Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CC0155

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 3ης Μαΐου 1990.
    Βελγικό Δημόσιο κατά Philipp Brothers SA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Paris - Γαλλία.
    Προκαταβολές επιστροφών λόγω εξαγωγής - Ελευθέρωση λόγω πλάνης της ασφάλειας - Μη τήρηση των προθεσμιών για την προσκόμιση εγγράφων - Χορήγηση προσθέτων προθεσμιών - Μη τήρηση ανατρεπτικής προθεσμίας - Συνέπειες - Αναλογικότητα.
    Υπόθεση C-155/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-03265

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:185

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈ

    JEAN MISCHO

    της 3ης Μαΐου 1990 ( *1 )

    Κύριε Ιΐρόεόρε,

    Κύριοι δικαστές,

    1. 

    Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2730/79 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1979, περί των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/027, σ. 70), προβλέπει ότι « τα κράτη μέλη δύνανται να προκαταβάλλουν στον εξαγωγέα όλο ή μέρος του ποσού της επιστροφής από της πραγματοποιήσεως των τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλισθεί, με τη σύσταση μιας ασφαλείας, το ποσό αυτής της προκαταβολής αυξημένο κατά 15 % ».

    2. 

    Στις 18 Μαρτίου 1981, η Philipp Brothers SA, εμπορική εταιρία ειδικευμένη στο διεθνές εμπόριο πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων, έλαβε από τον Βελγικό Οργανισμό Παρεμβάσεως, το Office central des contingents et des licences (στο εξής: OCCL), προκαταβολή επιστροφών αντίστοιχων σε δύο εξαγωγές μαλακού σίτου, η πρώτη προς τη Φινλανδία, η δεύτερη προς τη Νορβηγία, για τις οποίες είχε λάβει άδειες εξαγωγής με ημερομηνία αντιστοίχως 23 και 28 Ιανουαρίου 1981. Όπως φαίνεται, οι εξαγωγές πραγματοποιήθηκαν στις 26 και 29 Ιανουαρίου 1981. Προς διασφάλιση αυτών των προκαταβολών η Philipp Brothers είχε συστήσει δύο ασφάλειες.

    3. 

    Ο OCCL ελευθέρωσε ήδη στις 24 Απριλίου 1981 την ασφάλεια που αφορούσε την εξαγωγή προς τη Νορβηγία. Η σχετική με την εξαγωγή προς τη Φινλανδία ελευθερώθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1982. Ο OCCL ισχυρίζεται ότι η ελευθέρωση των ασφαλειών οφείλεται σε παρανόηση ως προς τη φύση τους: οι υπηρεσίες του νόμισαν ότι επρόκειτο για καθολικές ασφάλειες, που είχαν συσταθεί για διάφορες πράξεις που θα πραγματοποιούσε ο ίδιος εξαγωγέας, και όχι για ειδικές ασφάλειες που αφορούσαν συγκεκριμένη πράξη. 'Ετσι, ακύρωσαν τις δύο ασφάλειες, όχι κατόπιν ελέγχου του νομότυπου των φακέλων των επίδικων εξαγωγών, αλλά βάσει της διαπιστώσεως ότι το υπόλοιπο του συνόλου των ασφαλειών που προσκόμισε η Philipp Brothers ήταν επαρκές για τη διασφάλιση των εν λόγω δύο εξαγωγών.

    4. 

    Όπως και αν έχει το πράγμα, εφόσον πρόκειται για περίπτωση διαφοροποιήσεως του ποσοστού της επιστροφής ανάλογα με τον προορισμό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού 2730/79, εναπόκειται στη Philipp Brothers να αποδείξει ότι τηρήθηκαν οι τελωνειακές διατυπώσεις της διαθέσεως στην κατανάλωση του σίτου, όσον αφορά αντιστοίχως τη Φινλανδία και τη Νορβηγία.

    5. 

    Η απόδειξη αυτή θα έπρεπε να παρασχεθεί με την προσκόμιση των εγγράφων που απαριθμούνται στο άρθρο 20, παράγραφος 3 ( εφεξής: τελωνειακά έγγραφα), ή, ενδεχομένως, στην παράγραφο 4 ( εφεξής: έγγραψο υποκαταστάσεως), καθώς και του εγγράφου μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5. Σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 1, τα έγγραφα αυτά πρέπει να προσκομίζονται, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας, « μέσα στους επόμενους έξι μήνες από την ημέρα πραγματοποιήσεως των τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής, επί ποινή αποκλεισμού ». Πάντως, δυνάμει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου μπορούν να χορηγηθούν πρόσθετες προθεσμίες, αλλά μόνο για την προσκόμιση των τελωνειακών εγγράφων ή των εγγράφων υποκαταστάσεως, υπό τον όρο ότι ο εξαγωγέας φρόντισε να τα προμηθευθεί εντός των προβλεπομένων προθεσμιών.

    6. 

    Στις 10 Αυγούστου 1981, ο OCCL ζήτησε από την Philipp Brothers να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα. Όμως, κατά τον OCCL, στο αίτημα αυτό δεν δόθηκε απάντηση. Έτσι, ζήτησε στις 27 Αυγούστου 1982 την απόδοση των ποσών που είχαν προκαταβληθεί, προσαυξημένων κατά 15 %. Μόνο τότε η Philipp Brothers απέστειλε στον OCCL μέσω της παραγγελιοδόχου της εταιρίας S. G. S. Van Bree:

    στις 17 Σεπτεμβρίου 1982, τα τελωνειακά έγγραφα που αφορούσαν τις δύο εξαγωγές, από τα οποία μόνο το ένα, αυτό που αφορούσε την εξαγωγή προς τη Νορβηγία, είχε τη μορφή κεκυρωμένου αντιγράφου, όπως απαιτείται από το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 2730/79, ενώ το άλλο διαβιβάστηκε υπό μορφή απλού αντιγράφου·

    στις 24 Δεκεμβρίου 1982, αντίγραφο των εγγράφων μεταφοράς, διευκρινίζοντας ότι τα πρωτότυπα είχαν αποσταλεί ήδη στις 19 Αυγούστου 1981. O OCCL υποστηρίζει ότι δεν έλαβε ποτέ τα τελευταία αυτά έγγραφα που μπορούν να προσκομισθούν σε αντίγραφο, αλλά για τα οποία δεν προβλέπεται πρόσθετη προθεσμία. (Διευκρινίζω ακόμη ότι εν πάση περιπτώσει δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι η αποστολή της 19ης Αυγούστου 1981 αφορούσε μόνο τα έγγραφα μεταφοράς και όχι τα τελωνειακά έγγραφα ή τα έγγραφα υποκαταστάσεως. )

    7. 

    Στο πλαίσιο αυτής της νομικής και πραγματικής καταστάσεως το Cour ď appel του Παρισιού αποφάσισε να σας υποβάλει μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία αφορούν, κατ' ουσία, τις συνέπειες της λόγω πλάνης ελευθερώσεως μιας ασφάλειας που συστήθηκε δυνάμει του άρθρου 25 του κανονισμού 2730/79 ( πρώτο και δεύτερο ερώτημα ), τις προϋποθέσεις χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 31 (τρίτο και τέταρτο ερώτημα ) και την εφαρμογή του στα έγγραφα μεταφοράς (πέμπτο και έκτο ερώτημα ), καθώς και το κύρος των άρθρων 25 και 31, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον υποχρεώνουν τον εξαγωγέα να αποδώσει την επιστροφή που του προκαταβλήθηκε, όταν δεν προσκομίζεται η προβλεπόμενη απόδειξη εντός των οριζομένων προθεσμιών, ακόμη και αν πράγματι διενεργήθηκε η εξαγωγή ( έβδομο ερώτημα ).

    8. 

    Ως προς την ακριβή διατύπωση των διαφόρων ερωτημάτων και ως προς τις λεπτομέρειες των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, στις οποίες θα αναφερθώ μόνο καθόσον χρειάζεται για τη θεμελίωση των προτάσεων μου, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Προς διευκόλυνση της συζητήσεως και αποφυγή επαναλήψεων επιθυμώ πάντως να κάνω προκαταρκτικώς ορισμένες γενικές παρατηρήσεις ως προς τη φύση της ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 25 και των υποχρεώσεων των οποίων την εκτέλεση υποτίθεται ότι διασφαλίζει.

    9. 

    Πρέπει ευθύς εξαρχής να επισημανθεί ότι, εκτός της ασφάλειας για την οποία πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, κάθε εξαγωγέας οφείλει να προσκομίσει και μία άλλη ασφάλεια που συνδέεται με τη χορήγηση της άδειας εξαγωγής. Η ασφάλεια αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει

    « την υποχρέωση... εξαγωγής κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού »

    και

    « καταπίπτει εν όλω ή εν μέρει αν η εισαγωγή ή η εξαγωγή δεν πραγματοποιήθηκε ή πραγματοποιήθηκε μερικώς, εντός της προθεσμίας αυτής ». ( 1 )

    10. 

