Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0238

Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990.
Pall Corp. κατά P. J. Dahlhausen & Co.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht München I - Γερμανία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Δίκαιο σημάτων - Παραπλανητική διαφήμιση.
Υπόθεση C-238/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-04827

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:473

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-238/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Η εταιρία P. J. Dahlhausen & Co., εναγομένη της κυρίας δίκης, εμπορεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φίλτρα αίματος τα οποία εισάγει από την Ιταλία. Ο ιταλός κατασκευαστής επιθέτει στα φίλτρα και στη συσκευασία τους το σήμα « Miropore », ακολουθούμενο από το γράμμα R μέσα_ σε κύκλο. Εκτός από το σήμα με την εν λόγω προσθήκη και τις λοιπές ενδείξεις που αναφέρονται στη χρήση για την οποία προορίζεται το προϊόν, τον κατασκευαστή, τις διαστάσεις και τις ημερομηνίες παραγωγής και λήξεως, οι οποίες υπάρχουν σε όλες τις συσκευασίες, ο κατασκευαστής επιθέτει την επωνυμία της εναγομένης (ως διανομέα) στη συσκευασία των φίλτρων τα οποία της παραδίδει.

Η εταιρία Pall Corp., ενάγουσα της κυρίας δίκης, ενήγαγε, μεταξύ άλλων, την Dahlhausen ζητώντας να παύσει να θέτει το γράμμα R μετά το σήμα « Miropore » στα φίλτρα αίματος που κυκλοφορούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την αιτιολογία ότι το σήμα αυτό δεν προστατεύεται στη Γερμανία. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η χρησιμοποίηση του γράμματος R αποτελεί, κατά την ενάγουσα, παραπλανητική διαφήμιση απαγορευμένη βάσει του άρθρου 3 του γερμανικού νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού (UWG). Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

« Ο κατά τις εμπορικές συναλλαγές επί σκοπώ ανταγωνισμού παρέχων παραπλανητικές ενδείξεις όσον αφορά την εμπορική κατάσταση, ιδίως την ποιότητα, την προέλευση, τον τρόπο παραγωγής, τις τιμές των καθ' έκαστον εμπορευμάτων ή βιομηχανικών ή εμπορικών υπηρεσιών ή του συνόλου των προσφερομένων εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, τους τιμοκαταλόγους, τον τρόπο κτήσεως ή την πηγή των εμπορευμάτων, την ύπαρξη ανταλλαγμάτων, την αιτία ή τον σκοπό της πωλήσεως ή την ποσότητα των διαθεσίμων εμπορευμάτων, μπορεί να εναχθεί επί παραλείψει της χρησιμοποιήσεως των ενδείξεων αυτών. »

Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι η αιτουμένη απαγόρευση είναι επιβεβλημένη σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, διατηρεί όμως αμφιβολίες ως προς το αν μια τέτοια απαγόρεύση αποτελεί ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης.

Κατόπιν τούτων, το Landgericht του Μονάχου Ι με Διάταξη της 29ης Ιουνίου 1989, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:

«1)

Αποτελεί η απαγόρευση εμπορίας εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των εμπορευμάτων των οποίων η ονομασία ακολουθείται από το γράμμα R όταν το σήμα δεν προστατεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας — απαγόρευση στηριζομένη στο άρθρο 3 του UWG (γερμανικού νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού), σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας —, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, απαγορευόμενο κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το μέτρο που η εν λόγω απαγόρευση εφαρμόζεται και όταν το σήμα προστατεύεται σε άλλο κράτος μέλος;

2)

Είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 3 του UWG, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, προς προστασία των εννόμων αγαθών που απαριθμούνται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

2.

Η Διάταξη του Landgericht του Μονάχου Ι πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν:

η Pall Corp., ενάγουσα της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Μονάχου Pagenberg,

η P. J. Dahlhausen & Co., εναγομένη της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Μονάχου Donie,

η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roder, Regierungsdirektor του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, και Horst Teskes Ministerialrat του Υπουργείου Δικαιοσύνης,

η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενη από τη S. J. Hay, του Treasury Solicitor's Department,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Jörn Sack, επικουρούμενο από τη Renate Kubicki, υπάλληλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποσπασμένη στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

3.

Η εταιρία Dahlhausen, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προτείνουν να δοθεί ως απάντηση ότι απαγόρευση όπως η προκειμένη αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από επιτακτικές ανάγκες ούτε βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης.

