EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CC0362

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 10ης Ιανουαρίου 1990.
GB-INNO-BM κατά Confédération du commerce luxembourgeois.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Grand-duché de Λουξεμβούργο.
Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Εθνική απαγόρευση ανακοινώσεως σε προσφορά πωλήσεως της διάρκειας της προσφοράς και της παλαιάς τιμής.
Υπόθεση C-362/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-00667

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:5

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

CARL OTTO LENZ

της 10ης Ιανουαρίου 1990 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Α — Πραγματικά περιστατικά

1.

Η διαδικασία παραπομπής επί της οποίας θα αναπτύξω σήμερα τις προτάσεις μου αφορά ένα κάπως ασυνήθιστο πρόβλημα που πιθανόν να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ.

2.

Τον Σεπτέμβριο 1986η βελγική ανώνυμη εταιρία GB-INNO-BM ( στο εξής INNO ) που εκμεταλλεύεται υπεραγορές στο Βέλγιο, μεταξύ άλλων στην Arion, κοντά στα σύνορα Βελγίου-Λουξεμβούργου, διένειμε διαφημιστικά έντυπα προς προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων της. Τα έντυπα αυτά ανέφεραν την περιορισμένη διάρκεια των εκπτώσεων, καθώς και τις μειωμένες τιμές, με παράλληλη αναφορά των παλαιών τιμών. Η διαφήμιση αυτή ήταν σύμφωνη προς τη βελγική νομοθεσία ( 1 ) περί αθεμίτου ανταγωνισμού, όχι όμως και προς τις τότε ισχύουσες διατάξεις του Λουξεμβούργου, κατά τις οποίες απαγορεύονται οι προσφορές πωλήσεως ή οι λιανικές πωλήσεις που περιλαμβάνουν προσωρινώς έκπτωση των τιμών και γίνονται εκτός του πλαισίου των ειδικών πωλήσεων ή εκκαθαρίσεων, εφόσον στις προσφορές αναφέρεται η διάρκειά τους και οι παλαιές τιμές.

3.

Η Confédération du commerce luxembourgeois (στο εξής: CCL), προσέφυγε δικαστικώς κατά της διαφημιστικής αυτής πρακτικής και ζήτησε από τα αρμόδια δικαστήρια του Λουξεμβούργου να απαγορεύσουν την εν λόγω πρακτική στην εταιρία INNO κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η εταιρία INNO, κατόπιν απορρίψεως της εφέσεώς της κατά της σχετικής διατάξεως του τμήματος του Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου, δικάζοντος εμπορικές υποθέσεις, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour supérieure de justice του Λουξεμβούργου, δικάζοντος ως ακυρωτικού.

4.

Το Δικαστήριο αυτό υπέβαλε προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το εξής προδικαστικό ερώτημα:

« Έχουν τα άρθρα 30, 31, πρώτη παράγραφος, και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπουσα ότι οι προσφορές πωλήσεως ή οι λιανικές πωλήσεις που περιλαμβάνουν προσωρινώς εκπτώσεις τιμών και γίνονται εκτός του πλαισίου ειδικών πωλήσεων ή εκκαθαρίσεων δεν επιτρέπονται παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι στις προσφορές αυτές δεν αναφέρεται ούτε η διάρκειά τους ούτε οι παλαιές τιμές; »

5.

Στην έκθεση για την επ· ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Β — Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

6.

Η CCL, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου θεωρούν ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης, επειδή δεν αφορούν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών, αλλά μόνο τη διαφήμιση. Η πώληση των εμπορευμάτων από την εταιρία INNO πραγματοποιείται αποκλειστικά επί βελγικού εδάφους, έτσι ώστε να αποκλείεται εκ των προτέρων η παρεμπόδιση του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

7.

Η εταιρία INNO, η Επιτροπή, καθώς και η Γαλλική Δημοκρατία, θεωρούν αντίθετα τις επίμαχες διατάξεις του Λουξεμβούργου ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή μια νομοθεσία που περιορίζει ή απαγορεύει ορισμένες μορφές διαφημίσεως μπορεί να είναι ικανή να περιορίσει τον όγκο των εισαγωγών, λόγω του ότι πλήττει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων.

1. Ως προς την εφαρμογή των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ

8.

Πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν διέπει απευθείας την εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων κρατών της Κοινότητας, αλλά μόνο τη διαφήμιση των εμπορευμάτων αυτών. Αυτό δεν αποκλείει εντούτοις την εξέταση της νομοθεσίας αυτής υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή η απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς που περιέχεται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και έχει παραδεδεγμένα ευρύ πεδίο εφαρμογής, περιλαμβάνει, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου ( 2 ) κάθε πράξη των κρατών μελών ικανή να παρεμποδίσει αμέσως ή εμμέσως, πράγματι ή δυνάμει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

9.

Ασφαλώς μια απαγόρευση της διαφημίσεως, όπως η προκείμενη, δεν αποκλείει την εισαγωγή στο οικείο κράτος μέλος προϊόντων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη ή έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη αυτά. Μπορεί εντούτοις να δυσχεράνει την εμπορία τους και, επομένως, να παρεμποδίσει τουλάχιστον εμμέσως το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ( 3 ). Πράγματι, μια νομοθεσία που περιορίζει ή απαγορεύει ορισμένες μορφές διαφημίσεως και ορισμένα μέσα προωθήσεως των πωλήσεων, καίτοι δεν επηρεάζει αμέσως τις εισαγωγές, είναι ικανή να περιορίσει τον όγκο τους, διότι επηρεάζει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων ( 4 ).

10.

Συνεπώς, το γεγονός ότι εθνικές διατάξεις στον τομέα της διαφημίσεως δεν μπορούν να έχουν άμεση, αλλά μόνο έμμεση, επίπτωση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν κωλύει την εφαρμογή των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ.

11.

Ούτε το γεγονός ότι οι πωλήσεις για τις οποίες η εταιρία INNO έκανε διαφήμιση στο Λουξεμβούργο πραγματοποιούνται στο Βέλγιο αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ. Οι προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ δεν διακρίνουν μεταξύ του διακρατικού εμπορίου μεταξύ εμπόρων και των συναλλαγών, για τις οποίες ο πελάτης διαβαίνει ο ίδιος τα σύνορα προκειμένου να αγοράσει και να εισαγάγει στη συνέχεια ως ιδιώτης το αγορασθέν εμπόρευμα στο έδαφος του δικού του κράτους μέλους. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε για πρώτη φορά, καθόσον γνωρίζω, στις διαφορετικές αυτές όψεις των εμπορικών δραστηριοτήτων στην απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984 επί των συνεκδικα-σθεισών υποθέσεων 286/82 και 26/83 ( 5 ), στην οποία έκρινε, σχετικά με την έννοια της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ότι, για να επιτραπεί η πραγματοποίηση παροχής υπηρεσιών, είναι δυνατόν να υπάρχει μετακίνηση είτε του παρέχοντος την υπηρεσία, που μεταβαίνει στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο αποδέκτης, είτε του αποδέκτη που μεταβαίνει στο κράτος εγκαταστάσεως του παρέχοντος την υπηρεσία. Στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 1989 επί της υποθέσεως 250/87 ( 6 ) το Δικαστήριο χρειάστηκε να στηριχθεί σε παρόμοιο συλλογισμό, όσον αφορά την έννοια της εισαγωγής εμπορευμάτων, εξετάζοντας υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ μια εισαγωγή που πραγματοποιήθηκε από ιδιώτη, και η οποία κρίθηκε, τελικά, ασυμβίβαστη προς τις προαναφερθείσες διατάξεις.

12.

Παρόμοια είναι και η παρούσα περίπτωση. Εν προκειμένω, οι αγοραστές μεταβαίνουν από ένα κράτος μέλος σε άλλο, για να αγοράσουν υπό ευνοϊκότερους όρους. Αυτό μπορούν όμως να το πράξουν, μόνον εφόσον γνωρίζουν τους όρους πωλήσεως που ισχύουν στη γειτονική χώρα.

13.

