EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CC0014

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini της 17ης Μαρτίου 1987.
Pretore του Salò κατ' αγνώστων.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura di Salò - Ιταλία.
Προδικαστική - Βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος.
Υπόθεση 14/86.

Συλλογή της Νομολογίας 1987 -02545

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:136

61986C0014

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini της 17ης Μαρτίου 1987. - PRETORE DE SALO' ΚΑΤΑ ΑΓΝΩΣΤΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΗΣ PRETURA DI SALO - ΙΤΑΛΙΑ. - ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ - ΒΛΑΒΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 02545
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00111
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00111


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1 . Στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατ' αγνώστων, ο Pretore του Salo ( επαρχία της Brescia ) σας ζητεί να ερμηνεύσετε την οδηγία 78/659 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων ( ΕΕ ειδ . έκδ . 15/001, σ . 172 ). Ο παραπέμπων δικαστής ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί : α ) αν η ιταλική νομοθετική ρύθμιση περί προστασίας των υδάτων από τη ρύπανση ανταποκρίνεται στις αρχές και τους ποιοτικούς στόχους που θέτει η εν λόγω πράξη β ) αν οι διατάξεις αυτής της τελευταίας επιβάλλουν την υποχρέωση της διατήρησης της ποσότητας ύδατος που είναι αναγκαία για την επιβίωση της προστατευόμενης ιχθυοπανίδας .

2 . Στις 5 Ιουλίου 1984, η Pretore του Salo έλαβε μια έκθεση από το Gruppo ecologico pescatori per la salvaguardia del fiume Chiese ( Οικολογική ομάδα αλιέων για την προστασία του ποταμού Chiese ). Η εν λόγω ένωση κατήγγελλε καταρχάς ότι παρατηρούνταν συχνά μεγάλος αριθμός νεκρών ψαριών στο υδάτινο ρεύμα που, από τη λίμνη Idro μέχρι τον ποταμό Oglio, διατρέχει το έδαφος ( την περιφέρεια ) επί του οποίου εκτείνεται η δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστικού οργάνου υποστήριζε, στη συνέχεια, ότι αιτία του φαινομένου αυτού ήταν βασικά οι έντονες και απότομες διακυμάνσεις που προκαλούνταν στην παροχή του Chiese από τα πολυάριθμα φράγματα που έχουν κατασκευαστεί για αρδευτικούς και υδροηλεκτρικούς σκοπούς ζητούσε, τέλος, να ληφθούν μέτρα κατά των αναδόχων των έργων ή εν πάση περιπτώσει κατά των υπευθύνων των παροχετεύσεων αυτών, όχι μόνο χάριν προστασίας των ειδών των ιχθύων, αλλά και για λόγους υγιεινής και σεβασμού του περιβάλλοντος .

Η Διάταξη παραπομπής αναφέρει ότι οι πράξεις τις οποίες περιγράφουν οι μηνυτές στοιχειοθετούν διάφορα κακουργήματα και πλημμελήματα . Τα πρώτα εξ αυτών - διακεκριμένη βλάβη των υδάτων, εκτροπή των υδάτων και μεταβολή της καταστάσεως των χώρων - προβλέπονται από τα άρθρα 635, 625, αριθ . 7, και 632 του ιταλικού Ποινικού Κώδικα . Τα δεύτερα προβλέπονται από τρεις ομάδες διατάξεων : τα άρθρα 6 και 33 του κωδικοποιημένου κειμένου των νόμων περί αλιείας ( βασιλικό διάταγμα 1604 της 8ης Οκτωβρίου 1931 ) το άρθρο 21 του νόμου 319 της 10ης Μαΐου 1976, που τιμωρεί την έκχυση επιβλαβών για τα ψάρια ουσιών, στο πλαίσιο ενός πλέγματος διατάξεων που αποσκοπούν στην προστασία των υδάτων από τη ρύπανση τα άρθρα 25 έως 29 του διατάγματος του Προέδρου της Δημοκρατίας 915, της 10ης Σεπτεμβρίου 1982, με το οποίο ο ιταλός νομοθέτης μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη τις οδηγίες 75/442, 76/403 και 78/319 του Συμβουλίου, που αφορούν αντιστοίχως τα στερεά απόβλητα, την εξάλειψη των πολυχλωροδιφαινυλίων και πολυχλωροτριφαινυλίων και τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα .

Βάσει αυτών των στοιχείων ο Pretore - που, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, ασκεί και καθήκοντα εισαγγελικής αρχής - άσκησε ποινική δίωξη και προέβη σε ορισμένες πράξεις προανακρίσεως ( istruzione preliminare ). Πιο συγκεκριμένα, ανέσυρε από το φάκελο μιας δικογραφίας, που είχε τεθεί στο αρχείο στις 31 Δεκεμβρίου 1982, τρεις εκθέσεις που του είχαν αποστείλει πριν μερικά χρόνια άλλες ομάδες αλιέων : σύμφωνα μ' αυτές τις εκθέσεις ο Chiese είναι ιδιαίτερα πρόσφορος για την αναπαραγωγή των σολομοειδών, καταγγελλόταν δε το γεγονός ότι ο εν λόγω ποταμός υφίστατο αφενός εντατική άντληση ύδατος για αρδευτικούς και ηλεκτροπαραγωγικούς σκοπούς και αφετέρου την απόρριψη επιβλαβών ουσιών βιομηχανικής και αστικής προελεύσεως . Παράλληλα, ο Pretore ζήτησε από τους δημάρχους και κοινοτάρχες των παροχθίων δήμων και κοινοτήτων να του παράσχουν και άλλες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του υδάτινου ρεύματος .

Στο σημείο αυτό, ο δικαστής ανέπτυξε ένα συλλογισμό που οδήγησε στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης . 'Εκρινε δηλαδή : α ) ότι ποινικές ευθύνες για την υποβάθμιση της υδάτινης μάζας του Chiese και, πιο συγκεκριμένα, για την περιοδική καταστροφή της ιχθυοπανίδας μπορούσαν να καταλογιστούν μόνο υπό τις προϋποθέσεις και υπό το φως κανόνων κατά τους οποίους τα ύδατα χαρακτηρίζονται ρητά ως βιότοπος των ψαριών β ) ότι τέτοιες διατάξεις περιλαμβάνονται στην οδηγία 78/659 γ ) ότι είναι αμφίβολο αν η ιταλική ρύθμιση περί προστασίας των υδάτων - όπως προκύπτει από το νόμο 319 του 1976, με τις μεταγενέστερες προσθήκες και τροποποιήσεις του, και από άλλους νόμους, είτε εθνικούς είτε της περιφέρειας της Λομβαρδίας, σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος - είναι σύμφωνη με την προαναφερθείσα οδηγία, ειδικότερα όσον φαορά την "προστασία της ποσότητας των υδάτων σε σχέση προς αυτή την ίδια την υλική υπόσταση του υδάτινου περιβάλλοντος για τη ζωή των ιχθύων ".

