Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CC0363

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 19ης Νοεμβρίου 1991.
Società Finanziaria siderurgica Finsider SpA (υπό εκκαθάριση), Italsider SpA (υπό εκκαθάριση) και Società Acciaierie e Ferriere Lombarde Falck SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Συνθήκη ΕΚΑΧ - Ευθύνη της Επιτροπής.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-363/88 και C-364/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-00359

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:427

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

WALTER VAN GERVEN

της 19ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Περιεχόμενα

 

1. Το πραγματικό και το νομικό πλαίσιο

 

1.1. Το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ της Επιτροπής και η άρνηση εφαρμογής του το 1984

 

1.2. Η σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β της αποφάσεως 234/84 και της αποφάσεως 3485/85 κατά τα έτη 1985 και 1986 αντίστοιχα

 

1.3. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, των αποφάσεων 234/84/ΕΚΑΧ και 3485/85/ΕΚΑΧ της Επιτροπής και η παραχώρηση πρόσθετων ποσοστώσεων παραδόσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984-1986

 

1.4. Η απαίτηση αποζημιώσεως

 

2. Νομική βάση και παραδεκτό των αγωγών

 

2.1 Ασάφεια της νομικής βάσης της αγωγής αποζημιώσεωςπου άσκησαν οι ενάγουσες

 

2.2. Νομική βάση της αγωγής αποζημιώσεως σε περίπτωση ακυρώσεως πράξεως της Κοινότητας ( άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ )

 

2.3. Νομική βάση της αγωγής αποζημιώσεως σε σχέση με πράξεις της Κοινότητας που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με ακυρωθείσα πράξη

 

2.4. Νομική βάση της αγωγής αποζημιώσεως σε σχέση με πράξεις της Κοινότητας που δεν έχουν ακυρωθεί ( και δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς ακυρωθείσες πράξεις ) ( άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ )

 

3. Συντρέχει πταίσμα της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, και/ή του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

 

3.1. Η έννοια του πταίσματος κατά το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, και κατά το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ

 

3.2. Συνιστούν οι σιωπηρές αποφάσεις περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 και του ταυτάριθμου άρθρου της αποφάσεως 3485/85 πταίσμα κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

 

3.3. Συνιστά η σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ πταίσμα κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ;

 

3.4. Συνιστά η απόφαση παραχωρήσεως πρόσθετων ποσοστώσεων, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ και του ταυτάριθμου άρθρου της αποφάσεως 3485/85/ΕΚΑΧ, πταίσμα κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

 

4. Ζημία και αιτιώδης συνάφεια

 

4.1. Ύπαρξη ζημίας

 

4.2. 'Ελλειψη αιτιώδους συνάφειας

 

5. Συμπέρασμα

Κύριε Πρόεορε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-363/88 και C-364/88, οι οποίες έχουν υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου, αφορούν και οι δύο αγωγή αποζημιώσεως βάσει των άρθρων 34, δεύτερο εδάφιο, και 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Η Società finanziaria siderurgica Finsider SpA και η Italsider SpA, ενάγουσες στην υπόθεση C-363/88 (στο εξής: Finsider-Italsider ), και η Società acciaierie e ferriere Lombarde Falck SpA, ενάγουσα στην υπόθεση C-364/88 (στο εξής: Falck), υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να λάβει για τα έτη 1984 και 1985 τα μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 15 Β, παράγραφοι 4 και 5, της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ της Επιτροπής ( 1 ) και για το έτος 1986 τα μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 3485/85/ΕΚΑΧ της Επιτροπής ( 2 ), προκειμένου να αποκαταστήσει την ισορροπία στις συνήθεις παραδόσεις, κατέστη υπαίτια παράνομης παραλείψεως. Επιπλέον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κατέστη υπαίτια παράνομης πράξεως, επειδή παραχώρησε, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, των προαναφερθεισών αποφάσεων, σε ορισμένες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα άλλων κρατών μελών πρόσθετες ποσοστώσεις στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, χωρίς να λάβει υπόψη την αρχή που καθιέρωνε το προαναφερθέν άρθρο 15 Β σχετικά με την τήρηση του συνήθους ρου των συναλλαγών. Κατά τις ενάγουσες, η παραχώρηση των πρόσθετων αυτών ποσοστώσεων είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της διαταράξεως της ισορροπίας των συνήθων παραδόσεων. Οι ενάγουσες απαιτούν από την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από τις ανωτέρω παράνομες ενέργειες της και από τη συνακόλουθη μείωση των παραδόσεων τους εντός της ιταλικής αγοράς, η οποία σημειώθηκε κατά τα έτη 1984, 1985 και 1986 σχετικά με τα προϊόντα σιδήρου και χάλυβα των κατηγοριών Ια, Ιβ και II.

1. Το πραγματικό και το νομικό πλαίσιο

1.1. Το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ της Επιτροπής και η άρνηση εφαρμογής τον το 1984

2.

Σκοπός των επίμαχων εν προκειμένω μέτρων ήταν να εξασφαλιστεί ότι η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα θα πραγματοποιούνταν, κατά την κρισιμότερη περίοδο της κρίσης που γνώρισε η βιομηχανία αυτή, υπό όρους ανταγωνισμού που θα ήταν σύμφωνοι με την αρχή της αλληλεγγύης που επέβαλλε το σύστημα των ποσοστώσεων παραγωγής ( 3 ). Προς τούτο το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 1984, όριζε τα εξής:

« 1.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή, όταν διαπιστώσει ότι, κατά τη διάρκεια ενός τριμήνου, οι παραδόσεις προϊόντων μιας από τις κατηγορίες Ια, Ιβ, II και III έχουν τροποποιηθεί σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με τις συνηθισμένες παραδόσεις.

2.

Η καταγγελία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να υποβληθεί το αργότερο οκτώ εβδομάδες μετά το τέλος του σχετικού τριμήνου.

3.

Η Επιτροπή ελέγχει το βάσιμο της καταγγελίας αυτής στηριζόμενη στα μηνιαία στατιστικά στοιχεία που της διαβιβάζουν τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή της απόφασης 3717/83/ΕΚΑΧ. Κατά την εκτίμηση του ζητήματος λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές με αυτό περιστάσεις.

4.

Εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει βάσιμη την καταγγελία, ζητεί τη γνώμη των ενδιαφερομένων κρατών μελών για το εν λόγω θέμα. Καλεί τις σχετικές επιχειρήσεις να αναλάβουν γραπτά την υποχρέωση να διορθώσουν, κατά το επόμενο τρίμηνο, τη διαφορά που σημειώθηκε στις συνηθισμένες παραδόσεις τους.

5.

Σε περίπτωση που μια επιχείρηση δεν αναλάβει την ανωτέρω υποχρέωση ή δεν την τηρήσει, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει, για το επόμενο τρίμηνο, το τμήμα της ποσόστωσης που μπορεί να διατεθεί στην κοινή αγορά από την επιχείρηση αυτή κατά ποσότητα ίση, κατ' ανώτατο όριο, με εκείνη που προκάλεσε την ανισορροπία στις συνηθισμένες παραδόσεις.

6.

Η Επιτροπή ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην καταγγελία. »

3.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1984 η Association des aciéries européennes indépendantes ( European Independent Steelwork Association — EISA) άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου αυτού, ισχυριζόμενη ότι το άρθρο 15 Β ήταν ασυμβίβαστο με τις αρχές της κοινής αγοράς των προϊόντων σιδήρου και χάλυβα, και ειδικότερα με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων σιδήρου και χάλυβα και με την αρχή της καταργήσεως των μέτρων που δημιουργούν διακρίσεις μεταξύ παραγωγών, μεταξύ αγοραστών ή μεταξύ χρηστών ή παρακωλύουν τον αγοραστή από το να επιλέγει ελεύθερα τον προμηθευτή του. Ταυτόχρονα η EISA υπέβαλε επίσης αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 15 Β.

Μολονότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι το εν λόγω άρθρο 15 Β και η αρχή της τηρήσεως των συνηθισμένων παραδόσεων, που καθιερώθηκε με το άρθρο αυτό, δεν αντέβαιναν προς τη Συνθήκη ΕΚΑΧ ( 4 ), αναγνώρισε ότι το άρθρο αυτό έπρεπε να ερμηνευθεί πολύ στενά. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων ανέλαβε συνεπώς τη δέσμευση να μην εφαρμόζει το άρθρο 15 Β παρά μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

« α)

πρώτον, το άρθρο 15 Β δεν θα εφαρμοστεί, αν απλώς διαπιστωθεί τροποποίηση των συνηθισμένων παραδόσεων θα εφαρμοστεί μόνο εφόσον η τροποποίηση των συνηθισμένων παραδόσεων θα οφείλεται σε ενέργεια των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν μεθόδους οι οποίες αντίκεινται στο κοινοτικό δίκαιο·

β)

δεύτερον, το γεγονός και μόνο ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει ενίσχυση που έχει εγκρίνει η Επιτροπή δεν θα μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ποσοστώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 15 Β·

γ)

τρίτον, αν από την έρευνα της Επιτροπής προκύψουν παραβάσεις άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως παραβάσεις που αφορούν τις τιμές, τις ποσοστώσεις, τον ανταγωνισμό ή τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή θα εφαρμόσει, καταρχάς, τις κυρώσεις που προβλέπονται γι' αυτές τις παραβάσεις » ( 5 ).

4.

Με Διάταξη της 28ης Μαρτίου 1984 το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 15 Β που είχε υποβάλει η EISA ( 6 ). Από το σκεπτικό της διατάξεως αυτής πρέπει να τονιστούν δύο σημεία. Πρώτον, ήταν σαφές ότι το Δικαστήριο είχε ορισμένες αμφιβολίες για το αν το άρθρο 15 Β συμβιβάζεται με το άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚΑΧ:

« Δεδομένου ότι η διαδικασία του άρθρου 15 Β χρησιμοποιείται κατά των επιχειρήσεων εκείνων οι οποίες τροποποίησαν σε σημαντικό βαθμό τις παραδόσεις τους, σε σχέση με τις συνηθισμένες παραδόσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί, εκ πρώτης όψεως, ότι το άρθρο 15 Β αποβλέπει, ενδεχομένως, σε σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που επιτρέπει το άρθρο 58 της Συνθήκης, επιδιώκοντας την επιβολή ποσοτικών περιορισμών στο εμπόριο ορισμένων προϊόντων της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα μεταξύ των κρατών μελών. » ( 7 )

Δεύτερον, από τη Διάταξη συναγόταν ότι το Δικαστήριο είχε λάβει υπό σημείωση τη δέσμευση της Επιτροπής να ερμηνεύει στενά το άρθρο 15 Β και ότι η άρνηση του να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως του άρθρου 15 Β, όπως ζητούσε η EISA, στηριζόταν στην ανάληψη της δεσμεύσεως αυτής, καθόσον έκρινε ότι:

« (...) οι δεσμεύσεις αυτές εξοβελίζουν την απειλή που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα επείγοντα μέτρα που ζητεί η προσφεύγουσα » ( 8 ).

Κατόπιν της εκδόσεως της Διατάξεως αυτής η EISA εξάλλου παραιτήθηκε από την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει, οπότε το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να αποφανθεί επί του ουσιαστικού ζητήματος του ασυμβιβάστου ή μη του άρθρου 15 Β με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ. Ανεξαρτήτως αυτού, η Διάταξη που εξέδωσε το Δικαστήριο επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων φαίνεται να επιβεβαίωσε την πεποίθηση της Επιτροπής ότι έπρεπε να ερμηνεύει στενά ή συσταλτικά το άρθρο 15 Β και επί πλέον την πεποίθησή της ότι, σε περίπτωση διαφορετικής ερμηνείας, θα ετίθετο ζήτημα κύρους του άρθρου 15 Β.

5.

Με έγγραφα της 5ης Ιουνίου 1984, της 3ης Αυγούστου 1984, της 30ής Νοεμβρίου 1984 και της 25ης Φεβρουαρίου 1985, που αφορούσαν το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 1984 αντίστοιχα, η Ιταλική Κυβέρνηση, αφού διαπίστωσε ότι οι παραδόσεις προϊόντων σιδήρου και χάλυβα των κατηγοριών Ια, Ιβ και II είχαν μεταβληθεί σημαντικά σε σχέση με τις συνηθισμένες παραδόσεις, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84 της Επιτροπής. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει τα μέτρα που προέβλεπε το εν λόγω άρθρο 15 Β, προκειμένου να αποκαταστήσει την ισορροπία των συνηθισμένων παραδόσεων, η οποία είχε διαταραχθεί ( 9 ). Με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 1985 οι ιταλικές αρχές επανέλαβαν το αίτημά τους αυτό, στηριζόμενες σε στοιχεία που αφορούσαν ολόκληρο το έτος 1984.

Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των στοιχείων των ιταλικών αρχών σε σχέση με τη διατάραξη της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων και διαπίστωσε μάλιστα ότι οι υπολογισμοί της επιβεβαίωναν τα στοιχεία αυτά ( 10 ). Εντούτοις, η Επιτροπή δεν αποφάσισε να λάβει τα μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84 της Επιτροπής, αλλά κίνησε τον Μάρτιο 1985 κατά των παραγωγών που ήσαν υπαίτιοι για τη διατάραξη της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων τη διαδικασία που προβλεπόταν για την παράβαση της ρυθμίσεως περί των τιμών των προϊόντων σιδήρου και χάλυβα και στις 27 Σεπτεμβρίου 1985 επέβαλε, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, πρόστιμα σε έξι παραγωγούς για παράβαση της εν λόγω ρυθμίσεως. Οι ενέργειες αυτές της Επιτροπής ήσαν προφανώς σύμφωνες προς τη συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 15 Β, την οποία είχε προτείνει στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της υποθέσεως EISA κατά Επιτροπής ( βλ. ειδικότερα το στοιχείο γ του χωρίου που παρατέθηκε ανωτέρω στην παράγραφο 3 ), και την οποία το Δικαστήριο έλαβε υπό σημείωση με τη Διάταξη που εξέδωσε επί της υποθέσεως αυτής ( βλ., ανωτέρω παράγραφο 4 ).

6.

