Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0389

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 1989.
    G. B. C. Echternach και A. Moritz κατά Minister van Onderwijs en Wetenschappen.
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Commissie van Beroep Studiefinanciering - Κάτω Χώρες.
    Απαγόρευση διακρίσεων - Πρόσβαση στην εκπαίδευση - Χρηματοδότηση των σπουδών.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 389/87 και 390/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1989 -00723

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1989:130

    61987J0389

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 15ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1989. - G. B. C. ECHTERNACH ΚΑΙ A. MORITZ ΚΑΤΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΗΣ COMMISSIE VAN BEEROEP STUDIEFINANCIERING. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ - ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 389 ΚΑΙ 390/87.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 00723


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενος - 'Εννοια - Υπήκοος κράτους μέλους που εργάζεται σε διεθνή οργανισμό - Καλύπτεται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 48 κανονισμός του Συμβουλίου 1612/68)

    2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Μέλος της οικογένειας - 'Εννοια - Τέκνο που συνεχίζει τις σπουδές του στη χώρα υποδοχής μετά την επιστροφή του εργαζομένου στη χώρα καταγωγής - Καλύπτεται

    (Κανονισμός του Συμβουλίου 1612/68, άρθρο 12)

    3. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Δικαιώματα των μελών της οικογένειας που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο - Εξάρτησή τους από τη χορήγηση άδειας διαμονής - Δεν επιτρέπεται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 48 οδηγία του Συμβουλίου 68/360, άρθρο 4)

    4. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Δικαίωμα των τέκνων των εργαζομένων να γίνονται δεκτά στην εκπαίδευση που παρέχεται από το κράτος μέλος υποδοχής - Εκπαίδευση - 'Εννοια

    (Κανονισμός του Συμβουλίου 1612/68, άρθρο 12)

    5. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - 'Ιση μεταχείριση - Κοινωνικά πλεονεκτήματα - 'Εννοια - Ενίσχυση που χορηγείται για τη διατροφή και την εκπαίδευση με σκοπό την πραγματοποίηση δευτεροβάθμιων ή ανώτερων σπουδών - Χορήγησή της στα τέκνα εργαζομένου που είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους

    (Κανονισμός του Συμβουλίου 1612/68, άρθρα 7, παράγραφος 2, και 12)

    Περίληψη


    1. Ο υπήκοος κράτους μέλους που εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, σε θέση που διέπεται από ειδικό καθεστώς διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα οι θέσεις στην Ευρωπαϊκή Οργάνωση Διαστήματος, πρέπει να θεωρείται ως εργαζόμενος ενός κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης και επομένως απολαύει, όπως και τα μέλη της οικογένειάς του, των δικαιωμάτων και προνομίων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και οι διατάξεις του κανονισμού 1612/68 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος.

    2. Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι ενός κράτους μέλους που απασχολούνται σε άλλο κράτος μέλος τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως προς τους ημεδαπούς εργαζομένους, όσον αφορά τα οφέλη που χορηγούνται στα μέλη των οικογενειών τους, συμβάλλει στην ένταξη των εργαζομένων αυτών στην κοινωνική ζωή της χώρας υποδοχής σύμφωνα με τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Για να επιτευχθεί η ένταξη αυτή, είναι απαραίτητο να έχει το τέκνο του κοινοτικού εργαζομένου τη δυνατότητα να παρακολουθεί τα μαθήματα της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως και να πραγματοποιεί σπουδές στη χώρα υποδοχής, ώστε να μπορεί να τελειώνει επιτυχώς τις σπουδές του. 'Οταν το τέκνο του εργαζομένου αυτού δεν μπορεί, μετά την επιστροφή της οικογενείας του στο κράτος μέλος καταγωγής, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του λόγω ελλείψεως αντιστοιχίας των σχολικών διπλωμάτων και δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιστρέψει για το σκοπό αυτό στη χώρα όπου παρακολούθησε τα μαθήματα της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως, διατηρεί την ιδιότητα του μέλους της οικογενείας εργαζομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68.