Κατά τον Pretore, επομένως, η προαναφερθείσα πηγή κοινοτικού δικαίου βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας την οποία έχει κινήσει, για τρεις τουλάχιστον λόγους : διότι αποτελεί "ουσιώδες κατευθυντήριο κείμενο" για τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία πρέπει να διεξαχθεί η έρευνα, διότι είναι "καθοριστικής σημασίας" ως "προϋπόθεση της ισχύουσας ποινικής ρύθμισης" και διότι εμπεριέχει "αναμφισβήτητες προοπτικές διευρύνσεως της σφαίρας της ποινικής προστασίας ". Η πεποίθησή του αυτή τον ώθησε να αναστείλει τη διαδικασία και να σας υποβάλει τα εξής προδικαστικά ερωτήματα με Διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 1986 :

"1 ) Το σημερινό πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας περί της προστασίας των υδάτων από τη ρύπανση ανταποκρίνεται στις αρχές και τους ποιοτικούς στόχους που ορίζονται με την οδηγία 78/659/ΕΟΚ, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων;

2 ) Οι ποιοτικοί στόχοι, όπως ορίζονται με την οδηγία, προϋποθέτουν τη συνολική αντιμετώπιση της διαχείρισης των υδάτων, άρα τη διασφάλιση του συστήματος παροχής και ποσότητας και επομένως την ανάγκη να υπάρχουν κανόνες για τις υδάτινες μάζες ή τα υδάτινα ρεύματα κατάλληλοι για την προστασία της σταθερότητας της ροής, έτσι ώστε να διατηρείται η ελάχιστη ποσότητα ύδατος που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των ειδών των ιχθύων;"

3 . Με τις γραπτές τους παρατηρήσεις και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποστήριξαν το απαράδεκτο της αίτησης εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο σύνολό της και, εν πάση περιπτώσει, του ερωτήματος 1 . Ως προς το απαράδεκτο ολόκληρης της αίτησης, τα επιχειρήματα των δύο παρεμβαινόντων στηρίζονται : α ) στο ρόλο του Pretore στην ποινική δίωξη β ) στο στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο έγινε η παραπομπή γ ) στο γεγονός ότι η κύρια διαδικασία στρέφεται κατ' αγνώστων .

Ας αρχίσουμε με τα προβλήματα που θίγονται στα στοιχεία α ) και β ) και που συνδέονται στενά μεταξύ τους . Η κυβέρνηση της Ρώμης αμφιβάλλει αν στην υπό κρίση περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρυ 177 της Συνθήκης ΕΟΚ διερωτάται, ειδικότερα, αν η αίτηση προέρχεται από κατά κυριολεξία "δικαστήριο ". Η αμφιβολία αυτή οφείλεται στον αμφιτάλαντο χαρακτήρα του Pretore, ο οποίος είναι η μοναδική μορφή του ιταλικού δικανικού συστήματος που συγκεντρώνει καθήκοντα εξεταστικά και καθήκοντα δικαιοδοτικά . 'Οταν υπέβαλε το ζήτημα στο Δικαστήριο, o Pretore του Salo είχε μόλις κινήσει την ποινική δίωξη και πραγματοποιήσει ορισμένες πράξεις της προανάκρισης . Ενεργούσε επομένως ως εισαγγελική αρχή, δηλαδή ως διάδικος είναι δε προφανές ότι ένας διάδικος δεν μπορεί να υποβάλλει ερμηνευτικά ερωτήματα . Ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός δεν ενεργούσε, εν πάση περιπτώσει, ως δικαστής . Πράγματι, αν το Δικαστήριο του δώσει μια απάντηση βάσει της οποίας θα πρέπει να αποκλείσει τον αξιόποινο χαρακτήρα της εκτροπής των υδάτων, αυτός θα είναι υποχρεωμένος να θέσει την υπόθεση στο αρχείο . Η σχετική διάταξη όμως ( περί θέσεως στο αρχείο ) δεν παράγει δεδικασμένο, μπορεί να ανακληθεί ακόμη και κατόπιν διαφορετικής εκτιμήσεως των ήδη γνωστών περιστατικών και δεν χρήζει αιτιολογίας, εκφεύγει δηλαδή της εγγυήσεως που επιβάλλει στις κατά κυριολεξία δικαιοδοτικές πράξεις το άρθρο 111 του Συντάγματος ( βλέπε Corte di Cassazione, πέμπτο ποινικό τμήμα, απόφαση 688, της 6ης Δεκεμβρίου 1984, στην Cassazione penale, 1985, σ . 1130 ).

Και δεν είναι μόνο αυτό, προστίθεται στην επιχειρηματολογία επί του στοιχείου β ). Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στο στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο Pretore διατύπωσε τα ερωτήματα είναι, ούτως ειπείν, η πρωιμότητά του : πρόκειται δηλαδή για στάδιο όπου η διαδικασία είναι ακόμα ρευστή ή μάλλον εν τω γίγνεσθαι και πολύ απέχει από το να αφήνει να διαφανεί κάποια έκβαση με τη μορφή κάποιου πορίσματος, έστω και προσωρινού . Στο παρόν στάδιο λείπει ακόμη και ο προσδιορισμός της κατηγορίας : και - προσοχή! - η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται τόσο σε ένα υποκειμενικό στοιχείο ( οι υπαίτιοι της εκτροπής των υδάτων είναι στην πραγματικότητα γνωστοί στους πάντες ), όσο σε ένα αντικειμενικό στοιχείο, που είναι η αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα να χαρακτηριστούν οι πράξεις ως κακουργήματα και πλημμελήματα .

Περαίνοντας, η ιταλική κυβέρνηση φρονεί ότι, επειδή η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σας υποβλήθηκε σε ένα σαφώς προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο δεν συμπράττει δικαστής, είναι πρώιμη και, για το λόγο αυτό, εσφαλμένη . Πράγματι, η υποβολή της ματαιώνει τη δυνατότητα χρήσης κατά το στάδιο της κυρίως δίκης του κοινοτικού μηχανισμού που προβλέπεται από το άρθρο 177 .

4 . Υπό το φως της νομολογίας σας, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή . Το βάσιμό της αποκλείεται ριζικά από τις αποφάσεις με τις οποίες γίνεται δεκτός ο κοινοτικός χαρακτήρας της έννοιας του όρου "δικαστήριο", που αναφέρεται στο άρθρο 177 (( βλέπε αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, υπόθεση 61/65 ( Vaassen-Goebbels κατά Beambtenfonds voor het Mijnbedrijf, Racc . σ . 377 ) της 27ης Νοεμβρίου 1973, υπόθεση 36/73 ( NV Nederlandse Spoorwegen κατά Minister van Verkeer en Waterstaat, Racc . σ . 1299 ) και της 6ης Οκτωβρίου 1981, υπόθεση 246/80 ( Broekmeulen κατά Huisarts Registratie Commissie, Συλλογή σ . 2311 ) )). Η αρχή που τίθεται με τις αποφάσεις αυτές και η συνακόλουθη αδυναμία αναγωγής στις προϋποθέσεις που πρέπει να συγκεντρώνει μια πράξη για να είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα σύμφωνα με τα δίκαια των διαφόρων κρατών μελών αποψιλώνουν από κάθε βαρύτητα, παραδείγματος χάρη, το επιχείρημα περί της φύσεως της διατάξεως περί θέσεως στο αρχείο . Το αστήρικτο του επιχειρήματος αυτού είναι οπωσδήποτε προφανές ακόμη και βάσει των στοιχείων που μας παρέχει το ιταλικό δίκαιο : πράγματι, για τα εγκλήματα αρμοδιότητας του Tribunale ή του Corte d' Assise, η εξουσία της θέσεως μιας υπόθεσης στο αρχείο ανήκει, με τον ίδιο τρόπο ασκήσεως και τα ίδια αποτελέσματα, στον ανακριτή δικαστή, σε ένα όργανο δηλαδή για τον αμιγώς δικαιοδοτικό χαρακτήρα του οποίου δεν υπάρχει αμφιβολία .