Ενόψει της αρνήσεως αυτής της Επιτροπής να λάβει τα μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 15 Β σχετικά με τη διατάραξη της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων που είχε σημειωθεί το 1984, η Assider, η ένωση των ιταλικών επιχειρήσεων της βιομηχανίας μετάλλου, και η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησαν, στις 31 Μαΐου 1985 και στις 12 Ιουλίου 1985 αντίστοιχα, βάσει του άρθρου 35, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προσφυγή ακυρώσεως κατά της σιωπηρής αρνητικής αποφάσεως αυτής.

Επί της υποθέσεως αυτής το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 9 Απριλίου 1987 ( 11 ). Δεδομένου ότι η καταγγελία της Ιταλικής Κυβερνήσεως σχετικά με την ανατροπή της ισορροπίας στις συνηθισμένες παραδόσεις είχε κριθεί βάσιμη από την Επιτροπή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, να καλέσει επίσημα τις υπεύθυνες επιχειρήσεις να αναλάβουν γραπτά την υποχρέωση να αποκαταστήσουν την ισορροπία αυτή κατά τη διάρκεια του επομένου τριμήνου ( 12 ). Κατά συνέπεια, η άρνηση της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, ήταν παράνομη και η σιωπηρή αρνητική απόφαση ακυρώθηκε από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο επομένως απέρριψε την άποψη της Επιτροπής περί συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 15 Β της αποφάσεως 234/84, την οποία είχε δεχτεί το Δικαστήριο με τη Διάταξη EISA, προκειμένου να απορρίψει στην υπόθεση εκείνη την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, με την απόφαση της 9ης Απριλίου 1987, το Δικαστήριο απέρριψε ρητά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, η οποία υποστήριζε ότι, για να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, έπρεπε να είναι γνωστό προηγουμένως το αποτέλεσμα των διαδικασιών σχετικά με την παράβαση της ρυθμίσεως περί τιμών (που είχαν κινηθεί τον Μάρτιο 1985 και είχαν περατωθεί με την επιβολή κυρώσεων τον Σεπτέμβριο 1985 ) ( 13 ). Με την απόφαση της 9ης Απριλίου 1987 το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αν η μη εφαρμογή του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84 ήταν επίσης παράνομη στην περίπτωση της διαταράξεως της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων που είχε διαπιστωθεί το 1984 ( 14 ).

1.2. Η σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής τον άρθρον 15 Β της αποφάσεως 234/84 και της αποφάσεως 3485/85 κατά τα έτη 1985 και 1986 αντίστοιχα

7.

Όπως προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές στην Επιτροπή ( 15 ) και των οποίων η ορθότητα επιβεβαιώθηκε ουσιαστικά από την ίδια την Επιτροπή ( 16 ), οι εντός της ιταλικής αγοράς παραδόσεις προϊόντων σιδήρου και χάλυβα των κατηγοριών Ια, Ιβ και II εκ μέρους των επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα των άλλων κρατών μελών είχαν μεταβληθεί σημαντικά, και το 1985 και το 1986, έναντι των συνηθισμένων παραδόσεων ( 17 ). Κατόπιν αυτών οι ιταλικές αρχές ζήτησαν επανειλημμένα από την Επιτροπή να εφαρμόσει το προαναφερθέν άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84, από δε την 1η Ιανουαρίου 1986 το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 3485/85, το οποίο αντικατέστηαε το πρώτο. Το τελευταίο αυτό άρθρο 15 Β είχε το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με το αρχικό άρθρο 15 Β, πλην της παραγράφου 5, η οποία καταργήθηκε με την απόφαση 3485/85, επειδή κατά τα τέλη του έτους 1985 το Συμβούλιο και η Επιτροπή έκριναν ότι η βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα δεν βρισκόταν πλέον σε καθοδική πορεία και ότι συνεπώς δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη η δυνατότητα μειώσεως των ποσοστώσεων, την οποία προέβλεπε η προαναφερθείσα παράγραφος 5. Εξάλλου, κατόπιν της βελτιώσεως της καταστάσεως της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 3485/85 καταργήθηκε πλήρως την 1η Ιανουαρίου 1987 ( 18 ).

Παρά τις επανειλημμένες αυτές αιτήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή επίσης αρνήθηκε να λάβει για τα έτη 1985 και 1986 τα μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 15 Β των προαναφερθεισών αποφάσεων. Αξιοσημείωτο εν προκειμένω είναι ότι η προαναφερθείσα έρευνα σχετικά με τα αποτελέσματα των προστίμων που είχαν επιβληθεί τον Σεπτέμβριο 1985 για παράβαση της ρυθμίσεως περί τιμών δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο 1986 ( 19 ) και επομένως η Επιτροπή θεωρούσε ακόμη — δεν είχε ακόμη εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Απριλίου 1987, Assider (βλ. ανωτέρω παράγραφο 6) — ότι, ενόψει της ανάγκης συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 15 Β, δεν μπορούσε να ασκήσει τις εξουσίες που της παρείχε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4 (ούτε τις εξουσίες που της παρείχε για το 1985η παράγραφος 5 ).

1.3. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, των αποφάσεων 234/84 και 3485/85 της Επιτροπής και η παραχώρηση πρόσθετων ποσοστώσεων παραδόσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984-1986

8.

Η Επιτροπή όχι μόνο αρνήθηκε να λάβει τα μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 15 Β των ανωτέρω αποφάσεων, προκειμένου να αποκαταστήσει την ισορροπία των συνηθισμένων παραδόσεων, αλλά, κατά τις ενάγουσες, διευκόλυνε μάλιστα, κατά την περίοδο 1984-1986, την ανατροπή της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων, καθόσον παραχώρησε, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος ί, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 234/84 και της ταυτάριθμης διατάξεως της αποφάσεως 3485/85 (που έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο), σε ορισμένες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα άλλων κρατών μελών πρόσθετες ποσοστώσεις παραδόσεων στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, δηλαδή προϊόντων μιας από τις υποκατηγορίες της κατηγορίας Ια.

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, των προαναφερθεισών αποφάσεων προέβλεπε, στο πλαίσιο του συστήματος των ποσοστώσεων, ένα ειδικό ημιφιλελεύθερο καθεστώς για τα ημικατεργασμένα προϊόντα που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων:

« Όσον αφορά τα προϊόντα της κατηγορίας Ια, τα οποία χρησιμοποιούνται σε κατάσταση θερμής ελάσεως για την παραγωγή εντός της Κοινότητας συγκολλημένων σωλήνων διαμέτρου μικρότερης ή Ισης προς 406,4 mm, οι επιχειρήσεις μπορούν να αυξήσουν τις ποσοστώσεις τους και τα τμήματα των ποσοστώσεων που μπορούν να διατεθούν στην κοινή αγορά μέχρις ύψους 5000 τόννων ανά τρίμηνο ή, κατά περίπτωση, μέχρι 30 ο/ο της ποσότητας των εν λόγω προϊόντων που περιλαμβάνεται στα τμήματα των ποσοστώσεων που μπορούν να διατεθούν στην κοινή αγορά ( ... )

Η επιχείρηση μπορεί να προβεί στην αύξηση αυτή μόνο υπό τον όρο ότι θα προσκομίσει, το αργότερο σε διάστημα ενός μηνός μετά το σχετικό τρίμηνο, την απόδειξη της χρησιμοποίησης των αντίστοιχων παραδόσεων για τους προβλεπόμενους σκοπούς.

Μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση μιας επιχείρησης, η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόσει σε ανώτερο ύψος τις ποσοστώσεις και τα τμήματα των ποσοστώσεων που μπορούν να διατεθούν στην κοινή αγορά. Η Επιτροπή μπορεί να εξαρτήσει τη χορήγηση της προσαρμογής αυτής από την προσκόμιση εκ μέρους της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, και με επιβάρυνση της τελευταίας, έκθεσης που συντάσσεται από εντολοδόχο εταιρία διαχείρισης και με την οποία βεβαιώνονται η παραλαβή των αρχικών προϊόντων της επιχείρησης αυτής από τον ή τους πελάτες σωληνοπαραγωγούς καθώς και η πραγματική χρησιμοποίηση τους για τη σχετική παραγωγή. »

9.

Το ζήτημα που τίθεται με το άρθρο 10, παράγραφος 1, και το οποίο προκάλεσε έντονες διαφορές απόψεων μεταξύ Επιτροπής αφενός και ορισμένων κρατών μελών και επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα αφετέρου αφορά το αν το προαναφερθέν άρθρο 15 Β και η αρχή της τηρήσεως των συνήθων παραδόσεων την οποία καθιερώνει ίσχυαν επίσης για τον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, τον οποίο αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 1.

Όπως προκύπτει από τα παραρτήματα των υπομνημάτων αντικρούσεως ( 20 ), η Επιτροπή θεωρούσε ότι στο ερώτημα αυτό έπρεπε να δοθεί καταφατική απάντηση. Η Επιτροπή ήταν της γνώμης ότι η προαναφερθείσα αρχή ίσχυε πράγματι για τον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, η δε αντίληψη αυτή απαντά, μεταξύ άλλων, σε ένα υπόμνημα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, (που αποκαλείται συνήθως « υπόμνημα 12 σημείων » ), το οποίο απηύθυνε η Επιτροπή προς όλους τους ενδιαφερομένους τον Δεκέμβριο 1984 και στο οποίο αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

« 2.

Τα ημικατεργασμένα προϊόντα αποτελούν τμήμα των συνηθισμένων παραδόσεων εντός της κατηγορίας Ια. Η αύξηση των παραδόσεων προς τους σωληνοπαραγωγούς, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπέρβαση της συνήθους ροής, πρέπει να αντισταθμίζεται με ανάλογη μείωση των παραδόσεων προς τους άλλους καταναλωτές της κατηγορίας Ια της ίδιας χώρας.

4.

Στο μέσο του τριμήνου οι επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα υποβάλλουν στην Επιτροπή τις προσηκόντως συναφθείσες συμβάσεις, από τις οποίες εμφαίνεται η κατανομή των παραδόσεων ανά χώρα.

5.

Σε περίπτωση κατά την οποία το άθροισμα των παραδόσεων που προκύπτουν από τις συμβάσεις υπερβαίνει την κατ' εκτίμηση ζήτηση των ημικατεργασμένων προϊόντων για μικρούς συγκολλημένους σωλήνες σε κάποια από τις αγορές, η Επιτροπή καλεί τους παραγωγούς, για να εξετάσουν από κοινού την κατάσταση της αγοράς και του συνήθους ρου των παραδόσεων.

6.

Η Επιτροπή παραχωρεί στις επιχειρήσεις πρόσθετες ποσοστώσεις που υπερβαίνουν το 30 ο/ο, ζητώντας από την επιχείρηση να μην υπερβεί σημαντικά τις συνήθεις παραδόσεις (...)

7.

Σε περίπτωση κατά την οποία ένας παραγωγός προϊόντων σιδήρου και χάλυβα δεν μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως την αύξηση των παραδόσεων του προς τους σωληνοπαραγωγούς με μείωση, κατά τη διάρκεια του ίδιου τριμήνου, των παραδόσεων του προς τους άλλους καταναλωτές της οικείας αγοράς, μπορεί κατ' εξαίρεση να προβεί στην αντιστάθμιση για την υπόλοιπη ποσότητα κατά το επόμενο τρίμηνο.

12.

Προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί στους οποίους αναφέρεται το σημείο 9 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ, στην επιχείρηση που δεν τηρεί τους ανωτέρω κανόνες δεν παραχωρούνται πρόσθετες ποσοστώσεις για τα ημικατεργασμένα προϊόντα που προορίζονται για μικρούς συγκολλημένους σωλήνες, οι οποίες να υπερβαίνουν το 30 ο/ο κατά το σημείο 6 ανωτέρω (... )

Το ανωτέρω περιγραφόμενο σύστημα ισχύει από το πρώτο τρίμηνο 1985. Η Επιτροπή θα παύσει να εφαρμόζει το σύστημα αυτό, μόλις αποκατασταθεί η τάξη εντός της αγοράς. » ( 21 )

Εντούτοις, η εφαρμογή της αρχής της τηρήσεως των συνηθισμένων παραδόσεων στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων δεν έγινε ποτέ δεκτή, και ιδίως από τα κράτη μέλη της Benelux και τις επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα των χωρών αυτών. Τα κράτη αυτά και οι επιχειρήσεις αυτές αρνήθηκαν συνεπώς την παροχή στην Επιτροπή των στοιχείων - που αναφέρονται στο σημείο 4 και τη συμμετοχή τους στις συναντήσεις που διοργανώθηκαν σύμφωνα με το σημείο 5.

10.

Από τα παραρτήματα των υπομνημάτων αντικρούσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε πράγματι γνωστοποιήσει στις επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα ότι το άρθρο 15 Β ίσχυε επίσης για τον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων. Η Επιτροπή δηλαδή έκρινε ότι οι επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα έπρεπε να αντισταθμίζουν την αύξηση των παραδόσεών τους προς τους σωληνοπαραγωγούς, εφόσον υπήρχε κίνδυνος διαταράξεως της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων, με ανάλογη μείωση των παραδόσεων τους προς άλλους αγοραστές προϊόντων της κατηγορίας Ια εντός του ίδιου κράτους μέλους (δηλαδή της κατηγορίας στην οποία ενέπιπταν τα ημικατεργασμένα προϊόντα που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων) ( 22 ). Η αντίδραση των ανωτέρω κρατών μελών και επιχειρήσεων, λόγω της μη ενεργής συμμετοχής των οποίων καθίστατο αδύνατη η εφαρμογή του άρθρου 15 Β που πρότεινε η Επιτροπή με το υπόμνημα της, καθώς και οι αμφιβολίες που προέκυψαν ως προς τη νομιμότητα του άρθρου 15 Β — κυρίως μετά τη Διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, EISA — ( 23 )οδήγησαν όμως την Επιτροπή να μην επιβάλλει την τήρηση των συνηθισμένων παραδόσεων ( 24 ).

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984-1986 επομένως η Επιτροπή παραχώρησε σε ορισμένες επιχειρήσεις, πράγμα που της καταλογίζουν οι ενάγουσες, πρόσθετες ποσοστώσεις στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, χωρίς να φροντίσει για την τήρηση των συνηθισμένων παραδόσεων, πράγμα που, κατά τις ενάγουσες, προκάλεσε σημαντική επιδείνωση της διαταράξεως της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων.

