Scegli le funzioni sperimentali da provare

Questo documento è un estratto del sito web EUR-Lex.

Documento 61985CJ0280

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 1987.
Π. Μουζουράκης κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Υπάλληλοι - Διοικητική ένσταση - Αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας - Ημερήσια αποζημίωση.
Υπόθεση 280/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00589

Identificatore ECLI: ECLI:EU:C:1987:66

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 280/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Κατόπιν του διαγωνισμού PE/80/LA ο προσφεύγων, Π. Μουζουράκης, διορίστηκε, με απόφαση του γενικού γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1983 ως δόκιμος υπάλληλος διερμηνέας, με ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 1983 και κατετάγη στο βαθμό LA 7, κλιμάκιο 1.

Προ του διορισμού του, ο προσφεύγων, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος φυσικής του πανεπιστημίου της Γενεύης, εργάστηκε από το 1977 έως το 1981 ως επιστημονικός ερευνητής στον τομέα της φυσικής υψηλής ενεργείας, μετά ταύτα από τον Ιανουάριο 1982 επί έξι μήνες, ως επιστημονικός συνεργάτηςμέλος του διδακτικού προσωπικού στο κέντρο μεταφράσεως και διερμηνείας της Κέρκυρας (ΚΕΜΕΔΙ). Από την 1η Μαΐου έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1982, συμμετέσχε σε μαθήματα διερμηνείας σ' αυτή την ίδια σχολή. Μέχρι του διορισμού του, εργάστηκε ως διερμηνέας freelance για το Κοινοβούλιο.

Ο προσφεύγων, σε επιστολή του της 26ης Ιουλίου 1983 απευθυνόμενη στη διοίκηση του Κοινοβουλίου, με την οποία δέχτηκε την πρόταση διορισμού, εκδήλωσε την προτίμηση του για διορισμό στις Βρυξέλλες, όπου η σύζυγός του εργάζεται ως υπάλληλος στο Συμβούλιο. Κατά το διορισμό του, εντούτοις, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στο Λουξεμβούργο, ενώ οι Βρυξέλλες καθορίστηκαν ως τόπος προσλήψεως και καταγωγής.

Από τον Οκτώβριο 1983 μέχρι τον Ιούνιο 1984 καταβλήθηκε στον προσφεύγοντα ημερήσια αποζημίωση.

Με απόφαση του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου της 16ης Ιουλίου 1984, η οποία μεταγενέστερα αντικαταστάθηκε με απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1984, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στις Βρυξέλλες από την 1η Οκτωβρίου 1984.

Με απόφαση του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1984, που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 19 Νοεμβρίου 1984, ο τελευταίος μονιμοποιήθηκε με ισχύ από την 1η Ιουλίου 1984.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1985, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση που αφορούσε την κατάταξη του στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού LA 7 και με την οποία ζητούσε αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας 12 μηνών. Ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 1985 απέρριψε την εν λόγω διοικητική ένσταση. Ο γενικός γραμματέας θεώρησε ότι η διοικητική ένσταση ήταν απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη, και αβάσιμη, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν συμπλήρωνε τα δύο έτη ειδικής επαγγελματικής πείρας σε σχέση με τα καθήκοντα που αντιστοιχούσαν στη θέση του, και που απαιτούνται για μια τέτοια αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας από τις εσωτερικές οδηγίες τις σχετικές με τα εφαρμοστέα στην κατάταξη κατά την πρόσληψη κριτήρια.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1985, ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης διοικητική ένσταση αφορώσα την έλλειψη αποφάσεως που να του χορηγεί την ημερήσια αποζημίωση κατόπιν της τοποθετήσεως του στις Βρυξέλλες. Ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, στην απάντηση του της 19ης Ιουνίου 1985, θεώρησε τη διοικητική ένσταση ως αίτηση και κάλεσε τον προσφεύγοντα να προσκομίσει την απόδειξη ότι η μετάθεσή του τον υποχρέωσε να μεταβάλει πράγματι κατοικία.

