This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61990CJ0076
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 25 July 1991. # Manfred Säger v Dennemeyer & Co. Ltd. # Reference for a preliminary ruling: Oberlandesgericht München - Germany. # Freedom to provide services - Activities relating to the maintenance of industrial property rights. # Case C-76/90.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 25ης Ιουλίου 1991.
Manfred Säger κατά Dennemeyer & Co. Ltd.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht München - Γερμανία.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δραστηριότητες σχετικά με τη διατήρηση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
Υπόθεση C-76/90.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 25ης Ιουλίου 1991.
Manfred Säger κατά Dennemeyer & Co. Ltd.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht München - Γερμανία.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δραστηριότητες σχετικά με τη διατήρηση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
Υπόθεση C-76/90.
Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-04221
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:331
*P1* Oberlandesgericht München, Verzichtsurteil vom 30/04/1992 (29 U 1821/89)
ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-76/90 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
1. Πλαίσιο κοινοτικού οικαίου
Η αίτηση για εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πρέπει καταρχήν να απευθύνεται στην υπηρεσία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της οικείας χώρας. Το εθνικό δίκαιο διέπει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως και ανανεώσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Δυνάμει της Συμβάσεως επί του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας (... ), είναι επίσης δυνατή η υποβολή αιτήσεως ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία των Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στο Μόναχο. Το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγείται από την εν λόγω υπηρεσία εκπροσωπεί ένα σύνολο εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας των κρατών που έχουν υπογράψει την πιο πάνω σύμβαση, τα οποία ο αιτών το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ανέφερε στην αίτηση του. Με τα αποτελέσματα του και την ισχύ του, το εν λόγω ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ισοδυναμεί, εντός ενός κράτους που έχει υπογράψει την πιο πάνω σύμβαση, προς τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που έχουν χορηγηθεί από την υπηρεσία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του εν λόγω κράτους. Για να ανανεωθεί ένα δικαίωμα διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή η αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, πρέπει να καταβάλλεται ετησίως ένα τέλος στην οικεία υπηρεσία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Αυτή η υπηρεσία δημοσιεύει τακτικώς τους συντελεστές των οφειλομένων τελών ανανεώσεως.
Η διατήρηση και η ανανέωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αποτελούν δραστηριότητα ρουτίνας σε μεγάλο βαθμό μηχανική, της οποίας η άσκηση μπορεί να διασφαλιστεί καλώς με τη χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Για τον λόγο αυτό, εμπειρογνώμονες σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της ΕΟΚ και των Ηνωμένων Πολιτειών δημιούργησαν μία σειρά από επιχειρήσεις που έχουν εξειδικευθεί στην ομαδοποιημένη και μηχανογραφημένη διευθέτηση των ετησίων τελών.
2. Πλαίοιο εθνικού οικαίου
Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Rechtsberatungsgesetz (νόμος περί παροχής νομικών συμβουλών, στο εξής: RBerG ), η επιμέλεια νομικών υποθέσεων για λογαριασμό τρίτων ή εκχωρηθεισών απαιτήσεων για είσπραξη δεν μπορεί να διασφαλίζεται κατ' επάγγελμα παρά μόνο από τα πρόσωπα στα οποία η αρμόδια αρχή έδωσε τη σχετική άδεια. Κατά την ίδια διάταξη, η άδεια χορηγείται για ειδικούς τομείς οι οποίοι απαριθμούνται σ' αυτήν. Η κατ' επάγγελμα διατήρηση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας για λογαριασμό τρίτων δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των αναφερθέντων τομέων. Η δραστηριότητα αυτή μπορεί να ασκείται από τους Patentanwälte [δικηγόροι εξειδικευμένοι στο δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βλ. άρθρο 3, στοιχείο 2, του Patentanwaltsordnung ( κανονισμός περί δικηγόρων εξειδικευμένων στο δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας)]. Μπορεί επίσης να διασφαλίζεται από τους δικηγόρους [βλ. το άρθρο 3, παράγραφος 5, του Patentanwaltsordnung και το άρθρο 3 του Bundesrechtsanwaltsordnung ( κανονισμός περί δικηγόρων ) ].
Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του RBerG προβλέπει ότι ο νόμος αυτός δεν παραβλάπτει την επαγγελματική δραστηριότητα των συμβολαιογράφων και άλλων προσώπων που ασκούν δημόσια καθήκοντα, καθώς και των δικηγόρων και των Patentanwälte.
Με απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987, το Bundesgerichtshof αποφάσισε ότι η κατ' επάγγελμα υπόμνηση του απαιτητού των σχετικών με τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας τελών και η πληρωμή των εν λόγω τελών για λογαριασμό τρίτων χωρίς την αναγκαία άδεια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του RBerG, ήταν ασυμβίβαστη προς το άρθρο αυτό.
