Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CC0030

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 4ης Ιουλίου 1989.
    Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Σχέδια χρηματοδοτήσεως στα πλαίσια της ειδικής ενισχύσεως προς την Τουρκία.
    Υπόθεση 30/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1989 -03711

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1989:285

    61988C0030

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 4ης Ιουλίου 1989. - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ - ΣΧΕΔΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 30/88.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 03711


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    ++++

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    1. Στις 27 Ιανουαρίου 1988 και ενώ ακόμη εκκρεμούσε η υπόθεση 204/86, στο πλαίσιο της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε κατά του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση της μεταφοράς πιστώσεων 4/86 από το κεφάλαιο 100 (προσωρινές πιστώσεις), θέση 9631, στο κεφάλαιο 96, θέση 9632, του γενικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 1986, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή. Καθής στη νέα αυτή δίκη είναι η Επιτροπή.

    2. Στο μεσοδιάστημα, και συγκεκριμένα στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την προσφυγή κατά του Συμβουλίου.

    Παρόλον ότι η καθής, η causa petendi και το petitum δεν είναι τα αυτά, για προφανείς λόγους και ενόψει της στενής νομικής αλληλουχίας των δύο υποθέσεων θα περιοριστώ στο να υπομνήσω σε γενικές γραμμές τα πραγματικά περιστατικά.

    3. Με την πρώτη προσφυγή, η ελληνική κυβέρνηση επιδίωκε την ακύρωση της πράξεως του Συμβουλίου για ειδική ενίσχυση υπέρ της Τουρκίας μέσω πιστώσεως της σχετικής θέσεως του προϋπολογισμού. Η ενίσχυση αυτή εγκρίθηκε αρχικά στις 19 Σεπτεμβρίου 1980 (απόφαση 2/80 του συμβουλίου συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας), στη συνέχεια όμως η εφαρμογή της ανεστάλη λόγω του πραξικοπήματος στην Τουρκία, για να αποδεσμευθεί τελικά στις 17 Φεβρουαρίου 1986 με απόφαση του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και παρά τις αντιρρήσεις της Ελλάδας.

    Ως γνωστόν, η πρώτη προσφυγή απορρίφθηκε: πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι κανένας από τους τρεις λόγους που επικαλέστηκε η ελληνική κυβέρνηση - και συγκεκριμένα η έλλειψη αρμοδιότητας του Συμβουλίου, η κατάχρηση εξουσίας και η παράβαση εκ μέρους της Κοινότητας υποχρεώσεως διεθνούς δικαίου - δεν ήταν βάσιμος.

    4. Με την παρούσα προσφυγή, η Ελλάδα στρέφεται κατά τριών αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες εγκρίθηκαν, στις 17 Νοεμβρίου και 10 Δεκεμβρίου 1987, σχέδια χρηματοδοτήσεως στο πλαίσιο της ειδικής ενισχύσεως προς την Τουρκία. Το γιατί η παρούσα προσφυγή έπρεπε να ασκηθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της πρώτης υποθέσεως (204/86) εξηγείται από την υποχρέωση τηρήσεως των κατά το άρθρο 173, εδάφιο 1, προβλεπόμενων προθεσμιών. Προς στήριξη της προσφυγής της για ακύρωση των τριών αποφάσεων σχετικά με το σχέδιο business week ΕΟΚ-Τουρκίας, το πρόγραμμα καταπολεμήσεως της ελονοσίας στις ανατολικές μεσογειακές ακτές της Τουρκίας και το σχέδιο εκμεταλλεύσεως της γεωθερμικής ενέργειας στη Δυτική Ανατολία, η ελληνική κυβέρνηση επικαλείται τέσσερις λόγους:

    - παραβίαση του κοινοτικού δικαίου,

    - παράβαση ουσιωδών τύπων,

    - κατάχρηση διαδικασίας,

    - έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής προς έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

    5.

    'Υστερα από τη σύντομη αυτή υπόμνηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, νομίζω ότι μπορώ να έλθω στην εξέταση των επιχειρημάτων της ελληνικής κυβερνήσεως, έστω και αν δεν ακολουθήσω τη σειρά με την οποία αναπτύχθηκαν, παραπέμποντας για διεξοδικότερη ανάπτυξη στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

    6. Το πρώτο επιχείρημα το οποίο, αν εξεταστεί προσεκτικά, δεν ανάγεται σε συμπεριφορά της ίδιας της Επιτροπής, αφορά την προβαλλόμενη παράβαση εκ μέρους του Συμβουλίου του άρθρου 2 της διακυβερνητικής συμφωνίας 64/737/ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 65), περί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν και περί των διαδικασιών για την εφαρμογή της συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ της ΕΟΚ και της Τουρκίας. Κατά την ελληνική κυβέρνηση, υπήρξε παραβίαση της συμφωνίας στο βαθμό που δεν επιτεύχθηκε, σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 22, ομοφωνία στο συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την εκτέλεση της αποφάσεως του Συμβουλίου συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, με αποτέλεσμα να είναι με τη σειρά της άκυρη η επακολουθήσασα εκτέλεση δαπάνης του προϋπολογισμού ως προερχόμενη από θέση που στερείται νομιμότητας. Στην ουσία, η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όφειλε να μεταφέρει στην κοινοτική έννομη τάξη την πράξη του συμβουλίου συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας με ad hoc πράξη.