Η Dahlhausen θεωρεί ότι η εν προκειμένω εφαρμογή του άρθρου 3 του UWG αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης, καθόσον δημιουργεί εμπόδιο για τις εισαγωγές, κατά το μέτρο που τα προϊόντα για τα οποία πρόκειται μπορούν να πωλούνται στην Ιταλία όπως ήδη παρουσιάζονται, η δε μεταβολή της εμφανίσεως τους αυτής μόνο για τη γερμανική αγορά θα ήταν εις βάρος της αποδοτικότητας της εμπορίας τους, οπότε το εμπόρευμα δεν θα εισαγόταν πλέον στη Γερμανία.

Το εμπόδιο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται λόγω επιτακτικών αναγκών, όπως η εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και η προστασία του καταναλωτή, διότι προς προστασία των συμφερόντων αυτών δεν είναι απαραίτητο να απαγορευθεί η επίθεση σήματος συνοδευόμενου από σημείο ενδεικτικό του ότι το σήμα προστατεύεται αν η προστασία αυτή υφίσταται πράγματι στο κράτος μέλος προελεύσεως. Κατά το γερμανικό δίκαιο, η ένδειξη R δεν σημαίνει ότι το σήμα είναι κατατεθειμένο στη Γερμανία.

Οι εδαφικοί περιορισμοί των δικαιωμάτων επί του σήματος εντός της Κοινότητας δεν δικαιολογούν κατ' ανάγκην την απαγόρευση χρησιμοποιήσεως της ενδείξεως της προστασίας του σήματος εντός χωρών άλλων εκτός εκείνης όπου παρέχεται η προστασία αυτή. Η Dahlhausen επικαλείται, σχετικώς, την απόφαση της 13ης Μαρτίου 1984, Prantl, σκέψη 27 16/83, « Bocksbeutel », Συλλογή 1984, σ. 1299, κατά την οποία η άμυνα των καταναλωτών και η εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών πρέπει να εξασφαλίζονται με τον αμοιβαίο σεβασμό των νομίμων και παραδοσιακών συνηθειών που κρατούν στα διάφορα κράτη μέλη. Κατά την Dahlhausen, το γεγονός ότι οι όροι της προστασίας του σήματος στα διάφορα κράτη μέλη δεν είναι οι ίδιοι δεν αλλάζει τίποτε, τουλάχιστον σε περίπτωση που είναι δυνατός ο προσδιορισμός της χώρας προελεύσεως στην οποία προστατεύεται το σήμα.

Όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή, η Dahlhausen προσθέτει ότι ο σκοπός του σήματος είναι να δειχθεί από ποια επιχείρηση προέρχεται το εμπόρευμα και όχι σε ποια διοικητική αρχή έχει κατατεθεί το σήμα.

Και αν ακόμα ένας μικρός αριθμός γερμανών καταναλωτών μπορεί να νομίζει ότι το R σημαίνει πως το σήμα προστατεύεται επισήμως στη Γερμανία, η αποφυγή της εσφαλμένης και όχι διαδεδομένης ερμηνείας αυτής δεν αποτελεί επιτακτική ανάγκη, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων για την κοινή αγορά.

Εξάλλου η Dahlhausen θεωρεί ότι στην παρούσα υπόθεση πρέπει.να ακολουθηθεί η ίδια συλλογιστική όπως και στην απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1984, Kohl κατά Ringelhan & Rennett, σκέψη 15 (177/83, Συλλογή 1984, σ. 3651 ), κατά την οποία η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως διακριτικού γνωρίσματος μόνο και μόνο επειδή θα μπορούσε να δημιουργηθεί στο κοινό πλάνη ως προς το αν τα εμπορεύματα είναι εγχώριας ή αλλοδαπής προελεύσεως συνιστά διάκριση εις βάρος των εισαγομένων εμπορευμάτων.

H Dahlhausen προτείνει να δοθεί στα υποβληθέντα ερωτήματα η εξής απάντηση:

« Η εφαρμογή του άρθρου 3 του UWG κατά τρόπον ώστε να απαγορεύεται στην εναγομένη να εμπορεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φίλτρα αίματος φέροντα το σήμα “ Miropore ” ακολουθούμενο από το γράμμα R μέσα σε κύκλο, πράγμα που σημαίνει ότι το σήμα έχει κατατεθεί στην Ιταλία, προσκρούει εν προκειμένω στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. »

Η Ιταλική Κυβέρνηαη είναι της γνώμης ότι απαγόρευση όπως η προκειμένη αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορευό-μενο βάσει του άρθρου 30 της Συνθήκης. Η προσθήκη του R ουδόλως αλλοιώνει την ουσία του σήματος, η δε προέλευση, όπως και η ποιότητα, του προϊόντος προκύπτουν σαφώς από τα στοιχεία που αναγράφονται στη συσκευασία. Κατά συνέπεια, η προστασία των καταναλωτών και η εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών δεν τίθενται σε κίνδυνο.

