EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0321

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 1986.
Hartmut Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αποκλεισμός από διαγωνισμό - Διαφωνία μεταξύ της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού και της ΑΔΑ.
Υπόθεση 321/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -03199

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:408

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΥΠΌΘΕΣΗ

στην υπόθεση 321/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Στις 24 Ιουνίου 1985, το Ελεγκτικό Συνέδριο δημοσίευσε την προκήρυξη του εσωτερικού διαγωνισμού CC/Α/8/85, για την πλήρωση θέσεως διοικητικού υπαλλήλου σταδιοδρομίας Α 7/Α 6. Τα καθήκοντα συνίσταντο στη διεύθυνση, υπό την επίβλεψη του ιεραρχικώς προϊσταμένου, της υπηρεσίας διοικήσεως και στην εκτέλεση εργασιών σχεδιασμού και αναλύσεως σε τομείς σχετικούς με την εν λόγω υπηρεσία.

2.

Το σημείο VII της προκηρύξεως του διαγωνισμού διευκρίνιζε ότι οι υποψηφιότητες έπρεπε να υποβληθούν στην υπηρεσία προσωπικού, συνοδευόμενες από τα σχετικά πιστοποιητικά για τις σπουδές και την επαγγελματική πείρα. Ο προσφεύγων υπέβαλε εμπροθέσμως την υποψηφιότητα του, συνοδευόμενη από φωτοτυπίες των δικαιολογητικών που περιλαμβάνονταν στον ατομικό του φάκελο, επί των οποίων διακρινόταν τόσο η φράση με την οποία το τμήμα προσωπικού πιστοποιούσε την ακρίβεια του αντιγράφου, όσο και ο αριθμός πρωτοκόλλου του ατομικού του φακέλου.

3.

Με έγγραφο της 2ας Αυγούστου 1985 ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι η εξεταστική επιτροπή δεν μπόρεσε να επιτρέψει τη συμμετοχή του στις εξετάσεις του διαγωνισμού επειδή η αίτηση υποψηφιότητας δεν ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις του σημείου VII της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Πράγματι, ως « δικαιολογητικό » έπρεπε να θεωρηθεί είτε το πρωτότυπο είτε αντίγραφο του πρωτοτύπου του οποίου η ακρίβεια να έχει βεβαιωθεί από την αρμόδια αρχή. Κανένα όμως από τα συνημμένα στην αίτηση υποψηφιότητας του έγγραφα δεν πληρούσε την προϋπόθεση αυτή.

Την ίδια ημέρα η εξεταστική επιτροπή διαβίβασε την έκθεση της στον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού και διοικητικών υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος επισήμανε στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής ότι είχε αμφιβολίες για την ορθότητα πολλών απορριπτικών αποφάσεων ενόψει των προϋποθέσεων που έθετε η προκήρυξη του διαγωνισμού. Πρέπει να αναφερθεί ότι σε κανέναν από τους δεκατέσσερις υποψηφίους δεν επιτράπηκε η συμμετοχή στις εξετάσεις του διαγωνισμού.

4.

Μετά από τη συνομιλία αυτή, η εξεταστική επιτροπή πληροφόρησε με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 1985 τον Schwiering, όπως άλλωστε και τους δεκατρείς άλλους υποψηφίους που είχαν αποκλειστεί από το διαγωνισμό, ότι μπορούσαν να υποβάλουν, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1985, στην εξεταστική επιτροπή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, τις τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση περί αποκλεισμού τους. Στο έγγραφο αυτό η εξεταστική επιτροπή προσέθετε τα εξής: « Επιθυμώ να τονίσω με την ευκαιρία αυτή ότι το γεγονός ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ορίζει ότι μπορεί να ζητηθεί από τους υποψηφίους η χορήγηση “ οποιουδήποτε συμπληρωματικού εγγράφου ή πληροφορίας ” δεν σημαίνει ότι μπορείτε, στο παρόν στάδιο, να υποβάλετε συμπληρωματικά έγγραφα που να μην έχετε ήδη επισυνάψει στην αίτηση υποψηφιότητας σας. »

5.

