This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61986CJ0300
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 29 June 1988. # Luc Van Landschoot v NV Mera. # Reference for a preliminary ruling: Vredegerecht Brasschaat - Belgium. # Co-responsibility levy in the cereals sector. # Case 300/86.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1988.
Luc Van Landschoot κατά NV Mera.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vredegerecht Brasschaat - Βέλγιο.
Εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών.
Υπόθεση 300/86.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1988.
Luc Van Landschoot κατά NV Mera.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vredegerecht Brasschaat - Βέλγιο.
Εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών.
Υπόθεση 300/86.
Συλλογή της Νομολογίας 1988 -03443
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:342
*A9* Vredegerecht Brasschaat, vonnis van 26/11/86 (12249)
*P1* Vredegerecht Brasschaat, vonnis van 21/06/89 (12.249 1115)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 29ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1988. - LUC VAN LANDSCHOOT ΚΑΤΑ NV MERA ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VREDEGERECHT VAN HET KANTON BRASSCHAAT (ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΝΤΟΝΙΟΥ BRASSCHAAT) ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΣΕΩΣ. - ΕΙΣΦΟΡΑ ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΣΙΤΗΡΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 300/86.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03443
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00503
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00511
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Διακρίσεις μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών - Εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών - Απαλλαγή σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως εντός της εκμεταλλεύσεως του παραγωγού κατόπιν μεταποιήσεως - Προϋπόθεση για τη χορήγηση της απαλλαγής η μεταποίηση στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως - Είναι παράνομη
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2 κανονισμός 2040/86 της Επιτροπής, άρθρο 1, παράγραφος 2, εδάφιο 2, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2572/86)
2. Προδικαστικά ερωτήματα - Εκτίμηση του κύρους - Κήρυξη του κανονισμού ανισχύρου - Αποτελέσματα - Κατ' αναλογία εφαρμογή του άρθρου 174, εδάφιο 2, της Συνθήκης - Ανίσχυρο οφειλόμενο στη δημιουργία διακρίσεως - Προσωρινή διατήρηση του επιδίκου καθεστώτος εφαρμοζομένου κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 174, εδάφιο 2, και 177)
1. Ο σκοπός της κοινοτικής ρυθμίσεως σχετικά με την εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών, ο οποίος συνίσταται στον περιορισμό των διαρθρωτικών πλεονασμάτων στην αγορά, δικαιολογεί την υπαγωγή στην εισφορά μόνον των μεταποιήσεων σιτηρών που διατίθενται στην αγορά, δεδομένου ότι οι ποσότητες σιτηρών που απορροφώνται σε κλειστό κύκλωμα δεν συμβάλλουν στη δημιουργία πλεονασμάτων.
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2572/86 της Επιτροπής, είναι ανίσχυρο στο μέτρο που απαλλάσσει από την εισφορά συνυπευθυνότητας τις πρώτες μεταποιήσεις σιτηρών που πραγματοποιούνται στην εκμετάλλευση του παραγωγού, μέσω εγκαταστάσεων της εν λόγω εκμεταλλεύσεως, εφόσον το προϊόν της μεταποιήσεως χρησιμοποιείται στην ίδια αυτή εκμετάλλευση, ενώ δεν προβλέπει την απαλλαγή αυτή για τις πρώτες μεταποιήσεις που πραγματοποιούνται εκτός της εκμεταλλεύσεως του παραγωγού ή μέσω εγκαταστάσεων που δεν αποτελούν μέρος του γεωργικού εξοπλισμού αυτής της εκμεταλλεύσεως, όταν το προϊόν της μεταποιήσεως χρησιμοποιείται στην εκμετάλλευση αυτή.
2. 'Οταν το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ένας κανονισμός δημιουργεί στο μέτρο που το καθεστώς απαλλαγής από μία επιβάρυνση που προβλέπει δεν επεκτείνεται σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρηματιών, το να κηρυχθεί απλώς ανίσχυρη η επίμαχη διάταξη θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό κάθε απαλλαγής εν αναμονή της νέας ρυθμίσεως. Στην περίπτωση αυτή, η κατ' αναλογία εφαρμογή του άρθρου 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, κατά το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει εκείνα τα αποτελέσματα ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους, επιβάλλεται για τους ίδιους λόγους ασφάλειας του δικαίου με εκείνους που αποτελούν τη βάση της εν λόγω διατάξεως. Θα πρέπει, συνεπώς, να αποφασιστεί ότι, εν αναμονή της θεσπίσεως, από τον κοινοτικό νομοθέτη, των καταλλήλων μέτρων για την εγκαθίδρυση της ισότητας των επιχειρηματιών, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την επίδικη απαλλαγή, επεκτείνοντας το ευεργέτημά της στους επιχειρηματίες που υφίστανται τη διαπιστωθείσα διάκριση.