Η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνει, επομένως, καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα και αρνητική στο δεύτερο.

Η Επιτροπή αποκλείει, κατ' αρχάς, την εν προκειμένω εφαρμογή της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της παραπλανητικής διαφημίσεως ( ΕΕ L 250, σ. 17 ). Το R απλώς και μόνο πληροφορεί τους ανταγωνιστές σχετικά με την ύπαρξη προστατευομένου σήματος, χωρίς όμως να παρέχει καμία ένδειξη ως προς το ίδιο το σήμα, δεν επιτρέπει δε, μεταξύ άλλων, να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με το κράτος στο οποίο έχει γίνει η κατάθεση η ως προς την ποιότητα του προϊόντος. Επομένως, το R δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μορφή διαφημίσεως κατά την έννοια του άρθρου 2 της προαναφερθείσας οδηγίας.

Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω απαγόρευση συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης, μη δυνάμενο να δικαιολογηθεί ούτε βάσει του άρθρου 36 ούτε από επιτακτικές ανάγκες, οι οποίες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο προκειμένου περί μέτρων εφαρμοζομένων αδιακρίτως επί εγχωρίων και επί εισαγομένων προϊόντων. Προκειμένου να αποφανθεί επί της απαγορεύσεως, το εθνικό δικαστήριο διακρίνει ακριβώς δύο περιπτώσεις: την ύπαρξη προστασίας κατά το γερμανικό δίκαιο και την ύπαρξη προστασίας μόνο κατά το δίκαιο άλλου κράτους μέλους ( πρβλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1984). Μια τέτοια διάκριση αναλόγως της προελεύσεως του προϊόντος δεν επιτρέπεται να γίνει, αφού ως βάση λαμβάνεται η αρχή του ισοδυνάμου των σημάτων ύστερα από την εναρμόνιση του δικαίου των σημάτων.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα:

« Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης της ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι η από εθνική έννομη τάξη προβλεπομένη απαγόρευση πωλήσεως και θέσεως σε κυκλοφορία με την προσθήκη του διεθνούς σημείου R εμπορευμάτων κατασκευαζόμενων σε άλλο κράτος μέλος, των οποίων το σήμα προστατεύεται στο κράτος αυτό,πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό και επομένως ότι απαγορεύεται. »

4.

Κατά την εταιρία Pall και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η εν λόγω απαγόρευση δεν συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών και επομένως δεν αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης.

Η Pall υποστηρίζει ότι το R δεικνύει ότι στη χώρα όπου χρησιμοποιείται υπάρχει κατατεθειμένο σήμα. Αυτό προκύπτει από τον εδαφικό χαρακτήρα του δικαιώματος επί του σήματος καθώς και από τις υφιστάμενες διαφορές όσον αφορά τις εθνικές διαδικασίες και τις προϋποθέσεις καταθέσεως των σημάτων στα διάφορα κράτη μέλη. Επομένως, η ένδειξη ότι το σήμα είναι κατατεθειμένο μπορεί να δημιουργήσει πλάνη σε περίπτωση που το σήμα δεν έχει στην πραγματικότητα κατατεθεί στην οικεία χώρα. Εξάλλου, η προσθήκη μιας τέτοιας ενδείξεως πρέπει να θεωρείται ως πράξη αθεμίτου ανταγωνισμού έναντι των λοιπών ανταγωνιστών. Αν η κατάθεση ενός σήματος σε οποιοδήποτε κράτος της Κοινότητας αρκούσε για να δικαιολογήσει τη χρησιμοποίηση του R, δεν θα γίνονταν πλέον καταθέσεις σημάτων παρά μόνο στις χώρες όπου γίνεται απευθείας καταχώριση, καθώς θα αποφεύγονταν οι χώρες όπου εφαρμόζεται σύστημα προελέγχου και προβλέπεται διαδικασία προβολής αντιρρήσεων.

Κατά την Pall, το πρόβλημα στην παρούσα υπόθεση, αντίθετα από την προαναφερθείσα υπόθεση «Bocksbeutel» (απόφαση της 13ης Μαρτίου 1984 ), δεν είναι η παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αλλά η δημιουργία φαινομένου μη ανταποκρινόμενου στην πραγματικότητα ως προς την ύπαρξη δικαιώματος επί του σήματος, πράγμα που πρέπει να απαγορεύεται ένεκα επιτακτικών λόγων σχετικών με την προστασία του καταναλωτή.

Η απαγόρευση αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως επί εγχωρίων και επί εισαγομένων προϊόντων.

