Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0339

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1990.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
    Μη τήρηση οδηγίας - Διατήρηση των αγρίων πτηνών.
    Υπόθεση C-339/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-00851

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:119

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-339/87 ( *1 )

    Ι — Νομικό πλαίσιο

    1. Οι κοινοτικές διατά§εις

    Η οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202) όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 85/411/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985 ( ΕΕ L 233, σ. 33 ), αφορά τη θέσπιση ενός γενικού συστήματος προστασίας αγρίων πτηνών, καθώς και τη ρύθμιση της θήρας και του εμπορίου αυτών των ειδών.

    Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς αυτή την οδηγία εντός δύο ετών από την κοινοποίηση της και πληροφορούν σχετικά αμέσως την Επιτροπή. Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1979, η ταχθείσα προθεσμία για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο έληξε στις 6 Απριλίου 1981.

    Οι διατάξεις της οδηγίας για τις οποίες πρόκειται στην παρούσα υπόθεση είναι οι ακόλουθες:

    «Άρθρο 5

    Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση:

    α)

    του εκ προθέσεως φόνου ή συλλήψεως πτηνών με οιονδήποτε τρόπο·

    β)

    της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών και της αφαιρέσεως των φωλιών·

    γ)

    της συλλογής των αυγών στη φύση και της κατοχής τους έστω και κενών·

    δ)

    της σκόπιμης ενοχλήσεως των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, όταν αυτή έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς σκοπούς της παρούσας οδηγίας·

    ε)

    της κατοχής των ειδών πτηνών, των οποίων απαγορεύεται η θήρα και η σύλληψη.

    ...

    Άρθρο 7

    1.   Ανάλογα με το επίπεδο του πληθυσμού τους, τη γεωγραφική κατανομή και τον ρυθμό αναπαραγωγής τους σ' όλη την Κοινότητα, τα αναφερόμενα στο παράρτημα II είδη είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η θήρα αυτών των ειδών να μην υπονομεύει τις προσπάθειες διατηρήσεως που αναλαμβάνονται στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

    2.   Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα II, μέρος 1, είναι δυνατόν να θηρεύονται στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη εφαρμογής της παρούσης οδηγίας.

    3.   Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα II, μέρος 2, είναι δυνατόν να θηρεύονται μόνο στα κράτη μέλη, για τα οποία έχουν σημειωθεί.

    4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η θηρευτική δραστηριότητα στην οποία συμπεριλαμβάνονται και η ιερακοθηρία, όπως προκύπτει από την εφαρμογή των ισχυουσών εθνικών διατάξεων, σέβεται τις αρχές μιας ορθολογικής χρησιμοποιήσεως και μιας οικολογικά ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη πτηνών που αφορά, και ότι η πρακτική αυτή είναι συμβιβάσιμη, ως προς τον πληθυσμό των ειδών αυτών, και ιδιαίτερα των αποδημητικών, με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη στα οποία εφαρμόζεται η θηρευτική νομοθεσία να μη θηρεύονται κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, ούτε κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως. Όταν πρόκειται για αποδημητικά είδη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη που υπόκεινται στη θηρευτική νομοθεσία να μη θηρεύονται κατά την περίοδο αναπαραγωγής και κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποιήσεως. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή όλες τις χρήσιμες πληροφορίες για την πρακτική εφαρμογή της θηρευτικής νομοθεσίας τους.

    Άρθρο 8

    1.   Όσον αφορά τη θήρα, τη σύλληψη ή τη θανάτωση πτηνών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη χρήση οιουδήποτε μέσου, εγκαταστάσεων ή μεθόδων μαζικής ή όχι επιλεκτικής συλλήψεως ή θανατώσεως, ή που μπορεί να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση ενός είδους, ιδιαίτερα εκείνων των μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα IV, υπό α ).

    2.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν επίσης την καταδίωξη με τα μεταφορικά μέσα και υπό τους όρους που σημειώνονται στο παράρτημα IV, υπό β ).

    Άρθρο 9

    1.   Εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5, 6, 7 και 8 για τους εξής λόγους:

    α)

    για λόγους υγείας και δημοσίας ασφαλείας,

    για λόγους αεροπορικής ασφάλειας,

    για να προληφθούν σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες, στα οικιακά ζώα, στα δάση, στην αλιεία και στα ύδατα,

    για την προστασία της χλωρίδας και πανίδας·

    β)

    για ερευνητικούς και διδακτικούς σκοπούς, για σκοπούς εμπλουτισμού πληθυσμών και επανεισαγωγής, καθώς και για εκτροφή σχετική με αυτές τις ενέργειες·

    γ)

    για να επιτραπεί με αυστηρά ελεγχόμενους όρους και τρόπο επιλεκτικό η σύλληψη, η κράτηση και η ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες.

    2.   Οι εξαιρέσεις πρέπει να μνημονεύουν:

    τα είδη που αποτελούν αντικείμενο εξαιρέσεων,

    τα επιτρεπόμενα μέσα, εγκαταστάσεις ή μεθόδους συλλήψεως ή θανατώσεως,

    τις συνθήκες κινδύνου και τις χρονικές και τοπικές περιστάσεις στις οποίες οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοσθούν,

    την αρχή η οποία είναι αρμόδια να δηλώσει ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και να αποφασίσει ποια μέσα, εγκαταστάσεις ή μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε ποια όρια και από ποια πρόσωπα,

    τους ελέγχους που θα πραγματοποιηθούν.

    3.   Τα κράτη μέλη απευθύνουν κάθε χρόνο στην Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

    4.   Βάσει των πληροφοριών που διαθέτει και ιδιαίτερα αυτών που της έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Επιτροπή μεριμνά συνεχώς ώστε οι συνέπειες αυτών των εξαιρέσεων να μην είναι ασυμβίβαστες με την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή παίρνει τις κατάλληλες για τον σκοπό αυτόν πρωτοβουλίες. »

    2. Η εθνική νομοθεσία

    Οι επίμαχες ολλανδικές διατάξεις στην παρούσα υπόθεση έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση περί θήρας. Στις Κάτω Χώρες η θήρα διέπεται κυρίως από τον νόμο της 3ης Νοεμβρίου 1954 περί θήρας (εφεξής: Jachtvvet). Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε τελευταία με τον νόμο της 17ης Μαρτίου 1988.

    Το άρθρο 2 αυτού του νόμου περιέχει, για τους σκοπούς της εφαρμογής του, ορισμούς σχετικά με τα διάφορα είδη θηράματος, εν προκειμένω του αγρίου θηράματος, του μικρού θηράματος, του υδρόβιου θηράματος και του λοιπού θηράματος.

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Jachtwet παρέχει στον χρήστη εδάφους το δικαίωμα να θηρεύει επί αυτού του εδάφους τη φάσσα, τον κόρακα η κορώνη, τον κολιό, την καλιακούδα και την κίσσα, χωρίς χρονικό περιορισμό και με τη χρήση κάθε κατάλληλου μέσου. Δυνάμει της παραγράφου 3 αυτής της διατάξεως, ο χρήστης μπορεί να επιτρέψει σε άλλα πρόσωπα, μέσω έγγραφης εξουσιοδότησης, να θηρεύουν τα θηράματα που αναφέρονται στην παράγραφο Ι στο έδαφος του οποίου έχει τη χρήση. Η έγκριση αυτή έχει μέγιστη διάρκεια ένα έτος.

