Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0067

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 27ης Ιουνίου 1990.
    Alfons Berkenheide κατά Hauptzollamt Münster.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Düsseldorf - Γερμανία.
    Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος.
    Υπόθεση C-67/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02615

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:266

    ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-67/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    1. Η εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση

    α)

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 rov ΣνμβονΜον, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού ΕΟΚ 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), συμπλήρωσε τον τελευταίο αυτό κανονισμό με το άρθρο 5γ. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε, επί 5 δωδεκάμηνες διαδοχικές χρονικές περιόδους, αρχής γενομένης από την 1η Απριλίου 1984, συμπληρωματική εισφορά επιβαρύνουσα τους παραγωγούς ή τους αγοραστές γάλακτος αγελάδας, της οποίας στόχος είναι η συγκράτηση της αυξήσεως της γαλακτοπαραγωγής, καθιστώντας συγχρόνως δυνατές τις αναγκαίες διαρθρωτικές εξελίξεις και προσαρμογές.

    Δυνάμει της παραγράφου 1 της νέας διατάξεως, το σύστημα εισφοράς τίθεται σε εφαρμογή σε κάθε περιοχή του εδάφους των κρατών μελών σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις:

    κατά την εναλλακτική λύση Α, η εισφορά οφείλεται από τους παραγωγούς γάλακτος επί των ποσοτήτων γάλακτος που παρέδωσαν σε έναν αγοραστή και οι οποίες υπερβαίνουν μία ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί (εναλλακτική λύση παραγωγού)'

    κατά την εναλλακτική λύση Β, η εισφορά οφείλεται από τους αγοραστές γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων ( γαλακτοκομεία ) επί των ποσοτήτων γάλακτος που παραδίδονται από παραγωγούς και οι οποίες υπερβαίνουν την ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί. Ο δε αγοραστής που οφείλει την εισφορά υποχρεούται να μετακυλίσει την εισφορά αυτή μόνο στους παραγωγούς που αύξησαν τις παραδόσεις τους, ανάλογα με το πόσο συνετέλεσαν στην υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς του αγοραστή (εναλλακτική λύση αγοραστού ).

    β)

    Οι γενικοί κανόνες εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς περιέχονται στον κανονισμό ΕΟΚ 857/84 τον Σνμβονλίον, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( EE L 90, σ. 13 ), όπως τροποποιήθηκε. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω πράξεως, η εισφορά καθορίζεται σε 75 % της ενδεικτικής τιμής του γάλακτος, σε περίπτωση εφαρμογής της εναλλακτικής λύσεως Α ( εναλλακτική λύση παραγωγού ) και σε 100 ο/ο της ενδεικτικής τιμής του γάλακτος, σε περίπτωση εφαρμογής της εναλλακτικής λύσεως Β ( εναλλακτική λύση αγοραστού ).

    Εξάλλου, ο κανονισμός 857/84 καθορίζει την ποσότητα αναφοράς που προβλέπεται στον βασικό κανονισμό 856/84, δηλαδή την ποσότητα που απαλλάσσεται της συμπληρωματικής εισφοράς. Αυτή είναι, καταρχήν, ίση προς την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε από έναν παραγωγό ( εναλλακτική λύση Α) ή αγοράστηκε από έναν αγοραστή (εναλλακτική λύση Β) κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 1981, προσαυξημένη κατά 1 % ( άρθρο 2, παράγραφος 1 ).

    Πάντως, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι στο έδαφος τους η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή κατά το ημερολογιακό έτος 1983, πολλαπλασιαζόμενη με ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μη ξεπεραστεί η εγγυημένη ποσότητα. Το ποσοστό αυτό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το ύψος των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή της εισφοράς, την εξέλιξη των παραδόσεων σε ορισμένες περιοχές μεταξύ 1981 και 1983 ή την εξέλιξη των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή κατά την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που πρόκειται να καθοριστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 του κανονισμού 804/68 ( άρθρο 2, παράγραφος 2 ).

    Δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 4α, του κανονισμού 857/84, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις κατά τον'καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς ή να χορηγούν ειδικές ή συμπληρωματικές ποσότητες αναφοράς.

    Ειδικότερα, το άρθρο 3 ορίζει τα εξής:

    « Για τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 2 και στα πλαίσια της εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων Α και Β, λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις υπό τους εξής όρους:

    1)

    ...

    2)

    ...

