Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0358

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1990.
    Oberhausener Kraftfutterwerk Wilhelm Hopermann GmbH κατά Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
    Ειδικά μέτρα για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια - Προθεσμία καταθέσεως της αιτήσεως ενισχύσεως.
    Υπόθεση C-358/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-01687

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:173

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-358/88 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    Η εταιρία Oberhausener Kraftfutterwerk Wilhelm Hopermann GmbH, προσφεύγουσα της κύριας δίκης (στο εξής: προσφεύγουσα), απολαύει, ως παρασκευάστρια ζωοτροφών, των ειδικών κοινοτικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια.

    Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά παρτίδα πίσων ( παρτίδα υπ' αριθ. 83030 ) της οποίας η είσοδος στην επιχείρηση της προσφεύγουσας αποτέλεσε αντικείμενο ανακοινώσεως προς το Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung, ( ομοσπονδιακό ίδρυμα οργανώσεως των γεωργικών αγορών, στο εξής: καθού ) προ της περατώσεως της χρησιμοποιήσεως τους. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα είχε υποβάλει αίτηση για θέση υπό έλεγχο, που επέχει συγχρόνως θέση ανακοινώσεως της εισόδου των προϊόντων, με ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 1982, ενώ τα εν λόγω πίσα άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα τέλη Δεκεμβρίου, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου των επιθεωρητών του καθού. Η αίτηση ενισχύσεως υποβλήθηκε όμως μήνες αργότερα, δηλαδή στις 28 Μαρτίου 1983. Το καθού απέρριψε την αίτηση ενισχύσεως με απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 1985, για τον λόγο ότι δεν είχε τηρηθεί η προθεσμία υποβολής της αιτήσεως ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΟΚ 2192/82.

    Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 1988 το Verwaltungsgericht της Φρανκφούρτης επί του Μάιν αποφάσισε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις εκδόσεως από το Δικαστήριο προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

    « Είναι αποκλειστική προθεσμία η προθεσμία καταθέσεως αιτήσεως ενισχύσεως κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 2192/82 της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 1982, και κατά το εν λόγω άρθρο 22, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3322/82 της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 1982; »

    Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται αν η σύνδεση των προθεσμιών κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82, που ορίζει ότι η αίτηση ενισχύσεως κατατίθεται το αργότερο την ημέρα της καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο, συνιστά κανόνα αναγκαστικού δικαίου η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την άρνηση χορηγήσεως της ενισχύσεως, παρά το γεγονός ότι πληρούνται εν προκειμένω οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος ενισχύσεως. Διερωτάται, κατά συνέπεια, αν είναι δικαιολογημένο από απόψεως διοικητικής τεχνικής να θεωρηθεί η χρονική σύμπτωση της αιτήσεως ενισχύσεως και της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο ως προϋπόθεση θεμελιώσεως δικαιώματος, υπό την έννοια αποκλειστικής προθεσμίας.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσε η προσφεύγουσα, εκπροσωπούμενη από τους Modest, Gündisch, Landry και Σία, δικηγόρους Αμβούργου, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jürgen Grunwald, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την υπόθεση στο τρίτο τμήμα.

    II — Νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός 1431/82 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1982, περί ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια ( ΕΕ L 162, σ. 28 ), προβλέπει, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τη χορήγηση ενισχύσεως για τα προϊόντα που συγκομίζονται εντός της Κοινότητας και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ζωοτροφών. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, η ενίσχυση χορηγείται μόνο στους χρήστες των εν λόγω προϊόντων που «πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος ενισχύσεως ».

    Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, και του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2036/82, της 19ης Ιουλίου 1982, περί θεσπίσεως των γενικών κανόνων σχετικά με τα ειδικά μέτρα για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια (ΕΕ L 219, σ. 1 ). Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού κανονισμού, η ενίσχυση χορηγείται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί τα προϊόντα, υπό τον όρον ότι καταθέτει στον αρμόδιο εθνικό οργανισμό αίτηση, καθώς και πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι ο παραγωγός έλαβε τουλάχιστον την κατώτατη τιμή και ότι « η ποσότητα που αναφέρεται στο πιστοποιητικό χρησιμοποιήθηκε πράγματι, μετά τη θέση της υπό έλεγχο στην επιχείρηση όπου χρησιμοποιήθηκε ». Το άρθρο 3, παράγραφος 4, ορίζει τη θέση υπό έλεγχο ως εξής:

    « ενέργεια του αρμόδιου οργανισμού του κράτους μέλους, μετά από αίτηση του προσώπου που χρησιμοποιεί τα προϊόντα, για τον καθορισμό της ποιότητας και της ποσότητας των προϊόντων που προορίζονται για διατροφή των ανθρώπων ή των ζώων ».

    Εξάλλου, το άρθρο 14, παράγραφος 1, ορίζει ότι « τα κράτη μέλη, στο έδαφος των οποίων χρησιμοποιούνται τα προϊόντα, προβαίνουν στη δημιουργία καθεστώτος ελέγχου που εξασφαλίζει τη χορήγηση ενισχύσεως μόνο στα προϊόντα που τη δικαιούνται ».

    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1431/82, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 2192/82. Δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα εισήλθαν στην επιχείρηση της προσφεύγουσας τον Δεκέμβριο 1982, πρέπει να αναφερθεί, ως εφαρμοζόμενο εν προκειμένω, το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3 α, του τελευταίου αυτού κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού 3322/82, περί δευτέρας τροποποιήσεως του κανονισμού 2192/82, που είχε τότε ως εξής:

    « 1.

    Το αργότερο κατά την είσοδο των προϊόντων στην επιχείρηση ο ενδιαφερόμενος ενημερώνει αμέσως σχετικά εγγράφως τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους.

    3 α.

    Η πληροφόρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 επέχει θέση αιτήσεως υπό έλεγχο. Εντούτοις, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να καθυστερήσει τη θέση υπό έλεγχο του προϊόντος που εισήλθε στην επιχείρηση, όταν δεν έχει καθοριστεί ακόμη η πραγματική χρησιμοποίηση του συνόλου των εν λόγω προϊόντων στην επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται προθεσμία 30 εργασίμων ημερών στον ενδιαφερόμενο για να διευκρινίσει στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους την ποσότητα την οποία προτίθεται να θέσει πράγματι υπό έλεγχο και, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιήσει στην επιχείρηση του, και την ποσότητα την οποία σχεδιάζει να βγάλει από την επιχείρηση. Η θέση υπό έλεγχο δεν δύναται εντούτοις να λάβει χώρα μετά την πραγματική χρήση του προϊόντος ».

    Ο κανονισμός 3322/82, όπως αναφέρεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη του, κατάργησε την προϋπόθεση της χρονικής συμπτώσεως της ανακοινώσεως της εισόδου των προϊόντων στην επιχείρηση με την αίτηση για θέση υπό έλεγχο, χορηγώντας στους επιχειρηματίες συμπληρωματική προθεσμία για τον καθορισμό των πραγματικών ποσοτήτων των εισελθόντων προϊόντων που προτίθενται να θέσουν υπό έλεγχο και τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στις επιχειρήσεις τους.

    Ο κανονισμός ( ΕΟΚ) 1956/83, της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 1983, περί εβδόμης τροποποιήσεως του κανονισμού 2192/82 (ΕΕ L 192, σ. 26 ), παρέτεινε την προθεσμία του προαναφερθέντος άρθρου 18, παράγραφος 3 α, από 30 σε 80 εργάσιμες ημέρες.

    Βάσει του άρθρου 29, παράγραγος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2192/82, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 13, του κανονισμού 3322/82, η ενίσχυση καταβάλλεται στον χρήστη που κατέθεσε την αίτηση υπό τον όρον ότι έχει καταθέσει στον οργανισμό που υποδεικνύεται από το κράτος μέλος το πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι ο παραγωγός έλαβε την κατώτατη τιμή και ότι ο επιφορτισμένος με τον έλεγχο οργανισμός ήλεγξε ότι η ποσότητα που αναφέρεται στο εν λόγω πιστοποιητικό χρησιμοποιήθηκε πράγματι εντός προθεσμίας 150ημερών από της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο.

