EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0260

Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1991.
Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση AE και Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού κατά Δημοτικής Εταιρίας Πληροφόρησης και Σωτηρίου Κούβελλα και Νικολάου Αβδελλά και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης - Ελλάς.
Αποκλειστικά ραδιοτηλεοπτικά δικαιώματα - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Κανόνες ανταγωνισμού - Ελευθερία εκφράσεως.
Υπόθεση C-260/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02925

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:254

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-260/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλαίσιο

1.

Κατά το άρθρο 15 του ελληνικού Συντάγματος του 1975, η ραδιοφωνία και η τηλεόραση τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους, σκοπούν δε στην αντικειμενική και επί ίσοις όροις μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, ως και προϊόντων του λόγου και της τέχνης κατά το ίδιο άρθρο, πρέπει πάντως να διασφαλίζεται η επιβαλλόμενη από την κοινωνική τους αποστολή και την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας ποιοτική στάθμη των εκπομπών.

2.

Η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση — Ανώνυμη Εταιρία (στο εξής: ΕΡΤ), δημόσια επιχείρηση τελούσα υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους, ιδρύθηκε με τον νόμο 1730/1987 (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος Α, αριθ. 145, της 18.8.1987, σ. 144).

Η ΕΡΤ περιλαμβάνει την Ελληνική Τηλεόραση ( ΕΤ 1 και ΕΤ 2 ), την Ελληνική Ραδιοφωνία, το Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων, καθώς και την Εταιρία Παραγωγής και Εμπορίας Εκπομπών και Προγραμμάτων Ραδιοτηλεόρασης ΕΡΤ.

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του νόμου 1730/1987, ορίζει:

« 1.

Σκοπός της ΕΡΤ ΑΕ είναι η οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, καθώς και η συμβολή της, με τα μέσα αυτά: α ) στην ενημέρωση, β ) στη μόρφωση και γ) στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού. Η ΕΡΤ ΑΕ δεν επιδιώκει την απόκτηση κέρδους.

2.

Στην ΕΡΤ ΑΕ εκχωρείται από το κράτος αποκλειστικό ραδιοτηλεοπτικό προνόμιο για κάθε δραστηριότητα που συντελεί στην εκπλήρωση του σκοπού της. Αυτό το προνόμιο είναι αναπαλλοτρίωτο και περιλαμβάνει ιδίως:

α)

την εκπομπή κάθε είδους ήχων και εικόνων από οποιοδήποτε σημείο του εδάφους, της θάλασσας και του αέρα της χώρας, με τις μεθόδους της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, που προορίζονται για λήψη, είτε γενική είτε με ειδικά κλειστά ή ενσύρματα ή άλλης οποιασδήποτε μορφής κυκλώματα·

β)

την εγκατάσταση σταθμών της υπηρεσίας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, δηλαδή πομπών, αναμεταδοτών, επίγειων σταθμών αναμετάδοσης μέσω δορυφόρου, ενσύρματων κυκλωμάτων, καλωδιακών μεταδόσεων γενικά με κάθε τεχνική μέθοδο και εφαρμογή τεχνολογίας που συντελεί στη μετάδοση ήχου και εικόνας, που προορίζονται για λήψη από το κοινό.

3.

Η ΕΡΤ ΑΕ παράγει και εκμεταλλεύεται με οποιοδήποτε τρόπο ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, δημιουργεί μεταποιητικές μονάδες παραγωγής κάθε είδους αγαθού ή υπηρεσίας σχετικές με τα οπτικά, ακουστικά, οπτικοακουστικά μέσα μαζικής επικοινωνίας και γενικά ασκεί κάθε δραστηριότητα που συντελεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ΕΡΤ ΑΕ. »

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, ορίζει:

« Απαγορεύεται σε κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο κάθε είδους εκπομπή για την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2, έχει αποκλειστικό προνόμιο και δικαίωμα η ΕΡΤ ΑΕ χωρίς την άδεια του άρθρου 2. »

Ο νόμος 1730/1987 προβλέπει, ωστόσο, μία εξαίρεση στην απαγόρευση αυτή: το διοικητικό συμβούλιο της ΕΡΤ μπορεί να χορηγεί άδεια για εγκατάσταση εσωτερικών, ενσύρματων ή καλωδιακών, κυκλωμάτων ραδιοφωνίας και τηλεόρασης τοπικής εμβέλειας. Η άδεια χορηγείται όμως μόνο για τη λήψη ήχου και εικόνας. Οι προϋποθέσεις και προδιαγραφές για τη χορήγηση των σχετικών αδειών, καθώς και ορισμένοι όροι σχετικοί με τη λειτουργία των εν λόγω κυκλωμάτων, θα καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα.

Κατά το ίδιο άρθρο 16, όποιος παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Με την καταδικαστική απόφαση διατάσσεται και η δήμευση υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ των μέσων εκπομπής ήχων και εικόνων.

3.

Στις 6 Οκτωβρίου 1989 εκδόθηκε ο νόμος 1866/1989, ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα χορηγήσεως, με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών τοπικής εμβέλειας σε ανώνυμες εταιρίες ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως.

2. Ιστορικό της οιαφοράς της κύριας δίκης

4.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς 1989, η Δημοτική Εταιρία Πληροφόρησης (στο εξής: ΔΕΠ ) και ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Σωτήριος Κούβελας, ίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη τηλεοπτικό σταθμό υπό την επωνυμία « TV 100 », που άρχισε την ίδια ημέρα να εκπέμπει.

Κατά της ενεργείας αυτής, η ΕΡΤ ζήτησε, στις 24 Δεκεμβρίου 1988, τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά τη διαδικασία αυτή, η ΕΡΤ υποστήριξε ότι η ενέργεια της ΔΕΠ και του Δημάρχου ήταν παράνομη, ως εμπίπτουσα στην κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου 1730/1987 έννοια της « εκπομπής » και της « εγκαταστάσεως », και απαγορευόμενη κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου. Ισχυρίστηκε, εξ άλλου, η ΕΡΤ ότι η εν λόγω ενέργεια της προκαλεί οικονομική βλάβη, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί σημαντικές τεχνικές δυσχέρειες στο σύστημα ραδιοτηλεπικοινωνιών της χώρας και τη λειτουργία της ίδιας.

Οι καθών της κύριας δίκης ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης. Υποστήριξαν ότι ο νόμος 1730/1987, και ειδικότερα τα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 16, είναι αντίθετα προς το ελληνικό Σύνταγμα, το άρθρο 10 της Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και προς τη Συνθήκη ΕΟΚ, και συγκεκριμένα τα άρθρα 59 επ. και 85 επ.

3. Προδικαστικά ερωτήματα

5.

Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε, στις 11 Απριλίου 1989, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Εάν ένας νόμος ο οποίος επιτρέπει εις ένα μόνον τηλεοπτικό φορέα να έχει το τηλεοπτικό μονοπώλιον εφ' όλης της Επικρατείας ενός Κράτους μέλους και να προβαίνει εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως είναι σύμφωνος προς τας διατάξεις της Συνθήκης της ΕΟΚ και το παράγωγον δίκαιον ( Droit derive ).

2)

Εν καταφατική περιπτώσει, εάν και κατά πόσον παραβιάζεται η εν άρθρω 9 της Συνθήκης ΕΟΚ θεμελιώδης ελευθερία κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (la liberté de circulation des marchandises ), εν όψει του γεγονότος ότι η ενάσκησις υφ' ενός μόνον φορέως του αποκλειστικού τηλεοπτικού προνομίου συνεπάγεται διά τους λοιπούς πολίτας της Κοινότητος την απαγόρευσιν εξαγωγής, ενοικιάσεως ή διανομής, καθ' οιονδήποτε τρόπον εις το εν λόγω Κράτος μέλος υλικών, ηχητικών αποθεμάτων, φιλμς, ντοκυμανταίρ τηλεοράσεως και λοιπών προϊόντων δυναμένων να χρησιμοποιηθούν διά την εκπομπήν τηλεοπτικών μηνυμάτων, παρά μόνον προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του εν λόγω φορέως, του έχοντος το αποκλειστικόν τηλεοπτικόν προνόμιον, όταν μάλιστα ο εν λόγω φορεύς έχει την διακριτικήν ευχέρειαν επιλογής και προτιμήσεως του εθνικού υλικού και των εθνικών προϊόντων αντί εκείνων των άλλων Κρατών μελών της Κοινότητος.

3)

Εάν και κατά πόσον η παραχώρησις εις ένα μόνον φορέα του τηλεοπτικού προνομίου αποτελεί μέτρον ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών (mesure d'effet équivalent à des restrictions quantitatives à l'importation) απαγορευόμενον ρητώς υπό της διατάξεως του άρθρου 30 της Συνθήκης της ΕΟΚ.

4)

Εάν ήθελε γίνει δεκτόν ότι είναι νόμιμος η παραχώρησις διά νόμου εις ένα μόνον τηλεοπτικόν φορέα του αποκλειστικού τηλεοπτικού προνομίου να προβαίνει εφ' όλης της Επικρατείας ενός Κράτους μέλους εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως, ως εμπίπτουσα εις την διάταξιν του άρθρου 36 της Συνθήκης της ΕΟΚ ως έχει ερμηνευθεί παρά του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δοθέντος ότι η τοιαύτη παραχώρησις ικανοποιεί μίαν επιτακτικήν ανάγκην και εξυπηρετεί σκοπόν δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η οργάνωσις της τηλεοράσεως ως υπηρεσίας χάριν δημοσίου συμφέροντος, εάν και κατά πόσον υπερακοντίζεται ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός, δηλαδή εάν η επίτευξις του σκοπού τούτου, ο οποίος είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, γίνεται κατά τον ολιγώτερον επαχθή τρόπο, δι' εκείνου δηλαδή που προσβάλλει ολιγώτερον την ελεύθερον κυκλοφορίαν των εμπορευμάτων.