    Το σύστημα αυτό θεσπίστηκε επειδή

    « οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν συνεχώς την κίνηση των συναλλαγών, για να μπορούν να εκτιμούν την εξέλιξη της αγοράς και να εφαρμόζουν ενδεχομένως τα από τον παρόντα κανονισμό προβλεπόμενα μέτρα που θα ήταν αναγκαία » ( 2 ).

    11. 

    Ποιο είναι, αντιθέτως, το αντικείμενο της εν λόγω ασφάλειας στην παρούσα υπόθεση; Ως προς αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι συνήθως οι επιστροφές καταβάλλονται μόνο αφού προσκομισθεί η απόδειξη ότι το προϊόν εγκατέλειψε το γεωγραφικό έδαφος της Κοινότητας (άρθρο 9 του κανονισμού 2730/79) ή, στην περίπτωση διαφοροποιημένης επιστροφής, μόνο αφού προσκομισθεί η απόδειξη ότι το προϊόν εισήχθη στην τρίτη χώρα ( άρθρο 20 ). Στην περίπτωση αυτή ο εισαγωγέας που δεν τηρεί την προθεσμία καταθέσεως του φακέλου όεν μπορεί να λάβει καμία επιστροφή. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 31 αποτελεί μέρος του τίτλου 4 του κανονισμού 2730/79, που επιγράφεται « Διαδικασία πληρωμής της επιστροφής », και εφαρμόζεται όχι μόνο όταν καταβληθούν οι επιστροφές προκαταβολικά, αλλά και σ' όλες τις περιπτώσεις αιτήσεων πληρωμής.

    12. 

    Μόνο εφόσον ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας προπληρωμής που παρέχει το άρθρο 25, μπορεί η επιστροφή να προκαταβληθεί, δηλαδή να καταβληθεί πριν το προϊόν εγκαταλείψει το γεωγραφικό έδαφος της Κοινότητας ή εισαχθεί στην τρίτη χώρα. Όμως, και σ' αυτή επίσης την περίπτωση το δικαίωμα επιστροφής γεννάται μόνο όταν αποδεικνύεται, με τους προβλεπόμενους τύπους και προθεσμίες, ότι έγινε πράγματι η εξαγωγή ( 3 ).

    13. 

    Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου ακριβώς να όιασφαλισθεί η « επιστροφή αυτής της προκαταβολής, στην περίπτωση που θα απεδεικνύετο εκ των υστέρων ότι δεν έπρεπε να πληρωθεί η επιστροφή » ( βλέπε τη δεκάτη ενάτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2730/79 ), το άρθρο 25 προβλέπει τη σύσταση ασφαλείας εκ μέρους του εισαγωγέα που επιθυμεί να τύχει της επιστροφής αμέσως μετά την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής. Η ασφάλεια αυτή δεν έχει, επομένως, κατά κανένα τρόπο ως στόχο τη διασφάλιση της εξαγωγής αυτής καθεαυτής. ( Το γεγονός της αιτήσεως προκαταβολής σημαίνει, επομένως, το πολύ πολύ τη θέληση ή την πρόθεση του επιχειρηματία να πραγματοποιήσει εξαγωγή. ) Όπως συνάγεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1987, Maizena ( 137/85, Συλλογή 1987, σ. 4587 ), η διάκριση αυτή κάθε άλλο παρά τεχνητή είναι, η δε σώρευση των δύο ασφαλειών, που συνδέονται με μία μόνο πράξη εξαγωγής, από τις οποίες η μία διασφαλίζει την υποχρέωση εξαγωγής, η δε άλλη την απόδοση της επιστροφής λόγω εξαγωγής που προκαταβλήθηκε, είναι απολύτως δικαιολογημένη (βλέπε, ιδίως, τις σκέψεις 22 και 23 ).

    14. 

    Από το κείμενο των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 25 επιβεβαιώνεται, εξάλλου, ότι η κατάπτωση της ασφάλειας δεν αποτελεί την κύρωση της μη τηρήσεως μιας υποθετικής υποχρεώσεως εξαγωγής. Πράγματι, μόνο « εάν το ποσό δεν πληρώνεται από τον εξαγωγέα, παρά τη γενομένη προς τούτο αίτηση » ( παράγραφος 3), η συσταθείσα ασφάλεια καταπίπτει « κατ' αναλογία των ποσοτήτων των προϊόντων για τα οποία δεν έχουν προσκομισθεί, μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 31, οι προβλεπόμενες... αποδείξεις» (παράγραφος 2). Επομένως, η απώλεια της ασφάλειας « συνιστά κύρωση » για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αποδόσεως της προκαταβολής που υπέχει ο εξαγωγέας ο οποίος δεν συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για « να λάβει την επιστροφή ».

    15. 

    Η διαπίστωση αυτή δεν αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι το ύψος της ασφάλειας που πρέπει να συσταθεί υπερβαίνει αυτό της προκαταβληθείσας επιστροφής. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μία προσαύξηση, παρόμοια προς αυτή του 15 Ψο που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 2370//90, αποσκοπεί απλώς στην αποφυγή αδικαιολογήτου οφέλους του ενδιαφερόμενου εξαγωγέα, δεδομένου ότι « στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται σύστημα προπληρωμής, οι επιχειρηματίες επωφελούνται αδικαιολογήτως μιας πιστώσεως εκ χαριστικής αιτίας, εφόσον εκ των υστέρων αποδειχτεί ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί η επιστροφή » ( 4 ). Η ίδια αιτιολογία περιέχεται, εξάλλου, ρητώς στην 21η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2730/79.

    16. 

    Όπως θα φανεί στη συνέχεια των προτάσεων μου, οι προηγούμενες σκέψεις θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις απαντήσεις που θα πρέπει να δοθούν στο ερώτημα ιδίως περί των συνεπειών από την ελευθέρωση της ασφάλειας, καθώς και στο ερώτημα σχετικά με την απώλεια της ασφάλειας στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχει προσκομισθεί η επιβαλλόμενη απόδειξη εντός των προβλεπομένων προθεσμιών.

    1. Επί των αποτελεσμάτων της ελευθερώσεως της ασφάλειας (πρώτο και δεύτερο ερώτημα)

    17.

    Από τη διαπίστωση ότι η ασφάλεια δεν έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την εξαγωγή συνάγεται a contrario ότι η ελευθέρωση της δεν μπορεί να σημαίνει ότι αποτελεί απόδειξη ότι η εν λόγω εξαγωγή πράγματι διενεργήθηκε. Δεδομένου, εξάλλου, ότι το δικαίωμα για επιστροφή δεν γεννάται παρά μόνο αφού προσκομισθούν οι αποδείξεις περί εξαγωγής με τους προβλεπόμενους τύπους και προθεσμίες, η ελευθέρωση δεν μπορεί ούτε να απαλλάξει τον εξαγωγέα από την υποχρέωση προσκομίσεως αποδείξεων, αν θέλει να αποκτήσει οριστικά το δικαίωμα για επιστροφή.

    18.

    Δεδομένου ότι η ασφάλεια διασφαλίζει την απόδοση της προκαταβληθείσας επιστροφής στην περίπτωση κατά την οποία προκύψει εκ των υστέρων ότι ο εξαγωγέας δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να λάβει την επιστροφή, η ελευθέρωση δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από το να στερήσει τον οργανισμό που προκατέβαλε την επιστροφή από την εγγύηση της αποδόσεως σε μια τέτοια περίπτωση.

    19.

    Τα προεκτιθέμενα επιβεβαιώνονται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1987, Piange Kraftfutterwerke (288/85, Συλλογή 1987, σ. 611 ). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο δέχθηκε ρητά, στο πλαίσιο μιας ρυθμίσεως παρόμοιας με αυτή για την οποία πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, « ότι η υποχρέωση περί αποδόσεως της επιστροφής δεν θίγεται από το γεγονός ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν ήδη ελευθερώσει την εγγύηση... » (σκέψη 10). Αφού επισήμανε ότι «η υποχρέωση αποδόσεως της επιστροφής δημιουργείται σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται ορισμένες αποδείξεις » και ότι « η χορήγηση της επιστροφής συνιστά ένα πλεονέκτημα για τον επιχειρηματία, το οποίο δικαιολογείται αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις», πρόσθεσε ότι, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, « το ποσό της επιστροφής δεν οφείλεται στον εξαγωγέα και πρέπει να αποδοθεί όταν έχει ήδη καταβληθεί, για παράδειγμα στο πλαίσιο μιας προπληρωμής» ( σκέψη 11 ). Όμως, καίτοι ο εξαγωγέας δεν μπορεί να αποφύγει την υποχρέωση του αποδόσεως της επιστροφής παρά μόνο αν υφίστανται ως προς αυτόν, ακόμη και μετά από την ελευθέρωση της ασφάλειας, οι απαιτούμενες προϋποθέσεις και αποδείξεις για την καταβολή της επιστροφής, η ελευθέρωση αυτή δεν μπορεί να « έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εξαγωγέα, εν όλω ή εν μέρει, από τις υποχρεώσεις του, ειδικώς ως προς τον τρόπο και την προθεσμία προσκομίσεως των αποδείξεων που απαιτούνται για να δικαιούται την επιστροφή » ( βλέπε τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος ).