    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Jachtwet απαγορεύει την αναζήτηση, τη συλλογή και την κράτηση αυγών θηράματος με πτίλωμα και απαγορεύει επίσης τη διατάραξη χωρίς λόγο της ωοτοκίας αυτού του θηράματος. Η παράγραφος 2 αυτής της διατάξεως προβλέπει μία παρέκκλιση ως προς την αναζήτηση, τη συλλογή και την κατοχή των αυγών του θηράματος που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, από αυτόν που έχει άδεια θήρας, αυτούς στους οποίους έχει επιτρέψει τη θήρα, τον χρήστη εδάφους, τα μέλη της οικογενείας του και το προσωπικό του, εφόσον επιτρέπεται η θήρα αυτού του θηράματος. Όσον αφορά την αναζήτηση, τη συλλογή και την κράτηση αυγών άλλου θηράματος εκτός από αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, από αυτά τα πρόσωπα, η απαγόρευση που τίθεται με την παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται, αν οι δραστηριότητες αυτές αφορούν τη διατήρηση του θηράματος.

    Τα άρθρα 19 έως 27 του Jachtwet αφορούν τον τρόπο της θήρας. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, ορίζει ότι αυτός που έχει δικαίωμα θήρας, εφόσον σ' αυτό δεν αντιτίθενται τα συμφέροντα της γεωργίας, οφείλει να θηρεύει ή να επιτρέπει σε άλλους να θηρεύουν κατά τρόπον ώστε το θήραμα να διατηρείται σε επαρκή ποσότητα ή, σε περίπτωση που δεν υφίσταται, να επιτυγχάνεται η επαρκής αυτή ποσότητα. Το άρθρο 20, που ρυθμίζει την έναρξη και τη λήξη της θήρας, έχει ως εξής:

    « 1.

    Η θήρα του θηράματος που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, επιτρέπεται καθ' όλο το έτος, πλην αντιθέτων διατάξεων του υπουργού.

    2.

    Ο υπουργός ορίζει... σε ποια έκταση επιτρέπεται η θήρα άλλου θηράματος εκτός από αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1. Η εν λόγω θήρα δεν επιτρέπεται κατά την περίοδο μεταξύ της 16ης Φεβρουαρίου και της 15ης Ιουλίου, εκτός αν αυτό απαιτείται προς το συμφέρον της γεωργίας. »

    Βάσει αυτής της διατάξεως, ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας εξέδωσε μία απόφαση με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1977, η οποία τροποποιήθηκε τελευταία στις 9 Οκτωβρίου 1987. Η απόφαση αυτή ορίζει την ημέρα ενάρξεως και λήξεως της θήρας για τα ακόλουθα είδη: πέρδικα, αρσενικός φασιανός, θηλυκός φασιανός, μπεκάτσα, στακτόχηνα, ασπρομετωπόχηνα, χωραφόχηνα, με εξαίρεση τα είδη: μικρές χωραφόχηνες, πρασινοκέφαλη, χουλιάρας, κιρκίρη, σφυριχτάρι, σουβλόπαπια, κυνηγόπαπια, μαριλόπαπια, φλυαρόπαπια, τσικνόπαπια, μπεκατσίνι, βροχοπούλι, φαλαρίδα και καλιακούδα.

    Κατά την κανονιστική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας μπορεί να παράσχει στους κατόχους άδειας θήρας έγκριση να θηρεύουν ορισμένο αριθμό ειδών πτηνών από αυτά που απαριθμούνται σε ένα παράρτημα αυτής της αποφάσεως. Δυνάμει του άρθρου 3 της ίδιας αυτής αποφάσεως, η έγκριση δεν μπορεί να παρασχεθεί παρά μόνο αν, κατά τη γνώμη του υπουργού, δεν υπάρχει καμία άλλη ικανοποιητική λύση, προς το συμφέρον της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, για την πρόληψη σημαντικών ζημιών στις καλλιέργειες, τα ζώα, τα δάση, τα αλιεύματα, και τα ύδατα ή για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας. Η διάρκεια ισχύος αυτής της εγκρίσεως είναι κατά μέγιστο όριο ένα έτος. Οι παρεχόμενες εγκρίσεις προς πρόληψη σημαντικών ζημιών μπορούν να χορηγούνται μόνο για περίοδο που βρίσκεται εντός της αναφερθείσας περιόδου σχετικά με το είδος που αναφέρεται στο παράρτημα της αποφάσεως. Αντίγραφο της εγκρίσεως αποστέλλεται στον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας στην περιφέρεια του οποίου επιτρέπεται να θηρεύει ο κάτοχος της άδειας.

    Το άρθρο 22 του Jachtwet που ορίζει τους κανόνες σχετικά με τα επιτρεπόμενα μέσα θήρας έχει ως εξής:

    « 1.

    Μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη θήρα:

    α)

    τα τουφέκια που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που ορίζει ο υπουργός·

    β)

    οι σκύλοι εκτός από τους μακρόσωμους·

    γ)

    τα καταγεγραμμένα τουφέκια για το κυνήγι της πάπιας·

    δ)

    τα πτηνά θήρας, δηλαδή ο πετρίτης και οι γύπες·

    ε)

    οι κράχτες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ούτε τυφλοί ούτε ακρωτηριασμένοι και εκτός της πάπιας που χρησιμοποιείται ως κράχτης·

    στ)

    τα μέσα προσελκύσεως, καθόσον δεν έχουν εξαιρεθεί από τον υπουργό.

    2.

    Εκτός από τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιτρέπονται για τη θήρα του θηράματος που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, τα μέσα που είναι κατάλληλα για το ξετρύπωμα και τη θανάτωση του θηράματος, τα κουνάβια, τα δίχτυα και τα δελέαστρα.

    3.

    ...

    4.

    Απαγορεύεται η θήρευση ή η παρουσία στους αγρούς με τον σκοπό θηρεύσεως με μη επιτρεπόμενα μέσα.

    5

    έως 8. ... »

    Το άρθρο 26, παράγραφος 1, διευκρινίζει ότι απαγορεύεται η θήρευση του θηράματος για το οποίο δεν έχει αρχίσει η περίοδος θήρας. Κατά την ίδια διάταξη απαγορεύεται ιδίως η θήρα με το τουφέκι από οχήματα με κινητήρα ή από άλλα οχήματα και από ορισμένα σκάφη.

    Το άρθρο 27 του Jachtwet εξουσιοδοτεί τον υπουργό να εγκρίνει παρεκκλίσεις από την απαγόρευση θηρεύσεως του θηράματος για το οποίο δεν έχει αρχίσει η περίοδος θήρας, προκειμένου ίδιως για την οργάνωση διαγωνισμών κυνηγετικών σκύλων ή εκπαιδεύσεως κυνηγετικών σκύλων. Οι εγκρίσεις αυτές μπορούν να συνοδεύονται με ορισμένους περιορισμούς.

    Τα άρθρα 43 έως 59 του Jachtwet περιέχουν διατάξεις σχετικά με τις ζημίες. Δυνάμει των άρθρων 53 και 54, ο υπουργός μπορεί να παρέχει, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που περιέχονται στον νόμο ή θεσπίζονται δυνάμει αυτού του νόμου, εγκρίσεις θήρας προκειμένου να προληφθούν και να περιοριστούν ζημίες. Οι εγκρίσεις αυτές μπορούν να εξαρτώνται από ορισμένους όρους.