Στην υπόθεση 300/86,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Vredegerecht van het kanton Brasschaat (Ειρηνοδικείου του καντονίου του Brasschaat, Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Luc Van Landschoot, κατοίκου Veurne,
και
NV Mera, με έδρα τη Veurne,
και
Federation europeenne des fabricants d' aliments composes (Fefac), Βρυξέλλες,
Beroepsvereniging van de Mengvoederfabrikanten (Bemefa), Βρυξέλλες,
Fachverband der Futtermittelindustrie e. V., Βόννη,
Danske Korn- og Foderstof im- og Eksportoerers Faellesorganisation (Dakofo), Κοπεγχάγη,
Syndicat national des industriels de l' alimentation animale (SNIA), Παρίσι,
Irish Corn and Feed Association, Δουβλίνο,
Associazione nazionale tra i produtori di alimenti zootecnichi (Assalzoo), Ρώμη,
Koninklijke Vereniging Het Comite van graanhandelaren, Ρόττερνταμ,
Vereniging van Nederlandse Mengvoederfabrikanten, Χάγη,
Confederacion Espanola de Fabricantes de Piensos Compuestos, Μαδρίτη,
Federation of Agricultural Coops, Λονδίνο,
United Kingdom Agricultural Supply Trades Association (Ukasta), Λονδίνο,
Syndicat national du commerce des grains et legumes secs (Synagra), Βρυξέλλες,
παρεμβαίνοντες,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του κανονισμού 2040/86 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1986, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της εισφοράς συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ L 173, σ. 65),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)
συγκείμενο από τους G. Bosco, πρόεδρο τμήματος, U. Everling, Y. Galmot, R. Joliet και F. Schockweiler, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η NV Mera και οι παρεμβαίνοντες, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους I. Van Bael, J.-F. Bellis και J.-P. Spitzer,
- η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Braguglia,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R. C. Fischer,
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 17ης Νοεμβρίου 1987,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 1988,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1986, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου 1986, το Vredegerecht van het kanton Brasschaat (Ειρηνοδικείο του καντονίου του Brasschaat, Βέλγιο) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος της κανονιστικής ρυθμίσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή της εισφοράς συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών.
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Luc Van Landschoot, γεωργού, και της εταιρίας NV Mera, βιομηχανίας παρασκευής συνθέτων ζωοτροφών. Η εν λόγω εταιρία αγόρασε από τον Van Landschoot 4 925 kg σίτου έναντι συνολικού τιμήματος 44 252 βελγικών φράγκων (BFR) από το τίμημα αυτό αφαίρεσε ποσό 1 242 BFR, ως εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών, αναφέροντας σχετικά ότι, ως πρώτος μεταποιητής σιτηρών, όφειλε να μετακυλίσει την εισφορά αυτή στο σιτοπαραγωγό.
3 Με αγωγή που άσκησε ενώπιον του Vredegerecht van het kanton Brasschaat, ο van Landschoot ζητεί να υποχρεωθεί η NV Mera να του καταβάλει το ποσό των 1 242 BFR, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό της παρακρατηθείσας εισφοράς συνυπευθυνότητας, πλέον τόκων. Προς στήριξη του αιτήματός του, υποστηρίζει ότι η εν λόγω εισφορά θεσπίστηκε κατά παράβαση της γενικής αρχής της ισότητας που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και στους σχετικούς με την εισφορά συνυπευθυνότητας κανονισμούς του Συμβουλίου.
4 Κρίνοντας ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η λύση της διαφοράς εξαρτάται από το κατά πόσον είναι έγκυρη η κανονιστική ρύθμιση της Επιτροπής σχετικά με την εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών, το Vredegerecht Recht ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
"Είναι έγκυρη η εισφορά συνυπευθυνότητας, οι λεπτομέρειες εφαρμογής της οποίας καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2040/86 της 30ής Ιουνίου 1986;"
5 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι επίδικες κοινοτικές διατάξεις, καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.
