Izberite preskusne funkcije, ki jih želite preveriti.

Dokument je izvleček s spletišča EUR-Lex.

Dokument 61987CJ0349

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 1991.
    Eλισάβετ Παράσχη κατά Landesversicherungsanstalt Württemberg.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Stuttgart - Γερμανία.
    Κοινωνική ασφάλιση - Συντάξεις αναπηρίας.
    Υπόθεση C-349/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-04501

    Oznaka ECLI: ECLI:EU:C:1991:372

    ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

    στην υπόθεση C-349/87 ( *1 )

    I — Πραγματικά περιστατικά, σχετική εθνική νομοθεσία και προδικαστικό ερώτημα

    Α — Πραγματικά περιστατικά

    1.

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η Ε. Παράσχη, ελληνικής ιθαγένειας, γεννηθείσα το 1943, άσκησε από το 1965 έως το 1979, με ορισμένες διακοπές, δραστηριότητα υποκείμενη σε κοινωνική ασφάλιση στη Γερμανία. Κατέβαλε συνολικά, στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, 102 μηνιαίες εισφορές στο γερμανικό σύστημα και 5 μηνιαίες εισφορές στο ελληνικό σύστημα ασφαλίσεως. Το 1977η Ε. Παράσχη ασθένησε. Τον Ιούλιο του 1979 αναχώρησε από τη Γερμανία και επέστρεψε στη χώρα καταγωγής της, όπου όμως δεν μπόρεσε ούτε να εργαστεί πάλι ως μισθωτή ( λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας της), ούτε να λάβει σύνταξη αναπηρίας (λόγω της μικρής διάρκειας των περιόδων εισφοράς στο ελληνικό σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως ).

    2.

    Δύο αιτήσεις για χορήγηση γερμανικής συντάξεως αναπηρίας, που υποβλήθηκαν το 1978 και το 1980, απορρίφθηκαν από τον αρμόδιο φορέα επειδή η ικανότητα προς εργασία της Παράσχη δεν είχε μειωθεί τόσο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ανάπηρη κατά τη γερμανική νομοθεσία. Μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της η Παράσχη υπέβαλε, στις 16 Μαΐου 1985, τρίτη αίτηση για χορήγηση γερμανικής συντάξεως αναπηρίας. Μολονότι διαπιστώθηκε κατόπιν ιατρικής εξετάσεως που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Landesversicherungsanstalt Württemberg, καθού της κύριας δίκης, ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε πλέον να εργαστεί, τουλάχιστον προσωρινώς, για λόγους υγείας, το καθού της κύριας δίκης απέρριψε την αίτηση της επικαλούμενο τις τροποποιήσεις που επήλθαν το 1984 στον Reichsversicherungsordnung ( γερμανικό νόμο περί κοινωνικών ασφαλίσεων, στο εξής: RVO).

    Β — Η σχετική εθνική νομοθεσία

    3.

    Πράγματι, το γερμανικό σύστημα χορηγήσεως συντάξεων λόγω επαγγελματικής αναπηρίας ή ανικανότητας προς εργασία τροποποιήθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 1984, με την προσθήκη στον RVO δύο νέων διατάξεων (των άρθρων 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, και 1247, παράγραφος 2, στοιχείο α).

    4.

    Η τροποποίηση αυτή, η οποία κατέστησε αυστηρότερες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεων αναπηρίας, προέβλεπε συνοπτικώς τα εξής: Από 1ης Ιανουαρίου 1984, οι συντάξεις λόγω μειώσεως της ικανότητας προς εργασία θα χορηγούνται μόνο εφόσον ο ασφαλισμένος άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση και κατέβαλε 36 τουλάχιστον μηνιαίες εισφορές κατά τη διάρκεια της περιόδου των 60 μηνών (περιόδου αναφοράς ) που προηγήθηκαν της επελεύσεως της αναπηρίας. Για τον υπολογισμό της περιόδου αυτής των 60 μηνών, δεν θα λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ειδικές περίοδοι, καλούμενες μη συνυπολογιζόμενες (nicht mitzuzählende Zeiten), περιοριστικώς καθοριζόμενες, οι οποίες με τον τρόπο αυτόν προστίθενται στην περίοδο των 60 μηνών την οποία επιμηκύνουν. Μεταξύ των ειδικών αυτών περιόδων συμπεριλαμβάνονται οι περίοδοι διακοπής, οφειλόμενες μεταξύ άλλων σε ασθένεια ή ανεργία, κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κατά τις οποίες δεν χορηγήθηκαν παροχές ( άρθρα 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, σημείο 2, και 1247, παράγραφος 2, στοιχείο α, σημείο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 1259, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, του RVO), καθώς και οι περίοδοι ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας, εφόσον δεν ελήφθησαν ήδη υπόψη ως περίοδοι διακοπής ( άρθρα 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, σημείο 6, και 1247, παράγραφος 2, στοιχείο α, σημείο 6, του RVO).

    5.

    Ειδικότερα, το άρθρο 1259, παράγραφος 1, σημείο 1, του RVO προβλέπει τα ακόλουθα αναφορικά με τις περιόδους διακοπής λόγω ασθενείας:

    « Οι περίοδοι διακοπής είναι:

    1)

    Οι περίοδοι κατά τις οποίες η υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση απασχόληση ή δραστηριότητα διεκόπη λόγω ανικανότητας προς εργασία οφειλόμενης σε ασθένεια ή στη λήψη μέτρων προσαρμογής, εφόσον:

    α)

    η ανικανότητα προς εργασία ή τα μέτρα προσαρμογής άρχισαν προ της 1ης Ιανουαρίου 1984, και διήρκεσαν τουλάχιστον επί έναν ημερολογιακό μήνα, κατά τη διάρκεια δε της περιόδου από 1ης Οκτωβρίου 1974 έως 31ης Δεκεμβρίου 1983, ο ασφαλισμένος δεν υπήχθη στην υποχρεωτική ασφάλιση επειδή ελάμβανε παροχές ασφαλίσεως ασθενείας, αποζημιώσεις ασθενείας, αποζημιώσεις λόγω ατυχήματος ή προσωρινές αποζημιώσεις,

    β)

    μετά την 31η Δεκεμβρίου 1983, ο ασφαλισμένος έλαβε, για τις περιόδους αυτές ή για τμήμα των περιόδων αυτών, παροχές ασφαλίσεως ασθενείας, αποζημιώσεις λόγω ασθενείας, ή επίσης, στην περίπτωση που δεν έλαβε καμία από τις ανωτέρω παροχές, εφόσον κατέβαλε εισφορές για τις περιόδους αυτές, επί 18ημερολογιακούς μήνες κατ' ανώτατο όριο, παροχές κατά την έννοια του άρθρου 1385 b, παράγραφος 2. »

    6.

