Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0281

Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1991.
Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εκκαθάριση των λογαριασμών ΕΓΤΠΕ - Οικονομικό έτος 1986 - Έξοδα χρωματισμού των σιτηρών.
Υπόθεση C-281/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-00347

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:59

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-281/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλαίσιο

α) Το σύστημα χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής

1.

0 κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ). Το πρώτο άρθρο προβλέπει ότι το τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΠΕ) χρηματοδοτεί τις επιστροφές κατά την εξαγωγή προς τρίτες χώρες και τις παρεμβάσεις για τη ρύθμιση των γεωργικών αγορών. Οι παρεμβάσεις αυτές πραγματοποιούνται, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών.

2.

Το άρθρο 4 ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποδεικνύουν τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς που εξουσιοδοτούν για τις δαπάνες που προβλέπονται στο άρθρο 3. Οι ετήσιες εκθέσεις αυτών των υπηρεσιών και οργανισμών, που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή, εκκαθαρίζονται από αυτήν κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β. Τα κράτη μέλη της προσκομίζουν επίσης τα αναγκαία για την εκκαθάριση αυτή έγγραφα.

3.

Κατά το άρθρο 9 τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής κάθε πληροφορία για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΓΤΠΕ. Εξάλλου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν το δικαίωμα να πραγματοποιούν επιτόπιους ελέγχους, κατά τους οποίους έχουν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που αφορούν δαπάνες χρηματοδοτούμενες από το ΕΓΤΠΕ.

4.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1723/72 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1972, περί εκκαθαρίσεως λογαριασμών για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, τμήμα Εγγυήσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/008, σ. 115 ), ορίζει τις λεπτομέρειες ως προς τους ετήσιους λογαριασμούς που διαβιβάζονται στην Επιτροπή, προκειμένου αυτή να μπορέσει να εκδώσει την εκκαθαριστική απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70. Το άρθρο 8, στοιχείο α, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1723/72 διευκρινίζει ότι η απόφαση αυτή πρέπει να περιέχει τον καθορισμό του ποσού των δαπανών που πραγματοποιούνται σε κάθε κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του οικείου έτους και αναγνωρίζεται ότι επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων.

5.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1883/78 του Συμβουλίου, της 2ας Αυγούστου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/022, σ. 91 ), περιέχει τους γενικούς κανόνες χρηματοδοτήσεως των παρεμβάσεων από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων. Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 3247/81 του Συμβουλίου, της 9ης Νοεμβρίου 1981 (ΕΕ L 327, σ. 1 ), καθορίζει, σύμφωνα προς το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1883/78, ορισμένους κανόνες και προϋποθέσεις που διέπουν τους ετήσιους λογαριασμούς των οργανισμών παρεμβάσεως, και ιδίως τους συνδεόμενους με μέτρα παρεμβάσεως που συνίστανται στην αγορά, την αποθεματοποίηση και την πώληση των γεωργικών προϊόντων από τους οργανισμούς παρεμβάσεως. Ο κανονισμός αναφέρει στο παράρτημα Ι τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στη χρέωση ( δαπάνες ) των ετησίων λογαριασμών και διευκρινίζει, υπό τον τίτλο Ι, «Εξοδα υλικών ενεργειών», τα έξοδα που εκφράζονται ως κατ' αποκοπή ποσά.

β) Ο χρωματισμός του μαλακού αρτοποιή-σιμου σίτου

6.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 958), προβλέπει κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των σιτηρών. Στο πλαίσιο αυτής της κοινής οργανώσεως, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 17 Μαΐου 1976, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1146/76 περί των ειδικών μέτρων παρεμβάσεως στον τομέα των σιτηρών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 102). Τα μέτρα αυτά αφορούν τα σιτηρά για τα οποία υφίσταται, σε ορισμένες περιοχές της Κοινότητας, κίνδυνος μαζικής προσφοράς στην παρέμβαση.

7.

Το 1983, το Συμβούλιο έκρινε αναγκαίο να θεσπίσει ειδικά μέτρα λόγω αισθητής αυξήσεως των αποθεμάτων μαλακού σίτου στα κύρια παράγωγα κράτη μέλη και λόγω του κινδύνου η αύξηση αυτή να παρεμποδίσει, κατά τη συγκομιδή 1983/1984, τους μηχανισμούς παρεμβάσεως στα κράτη αυτά. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1322/83 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 1983, για τη μεταφορά 550000 τόνων μαλακού αρτοποιήσιμου σίτου που έχουν στην κατοχή τους ο γαλλικός και ο γερμανικός οργανισμός παρεμβάσεως ( ΕΕ L 138, σ. 63 ) προβλέπει, σ' αυτό το πλαίσιο, ότι ορισμένες ποσότητες μαλακού σίτου που βρίσκονται στην κατοχή οργανισμών παρεμβάσεως στη Γαλλία και τη Γερμανία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για ζωοτροφές, θα μεταφερθούν σε ορισμένες ελλειμματικές περιοχές της Κοινότητας.