Πώς είναι δυνατόν να πληροφορηθεί ο πληθυσμός ενός κράτους μέλους τους όρους πωλήσεως που ισχύουν σε άλλο κράτος μέλος, αν μπορεί να απαγορευθεί η σχετική διαφήμιση βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στο πρώτο κράτος μέλος; Η ερμηνεία αυτή θα είχε ακριβώς ως αποτέλεσμα να στερήσει τον παραμεθόριο πληθυσμό από τα πλεονεκτήματα της κοινής αγοράς και να τον κρατήσει στην περιφερειακή θέση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη συνόρων « που διαιρούν ». Η κατάργηση των συνόρων αυτών αποτελεί έναν από τους σκοπούς της κοινής δραστηριότητας των χωρών που απαρτίζουν την Κοινότητα ( 7 ). Η διατήρηση τέτοιων συνόρων ως προς τη διαφήμιση είναι επομένως ασυμβίβαστη προς τη « δημιουργία μιας κοινής αγοράς » την οποία το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΟΚ αναφέρει ως πρωταρχικό στόχο της Συνθήκης.

14.

Εξάλλου, μια τέτοια ερμηνεία θα περιόριζε τη σημασία του σκοπού του τίτλου Ι του δευτέρου μέρους της Συνθήκης, της « ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων», επειδή στην οικονομία της αγοράς η πληροφόρηση των συναλλασσομένων για τις συνθήκες της αγοράς είναι ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία της. Δεν προκύπτει δε από τα προβληθέντα επιχειρήματα ότι οι συντάκτες της Συνθήκης επιθυμούσαν ένα τέτοιο περιορισμό. Αντίθετα, η γενική διατύπωση της απαγορεύσεως «όλων των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος ( προς τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών ) » συνηγορεί υπέρ της απόψεως που υποστηρίζω.

15.

Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σχέση της εν λόγω νομοθεσίας με το διακρατικό εμπόριο. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την επίμαχη εθνική νομοθεσία από άλλες εθνικές διατάξεις που υπάγονται στον τομέα της εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και δεν έχουν επιπτώσεις στο εξωτερικό εμπόριο του οικείου κράτους, όπως, για παράδειγμα, οι διατάξεις που απαγορεύουν τη νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία ( 8 ) ή η απαγόρευση των πωλήσεων τις Κυριακές ( 9 ).

16.

Στο παρόν στάδιο της αναπτύξεως μου είναι, επομένως, βέβαιο ότι οι διατάξεις κράτους μέλους περί της διαφημίσεως εμπορευμάτων μπορούν να εξεταστούν υπό το πρίσμα των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, ακόμη και όταν η αγορά πραγματοποιείται σε άλλο κράτος μέλος και η εισαγωγή του αγορασθέντος εμπορεύματος στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους πραγματοποιείται από τον· ίδιο τον ιδιώτη.

2. Ως προς τις απαγορεύσεις της διαφημίσεως

17.

Όπως προαναφέρθηκε, μια νομοθεσία που περιορίζει ή απαγορεύει ορισμένες μορφές διαφημίσεως και ορισμένα μέσα προωθήσεως των πωλήσεων είναι ικανή να περιορίσει τον όγκο των εισαγωγών, διότι επηρεάζει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος επιχειρηματίας αναγκάζεται είτε να ακολουθήσει διαφορετικά συστήματα διαφημίσεως ή προωθήσεως των πωλήσεων αναλόγως των συγκεκριμένων κρατών μελών είτε να εγκαταλείψει ένα σύστημα που θεωρεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό είναι δυνατό να αποτελέσει εμπόδιο στις εισαγωγές, ακόμη και αν η σχετική νομοθεσία εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εθνικά και στα εισαγόμενα προϊόντα ( 10 ). Αυτό ισχύει ιδίως όταν πρόκειται για διαφήμιση προοριζόμενη για δύο χώρες με την ίδια γλώσσα και το ίδιο νόμισμα, όπως εν προκειμένω.

18.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( 11 ) ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως της εμπορίας των οικείων προϊόντων τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας πρέπει να γίνονται δεκτά, εφόσον η εθνική ρύθμιση εφαρμοζόμενη αδιακρίτως στα εθνικά και στα εισαγόμενα προϊόντα, μπορεί να δικαιολογηθεί από τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που αναφέρονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ ή επιτακτικές απαιτήσεις της προστασίας των καταναλωτών ή της εντιμότητας των συναλλαγών. Επιπλέον, μια τέτοια ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αν ένα κράτος μπορεί να επιλέξει μεταξύ διαφόρων μέτρων, με τα οποία είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, οφείλει να επιλέξει το μέτρο που δημιουργεί τα λιγότερα εμπόδια στην ελευθερία των συναλλαγών.