3. Ιστορικό της αιαφοράς της κύριας δίκης
Η εταιρία Dennemeyer & Co. Ltd ιδρύθηκε το 1973 από δύο συμβούλους σε θέματα ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ο ένας από αυτούς κατείχε επιπλέον τον τίτλο του Βρετανού chartered patent agent. Η εταιρία έχει την έδρα της στη Μεγάλη Βρετανία και έχει ειδικευθεί στην επιμέλεια και τη διατήρηση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας επ' ονόματι του κατόχου των εν λόγω δικαιωμάτων. Ορμώμενη από τη Μεγάλη Βρετανία, ασκεί τη δραστηριότητα αυτή σε πολλές χώρες, μεταξύ άλλων και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και, επομένως, για λογαριασμό των κατόχων δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που είναι εγκατεστημένοι στην εν λόγω χώρα. Ασκεί τη δραστηριότητα της με τη βοήθεια ενός συστήματος ηλεκτρονικής επεξεργασίας στοιχείων. Οι κάτοχοι δικαιωμάτων λαμβάνουν περιοδικώς « υπομνήσεις περί των τελών » στις οποίες αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι ημερομηνίες που καθίστανται απαιτητά τα τέλη και το ποσό που οφείλεται για την ανανέωση. Ο οικείος κάτοχος επιστρέφει το έγγραφο στην Dennemeyer αναφέροντας αν αυτή πρέπει να πραγματοποιήσει τις πληρωμές που αναφέρονται σ' αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, η Dennemeyer δεν παρέχει συμβουλές στους πελάτες ούτε ως προς την επιλογή που πρέπει να γίνει ούτε ως προς τις συνέπειες της πληρωμής ή της μη πληρωμής. Εξάλλου, ο πελάτης αναλαμβάνει μόνος την ευθύνη να προειδοποιεί την εταιρία για κάθε μεταβολή της καταστάσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην πληρωμή του τέλους ανανεώσεως. Τέλος, η Dennemeyer εισπράττει για τη δραστηριότητα της προμήθειες κατώτερες από τις αμοιβές που εφαρμόζουν οι γερμανοί Patentanwälte στον εν λόγω τομέα.
Ο Manfred Säger είναι Patentanwalt στο Μόναχο. Θεωρεί ότι η δραστηριότητα της Dennemeyer, καθόσον συνίσταται στην κατ' επάγγελμα επιμέλεια νομικών υποθέσεων για λογαριασμό τρίτων, είναι αντίθετη προς τον RBerG διότι η Dennemeyer δεν κατέχει την αναγκαία άδεια δυνάμει του νόμου αυτού. Εξάλλου, κατ' αυτόν, η συμπεριφορά της Dennemeyer συνιστά επίσης παράβαση του άρθρου 1 του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb ( νόμος κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού ).
Κατόπιν αιτήσεως του Μ. Säger, το Landgericht München Ι εξέδωσε, την 1η Σεπτεμβρίου 1987, Διάταξη λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία απαγόρευσε στην Dennemeyer « να προτείνει και/ή να παρέχει για ανταγωνισμό, στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπηρεσίες επιμέλειας και/ή ανανεώσεως των γερμανικών δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας για λογαριασμό τρίτων που δεν είναι Patentanwälte ή δικηγόροι ».
Πάντως, επί της ουσίας, το Landgericht απέρριψε, την 1η Δεκεμβρίου 1988, την αγωγή του Μ. Säger κατά της Dennemeyer. Κατά το Landgericht, οι διατάξεις του RBerG δεν ήταν εφαρμοστέες διότι η Dennemeyer ασκούσε τη δραστηριότητα της στη Μεγάλη Βρετανία.
Εν τω μεταξύ, τον Μάιο του 1988, η Dennemeyer προέβη σε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά τη γνώμη της, η εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, του RBerG στη δραστηριότητα της συνιστούσε παράβαση των άρθρων 59 και επ. της Συνθήκης ΕΟΚ.
Η Επιτροπή απευθύνθηκε στην Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αυτή της απάντησε, τον Μάρτιο του 1989, ότι οι δραστηριότητες της Dennemeyer δεν συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του RBerG, δεδομένου ότι η έδρα της εταιρίας δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του νόμου.
Ο Μ. Säger άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Landgericht ενώπιον του Oberlandesgericht München ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας). Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η Dennemeyer αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων, το εφαρμοστέο του γερμανικού δικαίου και την ύπαρξη παραβάσεως του RBerG. Εξάλλου, κατά τη γνώμη του, το άρθρο 59 της Συνθήκης ανητίθετο στην καταδίκη του.