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1985, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Ο προσφεύγων ξητεí από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση που αφορά την αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας και να αποφανθεί ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να προβεί στην επανεξέταση του ζητήματος,

να αποφανθεί ότι η επιστολή του προσφεύγοντος της 12ης Φεβρουαρίου 1985, σχετική με τη χορήγηση της ημερήσιας αποζημίωσης, αποτελεί διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και, συνεπώς, ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, και να υποχρεώσει το καθού θεσμικό όργανο να καταβάλει την εν λόγω αποζημίωση,

να καταδικάσει το καθού θεσμικό όργανο στα δικαστικά έξοδα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή, κατά τα δύο της αιτήματα, ως απαράδεκτη, αλλέως ως αβάσιμη,

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας

α) Επί του παραδεκτού

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι η προσφυγή επ' αυτού του σημείου είναι απαράδεκτη, δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού, δεδομένου ότι η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος της 12ης Φεβρουαρίου 1985 δεν υποβλήθηκε εντός των τριών μηνών που ακολούθησαν την κοινοποίηση της αποφάσεως περί διορισμού του ως δόκιμου υπαλλήλου. Αυτή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με έγγραφο της διοικήσεως της 12ης Νοεμβρίου 1983, του οποίου αντίγραφο υφίσταται στον προσωπικό φάκελο του προσφεύγοντος. Η θεσπιζόμενη από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως εξέπνευσε έτσι στις 10 Φεβρουαρίου 1984.

Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί ως στερούμενη αληθοφάνειας την εξήγηση του προσφεύγοντος, κατά την οποία δεν του κοινοποιήθηκε αυτή η απόφαση και δεν έλαβε γνώση του διορισμού και της κατάταξης του παρά με την κοινοποίηση της αποφάσεως περί μονιμοποιήσεώς του. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ένας υποψήφιος, που πέτυχε σε διαγωνισμό και διορίστηκε σε θέση, δεν ζητεί τον τίτλο διορισμού του. Εν πάση περιπτώσει τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών ενημέρωσαν τον προσφεύγοντα επί της κατατάξεως του σε βαθμό και σε κλιμάκιο.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1983 περί διορισμού του ως δόκιμου υπαλλήλου στο βαθμό LA 7, κλιμάκιο 1, ουδέποτε του κοινοποιήθηκε. Δεν έλαβε γνώση αυτής της απόφασης παρά εμμέσως, διά της αποφάσεως μονιμοποιήσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 1984, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1984. Επομένως, η διοικητική του ένσταση της 12ης Φεβρουαρίου 1985 υποβλήθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

β ) Επί νης ουσίας

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της καταρτίσεως και της επαγγελματικής του πείρας, έπρεπε να του έχει αναγνωριστεί χρόνος προϋπηρεσίας 12 μηνών κατά την κατάταξη του, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Τονίζει ότι, παρόλον ότι η νομολογία ( αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1983, Blomefield, 190/82, Συλλογή 1983, σ. 3981, και της 12ης Ιουλίου 1984, Αγγελίδης, 17/83, Συλλογή 1984, σ. 2907 ) αναγνωρίζει σ' αυτό τον τομέα στα θεσμικά όργανα ευρεία διακριτική εξουσία, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ωστόσο του δικαιώματος να ελέγχει την πρόδηλη πλάνη. Και το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη η κατάρτιση και η επαγγελματική πείρα του προσφεύγοντος ως φυσικού αποκαλύπτει πρόδηλη πλάνη. Οι περί φυσικής γνώσεις του χρησίμευσαν πολύ κατά τη διερμηνεία σε συγκεντρώσεις επιστημονικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Αν το θεσμικό όργανο δεν περιελάμβανε μεταξύ άλλων μελών του προσωπικού του πρόσωπα διαθέτοντα τέτοιες γνώσεις, θα έπρεπε, για την εξασφάλιση τέτοιων διερμηνειών, να καλεί ειδικούς.

Η μη αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας ίση προς την περίοδο κατά την οποία εργάστηκε ως διερμηνέας free-lance για το Κοινοβούλιο συνιστά εξάλλου άνιση μεταχείριση σε σχέση με δύο έλληνες συναδέλφους οι οποίοι, όπως και αυτός, μετέσχον σε μαθήματα διερμηνείας στην Κέρκυρα. Η συμμετοχή σ' αυτά τα μαθήματα, που χρηματοδοτήθηκε από το Κοινοβούλιο, εξαρτιόταν από την ανάληψη εκ μέρους των συμμετεχόντων της υποχρεώσεως να εργαστούν αποκλειστικά για το Κοινοβούλιο επί δύο έτη. Στους δύο συναδέλφους του προσφέρθηκαν συμβόλαια έκτακτου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, κατά τον αντίστοιχο διορισμό τους, πέτυχαν αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας. Στον προσφεύγοντα προσφέρθηκε μόνο η δυνατότητα να εργαστεί ως free-lance με πλήρες ωράριο. Λόγω της υποχρεώσεως απασχολήσεως για το Κοινοβούλιο, οι δύο υπηρεσιακές καταστάσεις είναι συγκρίσιμες.

Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι η εφαρμογή του άρθρου 32, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποτελεί ευχέρεια και όχι υποχρέωση.

