Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0024

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988.
    Vincent Blaizot κατά Πανεπιστημίου της Λιέγης και λοιπών.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Liège - Βέλγιο.
    Απαγόρευση των διακρίσεων - Πρόσβαση σε πανεπιστημιακή εκπαίδευση - Απόδοση αχρεωστήτου.
    Υπόθεση 24/86.

    Συλλογή της Νομολογίας 1988 -00379

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:43

    61986J0024

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1988. - VINCENT BLAIZOT ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ UNIVERSITE DE LIEGE ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNAL DE PREMIERE INSTANCE ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ - ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 24/86.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 00379
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00335
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00339


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1 . Κοινωνική πολιτική - Κοινή πολιτική επαγγελματικής εκπαιδεύσεως - Επαγγελματική εκπαίδευση - 'Εννοια - Πανεπιστημιακές σπουδές κτηνιατρικής - Περιλαμβάνονται

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 128 )

    2 . Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - 'Ιση μεταχείριση - Διάκριση λόγω ιθαγενείας - Πανεπιστημιακές σπουδές παρέχουσες εντός κράτους μέλους τυπικό προσόν για την άσκηση επαγγέλματος - Δικαίωμα εγγραφής ή "δίδακτρα", απαιτούμενο μόνο από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών - Απαγορεύεται - Αναγνώριση μέσω προδικαστικής αποφάσεως - Ερμηνεία μη δυνάμενη να εφαρμοστεί επί αιτήσεων για πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές που υποβλήθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 7 και 177 )

    3 . Προδικαστικά ερωτήματα - Ερμηνεία - Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας - Αναδρομικό αποτέλεσμα - 'Ορια - Ασφάλεια δικαίου - Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177 )

    Περίληψη


    1 . Κάθε μορφή εκπαίδευσης που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή που παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκησή τους περιλαμβάνεται στην επαγγελματική εκπαίδευση η οποία εμπίπτει, όσον αφορά τις προϋποθέσεις προσβάσεως σ' αυτήν, στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης . 'Οσον αφορά την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία με τις πτυχιακές εξετάσεις απονέμεται το άμεσο τυπικό προσόν για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος ή απασχολήσεως που προϋποθέτει το προσόν αυτό, αλλά και όταν με τις σπουδές αυτές παρέχεται ιδιαίτερη ικανότητα, την οποία οι φοιτητές έχουν ανάγκη για την άσκηση ενός επαγγέλματος ή απασχόλησης, έστω και αν η απόκτηση των εν λόγω γνώσεων δεν επιβάλλεται, για την άσκηση αυτή, από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις . Κατά συνέπεια, η έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως περιλαμβάνει τις πανεπιστημιακές σπουδές κτηνιατρικής .

    2 . Η επιβολή τελών, δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων, ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως που προετοιμάζουν για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση, στους φοιτητές υπηκόους άλλων κρατών μελών, ενώ η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται στους εντόπιους σπουδαστές, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας απαγορευόμενη από το άρθρο 7 της Συνθήκης .

    Ωστόσο, δεδομένου ότι μόνο βάσει της προοδευτικής εξελίξεως της κοινής πολιτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 128 της Συνθήκης, κατέστη δυνατή η υπαγωγή τέτοιων πανεπιστημιακών σπουδών στην έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως σύμφωνα με το νόημα του κοινοτικού δικαίου, εξελίξεως η οποία αντικατοπτρίζεται στις ενέργειες της Επιτροπής οι οποίες είχαν ως συνέπεια η στάση της τελευταίας να ωθήσει τους ενδιαφερόμενους κύκλους στο Βέλγιο να θεωρήσουν δικαιολογημένα ότι μια εθνική νομοθεσία που ρύθμιζε κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο, επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας του δικαίου αντιτίθενται στο να τίθενται υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν εξαντλήσει τα αποτελέσματά τους κατά το παρελθόν, εφόσον η αμφισβήτηση αυτή θα ανέτρεπε αναδρομικώς το σύστημα χρηματοδοτήσεως της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και θα μπορούσε να συνεπάγεται απρόβλεπτες συνέπειες για την εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων .

    Εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, όσον αφορά την πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές, προς στήριξη διεκδικήσεων σχετικών με πρόσθετα τέλη εγγραφής που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης με την οποία αναγνωρίστηκε, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η δυνατότητα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, εκτός αν πρόκειται για σπουδαστές οι οποίοι, πριν απ' αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει σχετική αγωγή ή είχαν υποβάλει αντίστοιχη διοικητική ένσταση .

    3 . Η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίδει σε κανόνα του κοινοτικού δικαίου, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 177, διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ . Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανόνας που έχει κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνευθεί μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον, εξάλλου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά .

    Μόνο κατ' εξαίρεση το Δικαστήριο μπορεί, κατ' εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την κοινοτική έννομη τάξη, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας επικλήσεως από κάθε ενδιαφερόμενο της κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευθείσας διάταξης προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλόπιστα συσταθεί . Πρέπει, εν προκειμένω, να λαμβάνεται υπόψη ότι, καίτοι οι πρακτικές συνέπειες κάθε δικαστικής αποφάσεως πρέπει να σταθμίζονται με προσοχή, δεν μπορεί, εντούτοις, μια τέτοια μέριμνα να καταλήγει στο να περιορίζεται η αντικειμενικότητα του δικαίου και να διακυβεύεται η μελλοντική του εφαρμογή λόγω των επιπτώσεων που μια δικαστική απόφαση μπορεί να συνεπάγεται για το παρελθόν .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 24/86,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de premiere instance της Λιέγης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Vincent Blaizot, φοιτητή, κατοίκου Ottignie-Louvain-la-Neuve ( Βέλγιο ), και δεκαέξι άλλων φοιτητών, αφενός,

    και

    1 ) Πανεπιστημίου της Λιέγης,

    2 ) Καθολικού Πανεπιστημίου της Louvain,

    3 ) Ελευθέρου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών,

    4 ) Πανεπιστημιακών Σχολών Notre-Dame de la Paix της Namur, αφετέρου,

    ομόδικος

    βελγικό δημόσιο,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία, ιδίως, του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G . Bosco, O . Due, J . C . Moitinho de Almeida, G . C . Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T . Koopmans, U . Everling, K . Bahlmann, Y . Galmot, Κ . Κακούρη, R . Joliet, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας : Sir Gordon Slynn

    γραμματέας : D . Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

    - οι αιτούντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από το δικηγόρο L . Misson,

    - το Universite de Liege, εκπροσωπούμενο από το δικηγόρο P . Henry,

    - το Universite catholique de Louvain, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο R . Van Lint,

    - το Universite libre de Bruxelles, εκπροσωπούμενο από το δικηγόρο Waelbroeck,

    - οι Facultes universitaires Notre-Dame de la Paix, εκπροσωπούμενες από το δικηγόρο Van der Heyden,

    - το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από το δικηγόρο P . Deltenre,

    - το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον McHenry καθώς και το δικηγόρο Mummery,

    - η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο G . H . Beauthier,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Φεβρουαρίου 1987,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1987,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με Διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1986, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 1986, ο πρόεδρος του Tribunal de premiere instance της Λιέγης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία, ιδίως, του άρθρου 7 της εν λόγω Συνθήκης, προκειμένου να επιλυθεί πρόβλημα σχετικά με τις οικονομικής φύσεως προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η πρόσβαση στα βελγικά πανεπιστήμια .

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο εκδικάσεως αιτήσεως κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την οποία υπέβαλαν ο Blaizot και δεκαέξι άλλοι αιτούντες της κύριας δίκης ( εφεξής : αιτούντες ) κατά της αρνήσεως του Πανεπιστημίου της Λιέγης, του Καθολικού Πανεπιστημίου της Louvain, του Ελευθέρου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών και των Πανεπιστημιακών Σχολών Notre-Dame de la Paix της Νamur, καθών της κύριας δίκης ( εφεξής : καθών ), περί αποδόσεως των πρόσθετων τελών εγγραφής ( εφεξής : δίδακτρα ), που είχαν καταβάλει πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1985, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Gravier ( 293/83, Συλλογή 1985, σ . 606 ). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, τα καθών προσκάλεσαν στη δίκη το βελγικό δημόσιο .