    Όσον αφορά τις περιόδους διακοπής λόγω ανεργίας, το άρθρο 1259, παράγραφος 1, σημείο 3, του RVO ορίζει ότι θεωρούνται ως περίοδοι διακοπής:

    «3)

    Οι περίοδοι κατά τις οποίες η υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση απασχόληση ή δραστηριότητα διεκόπησαν λόγω περιόδου ανεργίας που διήρκεσε τουλάχιστον έναν ημερολογιακό μήνα, εφόσον ο άνεργος, εγγεγραμμένος ως αιτών απασχόληση σε ένα από τα γερμανικά γραφεία απασχολήσεως, έλαβε:

    α)

    παροχές ανεργίας στο πλαίσιο του συστήματος ασφαλίσεως ( παροχές ασφαλίσεως ανεργίας ), ή

    β)

    αποζημιώσεις για μη απασχολουμένους εργαζομένους (αποζημίωση κρίσεως, κοινωνική ενίσχυση προς εργαζομένους που δεν έχουν απασχόληση ), ή

    γ)

    αποζημιώσεις κοινωνικής ενισχύσεως, ή ακόμα

    δ)

    παροχές προς δικαιούχους θυμάτων ατυχημάτων εργασίας,

    ή εφόσον δεν του χορηγήθηκε μία από τις εν λόγω παροχές λόγω σωρεύσεως με άλλες παροχές, υπάρξεως εισοδήματος ή λόγω λήψεως υπόψη του συνόλου των πόρων του, εφόσον, κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιουλίου 1978 και 31ης Δεκεμβρίου 1982, απηλλάγη από την υποχρεωτική ασφάλιση λόγω εισπράξεως παροχών ανεργίας, αποζημιώσεως προς εργαζομένους χωρίς απασχόληση ή επιδόματος συντηρήσεως. »

    7.

    Εξάλλου, θεσπίστηκε προσωρινό σύστημα [ με το άρθρο 2, παράγραφος 6, του Arbeiterrentenversicherungs-Neuregelungsgesetz ( γερμανικού νόμου περί συνταξιοδοτικού συστήματος των εργατών, στο εξής: ArVNG) — όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, του συνοδευτικού νόμου του προϋπολογισμού για το 1984 ]. Δυνάμει του συστήματος αυτού, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας που ίσχυαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1983, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον καταβλήθηκαν εκούσιες εισφορές, τουλάχιστον άπαξ μηνιαίως, κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1984 έως 31ης Δεκεμβρίου 1984.

    Γ — Το προδικαστικό ερώτημα

    8.

    Το Sozialgericht Stuttgart ( Γερμανία ) θέτει το ερώτημα αν τροποποίηση όπως αυτή που επήλθε στη Γερμανία συμβιβάζεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 78), στην περίπτωση δε που θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται, αν ο κανονισμός 1408/71 είναι ανίσχυρος ως αντικείμενος στα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    9.

    Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς προϋποθέτει ερμηνεία και εκτίμηση του κόρους της σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, το Sozialgericht Stuttgart, με Διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 1987, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί του ακολούθου προδικαστικού ερωτήματος:

    « Συμβιβάζεται ο κανονισμός ( ΕΟΚ) 1408/71, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, και 1247, παράγραφος 2, στοιχείο α, του Reichsversicherungsordnung ( RVO ) με το άρθρο 48, παράγραφος 2, και το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

    10.

    Λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως Παράσχη και του σκεπτικού των Διατάξεων παραπομπής της 6ης Οκτωβρίου 1987 και της 27ης Μαρτίου 1990 ( βλ. κατωτέρω σημεία 12 και 13 ), το ερώτημα που υπέβαλε το Sozialgericht Stuttgart πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής:

    «α)

    Έχει το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, ο κανονισμός 1408/71, την έννοια ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση καθιστά αυστηρότερες τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως λόγω μειώσεως της ικανότητας προς εργασία, υπό την έννοια ότι στο εξής τέτοια σύνταξη χορηγείται μόνο εφόσον ο ασφαλισμένος άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση και κατέβαλε τουλάχιστον 36 μηνιαίες εισφορές κατά τη διάρκεια της περιόδου των 60 μηνών (περιόδου αναφοράς ) που προηγήθηκαν της επελεύσεως της αναπηρίας;

    β)

    Σε περίπτωση που ο κανονισμός 1408/71 δεν αποκλείει μια τέτοια τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας, είναι μήπως ανίσχυρος, ενόψει των άρθρων 48, παράγραφος 2, και 51, της Συνθήκης ΕΟΚ; »

    II — Εξέλιξη της διαδικασίας

    11.

    Η Διάταξη του Sozialgericht Stuttgart πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 1987.

    12.

    Η διαδικασία της κύριας δίκης αφορούσε αρχικώς τέσσερις διαφορές μεταξύ των Πουγα-ρίδου, Παράσχη, Παπανικολάου και Portale, αφενός, και του Landesversicherungsanstalt Württemberg, αφετέρου. Ορισμένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών αφορούσαν το κατά πόσον συμβιβάζονται και εξομοιούνται οι καταβαλλόμενες βάσει της γερμανικής νομοθεσίας παροχές (δυνάμενες να επιμηκύνουν περίοδο αναφοράς κατά 60 μήνες) με τις παροχές που καταβάλλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ( οι οποίες, κατά τους γερμανικούς ασφαλιστικούς φορείς δεν έχουν τη δυνατότητα να επιμηκύνουν την περίοδο αναφοράς ).

    13.

    Επειδή τα προβλήματα αυτά τακτοποιήθηκαν μετά την προσθήκη στον κανονισμό 1408/71 του άρθρου 9 α, αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου 1984 ( βλ. κανονισμό 2332/89 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989, ΕΕ L 224, σ. 1 ), το Sozialgericht Stuttgart, με Διάταξη της 27ης Μαρτίου 1990, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 1990, διευκρίνισε ότι το ερώτημα που υποβλήθηκε αρχικώς διατηρείται μόνο καθόσον αφορά την υπόθεση Παράσχη.

    14.

    Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο Portale άσκησε αναίρεση κατά της Διατάξεως της 27ης Μαρτίου 1990 με την οποία το Sozialgericht Stuttgart απέσυρε το προδικαστικό ερώτημα που είχε αρχικώς υποβληθεί, καθόσον τον αφορούσε.

    15.

    Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στις 16 Φεβρουαρίου 1988 το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τους John Carbery και Jürgen Huber, συμβούλους της Νομικής του Υπηρεσίας, στις 17 Φεβρουαρίου 1988 το Landesversicherungsanstalt Württemberg, καθού της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον Oppenländer, στις 19 Φεβρουαρίου 1988 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τον Jürgen Grunwald, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και στις 26 Φεβρουαρίου 1988 οι Παράσχη, Παπανικολάου και Portale, προσφεύγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τη Hannelore Runft, assessorin-juris.

    16.

    Κατόπιν της Διατάξεως που εξέδωσε το Sozialgericht Stuttgart στις 27 Μαρτίου 1990, κατέθεσαν συμπληρωματικές παρατηρήσεις στις 16 Ιουλίου 1990 το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στις 13 Αυγούστου 1990 η Παράσχη.

    17.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

    III — Γρακτές παρατηρήσεις

    Επί τον πρώτου ερωτήματος

    18.

