EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0426

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1986.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Jan Zoubek.
Ρήτρα διαιτησίας - Μη εκτέλεση συμβάσεως.
Υπόθεση 426/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -04057

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:501

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 426/85 ( *1 )

Ι — Ιστορικό

1.

Με σύμβαση της 23ης Δεκεμβρίου 1971, ο Jan Zoubek, δημοσιογράφος Βρυξελλών, ανέλαβε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει για την Επιτροπή, γενική διεύθυνση εξωτερικού εμπορίου, μελέτη με τίτλο « Κατάλογος, ανάλυση και αξιοποίηση των θέσεων των ανατολικών χωρών για οικονομική συνεργασία στην Ευρώπη », έναντι πληρωμής κατ' αποκοπή ποσού 100000 BFR.

2.

Κατά το άρθρο 2 της σύμβασης, η έκθεση για την πρόοδο της μελέτης έπρεπε να είχε υποβληθεί στις 31 Μαρτίου 1972, η δε οριστική έκθεση στις 30 Ιουνίου 1972. Σε εκτέλεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, η Επιτροπή κατέβαλε στον Zoubek το ποσό των 33000 BFR, με την υπογραφή της σύμβασης.

3.

Το άρθρο 7 της σύμβασης ορίζει ότι σε περίπτωση μη εκτελέσεως ή μη προσήκουσας εκτελέσεως με υπαιτιότητα του εργολάβου, η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν οχλήσεως με συστημένη επιστολή και αφού παρέλθει απράκτως προθεσμία 30ημερών, να ασκήσει το δικαίωμα της περί καταγγελίας, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος αποζημιώσεως.

4.

Κατά το άρθρο 8, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί για κάθε διαφορά σχετική με την εκτέλεση της σύμβασης, η οποία διέπεται κατ' ουσίαν από το βελγικό δίκαιο.

5.

Με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 1972, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο Zoubek δεν υπέβαλε την προκαταρκτική έκθεση και του ζήτησε να αναφέρει την ημερομηνία υποβολής της μελέτης. Με συστημένη επιστολή της 27ης Οκτωβρίου 1972, η Επιτροπή κάλεσε τον Zoubek να υποβάλει τη μελέτη εντός 30ημερών, άλλως θα ήταν υποχρεωμένη να καταγγείλει τη σύμβαση.

6.

Με συστημένη επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 1972, η Επιτροπή κατάγγειλε τη σύμβαση και απαίτησε από τον Zoubek την απόδοση των 33000 BFR. Στις 27 Ιουλίου 1973, του απηύθυνε ένταλμα πληρωμής.

7.

Με επιστολή της 20ής Δεκεμβρίου 1973, ο Zoubek αναφέρθηκε σε συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ των μερών το Νοέμβριο 1973 και δυνάμει της οποίας θα απέστειλε στην Επιτροπή δύο πρόσφατα αντίτυπα του δελτίου « East-West ».

8.

Με την από 21 Δεκεμβρίου 1973 απάντηση της, η Επιτροπή αρνήθηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ των μερών, υποσχόμενη πάντως να πληροφορήσει τον Zoubek για « νέα που τον αφορούσαν ».

9.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1979, η αρμόδια γενική διεύθυνση της Επιτροπής πληροφόρησε τον Zoubek ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής, θα διαβίβαζε το φάκελο στη νομική υπηρεσία προκειμένου να προσφύγει δικαστικώς. Στις 12 Μαρτίου και στις 30 Οκτωβρίου 1980, η νομική υπηρεσία ζήτησε από τον Zoubek να καταβάλει το ποσό.

10.

Με επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 1980, ο δικηγόρος του Zoubek αναφέρθηκε σε συμφωνία που έγινε μεταξύ της Επιτροπής και του πελάτη του ενόψει του συμψηφισμού του ποσού των 33000 BFR και της αξίας των δημοσιευμάτων « East-West » που παραδίδονταν από το 1974. Επειδή η αξία των παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν ανερχόταν σε 65000 BFR, ο Zoubek απαιτούσε από την Επιτροπή τη διαφορά των 32000 BFR.

11.

