Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0123

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992.
    Minalmet GmbH κατά Brandeis Ltd.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
    Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 - Αναγνώριση αποφάσεως εκδοθείσας σε βάρος ερημοδικήσαντος εναγομένου - Άρθρο 27, περίπτωση 2.
    Υπόθεση C-123/91.

    Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-05661

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:432

    61991J0123

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 12ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1992. - MINALMET GMBH ΚΑΤΑ BRANDEIS LTD. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESGERICHTSHOF - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ ΤΗΣ 27ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1968 - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΕΡΗΜΟΔΙΚΗΣΑΝΤΟΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ - ΑΡΘΡΟ 27, ΣΗΜΕΙΟ 2. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-123/91.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-05661


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων * Αναγνώριση και εκτέλεση * Λόγοι αρνήσεως * Μη νομότυπη επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο * Εναγόμενος ο οποίος δεν άσκησε τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στο κράτος καταγωγής όταν έλαβε γνώση της ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως * 'Αρνηση αναγνωρίσεως

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 27, περίπτωση 2)

    Περίληψη


    Το άρθρο 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει να αναγνωριστεί, εντός συμβαλλομένου κράτους, απόφαση που έχει εκδοθεί ερήμην εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους, όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν έχει επιδοθεί νομοτύπως στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο, έστω και αν ο εναγόμενος αυτός έλαβε στη συνέχεια γνώση της εκδοθείσας αποφάσεως και δεν άσκησε κατ' αυτής τα ένδικα μέσα που προβλέπουν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-123/91,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Minalmet GmbH

    και

    Brandeis Ltd,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως έχει τροποποιηθεί από τη Σύμβαση Προσχωρήσεως του 1978 (ABl. L 304, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, M. Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    * η Minalmet GmbH, εκπροσωπούμενη από τον Ekkehart Schott, δικηγόρο Καρλσρούης

    * η Brandeis Ltd, εκπροσωπούμενη από την Anna-Dorothea Polzer, δικηγόρο Duesseldorf

    * η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Boehmer, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης

    * η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department

    * η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. van Nuffel, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον A. Boehlke, δικηγόρο Φρανκφούρτης,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Brandeis Ltd και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1992,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 1992,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 4ης Απριλίου 1991, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 1991, το Bundesgerichtshof υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως αυτής, όπως έχει τροποποιηθεί από τη Σύμβαση Προσχωρήσεως του 1978 (ABl. L 304, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Minalmet GmbH, με έδρα το Duesseldorf Γερμανίας (στο εξής: Minalmet), και της Brandeis Ltd, με έδρα το Λονδίνο (στο εξής: Brandeis).

    3 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία η Brandeis ζητεί την εκτέλεση στη Γερμανία μιας ερήμην αποφάσεως που εκδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 15 Δεκεμβρίου 1989, από το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, με την οποία υποχρεώθηκε η Minalmet να της καταβάλει ένα χρηματικό ποσό.

    4 Το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, βάσει του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, διαβιβάστηκε από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στην αρμόδια εισαγγελική αρχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για να επιδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 5, στοιχείο α', της Συμβάσεως της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965, περί επιδόσεως δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στο εξωτερικό σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού δικαίου.

    5 Κατόπιν τούτου, το Amtsgericht Duesseldorf, αρμόδια αρχή της Γερμανίας, προέβη σε ταχυδρομική επίδοση. Επειδή η ταχυδρομική υπάλληλος δεν βρήκε κανένα στον χώρο εγκαταστάσεων της Minalmet, κατέθεσε τα προς επίδοση έγγραφα στο αρμόδιο ταχυδρομικό γραφείο και βεβαίωσε εγγράφως ότι άφησε, στη διεύθυνση του αποδέκτη, ειδοποίηση σχετικά με την κατάθεση αυτή σύμφωνα με τον τρόπο διανομής που ισχύει για το σύνηθες ταχυδρομείο (μη αυτοπροσώπως διενεργουμένη επίδοση κατά το άρθρο 182 του γερμανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Βάσει του εγγράφου αυτού, το Amtsgericht Duesseldorf εξέδωσε πιστοποιητικό περί νομότυπης επιδόσεως με μνεία της καταθέσεως.