    3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι όλοι οι αιτούντες είναι γάλλοι υπήκοοι, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής ως φοιτητών στο Βέλγιο αποκλειστικά και μόνο για να ακολουθήσουν σπουδές κτηνιατρικής σε βελγικά πανεπιστήμια . Η διάρκεια των σπουδών αυτών είναι τρία χρόνια για το "προδίπλωμα" (( candidature )) και τρία χρόνια για το "πτυχίο" (( doctorat )). Οι αιτούντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, για κάθε ακαδημαϊκό έτος, εκτός από το τέλος εγγραφής το οποίο απαιτείται από όλους τους φοιτητές, δίδακτρα ως προσωπική συνεισφορά στα έξοδα λειτουργίας, πράγμα που δεν απαιτούνταν απο τους βέλγους φοιτητές . Δυνάμει διαφόρων βασιλικών διαταγμάτων περί καταβολής των εν λόγω διδάκτρων, το ύψος τους ποικίλλει, για κάθε ακαδημαϊκό έτος, μεταξύ 80 000 και 265 000 βελγικών φράγκων ( ΒFR ).

    4 Με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιβολή τελών, δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στους φοιτητές υπηκόους άλλων κρατών μελών συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης, εφόσον η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς φοιτητές .

    5 Μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, οι αιτούντες, με αίτηση εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ζήτησαν την απόδοση των ποσών που είχαν καταβάλει ως δίδακτρα . Κατά τη δημόσια συνεδρίαση η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε και εγγράφηκε στο πινάκιο εν αναμονή περατώσεως της διαδικασίας που είχε κινηθεί για την τροποποίηση της σχετικής βελγικής νομοθεσίας . Η τροποποίηση αυτή επήλθε με το βελγικό νόμο της 21ης Ιουνίου 1985 περί εκπαιδεύσεως ( Moniteur belge της 6.7.1985 ).

    6 Κατά το νόμο αυτό, τα καταβληθέντα μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και της 31ης Δεκεμβρίου 1984 δίδακτρα κατ' ουδένα τρόπο αποδίδονται, εκτός αυτών που καταβλήθηκαν από μαθητές και φοιτητές υπηκόους κράτους μέλους της Κοινότητας, οι οποίοι είχαν τύχει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως . Τα δίδακτρα αυτά αποδίδονται βάσει δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν σχετικής αγωγής ασκηθείσας ενώπιον των δικαστηρίων πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1985, ημερομηνία εκδόσεως της προαναφερθείσας απόφασης Gravier .

    7 Το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα :

    "Εμπίπτουν οι οικονομικής φύσεως προϋποθέσεις για την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, που παρέχεται για την απόκτηση προδιπλώματος ή πτυχίου κτηνιατρικής, στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης της Ρώμης κατα την έννοια του άρθρου 7 αυτής, όσον αφορά τόσο το ακαδημαϊκό έτος 1985/86 όσο και τα ακαδημαϊκά έτη 1979 μέχρι 1985;"

    8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης καθώς και οι κατατεθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

    9 Εν πρώτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι το εθνικό δικαστήριο, με το μοναδικό του ερώτημα, θέτει κατ' ουσία δύο χωριστά προβλήματα :

    - το πρώτο πρόβλημα αφορά το ζήτημα αν οι πανεπιστημιακές σπουδές κτηνιατρικής εμπίπτουν στην έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, έτσι ώστε ένα πρόσθετο τέλος εγγραφής επιβαλλόμενο στους φοιτητές υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να εγγραφούν σ' αυτό τον κύκλο σπουδών να συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας απαγορευόμενη από το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ

    - το δεύτερο πρόβλημα αφορά το ζήτημα αν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η κατ' αυτό τον τρόπο δοθείσα ερμηνεία ισχύει μόνο για το μετά την έκδοση της αποφάσεως χρόνο ή ισχύει και για το παρελθόν .