'Αλλο είναι όμως το κρίσιμο ζήτημα . Τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν την κοινοτική έννοια του όρου "δικαστήριο" δεν θα μπορούσαν να είναι ευρύτερα και τούτο εξηγεί γιατί το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ευχέρεια σε κάθε φύσεως εθνικά δικαστήρια να του υποβάλλουν ερωτήματα, ανεξάρτητα από τη φύση και τους σκοπούς της διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ανακινούν το προδικαστικό ζήτημα ή από την περισσότερο ή λιγότερο "δικαιοδοτική ιδιότητά" τους κατά το χρόνο που το υποβάλλουν . Σ' αυτή την κατηγορία εμπίπτουν αυτοδικαίως οι ιταλοί Pretori ως ποινικοί δικαστικοί λειτουργοί δεν έχει σημασία αν σας απευθύνουν τα ερωτήματά τους ως δικαιοδοτούντα όργανα ή ως κατήγοροι, εφόσον τα αντίστοιχα καθήκοντα αλληλοεπικαλύπτονται, συναρθρώνονται και εντάσσονται σε ένα αδιάρρηκτο οργανικό σύνολο . Ο Pretore - όπως πολύ ορθά έχει γραφεί - είναι ένα πρόσωπο στο οποίο το δικανικό σύστημα απονέμει την ιδιότητα του δικαστή και το οποίο, υπ' αυτή την ιδιότητα, "απαγγέλλει την κατηγορία θέτοντας (( σε κίνηση )) τη δίκη, διεξάγει την έρευνα και την ανάκριση προς την κατεύθυνση της καταδίκης αλλά και της απαλλαγής, μεριμνά για τη συγκεκριμενοποίηση της κατηγορίας, κρίνει ... το βάσιμο της κατηγορίας, διατάσσοντας την κλήση του κατηγορουμένου προς εμφάνιση στο ακροατήριο ή απαγγέλλοντας την απαλλαγή του, (( κατέχει )) δε βαρύνουσα θέση κατά τη συζήτηση της υποθέσεως" ( Dominioni : "Ποινικό δικονομικό δίκαιο", στην Enciclopedia del diritto, τόμος ΧΧΧΙ, Μιλάνο, 1981, σ . 957 ).

Ασφαλώς, αυτή η εξαίρεση από τον κανόνα ne procedat iudex ex officio, αυτή η συγκέντρωση στο ίδιο όργανο εξουσιών ετερογενών σε βαθμό ασυμβίβαστου και το γεγονός ότι το όργανο αυτό τις συναθροίζει σε μία μόνη λειτουργική δραστηριότητα μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικές αντιδράσεις . Και εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να χωνέψω ένα φαινόμενο που τόσο πλησιάζει στο σύστημα της εξεταστικής δίκης που ίσχυε παλιά και, με περισσότερη εγκυρότητα, το Corte costituzionale παρακίνησε, πριν λίγους μήνες, το νομοθέτη να το απαλείψει από την έννομη τάξη ( απόφαση 268 της 10ης Δεκεμβρίου 1986, GURΙ (( Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας )), 1η ειδική σειρά, αριθ . φύλλου 60, σ . 20 ). Οι απόπειρες, επομένως, που τείνουν στο μετριασμό αυτού του φαινομένου, διαχωρίζοντας τις λειτουργίες που ασκεί ο Pretore αναλόγως της φύσεως των πράξεων που επιτελεί, έτσι που να επανέλθει το λειτούργημά του στο καθιερωμένο δυϊκό σχήμα, είναι κατανοητές . Αυτό όμως δεν τις καθιστά λιγότερο εσφαλμένες από άποψη θετού δικαίου, ούτε λιγότερο χαρακτηριστικές, όπως έχει γράψει ένας επιφανής μελετητής, της τάσης που έχουν πολλοί νομικοί να "συγκαλύπτουν ακόμη και τα πιο κραυγαλέα γεγονότα" και να "μηχανεύονται παράξενους συλλογισμούς για να αποκρύψουν την πραγματικότητα" ( Cordero : Procedura penale, 6η έκδοση, Μιλάνο, 1982, σ . 27 ).

Ας δεχτούμε, ωστόσο, ότι κάποιος, ο οποίος εξεπλάγη από τον χαρακτηρισμό του "διαδίκου" που αποδόθηκε στον Pretore, όταν αυτός ενεργεί ως εισαγγελική αρχή, βρίσκει ανεπαρκείς τις παρατηρήσεις αυτές . Αυτός δεν έχει παρά να ξαναδιαβάσει την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1974 στην υπόθεση 32/74 ( Haaga, Racc . σ . 1201 ). Με αυτήν το Δικαστήριο έκρινε ότι παραδεκτώς του είχε υποβάλει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ένας δικαστής, από τον οποίο είχε ζητηθεί η έκδοση αποφάσεως κατά την εκουσία δικαιοδοσία : και όμως, όλοι γνωρίζουν ότι στον τομέα αυτό η ιδιότητα του δικαστή ως "τρίτου", ως ξένου δηλαδή προς τα προστατευόμενα συμφέροντα, δεν υφίσταται ή είναι τουλάχιστον συζητήσιμη .

5 . Ας περάσουμε στο επιχείρημα που επικρίνει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, διότι υποβλήθηκε ενόσω ο Pretore δεν είχε ακόμη προβεί - ή, καλύτερα, δεν μπορούσε ακόμα να προβεί - στο νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων . Το επιχείρημα αυτό θυμίζει πολύ τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Λόρδος Denning για να ορίσει το χρονικό σημείο, κατά το οποίο είναι σκοπιμότερη η προδικαστική παραπομπή : "κατά κανόνα", δέχτηκε ο άγγλος δικαστής, "δεν μπορεί κανείς να διακρίνει αν είναι αναγκαίο να κριθεί ένα ζήτημα, πριν αποδειχτούν τα πραγματικά περιστατικά . 'Ετσι, γενικά, το καλύτερο είναι να κρίνονται πρώτα τα πραγματικά περιστατικά" ( Bolmer κατά Bollinger, 1974 2 All . ER 1226, 1235 ).