5)

Εάν και κατά πόσον τα αποκλειστικά δικαιώματα, τα οποία παραχωρεί ένα Κράτος μέλος εις μίαν επιχείρησιν ( έναν φορέα ) εν σχέσει προς τας τηλεοπτικάς μεταδόσεις, και η ενάσκησις των δικαιωμάτων αυτών συμβιβάζονται προς τους κανόνας του ανταγωνισμού των άρθρων 85 εν συνδ. προς 3 στ της Συνθήκης της ΕΟΚ, όταν η υπό της εν λόγω επιχειρήσεως ενάσκησις ορισμένων πράξεων, και ενδεικτικώς η υπό της ιδίας μόνον α) μετάδοσις διαφημιστικών μηνυμάτων, β ) θέσεως εις κυκλοφορίαν φιλμς, ντοκυμανταίρ και λοιπών τηλεοπτικών έργων παραγομένων εντός της Κοινότητος, γ) επιλογής, κατά την διακριτικήν της ευχέρειαν, κατανομής και μεταδόσεως τηλεοπτικών μηνυμάτων, φιλμς, ντοκυμανταίρ και λοιπών έργων παρεμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει ( empêcher, restreindre ou fausser) τον ανταγωνισμόν εις βάρος των κοινοτικών καταναλωτών εις τον τομέα τον οποίον λειτουργεί και εφ' ολοκλήρου της Επικρατείας του Κράτους μέλους, έστω και αν δικαιούται να το πράξη κατά νόμον.

6)

Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν το Κράτος μέλος χρησιμοποιεί την επιφορτισμένη με την λειτουργίαν της τηλεοράσεως επιχείρησιν ακόμη και όσον αφορά τας εμπορικός της δραστηριότητας — ιδιαιτέρως την διαφήμισιν — ως επιχείρησιν επιφορτισμένην με την λειτουργίαν υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, εάν και κατά πόσον οι κανόνες του ανταγωνισμού των άρθρων 85 εν συνδ. προς 3 εδ. στ' είναι ασυμβίβαστοι προς την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτήν έργων.

7)

Εάν δύναται να θεωρηθή ότι μία τοιαύτη επιχείρησις εις την οποίαν έχει παραχωρηθεί διά νόμου του Κράτους μέλους το τηλεοπτικό μονοπώλιον να προβαίνει εφ' όλης της Επικρατείας αυτού εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως κατέχει δεσπόζουσαν θέσιν εις σημαντικόν τμήμα της Κοινής Αγοράς.

8)

Εν καταφατική περιπτώσει, εάν και κατά πόσον αποτελεί κατάχρησιν της δεσποζούσης θέσεως της η εις βάρος των κοινοτικών καταναλωτών υπ' αυτής επιβολή (ελλείψει παντός ετέρου ανταγωνισμού εις την αγοράν) τιμών μονοπωλίου επί των τηλεοπτικών διαφημιστικών εκπομπών και τοιούτων προτιμησιακής, κατά την διακριτικήν της ευχέρειαν, μεταχειρίσεως και η υπ' αυτής ενάσκησις των ως άνω εις το υπ' αριθ. 5 ερώτημα μνημονευομένων και εις εξάλειψιν του ανταγωνισμού αγουσών πράξεων εις τον τομέα εις τον οποίον αύτη λειτουργεί.

9)

Εάν και κατά πόσον σήμερον η παραχώρησις διά νόμου εις ένα μόνον τηλεοπτικόν φορέα να έχει το τηλεοπτικόν μονοπώλιον εφ' όλης της Επικρατείας ενός Κράτους μέλους και να προβαίνει εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως συμβιβάζεται το μεν προς τον επιδιωκόμενον υπό της Συνθήκης της ΕΟΚ (εισαγωγήν και κατ' αρθρ. 2 αυτής ) κοινωνικόν σκοπόν της σταθεράς βελτιώσεως των συνθηκών ζωής των Ευρωπαϊκών λαών και της ταχείας ανόδου του επιπέδου της ζωής των, το δε προς την διάταξιν του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 4ης Νοεμβρίου 1950.

10)

Εάν η διά του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 4ης Νοεμβρίου 1950 κατοχυρουμένη ελευθερία του εκφράζεσθαι και ο προαναφερθείς κοινωνικός σκοπός της Συνθήκης της ΕΟΚ ο μνημονευόμενος εις την εισαγωγήν και το άρθρον 2 αυτής επιβάλλουν αφ' εαυτών εις τα κράτη μέλη υποχρεώσεις και ποίας, ανεξαρτήτως της ισχύος γραπτών διατάξεων του Κοινοτικού δικαίου. »

Με την απόφαση περί παραπομπής, το Πρωτοδικείο αναφέρεται σε ορισμένες αρχές του κοινοτικού δικαίου, καθώς και στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Οι αμφιβολίες του Πρωτοδικείου για την έναντι του κοινοτικού δικαίου νομιμότητα του μονοπωλίου τηλεοπτικών εκπομπών, το οποίο παρέχεται στην ΕΡΤ με τον νόμο 1730/1987, άπτονται ιδίως των άρθρων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των κανόνων ανταγωνισμού.

4. Αιαόικασία

6.

Η απόφαση περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Αυγούστου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η εταιρία ΕΡΤ, αιτούσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους Β. Κωστόπουλο, Κ. Καλαβρό και Ν. Παπαγεωργίου, δικηγόρους Αθηνών, το ν.π.ι.δ. ΔΕΠ και ο Σ. Κούβελας, καθών της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους Α. Βαμβακόπουλο, Α. Παναγόπουλο και Π. Λαδά, δικηγόρους Θεσσαλονίκης, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Ε. Belliard, αναπληρώτρια διευθύντρια στη Διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον G. de Bergues, κύριο αναπληρωτή γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο Υπουργείο, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Marenco, Β. Jansen και Μ. Κοντού-Durande, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Σύνοψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

7.

Οι κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις αφορούν το κατά πόσον ένα μονοπώλιο τηλεοπτικών εκπομπών συμβιβάζεται με: 1 ) τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων 2) τις διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών 3 ) τους κανόνες ανταγωνισμού 4 ) το άρθρο 2 της Συνθήκης· και 5 ) το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

1. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

8.

Η ΕΡΤ αναφέρεται κατ' αρχάς στην απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 1974, υποθ. 155/73, Sacchi ( Rec. 1974, σ. 409), με την οποία το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η εκπομπή τηλεοπτικών μηνυμάτων υπάγεται στους κανόνες της Συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών. Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι:

« το γεγονός ότι μια επιχείρηση ενός κράτους μέλους έχει την αποκλειστικότητα της τηλεοπτικής διαφήμισης, δεν είναι, καθεαυτό, ασυμβίβαστο προς την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων, στην προώθηση της εμπορίας των οποίων αποσκοπεί η διαφήμιση αυτή. Θα ήταν όμως διαφορετικά, αν γινόταν χρήση του δικαιώματος της αποκλειστικότητας για να ευνοηθούν, μέσα στην Κοινότητα, ορισμένα εμπορικά ρεύματα ή ορισμένοι επιχειρηματίες σε σχέση με άλλους ».

Συναφώς η ΕΡΤ παρατηρεί ότι δεν χρησιμοποιεί το αποκλειστικό της προνόμιο για να ευνοήσει ορισμένα ρεύματα στην αγορά. Αντιθέτως, τα αναγκαία για τις εκπομπές προϊόντα τα προμηθεύεται κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, στον οποίο λαμβάνουν μέρος όλες οι ενδιαφερόμενες εταιρίες.

9.

Η Γαλλική Κυβέρνηση σημειώνει ότι το άρθρο 9 της Συνθήκης, το οποίο αφορά τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται κατά την εισαγωγή ή λόγω αυτής, ουδόλως εμποδίζει την εκ μέρους κράτους μέλους αποκλειστική παραχώρηση του τηλεοπτικού μονοπωλίου σε έναν φορέα.

10.

Σχετικά με τα άρθρα 30 και 36, η Γαλλική Κυβέρνηση παραθέτει τις προαναφερθείσες σκέψεις της απόφασης στην υπόθεση Sacchi. Υπενθυμίζει ότι, στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συναλλαγές που αφορούν κάθε είδους υλικό, υποθέματα ήχου και άλλα προϊόντα που χρησιμεύουν στη μετάδοση τηλεοπτικών μηνυμάτων, υπάγονται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, στην απόφαση της 28ης Ιουνίου 1983, υποθ. 271/81, Mialocq (Συλλογή 1983, σ. 2057), το Δικαστήριο δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να ασκεί ένα μονοπώλιο παροχής υπηρεσιών έμμεση επίδραση στις ανταλλαγές εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών. Κατά το Δικαστήριο, μια επιχείρηση που κατέχει μονοπώλιο παροχής υπηρεσιών είναι, επομένως, δυνατόν να αντιβαίνει προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, κατά το μέτρο ιδίως που το μονοπώλιο αυτό καταλήγει σε διακρίσεις εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια. Στην υπό κρίση περίπτωση, όμως — παρατηρεί η Γαλλική Κυβέρνηση — το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δεν παρέχει κανένα τέτοιο στοιχείο.