Επιπλέον, η εν λόγω απαγόρευση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αισθητό εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Είναι απλούστατη η χρησιμοποίηση μιας και μόνης συσκευασίας για όλες τις χώρες, στην οποία να αναγράφεται το κράτος στο οποίο είναι κατατεθειμένο το σήμα. Η απαίτηση να υπάρχει ρητή σχετική αναφορά δεν συνιστά διάκριση, καθόσον ο κατασκευαστής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το R.

Η Pall προτείνει, επομένως, την ακόλουθη απάντηση:

« Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εφαρμόζεται επί απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως ενδείξεως περί προστασίας σήματος, όταν η προστασία αυτή παρέχεται εντός άλλου κράτους της Κοινότητας αλλ' όχι εντός του κράτους όπου ισχύει η απαγόρευση. »

Η Βρετανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η προσθήκη του R, που εμφαίνει ότι πρόκειται για σήμα κατατεθέν, δημιουργεί πλάνη στους πελάτες και στους ανταγωνιστές, αν το σήμα δεν είναι κατατεθειμένο στη χώρα όπου πωλούνται τα εμπορεύματα. Η κατάσταση αυτή θα αλλάξει μόνον όταν δημιουργηθεί κοινοτικό σήμα· ο δικαιούχος ενός τέτοιου σήματος θα έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί ένδειξη περί καταθέσεως όπως το R οπουδήποτε εντός της Κοινότητας.

Αν, κατά το παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, που χαρακτηρίζεται από σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις προϋποθέσεις προστασίας των σημάτων, γινόταν δεκτό ότι η εντός κράτους μέλους κατάθεση αρκεί ώστε να μπορεί ο κατασκευαστής να δημιουργεί την εντύπωση ότι το σήμα προστατεύεται σε όλα τα κράτη μέλη, αυτό θα σήμαινε διάκριση υπέρ των κατασκευαστών των κρατών μελών όπου η καταχώριση επιτυγχάνεται ευκολότερα, ενδεχομένως δε θα οδηγούσε σε « forum shopping » όσον αφορά την επιλογή των χωρών καταθέσεως των σημάτων.

Κατά τη Βρετανική Κυβέρνηση, η υπόθεση « Bocksbeutel » ( προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Μαρτίου 1984) διαφέρει από την παρούσα από άποψη πραγματικών περιστατικών και συνεπώς δεν αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο. Ειδικότερα, στην υπόθεση « Bocksbeutel », παρόλο που το σχήμα της φιάλης μπορούσε να δημιουργήσει πλάνη στον καταναλωτή, από την ετικέτα προέκυπτε σαφώς το είδος και η προέλευση του οίνου' αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση η πραγματική κατάσταση δεν προκύπτει από τη συσκευασία.

Εν προκειμένω, θα ήταν δυνατόν να προστεθούν ορισμένα στοιχεία δίπλα στο R, όπως « σήμα κατατεθέν στην Ιταλία », ώστε το σύνολο των ενδείξεων να μπορεί να χρησιμοποιείται σε όλες τις χώρες χωρίς να δημιουργείται πλάνη. Η προσθήκη αυτή θα κόστιζε ελάχιστα και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση, καθόσον μάλιστα το αν θα τεθεί ή όχι το σύμβολο R εξαρτάται αποκλειστικά από τον κατασκευαστή. Επομένως, ο κατασκευαστής θα μπορούσε εύκολα να αποφύγει την εν λόγω απαγόρευση — που δεν προσκρούει στο άρθρο 30 της Συνθήκης — είτε μη αναγράφοντας το R είτε προσθέτοντας ένδειξη εμφαίνουσα σαφώς την πραγματική κατάσταση.

5.

Η Γερμανική Κυβέρνηση, ενώ προτείνει κι αυτή κατ αρχήν αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, θεωρεί ωστόσο ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο καταλήξει σε ορισμένες πραγματικές διαπιστώσεις, η απαγόρευση θα μπορούσε να κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης.

Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα υπαγορεύεται από την προαναφερθείσα οδηγία 84/450 για την παραπλανητική διαφήμιση. Εθνικά μέτρα σύμφωνα με την οδηγία αυτή δεν συνιστούν εμπόδιο στις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Στη Γερμανία το άρθρο 3 του UWG εγγυάται πλήρως την εφαρμογή της οδηγίας και πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως αυτής.

