Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0201

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 22ας Μαρτίου 1990.
    Jean-Marie Le Pen και Front national κατά Detlef Puhl και λοιπών.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Colmar - Γαλλία.
    Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών - Ασυλία των ευρωβουλευτών - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
    Υπόθεση C-201/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-01183

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:133

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-201/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Νομικό πλαίσιο

    Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων ( στο εξής: πρωτόκολλο), όπως προκύπτει βάσει του άρθρου 28 της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ορίζει:

    « Οι χώροι και τα κτίρια των Κοινοτήτων είναι απαραβίαστα. Δεν υπόκεινται σε έρευνα, κατάσχεση, επίταξη ή απαλλοτρίωση. Τα περιουσιακά στοιχεία και τα στοιχεία ενεργητικού των Κοινοτήτων δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο οποιουδήποτε αναγκαστικού μέτρου διοικητικής ή δικαστικής αρχής, άνευ αδείας του Δικαστηρίου. »

    Όσον αφορά την ασυλία των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα άρθρα 9 και 10 του πρωτοκόλλου ορίζουν:

    Άρθρο 9:

    « Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. »

    Άρθρο 10:

    « Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

    α)

    εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους·

    β)

    εντός της επικρατείας άλλων κρατών μελών, της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

    Η ασυλία τους καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

    Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του. »

    2. Πραγματικά περιστατικά

    Στις 24 Οκτωβρίου 1984 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέστησε εξεταστική επιτροπή στην οποία ανέθεσε τη διενέργεια έρευνας και τη σύνταξη εκθέσεως επί της ανόδου του φασισμού και του φυλετισμού στην Ευρώπη. Η επιτροπή αυτή υπέβαλε στις 23 Ιανουαρίου 1986 την έκθεση της, βάσει της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε στις 11 Ιουνίου 1986 διακήρυξη περί καταδίκης του φυλετισμού και της ξενοφοβίας.

    Ύστερα από τη διακήρυξη αυτή, η Σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρήγγειλε σε ένα γερμανό δημοσιογράφο, τον Detlef Puhl, τη σύνταξη φυλλαδίου με τον τίτλο « Διακήρυξη κατά του φυλετισμού και της ξενοφοβίας ». Το φυλλάδιο αυτό, εκδοθέν στη γερμανική, γαλλική και αγγλική γλώσσα, διανεμήθηκε στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.

    Στο τέλος της γαλλικής εκδόσεως του φυλλαδίου αναφέρεται η Σοσιαλιστική Ομάδα ως υπεύθυνος εκδόσεως. Η αναφορά αυτή υπάρχει επίσης και στη γερμανική έκδοση, τυπογράφος της οποίας είναι η εταιρία Thomas Druck GmbH του Dreieich Götzenhain. Η αγγλική έκδοση, συνταχθείσα από τον Andrew Bell, τυπώθηκε στις Βρυξέλλες από την εταιρία Prin-téclair.

    3. Η διαφορά της κύριας δίκης

    Ο Jean-Marie Le Pen, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και το πολιτικό κόμμα « Front national » ( « Εθνικό Μέτωπο » ) θεώρησαν ότι τα τρία φυλλάδια περιείχαν δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος τους. Για τον λόγο αυτό άσκησαν αγωγή ενώπιον του Tribunal de grande instance του Στρασβούργου κατά των Detlef Puhl και Andrew Bell, ως συντακτών των φυλλαδίων, του Rudi Arndt, ως προέδρου της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των εταιριών « Druck » και « Printéclair », ως τυπογράφων των φυλλαδίων, καθώς και των διαφόρων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Σοσιαλιστική Ομάδα. Με την αγωγή ζητείται χρηματική ικανοποίηση 500000 γαλλικών φράγκων (FF) καθώς και η δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως. Κατά τον Le Pen και το Front national, πολλά χωρία του επίδικου κειμένου συνιστούν εξαιρετικά σοβαρή δυσφήμιση, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 29 του γαλλικού νόμου της 29ης Ιουλίου 1881.