    3)

    οι παραγωγοί των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή, κατά το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, έχει επηρεαστεί αισθητά από εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους, επιτυγχάνουν, ύστερα από αίτηση τους, να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς μέσα στο χρονικό διάστημα της περιόδου 1981 έως 1983.

    ...»

    γ)

    Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (ΕΕ'L 132, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε. Το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84 περιέχει έναν κατάλογο των καταστάσεων κατά τις οποίες δικαιολογείται να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84.

    2. Η γερμανική ρύθμιση yta τη θέση σε εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως

    Το σύστημα συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος έχει τεθεί σε εφαρμογή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την « Verordnung über die Abgaben im Rahmen von Garantiemengen im Bereich der Marktorganisation für Milch und Milcherzeugnisse ( Milch-Garantiemengen-Verordnung ) » [ κανονιστική απόφαση περί των εισφορών στο πλαίσιο εγγυημένων ποσοτήτων στον τομέα της οργανώσεως των αγορών του γάλακτος και των γαλακτομικών προϊόντων (απόφαση περί των εγγυημένων ποσοτήτων γάλακτος ) ], της 25ης Μαΐου 1984 ( Bundesgesetzblatt Ι, σ. 720), όπως τροποποιήθηκε με την πρώτη τροποποιητική απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1984 ( BGBl. 1984 Ι, σ. 1255 ).

    Το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως θέτει την αρχή ότι, στη Γερμανία, ο παραγωγός και όχι ο αγοραστής είναι αυτός που πρέπει να καταβάλει την εισφορά. Κατά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, « η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος που παραδόθηκε από τον παραγωγό γάλακτος σε έναν αγοραστή κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 1983, μειωμένη κατά 4 ο/ο. Το εν λόγω ποσοστό μειώσεως αυξάνεται, στην περίπτωση κατά την οποία η παραδοθείσα ποσότητα κατά το ημερολογιακό έτος 1983 είναι ανώτερη από την ποσότητα που παραδόθηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1981, σύμφωνα με τον ακόλουθο τόπο:

    Formula

    χωρίς, πάντως, να υπερβεί το 5 ο/ο ... ».

    3. Η διαφορά της κύριας δίκης

    Ο Alfons Berkenheide, αγρότης, παρέδωσε στον γαλακτοκομικό συνεταιρισμό Münsterland eG 114306 κιλά γάλακτος το 1980, 105970 κιλά το 1981, 102472 κιλά το 1982 και 121721 κιλά το 1983. Βάσει των παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν το 1983, το γαλακτοκομείο αυτό του χορήγησε ποσότητα αναφοράς παραδόσεων 110900 κιλών. Για να επιτύχει την ποσότητα αυτή, το γαλακτοκομείο μείωσε την ποσότητα που παραδόθηκε στη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 1983 κατά το ποσοστό της βασικής μειώσεως που ανερχόταν σε 40/0 (άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη φράση, της Milch-Garantiemengen-Verordnung) στο οποίο προσέθεσε μείωση 4,9θ/ο (άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη φράση, της Milch-Garantiemengen-Verordnung), επειδή ο Berkenheide είχε παραδώσει, κατά το ημερολογιακό έτος 1983, μεγαλύτερη ποσότητα γάλακτος από αυτήν που είχε παραδώσει κατά τη διάρκεια του έτους 1981.

    Με έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 1986, ο Berkenheide ζήτησε από το Hauptzollamt Münster να προβεί σε νέο καθορισμό της ποσότητας αναφοράς παραδόσεων, χωρίς να λάβει υπόψη τη μείωση του 4,9 ο/ο που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 31ης Ιουλίου 1986.

    Ο Berkeheide προσέβαλε την απόφαση αυτή με την αιτιολογία ότι η περίπτωση του συνιστούσε εξαιρετική περίπτωση κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84, εφόσον συνεπεία επιζωοτίας είχε προκληθεί μείωση της ποσότητας γάλακτος που είχε παραδοθεί κατά τη διάρκεια των ετών 1981 και 1982. Το αρμόδιο γεωργικό επιμελητήριο επιβεβαίωσε πράγματι την ύπαρξη εξαιρετικής περιπτώσεως, αλλά επισήμανε ταυτόχρονα το γεγονός ότι η εφαρμοστέα γερμανική ρύθμιση δεν καθιστούσε δυνατό να ληφθεί υπόψη αυτή η περίσταση.