Από το άρθρο 2, περίπτωση 2 ( « παρουσίαση » ) και από το άρθρο 3, στοιχείο γ, της οδηγίας ( δημιουργία φαινομένου περί κατοχής δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας) προκύπτει σαφώς ότι η προσθήκη του R δίπλα στο σήμα αποτεΜ διαφήμιση κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Προκειμένου να κριθεί αν πρόκειται για παραπλανητική διαφήμιση, πρέπει να εξετασθεί αν για ένα σημαντικό μέρος των ενδιαφερομένων προσώπων, ιδίως των αγοραστών, η απλή χρήση της ενδείξεως R σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το σήμα προστατεύεται στη χώρα όπου πωλείται το εμπόρευμα. Η Γερμανική Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διευκρινίσει το ζήτημα αυτό με τη βοήθεια αποδεικτικού μέσου, για παράδειγμα βάσει σφυγμομετρήσεως της κοινής γνώμης.

Αν οι αποδείξεις οδηγήσουν σε τέτοια διαπίστωση — πράγμα για το οποίο αμφιβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση — απομένει να εξακριβωθεί, πάλι από το εθνικό δικαστήριο, αν η σύγχυση που προκαλείται στο πλαίσιο των κατηγοριών των ενδιαφερομένων είναι ικανή να παραβλάψει τις συνθήκες του ανταγωνισμού.

Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η νομική σημασία της συγχύσεως που προκαλείται στο πλαίσιο μιας μειοψηφίας ανθρώπων δεν εξαρτάται μόνον από ορισμένο ελάχιστο αριθμητικό όριο, αλλά προσδιορίζεται και κατόπιν σταθμίσεως των υφισταμένων συμφερόντων στην οποία προβαίνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο βάσει αξιολογήσεων υψηλοτέρας στάθμης. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η αναδρομή στις νομικές αρχές τις οποίες καθιερώνει το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Η βάσει δικαστικής αποφάσεως απαγόρευση προσθήκης της ενδείξεως R δίπλα στην ονομασία ενός προϊόντος που κατασκευάζεται σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας όταν στο άλλο αυτό κράτος μέλος η ονομασία αυτή απολαύει προστασίας ως σήμα έχει δυνάμει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία περί παραπλανητικής διαφημίσεως παρά μόνον αν από την κυρία δίκη προκύπτει, επί τη βάσει τόσο των πραγματικών διαπιστώσεων όσο και της αναγκαίας σταθμίσεως των υφισταμένων συμφερόντων, ότι πράγματι για ένα σημαντικό, από νομική άποψη, μέρος των κατηγοριών των ενδιαφερομένων προσώπων ή απλή προσθήκη του R σημαίνει προστασία στο οικείο κράτος βάσει του δικαίου περί σημάτων και ότι αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις επί των συνθηκών του ανταγωνισμού.

Ακόμα και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, είναι κατ' αρχήν επιτρεπτή η θέσπιση απαγορεύσεως στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας, το οποίο επιτρέπει την εξασφάλιση ευρύτερης προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, όμως, το απαγορευτικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται βάσει των αρχών που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως. Επομένως, ένα τέτοιο μέτρο δικαιολογείται μόνον αν είναι απαραίτητο προς ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών σχετικών με την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών ή την προστασία των καταναλωτών. Κατά τη γνώμη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, δεν υφίσταται τέτοιου είδους επιτακτική ανάγκη όταν η χρησιμοποιούμενη ονομασία είναι αντικειμενικώς ακριβής, όταν δηλαδή η προστασία που εξασφαλίζεται με το σήμα υπάρχει πράγματι σε άλλο κράτος μέλος, ενώ δε παρερμηνεύεται ενδεχομένως από μια μικρή μειοψηφία ενδιαφερομένων που θα νομίζουν ότι το σήμα προστατεύεται στην οικεία χώρα βάσει του δικαίου περί σημάτων, η επίμαχη ένδειξη ουδόλως πραπλανά τη μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών των προσώπων στα οποία απευθύνεται.

Κατά συνέπεια, η Γερμανική Κυβέρνηση προτείνει τις ακόλουθες απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα:

«1.

α)

Όταν η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων που φέρουν την προσθήκη R δίπλα στην ονομασία τους, ενώ στη χώρα για την οποία προορίζονται το σχετικό σήμα δεν απολαύει προστασίας, αποτελεί παραπλανητική διαφήμιση κατά την έννοια της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της παραπλανητικής διαφημίσεως ( ΕΕ L 250, σ. 17 επ. ), η απαγόρευση της δεν είναι μέτρο ισοδύναμο προς ανεπίτρεπτο ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, ακόμα και όταν η εν λόγω απαγόρευση εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το σήμα απολαύει προστασίας εντός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

β)

Παραπλανητική διαφήμιση κατά την έννοια της οδηγίας υπάρχει μόνον όταν από τη διαδικασία της κυρίας δίκης προκύπτει, βάσει τόσο των διαπιστώσεων πραγμάτων όσο και της αναγκαίας σταθμίσεως των υφισταμένων συμφερόντων — που γίνεται λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων — ότι ένα σημαντικό, από νομική άποψη, μέρος των κατηγοριών των ενδιαφερομένων προσώπων πιστεύει πράγματι, μόνο και μόνο λόγω της προσθήκης του R, ότι υφίσταται εθνική προστασία του σήματος, τούτο δε έχει επιπτώσεις επί των συνθηκών του ανταγωνισμού. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις πραγμάτων.