19.

Υπό το φως αυτών των συλλογισμών πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι μόνες κοινές ή εναρμονισμένες διατάξεις στον τομέα της διαφημίσεως είναι αυτές της οδηγίας του Συμβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1984 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση ( 12 ). Η οδηγία αυτή αφορά πάντως, όπως προκύπτει και από τον τίτλο της, μόνο την παραπλανητική διαφήμιση και επιτρέπει εξάλλου στα κράτη μέλη, να εξασφαλίσουν πιο εκτεταμένη προστασία των καταναλωτών, των επιχειρηματιών και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.

20.

Επειδή δεν υφίσταται, επομένως, πλήρης κοινοτική ρύθμιση του τομέα της διαφημίσεως, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη εθνική νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί από τις προαναφερθείσες επιτακτικές απαιτήσεις. Προς τον σκοπό αυτό οι δύο απαγορεύσεις της διαφημίσεως πρέπει να εξεταστούν χωριστά.

α) Ως προς την απαγόρευση αναφοράς της διάρκειας της ειδικής προσφοράς

21.

Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, για να δικαιολογήσει τη σχετική διάταξη, επικαλέστηκε την ανάγκη εξασφαλίσεως της διαφάνειας των τιμών προς το συμφέρον όλων των συναλλασσομένων, καθώς και την ανάγκη διακρίσεως μεταξύ των πωλήσεων με μειωμένες τιμές και των πωλήσεων στα πλαίσια των επιτρεπομένων εκπτώσεων που πραγματοποιούνται δύο φορές ετησίως. Ο νομοθέτης του Λουξεμβούργου θέλησε έτσι να εξυγιάνει την αγορά και να περιορίσει τις εμπορικές πρακτικές που είναι ικανές να ζημιώσουν τον καταναλωτή και να διαταράξουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού. Ο πολλαπλασιασμός των πρακτικών αυτών που συνεπάγεται την αύξηση, σε μη εξαιρετικές περιόδους, των περιθωρίων κέρδους έναντι της απώλειας που προκύπτει στα πλαίσια των ειδικών πωλήσεων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον των καταναλωτών.

22.

Κατά την επ· ακροατηρίου συζήτηση η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου έδωσε αλλού την έμφαση και ισχυρίστηκε ότι ο κύριος σκοπός της επίμαχης νομοθεσίας συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών και όχι στην προστασία του εθνικού εμπορίου.

23.

Η CCL παρατηρεί, εξάλλου, ότι οι περιορισμένες κατά χρόνο ειδικές πωλήσεις των οποίων αναφέρεται η διάρκεια διαταράσσουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων σε βάρος του καταναλωτή.

24.

Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας συμμερίζεται αυτή την άποψη. Δεν πρέπει να επιτρέπεται σε έναν ανταγωνιστή να ανακοινώνει στο κοινό την παροχή ορισμένων ειδικών πλεονεκτημάτων μέσω πωλήσεων εκτός του πλαισίου των συνήθων συναλλαγών και να εξασφαλίζει έτσι το προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών του. Στον ισχυρισμό αυτό προστίθεται η άποψη της προστασίας των καταναλωτών κατά της ασκήσεως υπερβολικής και μη αντικειμενικής επιρροής επί της ελευθέρας βουλήσεως τους στον οικονομικό τομέα. Μείζονα ρόλο επιτελεί συναφώς ο ψυχολογικός καταναγκασμός προς αγορά, που συνεπάγεται ο χρονικός περιορισμός της προσφοράς.

25.

Η εταιρία INNO, η γαλλική κυβέρνηση και η Επιτροπή δεν θεωρούν δικαιολογημένη την απαγόρευση της αναφοράς της διάρκειας της ειδικής πωλήσεως. Η προστασία του καταναλωτή δεν εξυπηρετείται όταν αυτός στερείται ακριβών πληροφοριών.

26.