    3. Το δικαίωμα των υπηκόων ενός κράτους μέλους να εισέρχονται και να διαμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για να αναζητήσουν εκεί εργασία ή να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα ή να έλθουν στον ήδη εγκατεστημένο εκεί σύζυγο ή στην οικογένειά τους αποτελεί δικαίωμα που τους χορηγεί απευθείας η Συνθήκη ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την εφαρμογή της. Η χορήγηση της άδειας διαμονής δεν έχει συστατικό χαρακτήρα για τα δικαιώματα που απονέμει το κοινοτικό δίκαιο και επομένως η μη ύπαρξη άδειας δεν μπορεί να καθιστά δυσχερή ή αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως τα δικαιώματα που αντλεί ένα μέλος της οικογένειας εργαζομένου ενός κράτους μέλους από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπεται να εξαρτώνται από τη χορήγηση άδειας διαμονής που να υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις.

    4. Η ίση μεταχείριση σε θέματα εκπαιδεύσεως που αναγνωρίζει το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 στα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων εκτείνεται σε κάθε μορφής εκπαίδευση, είτε είναι επαγγελματικής φύσεως είτε αφορά τη γενική παιδεία, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων οικονομικών επιστημών που παραδίδονται στο πανεπιστήμιο και των ανώτερων επαγγελματικών σπουδών που πραγματοποιούνται σε ανώτερη τεχνική σχολή.

    5. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται για την κάλυψη των εξόδων εκπαιδεύσεως και διατροφής του σπουδαστή πρέπει να θεωρούνται ως κοινωνικά πλεονεκτήματα, τα οποία δικαιούνται τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους χορηγούνται τα πλεονεκτήματα αυτά στους ημεδαπούς.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 389 και 390/87,

    που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις της Commissie van Beroep Studiefinanciering προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    G. B. C. Echternach, κατοίκου Voorburg,

    και

    Minister van Onderwijs en Wetenschappen (Υπουργού Παιδείας και Επιστημών των Κάτω Χωρών),

    και μεταξύ

    A. Moritz, κατοίκου Enschede,

    και

    Minister van Onderwijs en Wetenschappen (Υπουργού Παιδείας και Επιστημών των Κάτω Χωρών),

    η έκδοση προδικαστικών αποφάσεων ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και του κανονισμού 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους T. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, F. A. Schockweiler και M. Diez de Velasco, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη στην έγγραφη διαδικασία από τον E. F. Jacobs, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και στην προφορική διαδικασία από τον M. A. Fierstra,

    - η πορτογαλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes, διευθυντή της διευθύνσεως των υπηρεσιών νομικών υποθέσεων της γενικής διευθύνσεως "Ευρωπαϊκές Κοινότητες", επικουρούμενο από την L. Real, νομικό της γενικής διευθύνσεως "Ευρωπαϊκές Κοινότητες",

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το Δ. Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τον B. J. Drijber, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 14ης Δεκεμβρίου 1988,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 1989,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δύο Διατάξεις της 24ης Δεκεμβρίου 1987, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 30 Δεκεμβρίου, η ολλανδική Commissie van Beroep Studiefinanciering υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης και των διατάξεων του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), και συγκεκριμένα του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο προσφυγών που άσκησαν δύο σπουδαστές γερμανικής ιθαγένειας κατά της αρνήσεως των αρμόδιων ολλανδικών αρχών να τους χορηγήσουν τις παροχές που προβλέπει ο ολλανδικός νόμος περί σπουδαστικών επιδομάτων ((Wet op de Studiefinanciering της 24ης Απριλίου 1986, Stbl. 252 (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών) )). Οι προσφυγές αυτές ασκήθηκαν ενώπιον της Commissie van Beroep Studiefinanciering (επιτροπής προσφυγών σε ζητήματα σπουδαστικών επιδομάτων), ενός ειδικού διοικητικού δικαστηρίου που ιδρύθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο.

    3 Οι ολλανδικές αρχές στήριξαν την άρνησή τους στο γεγονός ότι, δυνάμει των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, οι εν λόγω δύο σπουδαστές δεν υπάγονται στην κατηγορία των αλλοδαπών σπουδαστών που "εξομοιώνονται" με τους ολλανδούς σπουδαστές. Πράγματι οι δύο ενδαφερόμενοι δεν είναι κάτοχοι των αδειών διαμονής που προβλέπει η νομοθεσία περί αλλοδαπών και στις οποίες αναφέρεται ο νόμος περί σπουδαστικών επιδομάτων για να καθορίσει τις κατηγορίες αλλοδαπών σπουδαστών που εξομοιώνονται με τους ημεδαπούς.