Με την απάντηση της της 25ης Μαρτίου 1981, η Επιτροπή εξέθεσε ότι τις προτάσεις συμψηφισμού του Zoubek δεν τις αποδέχτηκαν οι υπεύθυνοι της Επιτροπής.

12.

Στις 23 Ιουνίου 1982 και 12 Νοεμβρίου 1984, απηύθυνε στον Zoubek τα τελευταία εντάλματα πληρωμής.

II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 1985, η Επιτροπή, ενάγουσα, άσκησε αγωγή κατά του Zoubek με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

κατά συνέπεια, αφού διαπιστώσει ότι η υφισταμένη μεταξύ των μερών σύμβαση μελέτης λύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1971 αποκλειστική υπαιτιότητι του Zoubek, να υποχρεώσει τον εναγόμενο στην καταβολή 33000 BFR εντόκως βάσει των διαφόρων νομίμων επιτοκίων που ίσχυσαν στο Βέλγιο από τις 7 Ιανουαρίου 1972·

να καταδικάσει τον Zoubek στα δικαστικά έξοδα.

2.

Ο Jan Zoubek, εναγόμενος, ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την αγωγή παραδεκτή αλλά αβάσιμη·

κατά συνέπεια, να απορρίψει την αγωγή.

Επιπλέον, άσκησε κατά της Επιτροπής ανταγωγή βασισμένη σε απαίτηση 65000 BFR, που αντιπροσωπεύει την αξία των δελτίων « East-West ». Ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την ανταγωγή παραδεκτή και βάσιμη

κατά συνέπεια, να υποχρεώσει την ενάγουσα να καταβάλει στον αντενάγοντα ποσό 32000 BFR, πλέον τόκων επιδικίας από της καταθέσεως του παρόντος υπομνήματος, αφού αποφανθεί ότι επήλθε συμψηφισμός μεταξύ των δύο απαιτήσεων.

Εν πάση περιπτώσει, ζητεί από το Δικαστήριο:

να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

3.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

4.

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο, με απόφαση της 4ης Ιουνίου 1986, ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρώτο τμήμα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Επί της κύριας αγωγής

1.

Η Επιτροπή, ενάγουσα, εκθέτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο προς εκδίκαση της διαφοράς δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια των άρθρων 42 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 153 της Συνθήκης ΕΚΑΕ και 181 της Συνθήκης ΕΟΚ που περιλαμβάνεται στο άρθρο 8 της σύμβασης.

Εφόσον ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, η Επιτροπή δικαίως κατάγγειλε τη σύμβαση.

Σύμφωνα με το άρθρο 1142 του βελγικού αστικού κώδικα που έχει εφαρμογή στη σύμβαση και κατά το οποίο η υποχρέωση προς πράξη ή παράλειψη μετατρέπεται σε αποζημίωση σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως εκ μέρους του οφειλέτη, η Επιτροπή ζητεί από τον Zoubek την απόδοση της προκαταβολής των 33000 BFR. Ως αποζημίωση για την αδυναμία διαθέσεως του ποσού αυτού, ζητεί εξάλλου την πληρωμή των νομίμων τόκων που ίσχυσαν στο Βέλγιο από τις7 Ιανουαρίου 1972, ημερομηνία πληρωμής της προκαταβολής αυτής.

Δεν συνάφθηκε καμιά συμφωνία περί συμβιβασμού με τον εναγόμενο στο πλαίσιο της σύστασης της εταιρίας « East-West ». O Zoubek δημιουργεί τεχνητή σύγχυση μεταξύ του ιδίου και της εταιρίας αυτής και μεταξύ των ειδικών παροχών τεκμηριωμένης έρευνας, τις οποίες αφορά η σύμβαση του 1971 και τα δημοσιεύματα στο δελτίο πληροφοριών της εμπορικής εταιρίας « East-West ».

2.