    Το άρθρο 60 του Jachtwet απαγορεύει την κράτηση προς τον σκοπό πωλήσεως, την προσφορά προς πώληση, την πώληση ή την παράδοση νεκρού ή ζωντανού θηράματος που δεν αποκτήθηκε σύμφωνα με τον νόμο ή τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του κατά τη διάρκεια της περιόδου που μεσολαβεί μεταξύ της ενάρξεως της θήρας και της δεκάτης ημέρας από τη λήξη της θήρας αυτού του θηράματος. Η διάταξη αυτή απαγορεύει επίσης την κράτηση, την προσφορά προς πώληση, την πώληση ή την παράδοση νεκρού ή ζωντανού θηράματος κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της ενδεκάτης ημέρας από τη λήξη της θήρας έως την έναρξη της θήρας αυτού του θηράματος.

    3. Το ιστορικό της υποθέσεως

    Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1985, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι ορισμένες διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας σχετικά με τη θήρα πτηνών δεν συνάδουν προς την οδηγία, κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

    Με την απάντησή της σ' αυτό το έγγραφο, στις 18 Φεβρουαρίου 1986, η ολλανδική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο νόμος περί θήρας και η διοικητική πρακτική συνάδουν με τις διατάξεις της οδηγίας. Επίσης, απέστειλε στην Επιτροπή ένα προσχέδιο νόμου περί τροποποιήσεως του Jachtwet. Η Επιτροπή, επειδή δεν θεώρησε ικανοποιητικές αυτές τις εξηγήσεις, εξέδωσε στις 11 Φεβρουαρίου 1987 την αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπεται από το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ η οποία και παρέμεινε χωρίς απάντηση.

    II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 28 Οκτωβρίου 1987, η Επιτροπή προσέφυγε, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώπιον του Δικαστηρίου για τις παραβάσεις που προσάπτει στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών στον τομέα της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    Η Επινροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα απαραίτητα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα για να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ·

    2)

    να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη ·

    2)

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι με την οδηγία θεσπίστηκε ένα γενικό σύστημα προστασίας των αγρίων πτηνών από το οποίο δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, η ολλανδική νομοθεσία περί θήρας είναι αντίθετη προς την οδηγία σε έξι σημεία.

    Πρώτη αιτίαση: τα είάη των πτηνών πον μπορούν να θηρεύονται

    Η Επιτροπή εκθέτει ότι τα ακόλουθα είδη, τα οποία μπορούν να. θηρεύονται βάσει των άρθρων 2 και 20 του Jachtwet, προστατεύονται από τις διατάξεις της οδηγίας:

    ο λυροπετεινός, είδος του οποίου, δυνάμει του άρθρου 5, στοιχείο α ), και του άρθρου 7, παράγραφος 3, καθώς και του παραρτήματος II, μέρος 2, της οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτρέψουν τη θήρα·

    όλα τα είδη χήνας και πάπιας,. ενώ ορισμένα μόνο είδη αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, και στο παράρτημα II της οδηγίας·

    το διπλομπεκάτσινο, ενώ το είδος αυτό περιέχεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας και πρέπει, επομένως, να αποτελεί το αντικείμενο ειδικών μέτρων προστασίας·

    ο κόρακας η κορώνη και η τεφρώδης κορώνη, ο σιταροκόκορας, ο κολιός, η καλιακούδα και η κίσσα, ενώ τα είδη αυτά δεν περιέχονται στο παράρτημα II της οδηγίας.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα άρθρα 2 και 20 του Jachtwet εξουσιοδοτούν την εθνική διοίκηση να παίρνει πρωτοβουλίες που υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζονται με την οδηγία. Πράγματι, ο αρμόδιος υπουργός μπορεί να επιτρέπει τη θήρα ορισμένων ειδών πτηνών που δεν περιέχονται στο παράρτημα II της οδηγίας, όπως ο λυροπετεινός και το διπλομπεκάτσινο. Η υπουργική απόφαση της 8ης Αυγούστου 1977 επιτρέπει επίσης τη θήρα της κίσσας, ενώ το είδος αυτό δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της οδηγίας. Η νομική αυτή κατάσταση μπορεί να καταστήσει δυσκολότερη για τους ενδιαφερομένους την προσφυγή στη δικαιοσύνη κατά πρωτοβουλιών του υπουργού αντιθέτων προς την οδηγία.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα άρθρα 2 και 20 του Jachtwet, ενόψει επίσης των διατάξεων που στηρίζονται στο άρθρο 20, θέτουν προσηκόντως σε εφαρμογή τις διατάξεις της οδηγίας.

    Η ολλανδική κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο Jachtwet ορίζει σε ποια είδη δεν εφαρμόζεται ο νόμος και ότι στο πλαίσιο εφαρμογής αυτού του νόμου δεν είναι δυνατή η θήρα παρά μόνο αν επιτρέπεται για το οικείο είδος. Υποστηρίζει δε ότι το γεγονός ότι ένα είδος του ζωικού βασιλείου αναφέρεται στο άρθρο 2 του Jachtwet δεν σημαίνει ότι αυτό το είδος μπορεί πάντοτε να αποτελέσει αντικείμενο θήρας, αλλά ότι επιτρέπεται η θήρα του συγκεκριμένου είδους, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

    Όσον αφορά την καλιακούδα, η ολλανδική κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, παρόλο που και αυτό το είδος εμπίπτει στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 20, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Jachtwet, ο αρμόδιος υπουργός, κάνοντας χρήση της εξουσίας του για θέσπιση εξαιρέσεων, αποφάσισε εντούτοις, στις 8 Αυγούστου 1977, ότι η περίοδος θήρας καλύπτει το χρονικό διάστημα από 15 Ιουλίου μέχρι και 30 Απριλίου. Από την 1η Μαΐου μέχρι την 15η Ιουλίου δεν είναι, επομένως, δυνατή η θήρα της καλιακούδας.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα άλλα πτηνά που εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 20, παράγραφος 1, του Jachtwet ανήκουν σε είδη που προκαλούν ή μπορούν να προκαλέσουν κατά τη διάρκεια όλου του έτους σημαντικές ζημίες στη γεωργία στο σύνολο του εδάφους των Κάτω Χωρών. Η διατήρηση της θήρας είναι η μόνη δυνατότητα για την αποφυγή ή την αντιμετώπιση σημαντικών ζημιών στη γεωργία και για την προστασία της χλωρίδας, καθώς και για το υπόλοιπο της πανίδας. Η απειλή σημαντικών ζημιών για τη γεωργία, ιδίως για τους σπόρους, τα σπαρτά, τους βλαστούς των οπωροφόρων δένδρων, τα διακοσμητικά δενδρύλλια, τα φρούτα, τα λαχανικά με φύλλα και τους βολβούς, είναι υπαρκτή καθ' όλο το έτος λόγω του πολύμορφου χαρακτήρα της ολλανδικής γεωργίας και της σχεδόν χωρίς διάκριση επιλογής της τροφής από τα συγκεκριμένα είδη. Τα μέσα άμυνας και θήρας, μεταξύ των οποίων το τουφέκι και οι παγίδες κορωνών, που χρησιμοποιούνται σε μεγάλη κλίμακα στις Κάτω Χώρες, καθιστούν δυνατή τη συγκράτηση σε λογικά όρια των ζημιών που προκαλούνται στη γεωργία, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μια πολύ καλή διατήρηση των οικείων ειδών πτηνών.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 9 της οδηγίας προβλέπει την ενδεχόμενη ανάγκη εξαιρέσεων, ιδίως για την πρόληψη σημαντικών ζημιών στις καλλιέργειες και για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας. Σημειώνει δε ότι, αν ειδικές περιστάσεις δεν καθιστούν αναγκαία την προστασία, ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας κάνει χρήση της εξουσίας του για τη λήψη μέτρων εξαιρέσεως. Το σύστημα του άρθρου 20, παράγραφος 1, του Jachtwet δεν παρέχει, επομένως, εξουσία που υπερβαίνει αυτό που επιτρέπεται από την οδηγία.