8.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2794/83, της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 1983, που αφορά τη θέση προς πώληση στην εσωτερική αγορά 450000 τόνων μαλακού αρτοποιήσιμου σίτου που έχει στην κατοχή του ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1687/76 ( ΕΕ 1983, L 274, σ. 18), καθορίζει τις λεπτομέρειες της μεταφοράς και τη διάθεση προς πώληση για την Ιταλία. Το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, έχει ως σκοπό να διευκολύνει τον έλεγχο της χρησιμοποιήσεως του σίτου αυτού για ζωοτροφές. Προβλέπει προς τούτο ότι « ο οργανισμός παρεμβάσεως χρωματίζει τα σιτηρά, για να είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν. Αυτός ο χρωματισμός πρέπει να κοστίζει όσο το δυνατόν λιγότερο ».

2. Τα πραγματικά περιστατικά

9.

Ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως ( ΑΙΜΑ — Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo) υπολόγισε σε 6,15 ECU ανά τόνο τα έξοδα που προκλήθηκαν από τον χρωματισμό που προβλέπεται στον κανονισμό 2794/83 και ζήτησε τη χρηματοδότηση τους από το ΕΓΤΠΕ (3682607099 ιταλικές λίρες για τη συνολική ποσότητα ).

10.

Κατά τη σύσκεψη της επιτροπής διαχειρίσεως « Σιτηρά », της 15ης Δεκεμβρίου 1983, η Επιτροπή γνωστοποίησε στον ΑΙΜΑ την πρόθεση της να προβεί σε κατ' αποκοπή χρηματοδότηση των δαπανηθέντων ποσών. Στις 20 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, η Ιταλική Κυβέρνηση απηύθυνε στην Επιτροπή τηλετύπημα, με το οποίο αντιτάχθηκε σε μια τέτοια χρηματοδότηση. Με δύο άλλα τηλετυπήματα, της 7ης Ιανουαρίου και της 5ης Οκτωβρίου 1984, προσκόμισε στην Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία των εξόδων χρωματισμού, το είδος και το κόστος του χρησιμοποιηθέντος χρωστικού, το κόστος διαλύσεως, τα έξοδα εξοπλισμού και βεβαιώσεως και δαπάνες εξόδου από τις σιταποθήκες.

11.

Η Επιτροπή ενέμεινε, ωστόσο, στην άποψη της. Αποφάσισε, πράγματι, στις 7 Ιουνίου 1985, να προβεί στην κατ' αποκοπή χρηματοδότηση των εξόδων χρωματισμού, ορίζοντας το ποσό των 1,17 ECU ανά τόνο επεξεργασμένων σιτηρών, που υπολογίστηκε σύμφωνα με το σύστημα που ίσχυε για τα έξοδα αποθεματοποιήσεως των προϊόντων παρεμβάσεως που προβλέπεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 3247/81. Η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατ' εφαρμογή του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ κατά της αποφάσεως αυτής, ζητώντας την ακύρωση της. Το Δικαστήριο, με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988 (256/85, Συλλογή 1988, σ. 521 ), δέχτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1985, κατά το μέτρο που αυτή εφαρμόζεται σε πράξη χρωματισμού προβλεπόμενη στον κανονισμό 2794/83.

12.

Για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο, στις 15 Απριλίου 1988, προς τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη με το οποίο τα καλούσε να της γνωστοποιήσουν τις δαπάνες που πράγματι πραγματοποιήθηκαν για τον χρωματισμό των σιτηρών κατά τα οικονομικά έτη 1983, 1984, 1985 και 1986, προσκομίζοντας επίσης τις αποδείξεις για το ότι η επιλεγείσα μέθοδος χρωματισμού ήταν η λιγότερο δαπανηρή. Όλα τα κράτη μέλη ανταποκρίθηκαν σ' αυτή την πρόσκληση, εκτός της Ιταλίας.

13.