    20.

    Επιπλέον, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 1985, Corman ( 124/83, Συλλογή 1985, σ. 3777 ), και ιδίως από την απάντηση που δόθηκε στο έκτο ερώτημα, συνάγεται ότι η υποχρέωση αποδόσεως του εξαγωγέα, που εξακολουθεί να υφίσταται και μετά από την ελευθέρωση της ασφάλειας, έχει ως συνακόλουθο την υποχρέωση του κράτους μέλους, το οποίο κακώς ελευθέρωσε την ασφάλεια, να ανακτήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά (βλέπε σκέψεις 34 έως 36 ). Η υποχρέωση αυτή συνάγεται σαφώς από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), κατά το οποίο « τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να.. ανακτήσουν τα απολεσθέντα εξαιτίας ανωμαλιών ή αμελειών ποσά ». Το Δικαστήριο διευκρίνισε, εξάλλου, στην ίδια απόφαση Corman, ότι σε περίπτωση ελευθερώσεως της ασφάλειας ούτε η αρχή της ασφάλειας του δικαίου εμποδίζει την έγερση αγωγής κατά του υπέρ ου η κατακύρωση λόγω παραβάσεως των υποχρεώσεων του ( βλέπε τις σκέψεις 43 και 44 ).

    21.

    Τέλος, σχετικά με το επιχείρημα ότι ο εισαγωγέας μπορεί δικαιολογημένα να θεωρήσει ότι όλα ήταν εντάξει, αφού η διοίκηση ελευθέρωσε τις ασφάλειες, ή ότι, ενόψει αυτής της περιστάσεως, η διοίκηση επέδειξε ακαμψία έναντί του, επικαλούμενη την υπέρβαση της προθεσμίας, θα ήθελα να υπενθυμίσω την εξαιρετική αυστηρότητα με την οποία το Δικαστήριο αντιμετωπίζει κατά παράδοση τους επιχειρηματίες. Θα ήθελα να παραπέμψω εν προκειμένω στην απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1984, Van Gena et Loos κατά Επιτροπής, σκέψη 16 (98/83 και 230/83, Συλλογή 1984, σ. 3763 ), όπου δεχθήκατε τα ακόλουθα:

    « Στην προκειμένη περίπτωση, όπου πρόκειται για ενημερωμένους επαγγελματίες επιχειρηματίες, όπως οι προσφεύγουσες, η λήψη ανίσχυρων πιστοποιητικών καταγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη και αναπόφευκτη περίσταση, παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια. »

    Όμως, εν προκειμένω, αυτά τα άκυρα πιστοποιητικά καταγωγής εκδόθηκαν από τις τελωνειακές αρχές των χωρών που αναφέρονται σ' αυτά.

    22.

    Αν αυτός είναι ο βαθμός αυστηρότητας που πρέπει να επιδεικνύεται έναντι των επιχειρηματικών κύκλων, τότε μπορεί να λεχθεί ότι η Philipp Brothers όφειλε να γνώριζε το κείμενο του κανονισμού και να ήξερε ότι εναπόκειται, εν πάση περιπτώσει, στον εξαγωγέα να προσκομίσει, με τους προβλεπόμενους τύπους και προθεσμίες, την απόδειξη ότι τα εμπορεύματα διατέθηκαν στην κατανάλωση στη χώρα εισαγωγής.

    23.

    Κατόπιν των ανωτέρω, σας προτείνω, εν είδει συμπεράσματος, να απαντήσετε στα δύο πρώτα ερωτήματα ως εξής:

    « Η ελευθέρωση της ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού 2730/79 της Επιτροπής δεν συνεπάγεται την απαλλαγή του εξαγωγέα, εν όλω ή εν μέρει, από τις υποχρεώσεις του, ιδίως ως προς τους τύπους και προθεσμίες προσκομίσεως των απαιτούμενων αποδείξεων για την είσπραξη της επιστροφής. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την είσπραξη της επιστροφής, η υποχρέωση του εξαγωγέα να αποδώσει το ποσό της καταβληθείσας επιστροφής, ενδεχομένως προσαυξημένο, καθώς και η υποχρέωση του κράτους μέλους να ανακτήσει το εν λόγω ποσό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ελευθερώθηκε η ασφάλεια. »

    2. Επί των προϋποθέσεων χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών (τρίτο και τέταρτο ερώτημα)

    24.

    Το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 2730/79 ορίζει ότι « ο φάκελος της πληρωμής της επιστροφής πρέπει να κατατεθεί, εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας, μέσα στους επόμενους έξι μήνες από την ημέρα πραγματοποιήσεως των τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής, επί ποινή αποκλεισμού ». Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η προθεσμία αυτή των έξι μηνών παρατάθηκε σε δώδεκα μήνες με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1663/81, της 23ης Ιουνίου 1981 ( 5 ), αυτό δε για όλες τις πράξεις, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, για τις οποίες η προθεσμία των έξι μηνών δεν είχε ακόμη εκπνεύσει την 1η Ιουλίου 1981, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του τροποποιητικού κανονισμού.

    25.

    Από την 23η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2730/79 προκύπτει ότι η προθεσμία αυτή ορίσθηκε « για λόγους καλής διοικητικής διαχειρίσεως ». Στην απόφαση του της 22ας Ιανουαρίου 1986, Denkavit France (266/84, Συλλογή 1986, σ. 149 ), το Δικαστήριο έκρινε, σε ένα σχεδόν παρόμοιο πλαίσιο, ότι ενόψει αυτού του στόχου, δηλαδή της διεκπεραιώσεως των διοικητικών καταστάσεων χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, « η καθιέρωση δεσμευτικής προθεσμίας για την κατάθεση της αίτησης αποτελεί αναγκαίο μέτρο» και ότι « ο καθορισμός της εν λόγω προθεσμίας σε έξι μήνες δεν είναι παράλογος» (σκέψη 20). Προσέθεσε δε στη συνέχεια ότι « η απώλεια του δικαιώματος συνεπεία της καθυστερημένης υποβολής του φακέλου αποτελεί, κατά γενικό κανόνα, τη φυσιολογική συνέπεια της λήξεως κάθε δεσμευτικής προθεσμίας ... » ( σκέψη 21 ). Όμως, η δεσμευτική αυτή προθεσμία δεν θα συνεπήγετο πλέον την έκπτωση από το δικαίωμα, αν γινόταν δεκτό ότι αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας μπορεί να υποβληθεί μετά τη λήξη της.

    26.

    Βεβαίως, θα μπορούσε να συναχθεί βάσει του γράμματος της σχετικής διατάξεως ένα επιχείρημα κατά αυτού του συμπεράσματος από τη διαπίστωση ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, εφαρμόζεται « όταν τα έγγραφα τα απαιτούμενα... δεν έγινε δυνατό να προσκομισθούν μέσα στις προκαθορισμένες προθεσμίες » και όχι « δεν είναι δυνατόν να προσκομισθούν ». Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η προθεσμία έχει ήδη εκπνεύσει. Όμως, στο άρθρο 33, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3183/80 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1980, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/022, σ. 66 ), αναφέρονται τα εξής:

    « Εντούτοις, όταν τα απαιτούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ. 2730/79, έγγραφα όεν προσκομίζονται στις οριζόμενες προθεσμίες αν και ο εξαγωγέας φρόντισε να τα προμηθευτεί εγκαίρως, χορηγούνται σ' αυτόν συμπληρωματικές προθεσμίες για την προσαγωγή των εγγράφων αυτών. »

    27.

    Εξάλλου, το άρθρο 47, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87, της 27ης Νοεμβρίου 1987 ( ΕΕ L 351, σ. 1 ), που αντικατέστησε τον κανονισμό 2730/79, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση « δεν ήταν δυνατή η προσκόμιση », προβλέπει ρητώς ότι

    «η αίτηση για επιπλέον (πρόσθετες) προθεσμίες που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρέπει να ( κατατεθεί ) μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 »,

    δηλαδή στην προθεσμία των δώδεκα μηνών μετά την ημερομηνία αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής. Αυτό πιθανολογεί με αρκετή βεβαιότητα ότι αυτή ήταν επίσης και η έννοια του παλαιού άρθρου 31, παράγραφος 2.

    28.

    Θεωρώ, επομένως, ότι στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση και κάθε αίτηση για πρόσθετη προθεσμία κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 πρέπει να υποβάλλεται πριν από τη λήξη της ανατρεπτικής προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου.

    29.

    Κατά τη γνώμη μου, το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αποδυναμώνεται από τις αποφάσεις Kampffmeyer και Pfūtzenreuter, στις οποίες αναφέρεται η Philipp Brothers. Στην πρώτη από αυτές τις υποθέσεις ( 6 ), η υπό κρίση κανονιστική διάταξη προέβλεπε ρητώς ότι « η παράταση (της διάρκειας ισχύος της άδειας εισαγωγής, εξαγωγής ή προκαθορισμού ) μπορεί να γίνει μετά την εκπνοή της διάρκειας ισχύος αυτού του παραστατικού ». Στην απόφαση του το Δικαστήριο επεξέτεινε αυτή τη δυνατότητα « ενόψει της σιωπής του γράμματος » στην περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως του τίτλου. Όμως, εν προκειμένω, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική: το άρθρο 31 προβλέπει ρητώς ότι η οριζόμενη προθεσμία είναι ανατρεπτική προθεσμία, δηλαδή κάθε αίτηση παρατάσεως πρέπει να υποβληθεί πριν από την εκπνοή της.