    Κατά την ολλανδική κυβέρνηση, υπό το σύστημα του άρθρου 20, παράγραφος 2, του Jachtwet, η θήρα ειδών που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 20, παράγραφος 1, αυτού του νόμου απαγορεύεται, εφόσον ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας δεν έχει λάβει άλλα μέτρα. Ο υπουργός όρισε σε ποια έκταση επιτρέπεται η θήρα άλλων θηραμάτων εκτός από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Jachtwet με δύο αποφάσεις κατ' εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, αυτού του νόμου δηλαδή, την απόφαση της 8ης Αυγούστου 1977 και την κανονιστική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987.

    Η ολλανδική κυβέρνηση τονίζει ότι δυνάμει της υπουργικής αποφάσεως της 8ης Αυγούστου 1977 η θήρα επιτρέπεται μόνο για τα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, με εξαίρεση την καλιακούδα. Υπογραμμίζει ότι στην πράξη αυτή αναφέρεται η καλιακούδα μόνο για την απαγόρευση της θήρας κατά τη διάρκεια της περιόδου φωλεοποιήσεως αυτού του είδους, ενώ εξάλλου επιτρέπεται καθ' όλο το έτος σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του Jachtwet.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι για τα είδη πτηνών που δεν μπορούν να θηρεύονται στις Κάτω Χώρες εξακολουθούν να εκδίδονται μόνο οι άδειες θήρας που αναφέρονται στην κανονιστική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987. Μία εξουσιοδότηση αυτού του είδους δεν παρέχει την εξουσία παρεκκλίσεως από τις διατάξεις που προβλέπονται βάσει ή δυνάμει νόμου. Η κανονιστική αυτή απόφαση δεν αποτελεί απλή διοικητική πρακτική, αλλά είναι υπουργική πράξη στηριζόμενη στον νόμο περί θήρας από την οποία δεν χωρούν παρεκκλίσεις. Έτσι, η θήρα του λυροπετεινού, του διπλομπεκάτσινου και της τεφρώδους κορώνης απαγορεύεται καθ' όλο το έτος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, του Jachtwet, και ενόψει του ότι δεν αναφέρονται τα πτηνά αυτά στην κανονιστική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987.

    Τέλος, η ολλανδική κυβέρνηση διευκρινίζει ότι καταρχήν η θήρα δεν επιτρέπεται κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως και ωοτοκίας, δηλαδή μεταξύ της 16ης Φεβρουαρίου και της 15ης Ιουλίου. Η κανονιστική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987 σχετικά με τον κόρακα η κορώνη, τον κολιό, την κίσσα και την καλιακούδα δεν επιτρέπει εξαιρέσεις παρά μόνο αν η άρση απαγορεύσεως της θήρας είναι απαραίτητη για την πρόληψη και την αντιμετώπιση σημαντικών ζημιών στη γεωργία. Κατά τη γνώμη της, πρόκειται επομένως για την προστασία συγκεκριμένων συμφερόντων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας.

    Δεύτερη αιτίαση: οι εξαιρέσεις που αφορούν ορισμένα είδη πτηνών

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ολλανδική νομοθεσία, ιδίως δε το άρθρο 8 του Jachtwet, επιτρέπει στον χρήστη εδάφους να θηρεύει, χωρίς χρονικό περιορισμό και με όλα τα κατάλληλα μέσα για το ξετρύπωμα και τον φόνο του θηράματος, χρησιμοποιώντας κουνάβια, δίχτυα και δελέαστρα, τη φάσσα, τον κόρακα η κορώνη, τον κολιό, την καλιακούδα και την κίσσα. Όμως, οι διατάξεις του άρθρου 5, σε συνδυασμό με του άρθρου 7 καθώς και με του παραρτήματος II της οδηγίας δεν επιτρέπουν τη θήρα αυτών των ειδών, με εξαίρεση τη φάσσα. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας, η θήρα της φάσσας δεν πρέπει να επιτρέπεται χωρίς χρονικό περιορισμό. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 8 σε συνδυασμό με του παραρτήματος IV της οδηγίας απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση αυτών των παγίδων.

    Η Επιτροπή τονίζει ότι, παρόλο που δεν αποκλείεται να μπορεί η θήρα των προαναφερθέντων ειδών πτηνών να επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας προς αποφυγή σημαντικών ζημιών στις καλλιέργειες και προστασία της πανίδας, το μέσο που προέκρινε η ολλανδική νομοθεσία δεν είναι πάντως το κατάλληλο. Πράγματι, μία νομοθετική διάταξη όπως αυτή για την οποία πρόκειται δεν καθιστά δυνατή, όπως ορίζει το άρθρο 9 της οδηγίας, την εκτίμηση των περιστάσεων από χρονικής και τοπικής απόψεως ειδικά κατά περίπτωση.

    Η ολλανδική κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο υπουργός έχει τη δυνατότητα να απαγορεύσει τη θήρα αυτών των ειδών για ορισμένη περίοδο ή για συγκεκριμένα τμήματα της επικράτειας, δεν έκανε δε χρήση αυτής της εξουσίας παρά μόνο για την καλιακούδα. Η κυβέρνηση προσθέτει ότι η θήρα των άλλων ειδών που αναφέρονται στον νόμο δεν απαγορεύτηκε ενόψει των ζημιών που προκαλούν ή είναι δυνατόν να προκαλέσουν τα πτηνά. Συνεπεία του γεγονότος ότι κανένα από αυτά τα πτηνά δεν θεωρείται ως ελκυστικό θήραμα, ο κίνδυνος να θηρεύονται και ελλείψει σημαντικών ζημιών είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Όσον αφορά τη χρήση δελεάστρων, η ολλανδική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι παγίδες αυτές δεν χρησιμοποιούνται για τα πτηνά.

    Τρίτη αιτίαση: η αναζήτηση, η συλλογή και η κατοχή αυγών ορισμένων ειδών πτηνών

    Η Επιτροπή βάλλει κατά του άρθρου 10, παράγραφος 2, του Jachtwet, καθόσον αυτό επιτρέπει την αναζήτηση, τη συλλογή και την κατοχή αυγών των ειδών πτηνών που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, ενώ δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του παραρτήματος III, παράγραφος 1, της οδηγίας, δεν μπορεί να δίδεται μία τέτοια άδεια παρά μόνο για τη φάσσα. Το γεγονός ότι, κατά την ολλανδική κυβέρνηση, οι δραστηριότητες αυτές δεν απαντούν στην πράξη δεν μπορεί να απαλλάξει τις Κάτω Χώρες από την υποχρέωση τους να διαμορφώσουν τον νόμο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία.

    Η ολλανδική κυβέρνηση απαντά ότι η αναζήτηση και η συλλογή αυγών των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Jachtwet δεν συμβαίνουν στην πραγματικότητα.