    Το άρθρο αυτό ορίζει: « Κάθε ισχυρισμός ή απόδοση γεγονότος σε πρόσωπο, ο οποίος θίγει την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου ή της ομάδας στο οποίο ή στην οποία αποδίδεται το γεγονός αποτελεί δυσφήμιση. Η πρωτογενής δημόσια ανακοίνωση αυτού του ισχυρισμού ή της αποδόσεως γεγονότος σε πρόσωπο ή η περαιτέρω διάδοσή του τιμωρείται, ακόμα και αν διατυπώνεται υπό μορφή αμφιβολίας ή αφορά πρόσωπο ή ομάδα που δεν κατονομάζεται μεν ρητά, η ταυτότητα του οποίου όμως μπορεί να προσδιοριστεί από το περιεχόμενο λόγων, κραυγών, απειλών, εγγράφων, φορητών επιγραφών ή τοιχοκολλήσεων. Κάθε έκφραση προσβλητική, περιφρονητική ή υβριστική η οποία δεν αποδίδει σε πρόσωπο κανένα γεγονός αποτελεί εξύβριση. »

    Το άρθρο 42 του ίδιου νόμου προβλέπει επιπλέον ότι τιμωρούνται ως αυτουργοί με τις ποινές που προβλέπονται για την καταστολή των διά του τύπου τελουμένων εγκλημάτων, με την εξής σειρά: οι διευθυντές εκδόσεως ή εκδότες, ελλείψει αυτών, οι συντάκτες, ελλείψει συντακτών, οι τυπογράφοι και ελλείψει τυπογράφων, οι πωλητές, διανομείς και τοιχοκολλητές.

    Σε απάντηση στην αγωγή του Le Pen και του Front national, οι εναγόμενοι της κύριας δίκης ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων ότι ο γαλλικός νόμος δεν εφαρμόζεται σε πράξεις που τελέστηκαν εντός των κτιρίων των κοινοτικών οργάνων και ότι τα άρθρα 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ παρέχουν στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση της ευθύνης των οργάνων αυτών.

    Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1988 το Tribunal de grande instance του Στρασβούργου κηρύχθηκε καταρχάς αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής του Le Pen και του Front national κατά του Rudi Arndt. Έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Rudi Arndt ενήργησε στο πλαίσιο της ιδιότητάς του ως ευρωβουλευτή και ότι, επομένως, καλυπτόταν από την προβλεπόμενη στις διατάξεις του πρωτοκόλλου ασυλία. Το Tribunal έκρινε ακόμη ότι, βάσει του άρθρου 178 της Συνθήκης, μόνο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης και ότι στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για μια τέτοια διαφορά.

    Στη συνέχεια το Tribunal απέρριψε τις αγωγές κατά των υπολοίπων εναγομένων. Έκρινε ότι η ταυτότητα του εκδότη των επιμάχων κειμένων, δηλαδή της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ήταν πλήρως γνωστή και ότι, επομένως, η ομάδα αυτή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως υπεύθυνος αυτουργός υπό την έννοια του άρθρου 42 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1881. Εντούτοις αυτή η ευθύνη δεν μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς η Σοσιαλιστική Ομάδα δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα. Λόγω αυτού όμως του γεγονότος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέχουν, επικουρικά, ευθύνη οι συντάκτες και οι τυπογράφοι, καθώς η Σοσιαλιστική Ομάδα υπάρχει, είναι πλήρως γνωστή και παραδέχεται ότι εκείνη δημοσίευσε τα εν λόγω έντυπα. Όσον αφορά τα αιτήματα της αγωγής που στρέφονται κατά των πολιτικών κομμάτων, τα οποία συνθέτουν τη Σοσιαλιστική Ομάδα, το Tribunal έκρινε ότι δεν προέκυπτε από τη δικογραφία ότι είχαν μετάσχει καθ' οποιονδήποτε τρόπο στη δημοσίευση των επίδικων κειμένων.

    Ο Le Pen και το Front national άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 1988 ενώπιον του Cour ď appel του Colmar. Αμφισβητούν την απόφαση καθόσον με αυτή το Tribunal de grande instance του Στρασβούργου κηρύχθηκε αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή ως προς τον Rudi Arndt και καθόσον απέρριψε τα άλλα αιτήματα τους.

    Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι μόνο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή η οποία αφορά πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ότι, εφόσον δεν έχει αρθεί η βουλευτική ασυλία του Rudi Arndt, βάσει του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου, τα γαλλικά δικαστήρια είναι αναρμόδια να εκδικάσουν αγωγή στρεφόμενη κατ' αυτού. Ισχυρίζονται επιπλέον ότι οι αγωγές κατά του Le Pen και του Front national είναι αβάσιμες, διότι τα χωρία, λόγω των οποίων ασκείται η αγωγή, δεν έχουν δυσφημιστικό χαρακτήρα.

    4. Προδικαστικό ερώτημα

    Το Cour d' appel του Colmar έκρινε ότι ήταν απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των προβαλλομένων κανόνων του κοινοτικού δικαίου, ενόψει ιδίως των ισχυρισμών των εναγομένων, κατά τους οποίους οι επίδικες πράξεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, με απόφαση της 2ας Ιουνίου 1989 το Cour ď appel υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Είναι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρμόδιο να αποφανθεί επί των γεγονότων που εκτίθενται ανωτέρω, ενόψει του γεγονότος ότι αυτά συντελέστηκαν εντός των χώρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο; »

    5. Διαδικασία

    Η απόφαση περί της παραπομπής του Cour d' appel του Colmar πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 1989.

    Σύμφωνα προς το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν o Le Pen και το Front national, ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Jean-Pierre Claudon και Wallerand de Saint-Just, o Detlef Pulii και οι υπόλοιποι εναγόμενοι της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Yves Baudelot, δικηγόρο Παρισιού, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Hendrik van Lier.

    Με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1989, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε όμως, σύμφωνα με το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να του παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

    1)

    Ποιος είναι ο ακριβής ρόλος μιας πολιτικής ομάδας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 26 του κανονισμού του Κοινοβουλίου;

    2)

    Περιλαμβάνει αυτός ο ρόλος τη δημοσίευση φυλλαδίων από μια τέτοια ομάδα, με δική της πρωτοβουλία;

    3)

    Ποια είναι, κατά το Κοινοβούλιο, τα όργανα ή τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα όταν διαπράττεται με μια τέτοια δημοσίευση μια παράνομη πράξη;

    II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    1. Περιεχόμενο τον προδικαστικού ερωτήματος

    Οι κατατεθείσες παρατηρήσεις αφορούν κυρίως το ζήτημα αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο προς εκδίκαση των επίδικων πράξεων, κατ' αποκλεισμό των εθνικών δικαστηρίων. Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα μπορούσε επίσης να αναφέρεται στη βουλευτική ασυλία που επικαλείται ο Rudi Arndt. Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι ορθά επικαλέστηκε ο Rudi Arndt την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του πρωτοκόλλου βουλευτική ασυλία.

    2. Η αρμοδιότητα του Δικαοτηρίον

    Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης παρατηρούν ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα βάσει του άρθρου 210 της Συνθήκης και ότι, για τον λόγο αυτό, είναι υπεύθυνη για τις ζημίες που προκαλούν τα κοινοτικά όργανα ή οι υπάλληλοί της σε τρίτους. Εντούτοις, αυτή η ευθύνη, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, είναι εντελώς εξαιρετική, η δε σχετική αγωγή δεν μπορεί να ασκηθεί στα δικαστήρια των κρατών μελών. 'Ετσι δεν μπορεί να ασκηθεί αγωγή βάσει του άρθρου αυτού ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στις περιπτώσεις που η Κοινότητα απολαύει, δυνάμει του άρθρου 218 της Συνθήκης, στο έδαφος των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Από αυτή την ασυλία, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν ασκούν καμία εξουσία εντός των κτιρίων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    Το άρθρο 178 της Συνθήκης παρέχει στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκδίκαση των αγωγών αποζημιώσεως του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για τέτοια διαφορά. Τα επίμαχα φυλλάδια παραγγέλθηκαν και εκδόθηκαν από όργανο των Κοινοτήτων, ήτοι τη Σοσιαλιστική Πολιτική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ομάδα αυτή, η ύπαρξη της οποίας προβλέπεται και διέπεται από τον εσωτερικό κανονισμό του Κοινοβουλίου, ενήργησε στα πλαίσια της αποστολής της. Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης σημειώνουν επ' αυτού ότι τα εν λόγω φυλλάδια είχαν ως σκοπό να καταστήσουν γνωστή την έκθεση μιας επιτροπής συσταθείσας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ότι διανεμήθηκαν μόνο εντός των κτιρίων αυτού του οργάνου.