O Zoubek, εναγόμενος, δεν αμφισβητεί την καταγγελία της σύμβασης. Στο τέλος του 1973 συνάφθηκε συμφωνία με τον υπεύθυνο της Επιτροπής, κατά την οποία αυτός ανέλαβε να προμηθεύει δωρεάν, προς αποπληρωμή των 33000 BFR που απαιτούσε η Επιτροπή, τα δημοσιεύματα της εταιρίας « East-West » της οποίας είναι διαχειριστής-εκδότης· η εταιρία ιδρύθηκε με σκοπό τη δημοσίευση μελετών όπως εκείνη που ζητήθηκε με τη σύμβαση του 1971. Η Επιτροπή δεν ζήτησε καμιά αποζημίωση κατά τη στιγμή καταγγελίας της σύμβασης ούτε προέβη εξάλλου σε διαβήματα πριν από το 1979. Ασφαλώς, η συμφωνία περί συμβιβασμού δεν είχε περιληφθεί σε σαφές και απερίφραστο πρωτόκολλο. Πάντως, η Επιτροπή δεν αρνήθηκε να παραλάβει τα δημοσιεύματα που της έστειλε με δικά του έξοδα στις 20 Δεκεμβρίου 1973. Την υποχρέωση που ανέλαβε η Επιτροπή να τον ενημερώσει το συντομότερο δυνατό για νέα που τον αφορούσαν και η οποία περιλαμβάνεται σε έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1973 ακολούθησε η συμφωνία που επιβεβαιώθηκε προφορικά και η συνεχισθείσα παράδοση των δημοσιευμάτων επί πέντε έτη. Η ύπαρξη της συμφωνίας αποδεικνύεται επαρκώς από την εκπλήρωση, επί πέντε έτη, των υποχρεώσεων του, χωρίς αμφισβήτηση εκ μέρους της ενάγουσας. Μετά την παρατεταμένη και χαρακτηριστική σιωπή, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο παρόν στάδιο, να αμφισβητήσει την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής.

Πάντως, αν το Δικαστήριο κρίνει την αγωγή της Επιτροπής βάσιμη, οι τόκοι επιδικίας ή νόμιμοι τόκοι οφείλονται μόνον από της ασκήσεως της αγωγής.

Β — Επί της ανταγωγής

1.

Ο Zoubek προβάλλει ότι η αξία των δελτίων « East-West » που παραδόθηκαν στην Επιτροπή από το 1974 μέχρι το 1978, κατ' εφαρμογή της συμφωνίας περί συμβιβασμού, ανέρχεται σε 65000 BFR. Επιβάλλεται να γίνει συμψηφισμός μεταξύ των 33000 BFR που απαιτεί η Επιτροπή και του ποσού αυτού. Για το επιπλέον ποσό, εγείρει κατά της Επιτροπής ανταγωγή για την έντοκη καταβολή 32000 BFR από της ασκήσεως της ανταγωγής αυτής. Όσον αφορά τη διάθεση των δελτίων από τον Zoubek, δεν έγινε δυνατή η έκδοση τιμολογίου. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε την κύρια αγωγή βάσιμη, η Επιτροπή θα καθίστατο αδικαιολογήτως πλουσιότερη.

2.

Κατά την Επιτροπή, η ανταγωγή είναι απαράδεκτη. Ούτε οι συνθήκες ούτε ο οργανισμός του Δικαστηρίου ούτε ο κανονισμός διαδικασίας προβλέπουν την ευχέρεια για τον εναγόμενο, στο πλαίσιο αγωγής της οποίας το αντικείμενο είναι αυστηρά περιορισμένο με το δικόγραφο, ασκήσεως ανταγωγής. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βασίζεται στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση. Για να προβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση για τις παραδόσεις πληροφοριακών δελτίων, οι εκπρόσωποι της εταιρίας « East-West » οφείλουν να ασκήσουν αγωγή κατά της Επιτροπής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 183 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Ακόμη και αν κατά τις συζητήσεις μεταξύ του Zoubek και των υπευθύνων της Επιτροπής είχε γίνει λόγος για ενδεχόμενο συμψηφισμό, η Επιτροπή διασαφήνισε, με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1973, ότι δεν ήταν δυνατή καμιά

συμφωνία περί συμψηφισμού. Εξάλλου, ο συμψηφισμός θα ήταν αδύνατος, καθόσον η επιθεώρηση « East-West » ανήκει στην έχουσα την ίδια επωνυμία εμπορική εταιρία και όχι στον Zoubek.