    4 Το δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκαν οι διαφορές έκρινε ότι η νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων ενδέχεται να εξαρτάται από το αν οι δύο αυτοί σπουδαστές πρέπει να θεωρηθούν ως μέλη της οικογένειας εργαζομένου άλλου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης και των διατάξεων του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68. Κατόπιν αυτού ανέστειλε τη διαδικασία για να υποβάλει στο Δικαστήριο έντεκα προδικαστικά ερωτήματα, έξι στην υπόθεση 389/87 και πέντε στην υπόθεση 390/87, το πλήρες κείμενο των οποίων παρατίθεται στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

    5 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν από ορισμένα ιδίως επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι ολλανδικές αρχές, δηλαδή ότι:

    - ο σπουδαστής Echternach (υπόθεση 389/87) δεν είναι τέκνο κοινοτικού εργαζομένου, διότι ο πατέρας του απασχολείται σε διεθνή οργανισμό στις Κάτω Χώρες και επομένως δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια της Συνθήκης,

    - ο σπουδαστής Moritz (υπόθεση 390/87) δεν είναι τέκνο εργαζομένου άλλου κράτους μέλους, διότι ο πατέρας του επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του αφού εργάστηκε ως μισθωτός στις Κάτω Χώρες,

    - η χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος που προβλέπει η ολλανδική νομοθεσία δεν περιλαμβάνεται στα δικαιώματα και τα οφέλη που πρέπει να μπορούν να αποκτούν, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, τα μέλη της οικογένειας των κοινοτικών εργαζομένων.

    6 Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τα ακόλουθα σημεία:

    Α - την ιδιότητα του εργαζομένου ενός κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης (υπόθεση 389/87, πρώτο και δεύτερο ερώτημα),

    Β - την ιδιότητα του "μέλους της οικογένειας" του εργαζομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68 (υπόθεση 390/87, τρίτο ερώτημα),

    Γ - το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας του εργαζομένου (υπόθεση 389/87, τρίτο και τέταρτο ερώτημα, υπόθεση 390/87, δεύτερο ερώτημα),

    Δ - τη φύση της εκπαιδεύσεως στην οποία πρέπει να έχουν πρόσβαση τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου (υπόθεση 389/87, έκτο ερώτημα, υπόθεση 390/87, πέμπτο ερώτημα),

    Ε - τη φύση των παροχών για τη χρηματοδότηση των σπουδών, τις οποίες πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου (υπόθεση 389/87, πέμπτο ερώτημα, υπόθεση 390/87, πρώτο και τέταρτο ερώτημα).

    7 Με τη σειρά αυτή πρέπει να εξεταστούν τα διάφορα προδικαστικά ερωτήματα.

    8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσο και τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών στις κύριες δίκες, καθώς και οι έγγραφες παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Α - Η ιδιότητα του εργαζομένου ενός κράτους μέλους

    9 Με την πρώτη ομάδα ερωτημάτων, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν ο υπήκοος κράτους μέλους που εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, σε θέση που διέπεται από ειδικό καθεστώς διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα οι θέσεις στην Ευρωπαϊκή Οργάνωση Διαστήματος (ΕΟΔ), πρέπει να θεωρείται ως εργαζόμενος ενός κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ερωτά αν η θέση αυτή αποτελεί "απασχόληση στη δημόσια διοίκηση", επί της οποίας, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 4, δεν εφαρμόζονται οι υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου αυτού.

    10 Η ολλανδική κυβέρνηση εξήγησε σχετικά ότι η ΕΟΔ είναι διεθνής οργανισμός δημοσίου δικαίου και οι υπάλληλοί της απολαύουν προνομίων και ασυλιών δυνάμει ειδικού πρωτοκόλλου που τους εξαιρεί, μεταξύ άλλων, από κάθε μέτρο περιορισμού της μεταναστεύσεως που λαμβάνει η χώρα υποδοχής. Κατά συνέπεια ο υπάλληλος διεθνούς οργανισμού σαν την ΕΟΔ δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 48 της Συνθήκης, διότι οι έννομες σχέσεις του με τη χώρα υποδοχής διέπονται μόνο από τις διατάξεις του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών.