    Τέλος, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 11, του κανονισμού 3322/82, ορίζει:

    « 1.

    Η αίτηση ενισχύσεως που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2036/82 κατατίθεται από τον ενδιαφερόμενο στο κράτος μέλος όπου θα χρησιμοποιηθούν πραγματικά τα προϊόντα, το αργότερο την ημέρα της καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο.

    Εντούτοις, εάν η αίτηση ενισχύσεως υποβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα από την ημέρα καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο, η αίτηση αυτή ενισχύσεως θεωρείται ως υποβληθείσα την ίδια ημέρα με την αίτηση για θέση υπό έλεγχο. »

    III — Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Η αροσφείψονσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι οι μόνες προϋποθέσεις που έπρεπε να πληροί για να τύχει της ενισχύσεως για τα όσπρια είναι αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2036/82. Οι προϋποθέσεις όμως αυτές, που επαναλαμβάνονται κατ' ουσίαν στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 2192/82, πληρούνταν εν προκειμένω.

    Επισημαίνει ότι λόγω του γεγονότος ότι η προθεσμία καταθέσεως της αιτήσεως ενισχύσεως δεν αναφέρεται στον βασικό κανονισμό του Συμβουλίου, αλλά στον κανονισμό της Επιτροπής περί των λεπτομερειών εφαρμογής, η τήρηση της εν λόγω προθεσμίας δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως προϋπόθεση θεμελιώσεως δικαιώματος. Η προσφεύγουσα παρατηρεί συναφώς ότι, όταν ένας χρήστης ανακοινώσει την είσοδο των προϊόντων στην επιχείρηση του και τα θέσει υπό τον έλεγχο του, η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ενισχύσεως δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία για τον οργανισμό παρεμβάσεως. Κατά τη γνώμη της, όσο περισσότερο καθυστερεί η κατάθεση της αιτήσεως ενισχύσεως, τόσο αργότερα θα καταβληθούν οι ενισχύσεις της Κοινότητας για τα όσπρια. Το μόνο συμφέρον της διοικήσεως, που συνίσταται στη σύντομη περάτωση της διαδικασίας χορηγήσεως ενισχύσεως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πλήρη απώλεια του σχετικού δικαιώματος σε περίπτωση υπερβάσεως, έστω και επ' ελάχιστο, της ημερήσιας προθεσμίας που προβλέπεται για την κατάθεση της αιτήσεως ενισχύσεως.

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας. Κατά τη γνώμη της, ο σκοπός της ενισχύσεως για τα όσπρια, που συνίσταται στην εξασφάλιση τιμής αρκετά υψηλής για τους παραγωγούς, καθώς και στη διάθεση ακριβών οσπρίων στην εγχώρια αγορά, επιτυγχάνεται, όταν πληρούνται οι δύο βασικές προϋποθέσεις του άρθρου 5 του κανονισμού 2036/82. Θα ήταν επομένως νομικά εσφαλμένο, καθότι δυσανάλογο, η μη τήρηση μιας προδήλως δευτερεύουσας υποχρέωσης που θεσπίστηκε για καθαρά διοικητικούς λόγους, όπως η υποχρέωση καταθέσεως αιτήσεως ενισχύσεως εντός προθεσμίας μιας ημέρας μετά την είσοδο των προϊόντων στην επιχείρηση, να επισύρει την αυστηρή κύρωση της μη χορηγήσεως της ενισχύσεως.

    Προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει ιδίως από τις αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1979, SA Buitoni κατά Fonds d'orientation et de régularisation des marchés agricoles ( 122/78, Slg. 1979, σ. 677 ), και της 21ης Ιουνίου 1979, Atalanta, Amsterdam BV κατά Produktschap voor Vee en Vlees (240/78, Slg. 1979, σ. 2137). Στην υπόθεση 122/78 το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως δυσανάλογη την κατ' αποκοπήν κύρωση που προβλεπόταν σε περίπτωση μη τηρήσεως της προθεσμίας προσκομίσεως ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων. Αν, ενόψει των δυσχερειών που συνεπάγεται η καθυστερημένη κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή μπορούσε να ορίσει μια τέτοια προθεσμία, για τη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής έπρεπε να επιβάλλει στους διοικούμενους κύρωση αισθητά ελαφρύτερη από την ολική απώλεια της εγγυήσεως και καλύτερα προσαρμοσμένη στα πρακτικά αποτελέσματα της σχετικής παραλείψεως. Στην υπόθεση 240/78 το Δικαστήριο θεώρησε ότι η διάταξη κανονισμού της Επιτροπής, βάσει της οποίας οι καταβληθείσες εγγυήσεις κατέπιπταν σε περίπτωση καθυστερημένης υποβολής των δικαιολογητικών εγγράφων για την εναποθήκευση του χοιρίου κρέατος, ήταν αντίθετη, λόγω του αυτοματισμού της, προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν επέτρεπε την προσαρμογή της προβλεπομένης κυρώσεως στο βαθμό μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων ή στη βαρύτητα της παραβάσεως των υποχρεώσεων αυτών.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1431/82, η ενίσχυση χορηγείται στους χρήστες , που « πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος ενισχύσεως ». Υποστηρίζει ότι στις προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνεται, βάσει των άρθρων 22 και 23 του κανονισμού 2192/82, η υποχρέωση εμπρόθεσμης υποβολής αιτήσεως ενισχύσεως στον αρμόδιο οργανισμό. Εξάλλου, η αίτηση ενισχύσεως είναι εν προκειμένω αναγκαία επειδή, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 3, τρίτη περίπτωση, του προαναφερθέντος κανονισμού, ο χρήστης πρέπει να αποφασίσει αν ζητεί ενίσχυση καθοριζόμενη βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1 (χρησιμοποίηση για την παρασκευή ζωοτροφών), ή βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2 ( χρησιμοποίηση για την ανθρώπινη διατροφή), του ίδιου κανονισμού, καθόσον τα δύο αυτά είδη ενισχύσεως παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η σημασία της εμπρόθεσμης κατάθεσης της αιτήσεως προκύπτει, εξάλλου, από το άρθρο 23 του κανονισμού 2192/82 που περιέχει ειδικό κανόνα ως προς την ύστατη ώρα καταθέσεως των αιτήσεων. Παρατηρεί, εξάλλου, ότι βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2036/82 « το ποσό της ενισχύσεως που πρέπει να χορηγηθεί είναι εκείνο που ισχύει την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος καταθέτει την αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1 ». Αν επομένως γινόταν δεκτό ότι οι αιτήσεις ενισχύσεως μπορούν να υποβάλλονται και μετά τη λήξη της προθεσμίας που προκύπτει από το άρθρο 22, παράγραφος 1, και το άρθρο 23 του κανονισμού 2192/82, θα γίνονταν δεκτές χωριστές αιτήσεις για θέση υπό έλεγχο μη περιέχουσες καμιά ένδειξη ως προς το ζήτημα αν, πότε και για ποια χρήση θα μπορούσε κάποτε να ζητηθεί ενίσχυση. Κατά την Επιτροπή, μια τέτοια πρακτική θα ενείχε, εξάλλου, λόγω του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2036/82, τον κίνδυνο να τηρούν οι ενδιαφερόμενοι στάση αναμονής για να επωφεληθούν, κατά περίπτωση, μιας ευνοϊκής εξελίξεως των τιμών, υποβάλλοντας τις αιτήσεις ενισχύσεως το αργότερο δυνατόν και για να αντλήσουν από τις ενισχύσεις αδικαιολόγητο όφελος. Υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι η υποχρέωση εμπρόθεσμης κατάθεσης των αιτήσεων ενισχύσεως έχει αναγκαστικό χαρακτήρα.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Υπενθυμίζει ότι στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, Denkavit France SARL κατά Fonds d'orientation et de régularisation des marchés agricoles (FORMA) (266/84, Συλλογή 1986, σ. 149), το Δικαστήριο θεώρησε ότι «η απώλεια του δικαιώματος συνεπεία της καθυστερημένης υποβολής του φακέλου αποτελεί, κατά γενικό κανόνα, τη φυσιολογική συνέπεια της λήξεως κάθε δεσμευτικής προθεσμίας και όχι κύρωση ».