Επί του αντικειμένου του υποβληθέντος ερωτήματος
6 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η αιτίαση που διατυπώθηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά το καθεστώς της εισφοράς συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών αφορά κατ' ουσίαν τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απαλλαγής από την εισφορά, τις οποίες καθορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1986, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της εισφοράς συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ L 173, σ. 65), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2572/86 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 1986 (ΕΕ L 229, σ. 25). Η προαναφερθείσα διάταξη προβλέπει ουσιαστικά ότι απαλλάσσονται από την εισφορά συνυπευθυνότητας οι πρώτες μεταποιήσεις που πραγματοποιεί ένας παραγωγός στη γεωργική του εκμετάλλευση, εφόσον το προϊόν που λαμβάνεται από τη μεταποίηση χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων σ' αυτή τη γεωργική εκμετάλλευση και εφόσον, επιπλέον, η εγκατάσταση μεταποιήσεως αποτελεί μέρος του γεωργικού εξοπλισμού της εκμεταλλεύσεως. Επομένως, το υποβληθέν ερώτημα όσον αφορά το κύρος του επίδικου κανονισμού υπαγορεύει την εξέταση αυτής ακριβώς της διατάξεως.
7 Η NV Mera και οι υπέρ αυτής παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση είναι ανίσχυρη. Ως προς το θέμα αυτό, υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το καθεστώς των απαλλαγών δημιουργεί διακρίσεις. Πράγματι, ο κανονισμός 2040/86, όπως έχει τροποποιηθεί, απαλλάσσει από την εισφορά όλους τους γεωργούς που μεταποιούν στην εκμετάλλευσή τους σιτηρά για τη διατροφή των ζώων τους, και τούτο, σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή, όχι μόνον όταν οι γεωργοί αυτοί παράγουν οι ίδιοι σιτηρά αλλά και όταν τα αγοράζουν από τρίτους. Αντιθέτως, ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει καμία απαλλαγή για τους βιομηχάνους παρασκευαστές συνθέτων τροφών, ακόμα και όταν οι εν λόγω βιομήχανοι μεταποιούν σιτηρά που τους παραδίδει γεωργός, ο οποίος χρησιμοποιεί στη συνέχεια το προϊόν στη δική του εκμετάλλευση. Η NV Mera και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η υπαγωγή μόνο των βιομηχάνων μεταποιητών στην εισφορά συνυπευθυνότητας δεν εξυπηρετεί το σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση του Συμβουλίου, ήτοι την αποκατάσταση της ισορροπίας της αγοράς των σιτηρών.
8 Η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση είναι έγκυρη και δεν εισάγει διακρίσεις. Προβάλλουν, πρώτον, το επιχείρημα ότι η κατάσταση του γεωργού που μεταποιεί σιτηρά στην εκμετάλλευσή του, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για τη διατροφή των ζώων στην ίδια αυτή εκμετάλλευση, διαφέρει τόσο από την κατάσταση του βιομηχάνου μεταποιητή όσο και από την κατάσταση του παραγωγού ο οποίος πωλεί σιτηρά για μεταποίηση. Επομένως, το γεγονός ότι ο κανονισμός χορηγεί το ευεργέτημα της απαλλαγής στην πρώτη αυτή κατηγορία ενώ το αρνείται στις άλλες δύο κατηγορίες επιχειρηματιών δεν αποτελεί διάκριση ούτε μεταξύ παραγωγών ούτε μεταξύ μεταποιητών. Ούτε επίσης μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη διακρίσεως μεταξύ καταναλωτών, δεδομένου ότι οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις που καταναλώνουν σιτηρά έχουν πάντα τη δυνατότητα να επωφεληθούν της απαλλαγής είτε μεταποιώντας τη δική τους παραγωγή, είτε μεταποιώντας τη δική τους παραγωγή, είτε μεταποιώντας σιτηρά τα οποία αγοράζουν από άλλους γεωργούς.