Κατά τη διάρκεια επισκέψεως των κοινοτικών υπαλλήλων στον ΑΙΜΑ, στα τέλη Οκτωβρίου 1988, η Επιτροπή μπόρεσε, ωστόσο, να λάβει ορισμένες πληροφορίες εκ μέρους των ιταλικών αρχών. Διαπιστώθηκε ότι οι πράξεις χρωματισμού διενεργήθηκαν μεταξύ 26 Οκτωβρίου 1983 και 6 Οκτωβρίου 1986. Πραγματοποιήθηκαν χωριστά από τους υπευθύνους των υπηρεσιών αποθεματοποιήσεως για λογαριασμό του ΑΙΜΑ και, καθώς το προϊόν εξερχόταν από την αποθήκη για να αναλυθεί, από τους αγοραστές. Ο ΑΙΜΑ ανέθεσε τον έλεγχο των κατ' ιδίαν αυτών πράξεων στη Société générale de surveillance της Γενεύης, που εξέδωσε πιστοποιητικό χρωματισμού για κάθε παρτίδα που διετέθη στο εμπόριο. Ο ΑΙΜΑ δεν ήλθε ποτέ σε επαφή με άλλες επιχειρήσεις για τη διενέργεια πράξεων χρωματισμού.

14.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε, στις 26 Νοεμβρίου 1988, ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες με τηλετύπημα, πρότεινε, με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 1989, βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεση της, να επιβαρυνθεί το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που δήλωσε η Ιταλία μέχρι ποσού 1,17 ECU ανά τόνο, ελλείψει αποδείξεως για το ότι η επιλεγείσα μέθοδος χρωματισμού ήταν η φτηνότερη δυνατή. Παρά τις αντιρρήσεις των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη θέση της με έγγραφο της 13ης Απριλίου 1989, διευκρινίζοντας ότι η μόνη νομοθετική διάταξη που πρέπει να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό του ποσού που θα επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ λόγω χρωματισμού των σιτηρών είναι το άρθρο 5 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2794/83, που προβλέπει χρηματοοικονομικό όριο της κοινοτικής ενισχύσεως, καθοριζόμενο σε συνάρτηση προς τη φθηνότερη δυνατή μέθοδο, και επιβάλλει στο κράτος μέλος το βάρος να αποδείξει ότι η εφαρμο-σθείσα μέθοδος δεν υπερβαίνει, πράγματι, το καθορισθέν ανώτατο όριο. Η άποψη αυτή εκφράζεται, τέλος, με την απόφαση 89/418/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1989, που τροποποίησε την απόφαση 88/630/ΕΟΚ σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 192, σ. 33 ).

II — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 1989, η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε την παρούσα προσφυγή κατά της αποφάσεως 89/418.

16.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Αποφάσισε, ωστόσο, να απευθύνει τις εξής ερωτήσεις στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:

« 1)

Σε ποια στοιχεία στηρίχτηκε η Επιτροπή, που υπολόγισε ότι οι δηλωθείσες από την Ιταλία δαπάνες χρωματισμού ανέρχονται σε 1,17 ECU ανά τόνο;

2)

Στις 15 Απριλίου 1988 η Επιτροπή κάλεσε τα κράτη μέλη να της γνωστοποιήσουν τις δαπάνες που πράγματι έγιναν για τον χρωματισμό των σιτηρών κατά τα οικονομικά έτη 1983, 1984, 1985 και 1986 και να της προσκομίσουν αποδείξεις για το ότι η επιλεγείσα μέθοδος χρωματισμού ήταν η φθηνότερη. Ποια δεδομένα, περιέχοντα στοιχεία ιδίως συγκρίσεως των τιμών, προσκομίστηκαν από τα κράτη μέλη εκτός της Ιταλίας, και ιδίως από τη Γαλλία, κατόπιν της προσκλήσεως αυτής; »

17.

Η Ιταλική Κνβερνηοη ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση 89/418, ως προς το σημείο 1.2 που αφορά τα έξοδα χρωματισμού των σιτηρών·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

19.