    30.

    Αυτό διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση επίσης από την υπόθεση Pfützenreuter ( 7 ), στην οποία η υπό κρίση κανονιστική διάταξη δεν προέβλεπε επίσης ορισμένη προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να εκπληρωθεί η υποχρέωση εισαγωγής ή εξαγωγής. Επιπροσθέτως, στην υπόθεση αυτή, επρόκειτο για μία αίτηση με την οποία εζητείτο να ληφθούν υπόψη περιστάσεις που συνιστούσαν περίπτωση ανωτέρας βίας, περιστάσεις οι οποίες, στο πλαίσιο του κανονισμού 2730/79, απαλλάσσουν αυτοδικαίως τον εξαγωγέα από την τήρηση των οριζομένων προθεσμιών και, επομένως, δεν συνεπάγονται γι' αυτόν την έκπτωση από το δικαίωμα.

    31.

    Πράγματι, εν προκειμένω, όπως και στην υπόθεση Denkavit France που προαναφέρθηκε, η υπέρβαση της προθεσμίας εξακολουθεί να παραμένει δυνατή, δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, σε περίπτωση ανωτέρας βίας. Η περίπτωση ανωτέρας βίας συνιστά, επομένως, αυτόματη εξαίρεση από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 έκπτωση από το δικαίωμα, έτσι ώστε στην περίπτωση αυτή να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της παραγράφου 2, κάθε δε ενδεχόμενη αίτηση παρατάσεως, δυνάμει της παραγράφου 2, πρέπει να θεωρείται ότι γίνεται δεκτή, ακόμα και αν υποβληθεί εκπροθέσμως. Η αντίληψη αυτή, καθώς και το γεγονός ότι η τήρηση των κανονικών προθεσμιών διευκολύνεται ήδη μέσω της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 20, παράγραφος 4, στον εξαγωγέα να προσκομίσει μία σειρά εγγράφων υποκαταστάσεως στην περίπτωση κατά την οποία τα τελωνειακά έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεν μπορούν να προσκομισθούν συνεπεία περιστάσεων ανεξάρτητων από τη θέληση του, μου φαίνεται ότι είναι ικανή να αμβλύνει σημαντικά την αυστηρότητα τόσο της προθεσμίας όσο και του δεσμευτικού της χαρακτήρα και έτσι δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο να προβλεφθεί, όπως προτείνει επικουρικώς το Βελγικό Δημόσιο, ότι μία αίτηση πρόσθετης προθεσμίας μπορεί να υποβληθεί μετά την εκπνοή των κανονικών προθεσμιών στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας βρισκόταν σε αδυναμία, συνεπεία περιπτώσεως ανωτέρας βίας, να υποβάλει την αίτηση αυτή εμπροθέσμως.

    32.

    Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων προτείνω να δοθεί καταφατική απάντηση στο τρίτο ερώτημα:

    « Η αίτηση πρόσθετων προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 πρέπει να υποβληθεί πριν από την εκπνοή της ανατρεπτικής προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1. »

    33.

    Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα, αρκεί να γίνει δεκτό, σε συμφωνία με όλα τα μέρη που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, ότι από το γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου 31 προκύπτει σαφώς ότι η χορήγηση πρόσθετων προθεσμιών δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ανωτέρας βίας που παρεμπόδισε την εμπρόθεσμη προσκόμιση των απαιτούμενων τελωνειακών εγγράφων ή των εγγράφων υποκαταστάσεως. Αρκεί το ότι « ο εξαγωγεύς εφρόντισε να τα προμηθευθεί μέσα στις προθεσμίες αυτές ». Μ' αυτό το πνεύμα πρέπει να απαντήσετε στο τέταρτο ερώτημα και να αποφανθείτε ότι:

    « Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 δεν εξαρτά τη χορήγηση πρόσθετων προθεσμιών για την προσκόμιση των απαιτούμενων εγγράφων από την ύπαρξη ανωτέρας βίας, αλλά από την προϋπόθεση ότι ο εξαγωγέας φρόντισε να τα προμηθευτεί μέσα στις οριζόμενες προθεσμίες. »

    3. Επί της χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών για την προσκόμιση των εγγράφων μεταφοράς (πέμπτο και έκτο ερώτημα)

    34.

    Το άρθρο 31, παράγραφος 2, περιορίζει ρητά τη δυνατότητα χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών για την προσκόμιση εγγράφων στα τελωνειακά έγγραφα και τα έγγραφα υποκαταστάσεως, έτσι ώστε μου φαίνεται δύσκολο να μπορεί να εφαρμοσθεί κατ' αναλογία στα έγγραφα μεταφοράς. Μήπως αυτή η διάταξη πρέπει έτσι να θεωρηθεί ως ανίσχυρη;

    35.

    Ως προς το σημείο αυτό συμμερίζομαι πλήρως τις θέσεις που διατύπωσε το βελγικό Δημόσιο και η Επιτροπή, δηλαδή ότι η διάκριση που κάνει το άρθρο 31, παράγραφος 2, μεταξύ των τελωνειακών εγγράφων και των εγγράφων υποκαταστάσεως, αφενός, και των εγγράφων μεταφοράς, αφετέρου, δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους απολύτως βάσιμους που οφείλονται στη σκέψη ότι η συγκέντρωση των πρώτων εγγράφων, τα οποία απαιτούν συχνά ενέργεια επισήμων οργανισμών των τρίτων χωρών, μπορεί να είναι πιο δύσκολη και πιο βραδεία απ' ό,τι των δεύτερων, τα οποία ο εισαγωγέας είτε τα έχει ο ίδιος, στην περίπτωση πωλήσεως cif, είτε μπορεί να τα προμηθευτεί ευκολότερα από τον αγοραστή, στην περίπτωση πωλήσεως fob.

    36.

    Οι δύο περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η Philipp Brothers για να αποδείξει ότι είναι παράλογο να υιοθετηθεί μία γραμματική ερμηνεία του άρθρου 31, παράγραφος 2, δεν μου φαίνονται πειστικές και στηρίζονται, εξάλλου, σε αντιφατική επιχειρηματολογία. Πράγματι, το να υποστηρίζεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία λείπουν μόνο τα έγγραφα μεταφοράς, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας να γίνει δεκτό ότι η ασφάλεια καταπίπτει ισοδυναμεί σαφώς προς αμφισβήτηση της αναγκαιότητας προσκομίσεως των εγγράφων μεταφοράς και, επομένως, του γεγονότος ότι το άρθρο 20 του κανονισμού 2730/79 προβλέπει την προσκόμιση των τελωνειακών εγγράφων ή των εγγράφων υποκαταστάσεως kou του εγγράφου μεταφοράς. Μία τέτοιου είδους επιχειρηματολογία δεν λαμβάνει επομένως υπόψη αυτή την ίδια την αρχή στην οποία η Philipp Brothers στηρίζει τον συλλογισμό της, δηλαδή ότι η ελευθέρωση της ασφάλειας εξαρτάται από την κατάθεση του πλήρους φακέλου πληρωμής της επιστροφής (βλέπε τη σελίδα 35 των γραπτών παρατηρήσεων της ). Εξ ετέρου όμως, η Philipp Brothers υποστηρίζει ότι η χορήγηση πρόσθετων προθεσμιών για την προσκόμιση των τελωνειακών εγγράφων ή των εγγράφων υποκαταστάσεως πρέπει αυτομάτως να επεκτείνεται και στα έγγραφα μεταφοράς, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι η ελευθέρωση της ασφάλειας εξαρτάται από την κατάθεση του πλήρους φακέλου και, επομένως, δεν χρησιμεύει σε τίποτε η μη πρόβλεψη πρόσθετης προθεσμίας για την προσκόμιση των εγγράφων μεταφοράς.

    37.

    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για δυσμενή διάκριση ούτε για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αυτό δε ακόμη περισσότερο καθόσον, ακόμη και ως προς τα έγγραφα μεταφοράς, μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση της περιπτώσεως ανωτέρας βίας του άρθρου 31, παράγραφος 1, η δε χορήγηση πρόσθετων προθεσμιών για τα άλλα έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 2, είναι κάθε άλλο παρά αυτόματη και εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο εξαγωγέας προσπάθησε να τα προμηθευτεί, όρος η τήρηση του οποίου, στην περίπτωση των εγγράφων μεταφοράς των οποίων η απόκτηση είναι ευκολότερη, πρέπει εν πάση περιπτώσει να κρίνεται βάσει αυστηρότερων κριτηρίων.

    38.