Το παρόν Δικαστήριο ωστόσο έχει κρίνει διαφορετικά . 'Ετσι, με την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1981 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 36 και 71/80 ( Irish Creamery Milk Suppliers Association, Συλλογή σ . 735, σκέψεις 6 και 7 ) δέχτηκε ότι, φροντίζοντας να έχουν αποδειχτεί "τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως" και επιλύοντας "τα προβλήματα που είναι καθαρά εθνικού δικαίου" πριν από την παραπομπή, ο δικαστής παρέχει ένα πλεονέκτημα στο Δικαστήριο . "Εντούτοις", προσθέτει, "οι σκέψεις αυτές δεν περιορίζουν σε τίποτε την ευχέρεια εκτιμήσεως" του παραπέμποντος δικαστή, ο οποίος, όντας "ο μόνος που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και των επιχειρημάτων των διαδίκων" και ο μόνος "ο οποίος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί", "είναι ... σε καλύτερη θέση από κάθε άλλον να κρίνει σε ποιο στάδιο της διαδικασίας έχει ανάγκη από προδικαστική απόφαση ". Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου για την υποβολή της σχετικής αίτησης εξαρτάται, επομένως, "από παράγοντες οικονομίας και διευκολύνσεως της δίκης, η εκτίμηση των οποίων εναπόκειται στο δικαστή αυτόν" ( σκέψη 8 ) ( βλέπε επίσης απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984 στην υπόθεση 72/83, Campus Oil Ltd και λοιποί, Συλλογή σ . 2727, σκέψη 10 ).

Κατά την άποψή μου, οι κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες υπέμνησα είναι απολύτως σύμφωνες προς το πνεύμα του άρθρου 177 . Ας προστεθεί ότι γίνονται δεκτές και από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς ( βλέπε Waelbroek : "Commentaire a l' article 177", στο ΑΑ.VV ., Le droit de la Communaute economique europeenne, Βρυξέλλες, 1983, τόμος 10, τεύχος 1, σ . 208 ) και ότι συμπίπτουν και με την άποψη του ιταλικού Corte costituzionale . Ακριβώς σχετικά με το θέμα που μας απασχολεί εδώ, με την απόφαση 104 της 18ης Απριλίου 1974 ( Giurisprudenza costituzionale, 1974, Ι, σ . 878 ), κρίθηκαν πράγματι παραδεκτές οι Διατάξεις παραπομπής ποινικών υποθέσεων σε άλλο δικαστήριο, τις οποίες εκδίδουν οι Pretori κατά την έναρξη της δίκης ή ακόμη και πριν την άσκηση ποινικής διώξεως ή την έναρξη των ανακριτικών πράξεων .

6 . Ο τρίτος λόγος, για τον οποίο υποστηρίζεται το απαράδεκτο της αίτησης του Pretore, ανάγεται στο στάδιο στο οποίο βρίσκεται η κύρια διαδικασία και αναπτύχθηκε κυρίως από την Επιτροπή . Κατά την άποψη αυτής της τελευταίας, το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή στρέφεται κατ' αγνώστων έχει δύο συνέπειες, οι οποίες θα επέλθουν διαζευκτικώς, είναι όμως και οι δύο ανεπίτρεπτες : είτε δηλαδή η απόφαση του Δικαστηρίου θα αποβεί πρακτικά ανώφελη είτε θα συρρικνωθούν σοβαρά, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, τα δικαιώματα της υπερασπίσεως .

Είναι αλήθεια - δέχεται καταρχάς το θεσμικό όργανο - ότι, πριν από δέκα χρόνια, το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να απαντήσει στον Pretore του Cento, μολονότι και εκείνος είχε αποταθεί σ' αυτό στο πλαίσιο δίκης κατ' αγνώστων ( απόφαση της 5ης Μαΐου 1977, υπόθεση 110/76, Racc . σ . 851 ). Εκείνος όμως ο δικαστικός λειτουργός είχε εγείρει ένα ζήτημα διαδικαστικό και εν πάση περιπτώσει συγκεκριμένο σας είχε ερωτήσει δηλαδή αν η Κοινότητα μπορούσε να θεωρηθεί ως παθούσα στη δίκη που είχε κινήσει, η δε ερμηνεία του Δικαστηρίου τού ήταν αναγκαία για να κρίνει αν όφειλε να κοινοποιήσει στην Κοινότητα την έναρξη της δίκης . Αντιθέτως, ο Pretore του Salo σας ζητεί να τον βοηθήσετε, ερμηνεύοντας την οδηγία 78/659, να εξακριβώσει αν οι πράξεις που καταγγέλλουν οι αλιείς της δικαστικής του περιφέρειας μπορούν ή όχι να χαρακτηριστούν ως εγκλήματα . 'Ενα αίτημα σαν αυτό, όμως, θυμίζει τα περίφημα προβλήματα που σας έθεσε ο Pretore της Bra στην υπόθεση 244/80, Foglia κατά Novello ( απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Συλλογή σ . 3045 ) πράγματι, και σ' αυτό υπάρχει μια αίσθηση τεχνητού και πλασματικού και, έστω και από διαφορετική άποψη, διαγράφεται η συγκεκριμένη προοπτική ότι η εργασία του Δικαστηρίου θα αποβεί μάταια . Ο λόγος είναι προφανής . Υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταφέρει ο Pretore να προσδιορίσει την ταυτότητα των κατηγορουμένων και αν ο κίνδυνος αυτός γίνει πραγματικότητα, θα καταστεί αδύνατη η ολοκλήρωση της δίκης . Θα πρέπει δηλαδή ο ίδιος ο Pretore να την περατώσει εκδίδοντας διάταξη με την οποία να τη θέτει στο αρχείο .

Ας υποθέσουμε ωστόσο - προσέθεσε η Επιτροπή επ' ακροατηρίου - ότι ο εθνικός δικαστής συγκεντρώνει επαρκή στοιχεία για να εντοπίσει τους υπαιτίους της κατασκευής φραγμάτων στον ποταμό Chiese και ας φανταστούμε επίσης ότι το Δικαστήριο απαντά στο δεύτερο ερώτημά του όπως ο ίδιος επιθυμεί : ότι αναγνωρίζει δηλαδή ότι οι ποιοτικές παράμετροι, τις οποίες επιβάλλει η οδηγία, εμπεριέχουν υποχρέωση διατηρήσεως της ποσότητας ύδατος που είναι αναγκαία για τη ζωή των ψαριών . Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Pretore πιθανότατα θα παραπέμψει στο ακροατήριο τους κατηγορουμένους για ένα έγκλημα - την καταχρηστική εκτροπή των υδάτων - για το οποίο το άρθρο 632 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή μέχρι 400 000 λιρών .

Αυτό όμως το ενδεχόμενο θα ήταν ακόμη πιο σοβαρό από εκείνο που εκτέθηκε προηγουμένως . Πράγματι, οι υπαίτιοι των φραγμάτων θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να υποστούν ένα βαρύ περιοριστικό της προσωπικής ελευθερίας μέτρο, χωρίς να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία, τόσο διότι η Διάταξη παραπομπής δεν μπορούσε να τους κοινοποιηθεί, όσο και διότι, εφόσον δεν ήταν ακόμη διάδικοι στην κύρια δίκη, το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου τους απέκλειε τη δυνατότητα να καταθέσουν παρατηρήσεις . Και δεν είναι αυτονόητο ότι την ευχέρεια αυτή θα μπορέσουν να την ασκήσουν στο μέλλον, δεδομένου ότι ο Pretore ενδέχεται να θεωρήσει ότι το ερμηνευτικό ζήτημα έχει ήδη λυθεί και επομένως να μην το υποβάλει εκ νέου . Η υπό κρίση αίτηση, με λίγα λόγια, προσβάλλει δυνητικώς το δικαίωμα υπερασπίσεώς τους, το οποίο εδώ εκδηλώνεται στη δυνατότητα να αναπτύξουν ενώπιον του Δικαστηρίου τις πλέον ευνοϊκές γι' αυτούς απόψεις ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 78/659 και απ' αυτό τον εγγενή κίνδυνο της συρρικνώσεως μιας τόσο σημαντικής εγγυήσεως το Δικαστήριο οφείλει να συναγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα και να κηρύξει την αίτηση απαράδεκτη .