    Το εν λόγω επιχείρημα, το οποίο συνδέεται με στάδιο προγενέστερο της εκτελέσεως, βάλλει στην πραγματικότητα κατά της συμπεριφοράς του Συμβουλίου και μόνο κατ' ελάχιστο (ύστερα από διαβουλεύσεις) κατά της συμπεριφοράς της Επιτροπής. Συνεπώς, δεν είναι άξιον περιεργείας γιατί η Ελλάδα το προέβαλε επ' ευκαιρία της πρώτης προσφυγής. Αντίθετα, είναι αξιοπερίεργο το ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας της συμπεριφοράς του Συμβουλίου - μη μεταφοράς - κατά την έγκριση των πρώτων ειδικών σχεδίων του 1981 (βλέπε κατωτέρω υπό 16).

    7. 'Οσον αφορά το σημείο αυτό, το Δικαστήριο δεν έλαβε συγκεκριμένη θέση με την εν λόγω απόφασή του. Θυμίζω, πάντως, ότι είναι πολύ σαθρή η συλλογιστική, με βάση την οποία συνάγεται εν προκειμένω η ακυρότητα του ιδίου επιχειρήματος, στην εντελώς υποθετική περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο, κρίνοντας ως έγκυρο το επιχείρημα αυτό, δεν το είχε απορρίψει τότε.

    Η εγκυρότητα του επιχειρήματος νομίζω ότι πρέπει να εξεταστεί με κριτήρια διαφορετικά από την απλή σιωπή ή λεκτική παράλειψη του Δικαστηρίου.

    8. Υπό την έννοια αυτή, διαπιστώνω, καταρχάς, ότι με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini στην υπόθεση 204/86, το ζήτημα εξετάστηκε και επιλύθηκε κατά τρόπο δυσμενή για την άποψη της ελληνικής κυβερνήσεως (σ. 31 του πολυγραφημένου κειμένου στην ελληνική γλώσσα). Ο προκάτοχός μου παρατηρεί ότι το επιχείρημα του Συμβουλίου του φαίνεται ορθό υπό την έννοια ότι, "αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της συμφωνίας 64/737/ΕΟΚ αναγνωσθεί προσεκτικά, επιβάλλει τη μεταφορά μόνον εκείνων των αποφάσεων που δεν θα μπορούσαν αλλιώς να τύχουν εφαρμογής".

    9. Στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, το Δικαστήριο κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να διευκρινίσουν βάσει ποίων κριτηρίων ερμήνευσαν το επίδικο άρθρο, προκειμένου να αποφασίσουν αν σε ορισμένες περιπτώσεις συνέτρεχε λόγος εκδόσεως τυπικής πράξεως μεταφοράς στην κοινοτική έννομη τάξη.

    Η απάντηση του Συμβουλίου - που συμμερίζεται και η Επιτροπή - νομίζω ότι είναι διεξοδική και πειστική. Ναι μεν το Συμβούλιο ουδέποτε καθόρισε ρητά τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για την ερμηνεία του επίδικου άρθρου, πλην όμως νομίζω ότι δικαιολογείται η πρακτική που ακολούθησε το εν λόγω όργανο και συνίσταται στην έκδοση πράξεων κοινοτικού δικαίου αποσκοπούντων στην εφαρμογή των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της συνδέσεως μόνον όταν οι εν λόγω πράξεις είναι από νομική έποψη αναγκαίες. Βέβαια, το επίδικο άρθρο δεν είναι διατυπωμένο κατά τρόπο απόλυτα σαφή και θα μπορούσε να δώσει λαβή για ερμηνεία σύμφωνη με εκείνη που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση. Πάντως, εκείνο που προέχει είναι, όταν ερμηνεύεται, ο κανόνας δικαίου να τοποθετείται στην αλληλουχία της έννομης τάξης που ανήκει και υπό το πρίσμα αυτό δεν αντιλαμβάνομαι ούτε τη χρησιμότητα, ούτε κατά μείζονα λόγο την αναγκαιότητα να επιβαρύνεται άσκοπα το κοινοτικό νομοθετικό σύστημα με την τυπική μεταφορά οποιασδήποτε πράξεως που εκδίδουν τα όργανα συνδέσεως, ακόμη και όταν η εσωτερική από έποψη κοινοτικού δικαίου συνέπεια είναι απόρροια της ίδιας της πράξεως ή επέρχεται κατ' άλλο τρόπο.

    10. Στην προκειμένη περίπτωση, επειδή πρόκειται για τη δημοσιονομική "πτυχή" της αμφισβητούμενης ειδικής ενισχύσεως, είναι προφανές ότι σε ενδοκοινοτικό επίπεδο υπήρξε ορθή εφαρμογή στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού με τη μεταφορά πιστώσεων στη θέση 9632.

    11.

    Συμπερασματικά, νομίζω ότι ο πρώτος λόγος που επικαλέστηκε η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

    12. 'Ερχομαι τώρα να εξετάσω τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αφορούν τη συμπεριφορά της Επιτροπής κατά τη διαδικασία εκδόσεως των τριών επίδικων αποφάσεων.

    Επ' αυτού, η ελληνική κυβέρνηση επικαλείται τρεις διαφορετικούς λόγους ακυρώσεως (παράβαση ουσιωδών τύπων, κατάχρηση διαδικασίας και έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής) και προσάπτει κατ' ουσίαν στο εκτελεστικό αυτό θεσμικό όργανο ότι, για την έγκριση των τριών σχεδίων, ακολούθησε παράνομη διαδικασία που τείνει να παρακάμψει τις πιθανές αντιρρήσεις "ορισμένων κρατών μελών" (σ. 7 της προσφυγής). Ακόμη πιο συγκεκριμένα: η Αθήνα αφήνει να εννοηθεί ότι η Επιτροπή επινόησε εσκεμμένα μια τεχνητή νομική κατασκευή (εκτός των άλλων) με σκοπό να αντικαταστήσει τον κανόνα της ψηφοφορίας με ομοφωνία, που ίσχυε σύμφωνα με την άποψη της ελληνικής κυβερνήσεως, με τον κανόνα της ειδικής πλειοψηφίας ή ότι ούτε λίγο ούτε πολύ έχρησε εαυτήν αρμόδια να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς τη γνώμη των κρατών μελών.

