Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0104

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 1992.
Colegio Oficial de Agentes de la Propriedad Inmobiliaria κατά José Luis Aguirre Borrell και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Juzgado de Instrucción n. 20 de Madrid - Ισπανία.
Ελευθερία εγκαταστάσεως - Αναγνώριση διπλώματος - Κτηματομεσίτες.
Υπόθεση C-104/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-03003

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:202

61991J0104

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 7ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1992. - COLEGIO OFICIAL DE AGENTES DE LA PROPRIEDAD INMOBILIARIA ΚΑΤΑ J. L. AGUIRRE BORRELL ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: JUZGADO DE INSTRUCCION N. 20 DE MADRID - ΙΣΠΑΝΙΑ. - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΩΝ - ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-104/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-03003


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Κτηματομεσίτες - Πρόσβαση στο επάγγελμα - Υποχρέωση των κρατών μελών να εξετάζουν την αντιστοιχία μεταξύ των διπλωμάτων και των προσόντων που απαιτεί το εθνικό δίκαιο και των κτηθέντων στο κράτος μέλος προελεύσεως - Υποχρέωση εκδόσεως αιτιολογημένων αποφάσεων υποκειμένων σε ένδικο μέσο

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 52 και 57)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - 'Ασκηση υπαγομένου σε κανονιστική ρύθμιση επαγγέλματος από υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος δεν πληροί τους απαιτούμενους από το κράτος υποδοχής όρους - Εφαρμογή ποινικών κυρώσεων - Παραδεκτό - Προϋποθέσεις

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 52 και 57)

Περίληψη


1. Τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι:

- ελλείψει οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που αφορούν το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, οι εθνικές αρχές κράτους μέλους, στις οποίες έχει υποβάλει αίτηση αδείας ασκήσεως αυτού του επαγγέλματος υπήκοος άλλου κράτους μέλους, ο οποίος είναι κάτοχος διπλώματος ή τίτλου σχετικού με την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στο κράτος καταγωγής του, υποχρεούνται να εξετάζουν κατά πόσον οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με τα κτηθέντα από τον ενδιαφερόμενο στο κράτος καταγωγής του διπλώματα ή επαγγελματικούς τίτλους αντιστοιχούν προς τα απαιτούμενα από την κανονιστική ρύθμιση του κράτους υποδοχής

- στην περίπτωση που η αντιστοιχία μεταξύ των διπλωμάτων ή τίτλων είναι μερική μόνο, οι αρχές του κράτους υποδοχής δικαιούνται να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν, υποβάλλοντάς τον, αν υπάρχει ανάγκη, σε εξετάσεις

- η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση υπηκόου άλλου κράτους μέλους για την αναγνώριση ή την ισοτιμία του διπλώματος ή του επαγγελματικού τίτλου που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος πρέπει να υπόκειται σε ένδικο μέσο ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως.

2. Υπό την επιφύλαξη ότι οι αρχές του κράτους υποδοχής υποχρεούνται, ελλείψει οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή τίτλων που αφορούν υπαγόμενο σε κανονιστική ρύθμιση επάγγελμα, να εξετάζουν την ισοτιμία του διπλώματος ή του επαγγελματικού τίτλου που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος σε κοινοτικό υπήκοο, με το απαιτούμενο από το δίκαιο του πρώτου κράτους δίπλωμα ή τίτλο και ότι η διαδικασία εξετάσεως πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένους όρους όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία απορριπτικής αποφάσεως και τα διαθέσιμα ένδικα κατά της εν λόγω αποφάσεως μέσα, τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις στην άσκηση του εν λόγω υπαγομένου σε κανονιστική ρύθμιση επαγγέλματος από υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος δεν πληροί τους απαιτούμενους από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής όρους.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-104/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του 20ού Juzgado de Instruccion της Μαδρίτης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Colegio Oficial de Agentes de la Propiedad Inmobiliaria,

και

Jose Luis Aguirre Borrell,

Stephen Kenneth Newman,

Santiago Aguirre Gil de Biedma,

Maria Jose Cepeda Ruiz,

Piedad Aguirre Gil de Biedma,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 και 57 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 67/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 1967, περί πραγματοποιήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των μη μισθωτών δραστηριοτήτων που υπάγονται: 1) στον τομέα των συναλλαγών επί ακινήτων (εκτός 6401) (ομάδα ex 640 Δ.T.T.B.), 2) στον τομέα ορισμένων υπηρεσιών παρεχομένων σε επιχειρήσεις που δεν έχουν ταξινομηθεί αλλού (ομάδα 839 Δ.Τ.Τ.Β.) (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 64 επ.),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. A. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, M. Diez de Velasco και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: Δ. Τριανταφύλλου, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

- το Colegio Oficial de Agentes de la Propiedad Inmobiliaria, εκπροσωπούμενο από τον Jesus Zarzalejos Nieto, δικηγόρο Μαδρίτης,