    J. C Moitinho de Almeida

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 2ας Μαΐου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-358/88,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht της Φρανκφούρτης επί του Μάιν προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Oberhausener Kraftfutterwerk Wilhelm Hopermann GmbH, Oberhausen

    και

    Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung, Φρανκφούρτης επί του Μάιν,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 1982, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια ( ΕΕ L 233, σ. 5 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ΕΟΚ 3322/82 της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 1982 (ΕΕ L 351, σ. 27),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Μ. Zuleeg, πρόεδρο τμήματος, J. C Moitinho de Almeida και F. Grévisse, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Jürgen Gündisch, δικηγόρο Αμβούργου,

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Jürgen Grunwald, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Jürgen Grunwald, κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 1989,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιαναουαρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, το Verwaltungsgericht της Φρανκφούρτης επί του Μάιν υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 1982, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια (ΕΕ L 233, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82 της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 1982 ( ΕΕ L 351, σ. 27 ).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την άρνηση του Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung (στο εξής: BALM) να χορηγήσει στην εταιρία Oberhausener Kraftfutterwerk Wilhelm Hopermann GmbH (στο εξής: Hopermann) την ενίσχυση που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού ΕΟΚ 1431/82 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1982, περί ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φοόλια ( ΕΕ L 162, σ. 28 ), ως προς ορισμένες ποσότητες πίσων.

    3

    Η άρνηση του BALM στηρίζεται στη μη τήρηση εκ μέρους της Hopermann της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82, κατά το οποίο η αίτηση ενισχύσεως κατατίθεται το αργότερο μία εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο, ενώ εν προκειμένω η αίτηση ενισχύσεως κατατέθηκε αρκετούς μήνες αργότερα.

    4

    Το Verwaltungsgericht της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, ενώπιον του οποίου η Hopermann GmbH άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:

    « Είναι αποκλειστική προθεσμία η προθεσμία καταθέσεως αιτήσεως ενισχύσεως κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2192/82 της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 1982 ( ΕΕ L 233, σ. 5 ), και κατά το εν λόγω άρθρο 22, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82 της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 1982 ( ΕΕ L 351, σ. 27);»

    5

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    6

    Με το προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν η χορήγηση της ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 1431/82 του Συμβουλίου εξαρτάται από την τήρηση της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82.

    7

    Η Hopermann ισχυρίζεται, πρώτον, ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2036/82 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1982, περί θεσπίσεως των γενικών κανόνων σχετικά με τα ειδικά μέτρα για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια ( ΕΕ L 219, σ. 1 ) και ιδίως το άρθρο 5, δεν εξαρτά τη χορήγηση της εν λόγω ενισχύσεως από την τήρηση της υποχρεώσεως καταθέσεως της αιτήσεως ενισχύσεως το αργότερο μία εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο. Η υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται, άλλωστε, στον κανονισμό 2192/82 της Επιτροπής, του οποίου το άρθρο 29, παράγραφος 2, περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των προϋποθέσεων χορηγήσεως της ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, η καθυστερημένη κατάθεση της αιτήσεως ενισχύσεως πρέπει να έχει ως μόνη συνέπεια την καθυστερημένη καταβολή της ενισχύσεως.

    8

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η Επιτροπή έχει την εξουσία, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν χορηγηθεί από το Συμβούλιο για τη δημιουργία κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της γεωργίας, να θεσπίζει όλα τα εκτελεστικά μέτρα που είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του προβλεπομένου συστήματος ενισχύσεων, καθόσον δεν αντιβαίνουν προς τις βασικές ή τις εκτελεστικές διατάξεις του Συμβουλίου ( βλέπε, τελευταία, την απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1990, Butterabsatz, C-345/88, Συλλογή 1990, σ. I-159). Το καθήκον διαχειρίσεως και ελέγχου που ανατίθεται έτσι στην Επιτροπή περιλαμβάνει την εξουσία της να τάσσει προθεσμίες και να προβλέπει τις κατάλληλες κυρώσεις που μπορούν να φθάσουν μέχρι την ολική απώλεια του δικαιώματος ενισχύσεως, σε περίπτωση που η τήρηση των προθεσμιών αυτών είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του οικείου συστήματος.