Η Επιτροπή επίσης αναφέρεται στο προαναφερθέν χωρίο της υπόθεσης Sacchi. Απ' αυτήν συνάγει ότι η αποκλειστική παραχώρηση σε έναν φορέα του προνομίου της εκπομπής τηλεοπτικών μηνυμάτων και η απονομή προς τούτο της εξουσίας εισαγωγής των υλικών και προϊόντων που είναι απαραίτητα για τη μετάδοση τους δεν εμπίπτει, αυτή καθαυτή, στις διατάξεις των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης. Κατά την άποψη της Επιτροπής, εφαρμογή των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων χωρεί μόνο στην περίπτωση που το μονοπώλιο χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος για να εισάγει διακρίσεις εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων προς όφελος των εγχωρίων. Αν η ενδεχόμενη δυσμενής διάκριση προκύπτει από ιδία απόφαση της επιχείρησης, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι νοητό να γίνεται λόγος για παράβαση του άρθρου 86. Φρονεί ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αν η ΕΡΤ ασκεί το μονοπωλιακό της δικαίωμα κατά τρόπο ενέχοντα διάκριση εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων.

2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

11.

Η ΕΡΤ παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Sacchi, όπ.π., και Debauve (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, υποθ. 52/79, Rec. 1980, σ. 833 ), η εκπομπή και η μετάδοση τηλεοπτικών μηνυμάτων συνιστούν υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης. Η ΕΡΤ σημειώνει, ωστόσο, ότι, στην απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, υποθ. 352/85, Bond van Adverteerders (Συλλογή 1988, σ. 2085 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι εθνικές ρυθμίσεις που έχουν αδιακρίτως εφαρμογή στις παροχές υπηρεσιών ανεξαρτήτως της προελεύσεως τους συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο. Η ΕΡΤ προσθέτει ότι, όπως προκύπτει από τη Συνθήκη και τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν περιορισμούς στην άσκηση ραδιοτηλεοπτικών δραστηριοτήτων για λόγους δημοσίας τάξεως, ασφαλείας, κ.λπ., εφόσον οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος και δεν είναι δυσανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

12.

Κατά τη ΑΕΠ και τον 2. Κούβελα, το γεγονός ότι, κατά την ελληνική νομοθεσία, ούτε οι ημεδαποί του κράτους αυτού αλλά ούτε και οι αλλοδαποί δύνανται να ασκούν οιασδήποτε μορφής δραστηριότητα παραγωγής, προμηθείας, μεταδόσεως ή αναμεταδόσεως ήχου ή εικόνων στην Ελλάδα συνιστά παράβαση των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Εξ άλλου, η επιβολή μονοπωλίου στα τηλεοπτικά μέσα, με την απολυτότητα και την τραχύτητα που αυτή γίνεται στην Ελλάδα, δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή άλλους λόγους αναγνωριζόμενους από την έννομη τάξη.

13.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ύπαρξη του μονοπωλίου εκπομπής ασφαλώς εμποδίζει, από τον ίδιο τον ορισμό του, την σύναψη συμβάσεων για την παροχή αδειών συγγραφικών δικαιωμάτων μεταξύ δημιουργών άλλων κρατών και τηλεοπτικών φορέων, οι οποίοι ενδεχομένως θα υφίσταντο αν δεν υπήρχε το μονοπώλιο. Ωστόσο, το όριο αυτό δεν συνιστά αφεαυτού περιορισμό της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης. Κατά την Επιτροπή, τέτοιος περιορισμός θα συνέτρεχε, αν η επίδικη επιχείρηση ασκούσε, δυνάμει κρατικού μέτρου, διακρίσεις προς όφελος των έργων εγχώριας παραγωγής.

14.

Όσον αφορά την ελεύθερη εγκατάσταση, η Επιτροπή διατείνεται ότι το επίδικο αποκλειστικό δικαίωμα συνεπάγεται εξ ορισμού απαγόρευση εγκαταστάσεως στην Ελλάδα για τους άλλους φορείς, άρα και για επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών. Η απαγόρευση όμως αυτή πλήττει τόσο τους ημεδαπούς όσο και τους αλλοδαπούς. Εξ αυτού η Επιτροπή συνάγει ότι δεν θίγεται κατ' αρχήν η ελευθερία εγκαταστάσεως. Διαφορετικά, βέβαια, θα είχαν τα πράγματα, αν το αποκλειστικό δικαίωμα είχε παραχωρηθεί όχι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογούν τη συγκεντρωτική άσκηση της οικείας δραστηριότητας, αλλά για να προστατευθεί από τον έξωθεν ανταγωνισμό ο φορέας ο οποίος απολαύει του αποκλειστικού δικαιώματος. Κατά την Επιτροπή, το μονοπώλιο της πρωτογενούς εκπομπής φαίνεται να συνιστά την υλοποίηση των σκοπών του άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του νόμου 1730/1987.

15.

Τέλος, η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το δικαιολογημένο της σώρευσης, εκ μέρους της ΕΡΤ, δύο αποκλειστικών δικαιωμάτων, ήτοι της πρωτογενούς εκπομπής και της μετάδοσης προγραμμάτων άλλων κρατών μελών. Είναι αλήθεια ότι ο νόμος 1730/1987 προέβλεψε άδειες για την εγκατάσταση ενσύρματων ή καλωδιακών κυκλωμάτων ραδιοφωνίας και τηλεόρασης με σκοπό τη λήψη ήχου και εικόνας. Απ' ό,τι γνωρίζει η Επιτροπή, το αναγκαίο προς τούτο προεδρικό διάταγμα ουδέποτε εξεδόθη. Όσον αφορά τη μετάδοση προγραμμάτων διά των ερτζιανών κυμάτων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο νόμος δεν προέβλεψε καμία παρέκκλιση από το μονοπώλιο της ΕΡΤ. Δεν φαίνεται δε να είναι αναγκαίο ένα τέτοιο αποκλειστικό δικαίωμα προς αποφυγή των παρεμβολών και τούτο διότι υπάρχει η δυνατότητα αυστηρής κατανομής των συχνοτήτων. Η Επιτροπή, αναφερόμενη στην απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1976, υποθ. 59/75, Manghera (Rec. 1976, σ. 91), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σώρευση των μονοπωλίων της πρωτογενούς εκπομπής και της μετάδοσης συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και διάκριση απαγορευόμενη από τους σχετικούς με αυτήν κανόνες. Ενώ χάρη στο μονοπώλιο της η ΕΡΤ έχει τη δυνατότητα, αλλά και το συμφέρον, να μεταδίδει δικά της προγράμματα, το ίδιο δικαίωμα δεν διασφαλίζεται και για τα προγράμματα άλλων κρατών μελών.

3. Οι κανόνες ανταγωνισμού

16.

Η ΕΡΤ εκθέτει ότι είναι επιχείρηση κοινής ωφέλειας, με προεξάρχοντα τον δημόσιο χαρακτήρα της. Φρονεί ότι πρέπει να θεωρείται ως επιχείρηση από τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, έτσι ώστε να ατονούν οι ειδικοί κανόνες του άρθρου 86. Κατά την άποψη της, υπόκειται στους κανόνες ανταγωνισμού μόνο κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής της.

17.

Επικουρικώς, η ΕΡΤ διατυπώνει ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης.

Όσον αφορά το άρθρο 85, διατείνεται ότι ουδέποτε χρησιμοποίησε εναρμονισμένες πρακτικές που εμποδίζουν, περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό εις βάρος των καταναλωτών.

Όσον αφορά το άρθρο 86, παρατηρεί ότι δεν υφίσταται, από πλευράς της, καμία καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματος της, δυνάμενη να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα. Κατά την άποψη της ΕΡΤ, το Δικαστήριο πρέπει πρώτα να εξετάσει αν ο χώρος της ελληνικής επικράτειας καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς.

Αναφερόμενη στην ενδεικτική απαρίθμηση των πρακτικών που απαγορεύονται με το άρθρο 86, η ΕΡΤ υποστηρίζει ότι καμιά από τις πρακτικές αυτές δεν υφίσταται: οι πελάτες της επιχείρησης δεν καταβάλλουν υπερβολικά υψηλές τιμές· η ΕΡΤ δεν επιβάλλει υπερβολικά χαμηλές τιμές στους προμηθευτές έρχεται σε ελεύθερες διαπραγματεύσεις με σωματεία κλάδων εργαζομένων και συνάπτει μαζί τους συμβάσεις-πλαίσια η ΕΡΤ κατά κανένα τρόπο δεν περιορίζει την παραγωγή, τη διάθεση ή την τεχνολογική ανάπτυξη επί ζημία των καταναλωτών εξ αιτίας του δημόσιου χαρακτήρα της και της άμεσης εποπτείας της από την Κυβέρνηση, η ΕΡΤ δεν έχει καμιά δυνατότητα να εφαρμόζει έναντι των εμπορικώς αντισυμβαλλομένων της άνισους όρους επί ισοδυνάμων παροχών ή να εξαρτά τη σύναψη συμβάσεων από την εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων αποδοχή προσθέτων παροχών που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

18.