    Η προσφεύγουσα της κύριας άίκης παρατηρεί, κατ' αρχάς, ότι το ζήτημα που πρέπει να διευκρινισθεί στην παρούσα υπόθεση δεν είναι αν είναι γενικώς νόμιμη η θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων στην εσωτερική κοινωνική νομοθεσία, αλλά εάν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ο εκ μέρους κράτους μέλους καθορισμός προϋποθέσεων τις οποίες, για λόγους που οφείλονται στη διαφορετική δομή των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στα κράτη μέλη καταγωγής των διακινουμένων εργαζομένων, δεν πληρούν οι εν λόγω εργαζόμενοι μετά την επιστροφή τους στις χώρες καταγωγής τους, με συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος επί παροχών, το οποίο είχαν αποκτήσει στο κράτος στο οποίο είχαν μεταναστεύσει.

    19.

    Η προσφεύγουσα προβαίνει σχετικώς σε λεπτομερή ανάλυση του σκοπού και του περιεχομένου της γερμανικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

    20.

    Τονίζει πρώτα ότι η τροποποίηση που επήλθε στη γερμανική νομοθεσία έχει ως σκοπό να εξαιρέσει από την προστασία που παρέχει το γερμανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τα πρόσωπα που δεν αοκονν δραστηριότητα, κατά την έννοια της γερμανικής κοινωνικής νομοθεσίας, δηλαδή τα πρόσωπα εκείνα τα οποία για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών δεν κατέβαλαν εισφορές στην υποχρεωτική ασφάλιση και δεν έχουν πραγματοποιήσει « περιόδους διακοπής ». Η υποχρέωση υποχρεωτικών εισφορών ή « μη συνυπολογιζομένων περιόδων » — που είναι κατά κύριο λόγο οι περίοδοι διακοπής — εξηγείται από το γεγονός ότι στη Γερμανία κάθε «πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα » (Erwerbstätiger) απολαύει πλήρους κοινωνικής προστασίας, δηλαδή λαμβάνει πάντοτε μισθό και καταβάλλει εισφορές, ή, σε περίπτωση ασθενείας ή ανεργίας, λαμβάνει παροχές υποκαταστάσεως (αποζημιώσεις ασθενείας, παροχές αναπροσαρμογής, επιδόματα ανεργίας, ενισχύσεις προς μη απασχολουμένους εργαζομένους, κοινωνική ενίσχυση ), σε περίπτωση δε ελλείψεως επαρκών πόρων, επιδόματα συντηρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος κατά την οποία δεν λαμβάνουν παροχές συνιστά περίοδο διακοπής, κατά την έννοια της γερμανικής κοινωνικής νομοθεσίας. Η Παράσχη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσωπο που δεν ασκεί δραστηριότητα για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω.

    21.

    Η γερμανική νομοθεσία αναγνωρίζει ως περιόδους διακοπής, δυνάμενες να επιμηκύνουν την περίοδο αναφοράς, τις περιόδους ασθενείας και ανεργίας κατά τις οποίες δεν χορηγήθηκαν παροχές (άρθρο 1259, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχεία α και β, του RVO για τις περιόδους ασθενείας, σημείο 3, τελευταίο τμήμα της φράσεως, του ιδίου άρθρου, για τις περιόδους ανεργίας ).

    22.

    Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α ) οι περίοδοι ασθενείας που άρχισαν πριν την 1η Ιανουαρίου 1984 και κατά τις οποίες δεν χορηγήθηκαν παροχές συνιστούν, σε περίπτωση διακοπής της υποκείμενης σε υποχρεωτική ασφάλιση απασχολήσεως ή δραστηριότητας, περιόδους διακοπής, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι διήρκεσαν τουλάχιστον ένα ημερολογιακό μήνα· β ) γις τις μετά την 1η Ιανουαρίου 1984 περιόδους ασθενείας η κατάσταση είναι η ακόλουθη: i) όταν ο ασφαλισμένος λαμβάνει παροχές για τμήμα μόνο της περιόδου κατά την οποία ήταν ανίκανος προς εργασία, το υπόλοιπο της εν λόγω περιόδου, στην περίπτωση διακοπής απασχολήσεως ή δραστηριότητας υποκείμενης σε υποχρεωτική ασφάλιση, συμπληρώνεται χωρίς τη χορήγηση παροχών και συνιστά περίοδο διακοπής· ii) εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε εξ αρχής δικαίωμα για καμία παροχή, σε περίπτωση διακοπής απασχολήσεως ή δραστηριότητας υποκείμενης σε υποχρεωτική ασφάλιση, η περίοδος ανικανότητας προς εργασία κατά τη διάρκεια της οποίας ο ενδιαφερόμενος κατέβαλε εισφορές στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως και, στην περίπτωση που είχε προηγουμένως καταβάλει εισφορές επί δεκαοκτώ μήνες, το υπόλοιπο της περιόδου χωρίς καταβολή εισφορών συνιστούν επίσης περίοδο διακοπής· γ) οι περίοδοι ανεργίας χωρίς παροχές, σε περίπτωση διακοπής απασχολήσεως ή δραστηριότητας υποκείμενης σε υποχρεωτική ασφάλιση, θεωρούνται ως περίοδοι διακοπής, υπό τη διπλή προϋπόθεση εγγραφής του ασφαλισμένου στο γραφείο ανεργίας και ελλείψεως παροχών ανεργίας οφειλόμενης είτε στη χορήγηση άλλων παροχών ή στην ύπαρξη άλλων εισοδημάτων ή πόρων.

    23.

    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει η πληρότητα της παρεχόμενης στη Γερμανία προστασίας.

    24.

    Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι εάν είχε παραμείνει στη Γερμανία θα είχε επωφεληθεί από τις διατάξεις αυτές και, επομένως, δεν θα είχε απολέσει το δικαίωμα της για σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία ( υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά της θα ήταν σύμφωνη με τα προβλεπόμενα από τη γερμανική νομοθεσία). Στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγε εάν οι περίοδοι ασθενείας και ανεργίας χωρίς χορήγηση παροχών, που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, στη συγκεκριμένη περίπτωση στην Ελλάδα, μπορούσαν να εξομοιωθούν με τις αντίστοιχες περιόδους που προβλέπει η γερμανική κοινωνική νομοθεσία (άρθρο 1259, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, του RVO).

    25.

    Η προσφεύγουσα στη κυρία δίκη τονίζει, σχετικώς, ότι για διαρθρωτικούς λόγους, δηλαδή για λόγους που ανάγονται στη διαφορετική δομή του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (προστασία λιγότερο πλήρης από εκείνη που παρέχεται στις χώρες του « βορρά » της Κοινότητας ), στις λειτουργικές ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και στην αντίστοιχη συμπεριφορά των επαναπατριζόμενων διακινουμένων εργαζομένων, η εξομοίωση αντιμετωπίζει πλήθος δυσχερειών οι οποίες συχνά είναι ανυπέρβλητες.

    26.