9 Κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η κοινή οργάνωση της αγοράς πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ επιχειρηματιών της Κοινότητας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή, αποτελούσα ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας, απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση παρεμφερών καταστάσεων, εκτός εάν η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά. Υπό το φως των παρατηρήσεων των μερών, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, κατά πόσο το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86, όπως έχει τροποποιηθεί, εισάγει διάκριση μεταξύ μεταποιητών σιτηρών.
'Οσον αφορά τη διάκριση μεταξύ μεταποιητών σιτηρών
10 Το προαναφερθεν άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, απαλλάσσει από την εισφορά συνυπευθυνότητας τους παραγωγούς που μεταποιούν σιτηρά στην εκμετάλλευσή τους, μέσω εγκαταστάσεων της εν λόγω εκμεταλλεύσεως, και οι οποίοι χρησιμοποιούν το προϊόν της μεταποιήσεως στην ίδια αυτή εκμετάλλευση. Αντιθέτως, δεν προβλέπει απαλλαγή σε άλλες περιπτώσεις, ειδικότερα δε στην περίπτωση των βιομηχάνων μεταποιητών.
11 Ως προς το θέμα αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός της σχετικής με την εισφορά συνυπευθυνότητας κοινοτικής ρυθμίσεως συνίσταται στον περιορισμό των διαρθρωτικών πλεονασμάτων σιτηρών στην αγορά. Ο σκοπός αυτός δικαιολογεί την υπαγωγή στην εισφορά μόνο των μεταποιήσεων σιτηρών που διατίθενται στην αγορά, δεδομένου ότι μόνο στην περίπτωση αυτή αυξάνονται τα πλεονάσματα στην αγορά, εφόσον οι ποσότητες σιτηρών που απορροφώνται σε κλειστό κύκλωμα δεν συμβάλλουν στη δημιουργία πλεονασμάτων.
12 Από αυτό έπεται ότι δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση των μεταποιητών αναλόγως του αν τα μεταποιημένα προϊόντα διατίθενται στην αγορά ή αν χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση του μεταποιητή. Επομένως, είναι, καταρχήν, θεμιτό να αντιμετωπίζονται οι βιομήχανοι μεταποιητές διαφορετικά απ' ό,τι οι μεταποιητές στο αγρόκτημα, δεδομένου ότι οι πρώτοι παρεμβαίνουν, κατά κανόνα, στη μεταποίηση με σκοπό την πώληση του προϊόντος στην αγορά.
13 Ωστόσο, αυτή η διαφορά μεταχειρίσεως δεν είναι δικαιολογημένη στο μέτρο που ο βιομήχανος μεταποιητής δεν διαθέτει τα μεταποιημένα προϊόντα στην αγορά αλλά τα παραδίδει στον παραγωγό των σιτηρών, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος τα χρησιμοποιεί στη δική του εκμετάλλευση, δεδομένου ότι, τα εν λόγω προϊόντα δεν συμβάλλουν στη δημιουργία πλεονασμάτων στην αγορά.
14 Επομένως, φαίνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86, όπως έχει τροποποιηθεί, εισάγει διάκριση σε βάρος των βιομηχάνων μεταποιητών, στο μέτρο που μεταποιούν σιτηρά που έχουν παραδοθεί από αυτοκαταναλωτές παραγωγούς, σε σχέση με τους μεταποιητές στο αγρόκτημα, οι οποίοι μεταποιούν τη δική τους παραγωγή σιτηρών προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το προϊόν στην εκμετάλλευσή τους.
15 Το αυτό συμβαίνει και όσον αφορά τους παραγωγούς που μεταποιούν τη δική τους παραγωγή σιτηρών είτε εκτός της εκμεταλλεύσεώς τους είτε μέσω εγκαταστάσεων οι οποίες δεν αποτελούν μέρος του εξοπλισμού της εν λόγω εκμεταλλεύσεως, όταν οι παραγωγοί αυτοί χρησιμοποιούν το προϊόν της μεταποιήσεως στην ίδια αυτή εκμετάλλευση.