- η Εισαγγελική Αρχή παρά τω Tribunal Superior de Justicia της Μαδρίτης, εκπροσωπούμενη από τον Joaquin Sanchez-Covisa Villa, fiscal de la fiscalia del Tribunal Superior de Justicia,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Philippe Pouzoulet, υποδιευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών και την Helene Duchene, γραμματέα αλλοδαπών υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο,

- η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Alberto Jose Navarro Gonzalez, γενικό διευθυντή κοινοτικού νομικού και θεσμικού συντονισμού στο Υφυπουργείο Κοινοτικών Υποθέσεων, και Antonio Hierro Hernandez-Mora, Abogado del Estado,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Etienne Lasnet, νομικό σύμβουλο και Daniel Calleja, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

άφου άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν το Colegio Oficial de Agentes de la Propiedad Inmobiliaria, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο Jorge Jordana de Pozas, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Απριλίου 1991, το 20ό Juzgado de Instruccion της Μαδρίτης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 και 57 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 67/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 1967, περί πραγματοποιήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των μη μισθωτών δραστηριοτήτων που υπάγονται: 1) στον τομέα των συναλλαγών επί ακινήτων (εκτός 6401) (ομάδα ex 640 Δ.T.T.B.), 2) στον τομέα ορισμένων υπηρεσιών παρεχομένων σε επιχειρήσεις που δεν έχουν ταξινομηθεί αλλού (ομάδα 839 Δ.Τ.Τ.Β.) (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 64 επ.).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ασκηθείσας από το Colegio Oficial de Agentes de la Propiedad Inmobiliaria, επίσημης επαγγελματικής ενώσεως κτηματομεσιτών, κατά της εταιρίας Aguirre Newman, εκπροσωπούμενης από τους εντεταλμένους συμβούλους της, S. Aguirre και S. K. Newman, για παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη.

3 Θεωρώντας ότι η διαφορά ήγειρε ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το 20ό Juzgado de Instruccion της Μαδρίτης

αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

"1) Πρέπει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, την οποία προβλέπουν τα άρθρα 52 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ και η οδηγία 67/43, και το παρόν στάδιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 57, παράγραφος 1, της Συνθήκης να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι επιτρέπουν σε κράτος μέλος να επιβάλει ποινικές κυρώσεις σε πολίτη άλλου κράτους μέλους κατέχοντα τίτλο ο οποίος εκδόθηκε νομίμως στη χώρα καταγωγής του και δεν αναγνωρίστηκε στη χώρα όπου ο εν λόγω πολίτης προτίθεται να εγκατασταθεί και να ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα κτηματομεσίτη;

2) Πρέπει η προαναφερθείσα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι το άρθρο 57, παράγραφος 1, της Συνθήκης που επιβάλλει στο Συμβούλιο την υποχρέωση να εκδώσει οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων εντός εύλογης προθεσμίας και η έλλειψη εκτελέσεως αυτής της υποχρεώσεως επί 24 έτη όσον αφορά τους κτηματομεσίτες επιτρέπουν σε κράτος μέλος να διατηρεί την απαίτηση εξετάσεων για εκείνον που προτίθεται να ασκήσει την εν λόγω επαγγελματική δραστηριότητα και είναι κάτοχος του αντιστοίχου τίτλου, εκδοθέντος στη χώρα καταγωγής του;"

4 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι υποβληθείσες στο Δικαστήριο γραπτές παρατηρήσεις. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

5 Για λόγους συνοχής της συλλογιστικής, πρέπει να δοθεί, πρώτον, απάντηση στο δεύτερο ερώτημα με το οποίο, στην ουσία, ερωτάται αν και υπό ποίους όρους, ελλείψει οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που αφορούν το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης επιτρέπουν στις αρχές κράτους μέλους, που έχουν επιληφθεί αιτήσεως παροχής αδείας ασκήσεως αυτού του επαγγέλματος, υποβληθείσας από υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος κατέχει δίπλωμα ή τίτλο σχετικό με την άσκηση του

ιδίου αυτού επαγγέλματος στο κράτος καταγωγής του, να διατηρεί την απαίτηση υποβολής σε εξετάσεις.

6 Ενόψει της απαντήσεως σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να διευκρινιστεί, προκαταρκτικά, ότι, όπως διαπιστώθηκε με την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-330/90 και C-331/90, Lopez Brea (Συλλογή 1992, σ. Ι-323), η οδηγία 67/43 περιορίζεται στο να απαιτεί την κατάργηση οποιασδήποτε διακρίσεως, άμεσης ή έμμεσης, λόγω ιθαγενείας, δεν αποσκοπεί, όμως, στην εναρμόνιση των όρων που προβλέπουν οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις, οι οποίες διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα του κτηματομεσίτη ή την άσκησή του.

