεθοριακούς εργαζομένους:

    Ποιον τρόπο μετατροπής πρέπει να εφαρμόζει ο αρμόδιος φορέας του τόπου κατοικίας του μεθοριακού εργαζομένου, ο οποίος έχει καταστεί άνεργος, για τον υπολογισμό του μισθού που ελάμβανε ο εν λόγω εργαζόμενος για την τελευταία εργασία του στο κράτος μέλος όπου εργαζόταν αμέσως πριν καταστεί άνεργος;

    Πρέπει στην περίπτωση αυτή να έχει εφαρμογή η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 107, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 τιμή μετατροπής σε εθνικό νόμισμα;"

    9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    10 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα άρθρα 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, και 68, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ο φορέας του κράτους της κατοικίας, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να καταβάλλει παροχές ανεργίας στους μεθοριακούς εργαζομένους που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, μπορεί να εφαρμόζει στις λαμβανόμενες υπόψη ως βάση για τον υπολογισμό των εν λόγω παροχών αποδοχές τα ανώτατα όρια τα οποία προβλέπονται στο κράτος απασχολήσεως.

    11 Δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, αρμόδιος για την καταβολή παροχών ανεργίας στους ευρισκομένους σε πλήρη ανεργία μεθοριακούς εργαζομένους είναι ο φορέας του τόπου κατοικίας. Πράγματι, καθώς φαίνεται, αυτή η υπαγωγή στο κράτος κατοικίας είναι καταλληλότερη και πιο σύμφωνη προς το συμφέρον των μεθοριακών εργαζομένων (απόφαση της 29ης Ιουνίου 1988, 58/87, Rebmann, Συλλογή 1988, σ. 3467, σκέψεις 14 και 15).

    12 Κατά το άρθρο 68, παράγραφος 1, "ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται επί του ποσού του προηγούμενου μισθού, λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά τον μισθό που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία απασχόληση που άσκησε στο έδαφος του κράτους αυτού. Αν όμως ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασκήσει την τελευταία απασχόλησή του στο έδαφος αυτό επί τέσσερις τουλάχιστον εβδομάδες, οι παροχές υπολογίζονται βάσει του συνήθους μισθού που αντιστοιχεί, στον τόπο όπου κατοικεί ή διαμένει ο άνεργος, σε απασχόληση ισότιμη ή ανάλογη με εκείνη την οποία άσκησε τελευταία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους".

    13 Εντούτοις, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1980, 67/79, Fellinger (Rec. 1980, σ. 535, σκέψη 6), το άρθρο αυτό έχει γενική εφαρμογή και δεν αφορά τις ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως εκείνη των μεθοριακών εργαζομένων. Με την πρώτη φράση τίθεται ο κανόνας ότι οι παροχές ανεργίας πρέπει να υπολογίζονται με βάση τον τελευταίο μισθό που εισπράχθηκε στο κράτος κατοικίας. Ο περιλαμβανόμενος στη δεύτερη φράση κανόνας προβλέφθηκε μόνο για την εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος δεν άσκησε την τελευταία επαγγελματική του δραστηριότητα στο κράτος κατοικίας επί τέσσερις τουλάχιστον εβδομάδες. Δεδομένου ότι τούτο συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στην περίπτωση των μεθοριακών εργαζομένων, η εφαρμογή σ' αυτούς του εν λόγω κανόνα θα είχε ως αποτέλεσμα να εφαρμόζεται κανονικά για τους ανωτέρω εργαζομένους το σύστημα το οποίο η διάταξη αυτή προβλέπει μόνο κατ' εξαίρεση. Εξάλλου, δεδομένου ότι το επίπεδο των αποδοχών είναι συχνά υψηλότερο στο κράτος απασχολήσεως, το γεγονός ότι οι χορηγούμενες στους μεθοριακούς εργαζομένους παροχές ανεργίας δεν θα μπορούσαν ποτέ να υπολογισθούν με βάση τις αποδοχές τους στο κράτος της απασχολήσεώς τους θα μπορούσε να αποθαρρύνει την παρεχομένη διά διελεύσεως των κρατικών συνόρων εργασία, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς τις αρχές του κανονισμού 1408/71 και προς τη Συνθήκη.