Κατά την εξέταση του ζητήματος αν δικαιολογείται η απαγόρευση αναφοράς της διάρκειας των ειδικών πωλήσεων πρέπει να ληφθεί καταρχάς υπόψη η δήλωση της κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου που πρέπει να είναι περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να παράσχει πληροφορίες για τον σκοπό των εθνικών της διατάξεων. Για να δικαιολογήσει την απαγόρευση αυτή, η εν λόγω κυβέρνηση ισχυρίστηκε κυρίως ότι οι ειδικές πωλήσεις πρέπει προπαντός, προς το συμφέρον του καταναλωτή, να διακρίνονται σαφώς από τις πωλήσεις στα πλαίσια των επιτρεπομένων εκπτώσεων που πραγματοποιούνται δύο φορές κατ· έτος.

27.

Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου παρέλειψε, εντούτοις, να εξηγήσει γιατί η απόφαση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως « επιτακτική απαίτηση » της προστασίας των καταναλωτών και. του θεμιτού ανταγωνισμού. Πρέπει να της ήταν δυσχερές να παράσχει τις εξηγήσεις αυτές, επειδή οι κανονικές εκπτώσεις πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια δύο καθορισμένων περιόδων κατ· έτος, και επομένως είναι ούτως ή άλλως σαφές στους καταναλωτές ότι οι ειδικές πωλήσεις εκτός των περιόδων αυτών δεν μπορούν να συνιστούν εκπτώσεις. Η εν λόγω κυβέρνηση δεν εξήγησε, περαιτέρω, σε τι θα μπορούσε να συνίσταται το συμφέρον του καταναλωτή να διακρίνει μεταξύ των ειδικών πωλήσεων και των πωλήσεων στα πλαίσια εκπτώσεων.

28.

Δεν εξηγήθηκε εξάλλου γιατί η αρχή της διαφάνειας των τιμών επιβάλλει να στερείται ο καταναλωτής πληροφορίες, όπως η διάρκεια της ειδικής πωλήσεως, που μπορούν να του χρησιμεύσουν προκειμένου να αποφασίσει να προβεί σε αγορά.

29.

Συμπερασματικά, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη επιτακτικών απαιτήσεων σχετικών με την εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών.

30.

Το ίδιο ισχύει και για την προστασία του θεμιτού ανταγωνισμού. Αν οι ειδικές πωλήσεις επιτρέπονται — όπως συμβαίνει πράγματι κατά το δίκαιο του Λουξεμβούργου, κατά το οποίο απαγορεύεται μόνο η αναφορά της διάρκειας τους — δεν είναι σαφές γιατί θίγονται τα συμφέροντα των ανταγωνιστών, αν παρασχεθούν στον καταναλωτή πληροφορίες για τη διάρκεια των πωλήσεων αυτών. Η διατάραξη της δομής του ανταγωνισμού, την οποία φοβούνται ορισμένοι από τους διαδίκους, εφόσον υφίσταται, δεν θα αποτρεπόταν με την ανακοίνωση της διάρκειας της ειδικής πωλήσεως.

β) Ως προς την απαγόρευση της συγκρίσεως των τιμών

31.

Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου δικαιολογεί την απαγόρευση αναφοράς των τιμών που εφαρμόζονταν προηγουμένως επικαλούμενη πρακτικούς λόγους που αφορούν, αφενός, την ανάγκη να παρεμποδιστεί η οργάνωση εκ μέρους των εμπόρων συγκεκαλυμμένων εκπτώσεων εκτός των υπό του νόμου επιτρεπομένων περιόδων, υπό το πρόσχημα ειδικής πωλήσεως. Με τη ρύθμιση αυτή, αφετέρου, δεν είναι αναγκαία η επαλήθευση των παλαιών τιμών.

32.

Κατά την επ· ακροατηρίου συζήτηση η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αναφέρθηκε επίσης στον κίνδυνο παραπλανήσεως των αγοραστών. Ο καταναλωτής δεν έχει τελικά ποτέ τη δυνατότητα να επαληθεύσει αν η αναφερόμενη παλαιά τιμή είναι ακριβής. Η απαγόρευση της συγκρίσεως των τιμών εξυπηρετεί, επομένως, την προστασία των καταναλωτών.

33.

Η άποψη της κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου υποστηρίχθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, καθώς και από τη CCL, ενώ αμφισβητήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση, την εταιρία INNO και την Επιτροπή.

34.