    Τέταρτη αιτίαση: οι εξαιρέσεις που αφορούν την πρόληψη ζημιών

    Η Επιτροπή προβάλλει ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, καθώς και τα άρθρα 53 και 54 του Jachtwet δεν ανταποκρίνονται στο άρθρο 9 της οδηγίας. Πράγματι, η διάταξη αυτή επιτρέπει εξαιρέσεις από τη γενική απαγόρευση υπό ορισμένες μόνο προϋποθέσεις, εν προκειμένω για την πρόληψη σημαντικών ζημιών. Κατά την Επιτροπή, είναι εξαιρετικά σημαντικό οι προϋποθέσεις αυτές να επαναλαμβάνονται επακριβώς στην ολλανδική νομοθεσία και να αποτελούν το αντικείμενο ειδικής εκτιμήσεως κατά την οποία γίνεται διάκριση, ιδίως, μεταξύ της αναγκαιότητας της θήρας, αυτής καθεαυτής, και της αναγκαιότητας χρησιμοποιήσεως ορισμένου μέσου θήρας. Θεωρεί ότι ελάχιστα ακριβείς και ατελείς γενικοί ορισμοί, όπως αυτοί που περιέχονται στο άρθρο 53 του νόμου, καθιστούν πιο δύσκολο στους ενδιαφερομένους να προσβάλλουν αποφάσεις που παρεκκλίνουν από τη γενική απαγόρευση. Ετσι, το άρθρο 53 επιτρέπει τη χορήγηση αδειών θήρας για τα είδη τα οποία, κατά την οδηγία, δεν μπορούν να θηρεύονται στις Κάτω Χώρες, όπως το διπλομπεκάτσινο, ο λυροπετεινός και η δακτυλιδόχηνα.

    Ως προς το άρθρο 54 του Jachtwet, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η διάταξη αυτή δεν συνάδει προς τις επιταγές της οδηγίας, καθόσον το άρθρο 9 απαιτεί τα μέτρα εξαιρέσεως να αφορούν την πρόληψη σημαντικών ζημιών.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει, όσον αφορά τις άδειες που χορηγούνται βάσει του άρθρου 53 του Jachtwet, ότι οι άδειες αυτές δεν χορηγούνται πλέον παρά μόνο για την πρόληψη και αντιμετώπιση των σημαντικών ζημιών που προκαλούνται από ορισμένα είδη τα οποία, σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας, μπορούν να θηρεύονται στις Κάτω Χώρες και των οποίων η θήρα επιτρέπεται στις Κάτω Χώρες καθ' όλη τη διάρκεια του έτους ή μέρους αυτού. Οι άδειες αυτές δεν χορηγούνται παρά μόνο αν δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση για την πρόληψη και αντιμετώπιση των σημαντικών ζημιών κατά την έννοια της οδηγίας. Ως προς το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 9 της οδηγίας επιβάλλει η αναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως ορισμένων μέσων θήρας να εκτιμάται χωριστά από την αναγκαιότητα της θήρας αυτής καθεαυτής, η ολλανδική κυβέρνηση σημειώνει ότι, δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας, τα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας μπορούν να θηρεύονται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας. Όσον αφορά τα μέσα θήρας, οι απαγορεύσεις που θέτει το άρθρο 8 και το παράρτημα IV της οδηγίας τηρούνται στις Κάτω Χώρες.

    Σχετικά με την εντολή που μπορεί να δώσει ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας δυνάμει του άρθρου 54 του Jachtwet για να περιοριστεί ο πληθυσμός ενός ή περισσοτέρων κατονομαζομένων ειδών, η ολλανδική κυβέρνηση τονίζει ότι η εντολή αυτή, η οποία εξάλλου συνοδεύεται από αυστηρούς όρους, δίδεται μόνο για την αντιμετώπιση των ζημιών. Τα πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν την εντολή οφείλουν να περιορίσουν τον πληθυσμό των αναφερομένων στην εντολή ειδών στις περιοχές που καθορίζονται. Εξάλλου, η εν λόγω εντολή δίδεται μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση για την αντιμετώπιση και πρόληψη αυτών των ζημιών. Επομένως, κατά τη γνώμη της ολλανδικής κυβερνήσεως, το σύστημα ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9 της οδηγίας. Τέλος, οι βάσει του άρθρου 54 του Jachtwet εντολές δίδονται γενικά μόνο για περιστέρια και αλλόχθονα είδη του ζωικού βασιλείου που έχουν επανέλθει στην άγρια κατάσταση.

    Ως προς το ότι είναι πιο δύσκολο στους ενδιαφερομένους να προσβάλλουν πράξεις που θεωρούν αντίθετες προς την οδηγία, η ολλανδική κυβέρνηση προβάλλει ότι δεν προβλέπεται καμία δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά του Jachtwet, επειδή ούτε η οδηγία ούτε οι άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουν μία τέτοια υποχρέωση. Ο εθνικός δικαστής μπορεί, αντιθέτως, να ελέγξει την ορθή εφαρμογή αυτού του νόμου υπό το φως των σχετικών διατάξεων της οδηγίας, αυτό δε στο πλαίσιο ασκήσεως ενδίκου μέσου από ιδιώτη.

    Πέμπτη αιτίαση: η θήρα από αεροπλάνα

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο Jachtwet δεν απαγορεύει τη θήρα από αεροπλάνα, παρόλο που οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με του παραρτήματος IV της οδηγίας επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαγορεύσουν κάθε πράξη θήρας από αεροπλάνα. Το γεγονός ότι, στην πράξη, δεν χρησιμοποιούνται ήδη στις Κάτω Χώρες αεροπλάνα ως μέσο θήρας δεν μπορεί να απαλλάξει αυτό το κράτος μέλος από την υποχρέωση του μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

    Η ολλανδική κυβέρνηση απαντά ότι στις Κάτω Χώρες δεν γίνεται χρήση αεροπλάνων για τη θήρευση του θηράματος. Εξάλλου, από το άρθρο 26, παράγραφος 1, του Jachtwet συνάγεται ότι απαγορεύεται η θήρα από αεροπλάνο. Ως εκ τούτου, η θήρα με αυτή τη μέθοδο, που αποτελεί μία μορφή εντοπισμού του θηράματος, απαγορεύεται έτσι επίσης.

    Έκτη αιτίαση: οι εξαιρέσεις για τους διαγωνισμούς κυνηγετικών σκύλων

    Η Επιτροπή εκθέτει ότι, δυνάμει του άρθρου 27 του Jachtwet, ο υπουργός μπορεί να εγκρίνει εξαιρέσεις από τον νόμο χάριν της διοργανώσεως διαγωνισμών ή εκπαιδεύσεως κυνηγετικών σκύλων, παρόλο που η οδηγία δεν προβλέπει καμία εξαίρεση αυτού του είδους. Η διάταξη αυτή είναι διατυπωμένη τόσο γενικά ώστε δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθούν περιορισμοί.

    Η ολλανδική κυβέρνηση τονίζει ότι η άδεια που δίνεται για την εκπαίδευση κυνηγετικών σκύλων αφορά μόνο την εκγύμναση αυτών των σκύλων και τον εντοπισμό του θηράματος. Τέτοιες άδειες παρέχονται για να μπορέσει ο δικαιούχος να κάνει τον σκύλο του να αποκτήσει πείρα στην αναζήτηση του θηράματος και δεν επιτρέπουν τη σύλληψη ή τη θανάτωση των ζώων των οποίων η θήρα δεν έχει επιτραπεί κατά το χρονικό αυτό σημείο.

    Δυνάμει του άρθρου 23 του Jachtwet, κάθε πρόσωπο οφείλει να εμποδίζει τον σκύλο του οποίου έχει την επίβλεψη να αναζητεί, συλλαμβάνει ή θανατώνει θήραμα σε εδάφη στα οποία δεν έχει το δικαίωμα να θηρεύει.

    IV — Απαντήσεις των διαδίκων στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο

    Κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, η ολλανδική κυβέρνηοη του διαβίβασε το σύνολο των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που αφορούν τη θήρα των πτηνών, όπως ισχύουν στις Κάτω Χώρες.

    Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με το ποιες από αυτές τις διατάξεις θεωρούνται ότι δεν συνάδουν προς τις διατάξεις της οδηγίας 79/409, δεδομένου ότι το καθού είχε αναγγείλει στα υπομνήματα του ορισμένες τροποποιήσεις των επίμαχων διατάξεων, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι καμία από αυτές τις τροποποιήσεις δεν θεσπίστηκε. Επομένως, δήλωσε ότι εμμένει σε όλες τις αιτιάσεις που προβάλλει κατά της ολλανδικής ρυθμίσεως στον τομέα της θήρας των πτηνών.

    Díez de Velasco

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 15ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-339/87,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Thomas van Rijn, μέλος της νομικής υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενου από τους G. Μ. Borchards και Α. Fierstra, βοηθούς νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. Μ. Spoo,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, επειδή δεν έλαβε εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, T. Koopmans, G. F. Mancini, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grévisse και M. Diez de Velasco, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 14ης Νοεμβρίου 1989,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 1987, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    2

    Κατά το άρθρο 18 της οδηγίας, « τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία εντός δύο ετών από την κοινοποίηση τους [ της ] ». Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1979, η εν λόγω προθεσμία έληξε στις 6 Απριλίου 1981.

    3

    Η Επιτροπή, επειδή διαπίστωσε ότι οι νομοθετικές και κανονιστικές ολλανδικές διατάξεις περί θήρας δεν ήταν απολύτως σύμφωνες με την προαναφερθείσα οδηγία 79/409, κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης. Αφού έστειλε έγγραφο οχλήσεως το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, προκειμένου αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 11 Φεβρουαρίου 1987, αιτιολογημένη γνώμη, η οποία παρέμεινε χωρίς απάντηση. Η Επιτροπή άσκησε τότε την παρούσα προσφυγή η οποία περιέχει έξι αιτιάσεις κατά της ολλανδικής νομικής ρυθμίσεως περί θήρας πτηνών.

    4

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς οι επίμαχες εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    5

    Πριν εξεταστούν διάφορες αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη μη συμφωνία των ολλανδικών διατάξεων προς την εν λόγω οδηγία, πρέπει να δοθεί απάντηση στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι η οδηγία αυτή δεν μεταφέρθηκε έγκυρα στην εθνική έννομη τάξη λόγω του ότι το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του νόμου περί θήρας εξουσιοδοτεί τον αρμόδιο υπουργό να παίρνει πρωτοβουλίες που υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζονται με την οδηγία. Ομως, κατά την Επιτροπή, η οδηγία θεσπίζει ένα γενικό σύστημα προστασίας από το οποίο δεν χωρούν παρεκκλίσεις παρά μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις και υπό ορισμένες σαφείς περιστάσεις.

    6

    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, κατά το οποίο η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Στην απόφαση της 23ης Μαΐου 1985, Επιτροπή κατά Γερμανίας (29/84, Συλλογή 1985, σ. 1661 ), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ' ανάγκη νομοθετική δράση σε κάθε κράτος μέλος. Προκειμένου για την οδηγία 79/409, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε ιδίως με την απόφαση της 27ης Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 252/85, Συλλογή 1988, σ. 2243 ), συνάγεται ότι η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας δεν απαιτεί κατ' ανάγκη την τυπική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεών της σε μία ρητή και σαφή διάταξη και ότι αρκεί ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον με αυτό διασφαλίζεται πράγματι η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή.

    7

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ένα μέρος των διατάξεων περί θήρας των πτηνών στις Κάτω Χώρες περιέχεται σε δύο υπουργικές αποφάσεις της 8ης Αυγούστου 1977 και της 24ης Φεβρουαρίου 1987. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που έδωσαν οι διάδικοι κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, οι υπουργικές αποφάσεις που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του νόμου περί θήρας και δημοσιεύθηκαν στην Ολλανδική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, έχουν γενική ισχύ και μπορούν να θεμελιώσουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιωτών.

    8

    Ενόψει των χαρακτηριστικών στοιχείων αυτών των δύο υπουργικών αποφάσεων, δεν αντιφάσκει αυτό καθεαυτό προς τις διατάξεις του άρθρου 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, το γεγονός ότι η οδηγία 79/409/ΕΟΚ έχει μεταφερθεί στο ολλανδικό δίκαιο με νομικές πράξεις διαφορετικής φύσεως, δηλαδή με τον νόμο περί θήρας και με τις εν λόγω δύο αποφάσεις. Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι η εξουσιοδοτημένη με τον νόμο περί θήρας εθνική αρχή για τη λήψη μέτρων κατ' εφαρμογή του οφείλει, όπως και αυτός ο ίδιος ο νόμος, να τηρεί τις διατάξεις της οδηγίας, ιδίως δε αυτές που αφορούν τη δυνατότητα θήρας των διαφόρων ειδών και τις προϋποθέσεις που διέπουν τη θήρα τους, και δεν μπορεί να τις αγνοεί, χωρίς να καθιστά το εθνικό δίκαιο αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο.

    Πρώτη αιτίαση: τα είδη πτηνών που μπορούν να θηρεύονται

    9

    Η Επιτροπή εκθέτει ότι ορισμένος αριθμός ειδών, που μπορούν να θηρεύονται δυνάμει των άρθρων 2 και 20 του νόμου περί θήρας, προστατεύονται από το άρθρο 7 της οδηγίας, επειδή τα είδη αυτά δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της οδηγίας. Κατ' αυτήν, πρόκειται για τον λυροπετεινό, διάφορα είδη χήνας και πάπιας, το διπλομπεκάτσινο, τον κόρακα η κορώνη και την τεφρώδη κορώνη, τον σιταροκόρακα, τον κολιό, την καλιακούδα και την κίσσα.

    10

    Η ολλανδική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι διατάξεις του νόμου περί θήρας και οι κατ' εφαρμογή του θεσπισθείσες διατάξεις μεταφέρουν προσηκόντως στο εθνικό δίκαιο τις απαγορεύσεις που προβλέπει η οδηγία. Υπογραμμίζει δε ότι τα πτηνά για τα οποία μπορούν να χορηγηθούν άδειες θήρας από τον αρμόδιο υπουργό ανήκουν σε είδη που προκαλούν ή μπορούν να προκαλέσουν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σημαντικές ζημίες στη γεωργία σε ολόκληρο το έδαφος των Κάτω Χωρών. Κατά συνέπεια, θεωρεί ότι η διατήρηση της θήρας αυτών των ειδών είναι η μόνη δυνατότητα αποφυγής αυτών των ζημιών.

    11

    Όσον αφορά τη θήρα των ειδών που, δυνάμει του άρθρου 7 σε συνδυασμό με το παράρτημα II της οδηγίας, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο θήρας, πρέπει να εξεταστεί, ως προς τα μνημονευθέντα είδη, η αιτίαση της Επιτροπής βάσει των διακρίσεων που ακολουθούν.