4. Προοικαστικό ερώτημα
Με Διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 1990, το Oberlandesgericht München, κρίνοντας ότι στο πλαίσιο της διαφοράς ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, επί του ακολούθου ερωτήματος:
« Συμβιβάζεται με το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ το γεγονός ότι μία εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα τη Μεγάλη Βρετανία, χρειάζεται άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού Rechtsberatungsgesetz (νόμος περί παροχής νομικών συμβουλών), σε περίπτωση που, από την έδρα της, για λογαριασμό τρίτων και για τη διατήρηση γερμανικών δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, των οποίων οι κάτοχοι έχουν την έδρα τους στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρακολουθεί το απαιτητό των τελών των σχετικών δικαιωμάτων, ανακοινώνει στους τρίτους τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι σχετικές απαιτήσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες και πληρώνει για λογαριασμό αυτών τα τέλη στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ η δραστηριότητα αυτή αναμφισβήτητα επιτρέπεται να ασκείται χωρίς άδεια κατά το δίκαιο πολλών κρατών μελών; »
Το Oberlandesgericht ανέφερε ότι θεωρούσε δεδομένη τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων καθώς και το εφαρμοστέο του γερμανικού δικαίου. Αναφέρθηκε σχετικά στην προαναφερθείσα απόφαση του Bundesgerichtshof της 12ης Μαρτίου 1987. Κατά το Oberlandesgericht, η Dennemeyer ασκεί τη δραστηριότητα της στο γερμανικό έδαφος επίσης οσάκις εξοφλεί τα τέλη για τη διατήρηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί ο γερμανικός RBerG.
5. άιαοικασία
Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 1990.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ot Manfred Säger, ενάγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον Ρ. Β. Schäuble, δικηγόρο Μονάχου, η εταιρία Dennemeyer & Co. Ltd, εναγομένη της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον L. Donie, δικηγόρο Μονάχου, και τον Ch. Vajda, barrister Λονδίνου, η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Η. Teske και J. Karl, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον R. Plender, QC, barrister Λονδίνου, κατόπιν εντολής του J. Collins, solicitor, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Ε. Lasnet και Β. Langeheine, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της.
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην
προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Πάντως, ζήτησε από την Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες. Με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1990, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.
II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου
Ο Μ. Säger ισχυρίζεται ότι το άρθρο 59 απαιτεί, καταρχήν, μόνο την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Αυτό σημαίνει ότι εκείνος που παρέχει υπηρεσίες οφείλει να τηρεί τις επαγγελματικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος στο οποίο πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσίας. Συνεπώς, οι διαδικασίες αδείας είναι, καταρχήν, επίσης παρα- δεκτές, ακόμη και αν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τεθούν σε εφαρμογή ως προς τους αλλοδαπούς.
Εν συνεχεία, ο Μ. Säger παρατηρεί ότι, στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, πρέπει να εξετάζεται αν τον επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι. Στην προκειμένη περίπτωση, ο RBerG χρησιμεύει για την προστασία του γενικού συμφέροντος. Ειδικότερα, ο νόμος αποσκοπεί στην προστασία των πολιτών, που εμπιστεύονται τα έννομα συμφέροντα τους σε έναν νομικό σύμβουλο, από πρόσωπα που δεν είναι άξια εμπιστοσύνης και που δεν διαθέτουν τις αναγκαίες γνώσεις. Εξάλλου, ο νόμος διασφαλίζει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μ. Säger υπενθυμίζει την απόφαση του Δικαστηρίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 427/85, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Συλλογή 1988, σ. 1123), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών μπορεί μόνο να περιορίζεται από ρυθμίσεις που δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον και επιβάλλονται σε κάθε πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων την υπηρεσία στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Όμως, κατά τον Μ. Säger, νομοθεσία του τύπου του RBerG δεν υφίσταται στο Ηνωμένο Βασίλειο στον οικείο τομέα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Μ. Säger θεωρεί ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.
Η Γερμανική Κυβερν7]ση ισχυρίζεται ότι η δραστηριότητα της παροχής υπηρεσιών πέραν των συνόρων, ασκούμενη από την εταιρία Dennemeyer, δεν υπόκειται στην υποχρέωση αδείας που προβλέπεται από τον RBerG, δεδομένου ότι αυτός δεν είναι εφαρμοστέος. Ο νόμος αυτός συνιστά εθνική επαγγελματική ρύθμιση. Δεν εφαρμόζεται στις παροχές υπηρεσιών πέραν των συνόρων οσάκις οι παροχές πραγματοποιούνται από παρέχοντα υπηρεσίες εγκατεστημένο στο εξωτερικό. Οι δραστηριότητες της Dennemeyer ευρίσκονται εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του RBerG. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι κακώς η υπόθεση παρε-πέμφθη ενώπιον του Δικαστηρίου.
Μόνον επικουρικώς, η Γερμανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών μπορεί μόνο να περιοριστεί από ρυθμίσεις που δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον, εφαρμοστέες αδιακρίτως στις δραστηριότητες επί του εδάφους του κράτους υποδοχής και οι οποίες είναι, επιπλέον, αντικειμενικώς αναγκαίες. Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η εφαρμογή του RBerG στις δραστηριότητες της Dennemeyer δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ιδίως διότι η εν λόγω δραστηριότητα πραγματοποιείται στο εξωτερικό.