1.4. Η απαίτηση αποζημιώοεως

11.

Κατόπιν της αποφάσεως της 9ης Απριλίου 1987, Assider, με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε τη σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 για το έτος 1984 ( βλ. ανωτέρω παράγραφος 6), η Assider και τα μέλη της, η Finsider-Italsider και η Falck γνωστοποίησαν στην Επιτροπή, με έγγραφα της 29ης Μαΐου 1987 και της 30ής Ιουλίου 1987, το ύψος της ζημίας που τους είχε προξενήσει το 1984,1985 και. 1986η μη εφαρμογή του άρθρου 15 Β. Οι εταιρίες αυτές ζήτησαν από την Επιτροπή, επικαλούμενες το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, να λάβει τα μέτρα με τα οποία θα ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί, με την καταβολή αποζημιώσεως, η δίκαιη αποκατάσταση της ζημίας που τους είχε προξενήσει άμεσα η μη εφαρμογή του άρθρου 15 Β. Με έγγραφα της 8ης Ιουλίου 1987, της 7ης Νοεμβρίου 1987, της 30ής Οκτωβρίου 1987 και της 10ης Νοεμβρίου 1987, η Ιταλική Κυβέρνηση υπέβαλε, δια της διοικητικής οδού, το ίδιο αίτημα αποζημιώσεως. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Επιτροπή δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να μειώσει τις ποσοστώσεις, δυνατότητα που της παρείχε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 5, δεδομένου ότι η παράγραφος αυτή είχε ήδη καταργηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1986 και ότι επιπλέον οι υπόλοιπες παράγραφοι του άρθρου αυτού είχαν επίσης παύσει να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 1987.

Κατόπιν της προβολής των απαιτήσεων αυτών, η Επιτροπή και οι εκπρόσωποι της Ιταλικής Κυβερνήσεως συναντήθηκαν δύο φορές στις αρχές του 1988, χωρίς όμως να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί οι ιταλικές επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα. Η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ευθύνη της και, για να αποδείξει την καλή της θέληση, αρκέστηκε να προτείνει στις ενάγουσες να τους παραχωρήσει πρόσθετες ποσοστώσεις στον τομέα των προϊόντων σιδήρου και χάλυβα της κατηγορίας Ια, και ειδικότερα στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, δηλαδή των προϊόντων στων οποίων τις συνηθισμένες παραδόσεις είχε σημειωθεί η μεγαλύτερη διατάραξη της ισορροπίας. Η Ιταλική Κυβέρνηση όμως απέρριψε την πρόταση αυτή, θεωρώντας ότι ήταν κενή περιεχομένου και ότι, επιπλέον, δεν αφορούσε παρά μόνο τον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων.

Κατόπιν της προφανούς αρνήσεως της Επιτροπής να αποκαταστήσει τη ζημία που είχαν υποστεί, η Finsider-Italsider (υπόθεση C-363/88) και η Falck (υπόθεση C-364/88) άσκησαν τον Δεκέμβριο 1988 τις παρούσες αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 34, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

12.

Στη συνέχεια των προτάσεων μου θα εξετάσω καταρχάς τη νομική βάση των αγωγών αποζημιώσεως (παράγραφοι 13 έως 21 κατωτέρω ) και στη συνέχεια το ζήτημα αν εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης της Κοινότητας ( παράγραφοι 22 έως 35 κατωτέρω).

2. Νομική βάση και παραδεκτό των αγωγών

2.1. Ασάφεια της νομικής βάσης της αγωγής αποζημιώσεως που άσκησαν οι ενάγουσες

13.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι παρούσες αγωγές αποζημίώσες στηρίζονται στα άρθρα 34, δεύτερο εδάφιο, και 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Το άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

« Αν η Ανωτάτη Αρχή παραλείψει να λάβει, εντός ευλόγου προθεσμίας, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. »

Το δε άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

« Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 34, πρώτη παράγραφος, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιδικάζει, αιτήσει του ζημιωθέντος διαδίκου, χρηματική αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητος, σε περίπτωση ζημίας που προξενείται κατά την εφαρμογή της παρούσης Συνθήκης εξ υπηρεσιακού πταίσματος της Κοινότητος. »

Με τα υπομνήματα αντικρούσεως η Επιτροπή παρατηρεί, χωρίς να έχει τελείως άδικο, ότι στο δικόγραφο της αγωγής οι ενάγουσες δεν προσδιόρισαν επαρκώς τη νομική βάση των αγωγών αποζημιώσεως, χωρίς όμως να προτείνει για τον λόγο αυτό ένσταση απαραδέκτου. Από τα υπομνήματα απαντήσεως όμως που κατέθεσαν οι ενάγουσες προκύπτει σαφώς ότι οι αγωγές τους στηρίζονται στο άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, καθόσον αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας που προξένησε η σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει για το 1984 το μέτρο που προβλεπόταν στο άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 (σιωπηρή απόφαση που ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Απριλίου 1987 ), ενώ οι ίδιες αυτές αγωγές στηρίζονται στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, καθόσον αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας που προξένησαν οι άλλες παράνομες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται η Επιτροπή. Συνεπώς πρόκειται ειδικότερα για τη ζημία που προξένησαν: α) η άρνηση λήψεως του μέτρου που προέβλεπε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, των αποφάσεων 234/84 και 3485/85 για τα έτη 1985 και 1986, β) η άρνηση λήψεως των μέτρων που προέβλεπε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84 για τα έτη 1984 και 1985 και γ) η κατά την περίοδο 1984-1986 παραχώρηση σε άλλες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα πρόσθετων ποσοστώσεων στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, παραχώρηση που πραγματοποιήθηκε βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, των αποφάσεων 234/84 και 3485/85.

14.

Όσον αφορά τη νομική βάση που επικαλούνται οι ενάγουσες σχετικά με το άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπάρχει ακόμη μία ασάφεια, που οφείλεται στο γράμμα του άρθρου αυτού. Θα την εξετάσω με συντομία, διότι έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να προσπαθήσω να διασαφηνίσω τις διατάξεις του άρθρου 34.

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 34 είναι η μόνη διάταξη στην οποία γίνεται λόγος για τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Από το γράμμα όμως του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, προκύπτει ότι της ασκήσεως της αγωγής αυτής πρέπει να προηγείται διαδικασία που αποβλέπει στην εκ μέρους της Επιτροπής λήψη των μέτρων εκτελέσεως της προηγουμένης ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου (πρώτη και δεύτερη φράση του εδαφίου αυτού ).

Το ένα από τα μέτρα αυτά συνίσταται στην καταβολή, εφόσον είναι αναγκαίο, δίκαιης αποζημιώσεως προς εξασφάλιση της εύλογης αποκαταστάσεως της ζημίας που προκάλεσε ευθέως η απόφαση ή η σύσταση που ακύρωσε το Δικαστήριο (δεύτερο σκέλος της τρίτης φράσης ). Προϋπόθεση όμως για τη λήψη του μέτρου αυτού είναι η εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση της συνδρομής πταίσματος « που θεμελιώνει την ευθύνη της Κοινότητος » έναντι επιχειρήσεως ή ομίλου επιχειρήσεων που υπέστησαν « άμεση και ειδική ζημία » εξ αιτίας της αποφάσεως ή της συστάσεως που ακύρωσε το Δικαστήριο (πρώτο σκέλος της τρίτης φράσης). Κατά το άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει « εντός ευλόγου προθεσμίας » τα μέτρα που, όπως αναφέρθηκε ήδη, συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, μόνο δε μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως, εφόσον η Επιτροπή παραλείψει να ενεργήσει.

Σκοπός της κάπως περίπλοκης διαδικασίας αυτής είναι προφανώς η διατήρηση ισορροπίας μεταξύ των εξουσιών του κοινοτικού οργάνου του οποίου ακυρώθηκε η πράξη και των δικαιωμάτων των ζημιωθεισών επιχειρήσεων. Από την ανωτέρω περιγραφή της διαδικασίας αυτής προκύπτει ότι μεταξύ της ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου και της ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου παρεμβάλλεται ένα αυτοτελές μέσο παροχής έννομης προστασίας, με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει αφενός τη συνδρομή πταίσματος της Κοινότητας, που γεννά την ευθύνη της, και αφετέρου την ύπαρξη άμεσης και ειδικής ζημίας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ( 25 ). Όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, η διαδικασία που έχουν υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου οι ενάγουσες βρίσκεται, όσον αφορά ορισμένες από τις πράξεις κατά των οποίων βάλλουν, στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο το οποίο περιγράφεται στο άρθρο 34, πρώτο εδάφιο. Νομίζω όμως ότι το γεγονός ότι οι ενάγουσες στηρίζουν τις αγωγές τους στο άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, το οποίο κάνει λόγο για την τελική φάση της αγωγής αποζημιώσεως, και όχι επίσης στο άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, δεν αποτελεί λόγο απαραδέκτου (εξάλλου, ούτε η Επιτροπή ανάγει το γεγονός αυτό σε λόγο απαραδέκτου ). Από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ενάγουσες ενώπιον του Δικαστηρίου, και ειδικότερα από την ευρεία διατύπωση του αιτητικού των αγωγών τους, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι οι αγωγές αποζημιώσεως περιλαμβάνουν όλες τις φάσεις που προβλέπει το άρθρο 34 και ότι η ρητή αναφορά στο δεύτερο ( μόνο ) εδάφιο του άρθρου αυτού οφείλεται στη διατύπωση του εν λόγω άρθρου, δεδομένου ότι μόνο στο σημείο αυτό γίνεται λόγος για « αγωγή αποζημιώσεως ».

2.2. Νομική βάση της αγωγής αποζημιώσεως σε περίπτωση ακυρώσεως πράξεως της Κοινότητας (άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ)

15.

Κατά τις ενάγουσες, οι νομικοί λόγοι που επικαλούνται για να αξιώσουν την αποκατάσταση της ζημίας και οι οποίοι απαριθμούνται ανωτέρω στο τέλος της παραγράφου 13 στηρίζονται στο άρθρο 34 ή στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Η Επιτροπή, επικαλούμενη το σαφές επ' αυτού γράμμα του άρθρου 34, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, υποστηρίζει ορθώς ότι οι αγωγές που άσκησαν οι ενάγουσες βάσει του άρθρου 34 είναι παραδεκτές, μόνο εφόσον η ζημία προκλήθηκε από απόφαση ή σύσταση ή σιωπηρή αρνητική απόφαση που ακυρώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 33 ή το άρθρο 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Η ορθότητα της απόψεως, αυτής επιβεβαιώθηκε εξάλλου από το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Ιουνίου 1986, Usinor ( 26 ). Επιπλέον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως προκύπτει από το αρχικό σημείο του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η αίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία έχει προξενήσει απόφαση ή σύσταση (ή σιωπηρή αρνητική απόφαση) που έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί μόνο στο άρθρο 34.

Αυτή είναι η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί αναμφισβήτητα από τη σιωπηρή άρνηση της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 σε σχέση με την ανατροπή της ισορροπίας που σημειώθηκε το 1984 στις συνηθισμένες παραδόσεις. Η αρνητική αυτή απόφαση ακυρώθηκε από το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Assider ( 27 ). Τούτο σημαίνει, κατά το άρθρο 34, ότι αγωγή αποζημιώσεως μπορεί να ασκηθεί μόνο εφόσον το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η σιωπηρή αρνητική απόφαση την οποία ακύρωσε ενέχει πταίσμα, το οποίο θεμελιώνει την ευθύνη της Κοινότητας, και ότι η προξενηθείσα ζημία είναι άμεση και ειδική και εφόσον μετά τη διαπίστωση αυτή εκ μέρους του Δικαστηρίου έχει παρέλθει εύλογη προθεσμία, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα προς αποκατάσταση της ζημίας που οφείλεται στην ακυρωθείσα άρνηση της.

Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα το Δικαστήριο δεν έχει προβεί στη διαπίστωση αυτή και ότι επομένως δεν έχει αρχίσει να τρέχει η εύλογη προθεσμία που διαθέτει η Επιτροπή, το αίτημα της αναγνωρίσεως της προκλήσεως ζημίας λόγω της (ακυρωθείσας) αποφάσεως αυτής είναι πρόωρο ( 28 ). Όπως όμως εξέθεσα στο προηγούμενο σημείο, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ήδη ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οι αγωγές με τις οποίες οι ενάγουσες του ζητούν να αποφανθεί εν προκειμένω επί του ζητήματος αν η ακυρωθείσα αρνητική απόφαση συνιστά πταίσμα της Επιτροπής, το οποίο θεμελιώνει την ευθύνη της Κοινότητας και έχει προξενήσει άμεση και ειδική ζημία στις ενάγουσες ( βλ. σχετικά τα σημεία 26, 31 και 32 έως 34 ).

2.3. Νομική βάση της αγωγής αποζημιώσεως σε σχέση με πράξεις της Κοινότητας που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με ακυρωθείσα πράξη

16.

Τίθεται το ερώτημα αν ίδια πρέπει να είναι η αντιμετώπιση και του αιτήματος που υποβάλλουν οι ενάγουσες σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας που τους προξένησε η σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να μην εφαρμόσει, για το 1985 και το 1986, το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 και το ταυτάριθμο άρθρο της αποφάσεως 3485/85 αντίστοιχα, μολονότι η αρνητική αυτή απόφαση δεν έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο.

Παρεμφερές ήταν και το ζήτημα που ετίθετο στην υπόθεση Peine-Salzgitter, επί της οποίας το Πρωτοδικείο εξέδωσε απόφαση στις 27 Ιουνίου 1991 ( 29 ). Το Πρωτοδικείο, αναφερόμενο στην απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς ( 30 ), έκρινε ότι για την εφαρμογή του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ οι ρητές ή σιωπηρές πράξεις που έχουν το Ιδιο ουσιαστικά περιεχόμενο με την ακυρωθείσα πράξη και εκδόθηκαν μεταξύ της ημερομηνίας ενάρξεως της ( αναδρομικής ) ισχύος της ακυρωθείσας αποφάσεως και της ημερομηνίας εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου εξομοιώνονται με την ακυρωθείσα πράξη. Το Πρωτοδικείο δηλαδή έκρινε ότι η λύση που επέλεξε το Δικαστήριο στην απόφαση Αστερίς σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 176 της Συνθήκης ΕΟΚ ισχύει επίσης για την εφαρμογή του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι η διατύπωση των δύο αυτών άρθρων είναι παρόμοια.