    Σημειώνουν τέλος ότι η ευθύνη της Σοσιαλιστικής Ομάδας, ως οργάνου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορροφά κατ' ανάγκη την ευθύνη των άλλων εναγομένων προσώπων, τα οποία απλώς ενήργησαν κατόπιν αιτήματος της για τη σύνταξη, την έκδοση και τη διανομή των φυλλαδίων. Εξάλλου η αγωγή ασκήθηκε κατά του Rudi Arndt και των διαφόρων πολιτικών κομμάτων μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι μέλη της Σοσιαλιστικής Ομάδας.

    Οι ενάγοντες της κύριας όίκης παρατηρούν καταρχάς ότι το προδικαστικό ερώτημα, με τον τρόπο τον οποίο υποβάλλεται, είναι ξένο προς τους στόχους του άρθρου 177. Δεν είναι στην αρμοδιότητά του να επιληφθεί το Δικαστήριο της διαφοράς της κύριας δίκης, διότι προδικαστικό ερώτημα ισοδυναμεί στην πραγματικότητα προς το ζήτημα αν τα γαλλικά δικαστήρια είναι αρμόδια επ' αυτού.

    Κατά τη γνώμη τους τα γαλλικά δικαστήρια είναι αρμόδια προς εκδίκαση των αγωγών τους. Σ' αυτή την αλληλουχία ο Le Pen και το Front national ισχυρίζονται ότι, πρώτον, ποτέ δεν ανέφεραν ότι τα επίδικα φυλλάδια διανεμήθηκαν μόνο εντός των κτιρίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συνεπώς θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν διανεμηθεί και αλλού. Δεύτερον, διατείνονται ότι η επιχειρηματολογία των εναγομένων, η οποία στηρίζεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί θεμάτων εξωσυμβατικής ευθύνης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι αλυσιτελής στην προκειμένη περίπτωση. Οι ασκηθείσες ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων αγωγές δεν αφορούν καθόλου τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ούτε την ευθύνη τους. Στη συνέχεια, οι ενάγοντες της κύριας δίκης διατείνονται ότι το απαραβίαστο των χώρων και κτιρίων των Κοινοτήτων δεν έχει καμία επίπτωση στην αρμοδιότητα των γαλλικών δικαστηρίων. Ο γαλλικός νόμος εξακολουθεί να ισχύει για τις αδικοπραξίες ή τις παράνομες πράξεις που διαπράττονται στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το ότι πρόκειται για χώρους οι οποίοι είναι απαραβίαστοι.

    Κατά την Επιτροπή, τα άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης δεν παρέχουν στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των επιδίκων πραγματικών περιστατικών. Συναφώς αρκεί να σημειωθεί ότι η αγωγή του Le Pen και του Front national δεν στρέφεται κατά κανενός κοινοτικού οργάνου και ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στην εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Επίσης η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου. Το άρθρο αυτό δεν συνεπάγεται ούτε δικαστική ασυλία ως προς τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα στους χώρους των κοινοτικών οργάνων ούτε την αναρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Το απαραβίαστο των χώρων αυτών αφορά μόνο τα αναγκαστικά μέτρα διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το πρωτόκολλο δεν προβλέπει απόλυτη δικαστική ασυλία και ότι το άρθρο 183 της Συνθήκης ΕΟΚ ορίζει ρητά ότι δεν αποκλείεται η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του πρωτοκόλλου βουλευτική ασυλία εμποδίζει απλώς προσωρινά την κίνηση κατά των βουλευτών οποιασδήποτε διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, δεν συνεπάγεται όμως ανάθεση αρμοδιότητας στο Δικαστήριο. Συνεπώς, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

    « Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί των πραγματικών περιστατικών που έδωσαν την αφορμή για την παρούσα διαφορά από μόνο τον λόγο ότι συνέβησαν στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. »

    III — Οι απαντήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαντά στην πρώτη ερώτηση ότι ο εσωτερικός κανονισμός του παρέχει στις πολιτικές ομάδες τις απαραίτητες αρμοδιότητες για την προετοιμασία των αποφάσεων που πρόκειται να ληφθούν και των στάσεων που πρόκειται να τηρηθούν. Οι αρμοδιότητες αντιστοιχούν κατά κανόνα στις εξουσίες που έχει ένας ελάχιστος αριθμός βουλευτών ή μια κοινοβουλευτική επιτροπή. Η σύσταση πολιτικής ομάδας δεν επηρεάζει καθόλου την ανεξαρτησία και την ατομική ευθύνη των βουλευτών που τη συνθέτουν.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαντά καταφατικά στη δεύτερη ερώτηση. Από το γεγονός ότι τα μέλη του εκπροσωπούν το εκλογικό σώμα συνάγεται ότι η επικοινωνία με τους ψηφοφόρους αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής του αποστολής. Σχετικά, δεν έχει τόση σημασία αν αυτό γίνεται με ατομική πρωτοβουλία των βουλευτών ή μιας πολιτικής ομάδας.

    Το Κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να παράσχει απάντηση στην τρίτη ερώτηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    Τ. Koopmans

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )

    της 22ας Μαρτίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-201/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d'appel του Colmar προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Jean-Marie Le Pen και

    Front national, αφενός,

    και

    Detlef Puhl,

    Andrew Bell,

    Rudi Arndt,

    Thomas Druck,

    Printéclair,

    Sozialdemokratische Partei Deutschlands,

    Labour Party,

    Parti socialiste belge,

    Socialdemokratiet,

    Partido Socialista Obrero Español,

    Parti socialiste,

    Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος,

    Partij van de Arbeid,

    Social Democratie and Labour Party,

    Partito socialista democratico italiano,

    Partito socialista italiano,

    Parti ouvrier socialiste luxembourgeois και

    Partido Socialista, αφετέρου,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, Τ. Koöpmans, G. F. Mancini, T. F. O'Higgins και Μ. Díez de Velasco, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: D. Louterman, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και τις έγγραφες απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου που κατέθεσαν:

    οι ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους J.-P. Claudon και W. de Saint-Just, δικηγόρους Παρισιού,

    οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Υ. Baudelot, δικηγόρο Παρισιού,

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Η. van Lier, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Francesco Pasetti Bombardella,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπηθέντος από τον J. Campinos, των εναγόντων, των εναγομένων και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με απόφαση της 2ας Ιουνίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 του ιδίου μήνα, το Cour d' appel του Colmar υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου αναφορικά με τις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο αγωγής που άσκησε ο Jean-Marie Le Pen και το γαλλικό πολιτικό κόμμα « Front national » ( « Εθνικό Μέτωπο » ) κατά των ατόμων, των εταιριών και των πολιτικών κομμάτων που θεωρούν υπεύθυνα για τη σύνταξη, τη μετάφραση, την έκδοση, την εκτύπωση και τη διανομή ενός φυλλαδίου αφορώντος την άνοδο του φυλετισμού και του φασισμού στην Ευρώπη. Το φυλλάδιο αυτό, το οποίο συντάχθηκε με πρωτοβουλία της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ύστερα από την έγκριση εκ μέρους του Κοινοβουλίου μιας δια-κηρύξεως με την οποία καταδικαζόταν ο φυλετισμός και η ξενοφοβία, διανεμήθηκε σε διάφορες γλωσσικές αποδόσεις στους χώρους του εν λόγω κοινοτικού οργάνου στο Στρασβούργο.