7 . Τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μου φαίνονται περισσότερο πειστικά από εκείνα που προέβαλε η ιταλική κυβέρνηση . 'Ετσι, η επιχειρηματολογία η σχετική με το δικαίωμα υπερασπίσεως των κατηγορουμένων μπορεί να προβληθεί μόνον αν αγνοηθεί ή ελαχιστοποιηθεί η ιδιορρυθμία της διαδικασίας του άρθρου 177 και της θέσης που κατέχουν οι διάδικοι στο πλαίσιό της .

Το ότι η προδικαστική διαδικασία εκφεύγει του κανόνα της αντιδικίας είναι ένα στοιχείο που έχει γίνει δεκτό από καιρό . 'Ηδη με τη Διάταξη της 3ης Ιουνίου 1964 ( υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL, Racc . σ . 1195 ) έχει γίνει δεκτό ότι το άρθρο 177 "δεν προβλέπει μια κατ' αντιδικία διαδικασία αποσκοπούσα στην επίλυση διαφοράς, αλλά θεσπίζει μια ειδική διαδικασία", με την οποία ο εθνικός δικαστής ζητεί "την ερμηνεία των κοινοτικών διατάξεων που εφαρμόζονται στις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν του" και από την αρχή αυτή συνήχθη, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1965 ( υπόθεση 44/65, Hessische Knappschaft κατά Singer et fils, Racc . σ . 1191 ), ότι "αποκλείεται κάθε πρωτοβουλία των διαδίκων ". Αυτοί "καλούνται απλώς να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους" ( βλέπε ομοίως τις Διατάξεις της 14ης Ιουλίου 1971, υπόθεση 6/71, Rheinmoehlen κατά Einfuhr - und Vorratsstelle Getreide, Racc . σ . 719, και της 18ης Οκτωβρίου 1979, υπόθεση 40/70, Sirena κατά Eda, Racc . σ . 3169 ).

Στο θέμα αυτό, ωστόσο, η σημαντικότερη απόφαση, και λόγω της προφανούς σχέσης που τη συνδέει με το υπό κρίση ζήτημα, εκδόθηκε στις 16 Ιουνίου 1981 ( υπόθεση 126/80, Salonia κατά Poidomani και Giglio, Συλλογή σ . 1563 ). Ο δικαστής του εσωτερικού δικαίου σας είχε ζητήσει να αποφανθείτε αν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο μια συλλογική συμφωνία, στην οποία οι συμβαλλόμενοι - μια ένωση εκδοτών και μια ένωση διανομέων εφημερίδων - δεν ήταν διάδικοι στην κύρια διαφορά και δεν μπορούσαν επομένως να σας υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους . Αποκρούσατε τότε το αίτημα να κηρύξετε την αίτηση απαράδεκτη, το οποίο σας υπέβαλαν για το λόγο αυτό οι εναγόμενοι στην ίδια διαφορά, με ένα ίσως κάπως ελλειπτικό σκεπτικό, αλλά που άφηνε πάντως να εννοηθεί ότι η απουσία των υπογραψάντων τη συμφωνία δεν έθιγε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου . Κρίνατε, πράγματι, ότι "η εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης συνδέεται αποκλειστικά με την ανάγκη να παρασχεθούν στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα όλα τα χρήσιμα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεώς τους" ( σκέψη 8, υπογράμμιση δική μου ).

Σε ποια θεωρητικά συμπεράσματα οδηγεί το πλαίσιο που χαράχτηκε πιο πάνω μου φαίνεται ότι είναι προφανές : αποδέκτης της ερμηνευτικής σας αποφάσεως είναι μόνο ο δικαστής που ζητεί την έκδοσή της, ενώ οι διάδικοι στην κύρια δίκη υφίστανται συνέπειες έμμεσες και απλώς εκ των πραγμάτων, διότι μεσολαβεί η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, η οποία έναντι αυτών παραμένει η μοναδική πράξη που παράγει έννομα αποτελέσματα . Απ' αυτό συνάγεται, για να χρησιμοποιήσουμε έννοιες που είναι εν χρήσει στην ιταλική θεωρία, ότι στο Λουξεμβούργο οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν είναι διάδικοι με την ουσιαστική έννοια - πρωταγωνιστές δηλαδή της σύγκρουσης συμφερόντων, επί της οποίας καλείται να αποφανθεί ο δικαστής -, αλλά διάδικοι με την τυπική έννοια . 'Ετσι πράγματι ορίζεται το πρόσωπο που, χωρίς να είναι κατ' ανάγκη ο δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, νομιμοποιείται να επιχειρήσει διαδικαστικές πράξεις, παραδείγματος χάρη για την προστασία αλλοτρίου συμφέροντος ή για την ορθή ερμηνεία των κανόνων που έχουν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση ( βλέπε σχετικώς Ferrari-Bravo : "Commento all' articolo 177", στο AA.VV ., Commentario al trattato CEE, Μιλάνο, 1965, τόμος ΙΙΙ, σ . 1319, και Monaco : "Le parti nel processo comunitario", στις Studi Morelli, Μιλάνο, 1975, σ . 574 και επ .).

Αν λοιπόν ο ρόλος των διαδίκων κατά την προδικαστική διαδικασία περιορίζεται σ' αυτά τα όρια, αν η εν λόγω διαδικασία αποσκοπεί σε μια έρευνα που βαίνει πέραν των συγκυριακών συμφερόντων, των οποίων οι διάδικοι είναι φορείς, εφόσον αποβλέπει στο να προσδιορίσει κατά τρόπο αυστηρά αντικειμενικό και αυτόχρημα αφηρημένο το ακριβές περιεχόμενο των κοινοτικών διατάξεων, αν όλα αυτά ισχύουν, επαναλαμβάνω, μου φαίνεται ότι η δυνατότητα καταθέσεως γραπτών παρατηρήσεων δύσκολα μπορεί να νοηθεί ως έκφραση του δικαιώματος υπερασπίσεως . Η προστασία του δικαιώματος αυτού προορίζεται ενδεχομένως να παρασχεθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης . Ο εθνικός δικαστής δηλαδή θα πρέπει τότε να κρίνει αν η απουσία των διαδίκων στο Λουξεμβούργο επηρέασε αρνητικά τις πιθανότητές τους να δικαιωθούν ενώπιόν του και, αν τυχόν θεωρήσει ότι αυτό πράγματι συνέβη, τίποτε δεν του απαγορεύει να ερωτήσει εκ νέου το Δικαστήριο, υποβάλλοντας , αν χρειαστεί, τα ίδια ερωτήματα (( απόφαση της 24ης Ιουνίου 1969, υπόθεση 29/68 ( Milch -, Fett - und Eierkontor κατά Hauptzollamt Saarbroecken, Racc . σ . 165, σκέψη 3 ), και, προσφάτως, Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1986, υπόθεση 69/85 ( Woensche, Συλλογή σ . 947 και επ ., σκέψη 15 ) )) όπως είναι προφανές, οι δύο αυτές αποφάσεις ανασκευάζουν και την άποψη της ιταλικής κυβερνήσεως, στην οποία αναφέρθηκα στο τέλος του σημείου 3 ).