    Επί της εννοίας της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως

    10 'Οσον αφορά το πρώτο πρόβλημα που έθεσε το εθνικό δικαστήριο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από τη σχετική με την επιβολή διδάκτρων βελγική νομοθεσία, προκύπτει ότι τα εν λόγω δίδακτρα βαρύνουν μόνο τους αλλοδαπούς φοιτητές συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών απο τα κράτη μέλη της Κοινότητας . 'Ετσι, αυτή η άνιση σε σχέση με τους βέλγους φοιτητές μεταχείριση στηρίζεται στην ιθαγένεια .

    11 Μια άνιση μεταχείριση, όπως αυτή που έχει επισημανθεί στην προκείμενη περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της . Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφασή του της 13ης Φεβρουαρίου 1985, ότι οι όροι προσβάσεως στην επαγγελματική εκπαίδευση εμπίπτουν στο πεδίο αυτό .

    12 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η πανεπιστημιακή διδασκαλία της κτηνιατρικής υπάγεται στην επαγγελματική εκπαίδευση .

    13 Σχετικά, τα καθού και το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζουν ότι, κατά το άρθρο 128 της Συνθήκης ΕΟΚ, η έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δεν καλύπτει την πανεπιστημιακή διδασκαλία, της οποίας ο χαρακτήρας είναι κυρίως ακαδημαϊκός, αλλά την εκπαίδευση για την άσκηση επαγγέλματος ή τέχνης . 'Οσον αφορά τις πανεπιστημιακές σπουδές στο Βέλγιο, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ως επαγγελματική η εκπαίδευση που παρέχεται κατά τα έτη της φοιτήσεως για την απόκτηση "προδιπλώματος", διότι, για την άσκηση επαγγέλματος, οι σπουδαστές πρέπει να αποκτήσουν το τελικό δίπλωμα, το οποίο χορηγείται μόνο μετά την περάτωση των σχετικών με την απόκτηση του "πτυχίου" σπουδών .

    14 Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι σπουδές που πραγματοποιούνται στα βελγικά πανεπιστημιακά ιδρύματα αποτελούν επαγγελματική εκπαίδευση κατά την έννοια του άρθρου 128 της Συνθήκης ΕΟΚ . 'Οπως ακριβώς και οι αιτούντες, φρονεί ότι δεν πρόκειται για "ακαδημαϊκή διδασκαλία" , αφενός, και "επαγγελματική εκπαίδευση", αφετέρου, αλλά για επαγγελματική εκπαίδευση η οποία αποκτάται στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τα πανεπιστήμια ακαδημαϊκής διδασκαλίας .

    15 Ενόψει αυτής της διαστάσεως γνωμών, πρέπει καταρχάς να υπομνηστεί, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφασή του της 13ης Φεβρουαρίου 1985, ότι κάθε μορφή εκπαίδευσης που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή που παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχολήσεως περιλαμβάνεται στην επαγγελματική εκπαίδευση ανεξαρτήτως της ηλικίας και του επιπέδου καταρτίσεως των μαθητών ή των φοιτητών, ακόμα και αν το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλαμβάνει τμήμα γενικής εκπαιδεύσεως .

    16 Προκειμένου να εξεταστεί αν ορισμένες πανεπιστημιακές σπουδές ικανοποιούν αυτές τις απαιτήσεις, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του ζητήματος αν οι πανεπιστημιακές σπουδές μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να υπαχθούν στην επαγγελματική εκπαίδευση κατα την έννοια του κοινοτικού δικαίου και του ζητήματος υπό ποιες προϋποθέσεις τέτοιες σπουδές προετοιμάζουν για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχουν την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση τέτοιου επαγγέλματος ή απασχόλησης .

    17 'Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ούτε από τις διατάξεις της Συνθήκης, ειδικότερα τις του άρθρου 128, ούτε από τους επιδιωκόμενους με τις διατάξεις αυτές σκοπούς, ειδικότερα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, προκύπτουν ενδείξεις ικανές να περιορίσουν την έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε πανεπιστημιακή διδασκαλία . Σε όλα τα κράτη μέλη έχει γίνει δεκτό ότι ορισμένες πανεπιστημιακές σπουδές, με το να παρέχουν στους φοιτητές ορισμένες γνώσεις και ικανότητες ακαδημαϊκού επιπέδου, έχουν ακριβώς ως αντικείμενο την προετοιμασία αυτών για την άσκηση στο μέλλον συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων . Σ' αυτό προστίθεται το γεγονός ότι ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, τον οποίο έχουν υπογράψει τα περισσότερα κράτη μέλη, περιλαμβάνει, στο άρθρο του 10, μεταξύ των διαφόρων μορφών επαγγελματικής εκπαίδευσης, και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση .

    18 Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι εν προκειμένω υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και ότι σπουδές, που αποτελούν μέρος της πανεπιστημιακής διδασκαλίας σε ορισμένα κράτη μέλη, δεν έχουν το χαρακτήρα αυτό σε άλλα . Κατά συνέπεια, ο περιορισμός της εννοίας της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη μη πανεπιστημιακή διδασκαλία θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της Συνθήκης .

    19 'Οσον αφορά το ζήτημα αν ορισμένες πανεπιστημιακές σπουδές προετοιμάζουν για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχουν την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση ενός τέτοιου επαγγέλματος ή απασχόλησης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία με τις πτυχιακές εξετάσεις απονέμεται το άμεσο τυπικό προσόν για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος ή απασχολήσεως που προϋποθέτει το προσόν αυτό, αλλά και όταν με τις σπουδές αυτές παρέχεται ιδιαίτερη ικανότητα, δηλαδή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται οι φοιτητές να αποκτήσουν γνώσεις για την άσκηση ενός επαγγέλματος ή απασχόλησης, έστω και αν η απόκτηση των εν λόγω γνώσεων δεν επιβάλλεται, για την άσκηση αυτή, από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις .

    20 Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές συγκεντρώνουν, γενικά, αυτές τις προϋποθέσεις . Το αντίθετο συμβαίνει μόνο όσον αφορά ορισμένους κύκλους ειδικών σπουδών, οι οποίες, λόγω της ιδιάζουσας φύσης τους, απευθύνονται σε πρόσωπα τα οποία μάλλον επιθυμούν να εμβαθύνουν στις γενικές τους γνώσεις παρά να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα .

    21 'Οσον αφορά το γεγονός ότι μια πανεπιστημιακή εκπαίδευση διαιρείται σε δύο κύκλους, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο με το "προδίπλωμα" και το "πτυχίο", αυτό δεν έχει καμία σημασία . Πράγματι, ο δεύτερος κύκλος ο οποίος επισφραγίζεται με την απονομή του τελικού διπλώματος προϋποθέτει την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου, έτσι ώστε το σύνολο των δύο αυτών κύκλων να θεωρείται ως μια ενότητα και δεν είναι δυνατόν να γίνεται διάκριση μεταξύ ενός κύκλου μη υπαγόμενου στην επαγγελματική εκπαίδευση και ενός άλλου εμπίπτοντος στην έννοια αυτή .

    22 Τα καθών ισχυρίζονται ότι η επιβολή διδάκτρων δικαιολογείται από υπέρτερες επιτακτικής φύσεως απαιτήσεις μεταξύ των οποίων πρέπει να περιληφθεί και η επιβίωση των βελγικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων . Σε περίπτωση καταργήσεως των διδάκτρων, η ύπαρξή τους θα ετίθετο σε κίνδυνο λόγω της σημαντικής αυξήσεως της εισροής αλλοδαπών φοιτητών, πράγμα που θα συνεπαγόταν, έτσι, δυσβάστακτα γι' αυτά οικονομικά βάρη . Στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1980 σχετικά με την έγκριση της γενικής έκθεσης της επιτροπής παιδείας που συστάθηκε με το ψήφισμα του Συμβουλίου και των Υπουργών Παιδείας, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, έκθεσης στην οποία περιλαμβάνεται πρόγραμμα δράσεως όσον αφορά την παιδεία ( JΟ C 38, σ . 1 ), παρέχονται στοιχεία για μια λογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ .

    23 Είναι αληθές ότι με το προαναφερθέν ψήφισμά του το Συμβούλιο δέχτηκε γενικά ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου τα επί της εισροής φοιτητών αποτελέσματα ενός αριθμητικού περιορισμού που έχει προβλεφθεί σε άλλα κράτη μέλη να περιοριστούν σε λογικά όρια . Εντούτοις, μια τέτοια δήλωση αρχής δεν έχει ως αντικείμενο, ούτε θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα εισάγοντα διακρίσεις απαγορευόμενες από το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ .

    24 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου, όσον αφορά το πρώτο πρόβλημα που τέθηκε, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές κτηνιατρικής εμπίπτουν στην έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, έτσι ώστε ένα πρόσθετο τέλος εγγραφής που επιβάλλεται στους φοιτητές που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών και επιθυμούν να εγγραφούν σ' αυτόν τον κύκλο σπουδών να συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας απαγορευόμενη από το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ .

    Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ερμηνείας της εννοίας της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως

    25 Εν προκειμένω, οι αιτούντες και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι ερμηνεύουσες τους κοινοτικούς κανόνες προδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν, καταρχήν, αναδρομικό αποτέλεσμα . Κατά συνέπεια, η δοθείσα με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985 ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ακολουθείται από τα εθνικά δικαστήρια και όσον αφορά αιτήσεις προσβάσεως σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 31ης Δεκεμβρίου 1984 . Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκδίδουν νόμους που περιορίζουν τα διαχρονικά αποτελέσματα μιας τέτοιας απόφασης, ενώ το Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί κατ' αυτό τον τρόπο με τη σχετική του απόφαση .

    26 Αντιθέτως, τα καθών υπογραμμίζουν ότι η προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985 αποτελεί καμπή στην εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου και ότι οι επιπτώσεις της παρούσας απόφασης θα ήταν σημαντικές σε περίπτωση που επρόκειτο να παραγάγουν αποτελέσματα από 1ης Σεπτεμβρίου 1976 . Επομένως, η κατάσταση είναι παρόμοια προς αυτή που υφίστατο στην υπόθεση 43/75 ( Defrenne, απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Rec . 1976, σ . 455 ).

    27 Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει να υπομνηστεί η νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε ιδίως απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Amministrazione delle finanze dello Stato κατά Denkavit italiana, Rec . 1980, σ . 1205 ), κατά την οποία η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίδει σε κανόνα του κοινοτικού δικαίου, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 177, διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ . Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανόνας που έχει κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνευθεί μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον, εξάλλου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά .

    28 Μόνο κατ' εξαίρεση το Δικαστήριο μπορεί, κατ' εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την κοινοτική έννομη τάξη, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας επικλήσεως από κάθε ενδιαφερόμενο της κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευθείσας διάταξης προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλόπιστα συσταθεί . Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παρόμοιος περιορισμός μπορεί να επιτρέπεται μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως προς την αιτηθείσα ερμηνεία .

    29 Σχετικά, πρέπει να επισημανθεί ότι με την παρούσα απόφαση δίδεται για πρώτη φορά απάντηση στο ερώτημα αν η πανεπιστημιακή διδασκαλία μπορεί να υπαχθεί στην επαγγελματική εκπαίδευση κατά την έννοια του άρθρου 128 της Συνθήκης ΕΟΚ .

    30 Προκειμένου να κριθεί αν πρέπει ή όχι να περιορίζονται τα διαχρονικά αποτελέσματα μιας απόφασης, πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε ιδίως προαναφερθείσα απόφαση της 8ης Απριλίου 1976 ), να λαμβάνεται υπόψη ότι, καίτοι οι πρακτικές συνέπειες κάθε δικαστικής αποφάσεως πρέπει να σταθμίζονται με προσοχή, δεν μπορεί, εντούτοις, μια τέτοια μέριμνα να καταλήγει στο να περιορίζεται η αντικειμενικότητα του δικαίου και να διακυβεύεται η μελλοντική του εφαρμογή λόγω των επιπτώσεων που μια δικαστική απόφαση μπορεί να συνεπάγεται για το παρελθόν .