    Στην προοπτική αυτή, οι πολιτικές επιπτώσεις της οποίας δεν διαφεύγουν από κανένα, εντάσσεται η νομική συζήτηση που θέτει μεταξύ άλλων τη σύνθετη προβληματική της διακρίσεως μεταξύ των εξουσιών εκτελέσεως που διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 145 και των εξουσιών εκτελέσεως του προϋπολογισμού δυνάμει του άρθρου 205 της ΕΟΚ.

    13.

    'Οπως ήδη προανέφερα, δεν προτίθεμαι να ακολουθήσω τη σειρά με την οποία η προσφεύγουσα κυβέρνηση προέβαλε τους λόγους ακυρώσεως. Αντίθετα, προτίθεμαι να εξετάσω από κοινού τις στρεφόμενες κατά της Επιτροπής αιτιάσεις.

    14. Ευθύς εξαρχής και με σαφήνεια θέλω να τονίσω ότι η νομική επιχειρηματολογία της ελληνικής κυβερνήσεως μου φαίνεται πειστική, ενώ, αντίθετα, η άποψη της Επιτροπής επιδέχεται κριτική και τούτο για τον πρόσθετο λόγο ότι, προκειμένου να δικαιολογήσει μια άποψη σαφώς μη υποστηρίξιμη επειδή βαίνει πέραν του στοιχειώδους δικαιώματος ενός κράτους μέλους για τήρηση των δικονομικών και μόνον κανόνων που το ίδιο έχει αποδεχθεί προηγουμένως, η Επιτροπή επινόησε μια συγκεχυμένη θεωρία, η οποία, με το πρόσχημα της εξελίξεως του δικαίου, δεν επιτυγχάνει ούτε καν να διαλύσει την υπόνοια της ελληνικής κυβερνήσεως ότι ο πραγματικά επιδιωκόμενος σκοπός συνίστατο στο να αποτραπεί ο κίνδυνος προβολής αντιρρήσεων από μια κυβέρνηση στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων που θεσπίστηκαν με συμφωνία. Πάντως, ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις μου, από άποψη γενικής πολιτικής των σχέσεων με τη συνδεδεμένη χώρα, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει η συγκεκριμένη συμπεριφορά της Επιτροπής, καθήκον του Δικαστηρίου είναι να διαφυλάξει τις αρχές μιας κοινότητας δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας, ειδικότερα, πρέπει να τηρούνται κανόνες που έχουν τεθεί προηγουμένως και είναι γνωστοί, χωρίς να είναι δυνατή η τροποποίησή τους μονομερώς από τη μια ενδιαφερόμενη πλευρά.

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται ακριβώς για το ζήτημα αυτό.

    15. Για να πειστεί κανείς περί αυτού, αρκεί να μπορεί και να θέλει να λάβει υπόψη τη βούληση του Συμβουλίου, όπως εκφράστηκε σε δύο χρονικά διαφορετικές περιόδους: η βούληση αυτή εκφράζει με πρόδηλο και κατηγορηματικό τρόπο αντίθετη ερμηνεία από εκείνη που ακολουθεί η Επιτροπή.

    16. Η πρώτη χρονική περίοδος τοποθετείται στο 1980. Το έτος αυτό, η Ελλάδα δεν ήταν ακόμη μέλος της Κοινότητας. Σύμφωνα, όμως, με συνήθη πρακτική διαβουλεύσεων και ενημερώσεως των κρατών που έχουν υπογράψει συμφωνία προσχωρήσεως που όμως δεν άρχισε ακόμη να ισχύει, η Ελλάδα είχε ενημερωθεί για τις αποφάσεις εκείνες που είχαν λάβει τα κοινοτικά όργανα μετά την υπογραφή της Συνθήκης προσχωρήσεως και αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του "κοινοτικού κεκτημένου". 'Εχει σημασία να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι, όπως επιβεβαιώθηκε και κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, η ελληνική κυβέρνηση κατά το χρόνο εκείνο δεν είχε προβάλει καμία αντίρρηση όσον αφορά τη "δημοσιονομική πτυχή", ενώ αντίθετα ζήτησε εξηγήσεις όσον αφορά την αγροτική και κοινωνική "πτυχή" που προέβλεπαν οι υπό επεξεργασία αποφάσεις. Στην απόφαση 2/80 του Συμβουλίου συνδέσεως διευκρινιζόταν ειδικότερα (σημείο 2) ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αξιολογήσει τα ειδικά σχέδια, έλαβε υπόψη της τα κριτήρια που είχε θεσπίσει η "αντιπροσωπεία της Κοινότητας". Τα εν λόγω κριτήρια προσδιορίζονται στη δήλωση του Συμβουλίου ΕΟΚ της 30ής Ιουνίου 1980 "για την εσωτερική εφαρμογή τη αποφάσεως 2/80", η οποία παρέπεμπε, όσον αφορά τη διαδικασία εγκρίσεως των σχεδίων, "σ' εκείνη που είχε τηρηθεί για την εκτέλεση των χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων που έχουν συναφθεί με τις χώρες τις Μεσογείου". Πρόκειται δηλαδή για statement του Συμβουλίου ΕΟΚ που υποχρέωνε την Επιτροπή να τηρεί συγκεκριμένη και προϋφιστάμενη διαδικασία, την οποία είχαν θεσπίσει το 1978 τα μέλη του Συμβουλίου, αρμόδιου οργάνου, μεταξύ άλλων, δυνάμει της προαναφερθείσας διακυβερνητικής συμφωνίας της 29ης Δεκεμβρίου 1964. Είναι γνωστό ότι επρόκειτο για ad hoc διαδικασία, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας ήταν το γεγονός ότι θεωρούνταν ως εγκεκριμένα μόνο τα υποβληθέντα από την Επιτροπή και την ΕΤΕ σχέδια που είχαν γίνει δεκτά ομόφωνα από την ad hoc ομάδα του Συμβουλίου. Επίσης, έχει σημασία να υπογραμμιστεί συναφώς ότι το 1981 μια πρώτη δέσμη συγκεκριμένων σχεδίων που κατάρτισε η Τουρκία και χρηματοδοτήθηκαν μέσω της ειδικής ενισχύσεως - προτού παγώσουν οι σχέσεις ΕΟΚ-Τουρκίας - είχε εγκριθεί σύμφωνα με την ad hoc διαδικασία, δηλαδή ομόφωνα (πράγμα που σημαίνει και με τη συναίνεση της Ελλάδας).