    11 Πρέπει να γίνει δεκτό σχετικά ότι ο κοινοτικός υπήκοος που εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος καταγωγής του δεν χάνει την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επειδή απασχολείται σε διεθνή οργανισμό, ακόμη και αν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής του στη χώρα όπου εργάζεται ρυθμίζονται ειδικά από διεθνή σύμβαση και έχουν συναφθεί μεταξύ του διεθνούς οργανισμού και του κράτους όπου εδρεύει ο οργανισμός αυτός.

    12 Από αυτό προκύπτει ειδικότερα ότι το τέκνο του εργαζομένου αυτού που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους δεν μπορεί να στερηθεί τα δικαιώματα και προνόμια που του παρέχουν το άρθρο 48 της Συνθήκης και ο κανονισμός 1612/68.

    13 Η ολλανδική κυβέρνηση υποστήριξε ακόμη ότι η απασχόληση σε διεθνή οργανισμό όπως η ΕΟΔ πρέπει να θεωρείται ως απασχόληση στη δημόσια διοίκηση, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 48, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού.

    14 Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η φύση της εν λόγω θέσεως, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 48, παράγραφος 4, προβλέπει απλώς ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αποκλείουν την πρόσβαση υπηκόων άλλων κρατών μελών σε ορισμένες θέσεις της δημοσίας διοικήσεως, όχι όμως να εξαιρούν από την κοινοτική μεταχείριση εκείνους τους οποίους έχουν εντούτοις προσλάβει στις θέσεις αυτές.

    15 Πρέπει επομένως επ' αυτού να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι ο υπήκοος κράτους μέλους που εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, σε θέση που διέπεται από ειδικό καθεστώς διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα οι θέσεις στην Ευρωπαϊκή Οργάνωση Διαστήματος, πρέπει να θεωρείται ως εργαζόμενος ενός κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης και επομένως απολαύει, όπως και τα μέλη της οικογένειάς του, των δικαιωμάτων και προνομίων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και οι διατάξεις του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου.

    Β - Η ιδιότητα του μέλους της οικογένειας εργαζομένου ενός κράτους μέλους

    16 Με μία δεύτερη ομάδα ερωτημάτων, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το τέκνο του εργαζομένου ενός κράτους μέλους, ο οποίος εργάστηκε σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να θεωρηθεί ως μέλος της οικογένειας του εργαζομένου, κατά την έννοια των διατάξεων του κανονισμού 1612/68, όταν το τέκνο αυτό, αφού έφυγε από τη χώρα υποδοχής μαζί με την οικογένειά του, για να ζήσει στη χώρα καταγωγής του, επιστρέφει μόνο του στη χώρα υποδοχής για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, τις οποίες δεν μπορούσε να συνεχίσει στη χώρα καταγωγής του.

    17 Τα ερωτήματα αυτά αναφέρονται στην ειδική περίπτωση του σπουδαστή Moritz. Ο τελευταίος έφθασε στις Κάτω Χώρες σε ηλικία πέντε ετών και παρακολούθησε στη χώρα αυτή τα μαθήματα στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως ο πατέρας του εργαζόταν τότε στο ολλανδικό κατάστημα μιας ολλανδογερμανικής επιχειρήσεως εμπλουτισμού ουρανίου, το οποίο βρισκόταν στο Almelo, στις ανατολικές Κάτω Χώρες. 'Οταν ο γιός άρχισε τις σπουδές του στην ανώτερη τεχνική εκπαίδευση, ο πατέρας μετατέθηκε στο γερμανικό κατάστημα της ίδιας επιχειρήσεως στο Gronau, στη Γερμανία, σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από το Almelo, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του ο γιός όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, διότι η γερμανική ανώτερη σχολή (η Fachhochschule του Muenster) δεν αναγνώριζε τα ολλανδικά του διπλώματα. Υπό τις συνθήκες αυτές γράφτηκε και πάλι στο ολλανδικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο είχε φοιτήσει στο Enschede, όχι μακριά από το Almelo, όπου και εγκαταστάθηκε μετά από λίγο.