Την 1η Οκτωβρίου 1985, οργανώθηκε συνάντηση του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, και των μελών της εξεταστικής επιτροπής. Με υπηρεσιακό σημείωμα της 4ης Οκτωβρίου 1985 ενημερώθηκε ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής για τον τρόπο με τον οποίο η ΑΔΑ αντιλαμβανόταν την εφαρμογή των προϋποθέσεων αποδοχής σε διαγωνισμό. Το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα διευκρίνιζε τα εξής: « σε ό,τι αφορά τα δικαιολογητικά, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως παρέχει στην εξεταστική επιτροπή τη δυνατότητα να ζητήσει από τους υποψηφίους, σε περίπτωση αμφιβολιών, να καταθέσουν συμπληρωματικά έγγραφα ή στοιχεία. Επειδή, στην παρούσα περίπτωση, πρόκειται για εσωτερικό διαγωνισμό στον οποίο μετέχει περιορισμένος αριθμός υποψηφίων (14), από τους οποίους ορισμένοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι, το καλώς νοούμενο καθήκον αρωγής επιβάλλει στην εξεταστική επιτροπή την υποχρέωση να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη. Εξάλλου, κατ' αντίθεση προς τις προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών η εν λόγω προκήρυξη διαγωνισμού δεν απαιτεί, κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας, την υποβολή πρωτοτύπων ή κυρωμένων αντιγράφων ».

6.

Παρά την υποβολή «διοικητικής ενστάσεως » του Schwiering προς τον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού στις 22 Αυγούστου 1985 και το προαναφερθέν υπηρεσιακό σημείωμα της 4ης Οκτωβρίου 1985, η εξεταστική επιτροπή, με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1985, ενέμεινε, για τους ίδιους λόγους, στην απόφαση της να αποκλείσει τον Schwiering από το διαγωνισμό. Οι λόγοι για την απόφαση αυτή αναπτύσσονται στην τελική έκθεση της εξεταστικής επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1985, στη στήλη « Δικαιολογητικά ».

7.

Με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 1985, εννέα από τους δεκατέσσερις υποψηφίους που είχαν αποκλειστεί από το διαγωνισμό ζήτησαν από τον πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου να προσδιορίσει την ημερομηνία από την οποία θα άρχιζε να τρέχει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής. Παράλληλα τον ενημέρωσαν ότι ήταν διατεθειμένοι να αναζητήσουν, μαζί με την ΑΔΑ, λύση που θα τους επέτρεπε να αποφύγουν να ασκήσουν προσφυγή. Στην απάντηση της της 30ής Οκτωβρίου 1985, η ΑΔΑ πληροφόρησε τους εν λόγω υποψηφίους ότι η υποβολή διοικητικής ενστάσεως προς την ΑΔΑ κατά αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού δεν έχει νόημα και ότι η γνώμη της ΑΔΑ δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, παρά ανεπίσημο χαρακτήρα, ο οποίος δεν προδικάζει τη δικαστική απόφαση.

8.

Στις 31 Οκτωβρίου 1985 ο προσφεύγων, προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του, υπέβαλε προς την ΑΔΑ διοικητική ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να τον αποκλείσει από το διαγωνισμό.

II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 31 Οκτωβρίου 1985 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1985 με την οποία η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού τον απέκλεισε από τις εξετάσεις του εσωτερικού διαγωνισμού CC/Α/8/85

να υποχρεώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να μετάσχει στον προαναφερθέντα διαγωνισμό

να καταδικάσει το καθού στα έξοδα.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ζητεί από το Δικαστήριο:

να δεχθεί το κύριο αίτημα της προσφυγής'

να αποφανθεί ως προς τα έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 69 και επόμενα του κανονισμού διαδικασίας.

Μετά από έκθεση του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Ο προοφεύγων:

αναφέρει ότι στην απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 1984 (Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 257/83, Συλλογή σ. 3547) κρίθηκε αμετάκλητα ότι στις 17 Νοεμβρίου 1982 διέθετε κατάλληλη επαγγελματική πείρα 8 ετών και έντεκα μηνών στην κατηγορία Α, η οποία επομένως, κατά το χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, ανερχόταν σε 11 έτη και δέκα μήνες. Συγκέντρωνε, συνεπώς, τις προϋποθέσεις αποδοχής στο διαγωνισμό