8 . Ακόμη πιο ευάλωτα είναι τα επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκεται να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός ότι η ερμηνεία την οποία θα δώσετε κινδυνεύει να αποδειχτεί άχρηστη . Αποκρούω ευθύς αμέσως τον παραλληλισμό που επιχειρεί η Επιτροπή μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως Foglia κατά Novello . Είναι αλήθεια ότι, κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70, πολλοί Pretori ξέχασαν ότι "ο ενθουσιασμός δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελεί δικαστική αρετή" ( Lord Devlin : "Judges and Lawmakers", Modern Law Review 39, 1976, σ . 1 και επ .), επιδιδόμενοι σε έναν περιπετειώδη και καμιά φορά ανεύθυνο ακτιβισμό . Το φαινόμενο αυτό, ωστόσο, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση και αποκλείω το ενδεχόμενο η υπό κρίση περίπτωση να αποτελεί κατάλοιπό του . Θέλω να πω ότι είναι μεν νοητό να πειστεί ένας δικαστής να μεταφέρει στο παρόν Δικαστήριο ένα ερώτημα που του έχουν θέσει οι διάδικοι μιας αστικής διαφοράς περισσότερο ή λιγότερο σαφώς "κατασκευασμένης" το να "κατασκευάσει" όμως ο ίδιος μια ποινική δίκη, προκειμένου να αποσπάσει από σας ερμηνευτική απόφαση, για να προωθήσει βάσει αυτής μια προσωπική πολιτική δικαίου, μου φαίνεται ειλικρινά αδιανόητο .

Για να έρθω στην καρδιά του προβλήματος, η άποψη της Επιτροπής κλονίζεται ήδη από την πολύ περιοριστική διατύπωση που έχει χρησιμοποιήσει το Δικαστήριο για να ορίσει τις περιπτώσεις όπου η δική του απόφαση είναι πράγματι περιττή : τέτοια περίπτωση - έχετε πράγματι δεχτεί - συντρέχει "μόνο αν προκύπτει κατά τρόπο προφανή ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ... δεν (( έχει )) καμία σχέση με την πραγματικότητα ή με το αντικείμενο της κύριας δίκης" (( βλέπε προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, σκέψη 6 απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1985, υπόθεση 166/84 ( Thomasdoenger, Συλλογή σ . 3001, σκέψη 11 ), και απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1968, υπόθεση 13/68 ( Salgoil, Racc . σ . 601 ) )). Δεν είναι, έπειτα, λιγότερο εύγλωττη η εξέταση των αποτελεσμάτων στα οποία καταλήγει η συλλογιστική της Επιτροπής, αν αναπτυχθεί με συνέπεια . Σύμφωνα με αυτήν, παραδείγματος χάρη, η απόφασή σας θα ήταν ανώφελη και αν ακόμη ο Pretore προσδιόριζε την ταυτότητα των κατηγορουμένων, πλην όμως έκρινε ότι δεν όφειλε να τους παραπέμψει στο ακροατήριο ελλείψει δόλου ή αμελείας . Και ακόμη παραπέρα : αν εκταθεί μέχρι τις ακραίες της συνέπειες, η συλλογιστική αυτή αποκλείει τη δυνατότητα προδικαστικής παραπομπής σε κάθε ποινική δίκη μέχρι το πέρας της ανακρίσεως ή ακόμη και της συζητήσεως και την εξαρτά, σε κάθε περίπτωση, από την προϋπόθεση ότι έχει εξακριβωθεί η συνδρομή των στοιχείων του εγκλήματος που δεν εξαρτώνται από το κοινοτικό δίκαιο .

Υπάρχει όμως και ένα άλλο επιχείρημα που βάλλει κατά της απόψεως που εξετάζω . Στον πυρήνα της, αντιφάσκει και αυτή προς τους κανόνες που τίθενται με την προαναφερθείσα απόφαση Irish Creamery Milk Suppliers Association ( πιο πάνω, σημείο 5 ) και, γενικότερα, προς την αρχή επί της οποίας θεμελιώνεται αυτή η τελευταία : τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικού δικαστηρίου και Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου . Ο λόγος είναι προφανής . Είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, η Επιτροπή σάς ζητεί να δεχτείτε ότι είστε αρμόδιοι όχι μόνο να ερμηνεύετε τις κοινοτικές διατάξεις, αλλά και να κρίνετε αν ο δικαστής οφείλει ή μπορεί να κάνει χρήση της ερμηνείας σας στη δίκη που εκκρεμεί ενώπιόν του . Με αυτό πράγματι θα ισοδυναμούσε η άρνηση να του δοθεί απάντηση με την αιτιολογία της έλλειψης χρησιμότητας ( και συγκεκριμένα : της αμφίβολης δυνατότητας αξιοποίησης ) της ερμηνευτικής απόφασης, σε μια δίκη που είναι πολύ πρώιμη για να παράσχει τα εχέγγυα ότι θα ολοκληρωθεί και αυτό ακριβώς απαγορεύει κατηγορηματικά η απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979, υπόθεση 222/78 ( ΙCΑΡ κατά Beneventi, Racc . σ . 1163, σκέψεις 11 και 12 ).

9 . Η αίτηση είναι επομένως παραδεκτή στο σύνολό της . Μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για το πρώτο ερώτημα; Η Επιτροπή απαντά αρνητικά, για δύο λόγους : ο δικαστής - παρατηρεί - σας ερωτά στην ουσία να κρίνετε αν η Ιταλία εξέδωσε τα προσήκοντα μέτρα προς εκτέλεση της οδηγίας 78/659 και, αντί να αναφερθεί σε μία διάταξη ή σε περιορισμένη ομάδα διατάξεων, εκφράζεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο . Εκείνο του οποίου κρίνεται η συμφωνία ή μη προς την οδηγία είναι, πράγματι, "το σημερινό πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας περί της προστασίας των υδάτων από τη ρύπανση ".

Τα επιχειρήματα αυτά είναι βάσιμα . Είναι αλήθεια, με άλλα λόγια, ότι μια προδικαστική υπόθεση δεν μπορεί να χρησιμεύει στην αναγνώριση του ότι ένα κράτος παρέβη τις κοινοτικές του υποχρεώσεις (( πλούσια και πάγια σχετική νομολογία τελευταία βλέπε απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1984, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 91 και 127/83 ( Heineken Brouwerijen, Συλλογή σ . 3435 ) )) όπως είναι επίσης αλήθεια ότι το ερώτημα είναι πολύ αόριστα διατυπωμένο για να εντοπίσει "τα στοιχεία που άπτονται της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου" και, συνεπώς, "για να είναι επιδεκτικό χρήσιμης απαντήσεως" (( αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1972, υπόθεση 82/71 ( Pubblico ministero κατά Societa agricola industria latte, Racc . σ . 119, σκέψη 3 ), και της 28ης Μαρτίου 1979, ΙCΑΡ, όπ.π ., σκέψη 20 ) )). Σε περίπτωση, ωστόσο, που το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται το συμπέρασμά μου αυτό, κρίνω σκόπιμο να τονίσω : α ) ότι εκκρεμεί ενώπιόν σας προσφυγή βάσει του άρθρου 169, με αριθμό υποθέσεως 322/86, με την οποία η Επιτροπή σάς ζητεί να αναγνωρίσετε ότι η Ιταλία έχει παραλείψει να μεταφέρει στην έννομη τάξη της την υπό κρίση οδηγία β ) ότι μεταξύ των μεθόδων παρεμβάσεως που υιοθετούν οι δύο ρυθμίσεις, η ιταλική και η κοινοτική, υφίσταται πράγματι σημαντική διάσταση .