    18 Η ολλανδική κυβέρνηση θεωρεί ότι ο εν λόγω σπουδαστής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέλος της οικογένειας κοινοτικού εργαζομένου, δεδομένου ότι ο πατέρας του δεν εργάζεται πλέον στις Κάτω Χώρες και επομένως δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 48 της Συνθήκης και του κανονισμού 1612/68. Εξ άλλου ο σπουδαστής είχε φύγει από την Ολλανδία για να εγκατασταθεί στη Γερμανία με τους γονείς του αργότερα μόνον επέστρεψε για να ζήσει στις Κάτω Χώρες.

    19 Η πορτογαλική κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν διαφορετική άποψη. Υπενθυμίζουν καταρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που "απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν" στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους απολαύουν ορισμένων δικαιωμάτων στον τομέα της εκπαιδεύσεως, όταν κατοικούν στην επικράτεια αυτή. Ισχυρίζονται επίσης ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, που καθιερώνουν οι κοινοτικές διατάξεις, πρέπει να εξασφαλίζει την όσο το δυνατόν καλύτερη ένταξη των εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους στην κοινωνία της χώρας υποδοχής και ότι, επομένως, η διακοπή της εγκαταστάσεως ενός μέλους της οικογένειας στη χώρα αυτή δεν πρέπει να το εμποδίζει να συνεχίσει σ' αυτή τις σπουδές του.

    20 Τα επιχειρήματα αυτά της πορτογαλικής κυβερνήσεως και της Επιτροπής πρέπει να γίνουν δεκτά. Πράγματι, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι ενός κράτους μέλους που απασχολούνται σε άλλο κράτος μέλος τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως προς τους ημεδαπούς εργαζομένους, όσον αφορά τα οφέλη που χορηγούνται στα μέλη των οικογενειών τους, συμβάλλει στην ένταξη των εργαζομένων αυτών στην κοινωνική ζωή της χώρας υποδοχής σύμφωνα με τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

    21 Για να επιτευχθεί η ένταξη αυτή, είναι απαραίτητο να έχει το τέκνο του κοινοτικού εργαζομένου τη δυνατότητα να παρακολουθεί τα μαθήματα της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως και να πραγματοποιεί σπουδές στη χώρα υποδοχής, όπως προβλέπει ρητά το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, ώστε να μπορεί να τελειώνει επιτυχώς τις σπουδές του. 'Οταν το τέκνο του εργαζομένου αυτού δεν μπορεί, μετά την επιστροφή του πατέρα του στο κράτος μέλος καταγωγής, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του λόγω ελλείψεως αντιστοιχίας των σχολικών διπλωμάτων και δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιστρέψει για το σκοπό αυτό στη χώρα όπου παρακολούθησε τα μαθήματα της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως, διατηρεί τη δυνατότητα επικλήσεως των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου ως "τέκνο υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους", κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 12.

    22 Υπό το πρίσμα των ειδικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να προστεθεί ότι αυτή η ιδιότητα του τέκνου κοινοτικού εργαζομένου που εμπίπτει στις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1612/68 δεν χάνεται για το λόγο και μόνο ότι ο εν λόγω σπουδαστής ακολούθησε αρχικά την οικογένειά του, όταν αυτή εγκαταστάθηκε στο κράτος μέλος καταγωγής, αφού τα μαθήματα που παρακολούθησε στη χώρα υποδοχής παρουσίαζαν διάρκεια και συνέχεια.

    23 Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι το τέκνο του εργαζομένου ενός κράτους μέλους ο οποίος έχει εργαστεί σε άλλο κράτος μέλος διατηρεί την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας του εργαζομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68, όταν η οικογένεια του τέκνου επιστρέφει στο κράτος μέλος καταγωγής και το τέκνο παραμένει στη χώρα υποδοχής, ακόμη και μετά από κάποια διακοπή της διαμονής του, για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, τις οποίες δεν μπορεί να συνεχίσει στο κράτος καταγωγής.