ισχυρίζεται ότι η εξεταστική επιτροπή απέρριψε, παρά ταύτα, την υποψηφιότητά του, ερμηνεύοντας τον όρο « δικαιολογητικά », ο οποίος εξάλλου δεν χρησιμοποιείται στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο, υπό την έννοια του « πρωτοτύπου » ή του « κυρωμένου αντιγράφου », γεγονός που είναι απαράδεκτο

υποστηρίζει, τέλος, ότι η εξεταστική επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αρωγής που υπέχει έναντι των υπαλλήλων του οργάνου, καθόσον το άρθρο 2 του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως παρείχε τη δυνατότητα στην εξεταστική επιτροπή να ζητήσει, σε περίπτωση αμφιβολίας, την πιστοποίηση της ακρίβειας των φωτοτυπημένων εγγράφων που είχε υποβάλει.

Κατά συνέπεια, εσφαλμένως η εξεταστική επιτροπή παρέλειψε με την απόφαση της της 28ης Οκτωβρίου 1985 να αναθεωρήσει την αρχική της απόφαση, της 2ας Αυγούστου 1985, παρά τις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο προσφεύγων στο έγγραφό του της 22ας Αυγού -στου 1985, στο οποίο αναφέρεται, και τις πληροφορίες που παρέσχε η ΑΔΑ στην εξεταστική επιτροπή.

2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο:

θεωρεί ότι η προσφυγή είναι όχι μόνο παραδεκτή αλλά και βάσιμη. Πράγματι, θεωρεί ότι οι εξηγήσεις που περιέχονται στα έγγραφα της εξεταστικής επιτροπής προς τον προσφεύγοντα, της 2ας Αυγούστου και της 28ης Οκτωβρίου 1985, είναι νομικώς αβάσιμες, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που έθετε η προκήρυξη του διαγωνισμού'

υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το αναφέρει ότι αντιμετώπισε το ενδεχόμενο να ακυρώσει το ίδιο τις αποφάσεις αποκλεισμού από το διαγωνισμό, οι οποίες βαρύνονταν προφανώς με βαρεία πλάνη και να αναθέσει την επανεξέταση των προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό σε νέα εξεταστική επιτροπή. Τείνει, πράγματι, να πιστέψει ότι ενόψει προφανών διαδικαστικών πλημμελειών, που ανάγονται στο νόμιμο της εφαρμογής των προϋποθέσεων προκηρύξεως διαγωνισμού για την κάλυψη ορισμένης θέσεως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει διορθωτικά μέτρα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983 (Detti κατά Δικαστηρίου, 144/82, Συλλογή σ. 2421 ), το καθού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΑΔΑ δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ακυρώνει ή να τροποποιεί αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού.

Κρίνει, πάντως, ότι η κατάσταση που προέκυψε στην παρούσα υπόθεση δεν είναι καθόλου ικανοποιητική και ότι, εφόσον δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο διαδίκων, η παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να προκαλέσει την αναθεώρηση της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου.

Υ. Galmot

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 321/85,

Hartmut Schwiering, έκτακτος υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Konz, Nachtigallenweg 5, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενος από το δικηγόρο Dieter Rogalla, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34 Β, rue Philippe-Il,

προσφεύγων,

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τους Jean-Aimé Stoli και Michael Becker, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τα γραφεία του, 29 rue Aldringen,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 1985, με την οποία η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού CC/Α/8/85 απέκλεισε τον προσφεύγοντα από τις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: Κ. Riechenberg, ασκών καθήκοντα διοικητικού υπαλλήλου

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 28ης Μαΐου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουλίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 1985, ο Harmut Sch wiering, έκτακτος υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 1985, με την οποία η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού CC/Α/8/85 τον απέκλεισε από τις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού.

2

Στις 24 Ιουνίου 1985 το Ελεγκτικό Συνέδριο δημοσίευσε την προκήρυξη του εσωτερικού διαγωνισμού CC/Α/8/85, για την πλήρωση θέσεως διοικητικού υπαλλήλου σταδιοδρομίας Α 7/Α 6. Τα καθήκοντα συνίσταντο στη διεύθυνση, υπό την επίβλεψη του ιεραρχικώς προϊσταμένου, της υπηρεσίας διοικήσεως και στην εκτέλεση εργασιών σχεδιασμού και αναλύσεως σε τομείς σχετικούς με την εν λόγω υπηρεσία.