Η άποψη ότι ο καταναλωτής πρέπει να στερηθεί ορισμένες πληροφορίες, προκειμένου να προστατευθεί ο ίδιος, πρέπει να δικαιολογηθεί πειστικά. Πρέπει, πράγματι, να θεωρηθεί καταρχάς ότι κάθε ακριβής πληροφορία δεν μπορεί παρά να είναι χρήσιμη για τον καταναλωτή. Το επιχείρημα ότι η απαγόρευση της συγκρίσεως των τιμών έχει ως σκοπό να καταστήσει περιττό τον έλεγχο της ακρίβειας των αναφερομένων τιμών δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απαγόρευση αυτή. Τέλος, η ανάγκη απλουστεύσεως των διοικητικών διαδικασιών δεν αναγνωρίζεται ως « επιτακτική απαίτηση » ικανή να περιορίσει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

35.

Η προστασία του καταναλωτή κατά της παραπλανητικής διαφημίσεως ως δικαιολογητικό στοιχείο δεν μπορεί, αντίθετα, να απορριφθεί εκ των προτέρων. Η παραπλανητική διαφήμιση μπορεί να οδηγήσει τελικά τον καταναλωτή να λάβει βλαπτικές των συμφερόντων του αποφάσεις κατά την αγορά εμπορευμάτων και αγαθών ή τη χρησιμοποίηση υπηρεσιών, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας του Συμβουλίου περί παραπλανητικής διαφημίσεως.

36.

Παρ· όλα αυτά θεωρώ ότι η απόλυτη απαγόρευση της συγκρίσεως των τιμών είναι δυσανάλογη, ακόμη και υπό το πρίσμα της προστασίας των καταναλωτών. Πράγματι, αν σταθμίσει κανείς το συμφέρον του καταναλωτή, αφενός, σε πλήρη πληροφόρηση και, αφετέρου, σε προστασία κατά της παραπλανήσεως, αρκεί η απαγόρευση της συγκρίσεως των τιμών στην περίπτωση που στηρίζεται σε ανακριβή και, επομένως, παραπλανητικά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να απαγορευθεί η σύγκριση των τιμών, εφόσον η τιμή που αναφέρεται ως παλαιά τιμή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

37.

Επειδή, τέλος, όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας υποχρεούνται, κατ· εφαρμογή του άρθρου 8 της οδηγίας του Συμβουλίου περί παραπλανητικής διαφημίσεως, που προαναφέρθηκε επανειλημμένα, να λάβουν από 1ης Οκτωβρίου 1986 μέτρα κατά της παραπλανητικής διαφημίσεως, η απαγόρευση, καταρχήν, της συγκρίσεως των τιμών προς το συμφέρον της προστασίας των καταναλωτών εμφανίζεται δυσανάλογη, επειδή αρκεί η απαγόρευση της συγκρίσεως ανακριβών τιμών.

38.

Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι κατά τη βελγική νομοθεσία, στο πλαίσιο της οποίας η εταιρία INNO οργάνωσε τη διαφήμιση της, η σύγκριση των τιμών επιτρέπεται μόνο εφόσον αναφέρεται η τιμή που εφαρμόζεται συνήθως. Ως συνήθης τιμή θεωρείται κατά κανόνα η τιμή που εζητείτο κατά τη διάρκεια του μήνα που προηγήθηκε της μειώσεως της τιμής ( 13 ).

39.

Ο αποτελεσματικός έλεγχος της εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής εξασφαλίζεται όχι μόνο από τις αρχές και τους καταναλωτές, αλλά και από τον ανταγωνισμό. Ορθώς επισημάνθηκε το γεγονός αυτό από την αναιρεσεί-ουσα της κύριας δίκης.

40.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προστασία κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού υπάγεται στην προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ. Αρκεί να παρατηρήσω στο σημείο αυτό ότι στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για αθέμιτο ανταγωνισμό και ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της διατάξεως του άρθρου 36 προκειμένου για θεμιτό ανταγωνισμό.