Κατά τη Βρετανική Κνβέρνηοη, στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να ληφθούν υπόψη τουλάχιστον τρεις γερμανικές ρυθμίσεις: ο Bundesrechtsanwaltsordnung, ο Patentanwaltsordnung και ο RBerG.
Ως προς τις τρεις αυτές ρυθμίσεις, η Βρετανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτές συνεπάγονται δυσμενή διάκριση ασυμβίβαστη προς το άρθρο 59 της Συνθήκης.
Πρώτον, ο Patentanwaltsordnung απαιτεί ο Patentanwalt να κατοικεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αυτό συνεπάγεται ότι πρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να ασκεί τις δρατηριότητες του Patentanwalt, μεταξύ των οποίων η επιμέλεια και ανανέωση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
Δεύτερον, ο RBerG απαλλάσσει τους Patentanwälte και τους δικηγόρους από την υποχρέωση αδείας που προβλέπεται από τον εν λόγω νόμο. Πάντως, λείπει παρόμοια διάταξη όσον αφορά τους αλλοδαπούς δικηγόρους και συμβούλους σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Τρίτον, οι άδειες του RBerG δεν χορηγούνται κατά τρόπο αυτόματο. Αν υπάρχει ήδη ικανός αριθμός νομικών συμβούλων για να ανταποκριθεί στη ζήτηση των σχετικών υπηρεσιών, η άδεια δεν χορηγείται πλέον. Λυτό το σύστημα λειτουργεί υπέρ των γερμανών νομικών συμβούλων.
Η Βρετανική Κυβέρνηση ασχολείται εν συνεχεία με το κατά πόσον το γερμανικά μέτρα δικαιολογούνται αντικειμενικώς. Θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν συμβαίνει. Οι ασκούμενες από την Dennemeyer δραστηριότητες πραγματοποιούνται αυτομάτως. Από την άποψη αυτή, καμία ειδική προστασία των συμφερόντων δεν είναι απαραίτητη. Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για δυσανάλογο περιορισμό. Η γερμανική νομοθεσία δεν λαμβάνει ιδίως υπόψη το γεγονός ότι ένα πρόσωπο μπορεί να έχει ήδη λάβει άδεια, σ' ένα άλλο κράτος μέλος, για την άσκηση των δραστηριοτήτων ενός νομικού συμβούλου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Η Επιτροπή διερωτάται εκ προοιμίου αν η άδεια του RBerG μπορεί να παρέχεται, δεδομένου ότι χορηγείται μόνο για τους συγκεκριμένους τομείς που αναφέρονται στον νόμο. Μεταξύ των τομέων αυτών δεν περιλαμβάνεται η κατ' επάγγελμα ανανέωση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας για λογαριασμό τρίτων.
Η Επιτροπή υπενθυμίζει εν συνεχεία τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών μπορεί μόνο να περιορίζεται από ρυθμίσεις που δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον και εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων την υπηρεσία στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Εξάλλου, οι απαιτήσεις που τίθενται με την εθνική ρύθμιση πρέπει να είναι αντικειμενικώς αναγκαίες.
Κατά την Επιτροπή, ο RBerG, καθόσον εφαρμόζεται στην κατ' επάγγελμα ανανέωση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας δεν τηρεί τις προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν με τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο RBerG επιδιώκει να επιτύχει τους ακόλουθους τρεις σκοπούς: την προστασία των ενδιαφερομένων από συμβουλές που παρασχέθηκαν από μη επαρκώς εξειδικευμένα πρόσωπα ή πρόσωπα που δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, την ανεμπόδιστη εξέλιξη των γενικών εννόμων σχέσεων και την τήρηση της δεοντολογίας.
Η πληρωμή τελών για την ανανέωση ενός δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας είναι μία απλή πράξη, σχηματική, και δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη ικανότητα. Οι έννομες συνέπειες ενδεχόμενης εσφαλμένης συμπεριφοράς παραμένουν πολύ περιορισμένες και δεν υπερβαίνουν τον συνήθη κίνδυνο που συνδέεται με την εντολή του τύπου αυτού στο πλαίσιο της οικονομικής ζωής. Επιπλέον, στο πλαίσιο του συστήματος ανανεώσεως των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ο κάτοχος προστατεύεται επαρκώς κατά της απωλείας του δικαιώματος του βιομηχανικής ιδιοκτησίας σε περίπτωση μη πληρωμής του τέλους. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιβολή ειδικών όρων εντιμότητας ή ειδικών νομικών γνώσεων στο πρόσωπο που έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ληξιπροθέσμου και της πληρωμής και των τελών δεν δικαιολογείται.
Εν συνεχεία, ισχυρίζεται ότι, επειδή η πληρωμή των τελών είναι μία πράξη που δεν δημιουργεί κανένα νομικό πρόβλημα, δεν έχει πραγματική σημασία για την εξέλιξη των εννόμων σχέσεων.
Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, επειδή πρόκειται για απλή πράξη και δευτερεύουσας σημασίας, η υπαγωγή της σε ορισμένο επαγγελματικό κλάδο, διεπόμενο από ιδίους δεοντολογικούς κανόνες, ούτε είναι αναγκαία ούτε ενδείκνυται.
Βάσει των σκέψεων αυτών, η Επιτροπή προτείνει την ακόλουθη απάντηση:
«Το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία μία εταιρία έχουσα την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος χρειάζεται άδεια δυνάμει διατάξεων όπως αυτές του γερμανικού Rechtsberatungsgesetz (νόμος περί παροχής νομικών συμβουλών ), οσάκις διασφαλίζει από την έδρα της, για λογαριασμό τρίτων κατόχων δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο κράτος μέλος στο οποίο αυτοί έχουν επίσης την έδρα τους, την επιμέλεια του ληξιπροθέσμου των σχετικών με τα δικαιώματα αυτά τελών, την ανακοίνωση των ημερομηνιών ληξιπροθέσμου στους τρίτους και την πληρωμή των τελών για λογαριασμό αυτών στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. »
Μόνο επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, αν στον παρέχοντα υπηρεσία έχει επιτραπεί από το κράτος στο οποίο είναι εγκατεστημένος να παρέχει υπηρεσίες ως δικηγόρος ή Patentanwalt, ή αν αυτός έχει άλλα προσόντα αναγνωρισμένα από το εν λόγω κράτος στον τομέα του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι αρχές του κράτους όπου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσίας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το στοιχείο αυτό.
Η Dennemeyer ακολουθεί την ίδια επιχειρηματολογία με την Επιτροπή. Κατά τη γνώμη της, το ερώτημα αν ένας περιορισμός δικαιολογείται από το γενικό συμφέρον εξαρτάται από τη φύση της παροχής καθώς και από την κατάσταση του αποδεκτού αυτής. Η εταιρία παρατηρεί σχετικά ότι δεν παρέχει τις υπηρεσίες της σε καταναλωτές που δεν έχουν ειδικές γνώσεις, αλλά τις παρέχει είτε στους νομικούς συμβούλους σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είτε στους εξειδικευμένους σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας των οικείων επιχειρήσεων. Η Dennemeyer προσθέτει ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας εδήλωσε ότι ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορεί να εμπιστεύεται σε κάθε πρόσωπο τη φροντίδα να πληρώνει τα οφειλόμενα τέλη για λογαριασμό του. Εξάλλου, τίποτε στη Σύμβαση επί του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν δείχνει ότι η προστασία των κατόχων απαιτεί να ανατεθεί η δραστηριότητα της ανανεώσεως στους νομικούς συμβούλους σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Ρ. J. G. Kapteyn
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )
της 25ης Ιουλίου 1991 ( *1 )
Στην υπόθεση C-76/90,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberlandesgericht München (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Manfred Säger
και
Dennemeyer & Co. Ltd,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 59 της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
— |
ο Manfred Säger, εκπροσωπούμενος από τον Ρ. Β. Schäuble, δικηγόρο Μονάχου, |
— |
η εταιρία Dennemeyer & Co. Ltd, εκπροσωπούμενη από τον L. Donie, δικηγόρο Μονάχου, και τον Ch. Vajda, barrister Λονδίνου, |
— |
η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Η. Teske, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, και J. Karl, Oberregierungsrat του Υπουργείου Οικονομίας, |
— |
η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον R. Plender, QC, barrister Λονδίνου, κατόπιν εντολής του J. Collins, solicitor, |
— |
η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Ε. Lasnet, νομικό σύμβουλο, και Β. Langeheine, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, |
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της εταιρίας Dennemeyer & Co. Ltd, της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Α. von Winterfeld, δικηγόρο Κολωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιανουαρίου 1991, και
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με Διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 1990, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Μαρτίου 1990, το Oberlandesgericht München υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 59 της Συνθήκης ΕΟΚ. |
2 |
Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Manfred Säger, Patentanwalt (νομικού συμβούλου και δικηγόρου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) στο Μόναχο, και της εταιρίας αγγλικού δικαίου Dennemeyer & Co. Ltd, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο ( στο εξής: Dennemeyer ). |
3 |