    Η ιστορική αυτή αναδρομή μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι, όταν η Ελλάδα ενέκρινε τη χρηματοδοτική πτυχή της ενισχύσεως προς την Τουρκία, γνώριζε ότι το Συμβούλιο τηρούσε τον κανόνα της ομοφωνίας για τη συγκεκριμένη εφαρμογή της στην πράξη. Μας επιτρέπει επίσης να διαπιστώσουμε ότι, με την προσχώρησή της στην Κοινότητα, η Ελλάδα δεν επιδίωξε, εκτός από το πάγωμα των σχέσων με την Τουρκία, να παρεμποδίσει, μέσω του δικαιώματος αρνησικυρίας, την εκτέλεση της χρηματοδοτικής ενισχύσεως: περίσταση η οποία αφεαυτής στερείται σημασίας, είναι όμως σημαντική για μια ολοκληρωμένη εικόνα της καταστάσεως και ικανή να γεννήσει ερωτηματικά ως προς την πολιτική αναγκαιότητα της συμπεριφοράς της Επιτροπής.

    17. Δεύτερον, πέραν του ότι προσδιορίζεται ρητά, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το χρόνο κατά τον οποίο η ad hoc διαδικασία αντικαταστάθηκε από νέα διαδικασία για τα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα με χώρες της Μεσογείου (1), διαδικασία, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι ότι καθιερώνεται η ψηφοφορία για τη λήψη αποφάσεων με την ειδική πλειοψηφία στο πλαίσιο της επιτροπής του άρθρου 6 που συστάθηκε από την Επιτροπή, το πεδίο εφαρμογής του νέου αυτού νομοθετικού πλαισίου απέκλειε τη χρηματοδοτική συνεργασία με την Τουρκία. Η Επιτροπή αποδέχεται ρητά το γεγονός αυτό. Εξάλλου, δύσκολα μπορώ να αντιληφθώ πώς το εκτελεστικό θεσμικό όργανο θα μπορούσε, με δεδομένο το κείμενο της δηλώσεως που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της 1 023ης συσκέψεως του Συμβουλίου της 22ας και 23ης Ιουλίου 1985 και κατά το χρόνο της επίσημης εγκρίσεως του εν λόγω κανονισμού, να το αρνηθεί:

    "Το Συμβούλιο και η Επιτροπή (η υπογράμμιση δική μας) δηλώνουν ότι ο παρών κανονισμός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για την εκτέλεση των λοιπών χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων, πέραν εκείνων που αφορά.

    Η διαδικασία εκτελέσεως των λοιπών πρωτοκόλλων της αυτής κατηγορίας πρόκειται να θεσπιστεί αργότερα με γνώμονα τα προς αξιολόγηση επί μέρους χαρακτηριστικά τους."

    18. Αν επιχειρήσουμε, τώρα, να αναλύσουμε τις συνέπειες που απορρέουν από το εν λόγω κείμενο, αυτό εμπεριέχει, νομίζω, δύο αδιαμφισβήτητα στοιχεία:

    1) η νέα διαδικασία (ειδική πλειοψηφία) δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τη χρηματοδοτική συνεργασία με την Τουρκία,

    2) το Συμβούλιο (και η Επιτροπή) αναγνώρισαν ότι η διαδικασία σχετικά με τα λοιπά πρωτόκολλα (βλέπε Τουρκία) πρόκειται να αποφασιστεί μεταγενέστερα.

    'Οσον αφορά, λοιπόν, την περίπτωση της Τουρκίας, παρά τα όσα βεβαιώνει περί του αντιθέτου η Επιτροπή, λαμβανομένου δε υπόψη του γεγονότος ότι:

    α) η παρελθούσα διαδικασία ίσχυε για την Τουρκία,

    β) η "νέα" διαδικασία δεν αφορά την εν λόγω χώρα,

    γ) το Συμβούλιο και η Επιτροπή δήλωσαν ότι οι διαδικασίες για τις λοιπές περιπτώσεις εκτός από εκείνες που καλύπτει ο νέος κανονισμός επρόκειτο να καθοριστούν στο μέλλον,

    μου φαίνεται ότι, όπως από την πηγή αναβλύζει με κρυστάλλινη διαύγεια το νερό, έτσι και η παρελθούσα διαδικασία εξακολουθεί να ισχύει για την Τουρκία μέχρις ότου μεσολαβήσει νέα εκδήλωση βουλήσεως του Συμβουλίου.