    Εφόσον, επομένως, το άρθρο 31, παράγραφος 2, όπως αρχικώς ίσχυε, δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις ούτε δυσανάλογες καταστάσεις, το γεγονός ότι το άρθρο 1, ψηφίο 14, του κανονισμού (ΕΟΚ) 568/85 ( 8 ) καθώς και το άρθρο 47, παράγραφος 4, του κανονισμού 3665/87 ( 9 ), ο οποίος αντικαστέστησε τον κανονισμό 2730/79, προβλέπουν τη δυνατότητα χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών και για την προσκόμιση επίσης των εγγράφων μεταφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, a posteriori, απόδειξη περί του εναντίου. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την τροποποίηση αυτή, δηλαδή την ανάγκη καλής διοικητικής διαχειρίσεως των φακέλων, όσο βάσιμα και πειστικά και αν είναι, καθιστούν κατά το πλείστον σαφές ότι η προηγούμενη ρύθμιση μπορούσε να περιπλέξει το έργο των εθνικών διοικήσεων, όχι όμως και ότι οι λόγοι που ώθησαν την Επιτροπή να αντιμετωπίσει διαφορετικά τα έγγραφα μεταφοράς ήταν αβάσιμοι και δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανάγκη μεγαλύτερης αυστηρότητας για την προσκόμιση των εγγράφων μεταφοράς απ' ό,τι των άλλων εγγράφων.

    39.

    Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πέμπτο και το έκτο ερώτημα ως εξής:

    « Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών για την προσκόμιση του εγγράφου μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5. Αυτό πάντως δεν είναι ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79. »

    4. Επί τον κύρους των άρθρων 25 και 31 rov κανονισμού 2730/79 σε σχέση με την αρχή νης αναλογικότητας (έβδομο ερώτημα)

    40.

    Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η υποχρέωση αποδόσεως της προκαταβληθείσας επιστροφής, προσαυξημένης κατά 15 %, ή, άλλως, η απώλεια της ασφάλειας, στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουν προσκομισθεί οι κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, αποδείξεις εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 31, παρόλο που η εξαγωγή πράγμαπ διενεργήθηκε, αντιβαίνει ενδεχομένως στην αρχή της αναλογικότητας.

    41.

    Εν προκειμένω πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι για να μπορεί να εφαρμοσθεί ενδεχομένως η αρχή της αναλογικότητας στην περίπτωση υπερβάσεως της προθεσμίας δεν αρκεί να υποστηριχθεί ότι η εξαγωγή διενεργήθηκε, αλλά πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί αυτό μέσω των εγγράφων που προβλέπονται για τον σκοπό αυτό. Η αντίθετη λύση θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση αυτής της ίδιας της υποχρεώσεως προσκομίσεως των απαιτουμένων αποδείξεων. Αυτό κάνει πράγματι η Philipp Brothers, η οποία υποστηρίζει στην πρόταση της απαντήσεως στα δύο πρώτα ερωτήματα ότι, « όταν είναι αποδεδειγμένο ότι τα γεωργικά προϊόντα πράγματι εξήχθησαν και διατέθηκαν στην κατανάλωση στην αγορά των τρίτων χωρών» (αποδεδειγμένο από ποιον και πώς; ), « η ελευθέρωση της ασφαλείας » ( έστω και συνεπεία πλάνης ) « έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του εξαγωγέα από την υποχρέωση του να προσκομίσει τον φάκελο πληρωμής της επιστροφής με τον τύπο και στις προθεσμίες που προβλέπει ο κανονισμός 2730/79 ». Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η διοίκηση δεν έχει πλέον άμεση δυνατότητα δεσμεύσεως του επιχειρηματία, μέσω ασφαλείας συσταθείσας από αυτόν, ο τελευταίος μπορεί να αποδείξει το γεγονός της εξαγωγής με τους τύπους και τις προθεσμίες που επέλεξε. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όσον αφορά την εξαγωγή προς τη Φινλανδία, η Philipp Brothers δεν προσκόμισε ποτέ κανένα από τα προβλεπόμενα αποδεικτικά μέσα.

    42.

    Αλλά ας επανέλθουμε στο ζήτημα της υπερβάσεως της προθεσμίας. Από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι οι αμφιβολίες τις οποίες έχει το εθνικό δικαστήριο ως προς τον νόμιμο χαρακτήρα της εν λόγω διατάξεως δημιουργούνται από την σκέψη ότι η ουσιώδης υποχρέωση που πρέπει να διασφαλίσει η ασφάλεια, σε περίπτωση προκαταβολής της επιστροφής, είναι η πραγματοποίηση της εξαγωγής, καθώς και η διάθεση στην κατανάλωση των γεωργικών προϊόντων στις χώρες προορισμού ». Η Philipp Brothers στηρίζεται επίσης στη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ της κύριας υποχρεώσεως, δηλαδή της υποχρεώσεως εξαγωγής, και της παρεπόμενης υποχρεώσεως, δηλαδή της υποχρεώσεως προσκομίσεως των απαιτούμενων αποδείξεων εντός των οριζομένων προθεσμιών, για να υποστηρίξει ότι σε μία τέτοια περίπτωση, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, με κοινοτική κανονιστική ρύθμιση « δεν επιτρέπεται σε περίπτωση μη τηρήσεως της δευτερεύουσας υποχρέωσης να επιβάλλονται κυρώσεις το ίδιο αυστηρές όπως και για τη μη τήρηση της κύριας υποχρέωσης, ειδάλλως παραβιάζεται η αρχής της αναλογικότητας » ( 10 ).

    43.

    Δεν νομίζω πάντως ότι η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της εν προκειμένω σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

    44.

    Η βασική σκέψη του συλλογισμού της Philipp Brothers, δηλαδή ότι από το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 συνάγεται σαφώς ότι η διάταξη αυτή αποβλέπει στην επιβολή κυρώσεως για την παράβαση δύο διαφορετικών υποχρεώσεων ( βλέπε τη σελίδα 13 των γραπτών της παρατηρήσεων ), και επομένως η αναφορά στην προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, είναι κατά τη γνώμη μου αβάσιμη. Το άρθρο 25, παράγραφος 2, δεν κάνει διάκριση μεταξύ της υποχρεώσεως εξαγωγής και της υποχρεώσεως προσκομίσεως των εγγράφων που αποδεικνύουν αυτή την εξαγωγή εντός των οριζομένων προθεσμιών. Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, όπως και κατά το γράμμα των άλλων διατάξεων του κανονισμού 2730/79 (βλέπε ιδίως τα άρθρα 9, 10, 11 και 20), θεωρείται ότι εξήγαγε ή ότι έθεσε στην κατανάλωση στην τρίτη χώρα μόνο αυτός ο οποίος το αποδεικνύει μέσω των προβλεπομένων εγγράφων. Αυτό ισχύει επίσης και για την εφαρμογή της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 25, παράγραφος 2, ότι δηλαδή για να τύχει του σχετικού ευεργετήματος ο εισαγωγέας οφείλει βεβαίως να προσκομίσει εντός των οριζομένων προθεσμιών την απόδειξη ότι το προϊόν έφθασε σε διαφορετικό προορισμό από αυτόν για τον οποίον είχε υπολογισθεί η προκαταβολή. Βάσει αυτής ακριβώς της αποδείξεως μπορεί να καθορισθεί το ποσό που καταβλήθηκε αδικαιολογήτως και επομένως να αποδοθεί.

    45.

    Επομένως είναι απολύτως λογικό το ότι, στο παράδειγμα που έδωσε η Philipp Brothers, ο εξαγωγέας που εξάγει μόνο το ήμισυ των προϊόντων για τα οποία έλαβε προκαταβολή και προσκομίζει την απόδειξη της μερικής εκπληρώσεως της υποχρεώσεως του υποχρεούται να αποδώσει μόνο το ήμισυ της προκαταβολής που έλαβε, προσαυξημένης κατά 15 ο/ο, ενώ αυτός ο οποίος εξήγαγε το σύνολο των ποσοτήτων για τις οποίες έλαβε την προκαταβολή, προσκομίζει τις σχετικές αποδείξεις μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 31, υποχρεούται δε να αποδώσει το σύνολο του ποσού της προκαταβολής προσαυξημένο κατά 15 %: πράγματι, ο πρώτος, σε αντίθεση προς τον δεύτερο, προσκόμισε ακριβώς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών τις απαιτούμενες αποδείξεις για να διατηρήσει οριστικά το ήμισυ της επιστροφής που του προκαταβλήθηκε. Επομένως, το σύστημα εμπεριέχει ήδη ένα στοιχείο αναλογικότητας, επειδή η επιστροφή δεν μπορεί να αποδοθεί παρά κατ' αναλογία προς τις ποσότητες για τις οποίες δεν μπορεί να προσκομισθεί απόδειξη.

    46.