7 Παρατηρείται, περαιτέρω, ότι ελλείψει εναρμονίσεως των όρων ασκήσεως ενός επαγγέλματος, τα κράτη μέλη δικαιούνται να καθορίζουν τις γνώσεις και τα προσόντα που είναι αναγκαία για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος και να απαιτούν την προσκόμιση διπλώματος με το οποίο να βεβαιώνεται η ύπαρξη αυτών των γνώσεων και προσόντων (βλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens, Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 10, και της 7ης Μαΐου 1991, C-340/89, Βλασοπούλου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2357, σκέψη 9).

8 Πρέπει, ωστόσο, να υπομνηστεί ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης, ορίζοντας ότι η πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως συντελείται στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, η εκτέλεση της οποίας πρέπει να διευκολύνεται, αλλά να μην εξαρτάται, από την εφαρμογή προγράμματος προοδευτικών μέτρων (βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 1977, 11/77, Patrick, Rec. 1977, σ. 1199, σκέψη 10, και προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 13).

9 Κατά πάγια, άλλωστε, νομολογία, καθόσον ελλείπουν σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η επίτευξη των στόχων της Συνθήκης και ειδικότερα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, μπορεί να γίνει με μέτρα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη τα οποία, κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης,

υποχρεούνται "να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα Συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητας" και να απέχουν "από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσας Συνθήκης" (βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, 71/76, Thieffry, Rec. 1977, σ. 765, σκέψη 16, και προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 14).

10 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εθνικές προϋποθέσεις ως προς τα απαιτούμενα προσόντα, ακόμη και αν εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας, είναι δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ασκήσεως, από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, του δικαιώματος της εγκαταστάσεως που τους εξασφαλίζει το άρθρο 52 της Συνθήκης. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που οι σχετικοί εθνικοί κανόνες δεν λαμβάνουν υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα που ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 15).

11 'Επεται ότι το κράτος μέλος, στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προς χορήγηση αδείας για την άσκηση επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή την επαγγελματική κατάρτιση, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 16).

12 Αυτή η διαδικασία εξετάσεως πρέπει να επιτρέπει στις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να ελέγχουν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα βεβαιώνονται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα. Η εκτίμηση αυτή της ισοδυναμίας

του αλλοδαπού τίτλου πρέπει να γίνεται έχοντας αποκλειστικώς υπόψη τον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων που το δίπλωμα αυτό, ενόψει της φύσεως και της διαρκείας των σπουδών και των πρακτικών ασκήσεων των οποίων πιστοποιεί την πραγματοποίηση, καθιστά δυνατή την κατά τεκμήριο ύπαρξή τους στο πρόσωπο του κατόχου του (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, Heylens, σκέψη 13).

13 Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις αντικειμενικές διαφορές που αφορούν τόσο το νομικό πλαίσιο του επαγγέλματος για το οποίο πρόκειται στο κράτος μέλος προελεύσεως, όσο και το πεδίο δραστηριότητάς του. Στην περίπτωση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη, το κράτος μέλος δικαιούται, επομένως, να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των διπλωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των εθνικών εννόμων τάξεων για τις οποίες πρόκειται (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 18).

14 Αν η συγκριτική αυτή εξέταση των διπλωμάτων καταλήγει στη διαπίστωση ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα αντιστοιχούν στα απαιτούμενα από τις εθνικές διατάξεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να δεχθεί ότι το δίπλωμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι εθνικές διατάξεις. Αντιθέτως, αν από τη συγκριτική εξέταση προκύπτει μερική μόνο αντιστοιχία μεταξύ αυτών των γνώσεων και προσόντων, το κράτος μέλος υποδοχής δικαιούται να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 19).

15 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η εξέταση της αντιστοιχίας μεταξύ των γνώσεων και των προσόντων που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα και των απαιτουμένων από τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να γίνεται από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με διαδικασία, η οποία συνάδει προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την πραγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που η Συνθήκη παρέχει στους κοινοτικούς υπηκόους. 'Επεται ότι κάθε απόφαση των εθνικών

αρχών, λαμβανομένη στο πλαίσιο αυτής της εξετάσεως, πρέπει να υπόκειται σε ένδικα μέσα ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως που ελήφθη έναντί του (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 1987, Heylens, σκέψη 17 και της 7ης Μαΐου 1991, Βλασοπούλου, σκέψη 22).