    19. Το συμπέρασμα αυτό καθιστά περιττή κάθε διαλεκτική άσκηση ως προς το κατά πόσον επιτρέπεται η κατ' αναλογία εφαρμογή και στην περίπτωση της ίδιας της Τουρκίας μιας διαδικασίας, η οποία προβλέπεται ρητά για τα πρωτόκολλα χρηματοδοτικής συνεργασίας με συγκεκριμένες μεσογειακές χώρες εκτός της Τουρκίας. Η συζήτηση συναφώς είναι αλυσιτελής, επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατ' αναλογία εφαρμογή συνιστά ψευδοπρόβλημα. Στην προκειμένη περίπτωση γεγονός είναι ότι δεν συντρέχει η αναγκαία προϋπόθεση επικλήσεως της αναλογικότητας, και συγκεκριμένα η ύπαρξη "κενού". Συναφώς, παραπέμπω στις εξαιρετικής σαφήνειας παρατηρήσεις του Karl Engisch (Εισαγωγή στη νομική σκέψη, έκδοση στην ιταλική γλώσσα, εκδόσεις Giuffre, 1970, σ. 134): "perche si abbia una conclusione analogica giuridicamente sostenibile e necessaria la prova che il particolare, per il quale manca la regolamentazione giuridica, abbia in comune con il particolare per il quale esiste invece la regolamentazione, quei momenti sui quali si fonda la regolamentazione giuridica" ((για να υποστηριχτεί από νομική έποψη η κατ' αναλογία εφαρμογή ενός συμπεράσματος, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το συγκεκριμένο θέμα που δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο, έχει από κοινού με το θέμα, για το οποίο αντίθετα υπάρχει ρύθμιση, τα στοιχεία εκείνα στα οποία στηρίζεται η νομική ρύθμιση)). Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν υπάρχει κενό, εφόσον ο νομοθέτης ρύθμισε το θέμα με εξαντλητικό τρόπο.

    20. 'Εχοντας συναγάγει το συμπέρασμα αυτό, νομίζω ότι είναι αδύνατο να υποστηριχτεί με σοβαρότητα ο "προσωρινός" χαρακτήρας της ad hoc διαδικασίας του 1979. 'Ενα μόνο στοιχείο νομίζω ότι έχει αποφασιστική σημασία εν προκειμένω: δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να αποφασίσει αν συγκεκριμένη διαδικασία που υιοθέτησε το Συμβούλιο εξακολουθεί να διατηρεί ή απώλεσε την αποτελεσματικότητά της. Ενόσω ο συντάκτης της αμφισβητούμενης πράξης ή το Δικαστήριο δεν θέτουν ρητά τέρμα στην αποτελεσματικότητά της, η πράξη εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. 'Οσον αφορά τις μεσογειακές χώρες που αναφέρονται ρητά στον κανονισμό 3973/86, η εκπεφρασμένη βούληση του Συμβουλίου έθεσε τέρμα στην υπαγωγή τους στις ad hoc διαδικασίες. 'Οσον αφορά την Τουρκία, η βούληση του Συμβουλίου έγκειται χωρίς αμφιβολία στη μη εφαρμογή της νέας διαδικασίας. Επειδή δεν ελήφθη καμία απόφαση καταργήσεως της ad hoc διαδικασίας, όσον αφορά την ειδική ενίσχυση προς την Τουρκία, η διαδικασία αυτή εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Εξυπακούεται ότι η δικονομικής φύσεως νομική βάση των τριών προσβαλλόμενων αποφάσεων, η οποία έγκειται στην κατ' αναλογία εφαρμογή της διαδικασίας της επιτροπής του άρθρου 6 του κανονισμού 3973/86, όπως προσδιόρισε τυπικά και ρητά η Επιτροπή, είναι παράνομη.

    21. Η θέση αυτή καθιστά περιττή την περαιτέρω διερεύνηση, με ρευστά άλλωστε όρια και αβέβαια αποτελέσματα, που συνίσταται στη διαπίστωση αν η προαναφερθείσα δήλωση, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1980 κατά την έγκριση της αποφάσεως 2/80 του συμβουλίου συνδέσεως, "επιδέχεται" ή "δεν επιδέχεται" παραπομπή στην ad hoc διαδικασία. Το να αποφανθούμε σήμερα, εν έτει 1989, αν τα τότε εννέα κράτη μέλη των Κοινοτήτων εννούσαν να παραπέμψουν σε μια αμετάβλητη διαχρονικά διαδικασία ή, αντίθετα, να υιοθετήσουν τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις που υπέστη, νομίζω ότι είναι έργο που εκφεύγει των δυνατοτήτων του ερμηνευτή του νόμου. Πολύ πιο πειστική είναι νομίζω η διαδικασία που συνίσταται στη διερεύνηση της βουλήσεως των δέκα κρατών μελών - επομένως και της Ελλάδας - κατά το χρόνο θεσπίσεως των νέων διαδικασιών. Επ' αυτού δεν υφίστανται ούτε επαγωγικά συμπεράσματα, ούτε πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Βούληση του Συμβουλίου ήταν σαφώς να αποκλειστεί η υπαγωγή στην εν λόγω διαδικασία των σχεδίων χρηματοδοτικής συνεργασίας με την Τουρκία.

    22. Ακόμη περισσότερο ανακόλουθο είναι το άλλο επιχείρημα της Επιτροπής, η οποία για να παρακάμψει την υπερβολικής σαφήνειας βούληση του Συμβουλίου (αλλά, ας παρατηρηθεί, και της ίδιας της Επιτροπής), διευκρινίζει ότι δεν ανέτρεξε (τουλάχιστον τυπικά) στη "νέα" διαδικασία της Επιτροπής του άρθρου 6, αλλ' απλώς ... ζήτησε τη γνώμη των μελών της επιτροπής και επωφελήθηκε από την πείρα τους στον τομέα των αναπτυξιακών προγραμμάτων της Μεσογείου.