17.

Νομίζω ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά, με την απόφαση Peine-Salzgitter, τη λύση που είχε δώσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Αστερίς και ότι η ίδια λύση ισχύει εν προκειμένω για τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να μην εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 και το ταυτάριθμο άρθρο της αποφάσεως 3485/85, όσον αφορά τη διατάραξη της ισορροπίας που είχε σημειωθεί κατά το 1985 και το 1986 στις συνήθεις παραδόσεις και είχε ουσιαστικά αναγνωριστεί από την Επιτροπή ( 31 ). Η παράγραφος 4, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω στο σημείο 2, επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση, όταν κρίνει βασίμως ότι έχει ανατραπεί η ισορροπία των συνηθισμένων παραδόσεων, να διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και να ζητεί επίσημα από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να αναλάβουν εγγράφως τη δέσμευση να αποκαταστήσουν την ισορροπία κατά τη διάρκεια του επομένου τριμήνου. Δεν υφίστανται εν προκειμένω ενδείξεις ότι η στάση της Επιτροπής το 1985 και το 1986 ήταν διαφορετική από ό,τι το 1984, δηλαδή το έτος που αφορούσε η απόφαση της 9ης Απριλίου 1987, Assider , με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να μην εφαρμόσει την παράγραφο 4. Κατά συνέπεια, όσον αφορά επίσης τις αποφάσεις της Επιτροπής να μην εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, το 1985 και το 1986, οι οποίες δεν έχουν ακυρωθεί ρητά, το Δικαστήριο πρέπει εν προκειμένω να κρίνει αν συντρέχει πταίσμα της Επιτροπής και αν οι αποφάσεις αυτές προξένησαν στις ενάγουσες άμεση και ειδική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι η Επιτροπή, η οποία εν τω μεταξύ έχει ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου Peine-Salzgitter, βάλλει κατά της αναλογίας που δέχθηκε το Πρωτοδικείο ότι υπάρχει μεταξύ του άρθρου 176 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο εφαρμόστηκε στην απόφαση Αστερίς, και του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, του οποίου ετίθετο ζήτημα εφαρμογής στην υπόθεση Peine-Salzgitter και τίθεται ζήτημα εφαρμογής εν προκειμένω, επειδή, μεταξύ άλλων, η αναλογία αυτή δεν ισχύει, κατά την Επιτροπή, παρά μόνο για τη δεύτερη φράση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 34 και όχι για την τρίτη φράση. Δεν χρειάζεται εδώ να εξεταστεί η επιχειρηματολογία αυτή, καθόσον μάλιστα κατωτέρω θα καταλήξω στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν οι ενάγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, μπορούν πάντως να στηρίξουν την αγωγή αποζημιώσεως στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι οπωσδήποτε αρμόδιο να εκτιμήσει εν προκειμένω κατά πόσο συντρέχει πταίσμα της Επιτροπής σχετικά με τη μη εφαρμογή του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, για τα έτη 1985 και 1986.

2.4. Νομική βάοη της αγωγής αποζημιώσεως σε σχέση με πράξεις της Κοινότητας που δεν έχουν ακυρωθεί (και δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς ακυρωθείσες πράξεις) (άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ)

18.

Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγουσες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, αφενός από τη σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84, το οποίο απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία να μειώνει τις ποσοστώσεις παραδόσεων, όσον αφορά την ανατροπή της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων που είχε σημειωθεί το 1984 και το 1985, και αφετέρου από την παραχώρηση, κατά την περίοδο 1984-1986, πρόσθετων ποσοστώσεων παραδόσεων βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εοάφιο, των αποφάσεων 234/84 και 3485/85, παραχώρηση για την οποία δεν ελήφθη υπόψη η αρχή της τηρήσεως της συνήθους ροής των παραδόσεων. Προς τον σκοπό της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής, οι ενάγουσες επικαλούνται το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι πρόκειται για αποφάσεις της Επιτροπής που δεν έχουν ακυρωθεί από το Δικαστήριο ούτε μπορούν να εξομοιωθούν προς ακυρωθείσες αποφάσεις.

Όσον αφορά την άρνηση εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, θα ήθελα πάντως να παρατηρήσω ότι η άρνηση αυτή έχει στενή σχέση με την άρνηση εφαρμογής της παραγράφου 4 του ίδιου αυτού άρθρου, η οποία εξετάστηκε ανωτέρω. Η Επιτροπή δηλαδή, αρνούμενη να εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4 ( μη ζητώντας επομένως από τις επιχειρήσεις που ήσαν υπαίτιες για την ανατροπή της ισορροπίας στις συνηθισμένες παραδόσεις να αναλάβουν εγγράφως την υποχρέωση να αποκαταστήσουν την ισορροπία αυτή), δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο λήψεως μέτρων μειώσεως των ποσοστώσεων παραδόσεων, μέτρων που προβλέπονταν στην παράγραφο 5, λόγω ακριβώς της προϋποθέσεως που προβλέπεται για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής (βλ. το κείμενο της διατάξεως στην παράγραφο 2 των προτάσεων μου ). Παρά τη στενή αυτή σχέση, δεν θα μπορούσε πάντως να υποστηριχθεί ότι η άρνηση εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, πρέπει, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 34, να εξομοιωθεί με άρνηση εφαρμογής της παραγράφου 4 (άρνηση ακυρωθείσα ή παρεμφερή προς ακυρωθείσα άρνηση ). Από τη διατύπωση της παραγράφου 4 προκύπτει ότι, κατά τη λήψη των μέτρων που προβλέπει η παράγραφος 5, η Επιτροπή έχει αυτοτελή εξουσία, η οποία, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Assider, της παρέχει « μεγάλο περιθώριο εκτιμήσεως » ( 32 ). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνει δεκτό ότι η απόφαση εφαρμογής της παραγράφου 5 πρέπει να απορρέει αυτόματα από απόφαση μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4.

19.

Όσον αφορά το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ως νομική βάση των αγωγών αποζημιώσεως, τίθεται το ζήτημα αν οι αγωγές αποζημιώσεως μπορούν να στηρίζονται πράγματι στο άρθρο αυτό, όταν πρόκειται για αποφάσεις της Επιτροπής που δεν έχουν ακυρωθεί ( και δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς ακυρωθείσες αποφάσεις ). Συναφώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ρυθμίζει εξαντλητικά και περιοριστικά την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΧ, όταν η ζημία οφείλεται σε απόφαση, σύσταση ή σιωπηρή αρνητική απόφαση της Επιτροπής, και ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο. Οι ενάγουσες υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.

Προκειμένου να αποδείξουν την ορθότητα της απόψεως τους ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο οι ενάγουσες όσο και η Επιτροπή επικαλούνται τη νομολογία του Δικαστηρίου. Νομίζω όμως ότι σε καμία από τις αποφά σεις που επικαλούνται οι διάδικοι (αποφά σεις Vloeberghs ( 33 ), Société Fives Lille Caii ( 34 ), Meroni ( 35 ) και Usinor ( 36 )), το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος που τίθεται σχετικά με την « αποκλειστική εφαρμογή » του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ( 37 ).

Αντίθετα από την Επιτροπή, πιστεύω ότι το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, μπορεί να στηρίξει αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που προξένησε απόφαση, σύσταση ή σιωπηρή αρνητική απόφαση που δεν έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο ( 38 ). Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η επιφύλαξη που περιέχεται στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, αφορά αποκλειστικά τη ζημία που έχουν προξενήσει οι ακυρωθείσες πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 34. Όταν πρόκειται για πράξεις που δεν έχουν ακυρωθεί (πλην των πράξεων που εξομοιώνονται προς ακυρωθείσες), η επιφύλαξη αυτή δεν ισχύει και εφαρμόζεται πλήρως η διάταξη του άρθρου 40 πρώτο εδάφιο, για το οποίο μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί, όσον αφορά τις υποθέσεις ΕΚΑΧ, τη γενική ρύθμιση περί ευθύνης της Κοινότητας ( 39 ).

20.

Η δυνατότητα στενής ή διασταλτικής ερμηνείας της δυνατότητας ασκήσεως αγωγής κατά το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, θα αντέβαινε εξάλλου στη θεμελιώδη επιταγή της παροχής επαρκούς έννομης προστασίας, όπως έχει διατυπωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με διάφορους τομείς ( 40 ). Εξάλλου, η στενή ή συσταλτική αυτή ερμηνεία θα είχε συχνά ως αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από αποφάσεις η συστάσεις ή σιωπηρές αποφάσεις. Πράγματι, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 33 ή του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΚΑΧ είναι πολύ σύντομη ( ένας μήνας ), ενώ η ζημία την οποία προξενεί μια πράξη ή μια παράλειψη εκδηλώνεται συχνότατα μετά την παρέλευση της σύντομης αυτής προθεσμίας. Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις 'στις οποίες δεν έχει νόημα (ή σχεδόν δεν έχει νόημα ) η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, διότι η σχετική απόφαση έχει ήδη εφαρμοστεί πλήρως. Τέλος, οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων μπορούν να ασκούν προσφυγές ακυρώσεως κατά των γενικών αποφάσεων και συστάσεων ή κατά των παραλείψεων μόνο εφόσον οι αποφάσεις ή συστάσεις αυτές συνιστούν, κατά το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, κατάχρηση εξουσίας έναντι αυτών.

Η ίδια τάση εξασφαλίσεως επαρκούς έννομης προστασίας στους διοικούμενους απαντά στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το παραδεκτό των αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ στη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου γίνεται ειδικότερα δεκτό ότι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως δεν εξαρτάται καταρχήν από την προηγούμενη ακύρωση της πράξης που προξένησε τη ζημία. Με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, η οποία αφορούσε παράνομη απόφαση της Επιτροπής κατά της οποίας η Krohn δεν είχε ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, το Δικαστήριο συνόψισε την προηγούμενη νομολογία του ως εξής:

« Όπως υπομνήστηκε πιο πάνω, η αγωγή αποζημιώσεως των άρθρων 178 και 215, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης έχει θεσπιστεί ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα που επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία. Διακρίνεται ιδίως από την προσφυγή ακυρώσεως κατά το ότι με αυτήν δεν επιδιώκεται η άρση συγκεκριμένου μέτρου, αλλά η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τις πράξεις ενός οργάνου. » ( 41 )

Συνεπώς το Δικαστήριο αποφάνθηκε σαφώς υπέρ του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως για τη ζημία που έχει προξενήσει πράξη που δεν έχει ακυρωθεί. Όσον αφορά το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί, αρχής γενομένης με την απόφαση Vloeberghs της 14ης Ιουλίου 1961, ότι η αγωγή αποζημιώσεως αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα ( 42 ). Κατά συνέπεια, είναι αυτονόητο ότι το Δικαστήριο θα δεχόταν επίσης το παραδεκτό αγωγής βάσει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, όταν πρόκειται για ζημία που έχει προκληθεί από αποφάσεις, συστάσεις ή σιωπηρές αρνητικές αποφάσεις που δεν έχουν ακυρωθεί.

21.

Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν τίθενται όρια στο παραδεκτό των αγωγών αποζημιώσεως που αφορούν πράξεις που δεν έχουν ακυρωθεί. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, και ειδικότερα από την προαναφερθείσα απόφαση Krohn, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται, κατά την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως, η καταστρατήγηση των σκοπών της αγωγής αυτής, και ειδικότερα η άσκηση αγωγής ως υποκατάστατο της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως. Τούτο συμβαίνει π. χ. στην περίπτωση κατά την οποία

« με την αγωγή αποζημιώσεως ζητείται η καταβολή ποσού, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί ακριβώς στο ύψος των τελών που έχει καταβάλει ο ενάγων εις εκτέλεση ατομικής αποφάσεως και όπου, ως εκ τούτου, με την αγωγή αποζημιώσεως επιδιώκεται στην πραγματικότητα η ανάκληση της ατομικής αυτής απόφασης. Η υποθετική αυτή περίπτωση είναι εν πάση περιπτώσει ξένη προς την υπό κρίση υπόθεση » ( 43 ).

Η υποθετική αυτή περίπτωση είναι επίσης ξένη προς την υπό κρίση υπόθεση.

Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει επίσης μια εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας των δύο ενδίκων βοηθημάτων, στην περίπτωση κατά την οποία με την αγωγή αποζημιώσεως ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που μπορεί να αποφύγει ο ζημιούμενος, εφόσον ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, ή ακόμη όταν πρόκειται για ζημία που θα μπορούσε να αποφευχθεί ή να περιοριστεί, εφόσον ο ζημιούμενος είχε ασκήσει εγκαίρως προσφυγή ακυρώσεως, και ο ζημιούμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί κανένα βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί τη μη άσκηση της προσφυγής αυτής. Η παράλειψη του αυτή είναι ικανή να οδηγήσει σε διάρρηξη της σχέσεως αιτίου προς αιτιατό μεταξύ του πταίσματος της κοινοτικής αρχής και της ζημίας ( ή ενός μέρους της ζημίας ).

3. Συντρέχει πταίσμα της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, και/ή του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

22.

Εφόσον το Δικαστήριο δεχθεί την πρόταση μου και κρίνει παραδεκτές τις αγωγές, θα πρέπει να εξετάσει, πρώτον, αν εν προκειμένω συντρέχει πταίσμα της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, δηλαδή « πταίσμα που θεμελιώνει την ευθύνη της Κοινότητος », και/ή « υπηρεσιακό πταίσμα » κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει αν οι ακυρωθείσες σιωπηρές αποφάσεις ( ως προς το έτος 1984 ) και οι σιωπηρές αποφάσεις που εξομοιώνονται προς ακυρωθείσες αποφάσεις ( ως προς τα έτη 1985 και 1986 ), με τις οποίες η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 και το ταυτάριθμο άρθρο της αποφάσεως 3485/85 συνιστούν πταίσμα της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, και αν η σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84 ( ως προς τα έτη 1984 και 1985 ) και η απόφαση παραχωρήσεως πρόσθετων ποσοστώσεων στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων κατά την περίοδο 1984-1986, κατ' εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, των αποφάσεων 234/84 και 3485/85, συνιστούν πταίσμα της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο.