γ)

Στην παρούσα υπόθεση, η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως της ενδείξεως R, που σημαίνει ότι το σήμα απολαύει νομικής προστασίας, απαγόρευση στηριζομένη στο άρθρο 3 του UGW, ενώ δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας περί παραπλανητικής διαφημίσεως, αντίκειται στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας.

2.

Τα εθνικά μέτρα κατά της παραπλανητικής διαφημίσεως πρέπει, κατ' αρχήν, να εκτιμώνται εν αναφορά προς την οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (EE L 250, σ. 17)· κατά το μέτρο που επιτρέπεται από την οδηγία, η θέσπιση πιο εκτεταμένων εθνικών προστατευτικών μέτρων πρέπει να δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες σχετικές με την τήρηση της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών και την προστασία των καταναλωτών (άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ ) ».

G. C. Rodríguez Iglesias

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 13ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-238/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landgericht του Μονάχου Ι προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Pall Corp.

και

P. J. Dahlhausen & Co.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Pall Corp., διά του δικηγόρου Μονάχου Pagenberg,

η Ρ. J. Dahlhausen & Co., διά του δικηγόρου Μονάχου Donie,

η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, διά των εκπροσώπων της Ernst Roder, Regierungsdirektor του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, και Horst Teske, Ministerialrat του Υπουργείου Δικαιοσύνης,

η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, διά του εκπροσώπου της Oskar Fiumara, avvocato dello Stato,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, διά της εκπροσώπου της S. J. Hay, του Treasury Solicitor's Department,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διά του νομικού της συμβούλου Jörn Sack, επικουρουμένου από τη Renate Kubicki, υπάλληλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποσπασμένη στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της P. J. Dahlhausen & Co., της Γερμανικής Κυβερνήσεως (εκπρόσωπος von Mühlendahl), της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 29ης Ιουνίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιουλίου 1989, το Landgericht του Μονάχου Ι υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Pall Corp. ( στο εξής: Pall ), ενάγουσας της κυρίας δίκης, και της εταιρίας P. J. Dahlhausen & Co. ( στο εξής: Dahlhausen ). Η τελευταία εμπορεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φίλτρα αίματος τα οποία εισάγει από την Ιταλία. Ο ιταλός κατασκευαστής επιθέτει στα φίλτρα και στη συσκευασία τους το σήμα « Miropore », ακολουθούμενο από το γράμμα R μέσα σε κύκλο.

3

Η Pall ενήγαγε, μεταξύ άλλων, την Dahlhausen για να παύσει να χρησιμοποιεί το γράμμα R μετά το σήμα « Miropore » στα φίλτρα αίματος που κυκλοφορούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την αιτιολογία ότι το σήμα αυτό δεν είναι κατατεθειμένο στη Γερμανία. Κατά την Pall, η χρησιμοποίηση του γράμματος R υπό τις συνθήκες αυτές αποτελεί παραπλανητική διαφήμιση απαγορευμένη βάσει του άρθρου 3 του UWG ( γερμανικού νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού ). Κατά τη διάταξη αυτή, απαγορεύονται οι « παραπλανητικές ενδείξεις » σχετικά « με την καταγωγή ή την πηγή των εμπορευμάτων ».

4

Το Landgericht του Μονάχου Ι, ενώπιον του οποίου ήχθη η διαφορά, εκτιμά ότι η απαγόρευση εμπορίας την οποία ζητεί η Pall επιβάλλεται κατ' εφαρμογή της γερμανικής νομοθεσίας, διερωτάται όμως μήπως μια τέτοια απαγόρευση αποτελεί ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

5

Κατόπιν αυτών, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:

« 1)

Αποτελεί η απαγόρευση εμπορίας εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των εμπορευμάτων των οποίων η ονομασία ακολουθείται από το γράμμα R όταν το σήμα δεν προστατεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας — απαγόρευση στηριζομένη στο άρθρο 3 του UWG (γερμανικού νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού), σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας —, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, απαγορευόμενο κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το μέτρο που η εν λόγω απαγόρευση εφαρμόζεται και όταν το σήμα προστατεύεται σε άλλο κράτος μέλος;

2)

Είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 3 του UWG, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, προς προστασία των εννόμων αγαθών που απαριθμούνται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς της κυρίας δίκης και η διαδικασία, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι ναι μεν το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφαίνεται επί του συμφώνου εθνικής διατάξεως προς την Συνθήκη, είναι όμως αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο κάθε ερμηνευτικό στοιχείο σχετικό με το κοινοτικό δίκαιο που του επιτρέπει να εκτιμήσει το σύμφωνο αυτό, προκειμένου να εκδικάσει την ενώπιον του εκκρεμούσα υπόθεση.