Εξάλλου, η Επιτροπή προσκομίζει έγγραφα που καταρτίστηκαν από τη βιβλιοθήκη της, από τα οποία προκύπτει ότι είχε δοθεί η εντολή για ορισμένο αριθμό συνδρομών στο δελτίο « East-West » και είχαν πληρωθεί, μεταξύ 1970 και 1977, μέσω της εταιρίας Office international de librairie των Βρυξελλών και, από το 1978, απευθείας στην εταιρία « East-West ».

F. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 426/85,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Raymond Baeyens, κύριο νομικό της σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

ενάγουσα,

κατά

Jan Zoubek, δημοσιογράφου, κατοίκου Βρυξελλών, εκπροσωπούμενο από τον Louis-Philippe Crochon, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τα γραφεία της Discount Bank SA, 18, boulevard Royal,

εναγομένου,

που έχει ως αντικείμενο διαφορά σχετική με τη μη εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα )

συγκείμενο από τους F. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco και R. Joliét, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 13ης Νοεμβρίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 1985, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε αγωγή δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια των άρθρων 42 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 181 της Συνθήκης ΕΟΚ και 153 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει τη λύση της σύμβασης μελέτης που συνήψε με τον Jan Zoubek, δημοσιογράφο Βρυξελλών, και να υποχρεώσει τον τελευταίο να αποδώσει το ποσό των 33000 βελγικών φράγκων ( BFR ) που του είχε καταβάλει ως προκαταβολή στις 7 Ιανουαρίου 1972, εντόκως βάσει του νομίμου επιτοκίου που ίσχυσε στο Βέλγιο από την ημέρα της πληρωμής.

2

Προβάλλοντας την ύπαρξη συμφωνίας με την Επιτροπή, βάσει της οποίας παρέδωσε στην Επιτροπή δημοσιεύματα αξίας 65000 BFR, η οποία κάλυπτε την εκ 33000 BFR προκαταβολή, ο Zoubek, με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 1986, άσκησε ανταγωγή με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι επήλθε συμψηφισμός μεταξύ της απαντήσεως της Επιτροπής και της δικής του απαιτήσεως μέχρι το ποσό των 33000 BFR και να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 32000 BFR, νομιμοτόκως από της καταθέσεως του δικογράφου.

3

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Επί της κύριας αγωγής

4

Επιλαμβανόμενο, στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας, το Δικαστήριο οφείλει να επιλύσει τη διαφορά βάσει του ουσιαστικού εθνικού δικαίου που έχει εφαρμογή στη σύμβαση, εν προκειμένω του βελγικού δικαίου που διέπει τη σύμβαση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2.

5

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο, πρώτον, να αναγνωρίσει ότι έχει λυθεί η σύμβαση, και αυτό κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7, και, δεύτερον, να υποχρεώσει τον εναγόμενο στην απόδοση των 33000 BFR που είχαν δοθεί ως προκαταβολή, περιλαμβανομένων και των νομίμων τόκων από την ημέρα της πληρωμής.

6

Το άρθρο 7 της σύμβασης το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση λόγω μη εκτελέσεως ή πλημμελούς εκτελέσεως από τον αντισυμβαλλόμενο, κατόπιν οχλήσεως του τελευταίου με συστημένη επιστολή, πρέπει να χαρακτηριστεί ως ρητή ρήτρα υπαναχωρήσεως σύμφωνα με την οποία συμβαλλόμενος μπορεί, ως κύρωση λόγω πλημμελούς εκτελέσεως των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου και χωρίς δικαστική παρέμβαση, να προκαλέσει τη λύση της σύμβασης.

7

Αφού με συστημένη επιστολή της 27ης Οκτωβρίου 1972 όχλησε τον εναγόμενο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 7 της σύμβασης και κατά τους τύπους οχλήσεως που προβλέπονται σ' αυτό, η Επιτροπή εγκύρως προκάλεσε τη λύση της συμβάσεως με συστημένη επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 1972.