    31 Η παρούσα απόφαση αποτελεί το επιστέγασμα μιας εξέλιξης όσον αφορά τη βάσει του κοινοτικού δικαίου υπαγωγή των πανεπιστημιακών σπουδών στην έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως . 'Οπως το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί με την προαναφερθείσα απόφασή του της 13ης Φεβρουαρίου 1985, η κοινή πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 128 της Συνθήκης ΕΟΚ καθορίζεται σταδιακά . Βάσει ακριβώς της εξελίξεως αυτής κατέστη δυνατό να θεωρηθεί ότι η έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως κατά το κοινοτικό δίκαιο καλύπτει και τις πανεπιστημιακές σπουδές που αποτελούν προπαρασκευή για την άσκηση επαγγέλματος ή απασχολήσεως .

    32 Εξάλλου, όσον αφορά την πανεπιστημιακή διδασκαλία, η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζεται στις ενέργειες της Επιτροπής . Πράγματι, από έγγραφα που απηύθυνε η Επιτροπή στο Βέλγιο, το 1984, προκύπτει ότι το εν λόγω κοινοτικό όργανο δεν θεωρούσε, κατά την εποχή εκείνη, την επιβολή διδάκτρων ως αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο . Μόλις στις 25 Ιουνίου 1985 η Επιτροπή δήλωσε, κατά τη διάρκεια άτυπης συνάντησης με τους υπευθύνους των βελγικών Υπουργείων Εθνικής Παιδείας, ότι είχε μεταβάλει άποψη . Επιπλέον, δύο ημέρες μετά την ημερομηνία εκείνη, δηλαδή περισσότερο από τέσσερις μήνες μετά την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985, η Επιτροπή διευκρίνισε επ' ευκαιρία μιας συνεδρίασης της επιτροπής παιδείας που έχει συσταθεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου, ότι εξακολουθούσε να προβληματίζεται όσον αφορά το ζήτημα αυτό, δηλαδή ότι δεν είχε ακόμα καταλήξει σε συγκεκριμένη γνώμη όσον αφορά τις συνέπειες που θα προέκυπταν από την απόφαση αυτή, με την οποία, άλλωστε, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με την τεχνική εκπαίδευση .

    33 Η στάση αυτή της Επιτροπής ώθησε, ιδίως, τους ενδιαφερόμενους κύκλους στο Βέλγιο να θεωρήσουν δικαιολογημένα ότι η σχετική εθνική νομοθεσία ήταν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο .

    34 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας του δικαίου αντιτίθενται στο να τίθενται υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν εξαντλήσει τα αποτελέσματά τους κατά το παρελθόν, εφόσον η αμφισβήτηση αυτή θα ανέτρεπε αναδρομικώς το σύστημα χρηματοδοτήσεως της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και θα μπορούσε να συνεπάγεται απρόβλεπτες συνέπειες για την εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων .

    35 Επομένως, στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα, όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα που τέθηκε, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, όσον αφορά την πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές, προς στήριξη διεκδικήσεων σχετικών με πρόσθετα τέλη εγγραφής που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά τον προ της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας απόφασης χρόνο, εκτός αν πρόκειται για σπουδαστές οι οποίοι, πριν απ' αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει σχετική αγωγή ή είχαν υποβάλει αντίστοιχη διοικητική ένσταση .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    36 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Βασίλειο του Βελγίου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει όσον αφορά τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με Διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1986, ο πρόεδρος του Tribunal de premiere instance της Λιέγης, αποφαίνεται :

    1 ) Οι πανεπιστημιακές σπουδές κτηνιατρικής εμπίπτουν στην έννοια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, έτσι ώστε ένα πρόσθετο τέλος εγγραφής που επιβάλλεται στους φοιτητές που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών και επιθυμούν να εγγραφούν σ' αυτόν τον κύκλο σπουδών να συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας απαγορευόμενη από το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ .

    2 ) Δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, όσον αφορά την πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές, προς στήριξη διεκδικήσεων σχετικών με πρόσθετα τέλη εγγραφής που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά τον προ της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας απόφασης χρόνο, εκτός αν πρόκειται για σπουδαστές οι οποίοι, πριν απ' αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει σχετική αγωγή ή είχαν υποβάλει αντίστοιχη διοικητική ένσταση .

    Top