    23. Αλλά και χωρίς να αναφερθώ στις θεμελιώδεις αρχές (Κοινότητα δικαίου), δεν νομίζω ότι η επιπολαιότητα αυτή μπορεί να γίνει εύλογα δεκτή ή ακόμα να επικυρωθεί από το Δικαστήριο, κυρίως αν ληφθεί υπόψη και η πολιτική σημασία της αντικαταστάσεως του κριτηρίου της ομοφωνίας - το μόνο που είχε αποδεχτεί η Ελλάδα - από το κριτήριο της πλειοψηφίας, κριτήριο, την εφαρμογή του οποίου, όσον αφορά τις ενισχύσεις προς την Τουρκία, είχαν αποκλείσει όλα τα κράτη μέλη και η Επιτροπή. Και η άποψη αυτή ήταν τόσο εμφανής για το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ώστε όχι μόνο αποκλείστηκε η εφαρμογή της νέας διαδικασίας για την εκτέλεση των "λοιπών χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων εκτός από εκείνα που αφορά ο υπό επεξεργασία κανονισμός", αλλά αποκλείστηκε απερίφραστα και το ενδεχόμενο η νέα διαδικασία "να αποτελέσει προηγούμενο", στοιχείο που βαίνει πολύ πέραν μιας απλής δηλώσεως μη εφαρμογής και καθιστά απολύτως περιττό κάθε σχόλιο ως προς τη χρησιμότητα των μελών της επιτροπής που προβλέπει η νέα διαδικασία ως ... ειδικών.

    Αρκεί απλώς να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή, αν εφάρμοζε την ad hoc διαδικασία του 1979, θα είχε επίσης επωφεληθεί και από την πείρα των κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων, θα είχε προβεί σε μια πολιτική χειρονομία έναντι των κρατών μελών και, κυρίως, θα είχε εφαρμόσει ορθά τις ισχύουσες διατάξεις, αντί να εκτεθεί, εκθέτοντας μαζί και την Κοινότητα, στον κίνδυνο ακυρώσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου των αποφάσεων που πάσχουν τόσο σοβαρή πλημμέλεια όσο αυτή της προσφυγής - αδιάφορο αν πρόκειται για τον τύπο ή την ουσία - σε διαδικασία λήψεως αποφάσεως με ψηφοφορία ανορθόδοξη και μάλιστα ρητά χαρακτηρισμένη ως μη εφαρμοστέα από το θεσμικό όργανο που τη θέσπισε. Ας προστεθεί ότι ήταν απόλυτα γνωστές στην Επιτροπή οι σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της διαδικασίας, την τήρηση της οποίας είχε προτείνει (τότε) η ίδια. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη γνώμη που περιλαμβάνει το έγγραφο 8006/87, της 29ης Ιουλίου 1987, της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου, που περιέλαβε στα δικόγραφα της προσφυγής η προσφεύγουσα κυβέρνηση, ήδη στο στάδιο της εξετάσεως από την Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων, η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου είχε επισημάνει ότι η στηριζόμενη στην πρόθεση των μερών ερμηνεία οδηγούσε στην προκειμένη περίπτωση στην εφαρμογή της ad hoc διαδικασίας.

    24. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να γίνουν δεκτά όπως προανέφερα, στην πραγματικότητα η Επιτροπή ενέκρινε τα τρία ειδικά σχέδια μετά το πέρας μιας παράνομης διαδικασίας, η οποία πάσχει λόγω της μη προσφυγής στην ad hoc διαδικασία 1979.

    25. Εκείνο που μένει ακόμα να διευκρινιστεί είναι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι περιττεύει κάθε συζήτηση ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας που τηρήθηκε με την έγκριση των τριών ειδικών σχεδίων, για τον απλούστατο λόγο ότι, επειδή πρόκειται για την εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά την έννοια του άρθρου 205 της Συνθήκης ΕΟΚ, η αρμοδιότητα της Επιτροπής είναι αποκλειστική ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή νομιμοποιούνταν ούτως ή άλλως να μην τηρήσει διαδικασία, η οποία θα εξαρτούσε την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής από προϋποθέσεις. Το επιχείρημα αυτό μας μεταφέρει στο επίκεντρο μιας πάντοτε ανοικτής συζητήσεως, η οποία μερικές φορές βρίσκεται σε ύπνωση, όσον αφορά τις εξουσίες εκτελέσεως του προϋπολογισμού και ειδικότερα της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 145 και του άρθρου 205 της Συνθήκης ΕΟΚ, ως προς την κατανομή δηλαδή μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής των αρμοδιοτήτων που αφορούν τις ανεξάρτητα από τον τύπο τους αποφάσεις, για δαπάνη καταλογιστέα σε ήδη υφιστάμενη θέση του προϋπολογισμού (στην προκειμένη περίπτωση, τα ποσά των διαφόρων σχεδίων ήταν καταλογιστέα στη θέση 9632 - ειδική ενίσχυση προς την Τουρκία, αντικείμενο της μεταφοράς πιστώσεων, όπως ανέφερα ήδη στην αρχή των προτάσεών μου).