3

Το σημείο VII της προκηρύξεως του διαγωνισμού διευκρίνιζε ότι οι υποψηφιότητες έπρεπε να υποβληθούν στην υπηρεσία προσωπικού, συνοδευόμενες από τα σχετικά πιστοποιητικά για τις σπουδές και την επαγγελματική πείρα. Ο προσφεύγων υπέβαλε εμπροθέσμως την υποψηφιότητα του, συνοδευόμενη από φωτοτυπίες των δικαιολογητικών που περιλαμβάνονταν στον ατομικό του φάκελο.

4

Με έγγραφο της 2ας Αυγούστου 1985 ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι η εξεταστική επιτροπή δεν μπόρεσε να επιτρέψει τη συμμετοχή του στις εξετάσεις του διαγωνισμού επειδή η αίτηση υποψηφιότητας δεν ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις του σημείου VII της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Πράγματι, ως « δικαιολογητικό » έπρεπε να θεωρηθεί είτε το πρωτότυπο είτε αντίγραφο του πρωτοτύπου του οποίου η ακρίβεια να έχει βεβαιωθεί από την αρμόδια αρχή. Κανένα όμως από τα συνημμένα στην αίτηση υποψηφιότητας του έγγραφα δεν πληρούσε την προϋπόθεση αυτή.

5

Επειδή ο προϊστάμενος του τμήματος προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισήμανε στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής ότι είχε αμφιβολίες για την ορθότητα πολλών απορριπτικών αποφάσεων ενόψει των προϋποθέσεων που έθετε η προκήρυξη του διαγωνισμού, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής ενημέρωσε, με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 1985, τον Schwiering, όπως εξάλλου και τους δεκατρείς άλλους υποψηφίους που είχαν αποκλειστεί από το διαγωνισμό, ότι μπορούσε να διατυπώσει μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1985, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, τις τυχόν παρατηρήσεις του σχετικά με την απόφαση αποκλεισμού του από τις εξετάσεις. Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν επίσης ότι δεν επιτρέπεται η υποβολή νέων δικαιολογητικών.

6

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 4ης Οκτωβρίου 1985, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημέρωσε την εξεταστική επιτροπή για την ερμηνεία που δίνει στον όρο «δικαιολογητικό»:

« Σε ό,τι αφορά τα δικαιολογητικά, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως παρέχει στην εξεταστική επιτροπή τη δυνατότητα να ζητήσει από τους υποψήφιους, σε περίπτωση αμφιβολιών, να καταθέσουν συμπληρωματικά έγγραφα ή στοιχεία. Επειδή, στην παρούσα περίπτωση, πρόκειται για εσωτερικό διαγωνισμό στον οποίο μετέχει περιορισμένος αριθμός υποψηφίων ( 14 ), από τους οποίους ορισμένοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι, το καλώς νοούμενο καθήκον αρωγής επιβάλλει στην εξεταστική επιτροπή την υποχρέωση να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη. Εξάλλου, κατ' αντίθεση προς τις προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών, η εν λόγω προκήρυξη διαγωνισμού δεν απαιτεί, κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας, την υποβολή πρωτοτύπων ή κυρωμένων αντιγράφων. »

7

Παρά το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα και την αίτηση που υπέβαλε ο Schwiering προς τον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής στις 22 Αυγούστου 1985, με την οποία ζητούσε την επανεξέταση της αποφάσεως με την οποία είχε αποκλειστεί από το διαγωνισμό, η εξεταστική επιτροπή, με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1985, ενέμεινε, για τους ίδιους λόγους, στην απόφασή της της 2ας Αυγούστου 1985 με την οποία είχε αποκλείσει τον Schwiering από το διαγωνισμό. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται η παρούσα προσφυγή.