Η Δεννεμευερ έχει εξειδικευθεί στις υπηρεσίες ανανεώσεως των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ( patent renewal service ). Η δραστηριότητα αυτή, ασκούμενη, εν προκειμένω, με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο για τους κατόχους δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, συνίσταται στη διασφάλιση, χάρη σε ένα σύστημα ηλεκτρονικής επεξεργασίας στοιχείων, της επιβλέψεως των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, στην προειδοποίηση των δικαιούχων των εν λόγω διπλωμάτων οσάκις τα τέλη ανανεώσεως καθίστανται ληξιπρόθεσμα και στην καταβολή των εν λόγω τελών επ' ονόματι τους οσάκις αυτοί επιστρέφουν, στην Dennemeyer, την « ειδοποίηση περί ανανεώσεως » που αυτή τους απηύθυνε και της ζητούν να προβεί στην πληρωμή των ποσών που αναφέρονται σ' αυτήν. |
4 |
Στο πλαίσιο της δραστηριότητας της, η Dennemeyer δεν παρέχει συμβουλές στους πελάτες ούτε ως προς την επιλογή που πρέπει να γίνει ούτε ως προς τις συνέπειες της πληρωμής ή της μη πληρωμής. Ο πελάτης αναλαμβάνει μόνος την ευθύνη να προειδοποιήσει την εταιρία για κάθε μεταβολή της καταστάσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που μπορεί να έχει επίπτωση στην πληρωμή του τέλους ανανεώσεως. Τέλος, η Dennemeyer εισπράττει για τη δραστηριότητα της προμήθειες κατώτερες από τις αμοιβές που εν γένει εφαρμόζονται από τους Γερμανούς Patentanwälte (στο εξής: δικηγόροι ασχολούμενοι με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ), οι οποίοι ασκούν την ίδια αυτή δραστηριότητα. |
5 |
Ο Säger προσάπτει στην Dennemeyer ότι προβαίνει σε αθέμιτο ανταγωνισμό και παραβαίνει τον Rechtsberatungsgesetz ( νόμο περί της παροχής νομικών συμβουλών, στο εξής: RBerG, της 13ης Δεκεμβρίου 1935, BGBl. ΙΠ.303-12). Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η Dennemeyer αναλαμβάνει, κατ' επάγγελμα, νομικές υποθέσεις για λογαριασμό τρίτων χωρίς την άδεια που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου. |
6 |
Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του RBerG, η επιμέλεια νομικών υποθέσεων για λογαριασμό τρίτων ή της εισπράξεως εκχωρηθεισών απαιτήσεων μπορεί να διασφαλίζεται κατ' επάγγελμα μόνο από πρόσωπα που διαθέτουν άδεια χορηγηθείσα από την αρμόδια αρχή. Κατά την ίδια διάταξη, η άδεια χορηγείται για ειδικούς τομείς, οι οποίοι απαριθμούνται σ' αυτήν, μπορεί δε να χορηγείται μόνο στους αιτούντες που διαθέτουν την αξιοπιστία, την καταλληλότητα και την ικανότητα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος [ άρθρα 6 και 8 της Verordnung zur Ausführung des Rechtsberatungsgesetzes (κανονιστική απόφαση εφαρμογής του RBerG), της 13nc Δεκεμβρίου 1935, BGBl. III. 303-12-1 ]. |
7 |
Καταρχήν, αυτή η άδεια δεν χορηγείται σε επιχειρήσεις που έχουν ειδικευθεί στον τομέα των υπηρεσιών ανανεώσεως των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, διότι η κατ' επάγγελμα επιμέλεια των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας για λογαριασμό τρίτων δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των τομέων που απαριθμούνται στον νόμο. Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του RBerG ορίζει ότι ο νόμος αυτός θεσπίστηκε υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως των ιδίων αυτών δραστηριοτήτων εκ μέρους των συμβολαιογράφων και άλλων προσώπων που ασκούν δημόσια καθήκοντα, καθώς και εκ μέρους των δικηγόρων και των παρεχόντων συμβουλές σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Το Bundesgerichtshof διευκρίνισε σχετικά με την απόφαση του της 12ης Μαρτίου 1987 ( Ι ZR 31/85, BGH, Neue Juristische Wochenschrift 1987, σ. 3005), στην οποία αναφέρεται η Διάταξη περί παραπομπής, ότι, δυνάμει της εφαρμοστέας γερμανικής νομοθεσίας, όλες οι δραστηριότητες που αποβλέπουν στη διατήρηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών τις οποίες αφορά η προκειμένη κύρια δίκη, επιφυλάσσονται στους παρέχοντες συμβουλές σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. |
8 |
Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι στο πλαίσιο της διαφοράς ανέκυπταν ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Συμβιβάζεται με το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ το γεγονός ότι μία εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα τη Μεγάλη Βρετανία, χρειάζεται άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού Rechtsberatungsgesetz (νόμος περί παροχής νομικών συμβουλών), σε περίπτωση που, από την έδρα της, για λογαριασμό τρίτων και για τη διατήρηση γερμανικών δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, των οποίων οι κάτοχοι έχουν την έδρα τους στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρακολουθεί το απαιτητό των τελών των σχετικών δικαιωμάτων, ανακοινώνει στους τρίτους τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι σχετικές απαιτήσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες και πληρώνει για λογαριασμό αυτών τα τέλη στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ η δραστηριότητα αυτή αναμφισβήτητα επιτρέπεται να ασκείται χωρίς άδεια κατά το δίκαιο πολλών κρατών μελών; » |
9 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και οι όροι της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
10 |
