Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0369

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 1991.
    Piageme και λοιποί κατά BVBA Peeters.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank van Koophandel Leuven - Βέλγιο.
    Ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ - Επισήμανση και παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον καταναλωτή - Επισήμανση στη γλώσσα της περιοχής εντός της οποίας διατίθενται προς πώληση τα προϊόντα.
    Υπόθεση C-369/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02971

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:256

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-369/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Το νομικό πλαίσιο

    Η οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους (στο εξής: οδηγία), προβλέπει την υποχρεωτική αναγραφή ορισμένων ενδείξεων για την πληροφόρηση και την προστασία των καταναλωτών (άρθρα 3 έως 11 ). Το άρθρο 14 ορίζει:

    « Τα κράτη μέλη απέχουν από το να καθορίζουν, πέρα από ό,τι προβλέπεται στα άρθρα 3 έως 11, τους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να αναγράφονται οι ενδείξεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2.

    Εντούτοις, τα κράτη μέλη πρέπει να απαγορεύουν το εμπόριο τροφίμων στην επικράτειά τους, αν οι ενδείξεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεν γράφονται σε γλώσσα εύκολα καταληπτή από τους αγοραστές, εκτός αν η πληροφόρηση του αγοραστή εξασφαλίζεται με άλλο τρόπο. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την αναγραφή των εν λόγω ενδείξεων σε πολλές γλώσσες. »

    Στο Βέλγιο, το άρθρο 10 του Βασιλικού Διατάγματος της 2ας Οκτωβρίου 1980, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του Βασιλικού Διατάγματος της 13ης Νοεμβρίου 1986, μεταφέρει την εν λόγω διάταξη στο εσωτερικό δίκαιο ως ακολούθως:

    « Οι ενδείξεις που προβλέπονται από το άρθρο 2 καθώς και όσες προβλέπονται από ειδικές ρυθμίσεις πρέπει να αναγράφονται τουλάχιστον στη γλώσσα ή τις γλώσσες της περιοχής στην οποία διατίθενται προς πώληση τα τρόφιμα. »

    2. Η διαφορά της κύριας δίκης

    Οι αιτούσες της κύριας δίκης, ήτοι η ένωση Piageme και οι εταιρίες SGGSEMF, Évian, Apollinaris και Vittel, εισάγουν και διανέμουν διάφορα γαλλικά μεταλλικά νερά στο Βέλγιο. Οι ανωτέρω θεωρούν ότι η εταιρία SPRL Peetere, καθής της κύριας δίκης, η οποία εμπορεύεται τα νερά αυτά στη φλαμανδόφωνη περιοχή, παραβαίνει τη βελγική νομοθεσία καθότι οι φιάλες τις οποίες πωλεί φέρουν ενδείξεις είτε στη γαλλική είτε στη γερμανική γλώσσα, ενώ στην περιοχή αυτή οι ενδείξεις πρέπει να γράφονται στα ολλανδικά, κατ' εφαρμογή του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος. Οι αιτούσες της κύριας δίκης, θεωρώντας ότι ζημιούνται, κλήτευσαν την καθής ενώπιον του rechtbank van koophandel te Leuven, κρίνοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και ζήτησαν να υποχρεωθεί, επί χρηματική ποινή, να παύσει τις πωλήσεις της.

    Η καθής υποστήριξε ότι το άρθρο 11 του Βασιλικού Διατάγματος της 13ης Νοεμβρίου 1986 αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 14 της οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι οι εν λόγω ενδείξεις πρέπει να γράφονται σε γλώσσα εύκολα καταληπτή από τους αγοραστές, εκτός αν η πληροφόρηση του αγοραστή εξασφαλίζεται με άλλο τρόπο.

    Η καθής θεωρεί ότι δεν είναι απολύτως απαραίτητη η επισήμανση στη γλώσσα του τόπου όπου πωλούνται τα εμπορεύματα, δεδομένου ότι το κριτήριο του άρθρου 14 της οδηγίας δεν έγκειται στη γλώσσα αλλά στην πληροφόρηση του καταναλωτή. Η καθής φρονεί ότι αποκλειστικός στόχος της διαδικασίας της κύριας δίκης είναι να παύσει η παράλληλη εισαγωγή προκειμένου να ενισχυθεί το μονοπώλιο των αιτουσών.

    Με Διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 1989, το rechtbank van koophandel te Leuven ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Αντίκειται το άρθρο 10 του Βασιλικού Διατάγματος της 2ας Οκτωβρίου 1980, όπως ισχύει σήμερα ως άρθρο 11 του Βασιλικού Διατάγματος της 13ης Νοεμβρίου 1986, στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ της 18ης Δεκεμβρίου 1978;»

    Οι αιτούσες άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω Διατάξεως παραπομπής.