41.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η επίμαχη νομοθεσία του Λουξεμβούργου δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί των διαφημιστικών ενεργειών στο Λουξεμβούργο της αναιρεσεί-ουσας που είναι εγκατεστημένη στο Βέλγιο, αλλ· ότι εξακολουθεί να εφαρμόζεται, όπως και στο παρελθόν, στις εμπορικές δραστηριότητες εντός του Λουξεμβούργου. Στον νομοθέτη του Λουξεμβούργου και όχι στο Δικαστήριο απόκειται να αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα. Ορθώς επισημάνθηκε αυτό από τη γαλλική κυβέρνηση.

γ) Ως προς τη ρήτρα « standstill » του άρθρου 31 της Συνθήκης ΕΟΚ

42.

Κανένα στοιχείο δεν προκύπτει από τις παρατηρήσεις των διαδίκων ούτε από την ίδια τη Διάταξη περί παραπομπής σχετικά με το ζήτημα εφαρμογής εν προκειμένω της ρήτρας « standstill » του άρθρου 31, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ. Ειδικότερα δεν προκύπτει ότι η κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δούκα της 23ης Δεκεμβρίου 1974 εισήγαγε μη προϋπάρχοντες ποσοτικούς περιορισμούς. Για τον λόγο αυτό δεν μπορώ να αποφανθώ επί του ζητήματος της εφαρμογής του άρθρου 31 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Γ — Συμπέρασμα

43.

Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του υποβληθέντος ερωτήματος ως εξής:

« Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπουσα ότι οι προσφορές πωλήσεως ή οι λιανικές πωλήσεις από άλλα κράτη μέλη, που περιλαμβάνουν προσωρινώς εκπτώσεις στις τιμές και γίνονται εκτός του πλαισίου ειδικών πωλήσεων ή εκκαθαρίσεων, δεν επιτρέπονται παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι στις προσφορές δεν γίνεται αναφορά ούτε της διάρκειας τους ούτε των παλαιών τιμών. »


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 1 ) Καθόσον τουλάχιστον γνωρίζει το Δικαστήριο, η διαφήμιση αυτή δεν προσέκρουσε σε αντίρρηση των βελγικών αρχών.

( 2 ) Από την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 8/74, Dassonville, Sig. 1974, σ. 837, ιδίως σ. 852.

( 3 ) Βλέπε ιδίως τις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1980, Ποινική δίκη κατά Fietje, 27/80, Sig. 1980, σ. 3839, 3853, και της 14ης Ιουλίου 1988, Διαδικασία δικαστικής ανασυγκροτήσεως κατά Smanor SA, 298/87, Συλλογή 1988, σ. 4489.

( 4 ) Βλέπε απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982 στην υπόθεση 286/81, Ποινική δίκη κατά Oosthoeks Uitgevermaatschappij BV, Συλλογή 1982, σ. 4575, ιδίως σ. 4587.

( 5 ) Απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 286/82 και 26/83, Graziarla Luisi και Giuseppe Carbone κατά Ministero del Tesauro, Συλλογή 1984, σ. 377, ιδίως σ. 401.

( 6 ) Απόφαση της 7ης Μαρτίου 1989, Heinz Schumacher κατά Hauptzollamt Frankfurt επί του Main-Ost, 215/87, Συλλογή 1989, σ. 617.

( 7 ) Δεύτερη σκέψη του προοιμίου.

( 8 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981 στην υπόθεση 155/80, Διαδικασία επιβολής προστίμου κατά Sergius Oebel, Συλλογή 1981, σ. 1993.

( 9 ) Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1989 στην υπόθεση 145/88, Torfaen Borough Council κατά Β & Q PLC, Συλλογή 1989, σ. 3851.

( 10 ) Βλέπε απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982 στην υπόθεση 286/81, όπ. π., σ. 4587 επ.

( 11 ) Βλέπε ιδίως τις αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 120/78, REWE κατά Bundesmonopolanstalt für Branntwein, Sig. 1979, σ. 649, ιδίως σ. 662, της 10ης Νοεμβρίου 1982 στην υπόθεση 261/81, Walter Rau Lebensmittel AG κατά Desmedt PVBA, Συλλογή 1982, σ. 3961, ιδίως σ. 3972, και της 12ης Μαρτίου 1987 στην υπόθεση 78/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1987, σ. 1227, ιδίως σ. 1270.

( 12 ) EEL 250, σ. 17.

( 13 ) Άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου της 14ης Ιουλίου 1971 περί των εμπορικών πρακτικών.

Top