    Γ - Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας του εργαζομένου

    24 Μια τρίτη ομάδα ερωτημάτων θέτει το πρόβλημα αν τα δικαιώματα ενός μέλους της οικογένειας του εργαζομένου ενός κράτους μέλους που απασχολείται σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να εξαρτώνται από τη χορήγηση άδειας διαμονής για ορισμένη περίοδο, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

    25 Πρέπει να υπενθυμιστεί σχετικά ότι το δικαίωμα των υπηκόων ενός κράτους μέλους να εισέρχονται και να διαμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για να αναζητήσουν εκεί εργασία ή να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα ή να έλθουν στον ήδη εγκατεστημένο εκεί σύζυγο ή στην οικογένειά τους αποτελεί δικαίωμα που τους χορηγεί απευθείας η Συνθήκη ή, ανάλογα με την περίπτωση, οι διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την εφαρμογή της. Το δικαίωμα διαμονής βεβαιώνεται με τη χορήγηση ειδικής άδειας διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 68/360 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43) εντούτοις, η χορήγηση της άδειας αυτής δεν έχει συστατικό χαρακτήρα για τα δικαιώματα που απονέμει το κοινοτικό δίκαιο και επομένως η μη ύπαρξη άδειας δεν μπορεί να καθιστά δυσχερή ή αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών.

    26 Πρέπει επομένως στην τρίτη ομάδα των προδικαστικών ερωτημάτων να δοθεί η απάντηση ότι τα δικαιώματα που αντλεί ένα μέλος της οικογένειας εργαζομένου ενός κράτους μέλους από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπεται να εξαρτώνται από τη χορήγηση άδειας διαμονής που να υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις.

    Δ - Η φύση της εκπαιδεύσεως στην οποία πρέπει να έχουν πρόσβαση τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου

    27 Μια τέταρτη ομάδα ερωτημάτων αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 καλύπτει επίσης τόσο τα μαθήματα οικονομικών επιστημών που παραδίδονται στο πανεπιστήμιο όσο και τις ανώτερες επαγγελματικές σπουδές που πραγματοποιούνται σε ολλανδική ανώτερη τεχνική σχολή.

    28 Το προαναφερθέν άρθρο 12 ορίζει ότι τα τέκνα του κοινοτικού υπηκόου γίνονται δεκτά, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους της χώρας υποδοχής, "στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως".

    29 Δεδομένου επομένως ότι η ίση μεταχείριση των τέκνων των κοινοτικών εργαζομένων εκτείνεται σε κάθε μορφής εκπαίδευση, είτε είναι επαγγελματικής φύσεως είτε αφορά τη γενική παιδεία, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, στην προκειμένη περίπτωση, αν η εκπαίδευση, την οποία αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα, έχει επαγγελματικό χαρακτήρα ή όχι.

    30 Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου έχει την έννοια ότι αφορά κάθε μορφή εκπαιδεύσεως, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων οικονομικών επιστημών που παραδίδονται στο πανεπιστήμιο και των ανωτέρων επαγγελματικών σπουδών που πραγματοποιούνται σε ανώτερη τεχνική σχολή.

    Ε - Η φύση των παροχών για τη χρηματοδότηση των σπουδών

    31 Με μια πέμπτη ομάδα ερωτημάτων το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος, όπως προβλέπεται από την ολλανδική νομοθεσία, συγκεκριμένα δε το νόμο περί σπουδαστικών επιδομάτων του 1986, εμπίπτει στα οφέλη που αφορά το προαναφερθέν άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68.

    32 Στο σημείο αυτό πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία σχετικά με την ολλανδική νομοθεσία, η χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος έχει ως σκοπό να καλύψει διαφόρων ειδών έξοδα, και συγκεκριμένα τα έξοδα για τα δίδακτρα, τη διατροφή του σπουδαστή καιενδεχομένως των προσώπων που συντηρεί, τα έξοδα για την αγορά βιβλίων και λοιπού εκπαιδευτικού υλικού και ενδεχομένως τα έξοδα ασφαλίσεως κατά ασθενειών.