8

Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να νοηθούν ως αφορώντα το ζήτημα αν τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι κωλύουν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως περί αθεμίτου ανταγωνισμού, βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας μπορεί να επιτύχει την απαγόρευση της εντός κράτους μέλους εμπορίας προϊόντος στο σήμα του οποίου έχει προστεθεί το γράμμα R μέσα σε κύκλο εφόσον το σήμα δεν έχει κατατεθεί στο κράτος αυτό, έχει όμως κατατεθεί σε άλλο κράτος μέλος.

9

Η προσθήκη του γράμματος R — από την αγγλική λέξη « registered » — δίπλα στο σήμα, προς ένδειξη του ότι πρόκειται για σήμα κατατεθέν και κατά συνέπεια απολαύον νομικής προστασίας, αποτελεί πρακτική προερχομένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και ρυθμίζεται κανονιστικώς. Η πρακτική αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλά κράτη μέλη της Κοινότητας.

10

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η γερμανική νομοθεσία περί σημάτων δεν περιέχει κανόνες για τη χρησιμοποίηση της ενδείξεως R. Επομένως, το ανάκυψαν ζήτημα, το οποίο αφορά το σύμφωνο εθνικής διατάξεως περί αθεμίτου ανταγωνισμού προς τους κοινοτικούς κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, πρέπει να εξετασθεί μόνον εν αναφορά προς το άρθρο 30.

11

Σχετικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά παγία νομολογία, αρχής γενομένης με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville, σκέψη 5 (8/74, Sig 1974, σ. 837), η κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς αφορά κάθε εμπορικού χαρακτήρα κανονιστική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να εμποδίσει αμέσως ή εμμέσως, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

12

Επίσης κατά παγία νομολογία, τα εμπόδια που δημιουργούνται για το ενδοκοινοτικό εμπόριο λόγω των υφισταμένων διαφορών μεταξύ των εθνικών διατάξεων πρέπει να θεωρούνται επιτρεπτά, εφόσον τέτοιου είδους διατάξεις, εφαρμοζόμενες αδιακρίτως επί εθνικών και εισαγομένων προϊόντων, δικαιολογούνται ως απαραίτητες προς ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η προστασία των καταναλωτών ή η εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών. Για να μπορούν, όμως, να επιτραπούν, πρέπει οι διατάξεις αυτές να περιέχουν ρυθμίσεις ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο σκοπός δε αυτός να μην μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που να περιορίζουν λιγότερο το ενδοκοινοτικό εμπόριο ( βλ. ιδίως την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewę, 120/78, Sig 1979, σ. 649 ).

13

Κατ' αρχάς, διαπιστώνεται ότι απαγόρευση όπως αυτή που αφορά η παρούσα υπόθεση είναι ικανή να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, διότι μπορεί να αναγκάσει τον δικαιούχο σήματος κατατεθειμένου σε ένα μόνο κράτος μέλος να ρυθμίσει κατά διαφόρους τρόπους την παρουσίαση των προϊόντων του αναλόγως του τόπου όπου πρόκειται να τεθούν στο εμπόριο και να οργανώσει στεγανούς διαύλους διανομής, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίσει τη μη κυκλοφορία προϊόντων που φέρουν την ένδειξη R στο έδαφος των κρατών που έχουν θεσπίσει την απαγόρευση.

14

Εν συνεχεία, πρέπει να αναφερθεί ότι μια τέτοια απαγόρευση εφαρμόζεται αδιακρίτως επί εθνικών και επί εισαγομένων προϊόντων, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην αποφυγή του κινδύνου πλάνης ως προς τον τόπο όπου έχει κατατεθεί και προστατεύεται το σήμα του προϊόντος, χωρίς να έχει σχετικώς οποιαδήποτε σημασία αν το προϊόν είναι εγχώριας ή αλλοδαπής προελεύσεως.

15

Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να δικαιολογηθεί από τις προαναφερθείσες επιτακτικές ανάγκες.