Η Ιτιχλική Κνβερνηοη προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της προσφυγής της. Με τον πρώτο λόγο ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, αγνόησε το δεδικασμένο. Η απόφαση του Δικαστηρίου, της 4ης Φεβρουαρίου 1988, που ακύρωσε μερικώς την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Ιουνίου 1985, είχε θέσει οριστικώς τέρμα στη συζήτηση σχετικά με τα έξοδα χρωματισμού. Το γεγονός ότι στη σκέψη 18 της αποφάσεως αυτής διευκρινίζεται ότι η επιστροφή της πραγματικής δαπάνης προϋποθέτει ότι η δαπάνη αυτή αντιπροσωπεύει το μικρότερο δυνατό κόστος, δεν μπορεί να ανοίξει εκ νέου τη συζήτηση αφού το ύψος των δηλωθέντων από την Ιταλία εξόδων δεν αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως αυτής, ακριβώς επειδή η Επιτροπή δεν το είχε αμφισβητήσει. Η Επιτροπή δεν μπορεί να επανορθώσει την παράλειψη της, αμφισβητώντας τώρα το ενδεδειγμένο των δηλωθεισών δαπανών, επειδή το δεδικασμένο καλύπτει όχι μόνο τους ισχυρισμούς που πράγματι προβλήθηκαν από τους διαδίκους, αλλά και όσους θα μπορούσαν να προβληθούν αλλά δεν προβλήθηκαν.

20.

Ο δεύτερος λόγος της Ιταλικής Κυβερνήσεως αφορά το βάρος αποδείξεως του ότι οι δαπάνες χρωματισμού αντιπροσωπεύουν το μικρότερο δυνατό κόστος. Παρατηρεί συναφώς ότι η ιταλική διοίκηση προσκόμισε στην Επιτροπή την απόδειξη της πραγματικής δαπάνης αναφέροντας τα στοιχεία του υπολογισμού της και ότι δεν ήταν ανάγκη να προσκομίσει και άλλες αποδείξεις. Θεωρεί ότι καμιά κοινοτική διάταξη δεν επιβάλλει διενέργεια διαγωνισμού για τις πράξεις χρωματισμού. Κατά την άποψη της δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερη τιμή μέσω τέτοιας διαδικασίας. Οι αναλύσεις κόστους που ελήφθησαν υπόψη από την ιταλική διοίκηση παρέχουν ήδη, κατά τη γνώμη της, τα αναγκαία εχέγγυα αποτελεσματικότητας.

21.

Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει συναφώς ότι η προκήρυξη διαγωνισμού όχι μόνο θα καθυστερούσε την παράδοση των σιτηρών στους αγοραστές, αλλά, επιπλέον, θα ήταν ανώφελη. Οι αγοραστές που ενήργησαν πράξεις χρωματισμού αναγνωρίστηκαν ήδη από τον ΑΙΜΑ ως αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί, όταν ο οργανισμός αυτός τους ανέθεσε τις σχετικές με την αποθήκευση των σιτηρών εργασίες. Επειδή οι αγοραστές αυτοί εισέπρατταν όλοι κατ' αποκοπή αντιστάθμισμα για τις υπηρεσίες που παρείχαν συναφώς, ήταν εύλογο, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, να τους προσφερθεί επίσης μια και η αυτή αμοιβή για τις πράξεις χρωματισμού.

22.

Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η χρησιμοποιηθείσα χρωστική ουσία θα ήταν λιγότερο δαπανηρή, αν είχε αγοραστεί στο σύνολο της από τον ΑΙΜΑ αντί από τους διαφόρους υπευθύνους για την αποθήκευση, κατ' ιδίαν. Κατά τη γνώμη της κυβερνήσεως, ο ΑΙΜΑ, ως οργανισμός παρεμβάσεως, δεν έχει ως αποστολή να αγοράζει αυτό το είδος προϊόντος.

23.

Υπό τις ιδιάζουσες αυτές συνθήκες στην Επιτροπή εναπέκειτο, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, να αποδείξει συγκεκριμένα γιατί οι δηλωθείσες δαπάνες δεν αντιπροσώπευαν το μικρότερο δυνατό κόστος και να διευκρινίσει γιατί οι δαπάνες ήταν απαράδεκτες. Η απλή αναφορά στην κατάσταση άλλων κρατών μελών στα οποία τα έξοδα χρωματισμού ήταν χαμηλότερα, δεν παρέχει σαφή εξήγηση συναφώς, επειδή η αναφορά αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών.

24.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πρώτος λόγος της Ιταλικής Κυβερνήσεως είναι αβάσιμος. Το ζήτημα του ελαχίστου ύψους των δαπανών δεν τέθηκε ούτε εξετάστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988. Το ερώτημα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας δίκης είχε, εξάλλου, κατά την Επιτροπή, μείνει ρητώς ανοικτό στη σκέψη 18 της αποφάσεως αυτής.

25.