    9

    Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι η τήρηση της επίμαχης υποχρεώσεως καταθέσεως της αιτήσεως ενισχύσεως το αργότερο την πρώτη εργάσιμη μέρα μετά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο, που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82, είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του εν λόγω συστήματος ενισχύσεων.

    10

    Το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2036/82 το ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να χορηγηθεί είναι εκείνο που ισχύει την ημέρα κατά την οποία κατατίθεται η αίτηση ενισχύσεως, θα μπορούσε — αν η προβλεπόμενη για την κατάθεση της αιτήσεως αυτής προθεσμία δεν είχε αναγκαστικό χαρακτήρα — να οδηγήσει ορισμένους χρήστες να αναμείνουν ένα ευνοϊκότερο χρονικό σημείο και να αποκομίσουν έτσι αδικαιολόγητο όφελος.

    11

    Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι, παρόλον ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82, δεν αναφέρει ούτε την ύπαρξη ούτε την φύση των κυρώσεων που επισύρει η υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας, από τον σκοπό που επιδιώκεται με τη σχετική υποχρέωση προκύπτει ότι η συνέπεια της μη τηρήσεως της εν λόγω προθεσμίας δεν μπορεί παρά να συνίσταται στην απώλεια του δικαιώματος ενισχύσεως.

    12

    Η Hopermann ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι η μη τήρηση της επίμαχης υποχρεώσεως δεν μπορεί να διακυβεύσει το σκοπό της ενισχύσεως, δηλαδή την εξασφάλιση τιμής αρκετά υψηλής για τους παραγωγούς, καθώς και τη διάθεση ακριβών οσπρίων στην εθνική αγορά. Πρόκειται επομένως για παρεπόμενη υποχρέωση, της οποίας η μη τήρηση δεν μπορεί να οδηγήσει αυτομάτως σε απώλεια του δικαιώματος ενισχύσεως, παρά μόνο κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

    13

    Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια διάταξη του κοινοτικού δικαίου συμβιβάζεται προς την αρχή της αναλογικότητας, χρειάζεται να εξακριβωθεί, πρώτον, αν τα μέτρα που χρησιμοποιεί για την πραγματοποίηση του σκοπού που επιδιώκει συμβιβάζονται προς τη σημασία του σκοπού αυτού και, δεύτερον, αν είναι αναγκαία για την επίτευξη του ( βλέπε ιδίως την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986 στην υπόθεση 266/84, Denkavit France, Συλλογή 1986, σ. 149, σκέψη 17 ).

    14

    Όπως προαναφέρθηκε, η υποχρέωση καταθέσεως της αιτήσεως ενισχύσεως το αργότερο μία εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για θέση υπό έλεγχο, που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82, είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του θεσπισθέντος συστήματος ενισχύσεων.

    15

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η απώλεια του δικαιώματος ενισχύσεως ως συνέπεια της μη τηρήσεως της εν λόγω υποχρεώσεως δεν είναι δυσανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης.

    16

    Στο προδικαστικό ερώτημα προσήκει επομένως η απάντηση ότι η χορήγηση της ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, του κανονισμού 1431/82 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1982, περί ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια, εξαρτάται από την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2192/82 της Επιτροπής, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3322/82.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    17

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Verwaltungsgericht της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 1988, αποφαίνεται:

     

    Η χορήγηση της ενισχύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1431/82 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1982, περί ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια, εξαρτάται από την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2192/82 της Επιτροπής, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των ειδικών μέτρων για τα πίσα, τα κουκιά και τα φούλια, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 3322/82.

     

    Zuleeg

    Moitinho de Almeida

    Grévisse

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Μαΐου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

    Μ. Zuleeg


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top