This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61989CJ0370
Judgment of the Court of 2 December 1992. # Société Générale d'Entreprises Electro-Mécaniques SA (SGEEM) and Roland Etroy v European Investment Bank. # Public works contract in an ACP State - Co-financing by the EIB - Non-contractual liability towards an unsuccessful taenderer - Jurisdiction of the Court. # Case C-370/89.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 1992.
Société générale d'entreprises électro-mécaniques SA (SGEEM) και Roland Etroy κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Σύμβαση εκτελέσεως δημοσίου έργου σε κράτος ΑΚΕ - Σύγχρηματοδότηση από την ΕΤΕπ - Εξωσυμβατική ευθύνη έναντι διαγωνιζομένου του οποίου η προσφορά δεν προκρίθηκε - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Υπόθεση C-370/89.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 1992.
Société générale d'entreprises électro-mécaniques SA (SGEEM) και Roland Etroy κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Σύμβαση εκτελέσεως δημοσίου έργου σε κράτος ΑΚΕ - Σύγχρηματοδότηση από την ΕΤΕπ - Εξωσυμβατική ευθύνη έναντι διαγωνιζομένου του οποίου η προσφορά δεν προκρίθηκε - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Υπόθεση C-370/89.
Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-06211
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:482
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1992. - SOCIETE GENERALE D'ENTREPRISES ELECTRO-MECANIQUES SA ΚΑΙ ROLAND ETROY ΚΑΤΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΑΚΕ - ΣΥΓΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΕΠ - ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΕΚΤΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-370/89.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-06211
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00059
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00207
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό
++++
Αγωγή αποζημιώσεως * Εξωσυμβατική ευθύνη * Αγωγή στρεφόμενη κατά της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στο πλαίσιο της συνάψεως και εκτελέσεως δημοσίων έργων χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αναπτύξεως * Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 178 και 215, εδ. 2)
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αποτελεί κοινοτικό οργανισμό που έχει ιδρυθεί από τη Συνθήκη με αποστολή να συμβάλλει στην πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας.
Κατά συνέπεια, οι πράξεις και οι παραλείψεις για τις οποίες ευθύνεται η Τράπεζα κατά την εκτέλεση συμβάσεως χρηματοδοτήσεως που έχει συνάψει στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των συμβάσεων δημοσίων έργων από πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αναπτύξεως, ως εντολοδόχος της Κοινότητας, καταλογίζονται στην Κοινότητα σύμφωνα με τις γενικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.
Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς την πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης να διαφεύγει η Κοινότητα, όταν ενεργεί μέσω κοινοτικού οργανισμού που έχει ιδρυθεί από τη Συνθήκη και είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί επ' ονόματι και για λογαριασμό της, των συνεπειών των διατάξεων του άρθρου 178 σε συνδυασμό με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, με τις οποίες αποσκοπείται η υπαγωγή στην αρμοδιότητα του Δικαστήριου των περιπτώσεων κατά τις οποίες μπορεί να στοιχειοθετείται η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, στο σύνολό της.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι, δυνάμει του άρθρου 178 της Συνθήκης, αρμόδιο να αποφαίνεται επί αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται κατά της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων η οποία ενεργεί ως εντολοδόχος της Κοινότητας στο πλαίσιο της συνάψεως και της εκτελέσεως συμβάσεων δημοσίων έργων που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αναπτύξεως.