    14 Για όλους αυτούς τους λόγους, το Δικαστήριο έκρινε, με την ανωτέρω απόφαση, ότι το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ενόψει του άρθρου 51 της Συνθήκης και των σκοπών που επιδιώκει, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση μεθοριακού εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β', του κανονισμού αυτού, ευρισκομένου σε πλήρη ανεργία, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους κατοικίας, η εθνική νομοθεσία του οποίου ορίζει ότι ο υπολογισμός των παροχών γίνεται βάσει του ύψους του προηγούμενου μισθού, οφείλει να υπολογίζει τις παροχές αυτές λαμβάνοντας υπόψη τον μισθό τον οποίο ελάμβανε ο εργαζόμενος για την τελευταία εργασία του στο κράτος μέλος στο οποίο απησχολείτο πριν καταστεί άνεργος.

    15 Από αυτό προκύπτει ότι, προκειμένου περί μεθοριακών εργαζομένων, ο αρμόδιος φορέας του κράτους κατοικίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό των παροχών ανεργίας, μόνο τον τελευταίο μισθό του εργαζομένου στο κράτος απασχολήσεως. Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να καθοριστεί στη συνέχεια αν πρόκειται για τον μισθό που πράγματι καταβλήθηκε ή για τον μισθό στον οποίο έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως ανώτατα όρια.

    16 Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, ο μεθοριακός εργαζόμενος ο οποίος βρίσκεται σε πλήρη ανεργία λαμβάνει παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, ως εάν είχε υπαχθεί στη νομοθεσία αυτή κατά τη διάρκεια της τελευταίας απασχολήσεώς του. Το άρθρο αυτό επιβάλλει σαφώς την εφαρμογή της νομοθεσίας μόνο του κράτους κατοικίας και, επομένως, αποκλείει τη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως, περιλαμβανομένων των κανόνων που προβλέπουν ενδεχομένως ανώτατο όριο.

    17 Η ερμηνεία αυτή, η οποία απορρέει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, επιβεβαιώνεται εξάλλου από τον σκοπό της, που συνίσταται στην εξομοίωση του συστήματος παροχών ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων προς εκείνο των εργαζομένων οι οποίοι εργάσθηκαν για τελευταία φορά στο κράτος της κατοικίας τους. 'Ομως, η εξομοίωση αυτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί σε περίπτωση εφαρμογής επί των παροχών ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων ενός ανωτάτου ορίου, βάσει ασφαλιστικού συστήματος άλλου κράτους μέλους, μη ισχύοντος για το σύνολο των εργαζομένων του κράτους μέλους κατοικίας.

    18 Επομένως, τα άρθρα 68, παράγραφος 1, και 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, έχουν την έννοια ότι ο φορέας του κράτους κατοικίας, ο οποίος είναι αρμόδιος για την καταβολή επιδόματος ανεργίας στους μεθοριακούς εργαζομένους που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, δεν μπορεί να εφαρμόζει στις αποδοχές οι οποίες λαμβάνονται ως βάση για τον υπολογισμό του εν λόγω επιδόματος τα ανώτατα όρια που ισχύουν στη χώρα όπου εργάστηκε ο άνεργος.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    19 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά με ποιο τρόπο πρέπει να μετατρέπονται οι τελευταίες αποδοχές που καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο στο κράτος εργασίας του στο νόμισμα του κράτους κατοικίας, όσον αφορά τον υπολογισμό των οφειλόμενων επιδομάτων.

    20 Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 107 του προαναφερθέντος κανονισμού 574/72 προβλέπει σχετικά δύο τρόπους μετατροπής.

    21 Η πρώτη μέθοδος, που βασίζεται στην εφαρμογή μιας ενιαίας τιμής συναλλάγματος ανά τρίμηνο, την οποία υπολογίζει η Επιτροπή, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

    22 Η δεύτερη μέθοδος, που συνίσταται απλώς στην εφαρμογή της επίσημης συναλλαγματικής ισοτιμίας της ημέρας της καταβολής, εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την ανωτέρω παράγραφο 1.