    Τέλος, ανέφερα ήδη, στην αρχή των προτάσεων μου, ότι η συσταθείσα δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 1, ασφάλεια δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, ως στόχο τη διασφάλιση της ουσιαστικής εκπληρώσεως της υποχρεώσεως εξαγωγής. Αυτό αποτελεί το αντικείμενο χωριστής ασφάλειας, που επιβάλλεται από τον κανονισμό 2727/75, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών. Υπενθυμίζεται ότι «η χορήγηση της επιστροφής συνιστά ένα πλεονέκτημα για τον επιχειρηματία, το οποίο δικαιολογείται αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν τόσο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εξαγόμενου προϊόντος όσο και τους τρόπους της εξαγωγής » και ότι « όταν... δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση, το ποσό της επιστροφής δεν οφείλεται στον εξαγωγέα και πρέπει να αποδοθεί όταν έχει ήδη καταβληθεί, για παράδειγμα στο πλαίσιο μιας προπληρωμής» ( 11 ). Επομένως δεν είναι η προκαταβολή της επιστροφής που υποχρεώνει στον εξαγωγέα να διενεργήσει την εξαγωγή· η απόδειξη της εξαγωγής αποτελεί απλώς την προϋπόθεση για να μπορεί ο επιχειρηματίας να λάβει οριστικώς την επιστροφή. 'Ετσι, στην περίπτωση κατά την οποία η εξαγωγή δεν πραγματοποιήθηκε ή όταν δεν προσκομίζεται η απόδειξη, δεν αποτελεί κύρωση που πλήττει τον εξαγωγέα: ο τελευταίος οφείλει απλώς να αποδώσει το όφελος που έλαβε εκ των προτέρων, προσαυξημένο κατά 15 ο/ο ως αντιστάθμισμα του αδικαιολογήτως προσπορισθέντος οφέλους ως δωρεάν πιστώσεως που αντιπροσωπεύει η προκαταβολή.

    47.

    Εξάλλου, από τους οργανισμούς περί κοινής οργανώσεως των αγορών για τα διάφορα γεωργικά προϊόντα, ιδίως δε από το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΟΚ.) 2727/75 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών συνάγεται ότι η επιστροφή χορηγείται « στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να καταστεί δυνατή η εξαγωγή ». Ως προς τις προκαταβολές, ο κανονισμός 2730/79 ορίζει, στη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη, ότι αποσκοπούν απλώς στο « να οιενκολννβοννο\εξαγωγείς στη χρηματοοότηση των εξαγωγών τους ».

    48.

    Βάσει ακριβώς των ανωτέρω διακρίνεται η παρούσα περίπτωση από τις υποθέσεις Buitoni, Man ( Sugar ) και Maas, που αναφέρει η Philipp Brothers, και προσομοιάζει, σε αντίθεση προς αυτά που υποστηρίζει η Philipp Brothers, με την υπόθεση Denkavit France.

    49.

    Στην υπόθεση Buitoni ( 12 ), το υπό κρίση σύστημα ασφαλείας « αποσκοπούσε στη διασφάλιση της εκπληρώσεως της εκουσίως αναληφθείσας υποχρεώσεως εισαγωγής ή εξαγωγής κατά τη διάρκεια ισχύος των αδειών που είχαν χορηγηθεί για τον σκοπό αυτό ». Επομένως, η απώλεια της ασφάλειας αποτελούσε γνήσια κύρωση της μη τηρήσεως είτε της υποχρεώσεως εισαγωγής ή εξαγωγής, είτε της υποχρεώσεως προσκομίσεως, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, των αποδείξεων για την εκτέλεση της πρώτης αυτής υποχρεώσεως. Επομένως, δεν επρόκειτο για κανένα οικονομικό όφελος του επιχειρηματία, το οποίο θα έπρεπε απλώς να αποδοθεί, θεωρήθηκε δε υπερβολικό να επιβληθεί αυστηρότερη κύρωση για τη μη τήρηση της προθεσμίας απ' ό,τι για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως εισαγωγής ή εξαγωγής «στη διασφάλιση της οποίας αποσκοπούσε αυτή η ίδια η ασφάλεια » και για την οποία επιβλήθηκε κύρωση ουσιαστικώς αναλογικού χαρακτήρα.

    50.

    Η κατάσταση ήταν απολύτως παρόμοια στην υπόθεση Man ( Sugar ) ( 13 ). Εν προκειμένω, ο επιχειρηματίας είχε υποβάλει, στο πλαίσιο διαρκούς διαγωνισμού για τον καθορισμό των επιστροφών λόγω εξαγωγής ζάχαρης προς τρίτες χώρες, επτά προσφορές, πέντε από τις οποίες είχαν γίνει δεκτές. Η Man Sugar έπρεπε τότε να ζητήσει τη χορήγηση αδειών εξαγωγής εντός ορισμένης προθεσμίας. Όμως, ο αρμόδιος οργανισμός έλαβε τις αιτήσεις αυτές με τέσσερις ώρες καθυστέρηση. Η κατατεθείσα ασφάλεια είχε ως σκοπό να διασφαλίσει τόσο την υποχρέωση εξαγωγής των ποσοτήτων ζάχαρης που είχαν κατακυρωθεί όσο και την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως εντός βραχείας προθεσμίας για τη χορήγηση άδειας εξαγωγής. Μόνο αφού δέχτηκε ότι το σύστημα της συστάσεως ασφάλειας

    « έχει ως πρωταρχικό σκοπό να διασφαλίζει την εκπλήρωση της δέσμευσης που ανέλαβε αυτοβούλως ο επιχειρηματίας να εξαγάγει τις ποσότητες ζάχαρης που αφορά η κατακύρωση » (σκέψη 21 )

    το Δικαστήριο θεώρησε ότι είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας

    « η κατάπτωση της ασφάλειας ως αυτόματης και κατ' αποκοπή κύρωσης που επιβάλλεται σε περίπτωση παραβάσεως πολύ λιγότερο βαριάς απ' ό,τι η μη εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης, στη διασφάλιση της οποίας αποβλέπει η ίδια η ασφάλεια » ( σκέψη 29 ).

    51.

    Στην υπόθεση Atalanta ( 14 ) (στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή) επρόκειτο για μία διάταξη που δεν απέκλειε ρητά τον επιχειρηματία από την ενίσχυση στην αποθεματοποίηση παρά μόνο αν δεν είχαν πλήρως εκτελεσθεί οι κύριες υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί από αυτόν.

    52.

    Τέλος, η κατάσταση στην υπόθεση Maas ήταν τόσο ιδιάζουσα και διαφορετική από της παρούσας υποθέσεως ώστε η απόφαση του Δικαστηρίου ( 15 ) δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως προηγούμενο που μπορεί να ληφθεί υπόψη ως έχει. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε στην υπόθεση Maas επί της « αναλογικότητας » της απώλειας της ασφάλειας σε περίπτωση υπερβάσεως της προθεσμίας για την οποία επρόκειτο, δηλαδή της προθεσμίας εντός της οποίας το εμπόρευμα έπρεπε να έχει φορτωθεί, δέχτηκε όμως « ότι στις θαλάσσιες μεταφορές μια καθυστέρηση μερικών ημερών στη φόρτωση του εμπορεύματος και στην αναχώρηση του πλοίου δεν μπορεί να εκληφθεί ως παράβαση της εν λόγω υποχρεώσεως ( σκέψη 17). Ελλείψει μιας τέτοιας παραβάσεως, το ζήτημα της απώλειας της ασφάλειας δεν μπορούσε επομένως να τεθεί.

    53.

    Η παρούσα υπόθεση, αντιθέτως, προσομοιάζει έντονα με την υπόθεση Denkavit France, προαναφερθείσα, παρόλο που στην εν λόγω απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986 ( 16 ) το Δικαστήριο αποφάνθηκε απλώς επί του αν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας η έκπτωση από το δικαίωμα που συνεπάγεται η υπέρβαση της προθεσμίας και όχι αν συμβιβάζονται με την αρχή αυτή οι συνέπειες που μπορεί να επέλθουν από αυτή την έκπτωση.

    54.