16 Κατά του συμπεράσματος αυτού, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των πρακτικής φύσεως δυσκολιών που θα προκαλούσε ο έλεγχος των πράξεων που συντελούνται εντός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων προκειμένου οι απαλλασσόμενοι από την εισφορά να περιοριστούν μόνο στους παραγωγούς που μεταποιούν σιτηρά στην εκμετάλλευσή τους και με τη χρησιμοποίηση εγκαταστάσεων της εν λόγω εκμεταλλεύσεως πόσο μάλλον δε όταν ο περιορισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα να θέτει σε μειονεκτική θέση ακριβώς τις μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι περιορισμένοι πόροι των οποίων δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση των εγκαταστάσεων που απαιτούνται για τη μεταποίηση.
17 Αντιθέτως, προς απόδειξη της υπάρξεως διακρίσεως μεταξύ μεταποιητών, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του επιχειρήματος που προέβαλε η εναγομένη της κύριας δίκης κατά το οποίο, κατά μία ερμηνεία που πρότειναν οι υπηρεσίες της Επιτροπής με τηλετύπημα που απηύθυναν στα κράτη μέλη στις 5 Σεπτεμβρίου 1986, η απαλλαγή καλύπτει και τους μεταποιητές στο αγρόκτημα οι οποίοι αγοράζουν σιτηρά από τρίτους προκειμένου να τα μεταποιήσουν στην εκμετάλλευσή τους και να χρησιμοποιήσουν το προϊόν εντός της εκμεταλλεύσεως. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86, όπως το άρθρο αυτό έχει τροποποιηθεί.
18 Είναι αληθές ότι το γερμανικό και το αγγλικό κείμενο της διατάξεως αυτής χρησιμοποιούν τους γενικούς όρους "Landwirt" και "farmer" και δημιουργούν έτσι αμφιβολία ως προς το αν η διάταξη αυτή αναφέρεται και στους γεωργούς οι οποίοι δεν παράγουν οι ίδιοι σιτηρά. Εντούτοις, από όλες τις άλλες αυθεντικές γλωσσικές διατυπώσεις της διατάξεως αυτής συνάγεται σαφώς ότι μόνο οι πρώτες μεταποιήσεις σιτηρών που πραγματοποιούνται από τον ίδιο τον παραγωγό σιτηρών μπορούν να τύχουν απαλλαγής από την εισφορά. Η τελευταία αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη με το σκοπό που επιδιώκει η σχετική με την εισφορά συνυπευθυνότητας κανονιστική ρύθμιση και οποίος συνίσταται στον περιορισμό της πλεονασματικής παραγωγής σιτηρών που εισάγονται στο εμπορικό κύκλωμα. Επομένως, αυτή η ερμηνεία πρέπει να υπερισχύει, οπότε, υπό την ερμηνεία αυτή, η εν λόγω διάταξη δεν εισάγει διακρίσεις από την εξεταζόμενη άποψη.
'Οσον αφορά τη διάκριση μεταξύ παραγωγών και μεταξύ καταναλωτών σιτηρών
19 Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1579/86 του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 1986 (ΕΕ L 139, σ. 29), σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2040/86, η εισφορά οφείλεται από τους προβαίνοντες στη μεταποίηση, οι οποίοι τη μετακυλίουν στους παραγωγούς.
20 Από αυτό έπεται ότι η ύπαρξη διακρίσεως μεταξύ παραγωγών σιτηρών μπορεί να γίνει δεκτή μόνο στο μέτρο που υφίσταται διάκριση μεταξύ μεταποιητών σιτηρών. Κατά συνέπεια, εφόσον η αιτίαση περί υπάρξεως διακρίσεως μεταξύ παραγωγών συμπίπτει με την αιτίαση περί διακρίσεως μεταξύ μεταποιητών, δεν απαιτείται να εξεταστεί χωριστά.
21 'Οσον αφορά την αιτίαση περί υπάρξεως διακρίσεως μεταξύ καταναλωτών σιτηρών, αρκεί η διαπίστωση ότι, λόγω της μετακυλίσεως, το βάρος της εισφοράς φέρουν αποκλειστικά και μόνον οι παραγωγοί σιτηρών. Επομένως, οι καταναλωτές δεν μπορούν να επικαλεστούν την ύπαρξη διακρίσεως σε βάρος τους, οφειλόμενη στις λεπτομέρειες εφαρμογής της απαλλαγής από το βάρος αυτό.