8

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις συμμετοχής στο διαγωνισμό και ότι η εξεταστική επιτροπή απέκλεισε την υποψηφιότητα του ερμηνεύοντας εσφαλμένα τον όρο « δικαιολογητικά », ο οποίος άλλωστε δεν χρησιμοποιείται στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο, υπό την έννοια του « πρωτοτύπου » ή του « κυρωμένου αντιγράφου ». Άλλωστε, η εξεταστική επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αρωγής που υπέχει έναντι των υπαλλήλων του οργάνου, καθόσον βάσει του άρθρου 2 του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως είχε τη δυνατότητα να ζητήσει, σε περίπτωση αμφιβολιών, την πιστοποίηση της ακρίβειας των φωτοτυπημένων εγγράφων που είχε υποβάλει. Κατά συνέπεια, εκ πλάνης επίσης η εξεταστική επιτροπή, με την απόφαση της της 28ης Οκτωβρίου 1985, δεν αναθεώρησε την αρχική της απόφαση της 2ας Αυγούστου 1985, παρά τις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο προσφεύγων στο έγγραφο του της 22ας Αυγούστου 1985 και τα στοιχεία που παρέσχε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

9

Το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί βάσιμη την προσφυγή. Πράγματι, οι εξηγήσεις που παρέχει η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, στα έγγραφα που απέστειλε στον προσφεύγοντα στις 2 Αυγούστου και στις 28 Οκτωβρίου 1985, είναι νομικώς αβάσιμες, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που θέτει η προκήρυξη του διαγωνισμού, του εγγράφου του προσφεύγοντος της 22ας Αυγούστου 1985 και της σαφούς θέσεως που έλαβε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στο υπηρεσιακό της σημείωμα της 4ης Οκτωβρίου 1985.

10

Το Ελεγκτικό Συνέδριο αναφέρει επίσης ότι αντιμετώπισε το ενδεχόμενο να ακυρώσει το ίδιο τις αποφάσεις αποκλεισμού από το διαγωνισμό οι οποίες βαρύνονταν προφανώς με βαρεία πλάνη και να αναθέσει την επανεξέταση των προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό σε νέα εξεταστική επιτροπή. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν επιτρέπεται να ακυρώνει ή να τροποποιεί αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής. Η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου ικανοποιητική.

11

Πρέπει πρώτον να αναφερθεί, ως απάντηση στην παρατήρηση αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που στηρίζεται στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών, το ενδιαφερόμενο όργανο δεν μπορεί να ακυρώνει ή να τροποποιεί αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής (απόφαση της 14ης Ιουνίου 1972, Marcato κατά Επιτροπής, 44/71, Slg. σ. 427 απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1981, Authié κατά Επιτροπής, 34/80, Sig. s. 665 απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, Detti κατά Δικαστηρίου, 144/82, Συλλογή σ. 2421 ).

12

Ωστόσο, κατά την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεούται να λαμβάνει αποφάσεις καθ' όλα νομότυπες. Δεν μπορεί, συνεπώς, να δεσμεύεται από αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής ο παράνομος χαρακτήρας των οποίων θα μπορούσε, κατά προέκταση, να επηρεάσει τη νομιμότητα των δικών της αποφάσεων.

13

Για το λόγο αυτό, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κρίνει, όπως στην παρούσα υπόθεση, ότι η εξεταστική επιτροπή παρανόμως απέκλεισε από το διαγωνισμό έναν ή περισσότερους υποψήφιους και ότι η όλη διαδικασία του διαγωνισμού βαρύνεται, λόγω του γεγονότος αυτού, με πλημμέλειες, βρίσκεται σε αδυναμία διορισμού οποιουδήποτε υποψηφίου. Υπέχει, τότε, την υποχρέωση να διαπιστώσει την κατάσταση αυτή με αιτιολογημένη απόφαση και να επαναλάβει εξαρχής τη διαδικασία του διαγωνισμού, μετά από νέα προκήρυξη και, ενδεχομένως, το διορισμό νέας εξεταστικής επιτροπής. Αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν λάβει μια τέτοια απόφαση, εναπόκειται στο Δικαστήριο, μετά από προσφυγή των ενδιαφερομένων, να αποφανθεί άμεσα σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής.

14

Σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως περί αποκλεισμού από το διαγωνισμό που έλαβε στην παρούσα υπόθεση η εξεταστική επιτροπή, πρέπει να τονιστεί ότι το σημείο VII της προκηρύξεως του εσωτερικού διαγωνισμού CC/Α/8/85 ορίζει ότι « ... θα ληφθούν υπόψη μόνον οι υποψηφιότητες... που συνοδεύονται από τα πιστοποιητικά που αφορούν τις σπουδές και την επαγγελματική πείρα ... ».