    Είδαμε ήδη ότι ως προς το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο επέδειξε, στην απόφαση αυτή, μεγάλη αυστηρότητα και ότι, σε μία κατάσταση σχεδόν παρόμοια με της παρούσας υποθέσεως, έκρινε ότι « από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ( εν προκειμένω ) απώλεια του δικαιώματος είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό που επεδίωκε ο κοινοτικός νομοθέτης » ( σκέψη 22 ). Υπενθυμίζω ότι εν προκειμένω, όπως και στην παρούσα υπόθεση, η προθεσμία που προβλέπεται για την κατάθεση των εγγράφων είχε ρητώς χαρακτήρα ανατρεπτικής προθεσμίας, ότι θεσπίστηκε « για λόγους καλής διοικητικής διαχειρίσεως », ότι είχε καταρχάς ορισθεί σε έξι μήνες, στη συνέχεια δε παρατάθηκε σε δώδεκα μήνες ( 17 ) και ότι περιελήφθη μια επιφύλαξη για την περίπτωση ανωτέρας βίας. Δεν έχει πάντως προβλεφθεί η δυνατότητα χορηγήσεως προσθέτων προθεσμιών. Εξάλλου, είναι ανακριβές να λεχθεί, όπως υποστηρίζει η Philipp Brothers, ότι ο καθορισμός δεσμευτικής προθεσμίας για την κατάθεση των φακέλων, στην υπόθεση Denkavit France, ήταν δικαιολογημένη όχι μόνο για λόγους καλής διοικητικής διαχειρίσεως, αλλά επίσης, εμμέσως, προκειμένου να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Από τη σκέψη 19 της αποφάσεως του Δικαστηρίου συνάγεται σαφώς ότι ο καθορισμός ακριβώς μιας προθεσμίας για την καταβολή των ΝΕΠ και όχι για την υποβολή των αιτήσεων είχε ως σκοπό « να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών » ( 18 ). Εξάλλου, από την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2746/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί των γενικών κανόνων για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα των σιτηρών και περί των κριτηρίων καθορισμού του ύψους τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 218 ) συνάγεται ότι η φροντίδα αποφυγής των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών της Κοινότητας αποτελεί τη βάση κάθε ενέργειας των οργάνων προκειμένου να υφίστανται « διοικητικές συνθήκες » που « να είναι οι ίδιες σε όλη την Κοινότητα ». Με την αιτιολογική αυτή σκέψη διευκρινίζεται ειδικότερα το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο, στις παραγράφους του 1 και 2, πρώτο εδάφιο, καθΐ£ρώνει την αρχή ότι η καταβολή της επιστροφής εξαρτάται από την προϋπόθεση προσκομίσεως της αποδείξεως ότι τα προϊόντα εξήχθησαν και, σε περίπτωση διαφοροποιημένης επιστροφής, ότι έφθασαν στον προβλεπόμενο προορισμό, στις δε παραγράφους του 2, δεύτερο εδάφιο, και 3, επιτρέπει τη θέσπιση συμπληρωματικών και κατά παρέκκλιση διατάξεων. 'Ομως, ο κανονισμός 2730/79 στηρίζεται ακριβώς ( βλέπε την τρίτη αιτιολογική του αναφορά) στις δύο τελευταίες αυτές παραγράφους, καθώς και στις αντίστοιχες διατάξεις που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς για τα άλλα γεωργικά προϊόντα.

    55.

    Ενόψει αυτών, θεωρώ, σε συμφωνία με το Βελγικό Δημόσιο, ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο επέδειξε τέτοια αυστηρότητα στην υπόθεση Denkavit France, μη ανεχόμενο καμία υπέρβαση της προβλεπόμενης προθεσμίας, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας, οφείλετο στο ότι επρόκειτο για τη χορήγηση, με τη μορφή ΝΕΠ, σημαντικών οικονομικών ωφελημάτων στους επιχειρηματίες.

    56.

    Αυτό συμβαίνει επίσης και στην παρούσα υπόθεση, όπου το οικονομικό όφελος λαμβάνει τη μορφή επιστροφής λόγω εξαγωγής, η δε καταβολή της επιστροφής, όπως είδαμε, εξαρτάται επίσης από την προσκόμιση των απαιτούμενων αποδείξεων εντός της τασσομένης ανατρεπτικής προθεσμίας. Νομίζω ότι ακόμη περισσότερο επιβάλλεται η αυστηρότητα καθόσον υφίσταται εδώ, επιπλέον, η δυνατότητα χορηγήσεως πρόσθετων προθεσμιών. Η λογική συνέπεια από αυτό είναι ότι αυτός ο οποίος, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας ή όταν έχει λάβει πρόσθετες προθεσμίες, δεν τηρεί την προθεσμία δεν δικαιούται την επιστροφή.

    57.

    Εάν αυτό το συμπέρασμα είναι ακριβές, δεν θα μπορεί βεβαίως να είναι διαφορετική η λύση στην περίπτωση κατά την οποία η επιστροφή έχει προκαταβληθεί, έτσι ώστε, όπως και αυτή η ίδια η έκπτωση από το δικαίωμα, η υποχρέωση και μόνο αποδόσεως του ποσού της προκαταβολής (προσαυξημένου κατά 15% χάριν της δωρεάν πιστώσεως προς την οποία ισοδυναμεί η προκαταβολή ), ή, σε περίπτωση μη αποδόσεως, η απώλεια της ασφαλείας που συστήθηκε για τη διασφάλιση της επιστροφής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Τα μέσα που παρέχει η επίδικη διάταξη για την πραγματοποίηση του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν συνάδουν προς τη σημασία του σκοπού αυτού και είναι αναγκαία για την επίτευξη του ( 19 ).

    58.

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από την αναφορά της Philipp Brothers στο άρθρο 48, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 3665/87, το οποίο, προβλέποντας εφεξής διαφοροποιημένη κύρωση βάσει διαφόρων κριτηρίων σε περίπτωση υπερβάσεως της προβλεπόμενης προθεσμίας για την προσκόμιση των απαιτούμενων αποδείξεων, φαίνεται να καταδεικνύει a posteriori ότι τό άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 δεν ήταν σύμφωνο προς την· αΡχή της αναλογικότητας.

    59.

    Το μέτρο αυτό που αμβλύνει την αυστηρότητα της ρυθμίσεως προβλέπει απλώς ότι, αν τα απαιτούμενα αποδεικτικά μέσα παρέχονται μετά την εκπνοή της προθεσμίας του ενός έτους, αλλά πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των δέκα οκτώ μηνών, το αποδοτέο ποσό ισούται προς 85 ο/ο του κανονικού ποσού. Η διαφορά δεν είναι επομένως πολύ μεγάλη. ( Εξάλλου, η Philipp Brothers υπερέβη και την προθεσμία των δέκα οκτώ μηνών. ) Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός και μόνο μίας τροποποιήσεως της ισχύουσας ρυθμίσεως δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η προηγούμενη ρύθμιση ήταν παράνομη. Εξάλλου, από την τελευταία αιτιολογική σκέψη στη σελίδα 3 της σχετικής ΕΕ ( ΕΕ L 351 της 14.12.1987 ) συνάγεται ότι εν προκειμένω φαινόταν απλώς « επιθυμητό » στον κοινοτικό νομοθέτη να καταστεί ελαστικότερη η ρύθμιση, όσον αφορά τη μη τήρηση των τασσομένων προθεσμιών.

    60.

    Είναι αληθές ότι θα μπορούσε να είναι νοητό, επί θεωρητικού επιπέδου, ένα σύστημα στο οποίο το ποσό που οφείλει να αποδώσει ο επιχειρηματίας να είναι αυστηρά ανάλογο προς την υπέρβαση της προθεσμίας. Θα μπορούσε έτσι να αντιμετωπισθεί μείωση 5 % ανά εβδομάδα υπερβάσεως (συνολική απόδοση μετά από 20 εβδομάδες ), 5 ο/ο ανά ημέρα υπερβάσεως ( συνολική απόδοση μετά από 20ημέρες ) και 1 % ανά ημέρα ( συνολική απόδοση μετά από 100ημέρες). Όλες αυτές όμως οι λύσεις θα ενθάρρυναν τους επιχειρηματίες να ενεργούν αμελώς και θα υποχρέωνε τις διοικήσεις των χωρών μας σε πλήθος υπολογισμών που θα επιβάρυνε τον γραφειοκρατικό φόρτο, που είναι ήδη υπερβολικός, τον οποίο συνεπάγονται οι πολυάριθμες ρυθμίσεις εξαγωγών που υφίστανται στην Κοινότητα.

    61.

    Τέλος, δεν πρέπει να παροράται ότι το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα μεγάλης ευκαμψίας, όσον αφορά τον τρόπο της αποδείξεως και τη συμπλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων για τη διάθεση των εμπορευμάτων στην κατανάλωση. Η απόδειξη αυτή μπορεί να παρέχεται:

    με την προσκόμιση του τελωνειακού εγγράφου·

    με την προσκόμιση κεκυρωμένου αντιγράφου του ή φωτοαντιγράφου του·

    με την προσκόμιση του « πιστοποιητικού εκτελωνισμού » που συντάσσεται επί εντύπου συμφώνου προς το πρωτότυπο που αναφέρεται στο παράρτημα του κανονισμού.

    62.

    Αν κανένα από τα έγγραφα αυτά δεν μπορεί να προσκομισθεί συνεπεία περιστάσεων ανεξαρτήτων της θελήσεως του, ο εξαγωγέας μπορεί ακόμη να προσκομίσει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα έγγραφα:

    αντίγραφο του εγγράφου εκφορτώσεως που έχει εκδοθεί ή θεωρηθεί στην τρίτη χώρα·

    βεβαίωση εκφορτώσεως που έχει εκδοθεί από τις επίσημες υπηρεσίες ενός των κρατών μελών πον είναι εγκατεστημένες στη χώρα προορισμο ( 20 )

    βεβαίωση εκφορτώσεως που έχει συνταχθεί από εταιρίες ειδικευμένες σε διεθνές επίπεδο σχετικά με τον έλεγχο και την επίβλεψη και οι οποίες είναι εγκεκριμένες από το κράτος μέλος, όπου πραγματοποιήθηκαν οι τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής

    τραπεζικό έγγραφο εκδοθέν από εγκεκριμένους ενδιαμέσους φορείς που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα και με το οποίο πιστοποιείται ότι η πληρωμή που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη εξαγωγή έχει εγγραφεί στην πίστωση του λογαριασμού του εξαγωγέως που έχει ανοιχθεί σ' αυτούς τους τελευταίους, όσον αφορά τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στο παράρτημα III και οι οποίες εξαρτούν τη χρηματική μεταφορά από την εισαγωγή του προϊόντος·

    βεβαίωση φορτώσεως εκδοθείσα από έναν επίσημο οργανισμό της συγκεκριμένης χώρας σέ περίπτωση αγοράς από τη χώρα αυτή ή από έναν επίσημο οργανισμό της σε περίπτωση μιας επιχειρήσεως επισιτιστικής βοήθειας·

    βεβαίωση φορτώσεως εκδοθείσα από έναν διεθνή οργανισμό στην περίπτωση μιας επιχειρήσεως επισιτιστικής βοήθειας.