    Κατόπιν αυτού, το Hauptzollamt Münster απέρριψε την ένσταση με την αιτιολογία ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη φράση, της Milch-Garantiemengen-Verordnung δεν επιτρέπει διαφορετικό υπολογισμό των ποσοτήτων αναφοράς παραδόσεων.

    Με την προσφυγή του, που άσκησε ενώπιον του Finanzgericht του Düsseldorf, ο Berkenheide υποστηρίζει ότι εσφαλμένως το Hauptzollamt έλαβε υπόψη μείωση 4,9 0/0, βάσει της αυξήσεως της παραγωγής, κατά τον υπολογισμό των ποσοτήτων αναφοράς για το γάλα. Πράγματι, κατά τον Berkenheide, η εκμετάλλευση του δεν συνέβαλε σε αύξηση της παραγωγής γάλακτος κατά τη διάρκεια των ετών 1981 έως 1983. Συνεπώς, ο Berkenheide ζητεί να του χορηγηθεί ποσότητα αναφοράς παραδόσεων 116900 κιλά γάλακτος.

    Το Hauptzollamt Münster υποστηρίζει ότι ήταν αδύνατο, εν προκειμένω, να χορηγήσει μεγαλύτερη ποσότητα αναφοράς παραδόσεων, μη εφαρμόζοντας τη μείωση που βασίζεται στην αύξηση παραγωγής ή λαμβάνοντας ως βάση μία τροποποιημένη μείωση, αφού η παραγωγή γάλακτος δεν έχει επηρεασθεί αισθητά από ένα εξαιρετικό γεγονός κατά το 1983. Εξάλλου, μόνο η ποσότητα γάλακτος που παρήχθη πράγματι κατά τη διάρκεια ενός άλλου ημερολογιακού έτους, κατά τη διάρκεια της περιόδου 1981 έως 1983, θα μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη.

    Στο πλαίσιο αυτής της διαφοράς, το Finanzgericht Düsseldorf ανέστειλε τη διαδικασία, με Διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1989 και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Υφίσταται παράβαση του άρθρου 3, ψηφίο 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984 ( ΕΕ L 132, σ. 11), σε περίπτωση που το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση, της γερμανικής αποφάσεως της 25ης Μαΐου 1984 ( BGBl. 1984,1, σ. 720 ), όπως τροποποιήθηκε με την πρώτη τροποποιητική απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1984 ( BGBl. 1984, Ι, σ. 1255), ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η γαλακτοκομική παραγωγή είχε επηρεασθεί κατά το ημερολογιακό έτος 1981 από ένα εξαιρετικό γεγονός (επιζωοτία) κατά την éwota των προαναφερθεισών κοινοτικών διατάξεων, δεν λαμβάνεται ως βάση, κατά τον υπολογισμό της μειώσεως που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής, η κατά το έτος 1981 πράγματι παραχθείσα ποσότητα γάλακτος, αλλά η ποσότητα την οποία ο γαλακτοπαραγωγός κατ' εκτίμηση θα είχε παραγάγει αν δεν είχε συμβεί το εν λόγω γεγονός; »

    4. Διαοικασία ενώπιον τον Δικαστηρίου

    Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Μαρτίου 1989.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Martin Seidel, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Dierk Booß.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    Με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1990, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95 του κανονισμού διαδικασίας.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Η γερμανική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συμφωνούν ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση υπό την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό της « Steigerungsabzug » (μείωση βασιζόμενη στη αύξηση της παραγωγής ), δεν μπορεί να ληφθεί ως βάση η εκτίμηση της ποσότητας που ο παραγωγός θα είχε λάβει κατά το 1981, αν το εν λόγω εξαιρετικό γεγονός δεν είχε επέλθει.

    1.

    Η γερμανική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποσότητα γάλακτος που παραδόθηκε από έναν παραγωγό γάλακτος μειώθηκε λόγω ενός εξαιρετικού γεγονότος κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που επέλεξε το κράτος μέλος. Ο διατυπωθείς στο άρθρο 3, ψηφίο 3, κανόνας έχει ως σκοπό να απαλάξει τον παραγωγό γάλακτος από τον κίνδυνο να αναφέρεται κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, λόγω ενός εξαιρετικού γεγονότος, σε ελάχιστα σημαντικές παραδόσεις γάλακτος βάσει των οποίων υπολογίζεται η ποσότητα αναφοράς. Επομένως, μόνο καθόσον η παραγωγή γάλακτος ενός αγρότη επηρεάζεται, κατά τη διάρκεια του έτους 1983, από ένα εξαιρετικό γεγονός, μπορεί ο παραγωγός να αντικαταστήσει την ποσότητα γάλακτος που παραδόθηκε το 1983 με αυτή που παραδόθηκε το 1981 ή το 1982. Αν αντιθέτως, όπως εν προκειμένω, η παραγωγή γάλακτος δεν έχει επηρεασθεί από ένα εξαιρετικό γεγονός το 1983, το άρθρο 3, ψηφίο 3, δεν εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το εάν η παραγωγή γάλακτος έχει επηρεασθεί από εξαιρετικό γεγονός το 1981 ή το 1982.