    3. Η ενόκτιον τον ώκαστηρίον διαδικασία

    Η Διάταξη του rechtbank van koophandel te Leuven πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Δεκεμβρίου 1989.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν, στις 15 Μαρτίου 1990, οι αιτούσες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τους Guy Horsmans και Alois Puts, δικηγόρους Βρυξελλών, και, στις 20 Μαρτίου 1990, η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας.

    ΙΙ — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    1. Επί της αρμοδιότητας τον Δικαστηρίου

    Οι αιτούσες της κύριας σίκης προβάλλουν δύο επιχειρήματα. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το προδικαστικό ερώτημα, όπως είναι διατυπωμένο και στο μέτρο που ζητείται να εκτιμηθεί κατά πόσον μια εθνική διάταξη είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Δεύτερον, υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο, για να μην κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, προσπαθεί μεν να αναδιατυπώνει τα ερωτήματα που του υποβάλλονται και είναι διατυπωμένα με αδέξιο τρόπο, αλλά θα πρέπει η απάντηση των υποβαλλομένων ερωτημάτων να είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Όμως, οι αιτούσες θεωρούν ότι, καίτοι εναπόκειται στο παραπέμπον δικαστήριο να εκτιμήσει το αναγκαίο της υποβολής της προδικαστικών ερωτημάτων, το Δικαστήριο οφείλει εντούτοις να εξετάζει το αναγκαίο της υποβολής των ερωτημάτων.

    Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αυτή, οφείλει, κατά τις αιτούσες, να λαμβάνει υπόψη ορισμένα πραγματικά στοιχεία, τα οποία, στην υπό κρίση περίπτωση, συνίστανται στα εξής: πρώτον, το ζήτημα του συμφώνου του άρθρου 11 του Βασιλικού Διατάγματος με το κοινοτικό δίκαιο τίθεται μόνο στο μέτρο που οι διατυπωμένες στη γλώσσα της περιοχής του αγοραστή ενδείξεις των ετικεττών δεν μπορούν να αντικατασταθούν από εναλλακτική πληροφόρηση εξασφαλιζόμενη με άλλα μέσα, σύμφωνα με τη δυνατότητα που προβλέπει η οδηγία.

    Οι αιτούσες υποστηρίζουν, στη συνέχεια, ότι η καθής ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύει την ύπαρξη μέτρου το οποίο να καθιστά δυνατή την πληροφόρηση του αγοραστή· όμως — υπογραμμίζουν οι αιτούσες — η πληροφόρηση πρέπει να καλύπτει όλες τις προβλεπόμενες από τον νόμο ενδείξεις, οι οποίες δεν περιορίζονται στην ονομασία ενός προϊόντος, στα χαρακτηριστικά και τη σύνθεση του, αλλά περιλαμβάνουν και στοιχεία ως προς τη διάρκεια ενός προϊόντος και τον τρόπο διατηρήσεως του.

    Οι αιτούσες υποστηρίζουν, τέλος, ότι το αναγκαίο της υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να εκτιμάται από πλευράς κοινοτικού δικαίου. Από αυτό έπεται ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να εξετάζει επισταμένως τη διαφορά ενόψει του εσωτερικού δικαίου προτού υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο, ιδίως όταν η διαφορά της κύριας δίκης αφορά θέματα αποδείξεως, τα οποία διέπονται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο.

    2. Επί της ουσίας

    Οι αιτούσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το θέμα της επισημάνσεως των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή αποτέλεσε αντικείμενο εναρμονίσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ. και εφαρμόστηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τις επίδικες διατάξεις, και ότι, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30.

    Οι αιτούσες υπενθυμίζουν, στη συνέχεια, ότι η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη μια υποχρέωση αποτελέσματος, αφήνοντας τους ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του.

    Οι αιτούσες θεωρούν ότι η υποχρέωση αναγραφής των ενδείξεων στη γλώσσα της περιοχής του αγοραστή, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 11 του Βασιλικού Διατάγματος του 1986, ανταποκρίνεται εύλογα στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή διευκρινίσεων προς τους καταναλωτές όσον αφορά τα προϊόντα που αφορούν οι ετικέττες και στη συναφή εξασφάλιση της απαραίτητης ασφάλειας του δικαίου ενόψει της ποικιλίας των γλωσσών. Επιπλέον, η οδηγία επιβάλλει την υποχρέωση απαγορεύσεως της εμπορίας προϊόντων των οποίων η επισήμανση δεν είναι σύμφωνη προς την εν λόγω ρύθμιση. Αυτό δεν αποτελεί « υποχρέωση ανοχής », οπότε θα επιβαλλόταν στα κράτη μέλη να επιτρέπουν τις εύκολα καταληπτές από τον αγοραστή επισημάνσεις.

    Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 11 του Βασιλικού Διατάγματος αντίκειται στο άρθρο 14 της οδηγίας για δύο λόγους: αφενός, ενώ το άρθρο αυτό επιβάλλει τη διατύπωση της ετικέττας σε γλώσσα εύκολα καταληπτή από τους αγοραστές, η βελγική διάταξη ορίζει ότι οι ετικέττες μπορούν να είναι διατυπωμένες μόνο στη γλώσσα της περιοχής εντός της οποίας διατίθενται προς πώληση τα προϊόντα' αφετέρου, η βελγική ρύθμιση δεν προβλέπει την προσφερόμενη από την οδηγία δυνατότητα να μην επιβληθεί η χρήση γλώσσας εύκολα καταληπτής από τους αγοραστές αν η πληροφόρηση τους εξασφαλίζεται με άλλο τρόπο. Η Επιτροπή φρονεί ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον, στην υπό κρίση περίπτωση, η γαλλική ή η γερμανική γλώσσα μπορούν να θεωρηθούν ως γλώσσες « εύκολα καταληπτές ». Επιπλέον, ενόψει του σκοπού του άρθρου 14, θα πρέπει να δοθεί σημασία όχι στην ξένη γλώσσα αυτή καθαυτήν αλλά στο περιεχόμενο των ενδείξεων που αναγράφονται στην ετικέττα. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του διαφόρους παράγοντες: τη φύση του προϊόντος, την εξοικείωση του καταναλωτή με το προϊόν, τη γειτνίαση με σημεία πωλήσεως ευρισκόμενα σε άλλη γλωσσική περιοχή και, στην υπό κρίση περίπωση, το στοιχείο της πολυγλωσσίας στην περιοχή.

    Gordon Slynn

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 18ης Ιουνίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-369/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του rechtbank van koophandel te Leuven ( Βέλγιο ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    ASBL Piageme, ενώσεως παραγωγών, εισαγωγέων και γενικών αντιπροσώπων αλλοδαπών μεταλλικών νερών, και λοιπών

    και

    BVBA Peetere,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. C Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, G. C. Rodríguez Iglesias, Sir Gordon Slynn, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    οι αιτούσες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τους Guy Horsmans και Aloïs Puts, δικηγόρους Βρυξελλών,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των αιτουσών της κύριας δίκης, της BVBA Peeters, εκπροσωπούμενης από τη Joelle Danckaerts, δικηγόρο Λουβαίν, και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Δεκεμβρίου 1989, το rechtbank van koophandel te Leuven υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33 ).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της ενώσεως Groupement des producteurs, importateurs et agents généraux d' eaux minérales étrangères ( Piageme ), της Société générale des grandes sources et eaux françaises ( SGGSEMF ), και των εταιριών Évian, Apollinaris και Vittel (στο εξής: αιτούσες της κύριας δίκης), οι οποίες εισάγουν και διανέμουν διάφορα μεταλλικά νερά στο Βέλγιο, και, αφετέρου, της εταιρίας Peeters, εγκατεστημένης στη φλαμανδόφωνη περιοχή της χώρας αυτής, η οποία πωλεί εντός της περιοχής αυτής τα εν λόγω εμφιαλωμένα μεταλλικά νερά με ετικέττες γραμμένες αποκλειστικά στη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα.

    3

    Οι αιτούσες της κύριας δίκης, θεωρώντας ότι ζημιούνται, κλήτευσαν την εταιρία Peeters ενώπιον του rechtbank van koophandel te Leuven, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 10 του Βασιλικού Διατάγματος της 2ας Οκτωβρίου 1980, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο Π του Βασιλικού Διατάγματος της 13ης Νοεμβρίου 1986 ( Moniteur Belge της 2.12.1986, σ. 16317), και το οποίο έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά της προαναφερθείσας οδηγίας 79/112 στο βελγικό δίκαιο, ορίζει ότι οι προβλεπόμενες από τις ισχύουσες ρυθμίσεις ενδείξεις επί των ετικεττών πρέπει να είναι διατυπωμένες τουλάχιστον στη γλώσσα ή στις γλώσσες της περιοχής εντός της οποίας διατίθενται προς πώληση τα τρόφιμα.