3.1. Η έννοια του πταίσματος κατά το άρθρο 34, πρώτο εοάφιο, και κατά το άρθρο 40, πρώτο εόάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ

23.

Μέχρι σήμερα το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί της έννοιας του πταίσματος κατά το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο. Δεν αμφισβητείται πάντως ότι η ακύρωση πράξεων ή παραλείψεων για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στις διατάξεις του άρθρου 33, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 35, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν θεμελιώνει αυτόματα ευθύνη της Κοινότητας. Όπως προκύπτει από το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, η ακύρωση συνεπάγεται καταβολή αποζημιώσεως μόνο εφόσον η ακυρωθείσα απόφαση, σύσταση ή σιωπηρή αρνητική απόφαση βαρύνονται με « πταίσμα που θεμελιώνει την ευθύνη της Κοινότητος ». Είναι επίσης σαφές ότι η έννοια του πταίσματος κατά το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, έχει το ίδιο περιεχόμενο με την έννοια του « υπηρεσιακού πταίσματος της Κοινότητος » κατά το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο ( 44 ). Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι υπήρχε πρόθεση καθιερώσεως δύο διαφορετικών εννοιών για το πταίσμα στη Συνθήκη ΕΚΑΧ. Το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, περιλαμβάνει απλώς ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες για την περίπτωση των ακυρωθεισών πράξεων και, κατά τη γνώμη μου, δεν υπήρχε η πρόθεση αποκλίσεως από την έννοια του πταίσματος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του γενικού συστήματος περί ευθύνης του άρθρου 40.

24.

Η νομολογία του Δικαστηρίου είναι μάλλον ισχνή και ως προς την έννοια του πταίσματος κατά το άρθρο 40. Στη νομολογία αυτή απαντούν πάντως ορισμένες χρήσιμες ενδείξεις. Έτσι, με την προαναφερθείσα απόφαση Meroni, το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής:

« (... ) ακόμη και αν η καθυστέρηση των 411ημερών κατά την ανακοίνωση του συντελεστή που ίσχυε τον Δεκέμβριο 1958 μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική, πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό ότι το στοιχείο αυτό και μόνο δεν είναι τόσο σημαντικό, ώστε να μπορεί να συναχθεί η συνδρομή υπηρεσιακού πταίσματος » ( 45 )

και

« (... ) τέλος, πρέπει γενικότερα να γίνει δεκτό ότι τα προηγούμενα σφάλματα ή οι προηγούμενες πλημμέλειες που προκάλεσαν ορισμένες διορθώσεις δεν συνιστούν αυτοδικαίως υπηρεσιακό πταίσματα· σφάλματα αυτά και οι πλημμέλειες αυτές είναι πιθανότατο να αποτελούν τη συνέπεια π. χ. της δυσχερούς λύσεως ακανθωδών νομικών ζητημάτων ή αμελειών των οποίων υπαίτιοι είναι οι ίδιοι οι διοικούμενοι·

τα σφάλματα αυτά και οι πλημμέλειες αυτές είναι πιθανότατο να αποτελούν τη συνέπεια π. χ. της δυσχερούς λύσεως ακανθωδών νομικών ζητημάτων ή αμελειών των οποίων υπαίτιοι είναι οι ίδιοι οι διοικούμενοι

εν πάση περιπτώσει, οι ενάγουσες δεν απέδειξαν στη συγκεκριμένη περίπτωση την ύπαρξη αδικαιολόγητων σφαλμάτων» ( 46 ).

Επιπλέον, στην επίσης προαναφερθείσα απόφαση Fives Lille Caii, το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής:

« συντρέχει βαριά αμέλεια της Ανωτάτης Αρχής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων επιτηρήσεως που της επέβαλλε η συνήθης επιμέλεια και συνεπώς πταίσμα που θεμελιώνει την ευθύνη της » ( 47 ).

25.

Εδώ δεν είναι το κατάλληλο σημείο για να πραγματοποιηθεί σύγκριση, όσον αφορά την έννοια του πταίσματος, μεταξύ του συστήματος ευθύνης που καθιερώνει το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και των συστημάτων ευθύνης που καθιερώνουν τα άρθρα 34, πρώτο εδάφιο, και 40, πρώτο εδάφιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Θα αρκεστώ να τονίσω ότι από τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η οποία είναι σαφώς πολύ περισσότερο εκτεταμένη, προκύπτει ότι σε περίπτωση κατά την οποία η κοινοτική αρχή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την άσκηση ορισμένης πολιτικής, περίπτωση που θα εμφανίζεται σχεδόν πάντοτε ( αλλ' όχι μόνο βέβαια ) στο πλαίσιο των κανονιστικών πράξεων ( 48 ), η ευθύνη της Κοινότητας λόγω παράνομης πράξεως δεν γεννάται παρά μόνο « εφόσον το κοινοτικό όργανο έχει ασκήσει τις εξουσίες του υπερβαίνοντας προδήλως και κατά πολύ τα όρια που τίθενται στην άσκηση των εξουσιών του αυτών » ( 49 ), δηλαδή εφόσον έχει ενεργήσει κατά τρόπο απάδοντα προς ευλόγως ενεργούσα αρχή.

Εφόσον το άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ και τα άρθρα 34 και 40 της Συνθήκης ΕΚΑΧ έχουν αυτή την έννοια, όταν πρόκειται για την άσκηση διακριτικής ουσιαστικά εξουσίας, τα άρθρα αυτά βασίζονται, κατά την άποψη μου, σε μια παρεμφερή έννοια περί ελλείψεως νομιμότητας, εν προκειμένω ελλείψεως νομιμότητας που μπορεί, ενόψει του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει το κοινοτικό όργανο για την άσκηση των συγκεκριμένων εξουσιών του, όπως και ενόψει του περίπλοκου οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται συχνά οι εξουσίες αυτές, να συνιστά προφανή και βαριά υπέρβαση των ορίων τα οποία επιβάλλονται στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του οργάνου.

3.2. Συνιστούν οι σιωπηρές αποφάσεις περί μη εφαρμογής τον άρθρον 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84 και τον ταντάριθμον άρθρον της αποφάσεως 3485/85 πταίσμα κατά την έννοια τον άρθρον 34, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

26.

Η σιωπηρή απόφαση περί μη ( τυπικής ( 50 ) ) εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, των αποφάσεων 234/84 και 3485/85 βασιζόταν στην προαναφερθείσα ήδη (στην παράγραφο 3 ) συσταλτική ερμηνεία την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να προσδώσει στο άρθρο 15 Β κατά την περίοδο 1984-1986 και επί της οποίας βασίστηκε το Δικαστήριο, κατά την έκδοση της Διατάξεως EISA της 28ης Μαρτίου 1984, για να αρνηθεί να διατάξει τη λήψη του αιτηθέντος προσωρινού μέτρου. Με την απόφαση όμως Assider της 9ης Απριλίου 1987, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή ήταν εσφαλμένη, τουλάχιστον όσον αφορά το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, της αποφάσεως 234/84. Αν εξεταστούν αναδρομικά, οι σιωπηρές αρνητικές αποφάσεις για το 1984, το 1985 και το 1986 πρέπει οπωσδήποτε να θεωρηθούν παράνομες.

Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι ενάγουσες, νομίζω όμως ότι η αναδρομικώς διαπιστούμενη έλλειψη νομιμότητας αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της Κοινότητας. Ενόψει των αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν από πολύ νωρίς σχετικά με το αν το άρθρο 15 Β συμβιβαζόταν με την Συνθήκη ΕΚΑΧ, η εφαρμογή του άρθρου αυτού δημιουργούσε ένα ακανθώδες νομικό πρόβλημα για την Επιτροπή, η οποία θεώρησε ότι θα μπορούσε να το επιλύσει προσδίδοντας συσταλτική ερμηνεία στο άρθρο 15 Β. Η Διάταξη EISA του Δικαστηρίου, της 28ης Μαρτίου 1984, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πρώτη αρνητική απόφαση, η οποία αφορούσε το 1984, ενίσχυσε την πεποίθηση της Επιτροπής ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 15 Β την οποία πρότεινε δεν ήταν απαράδεκτη. Οι μεταγενέστερες αρνητικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν τα έτη 1985 και 1986, εκδόθηκαν με το ίδιο πνεύμα. Όπως εξάλλου ανέφερα παραπάνω ( στην υποσημείωση 50 ), η Επιτροπή προσπάθησε εντούτοις, μάταια έστω, να αποκαταστήσει τη διαταραχθείσα ισορροπία, διαβουλευόμενη με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες έπρεπε οπωσδήποτε να επιδείξουν πνεύμα συνεργασίας.

Ενόψει της νομικής αβεβαιότητας που περιγράφηκε ανωτέρω και των προσπαθειών που ανέλαβε επίσημα η Επιτροπή και του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντασσότων η κρίση του τομέα σιδήρου και χάλυβα, η οποία ήταν καθαυτή δυσχερέστατο να ελεγχθεί, νομίζω ότι, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, οι σιωπηρές αποφάσεις περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 4, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής.

3.3. Συνιστά η σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84 πταίσμα κατά την έννοια του άρθρον 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

27.

Αν το Δικαστήριο δεχθεί την ανωτέρω ανάλυση μου, νομίζω ότι πρέπει επίσης να δεχθεί ότι η σιωπηρή απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 15 Β, παράγραφος 5, της αποφάσεως 234/84 — η απόφαση 3485/85 δεν περιείχε καμία ανάλογη διάταξη ( βλ. ανωτέρω παράγραφο 7 ) — δεν μπορεί να θεωρηθεί στις παρούσες υποθέσεις ως υπηρεσιακό πταίσμα, κατά την έννοια πλέον του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο.

Κατά το άρθρο 15 Β, παράγραφος 5, η Επιτροπή είχε μόνο την ευχέρεια να μειώσει τις ποσοστώσεις των επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα που ήσαν υπαίτιες για την ανατροπή της ισορροπίας στις συνηθισμένες παραδόσεις, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές αρνήθηκαν, όταν τους ζητήθηκε ( επισήμως ) από την Επιτροπή, να αναλάβουν την υποχρέωση να αποκαταστήσουν τη διαταραχθείσα ισορροπία ή εφόσον δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία είχαν δεχθεί το αίτημα της Επιτροπής. Αν γίνει δεκτό, όπως νομίζω ότι επιβάλλεται, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κάλεσε επίσημα τις επιχειρήσεις να αποκαταστήσουν την ισορροπία αυτή δεν αποτελεί, κατά τον χρόνο των περιστατικών ( δηλαδή μετά τη Διάταξη EISA της 28ης Μαρτίου 1984 και πριν από την απόφαση Assider της 9ης Απριλίου 1987), πταίσμα που θεμελιώνει την ευθύνη της Κοινότητας ( βλ. προηγούμενη παράγραφο), το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 5, δεν θα μπορούσε ούτε και αυτό να συνιστά πταίσμα. Πράγματι, αφού δεν υπήρξε επισήμως αίτηση της Επιτροπής ( πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί πταίσμα), δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η παράγραφος 5 και η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χωρίς να ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, τη μείωση των ποσοστώσεων παραδόσεων την οποία προέβλεπε το άρθρο 15 Β, παράγραφος 5 ( 51 ).

3.4. Συνιστά η απόφαση παραχωρήσεως πρόσθετων ποσοστώσεων, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 234/84 και του ταυτάριθμον άρθρον της αποφάσεως 3485/85, πταίσμα κατά την έννοια τον άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ;

28.

Όπως αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω (στην παράγραφο 8), το άρθρο 10, παράγραφος 1, προβλέπει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα να αυξάνουν κατά ορισμένη ποσότητα τις ποσοστώσεις τους παραγωγής και παραδόσεων, όσον αφορά τα ημικατεργασμένα προϊόντα θερμής ελάσεως (που ανήκουν στην κατηγορία Ια) που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων (πρώτο εδάφιο). Η δυνατότητα αυτή συνιστά δικαίωμα των επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα, υπό τον όρο ότι θα προσκομίσουν την απόδειξη ότι τα ημικατεργασμένα προϊόντα χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων ( δεύτερο εδάφιο ). Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να παραχωρεί πρόσθετες ποσοστώσεις « μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση » της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, μπορεί δε να εξαρτήσει την παραχώρηση αυτή από την εκπλήρωση της υποχρεώσεως προσκομίσεως εκθέσεως εταιρίας διαχειρίσεως που να πιστοποιεί εκ των υστέρων την παραλαβή των ημικατεργασμένων προϊόντων από τον πελάτη σωληνοπαραγωγό και τη χρησιμοποίηση τους για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων ( τρίτο εδάφιο ).

Κατά την περίοδο 1984-1986η Επιτροπή παραχώρησε έτσι πρόσθετες ποσοστώσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα που τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού προς τις ενάγουσες. Την ίδια περίοδο η Επιτροπή έκρινε ότι η αρχή της τηρήσεως των συνηθισμένων παραδόσεων ίσχυε επίσης για την κατηγορία αυτή των ημικατεργασμένων προϊόντων και ότι η ακόμη μεγαλύτερη διατάραξη της ισορροπίας των παραδόσεων αυτών που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκληθεί από την παραχώρηση των πρόσθετων ποσοστώσεων έπρεπε να διορθωθεί από τις επιχειρήσεις στις οποίες παραχωρούνταν οι ποσοστώσεις αυτές. Όπως ανέφερα παραπάνω (στην παράγραφο 9 ), η άποψη αυτή προσέκρουσε εντούτοις στην αντίδραση κυρίως των κρατών μελών της Benelux και των χαλυβουργιών τους, πράγμα που καθιστούσε αδύνατη την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της εν λόγω αρχής. Εντούτοις, παρά τις αμφιβολίες που είχαν εν τω μεταξύ ανακύψει ως προς το νομικό κύρος του συστήματος του άρθρου 15 Β, η Επιτροπή προέβη στην παραχώρηση πρόσθετων ποσοστώσεων, χωρίς να φροντίσει για την τήρηση του ρου των συνηθισμένων παραδόσεων. Τώρα τίθεται το ζήτημα αν η ενέργεια αυτή της Επιτροπής συνιστά πταίσμα κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

29.