Ο νόμος 319 του 1976, πράγματι, αποσκοπεί ασφαλώς στην προστασία των υδάτων από τη ρύπανση, το επιδιώκει όμως κατά τρόπο έμμεσο : πιο συγκεκριμένα, αντί να επιβάλει κανόνες ποιότητας και να ορίσει τις οριακές τους τιμές, περιγράφει τα χαρακτηριστικά ορισμένων από τα απόβλητα που προέρχονται από μονάδες παραγωγής ή αστικές εγκαταστάσεις και καθορίζει τα ανεκτά όριά τους, τα ανώτατα όρια δηλαδή συγκεντρώσεως ρυπαντών . Πέρα από ορισμένες εξαιρέσεις, άλλωστε, τα όρια αυτά καθορίζονται ενιαία για όλη την εθνική επικράτεια δεν λαμβάνονται δηλαδή υπόψη ο προορισμός, η φύση και η χρήση της υδάτινης μάζας υποδοχής . Αντιθέτως, οι κοινοτικές οδηγίες, και συγκεκριμένα η 78/659, παρεμβαίνουν σε συγκεκριμένα περιβαλλοντολογικά αγαθά ( όπως τα ύδατα που προορίζονται για τη ζωή των ιχθύων ) και τα περιγράφουν βάσει των χρήσεων που τους γίνονται . Οι κοινοτικές οδηγίες ασχολούνται επομένως με την τελική ποιότητα της υδάτινης μάζας υποδοχής και προς το σκοπό αυτό καθορίζουν τις οριακές τιμές των παραμέτρων αναφοράς ( F . και P . Giampietro : Commento alla legge sull' inquinamento delle acque e del suolo, 2η έκδοση, Μιλάνο, 1981, σ . 349 και επ .).

10 . Με το δεύτερο ερώτημα ερωτάται αν οι ποιοτικές παράμετροι που επιβάλλει η οδηγία προϋποθέτουν τη διατήρηση της ποσότητας ύδατος που είναι απαραίτητη για τη ζωή των ιχθύων .

Η ιταλική κυβέρνηση σας προτείνει να απαντήσετε αρνητικά . Κατά την άποψή της, ο μοναδικός στόχος που επιδιώκει η οδηγία επιβάλλοντας την ποιοτική προστασία των υδάτων είναι η διάσωση του αλιευτικού πλούτου από τις ολέθριες συνέπειες - μείωση ή αφανισμό ορισμένων ειδών - τις οποίες προκαλεί η απόρριψη ρυπαντών . 'Αλλες μορφές διαχειρίσεως των υδάτων δεν επιβάλλονται άμεσα ειδικότερα, κανένας κανόνας δεν υποχρεώνει τα κράτη να εκτιμούν τη συνολική κατάσταση του υδρογραφικού συστήματος στο οποίο ανήκουν τα γλυκά ύδατα . Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι εθνικές διοικήσεις πρέπει να παραμένουν αδρανείς . 'Ετσι, κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων που αποσκοπούν στη μείωση της ρύπανσης και κατά τη λήψη των μέτρων που έχουν καταστεί αναγκαία λόγω της υπέρβασης της οριακής τιμής ( άρθρα 5 και 7, παράγραφος 3 ), οι αρχές αυτές μπορούν να εξετάσουν την κατάσταση της υδάτινης μάζας στο σύνολό της και να παρέμβουν ανάλογα για την επίτευξη του αποτελέσματος στο οποίο αποσκοπεί η οδηγία .

Το επιχείρημα είναι γοητευτικό, δεν αντέχει όμως σε μια συστηματική ερμηνεία της κοινοτικής οδηγίας . Η Επιτροπή, πράγματι, παρατήρησε ότι ένδεκα τουλάχιστον από τις δεκατέσσερις παραμέτρους που προβλέπονται στο παράρτημα Ι εκφράζονται σε χιλιοστόγραμμα ανά λίτρο και ότι οι αντίστοιχες ανώτατες τιμές μπορούν να ξεπεραστούν κατά δύο τρόπους : με την πραγματοποίηση ή την ανοχή της υπερβολικής εκχύσεως ουσιών επιβλαβών για τη ζωή των ιχθύων ή με την υπερβολική μείωση της ποσότητας των υδάτων μέσα στα οποία διαλύονται οι ουσίες αυτές . Αν λοιπόν η παρατήρηση αυτή είναι ακριβής, μου φαίνεται δύσκολο να μη δεχτώ ότι τα κράτη υποχρεούνται να εμποδίζουν την υπέρμετρη άντληση των "προστατευομένων υδάτων", από τη στιγμή που συνεπάγεται αυτόματα την απότομη αύξηση της συγκέντρωσης επιβλαβών ουσιών στο νερό που απομένει . 'Οπως αναφέρεται, άλλωστε, στο άρθρο 7, παράγραφος 3, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι μια τιμή που έχει καθοριστεί από τις εθνικές αρχές δεν τηρείται, "το κράτος μέλος καθορίζει (( εξακριβώνει )) αν τούτο είναι τυχαίο, (( αν )) είναι συνέπεια φυσικού φαινομένου ( πλημμυρών ή άλλων φυσικών καταστροφών που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 ) ... και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα" ( υπογράμμιση δική μου ).

Και όχι μόνο αυτά . Η Επιτροπή τόνισε - και ορθά - ότι, σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας, η προστασία των "προστατευομένων υδάτων" δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά πρόσφορο μέσο για την εξασφάλιση της επιβίωσης των ειδών των ιχθύων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 3 τα ύδατα αυτά, επομένως, προστατεύονται από τη συγκέντρωση επιβλαβών ουσιών κυρίως ως ενδιαίτημα των ψαριών που ζουν ή που θα μπορούσαν να ζήσουν μέσα σ' αυτά, αν εξαλειφόταν η ρύπανση . Αυτός ο ισχυρισμός, όμως, οδηγεί κατ' ανάγκη στο εξής συμπέρασμα : αν τα κράτη ήταν ελεύθερα να επιτρέπουν άντληση ύδατος που να προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης αυτής ή μείωση της ποσότητας ύδατος κάτω από το όριο που είναι απαραίτητο για τη ζωή των προστατευομένων ειδών, θα ματαιωνόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα όχι απλώς της μιας ή της άλλης διάταξης, αλλά της οδηγίας στο σύνολό της .