15

Ως προς την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, η εξεταστική επιτροπή έκρινε, αφενός μεν, ότι « τα δικαιολογητικά που αφορούν τις σπουδές και την επαγγελματική πείρα » έπρεπε να είναι μόνον τα πρωτότυπα ή αντίγραφα των πρωτοτύπων, η ακρίβεια των οποίων να έχει πιστοποιηθεί από την αρμόδια αρχή και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να ζητήσει από τον προσφεύγοντα να συμπληρώσει την αίτηση υποψηφιότητας του και να υποβάλει αυτά τα δικαιολογητικά μετά την κατάθεση της αιτήσεως υποψηφιότητας.

16

Σε ό,τι αφορά το πρώτο σημείο, η εξεταστική επιτροπή ορθώς ζήτησε, για να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο απάτης, τα στοιχεία που ανέφεραν οι υποψήφιοι σχετικά με τις σπουδές τους και την επαγγελματική τους πείρα να στηρίζονται σε πρωτότυπα ή σε κυρωμένα αντίγραφα.

17

Αντιθέτως, δεν δικαιολογείται η απαγόρευση προς έναν υποψήφιο να συμπληρώσει την αίτηση υποψηφιότητάς του, στην οποία είχε επισυνάψει καταρχάς απλές φωτοτυπίες, με την υποβολή πρωτοτύπων ή κυρωμένων αντιγράφων.

18

Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1980 ( Kuhner κατά Επιτροπής, 33 και 75/79, Sig. σ. 1677) και της 9ης Δεκεμβρίου 1982 (Plug κατά Επιτροπής, 191/81, Συλλογή σ. 4229 ), το καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της και το οποίο έχουν επίσης οι εξεταστικές επιτροπές διαγωνισμών, μολονότι δεν αναφέρεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως, αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως στις σχέσεις μεταξύ της υπηρεσίας και των υπαλλήλων. Το καθήκον αυτό καθώς και η αρχή της χρηστής διοικήσεως επιβάλλουν στην αρμόδια αρχή, όταν κρίνει την κατάσταση ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση της, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.

19

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που αφορά τη διαδικασία των διαγωνισμών και σύμφωνα με το οποίο « δύναται να ζητηθεί από τους υποψήφιους η χορήγηση οποιουδήποτε συμπληρωματικού εγγράφου ή πληροφορίας », παρέχει ακριβώς τη δυνατότητα στην εξεταστική επιτροπή, όταν έχει αμφιβολίες, να ζητήσει την υποβολή κάθε εγγράφου που θεωρεί χρήσιμο, και μάλιστα υπό τη μορφή που κρίνει καταλληλότερη.

20

Κατά συνέπεια, όταν η προκήρυξη διαγωνισμού αναφέρει χωρίς άλλη διευκρίνιση την υποβολή « δικαιολογητικών », η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, η οποία ερμηνεύει στενά την έννοια αυτή και κρίνει ότι σημαίνει « πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο » δεν μπορεί, χωρίς να παραβιάσει τις ανωτέρω αρχές, να αποκλείσει υποψήφιο χωρίς να του δώσει τη δυνατότητα να υποβάλει οποιοδήποτε συμπληρωματικό έγγραφο θα μπορούσε να καλύψει τις ελλείψεις της υποψηφιότητας του. Το επιχείρημα αυτό ισχύει ιδίως για την περίπτωση που, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πρόκειται για εσωτερικό διαγωνισμό στον οποίο μετέχει περιορισμένος αριθμός υποψηφίων.

21

Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθούν οι αποφάσεις της 2ας Αυγούστου και της 28ης Οκτωβρίου 1981, με τις οποίες αποκλείστηκε η συμμετοχή του προσφεύγοντος στο διαγωνισμό.

Επί των δικαστικών εξόδων

22

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα. Υπό τις περιστάσεις της παρούσης υποθέσεως και παρά το ότι το Ελεγκτικό Συνεδριο ζήτησε να κριθεί βάσιμη η προσφυγή, δεν μπορεί παρά να καταδικαστεί στα έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τις αποφάσεις της 2ας Αυγούστου και της, 28ης Οκτωβρίου 1985 της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού CC/Α/8/85 με τις, οποίες αποκλείστηκε ο Schwiering από το διαγωνισμό.

 

2)

Το Ελεγκτικό Συνέδριο φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 

Galmot

Everling

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξευβούργο στις 23 Οκτωβρίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top