    Εδικότερα, όσον αφορά τις περιόδους ασθενείας χωρίς χορήγηση παροχών, η εξομοίωση είναι αδύνατη στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν έχει αποκτήσει στην Ελλάδα κανένα δικαίωμα συντάξεως (βλ. σημείο 22, στοιχείο β, σημείο II, ανωτέρω). Όσον αφορά τις περιόδους ανεργίας χωρίς χορήγηση παροχών, εκτός από το ότι οι έλληνες εργαζόμενοι που επαναπατρίζονται δεν εγγράφονται σχεδόν ποτέ στον αρμόδιο ελληνικό φορέα απασχολήσεως (τον ΟΑΕΔ), η εξομοίωση θα ήταν επίσης δυσχερής, καθόσον οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν διαθέτουν συνήθως άλλες παροχές, εισοδήματα ή πόρους ( βλ. σημείο 22, στοιχείο γ, ανωτέρω )· εξάλλου, πρέπει επίσης να διευκρινισθεί αν η ανεπάρκεια των πόρων κρίνεται σύμφωνα με τα γερμανικά κριτήρια ή συμφωνα με τα ελληνικά κριτήρια.

    27.

    Συνεπώς, το πρόβλημα που τίθεται δεν συνιστά πρόβλημα « απλού συντονισμού » των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά πρόβλημα δυσμενούς διακρίσεως οφειλόμενης στη διαφορά των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών του « βορρά » και των κρατών μελών του « νότου » της Κοινότητας.

    28.

    Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι μολονότι στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως το κοινοτικό δίκαιο προβαίνει απλώς σε συντονισμό και, κατά συνέπεια, ο εθνικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει μόνος του τις προϋποθέσεις δημιουργίας δικαιωμάτων και να ενισχύει εκ των νανέρων τις προϋποθέσεις αυτές, ωστόσο, η ευχέρεια αυτή δεν πρέπει να φθάνει μέχρις παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο σκοπός που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης είναι η εξυγίανση του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

    29.

    Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι κράτος μέλος εξαρτά τη δημιουργία δικαιώματος συντάξεως αναπηρίας από προϋποθέσεις όπως αυτές που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία συνιστά στην πραγματικότητα συγκαλυμμένη διάκριση έναντι των διακινουμένων εργαζομένων που κατοικούν στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες του « νότου ». Η διάκριση αυτή αντιβαίνει προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ και στη γενική αρχή της ισότητας του κοινοτικού δικαίου. Αντιβαίνει, επίσης, προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, καθόσον οι διακινούμενοι εργαζόμενοι υποχρεούνται να διατηρούν την κατοικία τους στη Γερμανία προκειμένου να μην απολέσουν το δικαίωμα υπαγωγής τους στις ευεργετικές διατάξεις του γερμανικού συστήματος αναπηρίας.

    30.

    Οι νέες διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας θίγουν διττώς την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας [αναγνωρισμένο στο κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, Noid, 4/73, Clg. 1974, σ. 491· της 13ης Δεκεμβρίου 1979, Hauer, 44/79, Sig. 1979, σ. 3727· της 19ης Ιουνίου 1980, Testa Maggio και Vitale, 41/79, 121/79 και 796/79, Sig. 1980, σ. 1979 ) ], ως προς τους διακινούμενους εργαζομένους οι οποίοι συμπλήρωσαν, σε άλλο κράτος μέλος, περιόδους ασθενείας ή ανεργίας χωρίς να έχουν λάβει παροχές. Πρώτον, οι ρυθμίσεις αυτές θα είχαν ως αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, την πλήρη απώλεια δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει οι ενδιαφερόμενοι στον τομέα της αναπηρίας δυνάμει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι το 1984. Δεύτερον, οι ρυθμίσεις αυτές θα είχαν ως συνέπεια την απώλεια της αξίας των εισφορών. που κατέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι μέχρι την εν λόγω ημερομηνία.

    31.

    Συνέπεια της τροποποιήσεως της γερμανικής νομοθεσίας θα ήταν επίσης η μετατροπή των κεκτημένων εθνικών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που απέκτησαν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι βάσει της νομοθεσίας της χώρας υποδοχής και μόνο, σε διακρατικά δικαιώματα (κτήση δικαιώματος παροχής μέσω του συνυπολογισμού των περιόδων ). Για τους επαναπατριζόμενους διακινούμενους εργαζομένους αυτό θα είχε ως συνέπεια τον αναλογικό καταμερισμό και, επομένως, τη μείωση ορισμένων παροχών που δεν στηρίζονται σε εισφορές και δεν είναι ανάλογες των εισφορών που καταβλήθηκαν στη χώρα υποδοχής. Μια τέτοια συνέπεια θα ήταν ασυμβίβαστη με τον κανονισμό 1408/71 και με το άρθρο 130 Α της Συνθήκης ΕΟΚ.

    32.

    Διαψεύστηκε, εξάλλου, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που έτρεφαν οι επαναπατριζόμενοι εργαζόμενοι ως προς τη διατήρηση της προστασίας που απήλαυαν έναντι του κινδύνου αναπηρίας.

    33.

    Βεβαίως, οι μεταβατικές διατάξεις του ArNVG, προβλέπουν δυνατότητα εξαλείψεως αυτών των πλεονεκτημάτων, η δυνατότητα όμως αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές αντιστάθμισμα για τον περιορισμό των δικαιωμάτων των επαναπατριζόμενων Ελλήνων εργαζομένων, καθόσον δεν είχαν ενημερωθεί για τις επελθούσες τροποποιήσεις και για τις μεταβατικές διατάξεις.

    34.

    Εξάλλου, η υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει των μεταβατικών αυτών διατάξεων στους επαναπατριζομένους διακινουμένους εργαζομένους, οι οποίοι συχνά στερούνται πόρων ή λαμβάνουν σύνταξη η οποία μόλις καλύπτει το ελάχιστο όριο των απαραίτητων για την επιβίωση τους μέσων, καταβολής εισφορών στο γερμανικό σύστημα ασφαλίσεως, προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμα προστασίας σε περίπτωση αναπηρίας, αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και προς την αρχή του κοινωνικού κράτους, αρχή που ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και πρέπει, επίσης, να εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    35.

    Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης πρέπει να διευκρινισθεί αν ο περιορισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, όπως αυτός προκύπτει από τη γερμανική νομοθετική ρύθμιση, είναι θεμιτός στην περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι δεν ενημερώθηκαν για την επελθούσα τροποποίηση της νομοθεσίας. Πρέπει επίσης να διευκρινισθεί ποια μορφή έπρεπε να λάβει η ενημέρωση των επαναπατριζομένων διακινουμένων εργαζομένων, ποιος έπρεπε να είναι ο φορέας για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών και ποιος πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της ελλείψεως ενημερώσεως. Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι γερμανικοί φορείς ήταν υποχρεωμένοι, δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71 ή δυνάμει άλλης διατάξεως ή αρχής του κοινοτικού δικαίου, να παρέχουν γενικά πληροφοριακά στοιχεία σε όλους τους ενδιαφερομένους, καθώς και εξηγήσεις και ατομικές συμβουλές στους επαναπατριζομένους ασφαλισμένους, σχετικά με την τροποποίηση της γερμανικής νομοθεσίας.

    36.

    Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δέχεται ότι, ήδη πριν τεθούν σε ισχύ οι νέες διατάξεις, η Ελληνική Κυβέρνηση ενημερώθηκε ως προς τη σχεδιαζόμενη τροποποίηση. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι οι επαναπατριζόμενοι Έλληνες εργαζόμενοι δεν ενημερώθηκαν επαρκώς ούτε από τους ελληνικούς φορείς ούτε από τους γερμανικούς φορείς. Μόλις περί το τέλος του 1984, περίπου, ο καθού της κύριας δίκης άρχισε να αποστέλλει στους εργαζομένους που επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους, κάθε φορά που είχε τη σχετική ευκαιρία, ενημερωτικό δελτίο σχετικά με την επελθούσα τροποποίηση.

    37.

    Ως προς τις συνέπειες που απορρέουν από την παραβίαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης φρονεί ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν πρέπει να φέρουν το βάρος των κινδύνων που απορρέουν από την έλλειψη εναρμονίσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.

    38.

    Ο καθού της κύριας δίκης παρατηρεί, κατ' αρχάς, ότι ο γερμανός νομοθέτης, θεσπίζοντας τη σχετική τροποποίηση, απέβλεπε στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ ασφαλισμένων και στη διασφάλιση της χρηματοδοτήσεως του γερμανικού συστήματος συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως. Ειδικότερα, περισσότερο αυστηρές προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεως αναπηρίας κρίθηκαν αναγκαίες για την αντιμετώπιση των αυξανομένων οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζαν οι φορείς συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως στη Γερμανία και της αυξανόμενης χρησιμοποιήσεως των συντάξεων αναπηρίας ως « προώρων συντάξεων γήρατος ».

    39.

    Ο καθού της κύριας δίκης τονίζει, κατόπιν, ότι οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν στην αλλοδαπή δεν συνυπολογίζονται στην περίοδο αναφοράς διότι δεν πληρούν τους όρους που θέτει το άρθρο 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, του RVO. Οι όροι αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως στους Γερμανούς και αλλοδαπούς ασφαλισμένους. Η ενδεχόμενη εξομοίωση των περιόδων που συμπληρώθηκαν στην αλλοδαπή με τις περιόδους που υπονοεί το άρθρο 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, του RVO θα είχε ακόμη δυσμενέστερες συνέπειες για τους μη διακινούμενους εργαζομένους.

    40.

    Ο συνυπολογισμός στην περίοδο αναφοράς των περιόδων που συμπληρώθηκαν στην αλλοδαπή δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας και, εν πάση περιπτώσει, εάν προκύπτει περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας, αυτός θα οφείλεται στις διαφορές των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκής για να θεμελιώσει παράβαση του άρθρου 48 της Συνθήκης.

    41.

    Η νέα γερμανική ρύθμιση δεν στερεί τους διακινουμένους εργαζομένους από το δικαίωμά τους για σύνταξη αναπηρίας. Η αντίρρηση που προέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο, κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν τις ελάχιστες εισφορές που προβλέπουν οι μεταβατικές διατάξεις του ArVNG, προκειμένου να εξακολουθήσουν να παραμένουν ασφαλισμένοι στο γερμανικό σύστημα ασφαλίσεως, δεν είναι πειστική, εάν ληφθεί υπόψη το χαμηλό ύψος των εν λόγω εισφορών (98 γερμανικά μάρκα το μήνα ).

    42.

    Δεδομένου ότι ο τροποποιηθείς γερμανικός νόμος δημοσιεύθηκε κανονικά, η υποκειμενική ενημέρωση των συγκεκριμένων προσώπων σχετικά με τον νόμο αυτό δεν έχει σημασία, ακόμα και στην περίπτωση που κατοικούν στην αλλοδαπή. Ωστόσο, ο καθού της κύριας δίκης διεξήγαγε εντατική εκστρατεία ενημερώσεως των ενδιαφερομένων που έχουν την ελληνική ιθαγένεια, στο πλαίσιο της οποίας διανεμήθηκαν ενημερωτικά δελτία συντεταγμένα σε δύο γλώσσες, τον δε Σεπτέμβριο του 1984 απεστάλη στην Ελλάδα επιτροπή προκειμένου να ενημερώσει τους αρμόδιους ελληνικούς φορείς για την επελθούσα τροποποίηση.

    43.

    Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ προβλέπει τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Συνεπώς, οι εθνικές νομοθεσίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται και μπορούν να τροποποιούνται από τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων άλλων κρατών μελών ( βλ. σχετικώς την απόφαση της 24ης Απριλίου 1980, 110/79, Coonan, Sig. 1980, σ. 1445 ).

    44.

    Η Επιτροπή παρατηρεί, κατ' αρχάς, ότι το μοναδικό ζήτημα κοινοτικού δικαίου που ανακύπτει στην υπόθεση Παράσχη είναι αν ο καθορισμός περιόδου αναφοράς 60 μηνών είναι νόμιμος, δεδομένου ότι ο συνυπολογισμός δεν απαιτείται για τη συμπλήρωση των 36 μηνιαίων εισφορών και δεν υπήρξε χορήγηση γενικών παροχών, οι οποίες θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για παράταση της περιόδου αναφοράς.

    45.

    Η Επιτροπή αναφέρεται κατόπιν στη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1979, 266/78, Brunori, Slg. 1979, σ. 2705· και της 24ης Απριλίου 1980, Coonan, προαναφερθείσα), προκειμένου να υπογραμμίσει ότι τα κράτη μέλη είναι κατ' αρχήν πλήρως ελεύθερα να διαμορφώνουν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, εφόσον τηρείται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ο καθορισμός περιόδου αναφοράς και ενός ορισμένου αριθμού υποχρεωτικών μηνιαίων εισφορών συνιστά θέσπιση αντικειμενικών προϋποθέσεων που εφαρμόζονται ομοιόμορφα τόσο στους ημεδαπούς όσο και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών.

    46.

    Η επελθούσα τροποποίηση της γερμανικής νομοθεσίας δεν θίγει κεκτημένα δικαιώματα, την προστασία των οποίων διασφαλίζει, επίσης, το κοινοτικό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, τα ήδη κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, όπως και ενδεχόμενος ο μεταγενέστερος περιορισμός τους, λόγω τροποποιήσεων που επήλθαν, εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική νομοθεσία, με αποτέλεσμα η προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων να διέπεται αποκλειστικά από την εσωτερική νομοθεσία.

    Επί του δευνέρον ερωτήματος

    47.

    Η προσφεύγονσα της κύριας δίκης παρατηρεί ότι το νέο άρθρο 9 α, που προστέθηκε στον κανονισμό 1408/71 με το άρθρο 1, σημείο 2, του κανονισμού 2332/89, αφορά αποκλειστικώς την εξομοίωση με τις αντίστοιχες περιόδους που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία των περιόδων κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές και οι οποίες συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους. Φρονεί ότι η παράλειψη του κοινοτικού νομοθέτη να ρυθμίσει το ζήτημα των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους χωρίς να θεμελιώσουν δικαίωμα για παροχές συνιστά παράβαση του άρθρου 130 Α της Συνθήκης (άρθρο 23 της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως), δηλαδή διατάξεως που στερείται αμέσου αποτελέσματος, καθώς και παράβαση των άρθρων 6, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    48.