Στην υπόθεση C-370/89,
1. Societe generale d' entreprises electro-mecaniques (SGEEM), με έδρα το Champs-sur-Marne,
2. Roland Etroy, κάτοικος Champs-sur-Marne,
εκπροσωπούμενοι από τους Alexandre Vandencasteele, δικηγόρο Βρυξελλών, και Simon Cohen, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ε. Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,
ενάγοντες,
κατά
Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, εκπροσωπουμένης από τον Xavier Herlin, διευθυντή νομικών υποθέσεων, επικουρούμενο από τον R. O. Dalcq, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την προσωρινή της έδρα,
εναγομένης,
υποστηριζομένης από την
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Hans Peter Hartvig, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
παρεμβαίνουσα,
που έχει ως αντικείμενο αγωγή που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και με την οποία ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από την παράνομη συμπεριφορά της ΕΤΕπ στο πλαίσιο δημοπρασίας για την εκτέλεση δημοσίου έργου στο Μαλί,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, K. N. Kακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και M. Diez de Velasco, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann
γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 1992, κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εκπροσωπήθηκε από τους R. O. Dalcq και Lagner, δικηγόρους Βρυξελλών,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 1992,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 1989 η Societe generale d' entreprises electro-mecaniques, ανώνυμη εταιρία γαλλικού δικαίου με έδρα το Champs-sur-Marne (στο εξής: ενάγουσα εταιρία), και ο Roland Etroy, πρόεδρος-γενικός διευθυντής της, άσκησαν, δυνάμει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, αγωγή αποζημιώσεως, με την οποία ζητούν να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (στο εξής: Τράπεζα), ως εκπροσωπούσα την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, να αποκαταστήσει τη ζημία που τους προκάλεσε, εμποδίζοντας την ενάγουσα εταιρία να ανακηρυχθεί μειοδότης σχετικά με ανάθεση δημοσίων έργων.
2 Η Δημοκρατία του Μαλί ζήτησε από την Τράπεζα να χρηματοδοτήσει ένα μέρος του σχεδίου κατασκευής μιας ηλεκτροφόρας γραμμής υψηλής τάσεως υπό τη μορφή εξηρτημένου δανείου υπό αίρεση στο πλαίσιο των συνδρομών με επισφαλή κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 199 της Τρίτης Συμβάσεως ΑΚΕ-ΕΟΚ που υπογράφηκε στο Λομέ στις 8 Δεκεμβρίου 1984 (στο εξής: Σύμβαση, ΕΕ 1986, L 86, σ. 3).
3 Τα επισφαλή κεφάλαια τα οποία χρηματοδοτούνται από τους πόρους του έκτου Ευρωπαϊκού Ταμείου Αναπτύξεως (στο εξής: Ταμείο), το οποίο ιδρύθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Εσωτερικής Συμφωνίας της 19ης Φεβρουαρίου 1985, για τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των ενισχύσεων της Κοινότητας, (στο εξής: Συμφωνία, ΕΕ 1986, L 86, σ. 210), διαχειρίζεται η Τράπεζα για λογαριασμό της Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της Συμφωνίας.
4 Εξάλλου, το άρθρο 52 του δημοσιονομικού κανονισμού του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1986, που ισχύει για το Ταμείο (ΕΕ L 325, σ. 42), ορίζει, στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, ότι οι συστατικές πράξεις των εργασιών επιχειρηματικών κεφαλαίων συνομολογούνται από την Τράπεζα υπό την ιδιότητά της ως εντολοδόχου της Κοινότητας και, στην παράγραφο 2, ότι η Τράπεζα διαχειρίζεται ως εντολοδόχος της Κοινότητας και για λογαριασμό της τις εν λόγω πράξεις.
5 Εκτιμώντας ότι το δάνειο που ζήτησε το Μαλί εντασσόταν στο πλαίσιο της αποστολής της, όπως αυτή καθορίζεται στη Συνθήκη, και συνάδει προς τους σκοπούς που καθορίζονται με τη Σύμβαση, η Τράπεζα δέχθηκε την αίτηση χρηματοδοτήσεως.
6 Στη σύμβαση χρηματοδοτήσεως του σχεδίου, που συνήφθη μεταξύ του Μαλί και της Τράπεζας, διευκρινίζεται ότι η Τράπεζα ενεργεί για λογαριασμό της Κοινότητας με αναφορά ιδίως στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της Συμφωνίας.
7 Η ενάγουσα εταιρία υπέβαλε μειοδοτική προσφορά στο πλαίσιο της δημοπρασίας που προκήρυξε το Μαλί η οποία και αποδείχθηκε ότι ήταν η χαμηλότερη. Οι αρχές του Μαλί σκέφτηκαν καταρχάς να της αναθέσουν το έργο.
8 Η Τράπεζα θεώρησε ότι η προσφορά της ενάγουσας εταιρίας παρουσίαζε σημαντικές αδυναμίες που εγκυμονούσαν κινδύνους για την πραγματοποίηση του σχεδίου. Κατά συνέπεια, πληροφόρησαν τις αρχές του Μαλί ότι δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει το σχέδιο αν το έργο θα ανετίθετο στην ενάγουσα εταιρία.