    6 Με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 1990, το Landgericht Duesseldorf διέταξε, κατόπιν αιτήσεως της Brandeis, να περιαφθεί η απόφαση τον εκτελεστήριο τύπο.

    7 Κατά της διατάξεως αυτής, η Minalmet προσέφυγε ενώπιον του Oberlandesgericht Duesseldorf, δηλώνοντας ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν της είχε επιδοθεί νομοτύπως σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο και ισχυριζόμενη, με υπεύθυνη δήλωση, ότι δεν είχε λάβει γνώση ούτε της ειδοποιήσεως της ταχυδρομικής υπαλλήλου σχετικά με την κατάθεση ούτε του εν λόγω δικογράφου. Το Oberlandesgericht απέρριψε την ανακοπή αυτή στις 14 Μαΐου 1990.

    8 Κατόπιν τούτου, η Minalmet άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής Rechtsbeschwerde (αναίρεση) ενώπιον του Bundesgerichtshof. Το δικαστήριο αυτό, κατά την εξέταση της υποθέσεως, διαπίστωσε το ανίσχυρο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, όπου εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 5, στοιχείο α', της Συμβάσεως της Χάγης, το γερμανικό αστικό δίκαιο ως δίκαιο του κράτους επιδόσεως. Το Bundesgerichtshof διευκρίνισε ότι μια μη αυτοπροσώπως διενεργηθείσα επίδοση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί νομοτύπως έναντι της οφειλέτιδας παρά μόνο στην ιδιωτική κατοικία του διαχειριστή της και όχι στον χώρο εγκαταστάσεων της οφειλέτιδας.

    9 Υπ' αυτές ακριβώς τις συνθήκες, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    "Συντρέχει περίπτωση μη αναγνωρίσεως αποφάσεως κατά το άρθρο 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών αν δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο ή αν, εν πάση περιπτώσει, το δικόγραφο αυτό δεν του επιδόθηκε νομοτύπως, έστω και αν, παρ' όλ' αυτά, ο εν λόγω εναγόμενος έλαβε γνώση της εκδοθείσας αποφάσεως χωρίς να ασκήσει κατ' αυτής τα ένδικα μέσα που του παρέχουν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση;"

    10 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    11 Με το προδικαστικό του ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσία να μάθει αν το άρθρο 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει να αναγνωριστεί εντός συμβαλλομένου κράτους απόφαση που έχει εκδοθεί ερήμην εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν επιδόθηκε νομοτύπως στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο, έστω και αν αυτός έλαβε στη συνέχεια γνώση της εν λόγω αποφάσεως χωρίς όμως να ασκήσει κατ' αυτής τα ένδικα μέσα που προβλέπουν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.

    12 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνηστεί καταρχάς ότι στο άρθρο 27 της Συμβάσεως των Βρυξελλών απαριθμούνται οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται σ' ένα συμβαλλόμενο κράτος η αναγνώριση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Σύμφωνα με την περίπτωση 2 του εν λόγω άρθρου, μια απόφαση δεν αναγνωρίζεται "αν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί".

    13 Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι, με την απόφασή του της 3ης Ιουλίου 1990, C-305/88, Lancray (Συλλογή 1990, σ. Ι-2725, σκέψη 18), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το νομότυπο της επιδόσεως και η υποχρέωση έγκαιρης επιδόσεως του εγγράφου αποτελούν χωριστές και σωρευτικές εγγυήσεις για τον ερημοδικήσαντα εναγόμενο. Συνεπώς, η μη τήρηση μιας από τις δύο αυτές εγγυήσεις αρκεί για την άρνηση της αναγνωρίσεως αλλοδαπής αποφάσεως.