    Ωστόσο, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης φρονεί ότι η ενδεχόμενη προσθήκη στον κανονισμό 1408/71 διατάξεως που να εξομοιώνει και τις περιόδους κατά τις οποίες δεν χορηγήθηκαν παροχές θα δημιουργούσε άλυτα προβλήματα. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα δεν είναι γενικώς δυνατό να αποδειχθεί ότι εργαζόμενος είναι άνεργος χωρίς να λαμβάνει παροχές, θα έπρεπε να προσδιορισθεί ποιοι δικονομικοί κανόνες εφαρμόζονται ως προς την προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων και, ιδίως, ποιος φέρει το ουσιαστικό βάρος της αποδείξεως, κατά το κοινοτικό δίκαιο.

    49.

    Μια άλλη λύση για την επίλυση του προβλήματος που ανέκυψε στην παρούσα υπόθεση θα ήταν να ερμηνευθεί το άρθρο 1418, παράγραφος 1, του RVO, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Κατά την εν λόγω διάταξη « δεν λαμβάνονται υπόψη (... ) οι εκούσιες εισφορές που καταβλήθηκαν ένα και πλέον έτος μετά τη λήξη του ημερολογιακού έτους για το οποίο καταβλήθηκαν ». Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προτείνει να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή κατά τρόπο που να επιτρέπει την καταβολή εκουσίων εισφορών, αναδρομικώς, από τους επαναπατριζόμένους διακινούμένους εργαζομένους.

    50.

    Ωστόσο, η καταλληλότερη λύση θα ήταν η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τις παροχές αναπηρίας.

    51.

    Το καΟού της κύριας οίκης δεν λαμβάνει θέση επί του ζητήματος αυτού.

    52.

    Το Σνμβούλιο τονίζει ότι ουδέποτε το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 1408/71 είναι ανίσχυρος στο σύνολό του. Οι συγκεκριμένες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, αντίθετές προς τους γενικούς σκοπούς των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης, κρίθηκαν ανίσχυρες όταν διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο επαρκώς διασταλτικό που να διασφαλίζει την προστασία των συμφερόντων των διακινουμένων εργαζομένων. Αυτό δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Ο κανονισμός 1408/71 είναι, κατά συνέπεια, έγκυρος στο σύνολο του.

    53.

    Η Επιτροπή φρονεί ότι από το σκεπτικό της Διατάξεως παραπομπής της 6ης Οκτωβρίου 1987 δεν προκύπτει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να επιτρέπει τη διαπίστωση ότι η προστασία των διακινουμένων εργαζομένων υπό το κράτος του κανονισμού 1408/71 είναι ανεπαρκής.

    54.

    Εξάλλου, τα προβαλλόμενα κενά του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν να θεμελιώσουν αμφισβήτηση του κύρους του, δεδομένου ότι νομοθετική παράλειψη δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι οι υφιστάμενοι κανόνες είναι παράνομοι. Αντιθέτως, για να θεμελιωθεί παράνομος χαρακτήρας θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι οι υφιστάμενες διατάξεις του κανονισμού συνιστούν, ελλείψει της προτεινόμενης διατάξεως, παραβίαση της Συνθήκης. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

    Κ. Ν. Κακούρης

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Na vrh

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )

    της 4ης Οκτωβρίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-349/87,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Sozialgericht Stuttgart ( Γερμανία ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Ελισάβετ Παράσχη

    και

    Landesversicherungsanstalt Württemberg,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και ως προς την ερμηνεία και το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 78 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. Ο'Higgins, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: V. Di Bucci, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η Παράσχη, εκπροσωπούμενη από την Hannelore Runft, Assessorin-juris στο κέντρο ενημερώσεως και προσανατολισμού Ελλήνων μεταναστών εργαζομένων,

    το Landesversicherungsanstalt Württemberg, εκπροσωπούμενο από τον Oppenländer, Abteilungsleiter,

    το Συμβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους John Carbery και Jürgen Huber, συμβούλους της Νομικής Υπηρεσίας,

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τον Jürgen Grunwald, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Παράσχη, του Landesversicherungsanstalt Württemberg, εκπροσωπούμενου από τον Heinz Muschel και τον Peter Wagner, υπάλληλο διοικήσεως και Regierungsdirektor στον τοπικό ασφαλιστικό φορέα του Württemberg, αντιστοίχως, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 1991,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 1987, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Νοεμβρίου 1987, το Sozialgericht Stuttgart υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και ως προς την ερμηνεία και το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 78 ), προκειμένου να εκτιμηθεί αν συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές γερμανική νομοθετική ρύθμιση στον τομέα των συντάξεων λόγω επαγγελματικής αναπηρίας ή ανικανότητας προς εργασία.

    2

    Το ζήτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο τεσσάρων διαφορών μεταξύ των Πουγαρίδου, Παράσχη, Παπανικολάου και Portale, αντιστοίχως, και του Landesversicherungsanstalt Württemberg (Ταμείου Κοινωνικής Ασφαλίσεως του Land Württemberg, στο εξής: καθού της κύριας δίκης ), λόγω της αρνήσεως του τελευταίου να τους χορηγήσει σύνταξη αναπηρίας.

    3

    Το γερμανικό σύστημα χορηγήσεως συντάξεων λόγω επαγγελματικής αναπηρίας ή ανικανότητας προς εργασία τροποποιήθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 1984, με την προσθήκη στον Reichsversicherungsordnung (γερμανικό νόμο περί κοινωνικών ασφαλίσεων, στο εξής: RVO ) δύο νέων διατάξεων, του άρθρου 1246, παράγραφος 2, και του άρθρου 1247, παράγραφος 2.

    4

    Η τροποποίηση αυτή, η οποία κατέστησε αυστηρότερες τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων αναπηρίας, προβλέπει συνοπτικώς τα ακόλουθα: από 1ης Ιανουαρίου 1984, οι συντάξεις λόγω μειώσεως της ικανότητας προς εργασία χορηγούνται μόνον εφόσον ο ασφαλισμένος άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη στην υποχρεωτική ασφάλιση και κατέβαλε τουλάχιστον 36 μηνιαίες εισφορές κατά τη διάρκεια των 60 μηνών που προηγήθηκαν της επελεύσεως της αναπηρίας (περίοδος αναφοράς). Για τον καθορισμό της περιόδου αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη ορισμένες περίοδοι, καλούμενες μη συνυπολογιζόμενες περίοδοι, περιοριστικώς οριζόμενες, οι οποίες προστίθενται στην περίοδο των 60 μηνών και την παρατείνουν. Μεταξύ των μη συνυπολογιζομένων περιόδων περιλαμβάνονται οι περίοδοι διακοπής, μεταξύ άλλων, για λόγους ασθενείας ή ανεργίας, εφόσον κατά τη διάρκειά τους χορηγήθηκαν παροχές ή ακόμα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όταν δεν χορηγήθηκαν παροχές, καθώς και οι περίοδοι ανικανότητας προς εργασία και ανεργίας, εφόσον αυτές δεν έχουν άλλως πως ληφθεί ήδη υπόψη.