Η ΔΕΠ και ο Σ. Κούβελας διατείνονται ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα της ΕΡΤ έχουν ως σκοπό και ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση και τη νόθευση του ανταγωνισμού. Φρονούν ότι το προνόμιο της ΕΡΤ ουδόλως προσβάλλεται από τη χρήση μιας τηλεοπτικής συχνότητας, την οποία καταλαμβάνει ο σταθμός τους. Επισημαίνουν ότι στην Ελλάδα διατίθενται 49 δίαυλοι μεταδόσεως τηλεοπτικού μηνύματος. Η ΕΡΤ χρησιμοποιεί επί του παρόντος τέσσερις στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός δε ότι οι καθών χρησιμοποιούν μία συχνότητα ουδόλως εμποδίζει την ΕΡΤ να ασκήσει την αποστολή της στις λοιπές διαθέσιμες συχνότητες. Η ΔΕΠ και ο Σ. Κούβελας συμπεραίνουν ότι, πειρώμενη να απαγορεύσει κάθε μορφής τηλεοπτική δραστηριότητα εντός του ελληνικού χώρου σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η ΕΡΤ καταχράται της δεσπόζουσας θέσεως που της εξασφαλίζει το προνόμιό της.

19.

Η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η παραχώρηση σε έναν μόνο φορέα του τηλεοπτικού μονοπωλίου στο έδαφος κράτους μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτει στο άρθρο 85 της Συνθήκης, το οποίο αφορά συμφωνίες μεταξύ πλειόνων επιχειρήσεων. Από κανένα άλλωστε στοιχείο της απόφασης περί παραπομπής δεν συνάγεται ότι υπάρχει σύμπραξη μεταξύ της ελληνικής επιχείρησης και κάποιου άλλου τηλεοπτικού φορέα.

Όσον αφορά το άρθρο 86 της Συνθήκης, η κυβέρνηση παραπέμπει στην απόφαση στην υπόθεση Sacchi, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι:

« τίποτε στη Συνθήκη δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος μη οικονομικής φύσεως, να εξαιρούν τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών μέσω καλωδίου, από τον ελεύθερο ανταγωνισμό,παραχωρώντας το αποκλειστικό δικαίωμα της πραγματοποιήσεως τους σε ένα η περισσότερα ιδρύματα.

Εν τούτοις, τα ιδρύματα αυτά, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, εξακολουθούν να υπόκεινται στις απαγορεύσεις των διακρίσεων και υπάγονται, κατά το μέτρο που η αποστολή τους αυτή περιλαμβάνει δραστηριότητες οικονομικής φύσεως, στις διατάξεις του άρθρου 90, σχετικά με τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα ».

Εξ αυτού η Γαλλική Κυβέρνηση συμπεραίνει ότι η ύπαρξη μονοπωλίου υπέρ μιας επιχειρήσεως, στην οποία το κράτος έχει χορηγήσει αποκλειστικά δικαιώματα, δεν είναι, αυτή καθαυτή, ασυμβίβαστη προς το άρθρο 86. Παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να διαπιστώσει αν η συμπεριφορά της επιχειρήσεως ενδέχεται να είναι καταχρηστική. Η Γαλλική Κυβέρνηση σημειώνει επίσης ότι, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το άρθρο 90, παράγραφος 2, κατά το οποίο οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης, κατά το μέτρο που αυτό δεν είναι ασυμβίβαστο με την άσκηση της αποστολής τους.

20.

Η Επινροπή παρατηρεί, προεισαγωγικός, ότι τα άρθρα 85 και 86 αφορούν τη συμπεριφορά επιχειρήσεων. Στην υπό κρίση περίπτωση, η δημιουργία μονοπωλίου για τις εκπομπές και τις μεταδόσεις στον τομέα της τηλεόρασης προέρχεται από το κράτος. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 5 της Συνθήκης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μη λαμβάνουν ούτε να διατηρούν σε ισχύ μέτρα που είναι δυνατόν να αναιρούν την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων του ανταγωνισμού. Είναι, επομένως, αντίθετο προς την υποχρέωση αυτή ένα κράτος να επιβάλλει ή να ενθαρρύνει την καταχρηστική συμπεριφορά, όπως είναι παραδείγματος χάρη η επιβολή υπερβολικών τιμών, εκ μέρους μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση. Η Επιτροπή ωστόσο φρονεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, από κανένα πραγματικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ΕΡΤ εφαρμόζει υπερβολικές τιμές ή ότι οι δημόσιες αρχές αναμειγνύονται στη διαμόρφωση αυτού του επιπέδου τιμών. Τονίζει ότι η δημιουργία μονοπωλίου και, εξ αυτού, δεσπόζουσας θέσης δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, και κατάχρηση αυτής. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο κρατικό μέτρο δεν είναι, γι' αυτό και μόνο τον λόγο, αντίθετο προς το άρθρο 5 σε συνδυασμό προς το άρθρο 86 της Συνθήκης.

21.

Η Επιτροπή αναφέρεται στη συνέχεια στο άρθρο 90 της Συνθήκης. Κατά την άποψη της, η ΕΡΤ εμπίπτει στο άρθρο αυτό, διότι αποτελεί δημόσια επιχείρηση, στην οποία το κράτος έχει χορηγήσει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα. Η Επιτροπή διατείνεται σχετικώς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 90, παράγραφος 1, δεν εμποδίζει την ίδρυση μονοπωλίου στον τομέα της τηλεόρασης και τούτο διότι ένα τέτοιο μέτρο δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος μη οικονομικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το ίδιο άρθρο υποχρεώνει το οικείο κράτος μέλος να διασφαλίζει την τήρηση των άλλων διατάξεων της Συνθήκης. Κατά την άποψη της, η εκ μέρους των κρατών μελών τήρηση των διατάξεων του άρθρου 90, παράγραφος 1, σε συνδυασμό προς το άρθρο 86, συνεπάγεται την απαγόρευση σώρευσης αποκλειστικών δικαιωμάτων, ήτοι της πρωτογενούς εκπομπής και της μετάδοσης. Μια τέτοια σώρευση περικλείει, κατά την Επιτροπή, συμφέροντα που αλληλοσυγκρούονται στο πλαίσιο μιας και μοναδικής επιχείρησης, η οποία, από τη φύση των πραγμάτων, θα οδηγηθεί να παραμελήσει τη μία από τις δραστηριότητες που έχει αναλάβει προς όφελος της άλλης. Αυτό ισοδυναμεί με περιορισμό της παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 86, στοιχείο β. Η Επιτροπή επισημαίνει σχετικώς ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει, η ΕΡΤ απέφυγε, από την ίδρυση της το 1975 μέχρι τον Οκτώβριο 1988, να μεταδίδει τα προγράμματα των άλλων κρατών μελών. Αυτό, κατά την άποψη της, σημαίνει ότι ο Έλληνας νομοθέτης δημιούργησε μια σύγκρουση συμφερόντων στο πλαίσιο της ΕΡΤ, η οποία είναι αναγκασμένη να δώσει την προτεραιότητα σε μία από τις δραστηριότητες αυτές εις βάρος της άλλης και εκμεταλλεύεται έτσι καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της. Πράγματι, μπορεί να προβαίνει στις επιλογές της χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ρεύματα της αγοράς, που είναι ανύπαρκτα.

Η Επιτροπή εξετάζει, τέλος, το ζήτημα αν η εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους παράβαση του άρθρου 90, παράγραφος 1, σε συνδυασμό προς το άρθρο 86, μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 90, παράγραφος 2. Ενώ η Επιτροπή δέχεται ότι η εκπομπή και μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων μπορούν να θεωρηθούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεν κρίνει δικαιολογημένη τη σώρευση των δύο αυτών μονοπωλίων στο πλαίσιο μιας μοναδικής επιχείρησης.

4. Το άρθρο 2 της Συνθήκης

22.

Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, από το γεγονός ότι η παραχώρηση του τηλεοπτικού μονοπωλίου στο έδαφος κράτους μέλους συμβιβάζεται προς τα άρθρα 30 έως 36 και 85 έως 90 της Συνθήκης έπεται ότι το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 2.

Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει νομοθεσία του είδους του επίδικου ελληνικού νόμου, υποχρεούται να τηρεί, πέραν του άρθρου 2 της Συνθήκης, και τις αρχές που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πάντως, η ελληνική νομοθεσία, αυτή καθαυτή, της φαίνεται απολύτως σύμφωνη προς το άρθρο 10 της Σύμβασης.

23.

Η Επιτροπή διατείνεται ότι το προοίμιο και το άρθρο 2 της Συνθήκης συνιστούν γενικές υποχρεώσεις που η Κοινότητα οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τη λήψη μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο. Εν όψει όμως του γενικού τους χαρακτήρα, δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιβάλλουν στα κράτη μέλη συγκεκριμένη υποχρέωση, όπως αυτή της κατάργησης μονοπωλίου.

5. Το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την Προάσπιση των Δικαιωμάτων τον Ανθρώπου

24.