8

Σε περίπτωση λύσεως μιας συμβάσεως, οι συμβαλλόμενοι πρέπει να επανέρχονται στην κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν αν δεν είχαν συνάψει τη σύμβαση. Η αρχή επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση συνεπάγεται ότι κάθε συμβαλλόμενος υποχρεούται να αποδώσει στον αντισυμβαλλόμενο ό,τι είχε λάβει. Αυτή η υποχρέωση αποδόσεως εκτείνεται τόσο στο πράγμα ή στο ληφθέν ποσό χρημάτων όσο και στους καρπούς του πράγματος αυτού ή στους τόκους που απέφερε το ληφθέν ποσό από την καταβολή του. Ο εναγόμενος υποχρεούται επομένως να αποδώσει στην Επιτροπή την προκαταβολή των 33000 BFR, περιλαμβανομένων και των τόκων που απέφερε το ποσό αυτό από την καταβολή του και που μπορούν να υπολογιστούν κατ' εφαρμογή των διαφόρων νομίμων επιτοκίων που ίσχυσαν στο Βέλγιο από τις 7 Ιανουαρίου 1972.

Επί της ανταγωγής

9

Επειδή η Επιτροπή προέβαλε το απαράδεκτο της ανταγωγής που άσκησε ο εναγόμενος, η οποία, κατά την Επιτροπή, πηγάζει από σύμβαση διακρινόμενη εκείνης στην οποία περιλαμβάνεται η ρήτρα διαιτησίας, πρέπει να εξεταστεί αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να την εκδικάσει.

10

Σχετικά πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας, το Δικαστήριο οφείλει να επιλύει τη διαφορά εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, το ζήτημα της αρμοδιότητάς του προς εκδίκαση της ανταγωγής και του παραδεκτού της εκτιμάται ενόψει μόνο των άρθρων 42 της Συνθήκης ΕΚ.ΑΧ, 181 της Συνθήκης ΕΟΚ και 153 της Συνθήκης ΕΚΑΕ και του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.

11

Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, βασιζόμενη σε ρήτρα διαιτησίας, συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά. Το Δικαστήριο μπορεί να εκδικάζει μόνον αγωγές που πηγάζουν από σύμβαση συναφθείσα από την Κοινότητα και περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή. Εξάλλου, έτσι ορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά το οποίο το επιληφθέν δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει ανταγωγή που απορρέει από την ίδια σύμβαση ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή.

12

Στην προκειμένη περίπτωση, με τη συμφωνία που επικαλείται ο εναγόμενος έπρεπε να αντικατασταθεί η υποχρέωση αποδόσεως της προκαταβολής των 33000 BFR με άλλη παροχή, δηλαδή την παράδοση δημοσιευμάτων. 'Ετσι, η ανταγωγή απορρέει από την υποχρέωση αποδόσεως της προκαταβολής, αντικείμενο της κύριας αγωγής, οπότε το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να την εκδικάσει.

13

Όσον αφορά το βάσιμο της ανταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη της συμφωνίας που επικαλείται ο εναγόμενος/αντενάγων και ότι ο τελευταίος δεν προσκόμισε την απόδειξη η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1341 του βελγικού αστικού κώδικα, δεν μπορεί παρά να είναι έγγραφη.

14

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ανταγωγή ως προς την ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος της κύριας αγωγής να καταβάλει το ποσό των 33000 BFR, εντόκως βάσει των διαφόρων νομίμων επιτοκίων που ίσχυσαν στο Βέλγιο από τις 7 Ιανουαρίου 1972.

Επί των δικαστικών εξόδων

15

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή ο εναγόμενος της κύριας αγωγής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Υποχρεώνει τον εναγόμενο της κύριας αγωγής να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 33000 BFR, εντόκως βάσει των διαφόρων νομίμων επιτοκίων που ίσχυσαν στο Βέλγιο από τις 7 Ιανουαρίου 1972.

 

2)

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο προς εκδίκαση της ανταγωγής.

 

3)

Απορρίπτει την ανταγωγή ως προς την ουσία.

 

4)

Καταδικάζει τον εναγόμενο της κύριας αγωγής στα δικαστικά έξοδα.

 

Schockweiler

Bosco

Joliét

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Δεκεμβρίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος tou πρώτου τμήματος

F. Schockweiler


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top