    5

    Εξάλλου, θεσπίστηκε ένα μεταβατικό καθεστώς με σκοπό τη διατήρηση σε ισχύ, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1984, των προηγουμένων προϋποθέσεων χορηγήσεως συντάξεων αναπηρίας, εφόσον καταβλήθηκαν εκούσιες εισφορές τουλάχιστον άπαξ μηνιαίως κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 1984 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1984.

    6

    Η εφαρμογή της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως επί διακινουμένων εργαζομένων στη Γερμανία δημιούργησε ορισμένα προβλήματα ως προς το συγκρίσιμο και το παρεμφερές των παροχών που καταβάλλονται βάσει της γερμανικής νομοθεσίας ( οι οποίες δικαιολογούν παράταση της περιόδου αναφοράς των 60 μηνών ) με τις παροχές που καταβάλλονται βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ( οι οποίες, κατά τους γερμανικούς ασφαλιστικούς φορείς, δεν δικαιολογούν παράταση της περιόδου αναφοράς).

    7

    Δεδομένου ότι ορισμένα από τα προβλήματα αυτά που ανέκυψαν στο πλαίσιο των διαφορών των τεσσάρων κυρίων δικών τακτοποιήθηκαν κατόπιν της προσθήκης, με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 2332/89 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989 ( ΕΕ L 224, σ. 1 ), του άρθρου 9α στον κανονισμό 1408/71, με ισχύ αναδρομική από 1ης Ιανουαρίου 1984, το Sozialgericht Stuttgart, με Διάταξη της 27ης Μαρτίου 1990 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 1990, διευκρίνισε ότι το ερώτημα που είχε αρχικώς υποβληθεί διατηρείται μόνο καθόσον αφορά την Παράσχη.

    8

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Παράσχη, ελληνικής ιθαγένειας, γεννηθείσα το 1943, άσκησε μεταξύ του 1965 και του 1979, με ορισμένες διακοπές, δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση στη Γερμανία. Κατέβαλε συνολικώς, στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, 102 μηνιαίες εισφορές υπό το κράτος του γερμανικού συστήματος και πέντε μηνιαίες εισφορές υπό το κράτος του ελληνικού συστήματος. Το 1977η Παράσχη ασθένησε. Τον Ιούλιο του 1979 αναχώρησε από τη Γερμανία και επέστρεψε στη χώρα καταγωγής της, όπου δεν μπόρεσε ούτε να επαναλάβει μισθωτή δραστηριότητα, λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας της, ούτε να λάβει σύνταξη αναπηρίας, λόγω της μικρής διάρκειας των περιόδων καταβολής εισφορών στην ελληνική συνταξιοδοτική ασφάλιση.

    9

    Δύο αιτήσεις της για χορήγηση γερμανικής συντάξεως αναπηρίας, που υποβλήθηκαν το 1978 και το 1980, απορρίφθηκαν από τον αρμόδιο φορέα επειδή η ικανότητα της Παράσχη προς εργασία δεν είχε μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ανάπηρη κατά τη γερμανική νομοθεσία. Κατόπιν νέας επιδεινώσεως της υγείας της η Παράσχη υπέβαλε, στις 16 Μαΐου 1985, τρίτη αίτηση χορηγήσεως γερμανικής συντάξεως αναπηρίας. Τη φορά αυτή, μολονότι διαπιστώθηκε ότι η Παράσχη δεν μπορούσε πλέον να εργασθεί, για λόγους υγείας και τουλάχιστον προσωρινώς, το καθού της κύριας δίκης απέρριψε την αίτηση της, επειδή η αιτούσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του RVO που είχαν εν τω μεταξύ θεσπιστεί, όπως προαναφέρθηκε.

    10

    Η Παράσχη άσκησε κατόπιν αυτού προσφυγή ενώπιον του Sozialgericht Stuttgart κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της.

    11

    Προς επίλυση αυτής της διαφοράς, καθώς και των άλλων τριών που προαναφέρθηκαν, το Sozialgericht Stuttgart υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Συμβιβάζεται ο κανονισμός ( ΕΟΚ) 1408/71, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1246, παράγραφος 2, στοιχείο α, και 1247, παράγραφος 2, στοιχείο α, του Reichs Versicherungsordnung ( RVO ) με το άρθρο 48, παράγραφος 2, και το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

    12

    Στην έκθεση ακροτατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    13

    Επιβάλλεται, πρώτον, να παρατηρηθεί ότι, μολονότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφαίνεται ως προς το αν συμβιβάζονται διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας με τη Συνθήκη, ωστόσο αυτό είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα εκείνα τα ερμηνευτικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που θα του έδιναν τη δυνατότητα να αποφανθεί ως προς αυτό το ζήτημα του συμβιβαστού στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του ( βλ. π.χ. την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, C-369/89, ASBL Piageme, Συλλογή 1991, σ. Ι-2971, σκέψη 7).

    14

    Συνεπώς, το ερώτημα που υποβλήθηκε από το εθνικό δικαστήριο πρέπει να νοηθεί ως εξής:

    «α)

    Πρέπει τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και ο κανονισμός 1408/71 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνική νομοθετική ρύθμιση καθιστώσα αυστηρότερες τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, υπό την έννοια ότι στο εξής μια τέτοια σύνταξη θα χορηγείται μόνον εφόσον ο ασφαλισμένος άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση και κατέβαλε τουλάχιστον 36 μηνιαίες εισφορές κατά τη διάρκεια της περιόδου των 60 μηνών πριν από την επέλευση της αναπηρίας ( περίοδος αναφοράς ), όταν η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί, σε περίπτωση επελεύσεως, στο εν λόγω κράτος μέλος, ορισμένων πραγματικών περιστατικών περιοριστικώς καθοριζομένων, που έχουν ως αποτέλεσμα να διακόπτουν την εκ μέρους του εργαζομένου άσκηση δραστηριότητας υποκείμένης σε υποχρεωτική ασφάλιση;

    β)

    Εάν ο κανονισμός 1408/71 δεν εμποδίζει μια τέτοια τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας καθίσταται, ως εκ τούτου ανίσχυρος, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    15

    Πρέπει, πρώτον, να τονιστεί ότι κατά πάγια νομολογία το άρθρο 51 της Συνθήκης και ο κανονισμός 1408/71 προβλέπουν απλώς και μόνον τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν σε διάφορα κράτη μέλη και δεν ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις συμπληρώσεως των εν λόγω περιόδων ασφαλίσεως (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1989, 29/88, Schmitt, Συλλογή 1989, σ. 581 ) εναπόκειται στη νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρέπει να εισάγεται σχετικώς διάκριση μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων άλλων κρατών μελών (απόφαση της 24ης Απριλίου 1980, 110/79, Coonan, Rec. 1980, σ. 1445, σκέψη 12).

    16

    Κατά συνέπεια, το κοινοτικό δίκαιο δεν στερεί από τον εθνικό νομοθέτη τη δυνατότητα να τροποποιεί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, ακόμα και όταν τις καθιστά αυστηρότερες, εφόσον οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται δεν συνεπάγονται προφανή ή συγκαλυμμένη διάκριση μεταξύ των κοινοτικών εργαζομένων.