    3

    Οι ενάγοντες θεώρησαν ότι το φυλλάδιο αυτό περιείχε δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος τους. Για τον λόγο αυτό άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Tribunal de grande instance του Στρασβούργου κατά των Detlef Puhl και Andrew Bell, ως συντακτών των κειμένων του φυλλαδίου, του Rudi Arnadt, ως προέδρου της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των εταιριών Thomas Druck και Printéclair, εδρευουσών, αντιστοίχως, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο Βέλγιο, ως τυπογράφων του φυλλαδίου, καθώς και των διαφόρων κομμάτων τα οποία αποτελούν τη Σοσιαλιστική Ομάδα.

    4

    Το Tribunal του Στρασβούργου κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής κατά το μέρος που αυτή στρεφόταν κατά του Arndt, διότι αυτός ενήργησε στο πλαίσιο της ιδιότητάς του ως μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και καλυπτόταν, για τον λόγο αυτό, από την ασυλία που προβλέπει το άρθρο 10 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: πρωτόκολλο). Όσον αφορά τους υπολοίπους ενάγοντες, το Tribunal απέρριψε την αγωγή εκτιμώντας ότι, κατά τη γαλλική νομοθεσία, η ευθύνη αυτών των εναγομένων είναι επικουρική σε σχέση με εκείνη του υπεύθυνου εκδότη, ο οποίος είναι στην προκειμένη περίπτωση πλήρως γνωστός, καθώς πρόκειται για τη Σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ομάδα αυτή όμως δεν έχει νομική προσωπικότητα κατά το γαλλικό δίκαιο.

    5

    Το Cour d'appel του Colmar, δικάζον κατ' έφεση, εξέτασε ιδιαίτερα την άποψη των εναγομένων, του Puhl και των υπολοίπων, κατά την οποία μόνο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της εν λόγω αγωγής, η οποία φέρεται ως αγωγή αποζημιώσεως εξ εξωσυμβατικής ευθύνης δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ. Συναφώς οι εναγόμενοι προέβαλαν δύο ισχυρισμούς. Καταρχάς ισχυρίστηκαν ότι, δεδομένου ότι τα φυλλάδια διανεμήθηκαν μόνο στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η προβαλλόμενη δυσφήμιση δεν τελέστηκε στη γαλλική επικράτεια. Στη συνέχεια ισχυρίστηκαν ότι το Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται αγωγών αποζημιώσεως κατά των κοινοτικών οργάνων ή των υπαλλήλων τους.

    6

    Ενόψει των ισχυρισμών αυτών, το Cour d'appel αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    « Είναι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρμόδιο να αποφανθεί επί των γεγονότων που εκτίθενται ανωτέρω, ενόψει του γεγονότος ότι αυτά συντελέστηκαν εντός των χώρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο; »

    Από την απόφαση περί της παραπομπής προκύπτει ότι με την έκφραση « γεγονότων που εκτίθενται ανωτέρω » εννοείται η διανομή εντύπων, τα οποία φέρονται ότι έχουν δυσφημιστικό χαρακτήρα.

    7

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τά πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία και αναφέρονται περιληπτικά οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, καθώς και οι απαντήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις ερωτήσεις που του έθεσε το Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    8

    Από την εξέταση της δικογραφίας προκύπτει, όπως ορθά παρατήρησαν οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Επιτροπή, ότι το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στην πραγματικότητα δύο διαφορετικά ερωτήματα. Ζητεί να πληροφορηθεί καταρχάς αν, δυνάμει των άρθρων 178 και 183 της Συνθήκης, το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως εξ εξωσυμβατικής ευθύνης λόγω της διανομής ενός δυσφημιστικού δημοσιεύματος εντός των χώρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια διερωτάται αν η διανομή ενός δημοσιεύματος από μία πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνεπάγεται την εξωσυμβατική ευθύνη του οργάνου αυτού.

    9

    Όσον αφορά το πρώτο πρόβλημα, ο Puhl και οι λοιποί εναγόμενοι της κύριας δίκης επικαλέστηκαν το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου, που αναφέρεται στο απαραβίαστο των χώρων και κτιρίων των Κοινοτήτων, ισχυριζόμενοι ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται πράξεων που τελέστηκαν εντός αυτών των χώρων και κτιρίων, αφού το Δικαστήριο είναι σχετικά το μόνο αρμόδιο.