    26. Από μια προσεκτικότερη, πάντως, εξέταση, προκύπτει ότι τυπικοί λόγοι δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να πραγματευθεί, στην προκειμένη περίπτωση, ένα τόσο ενδιαφέρον και σημαντικό ζήτημα. Καταρχάς, καμιά από τις τρεις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αναφέρεται στο άρθρο 205 της Συνθήκης αντίθετα, μνημονεύεται ρητά, έστω και αν αυτό γίνεται όπως προαναφέρθηκε τυπικά για την αναλογική εφαρμογή, η διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 3973/86, η οποία εν πάση περιπτώσει περιελάμβανε την έγκριση από όργανο ξένο προς την Επιτροπή. Δεύτερον, προς επίρρωση των ανωτέρω, οι πράξεις που προαλείφουν τις διαδικασίες - αντικείμενο της παρούσας διαφοράς - και συγκεκριμένα η ad hoc του 1979 και εκείνη που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 3973/86, δεν προκύπτει ότι προσβλήθηκαν από την Επιτροπή σύμφωνα με τον απαιτούμενο τύπο. Ειδικότερα, αποκλείεται το επιχείρημα της Επιτροπής να μπορέσει να δώσει λαβή στο Δικαστήριο, ώστε να το εκλάβει ως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 184, σε σχέση με τον κανονισμό 3973/86 ή με την απόφαση 2/80 του Συμβουλίου ειδικότερα, όσον αφορά την ad hoc διαδικασία, ναι μεν αμφισβητήθηκε ότι εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και μετά την έκδοση του κανονισμού 3973/86, όχι όμως και η νομιμότητά της σε σχέση με το άρθρο 205.

    27. Συνεπώς, από άποψη διαδικασίας η παρούσα κατάσταση διαφέρει από εκείνη στην υπόθεση 16/88, με την οποία η Επιτροπή υποστήριξε ανάλογη, αν και ευρύτερη, άποψη υπό μορφή αμφισβητήσεως (ευθέως από το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ) της τυπικής νομιμότητας μιας διατάξεως του κανονισμού 3252/87. Αντίθετα, στην υπό κρίση περίπτωση, οποιαδήποτε εκτίμηση ως προς το αν η έγκριση των τριών σχεδίων βοηθείας προς την Τουρκία ανάγεται αποκλειστικά στις εξουσίες της Επιτροπής βάσει του άρθρου 205 της Συνθήκης ασφαλώς περιττεύει, δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα, σε σχέση με το άρθρο 205, των δύο διαδικασιών που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Σε τελευταία ανάλυση, η αρχή της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, την οποία η Επιτροπή επανειλημμένα αντέταξε στις περιπτώσεις επικλήσεως της ελλείψεως νομιμότητας από ιδιώτες και κράτη μέλη, όχι όμως υπό μορφή προσφυγών βάσει του άρθρου 173 ή προβολής ενστάσεων βάσει του άρθρου 184, εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του σημείου αυτού. Είναι γνωστή η νομολογία του Δικαστηρίου ότι η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει την αναγνώριση της πλήρους αποτελεσματικότητας των πράξεων μέχρις ότου αποδειχθεί η έλλειψη νομιμότητάς τους (βλέπε την πλέον πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1988 στην υπόθεση 63/87, Συλλογή 1988, σ. 2875).

    28. Μόνο για την εντελώς υποθετική περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα παρέκαμπτε το εκπρόθεσμο για το οποίο μόλις έγινε λόγος, επιθυμώ να εκφράσω την άποψή μου επί του θέματος, έστω και επιγραμματικά, όπως το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Κατά κανόνα, νομίζω ότι η αποκλειστική φύση των εξουσιών εκτελέσεως του προϋπολογισμού που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή δεν είναι κατ' αφηρημένο τρόπο ασυμβίβαστη με συγκεκριμένες λεπτομέρειες εφαρμογής και/ή διαδικασίες εγκρίσεως αποφάσεων που αφορούν δαπάνη καλυπτόμενη ήδη από ευρύτερη θέση του προϋπολογισμού κατά μείζονα δε λόγο όταν θεσπίζονται υπό τη μορφή που ενδιαφέρει την προκειμένη περίπτωση, και συγκεκριμένα ως πράξη του Συμβουλίου, με την οποία, προτού καν εγγραφεί στον προϋπολογισμό συνολική θέση δαπανών (βλέπε ειδική ενίσχυση προς την Τουρκία), η διαδικασία εγκρίσεως των διαφόρων σχεδίων (συνεπώς και την έγκριση των ειδικών χρηματοδοτήσεων) εξαρτάται απερίφραστα από συναίνεση μη προερχόμενη από την Επιτροπή. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα χρονικό σημείο, το οποίο προηγείται της εκτελέσεως, υπό την έννοια ότι στην πράξη πρόκειται ακόμα για το στάδιο διαβουλεύσεων ή, όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, για το στάδιο θεσπίσεως κανόνων δικαίου, που δεν είναι δυνατόν να συγχέεται ούτε από εννοιολογική ούτε από νομική άποψη με τη φάση εκτελέσεως του προϋπολογισμού. Αν το θέλετε, το άρθρο 145 (και ήδη 155) της Συνθήκης, όπως είναι διατυπωμένο στην Ενιαία Πράξη, εντάσσεται επίσης στην προοπτική αυτή, παρόλον ότι δεν καλύπτει όλο το πλέγμα εφαρμογών. Αλλά τα άρθρα 145 και 205 συνυπάρχουν με αξιοθαύμαστο τρόπο στο σύστημα που προβλέπει η Συνθήκη και στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Συμβουλίου και Επιτροπής κατανομή που διακρίνει σαφώς μεταξύ της διαδικασίας διαβουλεύσεων για τη λήψη αποφάσεως που αφορά μια δαπάνη, ανεξάρτητα από το αν εμπίπτει σε ευρύτερη θέση που έχει ήδη εγγραφεί στον προϋπολογισμό, και εκείνης η οποία με αφετηρία την πρώτη οδηγεί, από την ούτως ειπείν στιγμή που δίδεται η εντολή για την ανάληψη της δαπάνης μέχρι την αυστηρά λογιστική φάση, στην "εκτέλεση" της αποφάσεως υπό μορφή δαπάνης. Το να υπάρχει μερικές φορές ασάφεια ή - γιατί να αποσιωπείται; - "βίαιη επικάλυψη" των αντίστοιχων ρόλων και στιγμών είναι ασφαλώς πιθανό και το γεγονός αυτό επιβάλλει την αδιάλειπτη επίδειξη προσοχής εκ μέρους των δύο ενδιαφερόμενων θεσμικών οργάνων, καθώς και εκ μέρους του Κοινοβουλίου. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση αποκλείεται κατηγορηματικά να έχει διαπιστωθεί παρόμοια σύγχυση, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει η ίδια η στάση της Επιτροπής, η οποία ουδέποτε αμφισβήτησε με την απαιτούμενη διαδικασία τις υπό κρίση πράξεις ούτε κατά το χρόνο εκδόσεώς τους (έτη 1979 και 1986), ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