Κατά την άποψη μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Η Επιτροπή, αφού προσπάθησε καλόπιστα να θέσει σε εφαρμογή την αρχή της τηρήσεως του ρου των συνηθισμένων παραδόσεων στον τομέα των εν λόγω ημικατεργασμένων προϊόντων και διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω της ελλείψεως πνεύματος συνεργασίας ορισμένων κρατών μελών και ορισμένων επιχειρήσεων, μπορούσε αναμφίβολα να αποφασίσει να μην ασκήσει την ευχέρεια που της παρείχε το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο. Αυτό όμως θα είχε ως συνέπεια ότι ορισμένες επιχειρήσεις που διέθεταν πελάτες για τα προϊόντα αυτά και είχαν ζητήσει πρόσθετες ποσοστώσεις δεν θα μπορούσαν να εφοδιάσουν τους πελάτες αυτούς, εκτός αν προέβαιναν παράλληλα σε αντίστοιχες μειώσεις σε σχέση με άλλα προϊόντα ( μειώσεις που αρνούνταν να πραγματοποιήσουν ).

Το ότι η Επιτροπή δεν θέλησε να φθάσει στο σημείο αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Δεδομένου ότι επρόκειτο για την εφαρμογή ενός σχεδίου προς αντιμετώπιση της κρίσης στον τομέα σιδήρου και χάλυβα, για την οποία είχε ανάγκη τη συνεργασία των κρατών μελών και των χαλυβουργιών τους, η Επιτροπή δεν είχε την πολυτέλεια να μπορεί να τους εναντιωθεί σε ένα επίμαχο και νομικά αμφισβητούμενο σημείο, όπως η εφαρμογή της αρχής της τηρήσεως των συνηθισμένων παραδόσεων στον τομέα των εν λόγω ημικατεργασμένων προϊόντων. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει τουλάχιστον να ληφθεί υπόψη ότι στην απόφαση 234/84 ή στην απόφαση 3485/85 απαντούν πολύ λίγα στοιχεία που να στηρίζουν την αντίληψη της Επιτροπής υπέρ της εφαρμογής της εν λόγω αρχής, αντίληψη που εκτίθεται στο υπόμνημα των δώδεκα σημείων επ' αυτού επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, « πλην εξαιρέσεων », η εσφαλμένη ερμηνεία μιας νομικής διατάξεως δεν χαρακτηρίζεται καθ' αυτή από το Δικαστήριο ως υπηρεσιακό πταίσμα ( 52 ). Εξάλλου, είναι σαφές ότι με τις αποφάσεις αυτές υπήρχε η πρόθεση καθιερώσεως ενός περισσότερο φιλελεύθερου συστήματος για τα προϊόντα αυτά, το οποίο να αποκλίνει λιγότερο από τις συνήθεις συνθήκες του εμπορίου και της αγοράς, ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, δεν περιέχει καμία αναφορά, σε σχέση με την εφαρμογή της ευχέρειας που παρέχει, στην αρχή της τηρήσεως των συνηθισμένων παραδόσεων και ότι το άρθρο 15 Α, παράγραφος 2, των προαναφερθεισών αποφάσεων, με το οποίο αποκλείονται από την προσαρμογή των ποσοστώσεων την οποία προβλέπουν άλλα άρθρα οι επιχειρήσεις που δεν τηρούν τους κανόνες περί ποσοστώσεων, δεν περιέχει καμία αναφορά στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο.

Επ' αυτού επίσης νομίζω συνεπώς ότι, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόδηλο και βαρύ πταίσμα της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το γεγονός ότι η Επιτροπή άσκησε τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, χωρίς να τηρήσει αυστηρά την αρχή των συνηθισμένων παραδόσεων.

4. Ζημία και αιτιώδης συνάφεια

30.

Αν, παρά τις προτάσεις μου, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει πράγματι πρόδηλο και βαρύ πταίσμα της Επιτροπής, είτε λόγω της αρνήσεως της να εφαρμόσει το άρθρο 15 Β, παράγραφοι 4 και/ή 5, είτε λόγω της παραχωρήσεως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, των πρόσθετων ποσοστώσεων στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, τίθεται τότε το ερώτημα αν τα πταίσματα αυτά προξένησαν στις ενάγουσες ζημία προς την οποία τα εν λόγω πταίσματα τελούν σε σχέση αιτίου προς αιτιατό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα εξετάσω επικουρικά το ερώτημα αυτό. Συναφώς εκκινώ από την αρχή ότι, κατά το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ — πράγμα όμως που νομίζω ότι ισχύει και για το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο — η προκληθείσα ζημία πρέπει να είναι « ειδική », δηλαδή πρέπει να έχει προκληθεί ειδικά σε εξατομικευμένη ή δυνάμενη να εξατομικευτεί ομάδα προσώπων ( 53 ). Η ζημία πρέπει επίσης να είναι πραγματική και βέβαιη (και όχι μόνο υποθετική ) ( 54 ). Επιπλέον, κατά το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, αλλά, κατά τη γνώμη μου, και κατά το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, η ζημία πρέπει να έχει προκληθεί « ευθέως » από τα πταίσματα της Επιτροπής, δηλαδή άμεσα, χωρίς την παρεμβολή άλλου παράγοντα. Την απόδειξη της υπάρξεως ζημίας και αιτιώδους συνάφειας πρέπει να προσκομίσουν οι ενάγουσες ( 55 ).

4.1. Ύπαρξη ζημίας

31.

Νομίζω ότι δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι οι πράξεις που ενδεχομένως συνιστούν πρόδηλα και βαριά πταίσματα της Επιτροπής μπορούοαν να προξενήσουν στις ενάγουσες πραγματική και ειδική ζημία. Σε σχέση με τις σιωπηρές αρνητικές αποφάσεις, τούτο προκύπτει από τη σκέψη 16 της αποφάσεως Assider ( 56 ) (η οποία αφορούσε το έτος 1984, αλλά ισχύει και για το 1985 και το 1986), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε

« ότι η Επιτροπή αναγνώρισε την ακρίβεια των στατιστικών που της υποβλήθηκαν από τις ιταλικές αρχές και το γεγονός ότι οι συνηθισμένες παραδόσεις είχαν τροποποιηθεί σε σημαντικό βαθμό κατά την έννοια του άρθρου 15 Β, παράγραφος 1 διαπίστωσε ότι αυτές οι τροποποιήσεις, που έγιναν εις βάρος των Ιταλών παραγωγών, δεν είχαν διορθωθεί από άλλες, ευνοϊκές γι' αυτούς, τροποποιήσεις(... ) »

Όσον αφορά την παραχώρηση πρόσθετων ποσοστώσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1 ( σχετικά με την οποία υποστηρίζεται, αν υποτεθεί, όπως εν προκειμένω, ότι συνέτρεχε πταίσμα της Επιτροπής, ότι η αρχή της τηρήσεως των συνηθισμένων παραδόσεων ίσχυε και για τα ημικατεργασμένα προϊόντα που προορίζονταν για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, προϊόντα που ενέπιπταν στο άρθρο αυτό ), από τα πρακτικά μιας συναντήσεως μεταξύ της Επιτροπής και των εκπροσώπων της Μόνιμης Ιταλικής Αντιπροσωπείας στις 8 Ιανουαρίου 1988 προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε τα εξής:

« Κατόπιν της εξετάσεως των επιπτώσεων εντός της αγοράς αυτής, ( οι υπηρεσίες της Επιτροπής ) είναι σε θέση να διευκρινίσουν ότι η ζημία των επιχειρήσεων Finsider και Falck ανέρχεται ετησίως σε 200000 τόννους περίπου και περιορίζεται στην κατηγορία Ια, δηλαδή στα προϊόντα που προορίζονται για την κατασκευή μικρών σωλήνων. » ( 57 )

Συναφώς επιβάλλεται επίσης η παρατήρηση ότι η Finsider-Italsider και η Falck ήσαν οι μόνοι παραγωγοί στην Ιταλία προϊόντων σιδήρου και χάλυβα των κατηγοριών Ια, Ιβ και Η, δηλαδή των προϊόντων που αφορά η προκειμένη υπόθεση, και συνεπώς η προξενηθείσα ζημία πλήττει οπωσδήποτε περιορισμένο και προσδιορίσιμο αριθμό επιχειρήσεων.

4.2. Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας

32.

Κατά τις ενάγουσες, υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας που προξένησε στις ενάγουσες κατά την περίοδο 1984-1986η ανατροπή της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων και του καθ' υπόθεση πταίσματος της Επιτροπής, η οποία όχι μόνο δεν εμπόδισε τη διατάραξη της ισορροπίας, αλλά και τη διευκόλυνε.

Η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη της αιτιώδους αυτής συνάφειας. Πρώτον, τονίζει ότι, ακόμη και αν είχε ζητήσει επίσημα, κατά το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα να προβούν σε αντισταθμίσεις για τη διατάραξη της ισορροπίας, τούτο δεν θα είχε οδηγήσει κατ' ανάγκη στην αποκατάσταση της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα δεν ήσαν υποχρεωμένες ( όπως προκύπτει από την επόμενη παράγραφο 5) να δεχθούν το αίτημα της Επιτροπής. Αν βέβαια οι επιχειρήσεις αρνούνταν να δεχθούν το αίτημα της Επιτροπής ή δεν εκπλήρωναν την υποχρέωση που θα αναλάμβαναν σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος αυτού, η Επιτροπή είχε την ευχέρεια (μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1986) κατά το άρθρο 15 Β, παράγραφος 5, να επιβάλει τη μείωση των παραδόσεων, αλλά, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν ήταν βέβαιο ότι θα ασκούσε πράγματι την εξουσία της αυτή, ενόψει του μεγάλου περιθωρίου εκτιμήσεως που διέθετε ( 58 ).

Θα συμφωνήσω με την Επιτροπή ότι οι ενάγουσες, οι οποίες φέρουν το βάρος αποδείξεως, πρέπει να αποδείξουν ότι η ζημία την οποία υπέστησαν και η οποία συνίστατο, κατ' αυτές, στην λόγω των υπαίτιων αποφάσεων της Επιτροπής αδυναμία παραδόσεως των ποσοτήτων που πώλησαν οι ανταγωνίστριες κοινοτικές επιχειρήσεις πέραν των συνηθισμένων ποσοτήτων παραδόσεών τους αποτελεί άμεσα ή αμέσως συνέπεια του πταίσματος της Επιτροπής. Αν αποδειχθεί ότι η ζημία αυτή θα είχε επέλθει ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει πταίσμα της Επιτροπής, επειδή οι επιχειρήσεις αρνούνταν να αποδεχθούν το αίτημα της Επιτροπής σχετικά με την αποκατάσταση της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων και/ή επειδή η Επιτροπή έκρινε, ορθώς, ότι δεν έπρεπε να επιβάλει μείωση των ποσοστώσεων, τότε η ζημία δεν αποτελεί εκ πρώτης όψεως συνέπεια του πταίσματος.

Δεν νομίζω όμως ότι η σχετική επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι πειστική από κάθε άποψη, δεδομένου ότι η Επιτροπή, αν θεωρηθεί ότι υπέπεσε σε πταίσμα ( μη ζητώντας εν προκειμένω επίσημα από τις επιχειρήσεις να αναλάβουν την υποχρέωση αντισταθμίσεως και μη επιβάλλοντας τους τις αναγκαίες μειώσεις ποσοστώσεων, αλλ' αντίθετα παραχωρώντας τους πρόσθετες ποσοστώσεις), απέκλεισε εκ των προτέρων κάθε πιθανότητα και κάθε ενδεχόμενο αποκαταστάσεως της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων υπέρ των εναγουσών. Η απώλεια όμως της δυνατότητας αυτής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ζημία, που προκλήθηκε από τις πράξεις ή τις παραλείψεις της Επιτροπής και δεν ήταν μόνο υποθετική.

33.

Η Επιτροπή όμως ισχυρίζεται επίσης ότι, ακόμη και αν είχε μειώσει τις ποσοστώσεις παραδόσεων των επιχειρήσεων που ήσαν υπαίτιες για τη διατάραξη της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων ή ακόμη και αν είχε αρνηθεί να παραχωρήσει στις επιχειρήσεις αυτές πρόσθετες ποσοστώσεις στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την κατασκευή μικρών συγκολλημένων σωλήνων, η Finsider-Italsider και η Falck θα είχαν εν τούτοις υποστεί μείωση του μεριδίου τους στην αγορά. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η μείωση των ποσοστώσεων παραδόσεων δεν αποτελούσε εγγύηση για τη μείωση των εξαγωγών προς την Ιταλία των επιχειρήσεων που ήσαν υπαίτιες για την ανατροπή της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων ( 59 ), η Επιτροπή τονίζει ότι το πιθανό αποτέλεσμα μιας μειώσεως των εξαγωγών από άλλα κράτη μέλη προς την Ιταλία δεν θα ήταν η αύξηση των παραδόσεων της Finsider-Italsider και της Falck εντός της ιταλικής αγοράς, αλλά η αύξηση των εξαγωγών τρίτων χωρών προς την Ιταλία ( 60 ). Μολονότι οι ενάγουσες, επικαλούμενες την αυστηρή κατά την άποψη τους ρύθμιση που ίσχυε για τις εισαγωγές από τις τρίτες χώρες ( 61 ), αρνούνται ότι υπήρχε η πιθανότητα αυτή, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι οι εισαγωγές στην Ιταλία προϊόντων σιδήρου και χάλυβα από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και μόνο θα μπορούσαν, κατ' εφαρμογή των συμφωνιών που είχε συνάψει η Κοινότητα με τις χώρες αυτές, να σημειώσουν αύξηση κατά 300000 τόννους μεταξύ 1984 και 1986, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να την αντιμετωπίσει. Η πιθανότητα αυξήσεως των εισαγωγών στην Ιταλία από άλλες τρίτες χώρες ήταν ακόμη μεγαλύτερη ( 62 ). Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος των ποσοστώσεων που είχαν παραχωρηθεί στις χώρες με τις οποίες είχε συνάψει συμφωνίες η Κοινότητα σχετικά με τις εξαγωγές προς την Ιταλία είχε μείνει αχρησιμοποίητο. Δεδομένου ότι κατά την περίοδο 1984-1986 οι ενάγουσες είχαν αρνηθεί, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, να προσαρμόσουν τις τιμές τους στις χαμηλότερες τιμές στις οποίες πωλούσαν οι εξωκοινοτικοί ανταγωνιστές τους, ήταν αυτονόητο ότι, σε περίπτωση επιβολής εκ μέρους της Επιτροπής μειώσεως των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη, οι Ιταλοί αγοραστές προϊόντων σιδήρου και χάλυβα θα είχαν προτιμήσει να εφοδιαστούν από εξωκοινοτικούς παραγωγούς παρά από τις ενάγουσες.