Ο δεύτερος λόγος είναι επίσης αλυσιτελής κατά την Επιτροπή. Το άρθρο 5 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2794/83 επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση ως προς το αποτέλεσμα' ο χρωματισμός πρέπει να πραγματοποιηθεί με τα λιγότερα δυνατά έξοδα. Μολονότι είναι ακριβές ότι η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την προκήρυξη διαγωνισμού, παραμένει το γεγονός ότι το επιβαλλόμενο αποτέλεσμα προϋποθέτει οπωσδήποτε υποχρέωση συγκρίσεως για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι οι ιταλικές αρχές δεν τήρησαν αυτήν την υποχρέωση συγκρίσεως και ότι οι πράξεις χρωματισμού δεν διενεργήθηκαν, επομένως, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι σε περίπτωση τέτοιας πλημμέλειας η νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Μαρτίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, 347/85, Συλλογή 1988, σ. 1749) της επιτρέπει να αρνηθεί χωρίς άλλο την επιστροφή. Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει ότι προτίμησε, πάντως, για λόγους δικαιοσύνης, να λάβει υπόψη τη δαπάνη που θα προέκυπτε από μια αποτελεσματικότερη εκπλήρωση. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει είτε ότι πληρούνταν, παρ' όλ' αυτά, οι προϋποθέσεις επιστροφής είτε ότι ο υπολογισμός της δαπάνης από την Επιτροπή ήταν άδικος.

26.

Εν προκειμένω, οι ιταλικές αρχές δεν απέδειξαν τίποτε συναφώς. Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι ο τρόπος ενέργειας των αρχών αυτών ήταν ίσως ο ευκολότερος, αλλά οπωσδήποτε όχι ο λιγότερο δαπανηρός. Οι δαπάνες χρωματισμού που δηλώθηκαν από την Ιταλία είναι 34 φορές μεγαλύτερες από τις δηλωθείσες από την Ιρλανδία, το λιγότερο ακριβό κράτος μέλος. Αν η Ιταλία είχε αφήσει να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, θα μπορούσαν να περιοριστούν οι δαπάνες. Η Επιτροπή θεωρεί συναφώς ότι δεν είναι πειστικός ο ισχυρισμός ότι η προκήρυξη διαγωνισμού θα είχε καθυστερήσει ανώφελα την παράδοση των σιτηρών στους αγοραστές, αφού οι παραδόσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος τριών σχεδόν ετών.

IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

1. Απάντηση στην πρώτη ερώτηση

27.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τον υπολογισμό των δαπανών χρωματισμού που δηλώθηκαν από την Ιταλία το κατ' αποκοπήν ποσό που είχε καθορίσει καταρχάς. Ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού αντιστοιχούσε στον σταθμισμένο μέσον όρο των δαπανών που δηλώθηκαν από τα κράτη μέλη, κατόπιν εκπτώσεως του προδήλως υπερβολικού κόστους.

2. Απάντηση στη όεντερη ερώτηση

28.

Η Επιτροπή προσκόμισε τα στοιχεία που της διαβίβασε το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ιδίως από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε το λιγότερο δαπανηρό από τα δύο επιτρεπόμενα χρωστικά, ζήτησε τις προσφορές έξι προμηθευτών και επέλεξε τη φθηνότερη, ότι η Ιρλανδία επέλεξε το φθηνότερο χρωστικό και ότι οι βελγικές και γερμανικές αρχές απέδειξαν, επίσης, ότι προσπάθησαν να το αγοράσουν στην καλύτερη τιμή. Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν παρέσχε, αντίθετα, διευκρινίσεις ως προς τις εφαρμο-σθείσες συγκριτικές μεθόδους.

P. J. G. Kapteyn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 19ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-281/89,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου των Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, νομικό σύμβουλο του κράτους, με τόπο επιδόσεως στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους Dierk Booss και Giuliano Marenco, νομικούς συμβούλους, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 89/418/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1989, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών, όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 192, σ. 33 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, G. C. Rodríguez Iglesias και Μ. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Νοεμβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 1989, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 89/418/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1989, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών, όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 192, σ. 33 ).

2

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1322/83 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 1983, για τη μεταφορά 550000 τόνων μαλακού αρτοποιήσιμου σίτου που έχουν στην κατοχή τους ο γαλλικός και ο γερμανικός οργανισμός παρεμβάσεως, προβλέπει, μεταξύ άλλων μέτρων, τη μεταφορά 450000 τόνων του σίτου αυτού από τον γαλλικό οργανισμό παρεμβάσεως στον ιταλικό οργανισμό παρεμβάσεως, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για ζωοτροφή.