Κατά την ΕΡΤ, στο πλαίσιο του άρθρου 10 της Σύμβασης, ο εθνικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέξει το οργανωτικό σχήμα που κρίνει κατάλληλο και το οποίο μπορεί να να έχει είτε τη μορφή κρατικού μονοπωλίου είτε τη μορφή αμιγώς ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, εφόσον βέβαια πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των σχετικών αδειών. Η ΕΡΤ, εξ άλλου, διατείνεται ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 10 είναι αποθετικό. 'Εγκειται σε αμυντική ελευθερία και όχι σε αξίωση παροχής. Κατά την άποψη της ΕΡΤ, δεν περιλαμβάνει, επομένως, την αξίωση του ατόμου να του παρασχεθεί ραδιοτηλεοπτικός χρόνος.

Η ΕΡΤ υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης δεν μπορεί να τεθεί προς ερμηνεία στο Δικαστήριο. Σχετικώς, η ΕΡΤ παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, συνεκδ. υποθ. 60 και 61/84, Cínéthèque (Συλλογή 1985, σ. 2605 ), όπου αυτό έκρινε ότι:

« Το Δικαστήριο έχει μεν την υποχρέωση να εξασφαλίζει το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη σφαίρα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, δεν έχει όμως την αρμοδιότητα να εξετάζει αν συμφωνούν με την ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών οι εθνικοί νόμοι, οι οποίοι ανήκουν στη σφαίρα που εναπόκειται στην κρίση του εθνικού νομοθέτη. »

Κατά την ΕΡΤ, ο επίδικος ελληνικός νόμος εναπόκειται ακριβώς στην κρίση του εθνικού νομοθέτη.

25.

Η ΔΕΠ και ο 2. Κούβελας υποστηρίζουν ότι ο νόμος 1730/1987 έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς το άρθρο 10 της Σύμβασης, καθώς και προς τα άρθρα 59 επ., 85, 86 και 90 επ. της Συνθήκης. Κατά την άποψη τους, κατά την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το πνεύμα των διατάξεων της Σύμβασης. Υπ' αυτό το πρίσμα, το απόλυτο μονοπώλιο της ΕΡΤ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διά της εφαρμογής των επιτρεπομένων στο κοινοτικό δίκαιο παρεκκλίσεων.

26.

Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί, παραπέμποντας στην απόφαση στην υπόθεση Cinéthèque, ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ελέγχει αν οι εθνικές νομοθεσίες είναι σύμφωνες προς το άρθρο 10 της Σύμβασης.

27.

Η Επιτροπή επίσης ισχυρίζεται ότι, όπως προκύπτει από την υπόθεση Cinéthèque, η συμφωνία ή μη εθνικής νομοθεσίας προς τη Σύμβαση δεν αποτελεί θέμα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου.

6. Οι προτεινόμενες από την Επιτροπή απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα

28.

Βάσει των παρατηρήσεων που ανέπτυξε, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ως εξής:

« 1)

Ένας νόμος ο οποίος επιτρέπει σε έναν μόνο τηλεοπτικό φορέα να κατέχει το μονοπώλιο σε ολόκληρη της Επικράτεια Κράτους μέλους και να προβαίνει σε τηλεοπτικές μεταδόσεις πάσης φύσεως δεν είναι αυτός καθεαυτός ασυμβίβαστος με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών που απαιτούνται από την εν λόγω επιχείρηση για την άσκηση της δραστηριότητας της. Το αντίθετο θα ίσχυε αν, μέσω κρατικού μέτρου, το αποκλειστικό δικαίωμα είχε χρησιμοποιηθεί για να ευνοούνται εθνικά προϊόντα ή υπηρεσίες έναντι των προϊόντων ή υπηρεσιών των άλλων Κρατών μελών.

2)

Ένας νόμος ο οποίος παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο σημείο 1 είναι ασυμβίβαστος με το άρθρο 59 της Συνθήκης, εφόσον το μονοπώλιο εκπομπής τηλεοπτικών προγραμμάτων ανατίθεται στο ίδιο πρόσωπο που κατέχει το μονοπώλιο μετάδοσης τηλεοπτικών προγραμμάτων προελεύσεως άλλων Κρατών μελών. Ένας τέτοιος νόμος είναι επίσης ασυμβίβαστος με το άρθρο 90, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 86, όταν η επιχείρηση που κατέχει το μονοπώλιο κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό μέρος της κοινής αγοράς.

3)

Οι διατάξεις του προοιμίου και του άρθρου 2 της Συνθήκης δεν δημιουργούν συγκεκριμένη υποχρέωση για την τήρηση τους εκ μέρους των Κρατών μελών.

4)

Το συμβιβάσιμο της νομοθεσίας Κράτους μέλους προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν εγείρει θέμα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου. »

P. J. G. Kapteyn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 18ης Ιουνίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-260/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης — Ανώνυμης Εταιρίας ( ΕΡΤ ΑΕ ),

υπέρ της οποίας παρεμβαίνει η

Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού ΕΡΤ,

και

Δημοτικής Εταιρίας Πληροφόρησης ( ΔΕΠ ),

Σωτηρίου Κούβελα,

υπέρ των οποίων παρεμβαίνουν οι

Νικόλαος Αβδέλλας κ.λπ.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης ΕΟΚ, και συγκεκριμένα των άρθρων 2, 3, στοιχείο στ, 9, 30, 36, 85 και 86,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο Due, Πρόεδρο, Τ. F. O'Higgins, G. C. Rodríguez Iglesias και M Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét F. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση - Ανώνυμη Εταιρία, εκπροσωπούμενη από τον Β. Κωστόπουλο, δικηγόρο Αθηνών, και τον Κ. Καλαβρό, δικηγόρο Αθηνών,

η Δημοτική Εταιρία Πληροφόρησης και ο Σωτήριος Κούβελας, εκπροσωπούμενοι από τους Α. Βαμβακόπουλο, Α. Παναγόπουλο και Π. Λαδά, δικηγόρους Θεσσαλο-

η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Ε. Belliard αναπληρώτρια διευθύντρια στη Διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον G. de Bergues, κύριο αναπληρωτή γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο Υπουργείο,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Marenco νομικό σύμβουλο, Β. Jansen και Μ. Κοντού-Durande, μέλη της Νομικής Υπηρε-

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης — Ανώνυμης Εταιρίας, της Δημοτικής Εταιρίας Πληροφόρησης και της Επιτροπής κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Αυγούστου 1989, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κρίνοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης ΕΟΚ, και ειδικότερα των άρθρων 2, 3, στοιχείο στ, 9, 30, 36, 85 και 86, καθώς και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ), για να εκτιμήσει αν συμβιβάζεται προς τις διατάξεις αυτές το εθνικό καθεστώς περί αποκλειστικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης Ανώνυμης Εταιρίας (στο εξής: ΕΡΤ), επιχείρησης στην οποία το Ελληνικό Κράτος έχει εκχωρήσει αποκλειστικά δικαιώματα για την άσκηση των δραστηριοτήτων της, αφενός, και της Δημοτικής Εταιρίας Πληροφόρησης (στο εξής: ΔΕΠ ), με έδρα τη Θεσσαλονίκη, και του Σ. Κούβελα, Δημάρχου της πόλης αυτής, αφετέρου. Παρά την ύπαρξη των αποκλειστικών δικαιωμάτων των οποίων απολαύει η ΕΡΤ, η ΔΕΠ και ο Δήμαρχος ίδρυσαν στην Θεσσαλονίκη, το 1989, τηλεοπτικό σταθμό, που άρχισε, την ίδια χρονιά, να μεταδίδει τηλεοπτικές εκπομπές.

3

Η ΕΡΤ ιδρύθηκε με τον νόμο 1730/1987 ( Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος Α, αριθ. 145, της 18.8.1987, σ. 144 ). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, σκοπός της ΕΡΤ είναι η οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, καθώς και η συμβολή της στην ενημέρωση, στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού, χωρίς την επιδίωξη κέρδους. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι στην ΕΡΤ εκχωρείται από το κράτος αποκλειστικό ραδιοτηλεοπτικό προνόμιο για κάθε δραστηριότητα που συντελεί στην εκπλήρωση του σκοπού της. Αυτό το προνόμιο περιλαμβάνει ιδίως την εκπομπή κάθε είδους ήχων και εικόνων από το ελληνικό έδαφος, με τις μεθόδους της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, που προορίζονται για τη λήψη, είτε γενική είτε με ειδικά κλειστά ή ενσύρματα ή άλλης οποιασδήποτε μορφής κυκλώματα, και την εγκατάσταση σταθμών ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 2, η ΕΡΤ παράγει και εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου απαγορεύει σε κάθε πρόσωπο να αναπτύσσει, χωρίς άδεια της ΕΡΤ, δραστηριότητες για τις οποίες η ΕΡΤ κατέχει αποκλειστικό δικαίωμα.

4

Θεωρώντας ότι οι δραστηριότητες της ΔΕΠ και του Δημάρχου Θεσσαλονίκης ενέπιπταν στη σφαίρα των αποκλειστικών της δικαιωμάτων, η ΕΡΤ κίνησε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ζητώντας, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 16 του νόμου 1730/1987, να διαταχθεί η απαγόρευση κάθε είδους τηλεοπτικής εκπομπής, η συντηρητική κατάσχεση του τεχνικού εξοπλισμού και η θέση του υπό μεσεγγύηση. Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η ΔΕΠ και ο Σ. Κούβελας επικαλέστηκαν κυρίως διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

5

Κρίνοντας ότι στην υπόθεση ανέκυπταν σημαντικά ζητήματα κοινοτικού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε την διαδικασία για να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Εάν ένας νόμος ο οποίος επιτρέπει εις ένα μόνον τηλεοπτικό φορέα να έχει το τηλεοπτικό μονοπώλιον εφ' όλης της Επικρατείας ενός Κράτους μέλους και να προβαίνει εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως είναι σύμφωνος προς τας διατάξεις της Συνθήκης της ΕΟΚ και το παράγωγον δίκαιον ( Droit dérivé ).