    Κατά την άποψη της γερμανικής κυβερνήσεως, η ερμηνεία αυτή επικυρώθηκε με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1988, Erpelding ( 84/87, Συλλογή 1988, σ. 2647 ), κατά την οποία « όπως προκύπτει από την οικονομία και τον σκοπό της, η σχετική ρύθμιση απαριθμεί περιοριστικά τις καταστάσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η χορήγηση ποσοτήτων αναφοράς ή ατομικών ποσοτήτων, για τον καθορισμό των οποίων περιέχει σαφείς διατάξεις ».

    Η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι η οικονομία του άρθρου 3, του κανονισμού 857/84, θεωρούμενη στο γενικό πλαίσιο του κανονισμού, δεν καθιστά επίσης δυνατή την κατάληξη σε άλλο αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι πρόκειται για μία διάταξη η οποία παρεκλίνει μόνο από το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού και όχι για γενική παρέκκλιση από τον εν λόγω κανονισμό αρκεί για να αποκλεισθεί η ευρεία ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

    Κατόπιν αυτού, το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ορίζει ότι πρέπει, για τον υπολογισμό της « Steigerungsabzug », να ληφθεί ως βάση μία ποσότητα εκτιμηθείσα ή υπολογισθείσα για το έτος 1981, εφόσον η πραγματική παράδοση γάλακτος κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους επηρεάστηκε από ένα εξαιρετικό γεγονός.

    2.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι με το προδικαστικό ερώτημα ερωτάται κατ' ουσίαν αν, κατά τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 και το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84, ένα γεγονός το οποίο συνιστά εξαιρετική περίπτωση κατά τη διάρκεια του έτους 1981 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ακόμη κι αν έχει επιλεχθεί το έτος 1983 ως έτος αναφοράς.

    Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 3, ψηφίο 3, tou κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84, παρέχει την εγγύηση ότι ο παραγωγός δεν υφίσταται καμία ζημία λόγω της επιλογής του έτους αναφοράς από το κράτος μέλος, το οποίο είναι ελεύθερο να επιλέξει ένα έτος εντός της περιόδου μεταξύ του 1981 και του 1983, στην περίπτωση κατά την οποία θα είχε αισθητά επηρεασθεί από εξαιρετικά γεγονότα επελθόντα κατά τη διάρκεια του έτους αυτού.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει, εν προκειμένω, την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, Klensch κ.λπ. (201/85 και 202/85, Συλλογή 1986, σ. 3477 ), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα κράτη μέλη μπορούν μεν να επιλέξουν μεταξύ δύο μεθόδων προκειμένου να καθορίσουν τις ποσότητες αναφοράς, δεν είναι όμως δυνατό να συνδυάσουν τα στοιχεία της μιας με αυτά της άλλης. Απ' αυτό συνάγεται ότι, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, τα κράτη μέλη, όποιο και να είναι το σύστημα που εφαρμόζουν σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84, δεσμεύονται από το εν λόγω σύστημα, αυτό δε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από μεμονωμένους παραγωγούς επικαλούμενους εξαιρετικές περιπτώσεις μη προβλεπόμενες από το άρθρο 3, σημείο 3. Εξάλλου, με την απόφαση της 28ης Απριλίου 1988, Thévenot (61/87, σ. 2375 ), το Δικαστήριο έκρινε σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, ψηφίο 3, ότι η διάταξη αυτή « επιτρέπει... την πλήρη εφαρμογή όλων των άλλων κανόνων που αφορούν τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς και ατομικών ποσοτήτων και, ειδικότερα, των κανόνων που περιέχονται στο άρθρο 2 του κανονισμού 857/84 ».

    Η Επιτροπή καταλήγει στο ότι από την οικονομία και τον σκοπό της σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως προκύπτει ότι η ατομική ζημία την οποία υπέστη ο προσφεύγων της κύριας δίκης λόγω επιζωοτίας κατά το έτος 1981, λόγω της μεταφοράς της ποσότητας αναφοράς, πρέπει να γίνει δεκτή, διότι διαφορετικά η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν θα μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωση της να καθορίσει κατά τρόπο γενικό τα ποσοστά σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84, συνεπεία ορισμένων ιδιαίτερων στοιχείων.

    Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84, έχει την έννοια ότι ένα εξαιρετικό γεγονός, το οποίο είχε επιπτώσεις σε έναν παραγωγό κατά τη διάρκεια ενός άλλου έτους από αυτό που επιλέχθηκε ως αναφορά σύμφωνα προς τη διάταξη αυτή, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

    III — Απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο

    1.

    Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η γερμανική κνβέρνηαη παρατηρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Finanzgericht εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84. Κατ' εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως, τα κράτη μέλη μπορούν να μειώνουν την υπολογισθείσα για ένα έτος αναφοράς ποσότητα με διάφορους τρόπους.

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βασίστηκε για τον υπολογισμό της ποσότητας αναφοράς, καταρχήν, στο ημερολογιακό έτος 1983. Η ποσότητα αυτή μειώνεται κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της Milch-Garantiemengen-Verordnung ( στο εξής: MGVO). Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 συνιστά, επομένως, το έρεισμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, της MGVO. Συνεπώς, η προτεινόμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της MGVO πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με το άρθρο 2, παράγραφος 2, προκειμένου να προσδιοριστεί ενδεχόμενη παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

    Το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 προβλέπει απλώς μία εξαίρεση για τους παραγωγούς των οποίων η παραγωγή γάλακτος έχει επηρεασθεί από ένα εξαιρετικό γεγονός, το οποίο επήλθε κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους που έχει επιλεχθεί από το οικείο κράτος μέλος. Η διάταξη αυτή δεν έχει σχέση με τον υπολογισμό της « Steigerungsabzug » κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη φράση της MGVO.

    2.

    Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εκθέτει ότι το προδικαστικό ερώτημα μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι αφορά το αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 έχει την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό του « ποσοστού » που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, πρέπει να ληφθεί υπόψη ένα εξαιρετικό γεγονός το οποίο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, ψηφίο 3.

    Όπως ήδη η Επιτροπή εξέθεσε στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεων της, αυτό το εξαιρετικό γεγονός δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να έχει ως αποτέλεσμα σε μια ιδιαίτερη περίπτωση παρέκκλιση από το σύστημα που επέλεξε το κράτος μέλος για την εφαρμογή του προαναφερθέντος ποσοστού. Διαφορετικό είναι το ζήτημα αν αυτό το γεγονός δεν πρέπει, εν γένει, να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσοστού, δηλαδή της « Steigerungsabzug » κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της MGVO. Η Επιτροπή δεν αποκλείει να είναι αυτό δυνατό κατά τον καθορισμό « ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή » κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), του κανονισμού 1371/84. Πάντως, θεωρεί ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής.

    Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι μόνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η εξέλιξη των παραδόσεων έχει σημασία κατά τον καθορισμό του εν λόγω ποσοστού.

    Μ. Zuleeg

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

    της 27ης Ιουνίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-67/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Alfons Berkenheide

    και

    Hauptzollamt Münster,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ) καθώς και του άρθρου 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ, του κανονισμού 804/68 (EEL 132, σ, 11),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

    συγκείμενο, από τους Μ. Zuleeg, πρόεδρο τμήματος, J. C Moitinho de Almeida και F. Grévisse, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Martin Seidel,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Dierk Booß, νομικό σύμβουλο,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά.τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Μαρτίου 1989, το Finanzgericht Düsseldorf υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13) καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ΕΟΚ 804/68 (ΕΕ L 132, σ. 11).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Alfons Berkenheide, αγρότη, και του Hauptzollamt Münster σχετικά με την ποσότητα αναφοράς που χορηγήθηκε στον πρώτο δυνάμει του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος.

    3

    Ο Berkenheide παρέδωσε 114306 κιλά γάλακτος το 1980, 105970 κιλά το 1981, 102472 κιλά το 1982 και 121721 κιλά το 1983 στον συνεταιρισμό γάλακτος Münsterland eG. Βάσει των παραδόσεων που πραγματοποίησε το 1983, του χορηγήθηκε ποσότητα αναφοράς 110900 κιλών. Ο αριθμός αυτός είναι ίσος με την ποσότητα γάλακτος που παραδόθηκε απ' αυτόν το 1983, δηλαδή 121721 κιλά, μειωμένη κατά ποσοστό μειώσεως 4 ο/ο, στο οποίο προστίθεται μία επιπλέον μείωση κατά 4,9 ο/ο, διότι ο ενδιαφερόμενος είχε παραδώσει το 1983 μεγαλύτερη ποσότητα γάλακτος απ' αυτήν που είχε παραδώσει το 1981.