3

Το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2794/83 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 1983, που αφορά τη θέση προς πώληση στην εσωτερική αγορά 450000 μαλακού αρτοποιήσιμου σίτου που έχει στην κατοχή του ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1687/76 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/016, σ. 6 ), ορίζει ότι « (... ) για να διευκολυνθεί ο έλεγχος της χρησιμοποιήσεως των σιτηρών για τη διατροφή των ζώων, ο ενδιαφερόμενος οργανισμός παρεμβάσεως χρωματίζει τα σιτηρά, για να είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν » και ότι « αυτός ο χρωματισμός πρέπει να κοστίζει όσο το δυνατόν λιγότερο ».

4

Ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως, Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (στο εξής: ΑΙΜΑ), υπολόγισε σε 6,15 ECU ανά τόνο τα έξοδα που συνεπάγεται η πράξη χρωματισμού που επιβάλλεται με τον κανονισμό 2794/83 και ζήτησε την επιστροφή τους από το ΕΓΤΠΕ ( 3682607099 ιταλικές λίρες για τη συνολική ποσότητα ).

5

Η Επιτροπή υπολόγισε ότι τα έξοδα χρωματισμού έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο κατ' αποκοπήν επιστροφής της οποίας όρισε το ύψος, με απόφαση της 7ης Ιουνίου 1985, σε 1,17 ECU ανά τόνο επεξεργασμένων σιτηρών. Η Ιταλική Κυβέρνηση αντιτάχθηκε σ' αυτή τη μέθοδο επιστροφής και άσκησε, ενώπιον του Δικαστηρίου, προσφυγή κατ' εφαρμογή του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, ζητώντας να ακυρωθεί αυτή η απόφαση. Το Δικαστήριο, με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Ιταλία κατά Επιτροπής (256/85, Συλλογή 1988, σ. 521 ), δέχτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση, κατά το μέτρο που εφαρμοζόταν στην πράξη χρωματισμού που προβλέπεται στον κανονισμό 2794/83 της Επιτροπής.

6

Για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής η Επιτροπή ζήτησε, με τηλετύπημα της 15ης Απριλίου 1988, από την Ιταλική Δημοκρατία και τα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, να της γνωστοποιήσουν προ της 29ης Απριλίου 1988 τις δαπάνες στις οποίες πράγματι υποβλήθηκαν για τον χρωματισμό των σιτηρών κατά τα έτη 1983, 1984, 1985 και 1986 και να της προσκομίσουν επίσης αποδείξεις περί του ότι η εφαρμοσθείσα μέθοδος χρωματισμού ήταν η λιγότερο δαπανηρή. Η Ιταλία δεν ανταποκρίθηκε σ' αυτό το αίτημα.

7

Κατά τη διάρκεια της επισκέψεως των κοινοτικών υπαλλήλων στον ΑΙΜΑ, στα τέλη Οκτωβρίου 1988, η Επιτροπή έλαβε, ωστόσο, ορισμένες πληροφορίες εκ μέρους των ιταλικών αρχών. Αποδείχτηκε ότι οι πράξεις χρωματισμού διενεργήθηκαν από τις 26 Οκτωβρίου 1983 μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 1986. Πραγματοποιήθηκαν χωριστά από τους υπευθύνους των υπηρεσιών αποθηκεύσεως για λογαριασμό του ΑΙΜΑ και κατά την έξοδο του προϊόντος από την αποθήκη προκειμένου να αναληφθεί από τους αγοραστές. Ο ΑΙΜΑ ανέθεσε τον έλεγχο των κατ' ιδίαν αυτών πράξεων σε ιδιωτική εταιρία, που παρέδωσε πιστοποιητικό χρωματισμού για κάθε παρτίδα που διετέθη στο εμπόριο. Ο ΑΙΜΑ δεν ήλθε ποτέ σε επαφή με άλλες επιχειρήσεις για τη διενέργεια των πράξεων χρωματισμού.

8

Στις 26 Νοεμβρίου 1988 οι ιταλικές αρχές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές αντιστοιχούν στις πληροφορίες που είχε ήδη προσκομίσει ο ΑΙΜΑ με δύο άλλα τηλετυπήματα, της 7ης Ιανουαρίου και της 5ης Οκτωβρίου 1984, και αφορούν την ανάλυση των εξόδων χρωματισμού.