9 Δεδομένου ότι οι αρχές του Μαλί αποφάσισαν τελικά να αναθέσουν το έργο σε άλλη εταιρία που είχε υποβάλει μειοδοτική προσφορά, οι ενάγοντες άσκησαν την παρούσα αγωγή, ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που τους προκάλεσε η Τράπεζα, επειδή αναμίχθηκε παρανόμως στις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη της συμβάσεως και επειδή παρέλειψε να ελέγξει τις πράξεις των υπαλλήλων της κατά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.
10 Το έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε αρχικά η εκδίκαση της υποθέσεως, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια του Δικαστηρίου προκειμένου αυτή να αποφανθεί προηγουμένως επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παρούσας αγωγής.
11 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας επαναλαμβάνονται κατωτέρω μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
12 Το Δικαστήριο διαπιστώνει, πρώτον, ότι η επίδικη πράξη της Τράπεζας ανάγεται στην εκτέλεση μιας συμβάσεως χρηματοδοτήσεως που συνήφθη από αυτήν για λογαριασμό της Κοινότητας στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της παρέχουν οι προαναφερθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της παροχής και διαχειρίσεως επισφαλών κεφαλαίων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο.
13 Δεύτερον, η Τράπεζα αποτελεί κοινοτικό οργανισμό που έχει ιδρυθεί από τη Συνθήκη (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1976, 110/75, Μills κατά ΕΤΕπ, Συλλογή τόμος 1976, σ. 371, σκέψη 14). 'Εχει ως αποστολή να συμβάλλει στην πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας και εντάσσεται, επομένως, δυνάμει της Συνθήκης, στο κοινοτικό πλαίσιο (απόφαση της 3ης Μαρτίου 1988, 85/86, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 1988, σ. 1281, σκέψη 29).
14 Κατά συνέπεια, οι πράξεις και παραλείψεις για τις οποίες ευθύνεται η Τράπεζα έναντι των εναγόντων κατά την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως χρηματοδοτήσεως καταλογίζονται στην Κοινότητα σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα κράτη μέλη και στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.
15 Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς την πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης να διαφεύγει η Κοινότητα, όταν ενεργεί μέσω κοινοτικού οργανισμού που έχει ιδρυθεί από τη Συνθήκη και είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί επ' ονόματι και για λογαριασμό της, των συνεπειών των διατάξεων του άρθρου 178 σε συνδυασμό με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, με τις οποίες αποσκοπείται η υπαγωγή στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των περιπτώσεων κατά τις οποίες μπορεί να στοιχειοθετείται η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, στο σύνολό της, έναντι τρίτων.
16 Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο όρος "όργανο" που χρησιμοποιείται στο άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι αφορά μόνον τα όργανα της Κοινότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά ότι καλύπτει επίσης, ενόψει του συστήματος της εξωσυμβατικής ευθύνης που έχει θεσπιστεί με τη Συνθήκη, τους κοινοτικούς οργανισμούς όπως η Τράπεζα.
17 Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παρούσας διαφοράς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω του άρθρου 180 της Συνθήκης, του οποίου οι ειδικές διατάξεις δεν έχουν ως αντικείμενο την αποκλειστική απαρίθμηση των περιπτώσεων κατά τις οποίες το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί διαφορών που αφορούν την Τράπεζα (προαναφερθείσα απόφαση Mills κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 16 και 17).
18 Ούτε το άρθρο 29 του Πρωτοκόλλου περί του Καταστατικού της Τράπεζας, κατά το οποίο οι διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των τρίτων επιλύονται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, εμποδίζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, καθόσον η διάταξη αυτή περιέχει ρητή επιφύλαξη υπέρ των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου.
19 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι, δυνάμει του άρθρου 178 της Συνθήκης, αρμόδιο να αποφανθεί επί της παρούσας αγωγής αποζημιώσεως.
20 Δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του προκριματικού ζητήματος της αρμοδιότητάς του, πρέπει η υπόθεση να αναπεμφθεί στο έκτο τμήμα προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της αγωγής κατ' ουσίαν:
1) Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παρούσας αγωγής.
2) Αναπέμπει την υπόθεση στο έκτο τμήμα.
3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.