    14 Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι μια ερήμην εκδοθείσα εντός συμβαλλομένου κράτους απόφαση δεν πρέπει να αναγνωριστεί εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν επιδόθηκε νομοτύπως στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο.

    15 Η ερμηνεία αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως χωρίς να ασκήσει κατ' αυτής τα ένδικα μέσα που προβλέπουν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.

    16 Πράγματι, μια τέτοια συλλογιστική δύσκολα συμβιβάζεται με το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    17 'Οπως προκύπτει από το γράμμα της προαναφερθείσας διατάξεως, αυτό που απαιτείται για την αναγνώριση μιας αποφάσεως σε συμβαλλόμενο κράτος είναι η κανονική και έγκαιρη επίδοση στον εναγόμενο του σχετικού δικογράφου.

    18 Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι, όπως το Δικαστήριο έχει κρίνει με την απόφασή του της 16ης Ιουνίου 1981, 166/80, Klomps (Συλλογή 1981, σ. 1593, σκέψη 9), το άρθρο 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στη διασφάλιση του ότι μια απόφαση ούτε αναγνωρίζεται ούτε εκτελείται, σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, αν δεν έχει παρασχεθεί στον εναγόμενο η δυνατότητα υπερασπίσεως ενώπιον του δικαστή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως.

    19 Σχετικώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από την επίμαχη διάταξη, το ασκούν επιρροή για την άμυνα του εναγομένου χρονικό σημείο είναι αυτό της καταθέσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου. Η δυνατότητα μεταγενέστερης ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της ερήμην αποφάσεως, η οποία έχει ήδη καταστεί εκτελεστή, δεν μπορεί να ισοδυναμεί με την πριν από την έκδοση της αποφάσεως προβολή αμυντικών ισχυρισμών.

    20 Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ύστερα από την έκδοση μιας εκτελεστής αποφάσεως, ο εναγόμενος δεν μπορεί, ενδεχομένως, να επιτύχει την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής παρά μόνον υπό δυσμενεστέρους όρους και, επιπλέον, ενδέχεται να αντιμετωπίσει δικονομικής φύσεως δυσχέρειες. Επομένως, οι δυνατότητες άμυνας του ερημοδικήσαντος εναγομένου μειώνονται αισθητώς. Μια τέτοια συνέπεια έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως.

    21 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι δεν πρέπει να αναγνωριστεί, εντός συμβαλλομένου κράτους, απόφαση που έχει εκδοθεί ερήμην εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους, όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν έχει επιδοθεί νομοτύπως στον εναγόμενο, και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση της εκδοθείσας αποφάσεως και δεν άσκησε κατ' αυτής τα διατιθέμενα ένδικα μέσα.

    22 Επομένως, στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει να αναγνωριστεί, εντός συμβαλλομένου κράτους, απόφαση που έχει εκδοθεί ερήμην εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους, όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν έχει επιδοθεί νομοτύπως στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο, έστω και αν ο εναγόμενος αυτός έλαβε στη συνέχεια γνώση της εκδοθείσας αποφάσεως και δεν άσκησε κατ' αυτής τα ένδικα μέσα που προβλέπουν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    23 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με διάταξη της 4ης Απριλίου 1991, το Bundesgerichtshof, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 27, περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει να αναγνωριστεί, εντός συμβαλλομένου κράτους, απόφαση που έχει εκδοθεί ερήμην εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους, όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν έχει επιδοθεί νομοτύπως στην ερημοδικήσαντα εναγόμενο, έστω και αν ο εναγόμενος αυτός έλαβε στη συνέχεια γνώση της εκδοθείσας αποφάσεως και δεν άσκησε κατ' αυτής τα ένδικα μέσα που προβλέπουν οι δικονομικοί κανόνες του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως.

    Top