    4

    Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, με τον κανονισμό 856/84, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 10 ), το Συμβούλιο θέσπισε συμπληρωματική εισφορά που εισπράττεται επί των παραδοθεισών ποσοτήτων γάλακτος που υπερβαίνουν μία ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί· η εισφορά αυτή οφείλεται είτε από τους παραγωγούς γάλακτος ( εναλλακτική λύση Α ) είτε από τους αγοραστές γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων που την μετακυλίουν στους παραγωγούς που αύξησαν τις παραδόσεις τους, ανάλογα με το πόσο συνετέλεσαν στην υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς του αγοραστή ( εναλλακτική λύση Β ).

    5

    Οι τρόποι υπολογισμού της ποσότητας αναφοράς, δηλαδή των ποσοτήτων που απαλλάσσονται της συμπληρωματικής εισφοράς, έχουν καθοριστεί με τον προαναφερθέντα κανονισμό 857/84 του Συμβουλίου. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1981, αυξημένη κατά 1 %. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, ότι στο έδαφος τους η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή 1983, πολλαπλασιαζόμενη με ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μη ξεπεραστεί η εγγυημένη ποσότητα για το οικείο κράτος μέλος. Αυτό το ποσοστό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα, μεταξύ άλλων, με την εξέλιξη των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή εισφορών μεταξύ του 1981 και του 1983, υπό τις προϋποθέσεις που θα καθοριστούν κατά τη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως.

    6

    Από τους κανόνες αυτούς προβλέπονται παρεκκλίσεις, για ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις, στα άρθρα 3, 4 και 4α του ιδίου κανονισμού. Ειδικότερα, το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 ορίζει ότι « οι παραγωγοί των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή, κατά το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, έχει επηρεαστεί αισθητά από εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους, επιτυγχάνουν, ύστερα από αίτηση τους, να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς μέσα στο χρονικό διάστημα της περιόδου 1981 έως 1983 ».

    7

    Οι τρόποι εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς έχουν καθοριστεί με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1371/84 της Επιτροπής. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση, του κανονισμού 857/84, δηλαδή να προσαρμόζουν το ποσοστό που επηρεάζει τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών ή/και των αγοραστών για την εφαρμογή των εναλλακτικών λύσεων Α ή/και Β, λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη μεταξύ 1981 και 1983 των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή εισφοράς, έτσι όπως αυτές ορίζονται σε συνάρτηση με την εξέλιξη αυτή και, ενδεχομένως, σύμφωνα με τη μέση εξέλιξη των παραδόσεων στο οικείο κράτος μέλος. Το άρθρο 3 του ίδιου αυτού κανονισμού περιέχει κατάλογο των καταστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν τη λήψη υπόψη άλλου ημερολογιακού έτους αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84.

    8

    Κατά την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως περί συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέλεξε το έτος 1983 στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Α ( εναλλακτική λύση παραγωγού ). Η ποσότητα αναφοράς των παραγωγών που είναι εγκατεστημένοι στο γερμανικό έδαφος είναι, καταρχήν, ίση με την ποσότητα γάλακτος που παραδόθηκε απ' αυτούς κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 1983, μειωμένη κατά ποσοστό 4 ο/ο. Το ποσοστό αυτό μειώσεως αυξάνεται στην περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα γάλακτος που παραδόθηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1983 είναι μεγαλύτερη από αυτή που παραδόθηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1981, σύμφωνα με ορισμένο τύπο, χωρίς πάντως να υπερβαίνει το 5 ο/ο.

    9

    Με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Finanzgericht Düsseldorf, ο Berkenheide ζητεί τον εκ νέου υπολογισμό της ποσότητας αναφοράς του χωρίς να εφαρμοστεί επαύξηση του ποσοστού μειώσεως, βασιζόμενη στην αύξηση της παραγωγής του μεταξύ του 1981 και του 1983. Προς στήριξη του αιτήματος του, επικαλείται την ύπαρξη ενός εξαιρετικού γεγονότος κατά την έννοια του άρθρου 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84, το οποίο συνίσταται στο ότι η γαλακτοκομική παραγωγή της εκμεταλλεύσεως του μειώθηκε κατά τη διάρκεια των ετών 1981 και 1982 λόγω μαστίτιδας της οποίας θύμα υπήρξε το ζωικό κεφάλαιο του.