16

Υποστηρίχθηκε, σχετικώς, ότι η εν λόγω απαγόρευση είναι δικαιολογημένη διότι η προσθήκη του στοιχείου R, που δείχνει ότι ένα σήμα είναι κατατεθειμένο, δημιουργεί στους καταναλωτές πλάνη εάν το σήμα δεν έχει κατατεθεί στη χώρα εντός της οποίας κυκλοφορούν στο εμπόριο τα προϊόντα.

17

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

18

Αφενός, δεν είναι αποδεδειγμένο ότι στην πράξη η ένδειξη R χρησιμοποιείται και ως υποδηλούσα ότι το σήμα έχει κατατεθεί στη χώρα όπου κυκλοφορεί το προϊόν.

19

Αφετέρου, και αν ακόμα υποτεθεί ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί συναφώς πλάνη στους καταναλωτές ή σε τμήμα αυτών, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα τόσο εμφανές εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, διότι οι καταναλωτές ενδιαφέρονται μάλλον για τις ιδιότητες του προϊόντος παρά για τον τόπο καταθέσεως του σήματος.

20

Υποστηρίχθηκε, ακόμα, ότι η χρησιμοποίηση της ενδείξεως R σε κράτος όπου δεν έχει κατατεθεί το σήμα πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη αθεμίτου ανταγωνισμού έναντι των άλλων ανταγωνιστών και ότι, αν η κατάθεση σήματος σε οποιοδήποτε κράτος της Κοινότητας αρκούσε για να δικαιολογήσει τη χρησιμοποίηση του, οι κατασκευαστές θα μπορούσαν να επιλέγουν για την κατάθεση του σήματος τους τα κράτη με τις λιγότερες απαιτήσεις.

21

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατ' αρχάς, οι συνετοί επιχειρηματίες που έχουν συμφέρον να γνωρίζουν αν το σήμα είναι κατατεθειμένο ή όχι είναι σε θέση να εξακριβώσουν ποια είναι η σχετική έννομη κατάσταση ανατρέχοντας στο οικείο δημόσιο βιβλίο. Εξάλλου, ο καταθέτων σήμα εντός ορισμένου κράτους επιδιώκει προεχόντως να επιτύχει τη νομική προστασία του εντός του κράτους αυτού. Η ένδειξη R, όπως και τα άλλα σημεία που δείχνουν ότι το σήμα είναι κατατεθειμένο, έχει παρακολουθηματικό ή συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τη νομική αυτή προστασία, που αποτελεί τον σκοπό της καταθέσεως.

22

Τέλος, ενόψει των επιχειρημάτων τα οποία ανέπτυξε η Γερμανική Κυβέρνηση με βάση την οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της παραπλανητικής διαφημίσεως ( ΕΕ L 250, σ. 17), πρέπει να προστεθεί ότι, άπαξ και έχει διαπιστωθεί ότι η εν λόγω απαγόρευση δεν δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες σχετικές με την προστασία των καταναλωτών ή την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών, η απαγόρευση αυτή δεν μπορεί, πολλώ μάλλον, να βρει έρεισμα στην προαναφερθείσα οδηγία. Η εν λόγω οδηγία περιορίζεται στη μερική εναρμόνιση των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων περί παραπλανητικής διαφημίσεως, καθορίζοντας αφενός μεν τα ελάχιστα κριτήρια και στόχους βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί ότι μία διαφήμιση είναι παραπλανητική, αφετέρου δε τα ελάχιστα προαπαιτούμενα όσον αφορά τις λεπτομέρειες της προστασίας από την παραπλανητική διαφήμιση.

23

Επομένως, στα προδικαστικά ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι κωλύει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως περί αθεμίτου ανταγωνισμού βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας μπορεί να επιτύχει την απαγόρευση της εντός κράτους μέλους εμπορίας προϊόντος στο σήμα του οποίου έχει προστεθεί το στοιχείο R μέσα σε κύκλο, εφόσον το σήμα δεν έχει κατατεθεί στο κράτος αυτό, έχει όμως κατατεθεί σε άλλο κράτος μέλος.

Επί των δικαστικών εξόδων

24

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης, χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Landgericht München Ι με Διάταξη της 29ης Ιουνίου 1989, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι κωλύει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως περί αθεμίτου ανταγωνισμού βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας μπορεί να επιτύχει την απαγόρευση της εντός κράτους μέλους εμπορίας προϊόντος στο σήμα του οποίου έχει προστεθεί το στοιχείο R μέσα σε κύκλο, εφόσον το σήμα δεν έχει κατατεθεί στο κράτος αυτό, έχει όμως κατατεθεί σε άλλο κράτος μέλος.

 

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Schokweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Προεδρεύων

G. F. Mancini

πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top