16 Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το 20ό Juzgado de Instruccion της Μαδρίτης, όπως αυτό διατυπώθηκε εκ νέου, η απάντηση ότι τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι,

- ελλείψει οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που αφορούν το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, οι εθνικές αρχές κράτους μέλους, στις οποίες έχει υποβάλει αίτηση αδείας ασκήσεως αυτού του επαγγέλματος υπήκοος άλλου κράτους μέλους, ο οποίος είναι κάτοχος διπλώματος ή τίτλου σχετικού με την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στο κράτος καταγωγής του, υποχρεούνται να εξετάζουν κατά πόσον οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με τα κτηθέντα από τον ενδιαφερόμενο στο κράτος καταγωγής του διπλώματα ή επαγγελματικούς τίτλους αντιστοιχούν προς τα απαιτούμενα από την κανονιστική ρύθμιση του κράτους υποδοχής,

- στην περίπτωση που η αντιστοιχία μεταξύ των διπλωμάτων ή τίτλων είναι μερική μόνο, οι αρχές του κράτους υποδοχής δικαιούνται να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν, υποβάλλοντάς τον, αν υπάρχει ανάγκη, σε εξετάσεις,

- η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση υπηκόου άλλου κράτους μέλους για την αναγνώριση ή την ισοτιμία του διπλώματος ή του επαγγελματικού τίτλου που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος πρέπει να υπόκειται σε ένδικο μέσο ώστε

να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως.

17 Με το πρώτο ερώτημα, το παραπέμπον δικαστήριο ζητεί, στην ουσία, να πληροφορηθεί αν και υπό ποίους όρους τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις στην άσκηση υπαγομένου σε κανονιστική ρύθμιση επαγγέλματος από υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος δεν πληροί τις απαιτούμενες από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής προϋποθέσεις.

18 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη δοθείσα στο δεύτερο ερώτημα απάντηση, οι αρχές του κράτους υποδοχής υποχρεούνται να εξετάζουν την ισοτιμία του διπλώματος ή του επαγγελματικού τίτλου, που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος σε κοινοτικό υπήκοο, με το δίπλωμα ή τον τίτλο που απαιτεί το δίκαιο του πρώτου κράτους και ότι η διαδικασία εξετάσεως πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένους όρους όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία απορριπτικής αποφάσεως και τα διαθέσιμα κατά της εν λόγω αποφάσεως ένδικα μέσα.

19 Με την επιφύλαξη της τηρήσεως αυτών των όρων, οι κανόνες της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών να τιμωρούν την παράνομη άσκηση, από υπήκοο άλλου κράτους μέλους, υπαγομένου σε κανονιστική ρύθμιση επαγγέλματος, ειδικότερα στην περίπτωση που ο κοινοτικός υπήκοος παρέλειψε να ζητήσει την εξέταση της ισοτιμίας του διπλώματος ή του επαγγελματικού τίτλου που έχει εκδοθεί στο κράτος καταγωγής του με τον απαιτούμενο στο κράτος υποδοχής, ή στην περίπτωση που δεν αποδείχθηκε η εν λόγω ισοτιμία.

20 Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, όπως αυτό διατυπώθηκε εκ νέου, η απάντηση ότι τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις στην άσκηση υπαγομένου σε κανονιστική ρύθμιση επαγγέλματος από υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος δεν πληροί τους απαιτούμενους από το

δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής όρους, εφόσον το εν λόγω κράτος τηρεί τους όρους που προκύπτουν από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

21 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 1991, το 20ό Juzgado de Instruccion της Μαδρίτης, αποφαίνεται:

1) Τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι:

- ελλείψει οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που αφορούν το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, οι εθνικές αρχές κράτους μέλους, στις οποίες έχει υποβάλει αίτηση αδείας ασκήσεως αυτού του επαγγέλματος υπήκοος άλλου κράτους μέλους, ο οποίος είναι κάτοχος διπλώματος ή τίτλου σχετικού με την

άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλματος στο κράτος καταγωγής του, υποχρεούνται να εξετάζουν κατά πόσον οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με τα κτηθέντα από τον ενδιαφερόμενο στο κράτος καταγωγής του διπλώματα ή επαγγελματικούς τίτλους αντιστοιχούν προς τα απαιτούμενα από την κανονιστική ρύθμιση του κράτους υποδοχής,

- στην περίπτωση που η αντιστοιχία μεταξύ των διπλωμάτων ή τίτλων είναι μερική μόνο, οι αρχές του κράτους υποδοχής δικαιούνται να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν, υποβάλλοντάς τον, αν υπάρχει ανάγκη, σε εξετάσεις,

- η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση υπηκόου άλλου κράτους μέλους για την αναγνώριση ή την ισοτιμία του διπλώματος ή του επαγγελματικού τίτλου που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος πρέπει να υπόκειται σε ένδικο μέσο ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, ο δε ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως.

2) Τα άρθρα 52 και 57 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις στην άσκηση υπαγομένου σε κανονιστική ρύθμιση επαγγέλματος από υπήκοο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος δεν πληροί τους απαιτούμενους από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής όρους, εφόσον το εν λόγω κράτος τηρεί τους όρους που προκύπτουν από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα.

Top