34.

Η εκτίμηση της υπάρξεως άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των (καθ' υπόθεση) πταισμάτων της Επιτροπής και της ζημίας των εναγουσών πρέπει να είναι συγκεκριμένη, δηλαδή πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις που θα συνέτρεχαν κατά πάσα πιθανότητα, αν δεν είχε συντρέξει πταίσμα, και να συγκριθούν με τις περιστάσεις που αποτελούν τη συνέπεια της υπάρξεως πταίσματος. Το ζήτημα επομένως δεν είναι μόνο να εξεταστεί αν, σε περίπτωση μη συνδρομής πταίσματος της Επιτροπής, θα είχε υπάρξει μείωση των παραδόσεων των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων ή τουλάχιστον αν υπήρχε η πιθανότητα τέτοιας μειώσεως (βλ. ανωτέρω παράγραφο 32 ), αλλ' επιπλέον αν οι ενάγουσες ήσαν σε θέση να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που τους προσφερόταν με τη μείωση αυτή ή με το ενδεχόμενο της μειώσεως αυτής και να αυξήσουν τις παραδόσεις τους. Αν οι ενάγουσες, οι οποίες φέρουν το βάρος αποδείξεως, δεν επιτύχουν να αποδείξουν, έστω και κατά πιθανολόγηση, ότι το όφελος από τη μείωση (ή το ενδεχόμενο της μειώσεως) των ποσοτήτων ή τη μη παραχώρηση πρόσθετων ποσοτήτων στις ανταγωνίστριες κοινοτικές επιχειρήσεις θα αντλούσαν οι ίδιες, και όχι επιχειρήσεις τρίτων χωρών, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν θα έχουν προσκομίσει επαρκή νομική απόδειξη ότι εν προκειμένω υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του καθ' υπόθεση πταίσματος της Επιτροπής και της ζημίας που υπέστησαν.

35.

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το όφελος από την εν λόγω μείωση ή τη μη παραχώρηση των ποσοστώσεων δεν θα αντλούσαν κατά πάσα πιθανότητα οι ενάγουσες απορρέει από το γεγονός ότι οι ενάγουσες, και κυρίως η Finsider-Italsider, ήταν οι ίδιες σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την απώλεια του μεριδίου αγοράς που είχαν υποστεί ( 63 ). Συναφώς η Επιτροπή παραπέμπει στην έκθεση-καταπέλτη « Review of Finsider's 1982-1986 Operational Performance in Reaching 1984-1986 Objectives », την οποία συνέταξε κατόπιν αιτήσεως της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής η εταιρία McKinsey & Company, καθώς και στην απόφαση της της 23ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τις ενισχύσεις που προτίθεται να χορηγήσει η Ιταλική Κυβέρνηση στις δημόσιες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων τα εξής:

« Παρά τις βασικές αυτές δομικές αλλαγές, ο στόχος της βιωσιμότητας δεν επιτεύχθηκε, κατά τα έτη που ακολούθησαν, από τη Finsider, η οποία, σε αντίθεση με τους κυριότερους ανταγωνιστές της στα άλλα κράτη μέλη, συνέχισε να συσσωρεύει ζημίες και είχε δυσκολίες στη διατήρηση της θέσης της στην αγορά.

Η έρευνα εμπειρογνωμόνων (η έκθεση McKinsey ) για τα αίτια της αποτυχίας αυτής της Finsider στο στόχο της βιωσιμότητας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό οφευλόταν κυρίως στη βιομηχανική και εμπορική δομή της εταιρίας, που εξακολουθούσε να μην είναι επαρκώς ανταγωνιστική, στις καθυστερήσεις για την εφαρμογή των επενδύσεων και στις ανεπάρκειες της διοίκησης. » ( 64 )

Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι τα οικονομικά προβλήματα της Finsider-Italsider δεν έχουν καμία σημασία εν προκειμένω και υποστηρίζουν ότι η απώλεια μεριδίων της ιταλικής αγοράς που υπέστησαν δεν οφείλεται στις ίδιες, αλλά στις υπερβολικά χαμηλές τιμές των εντός της ιταλικής αγοράς παραδόσεων εκ μέρους επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα άλλων κρατών μελών (που πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση της ρυθμίσεως περί τιμών ). Μολονότι η παράβαση της ρυθμίσεως περί κατωτάτων τιμών από ορισμένες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα άλλων κρατών μελών ενδέχεται να μπορεί να εξηγήσει εν μέρει τις απώλειες μεριδίων της αγοράς που υπέστησαν οι ενάγουσες, τούτο δεν ισχύει για τον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονταν για την κατασκευή μικρών συγκολλημένων σωλήνων (στον οποίο σημειώθηκε κυρίως η διατάραξη της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων ), διότι για τα προϊόντα αυτά δεν υπήρχαν κατώτατες τιμές. Επιπλέον, ο χαμηλός βαθμός οικονομικής αποδοτικότητας των εναγουσών αποτελεί αναμφισβήτητα ένα επίσης σημαντικό στοιχείο, καθόσον με βάση το στοιχείο αυτό μπορεί να πιθανολογηθεί ότι η μείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών ανταγωνιστών των εναγουσών ή η μη παραχώρηση πρόσθετων ποσοστώσεων στους ανταγωνιστές αυτούς δεν θα απέβαινε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προς όφελος των εναγουσών.

36.

Ενόψει των στοιχείων που εκτίθενται στα σημεία 33 έως 35, πιστεύω ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν επαρκώς ότι υφίστατο άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των φερομένων ως πταισμάτων της Επιτροπής και της ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της ανατροπής της ισορροπίας στις συνηθισμένες παραδόσεις.

5. Συμπέρασμα

37.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτές, αλλ' όχι βάσιμες, τις αγωγές αποζημιώσεως που άσκησαν η Finsider-Italsider και η Falck βάσει των άρθρων 34 και 40 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αν ληφθούν υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε η Επιτροπή, καθώς και το περίπλοκο οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου η Επιτροπή έπρεπε να ασκήσει τις εξουσίες της, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ενήργησε κατά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονταν στην άσκηση των εξουσιών της. Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Επιτροπή πταίσμα κατά την έννοια του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, ή του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο. Επικουρικά, προτείνω στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν επαρκώς την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των φερομένων ως πταισμάτων και της ζημίας που υπέστησαν.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.

( 1 ) Απόφαση της Επιτροπής της 31ης Ιανουαρίου 1984 για παράταση του συστήματος επιτήρησης και ποσοστώσεων παραγωγής για ορισμένα προϊόντα των επιχειρήσεων της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα ( ΕΕ L 29, σ. 1)

( 2 ) Απόφαση της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 1985 για παράταση της ισχύος του συστήματος επιτήρησης και ποσοστώσεων παραγωγής για ορισμένα προϊόντα της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα ( ΕΕ L 340, σ. 5 ).

( 3 ) Όσον αφορά τη ratio legis του άρθρου 15 Β της αποφάσεως 234/84/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 1984, βλ. το σημείο 9 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως αυτής που επιγράφεται: « Επιτήρηση των παραδοσιακών ρευμάτων (άρθρο 15 Β)», το οποίο αναφέρεται στη συνεδρίαση που πραγματοποίησε το Συμβούλιο στις 22 Δεκεμβρίου 1983. Βλ. επίσης την έκθεση ακροατηρίου στην υπόθεση 45/84 R, EISA κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1759, και ειδικότερα σ. 1761 και 1762).

( 4 ) Βλ. την έκθεση ακροατηρίου στην υπόθεση EISA κατά Επιτροπής ( όπ.π. υποσημ. 3 ), σ. 1762.

( 5 ) Διάταξη της 28ης Μαρτίου 1984, 45/84 R, Association des aciéries européennes indépendantes ( European Independant Steelwork Association — EISA ) κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1984, σ. 1759, σκέψη 13 ).

( 6 ) 'Οπ.π., σκέψεις 12-14.

( 7 ) 'Οπ,π., σκέψη 8.

( 8 ) 'Οπ,π., σκέψη 14.

( 9 ) Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 1985, η Assider, η ένωση των ιταλικών επιχειρήσεων της βιομηχανίας μετάλλου, ζήτησε επίσης την εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπε το άρθρο 15 Β της αποφάσεως 234/84 της Επιτροπής στηριζόμενη στα στοιχεία του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου τριμήνου 1984.

( 10 ) Βλ. το έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1984 ( παράρτημα 5 των δικογράφων των αγωγών ), όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τα τρία πρώτα τρίμηνα του 1984, και το έγγραφο της 20ής Μαρτίου 1985 (παράρτημα 9 των δικογράφων των αγωγών), όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με το τέταρτο τρίμηνο του 1984.

( 11 ) Απόφαση τικ 9ης Απριλίου 1987, 167/85 και 212/85, Assider και Ιταλία κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1987, σ. 1701 ).

( 12 ) 'Οπ.π., σκέψη 17.

( 13 ) 'Οπ.π., σκέψη 19. Κατά το Δικαστήριο δηλαδή, το προβλεπόμενο από το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4, μέτρο « δεν έχει τον χαρακτήρα κυρώσεως » και επομένως δεν εξαρτάται από τη διαπίστωση οποιασδήποτε παραβάσεως εκ μέρους των επιχειρήσεων που είναι υπαίτιες για την ανατροπή της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων.

( 14 ) Στη σκέψη 10 το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: « Παρατηρείται ότι, παρόλον ότι τα υποβληθέντα από τις προσφεύγουσες στην Επιτροπή αιτήματα απέβλεπαν στην εφαρμογή του άρθρου 15 Β, χωρίς άλλη διευκρίνιση, της προαναφερθείσας απόφασης ΕΚΑΧ, προκύπτει τόσο από τις ίδιες τις προσφυγές όσο και από τις ενώπιον του Δικαστηρίου συζητήσεις ότι η Assider, καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, περιορίζονται στο να ζητήσουν την ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεως της Επιτροπής να εφαρμόσει την παράγραφο 4 του άρθρου 15 Β της εν λόγω αποφάσεως. »

( 15 ) Βλ. τα έγγραφα της 29ης Μαίου 1985, της 7ης Αυγούστου 1985, της 30ής Νοεμβρίου 1985, της 6ης Μαρτίου 1986, της 31ης Μαρτίου 1986, της 7ης Αυγούστου 1986, της 1ης Δεκεμβρίου 1986 και της 13ης Μαρτίου 1987 (παραρτήματα Π έως 18 των δικογράφων των αγωγών).

( 16 ) Βλ. τα έγγραφα της 9ης Ιανουαρίου 1986, της 10ης Ιουνίου 1986 και της 11ης Νοεμβρίου 1987 (παραρτήματα 19 έως 22 των δικογράφων των αγωγών ).

( 17 ) Η κατά τα έτη 1984, 1985 και 1986 ανατροπή της ισορροπίας των συνηθισμένων παραδόσεων προκύπτει σαφώς από έναν ανακεφαλαιωτικό πίνακα που κατάρτισαν οι ιταλικές αρχές βάσει των στοιχείων που είχε δημοσιεύσει η Επιτροπή ( βλ. σελ. 11 των δικογράφων των αγωγών). Η αύξηση των παραδόσεων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα των κατηγοριών Ια και II εκ μέρους των επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα άλλων κρατών μελών ανήλθε σε 7,3 % το 1984, σε 8,4% το 1985 και σε 12,2 % το 1986. Η αύξηση των παραδόσεων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα της κατηγορίας Ιβ ανήλθε σε 5,2% το 1984, σε 3,9 % το 1985 και σε 2,8 % το 1986. Σε σύγκριση με την αύξηση αυτή των παραδόσεων των αλλοδαπών επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα είχε σημειωθεί ανάλογη μείωση των παραδόσεων των Ιταλών παραγωγών.

( 18 ) Βλ. το άρθρο Ι, παράγραφος 4, της αποφάσεως 3746/86/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1986 ( ΕΕ L 348, σ. 1 ).

( 19 ) Βλ. τη σκέψη 18 της αποφάσεως Assider (όπ.π., υποσημ. 11 ).

( 20 ) Βλ. τα παραρτήματα 3, 6, 8, 9, 12, 13, 15, 16, 22 και 29 των υπομνημάτων αντικρούσεως. Από ένα υπηρεσιακό σημείωμα της 25ης Ιουνίου 1984 προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι το άρθρο 15 Β Ισχυε επίσης στον τομέα των ημικατεργασμένων προϊόντων που προορίζονται για την παραγωγή μικρών συγκολλημένων σωλήνων (παράρτημα 3 των υπομνημάτων αντικρούσεως).

( 21 ) Βλ. το παράρτημα 12 των υπομνημάτων αντικρούσεως.

( 22 ) Βλ. π.χ. το έγγραφο της Επιτροπής της 6ης Φεβρουαρίου 1985 προς την εταιρία Cockerill Sambre SA (παράρτημα 16 των υπομνημάτων αντικρούσεως ).