'Οσον αφορά την έκταση εφαρμογής της προδικαστικής αποφάσεως
22 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86 συνιστά εν μέρει διάκριση μεταξύ μεταποιητών και μεταξύ παραγωγών σιτηρών δρώντων υπό τις συνθήκες που αναλύονται ανωτέρω. Επομένως, η εν λόγω διάταξη πρέπει στο μέτρο αυτό να κριθεί ανίσχυρη. Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται να συναγάγει τις συνέπειες της παρούσας απόφασης και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την εγκαθίδρυση της ισότητας των επιχειρηματιών όσον αφορά το επίδικο καθεστώς απαλλαγής.
23 Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, όπου η διάκριση οφείλεται μάλλον στη σιωπή του κειμένου παρά στην ίδια τη διάταξη, η απλή κήρυξη του ανισχύρου της επίδικης διάταξης θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό κάθε απαλλαγής εν αναμονή της νέας ρυθμίσεως.
24 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η κατ' αναλογία εφαρμογή του άρθρου 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, κατά το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει εκείνα τα αποτελέσματα ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους, επιβάλλεται για τους ίδιους λόγους ασφάλειας του δικαίου με εκείνους που αποτελούν τη βάση της εν λόγω διατάξεως. Θα πρέπει, συνεπώς, να διευκρινιστεί ότι, εν αναμονή της νέας ρυθμίσεως, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την απαλλαγή που προβλέπεται από την κηρυχθείσα ανίσχυρη διάταξη, επεκτείνοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής στους επιχειρηματίες που υφίστανται τη διαπιστωθείσα δυσμενή διάκριση.
25 Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:
"- Το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1986, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2572/86 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 1986, είναι ανίσχυρο στο μέτρο που απαλλάσσει από την εισφορά συνυπευθυνότητας τις πρώτες μεταποιήσεις σιτηρών που πραγματοποιούνται στην εκμετάλλευση του παραγωγού, μέσω εγκαταστάσεων της εν λόγω εκμεταλλεύσεως, εφόσον το προϊόν της μεταποιήσεως χρησιμοποιείται στην ίδια αυτή εκμετάλλευση, ενώ δεν προβλέπει την απαλλαγή αυτή για τις πρώτες μεταποιήσεις που πραγματοποιούνται εκτός της εκμεταλλεύσεως του παραγωγού ή μέσω εγκαταστάσεων που δεν αποτελούν μέρος του γεωργικού εξοπλισμού αυτής της εκμεταλλεύσεως, όταν το προϊόν της μεταποιήσεως χρησιμοποιείται στην εκμετάλλευση αυτή.
- Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται να συναγάγει τις συνέπειες της παρούσας απόφασης και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την εγκαθίδρυση της ισότητας των επιχειρηματιών όσον αφορά το επίδικο καθεστώς απαλλαγής.
- Στο μεταξύ, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την απαλλαγή που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, επεκτείνοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής στους επιχειρηματίες που υφίστανται τη διαπιστωθείσα δυσμενή διάκριση.
Επί των δικαστικών εξόδων
26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος το οποίο ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1986, το Vredegerecht van het kanton Brasschaat, αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2040/86 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1986, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2572/86 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 1986, είναι ανίσχυρο στο μέτρο που απαλλάσσει από την εισφορά συνυπευθυνότητας τις πρώτες μεταποιήσεις σιτηρών που πραγματοποιούνται στην εκμετάλλευση του παραγωγού, μέσω εγκαταστάσεων της εν λόγω εκμεταλλεύσεως, εφόσον το προϊόν της μεταποιήσεως χρησιμοποιείται στην ίδια αυτή εκμετάλλευση, ενώ δεν προβλέπει την απαλλαγή αυτή για τις πρώτες μεταποιήσεις που πραγματοποιούνται εκτός της εκμεταλλεύσεως του παραγωγού ή μέσω εγκαταστάσεων που δεν αποτελούν μέρος του γεωργικού εξοπλισμού αυτής της εκμεταλλεύσεως, όταν το προϊόν της μεταποιήσεως χρησιμοποιείται στην εκμετάλλευση αυτή.
2) Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται να συναγάγει τις συνέπειες της παρούσας απόφασης και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την εγκαθίδρυση της ισότητας των επιχειρηματιών όσον αφορά το επίδικο καθεστώς απαλλαγής.
3) Στο μεταξύ, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την απαλλαγή που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, επεκτείνοντας το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής στους επιχειρηματίες που υφίστανται τη διαπιστωθείσα δυσμενή διάκριση.