Από τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το Oberlandesgericht θεωρεί δεδομένη τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων καθώς και την εφαρμογή, στην προκειμένη κύρια δίκη, του γερμανικού δικαίου για τον λόγο ότι η Dennemeyer, έστω και μόνο επειδή εξοφλεί τα τέλη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, πρέπει να θεωρηθεί ως ασκούσα τη δραστηριότητα της στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Το εθνικό δικαστήριο διευκρινίζει ότι με το υποβληθέν στο Δικαστήριο ερώτημα ερωτάται αν το άρθρο 59 της Συνθήκης αντιτίθεται στην καταδίκη της εναγομένης της κύριας δίκης, δυνάμει των διατάξεων της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως. |
11 |
Επομένως, με το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να νοηθεί ότι ερωτάται αν το άρθρο 59 της Συνθήκης αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει σε εταιρία έχουσα έδρα σε άλλο κράτος μέλος να παρέχει στους κατόχους διπλωματών ευρεσιτεχνίας, στο εθνικό έδαφος, υπηρεσίες επιμέλειας και ανανεώσεως των εν λόγω διπλωμάτων με την εξόφληση των προβλεπομένων τελών, για τον λόγο ότι η δραστηριότητα αυτή επιφυλάσσεται, δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, μόνο στους κατόχους ειδικών επαγγελματικών προσόντων, όπως είναι αυτά του δικηγόρου που παρέχει συμβουλές σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. |
12 |
Πρέπει καταρχάς να αναφερθεί ότι το άρθρο 59 της Συνθήκης δεν απαιτεί μόνο την κατάργηση κάθε δυσμενούς διακρίσεως έναντι του παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειας του, αλλά επίσης την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες και σ' αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις αυτός μπορεί να διακόψει ή να παρεμποδίσει κατ' άλλον τρόπο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει τις ανάλογες υπηρεσίες. |
13 |
Ειδικότερα, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την πραγματοποίηση της παροχής υπηρεσιών στο έδαφος του από την τήρηση όλων των απαιτουμένων προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και κατ' αυτόν τον τρόπο να στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα τις διατάξεις της Συνθήκης που προορίζονται ακριβώς για τη διασφάλιση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Αυτός ο περιορισμός είναι ακόμη λιγότερο παραδεκτός οσάκις, όπως στην προκειμένη κύρια δίκη, η υπηρεσία παρέχεται, διαφορετικά απ' ό,τι στην περίπτωση που αφορά το άρθρο 60, τελευταίο εδάφιο, της Συνθήκης, χωρίς ο παρέχων την υπηρεσία να χρειάζεται να μεταβεί στο έδαφος του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η παροχή. |
14 |
Πρέπει στη συνέχεια να αναγνωριστεί ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά την πραγματοποίηση ορισμένων παροχών υπηρεσιών στο εθνικό έδαφος εκ μέρους επιχειρήσεως, που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, από τη χορήγηση διοικητικής αδείας, που προϋποθέτει τη διάθεση ορισμένων επαγγελματικών προσόντων, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, επιφυλάσσοντας την παροχή υπηρεσιών σε θέματα επιμελείας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε ορισμένους επιχειρηματίες που έχουν ορισμένα επαγγελματικά προσόντα, η εθνική κανονιστική ρύθμιση παρεμποδίζει ταυτόχρονα μία επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στο εξωτερικό να παρέχει υπηρεσίες στους δικαιούχους των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στο εθνικό έδαφος και τους εν λόγω δικαιούχους να επιλέγουν ελεύθερα τον τρόπο επιμελείας των διπλωμάτων τους ευρεσιτεχνίας. |
15 |
Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση ορισμένων παροχών υπηρεσιών, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασυμβίβαστες προς τη Συνθήκη οι ειδικές απαιτήσεις που επιβάλλονται σε εκείνον που παρέχει υπηρεσίες και οι οποίες οφείλονται στην εφαρμογή κανόνων που διέπουν τους εν λόγω τύπους δραστηριοτήτων. Πάντως, η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, δεν μπορεί να περιορίζεται παρά μόνο από κανονιστικές ρυθμίσεις που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί μία δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους προορισμού, καθόσον το συμφέρον αυτό δεν προστατεύεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται εκείνος που παρέχει υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. Ειδικότερα, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να είναι αντικειμενικά αναγκαίες, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των επαγγελματικών κανόνων και η προστασία του αποδέκτη των υπηρεσιών, δεν πρέπει δε να βαίνουν πέρα του αναγκαίου για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών (βλ., τελευταίως, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C-154/89, C-180/89 και C-198/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-659, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1991, σ. I-709, και Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1991, σ. I-727 ). |
16 |