    10

    Κρίνοντας ότι η λύση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τη συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος, το Finanzgericht Düsseldorf ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Υφίσταται παράβαση του άρθρου 3, ψηφίο 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984 (ΕΕ L 132, σ. 11), σε περίπτωση που το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση, της γερμανικής αποφάσεως της 25ης Μαΐου 1984 ( BGBl. 1984 Ι, σ. 720 ), όπως τροποποιήθηκε με την πρώτη τροποποιητική απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1984 (BGBl. 1984 Ι, σ. 1255 ), ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η γαλακτοκομική παραγωγή είχε επηρεασθεί κατά το ημερολογιακό έτος 1981 από ένα εξαιρετικό γεγονός ( επιζωοτία ) κατά την έννοια των προαναφερθεισών κοινοτικών διατάξεων, δεν λαμβάνεται ως βάση, κατά τον υπολογισμό της μειώσεως που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής, η κατά το έτος 1981 πράγματι παραχθείσα ποσότητα γάλακτος, αλλά η ποσότητα την οποία ο γαλακτοπαραγωγός κατ' εκτίμηση θα είχε παραγάγει αν δεν είχε συμβεί το εν λόγω γεγονός; »

    11

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι κοινοτικές διατάξεις και η σχετική εθνική νομοθεσία καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    12

    Με το προδικαστικό ερώτημα ερωτάται, κατ' ουσίαν, αν οι διατάξεις του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, και του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, καθιστούν δυνατό, στην περίπτωση κράτους μέλους που έχει επιλέξει το 1983 ως έτος αναφοράς, να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των παραγωγών των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή έχει επηρεαστεί το 1981 ή το 1982 από ένα εξαιρετικό γεγονός.

    13

    Για να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 και του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84, οι οποίες ρητώς αναφέρονται στη Διάταξη περί παραπομπής. Οι διατάξεις αυτές καθιστούν δυνατό για τους παραγωγούς, θύματα ορισμένων εξαιρετικών γεγονότων που έχουν αισθητά επηρεάσει την γαλακτοκομική τους παραγωγή κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους που έχει ληφθεί ως έτος αναφοράς από το οικείο κράτος μέλος, να ληφθεί υπόψη ως προς αυτούς άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς εντός της περιόδου μεταξύ 1981 και 1983.

    14

    Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά ότι, όπως και το Δικαστήριο αναγνώρισε, τελευταίως με την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989, Leukhardt, σκέψη 13 ( 113/88, Συλλογή 1989, σ.1991 ), η ρύθμιση σχετικά με τη συμπληρωματική εισφορά, όπως προκύπτει από την οικονομία της και τον σκοπό της, απαριθμεί περιοριστικός τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η χορήγηση ποσοτήτων αναφοράς και ατομικών ποσοτήτων και ότι περιέχει σαφείς κανόνες σχετικά με τον καθορισμό των ποσοτήτων αυτών.

    15

    Δεδομένου ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 και του άρθρου. 3 του κανονισμού 1371/84 ισχύουν, κατά το σαφές τους γράμμα, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η γαλακτοκομική παραγωγή του παραγωγού έχει αισθητά επηρεασθεί από ένα εξαιρετικό γεγονός κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλεγεί από το οικείο κράτος μέλος, έπεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν ρυθμίζουν την κατάσταση των παραγωγών οι οποίοι, όπως εν προκειμένω, έχουν πληγεί από ένα εξαιρετικό γεγονός κατά τη διάρκεια ενός άλλου έτους εκτός του έτους αναφοράς.

    16

    Αν και το εθνικό δικαστήριο αναφέρεται, στη Διάταξη περί παραπομπής, μόνο στις προαναφερθείσες διατάξεις, φαίνεται σκόπιμο, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων του φακέλου και προκειμένου να δοθούν στο εθνικό δικαστήριο όλα στα στοιχεία κοινοτικού δικαίου που θα μπορούσαν να του χρησιμεύσουν στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, να εξεταστεί επίσης το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/84. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν τη δυνατότητα, για τα κράτη μέλη που επιλέγουν το ημερολογιακό έτος 1982 ή 1983 ως έτος αναφοράς, να προσαρμόζουν το ποσοστό που επηρεάζει τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς σε συνάρτηση προς, μεταξύ άλλων κριτηρίων, την εξέλιξη των μεταξύ του 1981 και του 1983 παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή εισφοράς.