    10

    Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αφορά, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του, το απαραβίαστο των χώρων και κτιρίων, καθώς και άλλων περιουσιακών στοιχείων των Κοινοτήτων όσον αφορά τα δεσμευτικά μέτρα. Η διάταξη αυτή δεν αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Δικαστηρίου και εθνικών δικαστηρίων σε ζητήματα εξωσυμβατικής ευθύνης.

    11

    Εξάλλου, καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν παρέχει στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται αγωγών αποζημιώσεως εξ εξωσυμβατικής ευθύνης όταν η αγωγή δεν στρέφεται κατά της Κοινότητας ή των οργάνων της, έστω και αν η αγωγή στηρίζεται στη διανομή δυσφημιστικού δημοσιεύματος στους χώρους ενός των οργάνων αυτών.

    12

    Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, το οποίο αναφέρεται στην ενδεχόμενη ευθύνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λόγω των ενεργειών μιας πολιτικής ομάδας, πρέπει να υπο-μνηστεί καταρχάς ότι, κατά το άρθρο 26 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση. Οι πολιτικές αυτές ομάδες συγκροτούνται με την κατάθεση στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου δηλώσεως με την ονομασία της ομάδας, τις υπογραφές των μελών της, για τα οποία το άρθρο αυτό καθορίζει έναν ελάχιστο αριθμό, καθώς και τη σύνθεση του προεδρείου της.

    13

    Ο κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρέχει ορισμένες εξουσίες στις πολιτικές ομάδες για την προπαρασκευή των αποφάσεων τις οποίες πρόκειται να λάβει το όργανο αυτό ή των στάσεων που πρόκειται να τηρήσει, για παράδειγμα την εξουσία υποβολής προτάσεως μομφής ( άρθρο 30 ) ή την εξουσία να ζητήσουν να διεξαχθεί συζήτηση ( άρθρα 32 έως 35 ). Οι ίδιες εξουσίες αναγνωρίζονται επίσης σε ελάχιστο αριθμό βουλευτών, ο οποίος ποικίλλει κατά περίπτωση.

    14

    Αντίθετα, καμία διάταξη του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν εξουσιοδοτεί μια πολιτική ομάδα να ενεργεί στο όνομα του Κοινοβουλίου έναντι των άλλων οργάνων ή έναντι τρίτων. Εξάλλου δεν υπάρχει κανόνας του κοινοτικού δικαίου από τον οποίο να προκύπτει ότι υπεύθυνο για τις πράξεις μιας πολιτικής ομάδας μπορεί να είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως όργανο των Κοινοτήτων.

    15

    Από αυτό πρέπει να συναχθεί ότι δεν γεννάται, εξωσυμβατική ευθύνη των Κοινοτήτων εκ της διανομής, από μια πολιτική ομάδα, δημοσιεύματος που φέρεται ως δυσφημιστικό.

    16

    Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 178 και 183 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών έχουν την έννοια ότι:

    α)

    το Δικαστήριο δεν καθίσταται αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας από μόνο το γεγονός ότι η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των χώρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

    β)

    δεν γεννάται εξωσυμβατική ευθύνη των Κοινοτήτων εκ της διανομής, από μια πολιτική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 26 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δημοσιεύματος που φέρεται ως δυσφημιστικό.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    17

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Cour d'appel του Colmar, με απόφαση περί παραπομπής της 2ας Ιουνίου 1989 αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 178 και 183 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών έχουν την έννοια ότι:

     

    α)

    το Δικαστήριο δεν καθίσταται αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας από μόνο το γεγονός ότι η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των χώρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

     

    β)

    δεν γεννάται εξωσυμβατική ευθύνη των Κοινοτήτων εκ της διανομής, από μια πολιτική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 26 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δημοσιεύματος που φέρεται ως δυσφημιστικό.

     

    Κακούρης

    Koopmans

    Mancini

    O'Higgins

    Diez de Velasco

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Μαρτίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

    Κ. Ν. Κακούρης


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top