Καταρχάς, πρέπει να αναφερθεί σχετικά ότι μία εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή που παρατίθεται από το εθνικό δικαστήριο, αποβλέπει προφανώς στην προστασία των αποδεκτών των εν λόγω υπηρεσιών από τη ζημία που θα μπορούσαν να υποστούν λόγω νομικών συμβουλών που θα τους παρείχαν πρόσωπα μη έχοντα τα αναγκαία επαγγελματικά ή ηθικά προσόντα. |
17 |
Πρέπει, εν συνεχεία, να αναγνωριστεί ότι το γενικό συμφέρον, που συνδέεται με την προστασία των αποδεκτών των εν λόγω υπηρεσιών από παρόμοια ζημία, δικαιολογεί τον περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αυτή η κανονιστική ρύθμιση βαίνει πάντως πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας του εν λόγω συμφέροντος, σε περίπτωση που εξαρτά την άσκηση, κατ' επάγγελμα, μιας δραστηριότητας, όπως αυτή για την οποία πρόκειται, από την κατοχή, εκ μέρους εκείνων που παρέχουν υπηρεσίες, ενός επαγγελματικού προσόντος εντελώς ειδικού και δυσαναλόγου σε σχέση προς τις ανάγκες των αποδεκτών. |
18 |
Συγκεκριμένα, όπως και ο γενικός εισαγγελέας το τόνισε στο σημείο 33 των προτάσεων του, εκείνος που παρέχει μία υπηρεσία, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, δεν συμβουλεύει τους πελάτες του, οι οποίοι συχνά είναι οι ίδιοι σύμβουλοι σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ειδικευμένους εμπειρογνώμονες σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Περιορίζεται να τους προειδοποιεί, οσάκις πρέπει να καταβληθούν τέλη ανανεώσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η λήξη ισχύος ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας, να τους ζητεί να διευκρινίζουν αν επιθυμούν να ανανεώσουν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, καθώς και να πληρώνει τα αντίστοιχα τέλη για λογαριασμό τους αν το επιθυμούν. Τα καθήκοντα αυτά, τα οποία ασκούνται χωρίς μετακίνηση του παρέχοντος τις υπηρεσίες, έχουν κατ' ουσίαν απλό χαρακτήρα και δεν απαιτούν ειδικά επαγγελματικά προσόντα, όπως το προδίδει εξάλλου το υψηλό επίπεδο του συστήματος ηλεκτρονικής επεξεργασίας στοιχείων, το οποίο φαίνεται ότι διαθέτει η εναγομένη της κύριας δίκης στην προκειμένη περίπτωση. |
19 |
Πρέπει να προστεθεί, όπως η Επιτροπή ορθώς το ανέφερε, ότι ο κίνδυνος, για έναν κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας, παραβάσεως των υποχρεώσεων της εκ μέρους μιας εταιρίας που έχει αναλάβει την επιμέλεια των γερμανικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι πολύ περιορισμένος. Συγκεκριμένα, δύο μήνες μετά την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του, η γερμανική υπηρεσία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στέλνει επίσημη ειδοποίηση ότι η ισχύς του διπλώματος ευρεσιτεχνίας θα λήξει σε περίπτωση που δεν καταβληθεί το τέλος, αυξημένο κατά 10 ο/ο, εντός τεσσάρων μηνών μετά την αποστολή της ειδοποιήσεως ( άρθρο 17, παράγραφος 3, του Patentgesetz ). |
20 |
Πρέπει, επομένως, να αναγνωριστεί ότι ούτε η φύση μιας υπηρεσίας όπως αυτή για την οποία πρόκειται ούτε οι συνέπειες μιας παραλείψεως του παρέχοντος την υπηρεσία μπορούν να δικαιολογήσουν το να πραγματοποιείται η εν λόγω παροχή υπηρεσίας μόνο από τους κατόχους ειδικού επαγγελματικού προσόντος, όπως είναι οι δικηγόροι ή οι σύμβουλοι σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Αυτός ο περιορισμός πρέπει να θεωρηθεί ως δυσανάλογος σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. |
21 |
Επομένως, πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 59 της Συνθήκης αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος να παρέχει στους κατόχους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στο εθνικό έδαφος την υπηρεσία επιμελείας και ανανεώσεως των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας με την εξόφληση των προβλεπομένων τελών, για τον λόγο ότι η δραστηριότητα αυτή επιφυλάσσεται, δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, μόνο στους κατόχους ειδικών επαγγελματικών προσόντων, όπως είναι αυτά του συμβούλου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. |
Επί των δικαστικών εξόδων
22 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με Διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 1990 το Oberlandesgericht München, αποφαίνεται: |
Το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος να παρέχει στους κατόχους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στο εθνικό έδαφος την υπηρεσία επιμελείας και ανανεώσεως των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας με την εξόφληση των προβλεπομένων τελών, για τον λόγο ότι η δραστηριότητα αυτή επιφυλάσσεται, δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, μόνο στους κατόχους ειδικών επαγγελματικών προσόντων, όπως είναι αυτά του συμβούλου σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. |
Mancini O'Higgins Κακούρης Schockweiler Kapteyn Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιουλίου 1991. Ο Γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος του έκτο τμήματος G. F. Mancini |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.