    — Ο λυροπενεινός, το διπλομπεκάτσινο, η τεφρώδης κορώνη

    12

    Τα τρία αυτά είδη πτηνών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 2, του νόμου περί θήρας, κατά το οποίο η θήρα αυτών των ειδών απαγορεύεται, πλην αντιθέτων μέτρων λαμβανομένων από τον αρμόδιο υπουργό. Δεν αμφισβητείται πάντως ότι εν προκειμένω κανένα τέτοιο μέτρο δεν έχει επέλθει. Υπ' αυτές τις συνθήκες, δηλαδή στην παρούσα κατάσταση της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως, τα εν λόγω πτηνά τελούν υπό προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας. Επομένως, αυτό το στοιχείο της πρώτης αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

    — Χήνες και πάπιες

    13

    Τα πτηνά αυτά εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 2, του νόμου περί θήρας που προαναφέρθηκε. Κατά την υπουργική απόφαση της 8ης Αυγούστου 1977, η σταχτόχηνα, η ασπρομετωπόχηνα και η χωραφόχηνα, καθώς και η πρασινοκέφαλη, ο χουλιάρας, το σφυριχτάρι, η σουβλόπαπια και η φλυαρόπαπια μπορούν να θηρεύονται σε ορισμένη εποχή του έτους. Η απόφαση αυτή είναι σύμφωνη με το παράρτημα II της οδηγίας, που επιτρέπει τη θήρα αυτών των πτηνών σε όλα τα κράτη μέλη, ειδικότερα δε στις Κάτω Χώρες. Επομένως, το στοιχείο αυτό της πρώτης αιτιάσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    — Κόραξ η κορώνη, κολιός, κίοσα, καλιακονοα

    14

    Η θήρα των τριών πρώτων ειδών επιτρέπεται καθ' όλο το έτος σύμφωνα με τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 20, παράγραφος 1, του νόμου. Όσον αφορά την καλιακούδα, η υπουργική απόφαση της 8ης Αυγούστου 1977 προέβλεψε μερική μόνο απαγόρευση της θήρας από την 1η Μαΐου μέχρι τις 14 Ιουλίου. Αντιθέτως, κανένα από αυτά τα είδη δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο θήρας κατά το άρθρο 7 της οδηγίας.

    15

    Όσον αφορά το επιχείρημα της ολλανδικής κυβερνήσεως ότι η θήρα αυτών των ειδών δικαιολογείται από την άποψη του περιορισμού σοβαρών ζημιών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, Επιτροπή κατά Γερμανίας (412/85, Συλλογή 1987, σ. 3503), μία τέτοια παρέκκλιση πρέπει να στηρίζεται τουλάχιστον σε έναν από τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 της οδηγίας και πρέπει να ανταποκρίνεται στα κριτήρια που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, προκειμένου να περιορίζονται οι παρεκκλίσεις στο αυστηρώς αναγκαίο και να διευκολύνεται η επίβλεψη της Επιτροπής. Όμως, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις δεν ανταποκρίνονται σ' αυτές τις προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, το πρώτο στοιχείο της πρώτης αιτιάσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι ευσταθεί.

    — Ο οιταροκόκορας

    16

    Η θήρα αυτού του πτηνού, που εμπίπτει στην ίδια ρύθμιση όπως ο λυροπετεινός, το διπλομπεκάτσινο και η τεφρώδης κορώνη, επιτράπηκε με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987 του αρμόδιου υπουργού βάσει της εξουσιοδοτήσεως που προβλέπεται με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του νόμου περί θήρας. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις αυτής της αποφάσεως ανταποκρίνονται προς τις διάφορες προϋποθέσεις παρεκκλίσεων που επιτρέπονται από το άρθρο 9 της οδηγίας χάριν προλήψεως σοβαρών ζημιών. Κατά συνέπεια, η αιτίαση που προβάλλεται εν προκειμένω πρέπει να απορριφθεί.

    17

    Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων συνάγεται ότι η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη μόνο όσον αφορά τη θήρα του κόρακα η κορώνη, του κολιού, της καλιακούδας και της κίσσας.

    Δεύτερη αιτίαση: οι παρεκκλίσεις που αφορούν ορισμένα είδη πτηνών

    18

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου περί θήρας επιτρέπει στον χρήστη μιας εκτάσεως να θηρεύει ορισμένα προστατευόμενα είδη πτηνών χωρίς χρονικό περιορισμό και με χρήση όλων των κατάλληλων μέσων για το ξετρύπωμα και τη θανάτωση του θηράματος, καθώς και με χρήση κουναβιών, διχτύων και δελεάστρων. Θεωρεί δε ότι, παρόλο που η θήρα ορισμένων ειδών, εν προκειμένω της φάσσας, του κόρακα η κορώνη, του κολιού, της καλιακούδας και της κίσσας μπορούν να επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας προς αποφυγή σοβαρών ζημιών, η νομοθεσία των Κάτω Χωρών δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή.

    19

    Η ολλανδική κυβέρνηση παρατηρεί ότι η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να απαγορεύει τη θήρα αυτών των ειδών για ορισμένη περίοδο ή σε ορισμένα μέρη της επικράτειας και ότι έκανε χρήση αυτής της εξουσίας, όσον αφορά την καλιακούδα, για ορισμένη περίοδο σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, του νόμου. Προσθέτει ότι η θήρα των άλλων ειδών που αφορά ο νόμος δεν απαγορεύθηκε ενόψει των ζημιών που προκαλούνται από τα είδη αυτά, ο δε κίνδυνος να θηρεύονται ορισμένα από αυτά παρά τη μη ύπαρξη σοβαρών ζημιών είναι εξαιρετικά ασήμαντος. Τέλος, διευκρινίζει ότι τα μέσα θήρας που απαγορεύονται από το παράρτημα IV της οδηγίας, όπως οι παγίδες, δεν χρησιμοποιούνται στις Κάτω Χώρες.

    20

    Ως προς το επιχείρημα της ολλανδικής κυβερνήσεως που προβάλλεται υπέρ αυτών των δυνατοτήτων θήρας ενόψει των ζημιών που προκαλούν τα εν λόγω πτηνά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από τις απαγορεύσεις που προβλέπει η οδηγία πρέπει να ανταποκρίνονται στους όρους που θέτει το άρθρο 9 της οδηγίας. Όμως, η νομοθεσία των Κάτω Χωρών δεν περιέχει καμία σχετική ένδειξη.

    21

    Όσον αφορά το σκέλος της αιτιάσεως που αναφέρεται στα μέσα θήρας των ανωτέρω ειδών, και που επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, του νόμου, το επιχείρημα της ολλανδικής κυβερνήσεως ότι τα μέσα θήρας που απαγορεύονται από το παράρτημα IV της οδηγίας, όπως οι παγίδες, δεν χρησιμοποιούνται στις Κάτω Χώρες πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    22

    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι οι απαγορεύσεις σχετικά με τα μέσα αιχμαλωσίας που προβλέπονται από την οδηγία πρέπει να απορρέουν από διατάξεις κανονιστικού χαρακτήρα. Η ανυπαρξία πρακτικής ασυμβίβαστης με την οδηγία δεν μπορεί να απαλλάξει το οικείο κράτος μέλος από την υποχρέωση του να λάβει νομοθετικά και διοικητικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η προσήκουσα μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Πράγματι, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου επιβάλλει οι απαγορεύσεις για τις οποίες πρόκειται να επαναλαμβάνονται με δεσμευτικές νομοθετικές διατάξεις. Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

    Τρίτη αιτίαση: η αναζήτηση, η συλλογή και η κατοχή αυγών ορισμένων ειδών πτηνών

    23

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι ο νόμος περί θήρας επιτρέπει την αναζήτηση, τη συλλογή και την κατοχή αυγών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, ενώ δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του παραρτήματος III, μέρος 1, της οδηγίας αυτό μπορεί να επιτραπεί μόνο όσον αφορά τη φάσσα.

    24

    Η ολλανδική κυβέρνηση απαντά ότι στην πραγματικότητα δεν γίνεται αναζήτηση και συλλογή αυγών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου.