9

Η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύνολο των πληροφοριών αυτών δεν αποτελούσε απόδειξη του ότι η μέθοδος που εφαρμόσθηκε από τον ΑΙΜΑ ήταν η φθηνότερη δυνατή και ότι, επομένως, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του κανονισμού 2794/83. Παρά τις αντιρρήσεις των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή εξέδωσε τελικά, στις 26 Ιουνίου 1989, την επίδικη απόφαση, που επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που δήλωσε η Ιταλική Δημοκρατία μέχρις ύψους 1,17 ECU ανά τόνο χρωματισμένων σιτηρών.

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

11

Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, άνοιξε, πρώτον, εκ νέου τη συζήτηση που είχε οριστικά κλείσει με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1988. Η Επιτροπή παραβίασε έτσι την αρχή του δεδικασμένου. Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι προσκόμισε απόδειξη πραγματικής δαπάνης και ότι στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει συγκεκριμένα γιατί οι δηλωθείσες δαπάνες δεν αντιπροσώπευαν το μικρότερο δυνατό κόστος.

Ως προς την ισχύ του δεδικασμένου

12

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση η Επιτροπή έπρεπε να αμφισβητήσει το ύψος των εκδη-λωθεισών δαπανών κατά τη διάρκεια της δίκης που κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988. Δεν μπορεί να επανορθώσει τώρα την παράλειψη της αμφισβητώντας το σύννομο αυτών των δαπανών. Πράγματι, το δεδικασμένο καλύπτει όχι μόνο τους ισχυρισμούς που πράγματι προβλήθηκαν από τους διαδίκους, αλλά και τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να προβληθούν αλλά δεν προβλήθηκαν.

13

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Η υπόθεση 256/85 αφορούσε τη νόμιμη δυνατότητα της Επιτροπής να επιστρέψει τις δαπάνες χρωματισμού βάσει κατ' αποκοπήν υπολογισμού. Μόνο μετά την αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορούσε η Επιτροπή να θέσει το ζήτημα αν ο χρωματισμός κόστισε όσο το δυνατόν λιγότερο. Η σκέψη 18 της ανωτέρω αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 1988 περιέχει, εξάλλου, ρητή επιφύλαξη ως προς το ζήτημα αυτό.

14

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία πράγματι ή κατ' ανάγκη επιλύθηκαν με τη δικαστική απόφαση. Η προαναφερθείσα απόφαση επέλυσε όμως μόνο το ζήτημα αν, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες χρηματοδοτήσεως των παρεμβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, οι επίδικες δαπάνες έπρεπε να επιστραφούν κατ' αποκοπή ή στο ακέραιο.

15

Η παρούσα δίκη αφορά, αντίθετα, διαφορετικό ζήτημα, δηλαδή το ύψος των δαπανών που δηλώθηκαν, επί του οποίου δεν αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988.

16

Επομένως, η σχετική με το δεδικασμένο αιτίαση είναι αβάσιμη.

Ως προς το βάρος αποδείξεως

17

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση η Ιταλική Διοίκηση δήλωσε προσηκόντως ότι είχε προβεί όντως σε δαπάνη που αντιστοιχούσε στις ειδικές συνθήκες της οικείας αγοράς στην Ιταλία. Στην Επιτροπή απόκειται, επομένως, να διευκρινίσει γιατί η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή και, ιδίως, να αποδείξει ότι δεν αντιπροσώπευε το μικρότερο δυνατό κόστος. Η απλή αναφορά στη διαφορά μεταξύ της δαπάνης που δηλώθηκε από την Ιταλία και των δαπανών που δηλώθηκαν από τα λοιπά κράτη μέλη δεν συνιστά επαρκή απόδειξη.

18

Η Επιτροπή θεωρεί, αντίθετα, ότι οι πράξεις χρωματισμού στην Ιταλία δεν διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Το προαναφερθέν άρθρο 5 του κανονισμού 2794/83 επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένη υποχρέωση ως προς το αποτέλεσμα: ο χρωματισμός πρέπει να κοστίζει όσο το δυνατόν λιγότερο. Η τήρηση της διατάξεως αυτής προϋποθέτει κατ' ανάγκη σύγκριση. Εν προκειμένω, οι ιταλικές αρχές δεν προέβησαν σε καμιά σύγκριση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, ενόψει της πλημμέλειας αυτής, η νομολογία του Δικαστηρίου τής επέτρεπε να αρνηθεί οποιαδήποτε επιστροφή. Ισχυρίζεται ότι προτίμησε, ωστόσο, για λόγους δικαιοσύνης, να λάβει υπόψη τη δαπάνη που θα συνεπαγόταν ένας αποτελεσματικότερος τρόπος εκπληρώσεως.