( 23 ) Βλ. συναφώς το εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα προς το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής (της 13ης Δεκεμβρίου 1985 ), στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

« Εξάλλου, μπορείτε να παροτρύνετε τις επιχειρήσεις να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις ως προς την τήρηση των κανόνων σχετικά με τις συνηθισμένες παραδόσεις, τους οποίους καθιερώσαμε στο πλαίσιο του άρθρου 15 Β της αποφάσεως περί του συστήματος των ποσοστώσεων. Το σύστημα μας βέβαια βρίσκεται στο έσχατο όριο της νομιμότητας. Οπωσδήποτε το άρθρο 15 Β δεν αποτελεί απαράβατο όρο για τη λειτουργία του συστήματος των ποσοστώσεων. Το Δικαστήριο δεν έδωσε καμία απάντηση στο ερώτημα αν το άρθρο 15 Β συμβιβάζεται με το άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. »

( Βλ. το παράρτημα 29 των υπομνημάτων αντικρούσεως, σ. 1, σημείο 2). Βλ. επίσης ένα υπηρεσιακό σημείωμα της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής προς τον αρμόδιο Γενικό Διευθυντή (της 3ης Ιανουαρίου 1985), στο οποίο αναφερόταν ότι η εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, όπως προτεινόταν με το υπόμνημα των 12 σημείων, θα οδηγούσε ταχέως στην άσκηση προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου (παράρτημα 14 των υπομνημάτων αντικρούσεως ).

( 24 ) Βλ. τα υπομνήματα ανταπαντήσεως, σ. 23.

( 25 ) Γιο περισσότερες λεπτομέρειες απ' αυτού βλ. τις προτάσεις που ανέπτυξε ο δικαστής Biancarelli στις 30 Ιανουαρίου 1991 στην υπόθεση Τ-120/89, Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-279, σημείο II Α 3).

( 26 ) Απόφαση της 10ης Ιουνίου 1986, 81/85 κα 119/85, Union sidérurgique du nord et de l' est de la France (Usinor) κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1777, σκέψη 24 ): « Η προσφυγή θα πρέπει να κριθεί απαράδεκτη επίσης και όσον αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η άσκηση προσφυγής αποζημιώσεως είναι δυνατή μόνο μετά την ακύρωση της αποφάσεως που φέρεται ως η αιτία προκλήσεως της ζημίας και αφού διαπιστωθεί ότι η Ανωτάτη Αρχή δεν προτίθεται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η αποκατάσταση της βέβαιωθείσας παρανομίας. »

( 27 ) Βλ. την εν λόγω απόφαση στην υποσημ. 11 ανωτέρω, σκέψη 20.

( 28 ) Υπέρ της απόψεως αυτής βλ. επίσης, σχετικά με παρεμφερή περίπτωση, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1991, Τ-120/89, Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-279, σκέψεις 66 έως 69), και τις προτάσεις που ανέπτυξε ο δικαστής Biancarelli στην ίδια αυτή υπόθεση ( όπ.π. υποσημ 25, σημείο II Α 4).

( 29 ) 'Οπ.π., υποσημ. 28, σκέψεις 41 έως 49, και ειδικότερα σκέψη 47.

( 30 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 193/86, 99/86 και 215/86, Αστερίς ΑΕ κ.λπ. και Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψεις 30 και 31 ).

( 31 ) Βλ. ανωτέρω παράγραφο 7 και υποσημ. 16 και 17.

( 32 ) Βλ. σκέψη 15 της εν λόγω αποφάσεως ( όπ.π., υποσημ. 11).

( 33 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1961, 9/60 και 12/60, Société commerciale Antoine Vloeberghs κατά Ανωτάτης Αρχής ( Jurispr. 1961, σ. 415, και συγκεκριμένα σ. 447 έως 448). Στην απόφαση εκείνη η αγωγή είχε ασκηθεί βάσει του άρθρου 40, αλλά η ενάγουσα δεν είχε καν την ιδιότητα επιχειρήσεως, κατά την έννοιΛ του άρθρου 80 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και επομένως δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως ( Βάσει του άρθρου 33 ) ή προσφυγή κατά παραλείψεως ( βάσει του άρθρου 35 ) και συνεπώς ούτε αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 34. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να αποφανθεί επί της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 34 και του άρθρου 40.

( 34 ) Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1961, 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, Société Fives Lille Caii ( Jurispr. 1961, σ. 591, και συγκεκριμένα σ. 624). Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο, με τη φράση « ( οι αγωγές αποζημιώσεως ) είναι αυτοτελείς έναντι των προσφυγών ακυρώσεως », ήθελε απλώς να διευκρινίσει, εφόσον η φράση αυτή εξεταστεί μαζί με τα συμφραζόμενα, ότι το γεγονός ότι η προσφυγή ακυρώσεως είχε κηρυχθεί απαράδεκτη δεν ασκούσε, στην υπόθεση εκείνη, καμία επιρροή επί του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως που είχε ασκηθεί βάσει του άρθρου 40, επειδή η αγωγή αυτή στηριζόταν σε άλλους ισχυρισμούς.

( 35 ) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1961, 14/60, 16/60, 17/60, 20/60, 24/60, 26/60, 27/60 και 1/61, Meroni & Co κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής (Jurispr. 1961, σ. 341, και συγκεκριμένα σ. 347 έως 348 ). Εν προκειμένω η Επιτροπή δεν επικαλείται ευθέως την απόφαση Meroni, αλλά παραθέτει ένα νωρίο από xi r π ηοτάσε“” του γενικού εισαγγελέα Lagrange στην υπόθεση 36/62, Aciéries du Temple κατά Ανωτάτης Αρχής, οι οποίες αναπτύχθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 1963, χωρίο το οποίο παραπέμπει στα οικεία σημεία της αποφάσεως Meroni. Αμφιβάλλω πάντως αν τα σημεία αυτά, εξεταζόμενα εντός του αρχικού πλαισίου τους, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της απόψεως της Επιτροπής.

( 36 ) Απόφαση της 20ής Ιουνίου 1986 ( όπ.π., υποσημ. 26 ). Η απόφαση εκείνη αφορούσε προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεως ΕΚΑΧ που στηριζόταν στο άρθρο 33, ενώ παράλληλα προβαλλόταν αίτημα αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 34. Το άρθρο 40 της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αποτελούσε αντικείμενο της υποθέσεως εκείνης.

( 37 ) Οι διισταμένες απόψεις που υποστηρίζονται στη θεωρία σχετικά με το ζήτημα αυτό εκτίθενται στις προτάσεις που ανέπτυξε ο Δικαστής Biancarelli στις 30 Ιανουαρίου 1991 στην υπόθεση Peine-Salzgitter ( όπ.π., υποσημ. 25 ), στα σημεία II Β 1 γ και II Β 2 α.

( 38 ) Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και ο δικαστής Biancarelli, κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως του ζητήματος ( βλ. τις προαναφερθείσες στην υποσημ. 25 προτάσεις του ). Ο δικαστής αυτός πρόσθεσε πάντως ότι, αν στην περίπτωση αυτή εφαρμοστεί το άρθρο 40, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 34, πρώτο εόάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ( βλ. το σημείο II Β γ 2 των προτάσεων του ). Επί του σημείου αυτού δεν συμφωνώ με τα συμπεράσματα του. Νομίζω ότι η παραπομπή στο άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, η οποία περιέχεται στο άρθρο 40, δεν έχει αυτή την έννοια. Με την παραπομπή αυτή εφιστάται, κατά την άποψη μου, απλώς η προσοχή στο γεγονός ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως αποφάσεως, εφαρμόζονται οι ειδικοί κανόνες του άρθρου 34.

( 39 ) Βλ. επίσης τις προαναφερθείσες στην υποσημείωση 25 προτάσεις του δικαστή Biancarelli ( σημείο II Β γ 1 ), ο οποίος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lagrange στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Meroni και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Vloeberghs.

( 40 ) Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψεις 29 επ. ), της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1986, σ. 1357, σκέψη 23), καθώς επίσης και την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, UNECTEF κατά Heylens (Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 14). Όσον αφορά μια παλιά απόφαση, βλ. την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1960, 6/60, Humblet κατά Βελγίου (Jurispr. 1960, σ. 1167), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, «σε περίπτωση αμφιβολιών, η διάταξη που παρέχει δικονομικές εγγυήσεις δεν επιτρέπεται να ερμηνεύεται στενά ή συσταλτικά εις βάρος του διοικούμενου ».

( 41 ) Συλλογή 1986, σ. 753, σκέψη 32.

( 42 ) Βλ. την προαναφερθείσα απόφαση στην υποσημ. 33, σ. 426.

( 43 ) Βλ. τη σκέψη 33 της αποφάσεως Krohn ( όπ.π., υποσημ. 41).

( 44 ) Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων: Lagrange: « The noncontractual liability of the Community in the ECSC and in the EEC », 3 CML-Rev. ( 1966 ), σ. 10, 27 Bebr, G.: « The non-contractual liability of the European Coal and Steel Community », στο: Schermers, Henkels και Mead, Non-contractual liability of the European Communities, Leyde, 1988, σ. Γ 39 και 44, και τις προτάσεις του δικαστή Biancarelli στην υπόθεση Τ-120/89, Peine-Salzgitter ( 6π.π., υποσημ. 25, σημείο III Α ).

( 45 ) Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημ. 35 απόφαση, σ. 337 ( η υπογράμμιση δική μου ).

( 46 ) Όπ,π., σ. 340 και 341 ( η υπογράμμιση δική μου ).

( 47 ) Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημ. 34 απόφαση, σ. 592 ( η υπογράμμιση δική μου ).

( 48 ) Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημ. 28 απόφαση Peine-Salzgitter, σκέψεις 86 επ. Είναι προφανές ότι τούτο δεν ισχύει στις περιπτώσεις στις οποίες η αρμοδιότητα της κοινοτικής αρχής είναι σαφώς οριοθετη-μενη ( « δέσμια αρμοδιότητα » ), όπως συμβαίνει συχνά στις υπαλληλικές υποθέσεις.

( 49 ) Βλ. π.χ. την απόφαση της 25ης Μαίου 1978, 83/76 και 94/76, 4/77, 15/77 και 40/77, Bayerische HNL κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Jurispr. 1978, σ. 1209, σκέψη 6 ).

( 50 ) Αναφέρομαι στην « τοπική εφαρμογή », καθόσον η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εφάρμοσε ανεπίσημα την εν λόγω διάταξη, δηλαδή ότι, χωρίς να απευθύνει επίσημη πρόσκληση προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα, διαβουλεύθηκε μαζί τους σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν οι επιχειρήσεις αυτές την ανατραπείσα ισορροπία των συνηθισμένων παραδόσεων. Μόνο όταν από τις διαβουλεύσεις αυτές διαφάνηκε ότι οι επιχειρήσεις δεν ήσαν διατεθειμένες να αποκαταστήσουν την ισορροπία αυτή ελήφθη η απόφαση της Επιτροπής να μην τους απευθύνει καμία επίσημη πρόσκληση κατά το άρθρο 15 Β, παράγραφος 4.

( 51 ) Βλ. επίσης επ' αυτού τις προτάσεις του γενικού εισαγγελία Mischo, της 10ης Φεβρουαρίου 1987, στις οποίες γίνεται επίσης λόγος (σ. 1721 ) για τη στενή σχέση μεταξύ των παραγράφων 4 και 5 του εν λόγω άρθρου 15 Β.

( 52 ) Απόφαση της 28ης Matou 1970, 19/69, 20/69, 25/69 και 30/69, Richez-Parise κατά Επιτροπής ( Jurispr. 1970, σ. 325, σκέψη 36 ).

( 53 ) Κατά την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Peine-Saizgitter, η έννοια της ειδικής ζημίας σημαίνει αφενός ότι η ζημία είναι ιδιαίτερα βαριά και αφετέρου ότι πλήττεται περιορισμένος και προσδιορίσιμος αριθμός επιχειρηματιών ( βλ. σκέψη 131 της αποφάσεως αυτής, όπ.π., υποσημ. 28 ).

( 54 ) Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1976, 26/74, Roquette κατά Επιτροπής ( Jurispr. 1976, σ. 677, σκέψεις 21 επ.), και της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 197 έως 200/80, 243/80, 245/80 και 247/80, Walzmühle κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 3211, σκέψη 50 ).

( 55 ) Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1961, 9/60 και 12/60, Vloeberghs (όπ.π., υποσημ. 33, σ. 451 επ.), της 16ης Δεκεμβρίου 1963, 36/62, Société des Aciéries du Temple κατά Ανωτάτης Αρχής (Jurispr. 1963, σ. 609, και συγκεκριμένα σ. 630) της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76 και 113/76, 167/78 και 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier Frères κατά Συμβουλίου (Jurispr. 1979, σ. 3091, σκέψη 21 ), και την πιο πρόσφατη απόφαση Walzmühle ( όπ.π., υποσημ. 54, σκέψεις 51 επ. ).

( 56 ) Όπ.π., υποσημ. 11.

( 57 ) Βλ. το παράρτημα 30 των υπομνημάτων αντικρούσεως, σ. 1. Εδώ επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, αν και οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η ζημία τους είναι μεγαλύτερη, θεωρούν ότι η δήλωση αυτή της Επιτροπής είναι σημαντική, καθόσον περιέχει ομολογία της υπάρξεως ζημίας. Από την πλευρά της η Επιτροπή ισχυρίζεται, κακώς κατά τη γνώμη μου, ότι τα πρακτικά αυτά δεν περιέχουν ομολογία της υπάρξεως ζημίας, αλλά απλώς επαναλαμβάνουν στοιχεία που είχαν παράσχει οι ενάγουσες.

( 58 ) Βλ. την απόφαση Αssider (όπ.π., υποσημ. 11, σκέψη 15).

( 59 ) Βλ. συναφώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo στην υπόθεση Assider (σ. 1723, και συγκεκριμένα 1724 ), με τις οποίες ο γενικός εισαγγελέας τονίζει εντούτοις ότι η μείωση των ποσοστώσεων θα αποτελούσε πάντως αρκετά ισχυρό κίνητρο για τις εν λόγω επιχειρήσεις να αποκαταστήσουν την ισορροπία των συνηθισμένων παραδόσεων.

( 60 ) Βλ. το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση Fin- sider-Italsider, σ. 61 επ., και το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση Falck, σ. 60 επ.

( 61 ) Βλ. τα υπομνήματα απαντήσεως, σ. 47.

( 62 ) Βλ. το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση Fin- sider-Italsider, σ. 63 επ., και το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση Falck, σ. 61 και 62.

( 63 ) Βλ. το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση Finsider-Italsider, σ. 71 και 72.

( 64 ) Βλ. το σημείο 1, δεύτερη και τρίτη παράγραφος ( ΕΕ 1989, L 86, σ. 76).

Top