    29. Το συμπέρασμα αυτό νομίζω ότι επιβάλλεται ακόμη εντονότερα σε μια περίπτωση, όπως η συγκεκριμένη, στην οποία το Συμβούλιο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να συνάπτει συμφωνίες συνδέσεως, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τροποποιήθηκαν με την Ενιαία Πράξη.

    Η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή άποψη θα είχε ως συνέπεια, σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, πράξεις που από τη φύση τους ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου (σύναψη και εκτέλεση συμφωνίας συνδέσεως) να εμπίπτουν, από τη στιγμή της εγγραφής στον προϋπολογισμό μιας θέσεως για σχετική δαπάνη, στην αποκλειστική εξουσία εκτελέσεως του προϋπολογισμού, την οποία το άρθρο 205 απονέμει στην Επιτροπή.

    Νομίζω ότι μια παρόμοια διολίσθηση αρμοδιοτήτων από το ακραίο όριο των αποκλειστικών εξουσιών του Συμβουλίου (χωρίς μάλιστα να απαιτείται πρόταση της Επιτροπής) στο άλλο άκρο των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής σχετικά με τον προϋπολογισμό (χωρίς τη δυνατότητα παρεμβάσεως του Συμβουλίου) δεν είναι ούτε δικαιολογημένη ούτε επιθυμητή. Αντίθετα, πιστεύω ότι, όπως παρατήρησα ήδη, πρέπει να ανευρεθεί μια μέση οδός, ικανή να συνδυάζει, εκεί όπου είναι αναγκαίο, την αποκλειστικότητα των εξουσιών της Επιτροπής ως προς τον προϋπολογισμό με την αναγνώριση εξουσίας του Συμβουλίου για τη λήψη αποφάσεων, τουλάχιστον στους τομείς της αποκλειστικής αρμοδιότητάς του.

    Η μέση αυτή οδός εντοπίζεται ήδη, και νομίζω ορθά, στον κανονισμό 3973/86, ο οποίος έχει ήδη επανειλημμένα αναφερθεί, όσον αφορά τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις προς τις μεσογειακές χώρες που αναφέρονται ρητά (διαδικασία του άρθρου 8). Πάντως, όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση της Τουρκίας, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής και μόνο η ad hoc διαδικασία συνιστά την ορθή νομική βάση: ad hoc διαδικασία, η οποία, αν και με διαφορετικές λεπτομέρειες εφαρμογής, ανταποκρίνεται στην ίδια λογική.

    30. Εν κατακλείδι, επαναλαμβάνω ότι η άποψη της Επιτροπής, η οποία δεν προσέβαλε τη νομιμότητα των δύο πράξεων του Συμβουλίου, μου φαίνεται πολύ σαθρή. Αφενός, συνίσταται σε τελευταία ανάλυση στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της ίδιας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 3973/86, στη θέσπιση της οποίας συμμετέσχε και η ίδια. Αφετέρου, τα κράτη μέλη είχαν ήδη λάβει θέση νωρίτερα ως προς την ακολουθητέα διαδικασία: με την ευκαιρία ανταλλαγής απόψεων στο πλαίσιο της επιτροπής "συνδέσεως τρίτων χωρών/Τουρκίας", στις 17 Ιουλίου 1987, στην οποία παραπέμπει το προαναφερθέν έγγραφο 8006/87 του Συμβουλίου, ορισμένες αντιπροσωπείες παρατήρησαν ρητά ότι "αδυνατούσαν, ελλείψει εξευρέσεως λύσεως στο πλαίσιο του Συμβουλίου επί της εφαρμοστέας διαδικασίας για την έγκριση των εν λόγω σχεδίων, να δεχθούν ότι η Επιτροπή προβαίνει στην εκτέλεση των εν λόγω σχεδίων, επικαλούμενη τις απορρέουσες από το άρθρο 205 της Συνθήκης εξουσίες της περί εκτελέσεως του προϋπολογισμού" (η υπογράμμιση δική μου).

    31. Τελειώνοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχτεί την προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    (*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

    (1) Κανονισμός (ΕΟΚ) 3973/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την εφαρμογή των πρωτοκόλλων χρηματοδοτικής και τεχνικής συνεργασίας που έχουν συναφθεί με την Αλγερία, το Μαρόκο, την Τυνησία, την Αίγυπτο, το Λίβανο, την Ιορδανία, τη Μάλτα και την Κύπρο (ΕΕ L 370, σ. 5).

    Top