19

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνηστούν καταρχάς οι γενικοί κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως στον τομέα της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής. Κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την παράβαση των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών ( βλ. τις αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, 347/85, Συλλογή 1988, σ. 1749, της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, 262/87, Συλλογή 1989, σ. 225, και της 10ης Ιουλίου 1990, Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C-335/87, Συλλογή 1990, σ. I-2875 ). Εφόσον η Επιτροπή αποδείξει την ύπαρξη μιας τέτοιας παραβάσεως, το οικείο κράτος μέλος πρέπει τότε να αποδείξει, κατά περίπτωση, ότι η Επιτροπή έσφαλε ως προς τις χρηματοοικονομικές συνέπειες.

20

Πρέπει να διευκρινιστεί, στη συνέχεια, ότι η νομολογία αυτή προϋποθέτει τη δυνατότητα διαχωρισμού της υπάρξεως ενδεχομένης πλημμέλειας από τις χρηματοοικονομικές της συνέπειες. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι, ωστόσο, δυνατός στην παρούσα περίπτωση, κατά την οποία η παράβαση της υποχρεώσεως που προβλέπεται στην τελευταία πρόταση του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος κανονισμού 2794/83, αφορά άμεσα τη μέθοδο χρηματοδοτήσεως των υπό κρίση πράξεων και, επομένως, τις χρηματοοικονομικές της συνέπειες. Όπως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 16 των προτάσεων του, η παράβαση συνίσταται ακριβώς στο ότι το κόστος των επιδίκων πράξεων δεν ήταν το μικρότερο δυνατό. Δεδομένου ότι το οικείο κράτος μέλος διαθέτει όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες διενεργήθηκαν οι πράξεις αυτές, αυτό φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τηρήθηκε η κοινοτική διάταξη.

21

Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν η πράξη χρωματισμού που προβλέπεται στο άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2794/83 διενεργήθηκε με τα λιγότερα δυνατά έξοδα. Στο πλαίσιο της αποδείξεως αυτής πρέπει να αποδειχθεί τουλάχιστον ότι η επιλεγείσα μέθοδος χρωματισμού ήταν λιγότερο δαπανηρή από άλλες ή ότι ήταν αδύνατη η επιλογή άλλης μεθόδου.

22

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Ιταλική Διοίκηση προσκόμισε την απόδειξη της διενέργειας των πράξεων χρωματισμού, καθώς και τον κατάλογο των στοιχείων των εξόδων των πράξεων αυτών: είδος και κόστος του χρησιμοποιηθέντος χρωστικού, κόστος διαλύσεως, έξοδα εξοπλισμού και βεβαιώσεως και δαπάνες εξόδου από τις σιταποθήκες. Δεν διαβίβασε, ωστόσο, στην Επιτροπή κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα προαναφερόμενα έξοδα ήταν τα μικρότερα δυνατά. Η Ιταλική Διοίκηση δεν απέδειξε, πράγματι, ούτε ότι η εφαρμοσθείσα μέθοδος χρωματισμού ήταν η λιγότερο δαπανηρή, σε σχέση με άλλες μεθόδους, ούτε ότι η μέθοδος αυτή, μολονότι παρουσίαζε ορισμένα πρακτικά πλεονεκτήματα, ήταν η μόνη δυνατή υπό τις παρούσες συνθήκες.

23

Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε η υποχρέωση που απορρέει από τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2794/83.

24

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε βάσιμα να αρνηθεί να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με τα δηλωθέντα έξοδα ή να επιστρέψει μέρος μόνο των δηλωθέντων εξόδων (βλ. αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1987, Ιταλία κατά Επιτροπής, 342/85, Συλλογή 1987, σ. 4677, και της 24ης Μαρτίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, ό.α. ). Η Επιτροπή έχει υπό τις συνθήκες αυτές ευχέρεια εκτιμήσεως του ύψους των δαπανών που πρέπει να επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ. Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε την εξουσία να καθορίσει το κόστος σε 1,17 ECU ανά τόνο. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στον σταθμισμένο μέσο όρο των εξόδων που δηλώθηκαν από τα λοιπά κράτη μέλη.

25

Επομένως, ο δεύτερος λόγος του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

26

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

Mancini

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Φεβρουαρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο προεδρεύων,

G.F. Mancini

πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top