    17

    Στα κράτη μέλη εναπόκειται, όταν κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής, να καθορίζουν τις κατηγορίες των υπόχρεων στις οποίες θα εφαρμοστούν ή όχι οι προσαρμογές, υπό την επιφύλαξη ότι οι εν λόγω κατηγορίες καθορίζονται τηρουμένων των στόχων της σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως.

    18

    Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά ότι, όπως και το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, Klensch κ.λπ., σκέψη 14 ( 201/85 και 202/85, Συλλογή 1986, σ. 3477 ), η ευχέρεια μεταβολής των ποσοτήτων αναφοράς αναλόγως των κατηγοριών των υπόχρεων προς καταβολή εισφοράς προβλέφθηκε προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαρθρωτικές μεταβολές που επήλθαν μετά το 1981 από τα κράτη μέλη που επέλεξαν το έτος 1982 ή το έτος 1983 ως έτος αναφοράς.

    19

    Απ' αυτό έπεται ότι, οσάκις, όπως εν προκειμένω, ένα κράτος μέλος αποφασίζει να επαυξήσει το ποσοστό μειώσεως, που εφαρμόζεται στις ποσότητες γάλακτος που παραδόθηκαν από τους παραγωγούς κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, σε συνάρτηση προς την αύξηση των παραδόσεων των εν λόγω παραγωγών μεταξύ των ετών 1981 και 1983, το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στο να απαλλαγεί από την εν λόγω επαύξηση η κατηγορία παραγωγών των οποίων η αύξηση των παραδόσεων κατά την εν λόγω περίοδο δεν είναι αποτέλεσμα διαρθρωτικής μεταβολής και, ιδίως, στο να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της κατηγορίας παραγωγών που αποτελείται από αυτούς των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή έχει επηρεαστεί από ένα εξαιρετικό γεγονός το 1981 ή το 1982.

    20

    Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν και, ενδεχομένως, εντός ποίων ορίων, η εθνική έννομη τάξη του δίνει τη δυνατότητα, ελλείψει διατάξεων του εθνικού δικαίου ρητώς προβλεπομένων προς τούτο, να λάβει υπόψη μία κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος της κύριας δίκης.

    21

    Για τους λόγους αυτούς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, και 3 του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, δεν διέπουν την κατάσταση των παραγωγών που έχουν πληγεί από ένα εξαιρετικό γεγονός κατά τη διάρκεια ενός άλλου έτους εκτός του έτους αναφοράς. Αντιθέτως, οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 και 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/84 καθιστούν δυνατό, στην περίπτωση ενός κράτους μέλους που έχει επιλέξει το 1983 ως έτος αναφοράς και το οποίο έχει κάνει χρήση της ευχέρειας μεταβολής του ποσοστού που επηρεάζει τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς σε συνάρτηση προς την εξέλιξη των παραδόσεων των παραγωγών μεταξύ 1981 και 1983, να ληφθεί υπόψη, για την εν λόγω μεταβολή, η κατάσταση της κατηγορίας των παραγωγών των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή έχει επηρεαστεί, το 1981 ή το 1982, από ένα εξαιρετικό γεγονός.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    22

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η γερμανική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με Διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1989 το Finanzgericht Düsseldorf, αποφαίνεται:

     

    Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, ψηφίο 3, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, και 3 του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, δεν διέπουν την κατάσταση των παραγωγών που έχουν πληγεί από ένα εξαιρετικό γεγονός κατά τη διάρκεια ενός άλλου έτους εκτός του έτους αναφοράς. Αντιθέτως, οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 και 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/84 καθιστούν δυνατό, στην περίπτωση ενός κράτους μέλους που έχει επιλέξει το 1983 ως έτος αναφοράς και το οποίο έχει κάνει χρήση της ευχέρειας μεταβολής του ποσοστού που επηρεάζει τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς σε συνάρτηση προς την εξέλιξη των παραδόσεων των παραγωγών μεταξύ 1981 και 1983, να ληφθεί υπόψη, για την εν λόγω μεταβολή, η κατάσταση της κατηγορίας των παραγωγών των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή έχει επηρεαστεί, το 1981 ή το 1982, από ένα εξαιρετικό γεγονός.

     

    Zuleeg

    Moitinho de Almeida

    Grévisse

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

    Μ. Zuleeg


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top