2)

Εν καταφατική περιπτώσει, εάν και κατά πόσον παραβιάζεται η εν άρθρω 9 της Συνθήκης ΕΟΚ θεμελιώδης ελευθερία κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (la liberte de circulation des marchandises ), εν όψει του γεγονότος ότι η ενάσκησις υφ' ενός μόνον φορέως του αποκλειστικού τηλεοπτικού προνομίου συνεπάγεται διά τους λοιπούς πολίτας της Κοινότητος την απαγόρευσιν εξαγωγής, ενοικιάσεως ή διανομής, καθ' οιονδήποτε τρόπον εις το εν λόγω Κράτος μέλος υλικών ηχητικών αποθεμάτων, φιλμς, ντοκυμανταίρ τηλεοράσεως και λοιπών προϊόντων δυναμένων να χρησιμοποιηθούν διά την εκπομπήν τηλεοπτικών μηνυμάτων, παρά μόνον προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του εν λόγω φορέως, του έχοντος το αποκλειστικόν τηλεοπτικόν προνόμιον, όταν μάλιστα ο εν λόγω φορεύς έχει την διακριτικήν ευχέρειαν επιλογής και προτιμήσεως του εθνικού υλικού και των εθνικών προϊόντων αντί εκείνων των άλλων Κρατών μελών της Κοινότητος.

3)

Εάν και κατά πόσον η παραχώρησις εις ένα μόνον φορέα του τηλεοπτικού προνομίου αποτελεί μέτρον ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών ( mesure d' effet équivalent à des restrictions quantitatives à l'importation ) απαγορευόμενον ρητώς υπό της διατάξεως του άρθρου 30 της Συνθήκης της ΕΟΚ.

4)

Εάν ήθελε γίνει δεκτόν ότι είναι νόμιμος η παραχώρησις διά νόμου εις ένα μόνον τηλεοπτικόν φορέα του αποκλειστικού τηλεοπτικού προνομίου να προβαίνει εφ' όλης της Επικρατείας ενός Κράτους μέλους εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως, ως εμπίπτουσα εκ την διάταξιν του άρθρου 36 της Συνθήκης της ΕΟΚ ως έχει ερμηνευθεί παρά του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δοθέντος ότι η τοιαύτη παραχώρησις ικανοποιεί μίαν επιτακτικήν ανάγκην και εξυπηρετεί σκοπόν δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η οργάνωσις της τηλεοράσεως ως υπηρεσίας χάριν δημοσίου συμφέροντος, εάν και κατά πόσον υπερακοντίζεται ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός, δηλαδή εάν η επίτευξις του σκοπού τούτου, ο οποίος είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, γίνεται κατά τον ολιγώτερον επαχθή τρόπο, δι' εκείνου δηλαδή που προσβάλλει ολιγώτερον την ελευθέραν κυκλοφορίαν των εμπορευμάτων.

5)

Εάν και κατά πόσον τα αποκλειστικά δικαιώματα, τα οποία παραχωρεί ένα Κράτος μέλος εις μίαν επιχείρησιν (έναν φορέα) εν σχέσει προς τας τηλεοπτικάς μεταδόσεις, και η ενάσκησις των δικαιωμάτων αυτών συμβιβάζονται προς τους κανόνας του ανταγωνισμού των άρθρων 85 εν συνδ. προς 3 στ' της Συνθήκης της ΕΟΚ, όταν η υπό της εν λόγω επιχειρήσεως ενάσκησις ωρισμένων πράξεων, και ενδεικτικώς η υπό της ιδίας μόνον α ) μετάδοσις διαφημιστικών μηνυμάτων, β ) θέσεως εις κυκλοφορίαν φιλμς, ντοκυμανταίρ και λοιπών τηλεοπτικών έργων παραγομένων εντός της Κοινότητος, γ ) επιλογής, κατά την διακριτικήν της ευχέρειαν, κατανομής και μεταδόσεως τηλεοπτικών μηνυμάτων, φιλμς, ντοκυμανταίρ και λοιπών έργων παρεμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει ( empêcher, restreindre ou fausser ) τον ανταγωνισμόν εις βάρος των κοινοτικών καταναλωτών εις τον τομέα τον οποίον λειτουργεί και εφ' ολοκλήρου της Επικρατείας του Κράτους μέλους, έστω και αν δικαιούται να το πράξη κατά νόμον.

6)

Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν το Κράτος μέλος χρησιμοποιεί την επιφορτισμένη με την λειτουργίαν της τηλεοράσεως επιχείρησιν ακόμη και όσον αφορά τας εμπορικάς της δραστηριότητας — ιδιαιτέρως την διαφήμισιν — ως επιχείρησιν επιφορτισμένην με την λειτουργίαν υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, εάν και κατά πόσον οι κανόνες του ανταγωνισμού των άρθρων 85 εν συνδ. προς 3 εδ. στ' είναι ασυμβίβαστοι προς την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτήν έργων.

7)

Εάν δύναται να θεωρηθή ότι μία τοιαύτη επιχείρησις εις την οποίαν έχει παραχωρηθή διά νόμου του Κράτους μέλους το τηλεοπτικό μονοπώλιον να προβαίνει εφ' όλης της Επικρατείας αυτού εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως κατέχει δεσπόζουσαν θέσιν εις σημαντικόν τμήμα της Κοινής Αγοράς.

8)

Εν καταφατική περιπτώσει, εάν και κατά πόσον αποτελεί κατάχρησιν της δεσποζούσης θέσεως της η εις βάρος των κοινοτικών καταναλωτών υπ' αυτής επιβολή ( ελλείψει παντός ετέρου ανταγωνισμού εις την αγοράν ) τιμών μονοπωλίου επί των τηλεοπτικών διαφημιστικών εκπομπών και τοιούτων προτιμησιακής, κατά την διακριτικήν της ευχέρειαν, μεταχειρίσεως και η υπ' αυτής ενά-σκησις των ως άνω εις το υπ' αριθ. 5 ερώτημα μνημονευομένων και εις εξάλειψαν του ανταγωνισμού αγουσών πράξεων εις τον τομέα εις τον οποίον αύτη λειτουργεί.

9)

Εάν και κατά πόσον σήμερον η παραχώρησις διά νόμου εις ένα μόνον τηλεοπτικόν φορέα να έχει το τηλεοπτικόν μονοπώλιον εφ' όλης της Επικρατείας ενός Κράτους μέλους και να προβαίνει εις τηλεοπτικάς μεταδόσεις πάσης φύσεως συμβιβάζεται το μεν προς τον επιδιωκόμενον υπό της Συνθήκης της ΕΟΚ ( εισαγωγήν και κατ' αρθρ. 2 αυτής ) κοινωνικόν σκοπόν της σταθεράς βελτιώσεως των συνθηκών ζωής των Ευρωπαϊκών λαών και της ταχείας ανόδου του επιπέδου της ζωής των, το δε προς την διάταξιν του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 4ης Νοεμβρίου

10)

Εάν η διά του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 4ης Νοεμβρίου 1950 κατοχυρουμένη ελευθερία του εκφράζεσθαι και ο προαναφερθείς κοινωνικός σκοπός της Συνθήκης της ΕΟΚ ο μνημονευόμενος εις την εισαγωγήν και το άρθρον 2 αυτής επιβάλλουν αφ' εαυτών εις τα κράτη μέλη υποχρεώσεις και ποίας, ανεξαρτήτως της ισχύος γραπτών διατάξεων του Κοινοτικού δικαίου. »

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα δεδομένα της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω, παρά μόνον καθ' όσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Από την απόφαση παραπομπής προκύπτει κατ' ουσίαν ότι, με το πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται στην ύπαρξη τηλεοπτικού μονοπωλίου εκ μέρους μιας μόνης εταιρίας, στην οποία ένα κράτος μέλος έχει παραχωρήσει προς τούτο αποκλειστικά δικαιώματα. Το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα αφορούν το ζήτημα αν οι κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, και ειδικότερα το άρθρο 9 και τα άρθρα 30 και 36, εμποδίζουν την ύπαρξη ενός τέτοιου μονοπωλίου. Δεδομένου ότι τα ερωτήματα αυτά αφορούν μονοπώλιο παροχής υπηρεσιών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναφέρονται όχι μόνο στους κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αλλά και στους σχετικούς με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ιδίως το άρθρο 59 της Συνθήκης.

8

Το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο και το όγδοο ερώτημα αφορούν την ερμηνεία των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί σχετικά να πληροφορηθεί, πρώτον, αν το άρθρο 3, στοιχείο στ, και το άρθρο 85 της Συνθήκης εμποδίζουν την εκ μέρους του κράτους παραχώρηση αποκλειστικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Δεύτερον, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται αν μια επιχείρηση, η οποία απολαύει αποκλειστικού τηλεοπτικού δικαιώματος για ολόκληρη την επικράτεια κράτους μέλους, κατέχει, για τον λόγο αυτό, δεσπόζουσα θέση εντός σημαντικού τμήματος της κοινής αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, και αν ορισμένες μορφές συμπεριφοράς συνιστούν κατάχρηση της δεσπόζουσας αυτής θέσης. Τρίτον, το εθνικό δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν οι ισχύοντες κανόνες ανταγωνισμού εμποδίζουν μια τέτοια επιχείρηση να ασκήσει την ιδιαίτερη αποστολή που της έχει ανατεθεί.