    17

    Ο καθορισμός περιόδου αναφοράς τοποθετούμένης πριν από την επέλευση της αναπηρίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασφαλισμένος πρέπει να έχει καταβάλει έναν ελάχιστο αριθμό εισφορών προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα συντάξεως αναπηρίας, συνιστά αντικειμενικό κριτήριο που εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλους τους κοινοτικούς εργαζομένους.

    18

    Η διαπίστωση αυτή ισχύει και ως προς τη θεσπισθείσα από τον εθνικό νομοθέτη ρύθμιση, κατά την οποία υπάρχει δυνατότητα παρατάσεως της περιόδου αναφοράς, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι διαδικασίες από τις οποίες θα εξαρτάται η δυνατότητα αυτή δεν δημιουργούν διακρίσεις.

    19

    Η Παράσχη παρατηρεί ότι διαδικασίες όπως αυτές που προβλέπει ο RVO μπορούν να δημιουργήσουν διακρίσεις εις βάρος των διακινουμένων εργαζομένων οι οποίοι, μετά από μια περίοδο εργασίας στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται ο αρμόδιος φορέας, αναχωρούν από αυτό προκειμένου να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Οι διακρίσεις αυτές μπορούν να προκύψουν από τη διαφορετική δομή των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, αποτέλεσμα της οποίας είναι ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά, όταν συμβαίνουν στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται ο αρμόδιος φορέας, δικαιολογούν παράταση της περιόδου αναφοράς, ενώ, όταν συμβαίνουν στο κράτος μέλος από το οποίο κατάγεται ο εργαζόμενος, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την παράταση της περιόδου αναφοράς που προβλέπει η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους.

    20

    Η Παράσχη αναφέρεται κυρίως στις περιόδους ασθενείας ή ανεργίας, οι οποίες, όταν συμπληρώνονται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία, παρατείνουν την περίοδο αναφοράς, έστω και αν ο εργαζόμενος δεν έλαβε παροχές ασθενείας ή ανεργίας, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται όταν τέτοια περιστατικά συμβαίνουν στο κράτος μέλος καταγωγής του εργαζομένου, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα.

    21

    Επιβάλλεται κατ' αρχάς να υπογραμμιστεί ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν περιέχει διατάξεις που να ρυθμίζουν περιπτώσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.

    22

    Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, μολονότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 51 της Συνθήκης επιτρέπει διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, των δικαιωμάτων που παρέχονται στα πρόσωπα που εργάζονται σ' αυτά (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 1991, C-227/89, Rönfeldt, Συλλογή 1991, σ. Ι-323, σκέψη 12), είναι ωστόσο βέβαιο ότι ο σκοπός των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν, λόγω ασκήσεως του δικαιώματος τους για ελεύθερη κυκλοφορία, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι υφίσταντο απώλεια των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που τους παρέχει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους· μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους κοινοτικούς εργαζομένους να ασκήσουν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία και θα συνιστούσε, κατά συνέπεια, κώλυμα στην εν λόγω ελευθερία ( βλ. τελευταία απόφαση της 7ης Μαρτίου 1991, C-10/90, Masgio, Συλλογή 1991, σ. Ι-1119, σκέψη 18).

    23

    Όπως προκύπτει από την απόφαση της 28ης Ιουνίου 1978, 1/78, Kenny ( Sig. 1978, σ. 1489, σκέψη 17), η συνέπεια αυτή μπορεί να επέλθει εάν ο εθνικός νομοθέτης καθορίσει όρους κτήσεως ή διατηρήσεως του δικαιώματος παροχών κατά τρόπο που στην πραγματικότητα να μη μπορούν να τους εκπληρώσουν παρά μόνο οι ημεδαποί, ή αν καθορίσει όρους απώλειας ή αναστολής του εν λόγω δικαιώματος κατά τρόπο που στην πραγματικότητα να τους πληρούν ευκολότερα οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών παρά οι υπήκοοι του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο αρμόδιος φορέας.

    24

    Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση νομοθετικής ρυθμίσεως όπως αυτή στην οποία αναφέρεται η κύρια δίκη. Πράγματι, μολονότι τυπικώς η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται επί όλων των κοινοτικών εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν επομένως να τύχουν παρατάσεως της περιόδου αναφοράς, ωστόσο, δεδομένου ότι δεν προβλέπει δυνατότητα παρατάσεως όταν πραγματικά περιστατικά που αντιστοιχούν με εκείνα που δικαιολογούν παράταση της συμβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να θίξει κατά τρόπο πολύ πιο καίριο τους διακινούμενους εργαζόμενους, διότι αυτοί είναι κυρίως οι οποίοι, ιδίως σε περίπτωση ασθενείας ή ανεργίας, επιστρέφουν συνήθως στη χώρα καταγωγής τους.

    25

    Συνεπώς, μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τους διακινούμενους εργαζομένους από την άσκηση τους δικαιώματός τους για ελεύθερη κυκλοφορία.

    26

    Πρέπει να προστεθεί ότι η εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη θέσπιση μεταβατικής περιόδου που επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη συνέχιση της εφαρμογής του συστήματος που ίσχυε πριν από τη συγκεκριμένη νομοθετική τροποποίηση δεν μπορεί να μεταβάλει την προηγούμενη διαπίστωση.

    27

    Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να καθίστανται αυστηρότερες, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, υπό την έννοια ότι στο εξής μια τέτοια σύνταξη θα χορηγείται μόνο εφόσον ο ασφαλισμένος άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση και κατέβαλε τουλάχιστον 36 μηνιαίες εισφορές κατά τη διάρκεια της περιόδου των 60 μηνών που προηγήθηκε της επελεύσεως της αναπηρίας ( περίοδος αναφοράς ), αποκλείουν όμως νομοθετική ρύθμίση βάσει της οποίας επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η παράταση της περιόδου αναφοράς, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα παρατάσεως όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αντιστοιχούν σε εκείνα βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η παράταση, λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος μέλος.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    28

    Εφόσον διαπιστώθηκε ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν ρυθμίζει περιπτώσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (σκέψη 21 ανωτέρω), παρέλκει η εξέταση του δευτέρου ερωτήματος.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    29

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Sozialgericht Stuttgart, με Διατάξεις της 6ης Οκτωβρίου 1987 και της 27ης Μαρτίου 1990, αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να καθίστανται αυστηρότερες, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, υπό την έννοια ότι στο εξής μια τέτοια σύνταξη θα χορηγείται μόνο εφόσον ο ασφαλισμένος άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρεωτική ασφάλιση και κατέβαλε τουλάχιστον 36 μηνιαίες εισφορές κατά τη διάρκεια της περιόδου των 60 μηνών που προηγήθηκε της επελεύσεως της αναπηρίας ( περίοδος αναφοράς ), αποκλείουν όμως νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η παράταση της περιόδου αναφοράς, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα παρατάσεως όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αντιστοιχούν σε εκείνα βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η παράταση, λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος μέλος.

     

    Mancini

    O'Higgins

    Κακούρης

    Schockweiler

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

    G. F. Mancini


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Na vrh