    63.

    Είναι βέβαια δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς μία εμπορική εταιρία που είναι ειδικευμένη στο διεθνές εμπόριο πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων δεν κατορθώνει να προμηθευθεί ένα από αυτά τα έγγραφα, ενδεχομένως αφού ζητήσει πρόσθετη προθεσμία, και πώς η Philipp Brothers χρειάστηκε πλέον των δέκα οκτώ μηνών (από 29 Ιανουαρίου 1981 έως 17 Σεπτεμβρίου 1982 ) για να προσκομίσει κεκυρωμένο φωτοαντίγραφο στη μία περίπτωση και μη κεκυρωμένο φωτοαντίγραφο στην άλλη.

    64.

    Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι μία διάταξη, όπως η υπό κρίση, η οποία προβλέπει ότι:

    μπορούν να παρασχεθούν εναλλακτικώς διάφορα αποδεικτικά μέσα,

    η προθεσμία παροχής αυτών των αποδεικτικών μέσων είναι ένα έτος,

    παράταση της προθεσμίας αυτής μπορεί να χορηγηθεί υπό την προϋπόθεση απλώς ότι ο εξαγωγέας προσπάθησε να τα προμηθευτεί εντός αυτής της προθεσμίας,

    επιτρέπεται η απόδειξη περί ανωτέρας βίας,

    δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

    65.

    Επομένως, προτείνω να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η απάντηση ότι από την εξέταση του εβδόμου ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των άρθρων 25 και 31 του κανονισμού 2730/79.

    Συμπέρασμα

    66.

    Από το σύνολο των προτεινόμενων απαντήσεων προκύπτει, κατά συνέπεια, η ακόλουθη σύνθεση:

    « 1)

    Η ελευθέρωση της ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2730/79 της Επιτροπής δεν έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εξαγωγέα, εν όλω ή εν μέρει, από τις υποχρεώσεις του, ιδίως ως προς τον τύπο και τις προθεσμίες προσκομίσεως των απαιτούμενων αποδείξεων για τη χορήγηση της επιστροφής. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της επιστροφής, η υποχρέωση του εξαγωγέα να αποδώσει το ποσό της καταβληθείσας επιστροφής, ενδεχομένως προσαυξημένο, καθώς και του κράτους μέλους να ανακτήσει το εν λόγω ποσό δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι η ασφάλεια ελευθερώθηκε.

    2)

    Η αίτηση προσθέτων προθεσμιών που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 πρέπει να υποβληθεί πριν από την εκπνοή της συνήθους ανατρεπτικής προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1.

    3)

    Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 δεν εξαρτά τη χορήγηση πρόσθετων προθεσμιών για την προσκόμιση των απαιτούμενων εγγράφων από την ύπαρξη ανωτέρας βίας, αλλά από την προϋπόθεση ότι ο εξαγωγέας προσπάθησε να τα προμηθευθεί εντός της οριζόμενης προθεσμίας.

    4)

    Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2730/79 αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως προσθέτων προθεσμιών για την προσκόμιση του εγγράφου μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5. Αυτό πάντως δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 31, παράγραφος 2.

    5)

    Από την εξέταση του τέταρτου ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των άρθρων 25 και 31 του κανονισμού 2730/79. »


    ( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 1 ) 'Αρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158).

    ( 2 ) Δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2727/75.

    ( 3 ) Για λόγους ευκολίας ο όρος « εξαγωγή » έχει την έννοια στη συνέχεια των προτάσεων μου ότι καλύπτει τόσο το γεγονός της εγκαταλείψεως του γεωγραφικού εδάφους της Κοινότητας ( άρθρο 9 ) όσο και το γεγονός της εισαγωγής ή της διαθέσεως στην κατανάλωση στην τρίτη χώρα ( άρθρο 20 ).

    ( 4 ) Απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1987, Piange Kraftfutterwerke, σκέψη 14 ( 288/85, Συλλογή 1987, σ. 611 ). Βλέπε επίσης την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1987, Maizena, σκέψη 24, ( 137/85, Συλλογή 1987, σ. 4587). [Το γεγονός ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση του της 30ής Ιουνίου 1987, Roquette Frères ( 47/86, Συλλογή 1987, σ. 2889), κήρυξε ανίσχυρη μία κανονιστική διάταξη που προέβλεπε την απώλεια του μέρους της ασφαλείας που αντιστοιχούσε σε μία παρόμοια προσαύξηση, οφείλεται στο ότι η απώλεια αυτή είχε απόλυτο χαρακτήρα και δεν ήταν υπολογισμένη κατ' αναλογία προς την επιστροφή που έπρεπε να αποδοθεί (εν προκειμένω το αντικείμενο ήταν μία επιστροφή λόγω παραγωγής). Όμως, αυτό δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι το άρθρο 25, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2730/79 προβλέπουν την απώλεια κατ' αναλογία προς το συνολικό ύψος της ασφάλειας, μαζί με την προσαύξηση. ]

    ( 5 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) 1663/81 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 1981, περί πέμπτης τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2730/79, περί δευτέρας τροποποιήσεως του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 798/80 και περί τροποποιήσεως του κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ. 52/81 όσον αφορά ειδικότερα την προθεσμία υποβολής των απαιτούμενων εγγράφων για τις πληρωμές που πρέπει να γίνουν ( ΕΕ L 166, σ. 9 ).

    ( 6 ) Απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974, Kampffmeyer (158/73, Rec. 1974, σ. 101).

    ( 7 ) Απόφαση της 25ης Μαΐου 1974, Pfūtzenreuter ( 3/74, Rec. 1974, σ. 589 ).

    ( 8 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) 568/85 της Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 1985, για δέκατη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2730/79 περί των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα ( ΕΕ L 65, σ. 5 ).

    ( 9 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα ( ΕΕ L 351, σ. 1 ).

    ( 10 ) Βλέπε ιδίως την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1985, Man (Sugar), σκέψη 20 (181/84, Συλλογή 1985, σ. 2889 ). Βλέπε επίσης την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1986, Maas, σκέψη 15 ( 21/85, Συλλογή 1986, σ. 3537 ).

    ( 11 ) Απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1987, Piange Kraftfutterwerke, σκέψη 11 ( 288/85, Συλλογή 1987, σ. 611 ).

    ( 12 ) Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Buitoni, σκέψεις 17 έως 20 ( 122/78, Rec 1979, σ. 677 ).

    ( 13 ) Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1985, Man (Sugar) ( 181/84, Συλλογή 1985, σ. 2889).

    ( 14 ) Απόφαση της 21ης Ιουνίου 1979, Atalanta, σκέψη 10 (240/78, Rec 1979, σ. 2137).

    ( 15 ) Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1986, Maas (21/85, Συλλογή 1986, σ. 3537 ).

    ( 16 ) Υπόθεση 266/84, Denkavit France ( Συλλογή 1986, σ. 149).

    ( 17 ) Το μέρος που αφορά τις διοικητικές λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1380/75 της Επιτροπής, της 29ης Μαίου 1975, περί του τρόπου εφαρμογής των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 14 ), για τον οποίο επρόκειτο στην υπόθεση Denkavit France ( 266/84 ), αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/81 της Επιτροπής, της 19ης Matou 1981, περί λεπτομερειών διοικητικής εφαρμογής των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ L 138, σ. 1 ). Ο τελευταίος αυτός κανονισμός βρισκόταν στο επίκεντρο της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1987, Denkavit België κατά Βελγικού Δημοσίου) 145/85, Συλλογή 1987, α 565 ).

    ( 18 ) Βλέπε σχετικώς και την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1987, Denkavit België, σκέψεις 7 και 8 ( 145/85, Συλλογή 1987, σ. 565 ).

    ( 19 ) Βλέπε τον ορισμό της αρχής της αναλογικότητας, όπως συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως τη σκέψη 17 της αποφάσεως Denkavit France.

    ( 20 ) Μη υπογραμμισμένα στο πρωτότυπο. Επομένως αρκεί το ότι ο πρόξενος οποιουδήποτε κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένος στο λιμάνι αφίξεως εκδίδει μία τέτοια βεβαίωση.

    Top