    4

    Η εταιρία Peeters επικαλέστηκε το ασυμβίβαστο της βελγικής ρυθμίσεως με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 14 της προαναφερθείσας οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι οι εν λόγω ενδείξεις πρέπει να είναι γραμμένες « σε γλώσσα εύκολα καταληπτή από τους αγοραστές, εκτός αν η πληροφόρηση του αγοραστή εξασφαλίζεται με άλλο τρόπο». Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van koophandel te Leuven ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Αντίκειται το άρθρο 10 του Βασιλικού Διατάγματος της 2ας Οκτωβρίου 1980, όπως ισχύει σήμερα ως άρθρο 11 του Βασιλικού Διατάγματος της 13ης Νοεμβρίου 1986, στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ της 18ης Δεκεμβρίου 1978; »

    5

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η ισχύουσα ρύθμιση, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

    6

    Οι αιτούσες της κύριας δίκης αμφισβητούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προβάλλοντας δύο λόγους. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει το σύμφωνο των εθνικών διατάξεων προς το κοινοτικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, να απαντήσει στο ερώτημα που του υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο. Αφετέρου, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα είναι εντελώς απρόσφορο.

    7

    Επί του πρώτου σημείου, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι μεν αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφαίνεται επί του συμβιβαστού μιας εθνικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο, είναι, όμως, αρμόδιο να παρέχει στα εθνικά δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας που σχετίζονται με το εν λόγω δίκαιο και τους επιτρέπουν να εκτιμούν το συμβιβαστό αυτό προκειμένου να εκδίδουν αποφάσεις στις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση τους ( βλ. π.χ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1990, υπόθεση 373/89, Caisse d'assurances sociales pour travailleurs indépendants « Integrity », Συλλογή 1990, σ. Ι-4243, σκέψη 9).

    8

    Με το προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 14 της οδηγίας 79/112 απαγορεύεται να επιβάλλει νομοθεσία κράτους μέλους τη χρήση της γλώσσας της περιοχής εντός της οποίας τα τρόφιμα διατίθενται προς πώληση και να απαγορεύει την ενδεχόμενη χρήση άλλης γλώσσας εύκολα καταληπτής από τους αγοραστές ή οποιαδήποτε άλλη παρέκκλιση στην περίπτωση που η πληροφόρηση των αγοραστών εξασφαλίζεται με άλλα μέσα.

    9

    Με τον δεύτερο ισχυρισμό τους, οι αιτούσες της κύριας δίκης διατείνονται ότι η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δεν έγκειται στο το αν η βελγική ρύθμιση έπρεπε να προβλέπει την κατ' εξαίρεση δυνατότητα της εξασφαλίσεως της πληροφορήσεως των αγοραστών με άλλα μέσα εκτός της διατυπώσεως της ετικέττας στη γλώσσα της περιοχής, αλλά το κατά πόσον, στο μέτρο που παρέχεται αυτή η κατ' εξαίρεση δυνατότητα, υφίστανται άλλα μέσα που να εξασφαλίζουν αποτελεσματικά αυτή την πληροφόρηση. Συνεπώς, το αντικείμενο της διαφοράς είναι ζήτημα αποδείξεως το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα μόνο των εθνικών δικαστηρίων και όχι του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο, ως εκ τούτου, υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα αλυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

    10

    Αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μόνο στα εθνικά δικαστήρια στα οποία έχει υποβληθεί η διαφορά και τα οποία αναλαμβάνουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί εναπόκειται να εκτιμούν, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσουν να εκδώσουν την απόφαση τους όσο και τον κρίσιμο χαρακτήρα των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια αφορούν την ερμηνεία διατάξεως κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο είναι, κατ' αρχήν, υποχρεωμένο να αποφανθεί ( απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, υπόθεση 231/89, Gmurzynska, Συλλογή 1990, σ. Ι-4003, σκέψη

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    11

    Οι αιτούσες της κύριας δίκης θεωρούν ότι η υποχρέωση διατυπώσεως των ετικεττών στη γλώσσα της περιοχής εντός της οποίας τα προϊόντα διατίθενται προς πώληση ανταποκρίνεται εύλογα στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή διευκρινίσεων προς τους καταναλωτές όσον αφορά τα πωλούμενα προϊόντα και στη συναφή εξασφάλιση της απαραίτητης ασφάλειας του δικαίου ενόψει της ποικιλίας των γλωσσών που χρησιμοποιούνται σε ορισμένη περιοχή. Οι αιτούσες υπογραμμίζουν ότι το άρθρο 14 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαγορεύουν την εμπορία προϊόντων των οποίων η επισήμανση δεν είναι σύμφωνη προς την ισχύουσα ρύθμιση και δεν περιορίζεται στην επιβολή απλής υποχρεώσεως ανοχής επιτρέποντας τις επισημάνσεις που είναι εύκολα καταληπτές από τον αγοραστή.