11 . 'Οπως υπέμνησα κατά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως ( πιο πάνω, σημείο 2 ), ο λόγος που έπεισε τον Pretore του Salo να σας ζητήσει την ερμηνεία της οδηγίας 78/659 έγκειται στη σημασία της για τη δίκη την οποία κίνησε, δεδομένου ότι η οδηγία αποτελεί "προϋπόθεση" της ισχύουσας ποινικής ρύθμισης και θα μπορούσε να οδηγήσει σε "αναμφισβήτητη διεύρυνση της σφαίρας της ποινικής προστασίας ". Ο δικαστής φαίνεται δηλαδή να θεωρεί - μολονότι δεν το λέει ρητά ούτε άλλωστε σας ζητεί να αποφανθείτε επί της υποθέσεως στην οποία στηρίζεται - ότι μια οδηγία της οποίας δεν έχουν εκδοθεί ( ή δεν έχουν εκδοθεί τα προσήκοντα ) εκτελεστικά μέτρα μπορεί να επιβάλλει στους ιδιώτες υποχρεώσεις συμπεριφοράς, η παράβαση των οποίων να επισύρει ποινικές κυρώσεις του εσωτερικού δικαίου .

Εγώ, από την πλευρά μου, παρατηρώ τα εξής : α ) η οδηγία εφαρμόζεται μόνο "στα ύδατα που ορίζονται από τα κράτη μέλη" ( άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 4 ) β ) τα κράτη οφείλουν να καθορίσουν οριακές τιμές μόνο γι' αυτά τα ύδατα ( άρθρο 3 ) γ ) στα κράτη παρέχεται η ευχέρεια να ορίζουν τιμές χαμηλότερες από τις προβλεπόμενες στο παράρτημα Ι ( άρθρο 9 ) δ ) τα κράτη δεν υποχρεούνται να συνοδεύουν τα μέτρα που επιβάλλονται από το άρθρο 17 με ποινικές κυρώσεις, τίποτε όμως δεν τους απαγορεύει να το κάνουν . Από τη συνοπτική αυτή εξέταση - νομίζω - συνάγεται ότι η οδηγία αφήνει στους εθνικούς νομοθέτες ευρεία διακριτική ευχέρεια, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των υδάτων, και ότι, κατά συνέπεια, οι διατάξεις της δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις - σαφήνεια, ακρίβεια, έλλειψη αιρέσεων - από τις οποίες η νομολογία σας εξαρτά την παραγωγή αμέσων αποτελεσμάτων .

Προσθέτω ότι, με την πρόσφατη απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, στην υπόθεση 152/84 (( Marshall κατά Southampton and South West Hampshire Area Health Authority ( Teaching ), Συλλογή σσ . 723 και 737 )), το Δικαστήριο δέχτηκε τα εξής : "Υπογραμμίζεται ότι, κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επικλήσεώς της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υφίσταται μόνο έναντι 'κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται' . Από αυτό έπεται ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων οδηγίας κατά των προσώπων αυτών" ( σκέψη 48 ). Η αφετηρία αυτής της σκέψης μού γεννά - οφείλω να πω - κάποιες απορίες συμφωνώ όμως με το συμπέρασμά της, κατά το μέτρο τουλάχιστον που έχει την έννοια ότι η οδηγία δεν μπορεί από μόνη της να επιβάλλει στον ιδιώτη υποχρεώσεις έναντι της δημοσίας διοικήσεως . Αναγνωρίζω, εν πάση περιπτώσει, ότι η προαναφερθείσα απόφαση διακόπτει κάθε συζήτηση περί του βασίμου του αξιώματος βάσει του οποίου φαίνεται ότι ο Pretore του Salo διατυπώνει την αίτησή του .

Η αίτηση δεν χάνει, ωστόσο, τη σημασία της γι' αυτό το λόγο . Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της ιταλικής κυβέρνησης απέκλεισε, όπως και εγώ, το ενδεχόμενο να αντλούνται από την οδηγία επιταγές και απαγορεύσεις που απευθύνονται σε φυσικά ( ή και νομικά ) πρόσωπα, αρνούμενος έτσι ότι, έστω και έμμεσα, η οδηγία μπορεί να περιγράφει την αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος . Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι ως αποτέλεσμα της υπό εξέταση οδηγίας μπορούν να καταστούν βαρύτερες οι παραβάσεις του ποινικού νόμου, θετού ή θετέου . 'Ενα στοιχείο του υδάτινου πλούτου, που χαρακτηρίζεται ως "προστατευόμενο" από το κράτος σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, αποτελεί πράγματι έννομο αγαθό, το οποίο, εφόσον εξασφαλίζει αποτελέσματα χρήσιμα για ολόκληρη την Κοινότητα, παρουσιάζει ιδιαίτερη αξία τα εγκλήματα που έχουν ως αντικείμενο την πλουτοπαραγωγική αυτή πηγή ενδέχεται επομένως να επισύρουν αυστηρότερες ποινές, διότι πλήττουν όχι οποιαδήποτε ύδατα, αλλά ύδατα που αξίζουν ενεργότερης προστασίας ( άρθρο 133, παράγραφος 1, σημείο 2, του ιταλικού Ποινικού Κώδικα ).

Η παρατήρηση μου φαίνεται ορθή και, υπό το φως αυτής της παρατήρησης, μπορεί να υποστηριχτεί ότι, αφού εκδοθούν τα εκτελεστικά του άρθρου 4 μέτρα, η οδηγία μπορεί να ασκήσει επιρροή στη δίκη που έχει κινηθεί από τον Pretore, αν βέβαια δυνάμει αυτής ενταθεί η ποινική προστασία . Ο χαρακτηρισμός του Chiese ως προστατευόμενου, αν τυχόν πραγματοποιούνταν προ του πέρατος της δίκης, θα αποτελούσε πράγματι ius superveniens το στοιχείο όμως αυτό δεν θα ασκούσε επιρροή, διότι η βαρύτητα της προξενηθείσας ζημίας έχει προφανώς αντικειμενική σημασία .

12 . Βάσει όλων των προηγουμένων σκέψεων, σας προτείνω να απαντήσετε ως εξής στα ερωτήματα που υπέβαλε με Διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 1986 ο Pretore του Salo στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατ' αγνώστων :

"1 ) Το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ στηρίζεται στο σαφή διαχωρισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και κοινοτικού Δικαστηρίου . Δεν επιτρέπει επομένως στο τελευταίο να αποφανθεί αν ολόκληρη η ιταλική εσωτερική νομοθεσία περί προστασίας των υδάτων από τη ρύπανση συμβιβάζεται ή όχι με την οδηγία 78/659 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων .

2 ) Οι ποιοτικές παράμετροι, που περιέχονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 78/659, εκφράζονται, ως επί το πλείστον, σε χιλιοστόγραμμα ανά λίτρο από την άλλη πλευρά, η προστασία των υδάτων που είναι κατάλληλα για τη ζωή των ιχθύων από ποιοτική άποψη συνεπάγεται ότι τα ύδατα δεν πρέπει να υφίστανται υπέρμετρη άντληση και, εν πάση περιπτώσει, άντληση που να καθιστά ανέφικτο το σκοπό στον οποίο αποβλέπει η οδηγία . Από τα στοιχεία αυτά συνεπάγεται η υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν τη διατήρηση της ποσότητας ύδατος που είναι απαραίτητη για την επιβίωση των προστατευόμενων ειδών ιχθύων στα ύδατα που χαρακτηρίζονται από τα κράτη ως 'προστατευόμενα ύδατα' σύμφωνα με την ίδια οδηγία ( άρθρο 4 )."

(*) Μετάφραση από τα ιταλικά .

Top