    33 Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, σύμφωνα με το οποίο τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων γίνονται δεκτά στα μαθήματα εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους της χώρας υποδοχής, αφορά όχι μόνο τους κανόνες για την κατά κυριολεξία πρόσβαση στην εκπαίδευση, αλλά και τα γενικά μέτρα για τη διευκόλυνση της φοιτήσεως.

    34 Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ενίσχυση που χορηγείται για τη διατροφή και την εκπαίδευση για τη συνέχιση δευτεροβάθμιων ή ανώτερων σπουδών πρέπει να θεωρείται ως κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, το οποίο δικαιούνται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς. Η ίδια αρχή ισχύει και για τα τέκνα των εργαζομένων αυτών, όταν γίνονται δεκτοί στην εκπαίδευση της χώρας υποδοχής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού, διατάξεως που θα έχανε συχνά κάθε αποτελεσματικότητα, αν ερμηνευόταν διαφορετικά.

    35 Πράγματι, η ιδιότητα του τέκνου κοινοτικού εργαζομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68, σημαίνει κυρίως ότι το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει την ανάγκη να χορηγούνται τα κρατικά σπουδαστικά επιδόματα για να ενταχθούν τα τέκνα αυτά στην κοινωνική ζωή της χώρας υποδοχής. Η ανάγκη αυτή είναι ακόμη περισσότερο επιτακτική στις περιπτώσεις στις οποίες οι ωφελούμενοι από τις εν λόγω κοινοτικές διατάξεις είναι σπουδαστές που έφθασαν στη χώρα υποδοχής σε προσχολική ακόμη ηλικία.

    36 Πρέπει, επομένως, στην πέμπτη ομάδα προδικαστικών ερωτημάτων να δοθεί η απάντηση ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται για την κάλυψη των εξόδων εκπαιδεύσεως και διατροφής του σπουδαστή πρέπει να θεωρούνται ως κοινωνικά πλεονεκτήματα, τα οποία δικαιούνται τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους χορηγούνται τα πλεονεκτήματα αυτά στους ημεδαπούς.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    37 Τα εξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, η κυβέρνηση της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα περεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε η Commissie van Beroep Studiefinanciering με Διατάξεις της 24ης Δεκεμβρίου 1987, αποφαίνεται:

    1) Ο υπήκοος κράτους μέλους που εργάζεται, σε άλλο κράτος μέλος, σε θέση που διέπεται από ειδικό καθεστώς διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα οι θέσεις στην Ευρωπαϊκή Οργάνωση Διαστήματος, πρέπει να θεωρείται ως εργαζόμενος ενός κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης και επομένως απολαύει, όπως και τα μέλη της οικογένειάς του, των δικαιωμάτων και προνομίων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και οι διατάξεις του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 12 του κανονισμού.

    2) Το τέκνο του εργαζομένου ενός κράτους μέλους ο οποίος έχει εργαστεί σε άλλο κράτος μέλος διατηρεί την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας του εργαζομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68, όταν η οικογένεια του τέκνου επιστρέφει στο κράτος μέλος καταγωγής και το τέκνο παραμένει στη χώρα υποδοχής, ακόμη και μετά από κάποια διακοπή της διαμονής του, για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, τις οποίες δεν μπορεί να συνεχίσει στο κράτος καταγωγής.

    3) Τα δικαιώματα που αντλεί ένα μέλος της οικογένειας εργαζομένου ενός κράτους μέλους από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπεται να εξαρτώνται από τη χορήγηση άδειας διαμονής που υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις.

    4) Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου έχει την έννοια ότι αφορά κάθε μορφή εκπαιδεύσεως, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων οικονομικών επιστημών που παραδίδονται στο πανεπιστήμιο και των ανωτέρων επαγγελματικών σπουδών που πραγματοποιούνται σε ανώτερη τεχνική σχολή.

    5) Οι ενισχύσεις που χορηγούνται για την κάλυψη των εξόδων εκπαιδεύσεως και διατροφής του σπουδαστή πρέπει να θεωρούνται ως κοινωνικά πλεονεκτήματα, τα οποία δικαιούνται τα τέκνα των κοινοτικών εργαζομένων υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους χορηγούνται τα πλεονεκτήματα αυτά στους ημεδαπούς.

    Top