    12

    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρέωση η οποία επιβάλλεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 14 της οδηγίας συνίσταται στο να « απαγορεύουν το εμπόριο [ των προϊόντων αυτών] στην επικράτεια τους » αν οι προβλεπόμενες ενδείξεις « δεν γράφονται σε γλώσσα εύκολα καταληπτή από τους αγοραστές, εκτός αν η πληροφόρηση του αγοραστή εξασφαλίζεται με άλλο τρόπο ».

    13

    Η μόνη, συνεπώς, υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη είναι να απαγορεύουν το εμπόριο των προϊόντων των οποίων η επισήμανση δεν είναι εύκολα καταληπτή από τους αγοραστές και όχι να επιβάλλουν τη χρήση ορισμένης γλώσσας.

    14

    Ασφαλώς, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, δεν αντίκεινται στο άρθρο αυτό εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν, για την πληροφόρηση του καταναλωτή, παρά μόνο τη χρήση της γλώσσας ή των γλωσσών της περιοχής εντός της οποίας διατίθενται προς πώληση τα προϊόντα, στο μέτρο που ένας τέτοιος κανόνας παρέχει στους αγοραστές τη δυνατότητα να κατανοούν εύκολα τις ενδείξεις που φέρουν τα προϊόντα. Πράγματι, η γλώσσα της περιοχής εμφανίζεται ως η πλέον « εύκολα καταληπτή ».

    15

    Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 14 θα παρέβλεπε τον σκοπό της οδηγίας. Πράγματι, από τις τρεις πρώτες αιτιολογικές της σκέψεις προκύπτει ότι η οδηγία 79/112 αποσκοπεί κυρίως στην εξάλειψη των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και οι οποίες εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων. Ενόψει αυτού ακριβώς του σκοπού, το άρθρο 14 περιορίζεται να επιβάλλει τη χρήση μιας γλώσσας εύκολα καταληπτής από τους αγοραστές προβλέποντας, εξάλλου, ότι η είσοδος τροφίμων στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να επιτραπεί, σε περίπτωση που οι κατάλληλες ενδείξεις δεν είναι γραμμένες σε εύκολα καταληπτή γλώσσα, « αν η πληροφόρηση του αγοραστή εξασφαλίζεται με άλλο τρόπο ».

    16

    Από τα ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι η επιβολή αυστηρότερης υποχρεώσεως από την υποχρέωση χρησιμοποιήσεως εύκολα καταληπτής γλώσσας, ήτοι π. χ. η επιβολή της αποκλειστικής χρήσεως της γλώσσας της περιοχής και, αφετέρου, η μη παροχή της δυνατότητας εξασφαλίσεως της πληροφορήσεως του καταναλωτή με άλλα μέσα βαίνουν πέραν των επιταγών της οδηγίας. Η υποχρέωση της αποκλειστικής χρησιμοποιήσεως της γλώσσας της περιοχής αποτελεί μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών, το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 30 της Συνθήκης.

    17

    Κατά συνέπεια, στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου προκήκει η απάντηση ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ απαγορεύουν στις εθνικές νομοθεσίες να επιβάλλουν την αποκλειστική χρήση ορισμένης γλώσσας για την επισήμανση των τροφίμων χωρίς να προβλέπουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως μιας άλλης γλώσσας εύκολα καταληπτής από το αγοραστικό κοινό ή τη δυνατότητα εξασφαλίσεως της πληροφορήσεως του αγοραστή με άλλα μέσα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    18

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που υπέβαλε το rechtbank van koophandel te Leuven με Διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 1989, αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 14 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και για τη διαφήμιση τους, απαγορεύουν στις εθνικές νομοθεσίες να επιβάλλουν την αποκλειστική χρήση ορισμένης γλώσσας για την επισήμανση των τροφίμων χωρίς να προβλέπουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως μιας άλλης γλώσσας εύκολα καταληπτής από το αγοραστικό κοινό ή τη δυνατότητα εξασφαλίσεως της πληροφορήσεως του αγοραστή με άλλα μέσα.

     

    Moitinho de Almeida

    Rodríguez Iglesias

    Slynn

    Grévisse

    Zuleeg

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιουνίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

    J. C. Moitinho de Almeida


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top