    25

    Το επιχείρημα αυτό της ολλανδικής κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, είναι βέβαιο ότι η αναζήτηση, η συλλογή και η κατοχή των αυγών της φάσσας, του κόρακα η κορώνη, του κολιού, της καλιακούδας και της κίσσας, που επιτρέπονται από την εθνική νομοθεσία αντιβαίνουν προς το άρθρο 5, στοιχείο γ), της οδηγίας. Όπως υπογραμμίστηκε πιο πάνω, το γεγονός ότι ορισμένες δραστηριότητες ασυμβίβαστες με τις απαγορεύσεις που προβλέπει η οδηγία δεν απαντούν σε ορισμένο κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έλλειψη σχετικών νομοθετικών διατάξεων. Πράγματι, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή των οδηγιών, όχι μόνο στην πράξη αλλά και νομικώς, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν την ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου στον συγκεκριμένο τομέα. Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι βάσιμη.

    Τέταρτη αιτίαση: οι παρεκκλίσεις που αφορούν την πρόληψη ζημιών

    26

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου περί θήρας που αφορούν την πρόληψη ζημιών δεν ανταποκρίνονται στις διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας. Θεωρεί δε ότι είναι πολύ σημαντικό οι προϋποθέσεις παρεκκλίσεως που αναφέρονται σ' αυτό το άρθρο να επαναλαμβάνονται επακριβώς στην εθνική νομοθεσία και κατά τρόπο με τον οποίο να γίνεται προσεκτική εκτίμηση ως προς τη διάκριση, ιδίως, μεταξύ της θήρας αυτής καθεαυτής και της ανάγκης χρησιμοποιήσεως ενός συγκεκριμένου μέσου θήρας.

    27

    Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι άδειες θήρας που προβλέπονται στα άρθρα 53 και 54 του νόμου χορηγούνται μόνο για την πρόληψη και καταπολέμηση σημαντικών ζημιών που προκαλούνται από ορισμένα είδη τα οποία, σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας, μπορούν να θηρεύονται στις Κάτω Χώρες και για τα οποία επιτρέπεται η θήρα κατά τη διάρκεια όλου του έτους ή ενός τμήματος αυτού. Προσθέτει δε ότι οι άδειες αυτές, που συνοδεύονται με πολυάριθμους όρους, παρέχονται μόνο αν δεν υφίσταται καμία άλλη ικανοποιητική λύση.

    28

    Το επιχείρημα της ολλανδικής κυβερνήσεως πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε η ύπαρξη σοβαρών ζημιών ούτε οι άλλες περιπτώσεις παρεκκλίσεως που αναφέρονται στο άρθρο 9 της οδηγίας περιέχονται στα άρθρα 53 και 54 του νόμου περί θήρας. Όπως τονίστηκε πιο κάνω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ( βλέπε προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1987 ) στον τομέα της διατηρήσεως των άγριων πτηνών ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις απαγορεύσεις που θέτει η οδηγία πρέπει να επαναλαμβάνονται σε σαφείς εθνικές διατάξεις, δεδομένου ότι η ακρίβεια της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία σε μία περίπτωση όπως αυτή κατά την οποία η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς έχει ανατεθεί, για τα εδάφη τους αντιστοίχως, στα κράτη μέλη.

    29

    Η διευκρίνιση ότι οι επιτακτικές ανάγκες της προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 9 της οδηγίας τηρούνται, πράγματι, από την υπουργική πρακτική στον τομέα των αδειών θήρας δεν μπορεί να γίνει δεκτή, επειδή, όπως το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Ιταλίας (429/85, Συλλογή 1988, σ. 843 ), απλή διοικητική πρακτική, που από τη φύση της μπορεί να μεταβληθεί κατά το δοκούν της διοικήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχουν τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται η οδηγία δυνάμει του άρθρου 189 της Συνθήκης. Επομένως, η τέταρτη αιτίαση είναι βάσιμη.

    Πέμπτη αιτίαση: η θήρα από αεροπλάνα

    30

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 22 του νόμου περί θήρας δεν απαγορεύει την καταδίωξη πτηνών από αεροπλάνα, παρόλο που οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα IV, στοιχείο β ), της οδηγίας υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να απαγορεύσουν αυτό το είδος θήρας.

    31

    Η ολλανδική κυβέρνηση απαντά ότι στις Κάτω Χώρες δεν χρησιμοποιούνται αεροπλάνα για την καταδίωξη του θηράματος. Επομένως, θεωρεί περιττό να περιλάβει στην εθνική της νομοθεσία μία τέτοια απαγόρευση.

    32

    Ως προς αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως διευκρινίστηκε πιο πάνω, το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιείται σ' ένα κράτος μέλος ένα συγκεκριμένο μέσο θήρας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για να μη μεταφερθεί η σχετική απαγόρευση στην εθνική έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, η πέμπτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

    Εκτη αιτίαση: οι παρεκκλίσεις που αφορούν διαγωνισμούς κυνηγετικών σκύλων

    33

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διοίκηση μπορεί, βάσει της εξουσιοδοτήσεως που της έχει δοθεί με τον νόμο περί θήρας, να παρεκκλίνει από τον νόμο αυτό προκειμένου να επιτρέπει τη διοργάνωση διαγωνισμών ή εκπαιδεύσεως κυνηγετικών σκύλων, παρόλο που η οδηγία δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση αυτού του είδους. Θεωρεί δε ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις είναι τόσο γενικά διατυπωμένες ώστε να μη διαφαίνεται αν τηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται εν προκειμένω από την οδηγία.

    34

    Η ολλανδική κυβέρνηση παρατηρεί ότι η υπουργική άδεια που παρέχεται για την εκπαίδευση κυνηγετικών σκύλων αφορά αποκλειστικά την εκγύμναση αυτών των σκύλων και την εντόπιση του θηράματος. Τέτοιες άδειες χορηγούνται για να μπορεί ο δικαιούχος να γυμνάσει τον σκύλο του, ούτως ώστε αυτός να αποκτήσει πείρα στο κυνήγι του θηράματος, αλλά δεν επιτρέπουν πάντως τη σύλληψη ή θανάτωση των πτηνών των οποίων απαγορεύεται η θήρα.

    35

    Το επιχείρημα αυτό της ολλανδικής κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό, επειδή σημαίνει κατ' ουσίαν ότι η διοργάνωση διαγωνισμών κυνηγετικών σκύλων ή η εκπαίδευση αυτών των σκύλων δεν συνεπάγονται παραβάσεις των διατάξεων της οδηγίας. Πράγματι, το άρθρο 5 της οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να θεσπίσουν μία γενική ρύθμιση προστασίας των πτηνών, απαγορεύοντας ιδίως τον φόνο, την αιχμαλωσία ή την παρενόχληση τους.

    36

    Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1987, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (236/85, Συλλογή 1987, σ. 3989), ανεξάρτητα από το αν συμβιβάζεται ενδεχομένως μία διοικητική πρακτική με τις επιταγές περί προστασίας που περιέχει η οδηγία, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χορηγούνται οι άδειες που αφορούν τους διαγωνισμούς κυνηγετικών σκύλων ή την εκπαίδευση αυτών των σκύλων πρέπει να καθορίζονται με διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ενόψει της ανυπαρξίας σαφούς νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου που να διέπει τις εν λόγω δραστηριότητες, η τρίτη αιτίαση πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί βάσιμη.

    37

    Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί με την οδηγία 79/409 του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    Επί ίων δικαστικών εξόδων

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το καθού ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

     

    2)

    Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

     

    Κακούρης

    Koopmans

    Mancini

    O'Higgins

    Moitinho de Almeida

    Grévisse

    Diez de Velasco

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεθρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο προεδρεύων

    Κ. Ν. Κακούρης

    πρόεδρος τμήματος


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top