    23 Το άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αναφέρεται στους ευρισκόμενους σε ανεργία μεθοριακούς εργαζομένους, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες έχει εφαρμογή η πρώτη μέθοδος.

    24 Εντούτοις, η Assedic, η Unedic, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι, στην περίπτωση των ευρισκόμενων σε πλήρη ανεργία μεθοριακών εργαζομένων, θα έπρεπε να εφαρμόζεται η πρώτη μέθοδος. Διατείνονται ότι η εφαρμογή της πρώτης μεθόδου είναι ευκολότερη και ότι τη μέθοδο αυτή επέλεξε η Διοικητική Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την Κοινωνική Ασφάλιση των Διακινουμένων Εργαζομένων, με την υπ' αριθ. 140 απόφασή της, της 17ης Οκτωβρίου 1989, σχετικά με τη μετατροπή, από τον φορέα του τόπου κατοικίας ενός μεθοριακού εργαζομένου τελούντος σε πλήρη ανεργία, του τελευταίου μισθού που έλαβε ο εργαζόμενος αυτός στο αρμόδιο κράτος (ΕΕ 1990, C 94, σ. 4).

    25 Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Μαΐου 1981, 98/80, Romano (Συλλογή 1981, σ. 1241), οι πράξεις της Διοικητικής Επιτροπής δεν μπορούν να έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Ομοίως, επιχείρημα βασιζόμενο στη μεγαλύτερη ευκολία εφαρμογής μιας μεθόδου δεν μπορεί να αναιρέσει την εφαρμογή μιας σαφούς διατάξεως.

    26 Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1249/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 (ΕΕ L 136, σ. 28), τροποποίησε το άρθρο 107, παράγραφος 1, προβλέποντας την εφαρμογή της πρώτης μεθόδου στους μεθοριακούς εργαζομένους που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία. 'Οπως προκύπτει από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, η εν λόγω τροποποίηση δεν έχει δηλωτικό χαρακτήρα. Πράγματι, στη σκέψη αυτή ορίζεται ότι "είναι αναγκαίο να προβλεφθεί τιμή μετατροπής των ποσών που χρησιμεύουν για τον υπολογισμό της αποζημίωσης που χορηγείται στους μεθοριακούς εργαζομένους που τελούν σε ανεργία, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο ii, και το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (...)".

    27 Επομένως, πριν από την 1η Ιουνίου 1992, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος αυτού του τελευταίου κανονισμού δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, το άρθρο 107, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72 δεν είχε εφαρμογή στα επιδόματα ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων.

    28 Επομένως, το άρθρο 107 του κανονισμού 574/72 έχει την έννοια ότι, μέχρι την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1249/92, για τον υπολογισμό του επιδόματος ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, οι τελευταίες αποδοχές του ανέργου στο κράτος όπου εργάστηκε πρέπει να μετατρέπονται σε εθνικό νόμισμα με βάση την επίσημη ισοτιμία της ημέρας καταβολής.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    29 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με απόφαση της 26ης Ιουνίου 1991, το tribunal de grande instance de Metz, αποφαίνεται:

    1) Τα άρθρα 68, παράγραφος 1, και 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, έχουν την έννοια ότι ο φορέας του κράτους κατοικίας, ο οποίος είναι αρμόδιος για την καταβολή επιδόματος ανεργίας στους μεθοριακούς εργαζομένους που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, δεν μπορεί να εφαρμόζει στις αποδοχές οι οποίες λαμβάνονται ως βάση για τον υπολογισμό του εν λόγω επιδόματος τα ανώτατα όρια που ισχύουν στη χώρα όπου εργάστηκε ο άνεργος.

    2) Το άρθρο 107 του κανονισμού 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, έχει την έννοια ότι, μέχρι την έναρξη της ισχύος του κανονισμού (ΕΟΚ) 1249/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72, για τον υπολογισμό του επιδόματος ανεργίας των μεθοριακών εργαζομένων που βρίσκονται σε πλήρη ανεργία, οι τελευταίες αποδοχές του ανέργου στο κράτος όπου εργάστηκε πρέπει να μετατρέπονται σε εθνικό νόμισμα με βάση την επίσημη ισοτιμία της ημέρας καταβολής.

    Top