9

Το ένατο και το δέκατο ερώτημα αφορούν την εξέταση μιας μονοπωλιακής καταστάσεως στον τηλεοπτικό τομέα υπό το πρίσμα αφενός του άρθρου 2 της Συνθήκης και αφετέρου του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Επί του τηλεοπτικού μονοπωλίου

10

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, υπόθ. 155/73, Sacchi ( Rec. 1974, σ. 409, σκέψη 14), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τίποτε στη Συνθήκη δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξαιρούν, για λόγους δημοσίου συμφέροντος μη οικονομικής φύσεως, τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, παραχωρώντας το αποκλειστικό δικαίωμα της πραγματοποιήσεως τους σε ένα ή περισσότερα ιδρύματα.

11

Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 90, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης, ο τρόπος οργανώσεως ή λειτουργίας αυτού του μονοπωλίου ενδέχεται να αντιβαίνει προς τις διατάξεις της Συνθήκης, και ιδίως τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τους κανόνες ανταγωνισμού.

12

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην ανάθεση καθεαυτή τηλεοπτικού μονοπωλίου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος μη οικονομικής φύσεως. Ο τρόπος, όμως, οργανώσεως και λειτουργίας ενός τέτοιου μονοπωλίου δεν πρέπει να αντιβαίνει προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, ούτε προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

Επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

13

Πρέπει, κατ' αρχάς, να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, Sacchi, οι εκπομπές τηλεοπτικών μηνυμάτων εμπίπτουν στους κανόνες της Συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών και ότι ένα τηλεοπτικό μονοπώλιο, δεδομένου ότι αποτελεί μονοπώλιο παροχής υπηρεσιών, δεν αντιβαίνει, καθαυτό, στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

14

Όπως όμως προκύπτει από την ίδια απόφαση, οι συναλλαγές που αφορούν τα κάθε είδους υλικά, υποθέματα ήχου, ταινίες και άλλα προϊόντα που χρησιμεύουν στην μετάδοση των τηλεοπτικών μηνυμάτων υπόκεινται στους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

15

Πρέπει, συναφώς, να διευκρινιστεί ότι η παραχώρηση σε μία μόνη επιχείρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εκπομπής τηλεοπτικών μηνυμάτων — και η προς τούτο απονομή σ' αυτήν του αποκλειστικού προνομίου να εισάγει, να εκμισθώνει ή να διανέμει τα αναγκαία για την μετάδοση τους υλικά και προϊόντα — δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης.

16

'Αλλως έχουν τα πράγματα αν από την παραχώρηση αυτή προκύπτει — άμεσα ή έμμεσα — διάκριση μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων εις βάρος των τελευταίων. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, που είναι μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά, να εξετάσει αν αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

17

Όσον αφορά το άρθρο 9 της Συνθήκης, αρκεί να σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό απαγορεύει τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς και τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ κρατών μελών. Δεδομένου ότι η δικογραφία δεν περιέχει καμία ένδειξη περί του ότι η επίδικη νομοθεσία συνεπάγεται είσπραξη εισαγωγικού ή εξαγωγικού τέλους, το άρθρο 9 δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του επίδικου μονοπωλίου υπό το πρίσμα των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

18

Επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν εμποδίζουν την παραχώρηση, σε μία μόνη επιχείρηση, αποκλειστικών δικαιωμάτων στον τομέα της εκπομπής τηλεοπτικών μηνυμάτων, ούτε την προς τούτο απονομή σ' αυτήν του αποκλειστικού προνομίου να εισάγει, να εκμισθώνει ή να διανέμει τα αναγκαία για την μετάδοση τους υλικά και προϊόντα, αρκεί να μην προκύπτει εξ αυτού διάκριση μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων εις βάρος των τελευταίων.

Επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

19

Δυνάμει του άρθρου 59 της Συνθήκης, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας έπρεπε να καταργηθούν μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου, όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που ήσαν εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής. Η διάταξη αυτή επιβάλλει ιδίως την άρση οποιασδήποτε διακρίσεως εις βάρος αυτών που παρέχουν υπηρεσίες, όντας εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο όπου τις παρέχουν.

20

Όπως αναφέρθηκε στην σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, ενώ η ύπαρξη μονοπωλίου παροχής υπηρεσιών δεν είναι, αυτή καθαυτή, ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο, δεν αποκλείεται το μονοπώλιο να είναι οργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιβαίνει προς τους κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν το μονοπώλιο οδηγεί σε διάκριση μεταξύ των εγχωρίων τηλεοπτικών εκπομπών και των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη, εις βάρος των τελευταίων.

21

Όσον αφορά το επίδικο στην κύρια δίκη μονοπώλιο, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, του νόμου 1730/1987, καθώς και από τη νομολογία του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι το αποκλειστικό προνόμιο της ΕΡΤ περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα να μεταδίδει δικές της εκπομπές ( στο εξής: μετάδοση ), όσο και το δικαίωμα να λαμβάνει και να αναμεταδίδει εκπομπές προερχόμενες από άλλα κράτη μέλη ( στο εξής: αναμετάδοση ).

22

Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η σώρευση του μονοπωλίου μεταδόσεως και αναμεταδόσεως στα χέρια της ίδιας επιχείρησης της παρέχει τη διπλή δυνατότητα να μεταδίδει τα δικά της προγράμματα και να περιορίζει την αναμετάδοση των προγραμμάτων άλλων κρατών μελών. Η δυνατότητα αυτή, όταν οποιαδήποτε εγγύηση για την αναμετάδοση των προγραμμάτων άλλων κρατών μελών είναι ανύπαρκτη, μπορεί να οδηγήσει την επιχείρηση να ευνοεί τα δικά της προγράμματα εις βάρος των αλλοδαπών. Σ' ένα τέτοιο σύστημα, υπάρχει, επομένως, ο κίνδυνος να διαταραχθεί σοβαρά η ισότητα ευκαιριών μεταξύ μεταδόσεως ιδίων προγραμμάτων και αναμεταδόσεως των προγραμμάτων άλλων κρατών μελών.

23

Το αν η σώρευση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταδόσεως και αναμεταδόσεως έχει πράγματι καταλήξει σε διάκριση εις βάρος των εκπομπών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη είναι ζήτημα πραγματικής εκτιμήσεως, για το οποίο μόνος αρμόδιος είναι ο εθνικός δικαστής.

24

Πρέπει, στη συνέχεια, να τονιστεί ότι αντιβαίνει προς τους κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η εθνική ρύθμιση που άγει σε τέτοιες δυσμενείς διακρίσεις, εκτός αν η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στην εξαιρετική διάταξη του άρθρου 56 — στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 66 — της Συνθήκης. Όπως προκύπτει δε από το άρθρο 56, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, κανόνες εισάγοντες δυσμενείς διακρίσεις μπορούν να δικαιολογούνται μόνο για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας.

25

Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η εν λόγω ρύθμιση είχε ως μοναδικό σκοπό να αποφευχθούν τεχνικές δυσχέρειες οφειλόμενες στον περιορισμένο αριθμό διαθεσίμων διαύλων. Ο σκοπός αυτός όμως δεν δικαιολογεί την εν λόγω ρύθμιση, κατά την έννοια του άρθρου 56 της Συνθήκης, εφόσον η οικεία επιχείρηση χρησιμοποιεί περιορισμένο μόνο αριθμό από τους διαθέσιμους διαύλους.

26

Επομένως, πρέπει να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι αντιβαίνει προς το άρθρο 59 της Συνθήκης η εθνική ρύθμιση που ιδρύει μονοπώλιο αποκλειστικών δικαιωμάτων της μεταδόσεως ιδίων εκπομπών και αναμεταδόσεως εκπομπών προερχομένων από άλλα κράτη μέλη, όταν ένα τέτοιο μονοπώλιο άγει σε διακρίσεις εις βάρος των εκπομπών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, εκτός αν η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από έναν από τους λόγους του άρθρου 56, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 66 της Συνθήκης.

Επί των κανόνων ανταγωνισμού

27

Πρέπει, κατ' αρχάς, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, στοιχείο στ, της Συνθήκης, εξαγγέλλει απλώς έναν σκοπό της Κοινότητας, ο οποίος διευκρινίζεται με σειρά διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, και ιδίως με τα άρθρα 85, 86 και 90.

28

Η συμπεριφορά της επιχειρήσεως, αυτής καθαυτής, πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τις επιχειρήσεις. Τέτοιες διατάξεις περιέχουν ιδίως τα άρθρα 85, 86 και 90, παράγραφος 2.

29

Ως προς το άρθρο 85, αρκεί να σημειωθεί ότι αυτό εφαρμόζεται, όπως το ίδιο ορίζει, στις συμφωνίες « μεταξύ επιχειρήσεων ». Η απόφαση περί παραπομπής όμως δεν παρέχει καμία ένδειξη περί υπάρξεως οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων. Παρέλκει, επομένως, η ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

30

Το άρθρο 86 της Συνθήκης κηρύσσει ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης εντός της αγοράς αυτής ή σημαντικού τμήματός της.

31

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια επιχείρηση, στην οποία ο νόμος αναθέτει μονοπώλιο, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ( βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, υπόθ. 311/84, CBEM, Συλλογή 1985, σ. 3261, σκέψη 16) και ότι το έδαφος του κράτους μέλους, επί του οποίου εκτείνεται το μονοπώλιο αυτό, μπορεί να συνιστά σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς ( βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, υπόθ. 322/81, Michelin, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 28).

32

Το άρθρο 86 της Συνθήκης ναι μεν δεν απαγορεύει ένα μονοπώλιο αυτό καθαυτό, εμποδίζει όμως την καταχρηστική του εκμετάλλευση. Ειδικότερα, απαριθμεί ενδεικτικώς μερικές καταχρηστικές δραστηριότητες.

33

Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν παύουν να υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού, εκτός αν αποδεικνύεται ότι η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν συμβιβάζεται με την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής τους ( βλ. ιδίως προαναφερθείσα απόφαση της 30ήc Απριλίου 1974, Sacchi, σκέψη 15 ).

34

Επομένως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν η πρακτική μιας τέτοιας επιχείρησης συμβιβάζεται με το άρθρο 86 και, σε περίπτωση που η πρακτική αυτή αντιβαίνει προς τη διάταξη αυτή, να εξετάσει αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους συναρτώμενους με την ιδιαίτερη αποστολή που έχει ενδεχομένως ανατεθεί στην επιχείρηση.

35

Όσον αφορά τα κρατικά μέτρα, και ειδικότερα την παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, πρέπει να τονιστεί ότι, έστω και αν τα άρθρα 85 και 86 αφορούν αποκλειστικά επιχειρήσεις, ωστόσο η Συνθήκη επιβάλλει στα κράτη μέλη να μην λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα δυνάμενα να αναιρέσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών (βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977 υποθ. 13/77, INNO, Rec. 1977, σ. 2115, σκέψεις 31 και 32 ).

36

Έτσι, το άρθρο 90, παράγραφος 1, ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν, ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης, ως προς τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.

37

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης εμποδίζει την παραχώρηση, από ένα κράτος μέλος, αποκλειστικού δικαιώματος αναμεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών σε επιχείρηση η οποία κατέχει αποκλειστικό δικαίωμα μεταδόσεως εκπομπών, όταν τα δικαιώματα αυτά ενδέχεται να οδηγήσουν εκ των πραγμάτων την επιχείρηση αυτή σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης μέσω μιας πολιτικής ευμενών διακρίσεων υπέρ της εκπομπής των δικών της προγραμμάτων.

38

Επομένως, πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η απάντηση ότι αντιβαίνει προς το άρθρο 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης η παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος μεταδόσεως και αποκλειστικού δικαιώματος αναμεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών σε μία και την αυτή επιχείρηση, όταν τα δικαιώματα αυτά ενδέχεται να οδηγήσουν εκ των πραγμάτων την επιχείρηση αυτή σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης μέσω μιας πολιτικής ευμενών διακρίσεων υπέρ της εκπομπής των δικών της προγραμμάτων, εκτός εάν η εφαρμογή του άρθρου 86 εμποδίζει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί.

Επί του άρθρου 2 της Συνθήκης

39

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1991, υποθ. C-339/89, Alsthom, Συλλογή 1991, σ. Ι-107 ), το άρθρο 2 της Συνθήκης — στο οποίο αναφέρεται το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα — περιγράφει την αποστολή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Οι εξαγγελλόμενοι στη διάταξη αυτή σκοποί αφορούν την ύπαρξη και τη λειτουργία της Κοινότητας, που πρέπει να προκύψει ως αποτέλεσμα της δημιουργίας της κοινής αγοράς και της προοδευτικής προσεγγίσεως της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών.

40

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι το άρθρο 2 δεν περιέχει κριτήρια, βάσει των οποίων θα μπορούσε να κριθεί αν ένα εθνικό τηλεοπτικό μονοπώλιο συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο.

Επί του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

41

Σχετικά με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο αναφέρεται το ένατο και το δέκατο ερώτημα, πρέπει, κατ' αρχάς, να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, για την τήρηση του οποίου μεριμνά το Δικαστήριο. Αυτό εμπνέεται, προς τούτο, από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τις ενδείξεις τις οποίες παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ( βλ. ιδίως απόφαση της 14ης Μαΐου 1974, υποθ. 4/73, Nold, Rec. 1974, σ. 491, σκέψη 13 ). Εξέχουσα θέση κατέχει, σ' αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( βλ. ιδίως απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, υποθ. 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 18). Εξ αυτού έπεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, υποθ. 5/88, Wachauf ( Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 19 ), δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στην Κοινότητα μέτρα μη συνάδοντα προς τον σεβασμό των ως άνω αναγνωριζομένων και κατοχυρουμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου.

42

Κατά την νομολογία του ( βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, συνεκδ. υποθ. 60 και 61/84, Cinéthèque, Συλλογή 1985, σ. 2605, σκέψη 26, και της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, υπόθ. 12/86, Demirel, Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 28 ), το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει, υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μια εθνική ρύθμιση που δεν είναι ενταγμένη στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου! Αντιθέτως, όταν πρόκειται για ρύθμιση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο, εφόσον επιληφθεί προδικαστικώς σχετικής υποθέσεως, υποχρεούται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να μπορέσει αυτό να κρίνει αν η ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, για τον σεβασμό των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο, όπως αυτά προκύπτουν ειδικότερα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

43

Ειδικότερα, όταν ένα κράτος μέλος επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 56 σε συνδυασμό προς το άρθρο 66 της Συνθήκης, για να δικαιολογήσει μια ρύθμιση τέτοια που μπορεί να παρακωλύσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η δικαιολόγηση αυτή, η οποία προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τις γενικές αρχές του δικαίου και ιδίως τα θεμελιώδη δικαιώματα. 'Ετσι, η αμφισβητούμενη εθνική ρύθμιση μπορεί να υπαχθεί στις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 56, σε συνδυασμό προς το άρθρο 66, μόνον αν είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα για τον σεβασμό των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο.

44

Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, στον εθνικό δικαστή και στο Δικαστήριο, αν επιληφθεί, εναπόκειται να εκτιμήσει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, εν όψει όλων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένης και της ελευθερίας εκφράσεως, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως γενικής αρχής του δικαίου, για την τήρηση του οποίου μεριμνά το Δικαστήριο.

45

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην εξουσία των κρατών μελών, όταν εφαρμόζουν τις διαλαμβανόμενες στα άρθρα 66 και 56 της Συνθήκης διατάξεις σχετικά με λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα της γενικής αρχής της ελευθερίας εκφράσεως, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Επί των δικαστικών εξόδων

46

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Κυβέρνηση- και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 11ης Απριλίου 1989 το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αποφαίνεται:

 

1)

Το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην ανάθεση καθεαυτή τηλεοπτικού μονοπωλίου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος μη οικονομικής φύσεως. Ο τρόπος, όμως, οργανώσεως και λειτουργίας ενός τέτοιου μονοπωλίου δεν πρέπει να αντιβαίνει προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, ούτε προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

 

2)

Τα άρθρα της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν εμποδίζουν την παραχώρηση, σε μία μόνη επιχείρηση, αποκλειστικών δικαιωμάτων στον τομέα της εκπομπής τηλεοπτικών μηνυμάτων, ούτε την προς τούτο απονομή σ' αυτήν του αποκλειστικού προνομίου να εισάγει, να εκμισθώνει ή να διανέμει τα αναγκαία για την μετάδοση τους υλικά και προϊόντα, αρκεί να μην προκύπτει εξ αυτού διάκριση μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων εις βάρος των τελευταίων.

 

3)

Αντιβαίνει προς το άρθρο 59 της Συνθήκης η εθνική ρύθμιση που ιδρύει μονοπώλιο αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταδόσεως ιδίων εκπομπών και αναμεταδόσεως εκπομπών προερχομένων από άλλα κράτη μέλη, όταν ένα τέτοιο μονοπώλιο άγει σε διακρίσεις εις βάρος των εκπομπών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, εκτός αν η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από έναν από τους λόγους του άρθρου 56, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 66 της Συνθήκης.

 

4)

Αντιβαίνει προς το άρθρο 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης η παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος μεταδόσεως και αποκλειστικού δικαιώματος αναμεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών σε μία και την αυτή επιχείρηση, όταν τα δικαιώματα αυτά ενδέχεται να οδηγήσουν εκ των πραγμάτων την επιχείρηση αυτή σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης μέσω μιας πολιτικής ευμενών διακρίσεων υπέρ της εκπομπής των δικών της προγραμμάτων, εκτός εάν η εφαρμογή του άρθρου 86 εμποδίζει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί.

 

5)

Το άρθρο 2 δεν περιέχει κριτήρια, βάσει των οποίων θα μπορούσε να κριθεί αν ένα εθνικό τηλεοπτικό μονοπώλιο συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο.

 

6)

Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην εξουσία των κρατών μελών, όταν εφαρμόζουν τις διαλαμβανόμενες στα άρθρα 66 και 56 της Συνθήκης διατάξεις σχετικά με λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα της γενικής αρχής της ελευθερίας εκφράσεως, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Due

O'Higgins

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Kapteyn

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιουνίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top