Όσον αφορά την αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας, η κατάταξη του προσφεύγοντος είναι σύμφωνη με τις « εσωτερικές οδηγίες τις σχετικές με τα εφαρμοστέα στην κατάταξη κατά την πρόσληψη κριτήρια» της 1ης Απριλίου 1974, που τέθηκαν σε ισχύ, προσωρινώς, με απόφαση του γενικού γραμματέα στις 14 Μαΐου 1974 και εφαρμόστηκαν απ' αυτή την ημερομηνία.

Ο τίτλος III των εν λόγω οδηγιών « κατάταξη σε κλιμάκιο » ορίζει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των ανωτάτων ορίων που προβλέπει το άρθρο 32 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας, δικαιολογούμενη από ειδική επαγγελματική πείρα σε σχέση με τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στην προς πλήρωση θέση, χορηγείται για τους επόμενους βαθμούς, κατά τους κατωτέρω οριζόμενους όρους:

...

2)

Βαθμό Α 7 και LA 7

12 μήνες αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας για ελαχίστη επαγγελματική πείρα δύο ετών

... ».

Ο προσφεύγων, παρόλον ότι συγκεντρώνει επαγγελματική πείρα ανώτερη των έξι ετών, δεν έχει επαγγελματική πείρα τουλάχιστον διετή που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως « ειδική σε σχέση με τα καθήκοντα που αντιστοιχούν » στη θέση του, η οποία μόνη μπορεί να ληφθεί υπόψη και η οποία, για θέση διερμηνέα, δεν μπορεί να αφορά παρά τον τομέα της διερμηνείας και αυτό ακόμα και αν ληφθούν υπόψη οι πέντε μήνες της περιόδου καταρτίσεως, πράγμα που είναι αντίθετο προς την ακολουθούμενη από το θεσμικό όργανο τακτική.

Η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος ως αβάσιμη δεν μπορεί να προέρχεται από πρόδηλη πλάνη, δεδομένου ότι η απόφαση ελήφθη εν πλήρη επιγνώσει της υποθέσεως, βάσει στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων και κατ' εφαρμογή των κριτηρίων που έχουν θεσπιστεί από τις εσωτερικές οδηγίες του θεσμικού οργάνου.

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, τέλος, ότι ο προσφεύγων δεν αποτέλεσε το αντικείμενο καμιάς δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με συναδέλφους, ούτε άλλωστε ο προσφεύγων προσκόμισε αποδείξεις μιας τέτοιας διακρίσεως.

2. Ημερήσια αποξημίωοη

α) Επί του παραδεκτού

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή επί του σημείου αυτού επίσης είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 91, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η διοικητική ένσταση της 12ης Φεβρουαρίου 1985 δεν μπορεί, από απόψεως δικαίου, να θεωρηθεί παρά ως αίτηση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Προ αυτής της αιτήσεως το Κοινοβούλιο δεν έλαβε καμία απόφαση και δεν του επιβλήθηκε κανένα μέτρο. Η ημερήσια αποζημίωση δεν χορηγείται, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης παρά στον υπάλληλο που δικαιολογεί ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει κατοικία για να εκπληρώσει την υποχρέωση του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και η χορήγηση της αποζημίωσης εξαρτάται από αίτηση συνοδευόμενη από τα αναγκαία δικαιολογητικά έγγραφα. Ελλείψει τέτοιας διοικητικής ένστασης, η προσφυγή είναι πρόωρη.

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει εξάλλου ότι, ακόμα και αν γίνει δεκτή η άποψη του προσφεύγοντος κατά την οποία η ημερήσια αποζημίωση έπρεπε να του καταβληθεί αυτομάτως εκ μόνου του γεγονότος της μεταθέσεώς του, η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Ο προσφεύγων όφειλε από τις 15 Οκτωβρίου 1984 να αντιληφθεί την έλλειψη αποφάσεως περί χορηγήσεως σ' αυτόν της αποζημιώσεως και, επομένως, η διοικητική ένσταση που ασκήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1985 είναι εκπρόθεσμη.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η καταβολή της ημερήσιας αποζημίωσης κατόπιν της τοποθετήσεως του στις Βρυξέλλες αποτελεί μέτρο επιβαλλόμενο από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και ότι η διοικητική του ένσταση στρέφεται κατά της ελλείψεως ενός τέτοιου μέτρου. Ωστόσο, για να αποφύγει κάθε ενδεχόμενο απαράδεκτο, ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 14 Σεπτεμβρίου 1985, νέα διοικητική ένσταση.

Η ένσταση της 12ης Φεβρουαρίου 1985 δεν μπορεί εξάλλου να θεωρηθεί εκπρόθεσμη. Η

χορήγηση της αποζημίωσης δεν μπόρεσε αναγκαστικά να αποκαλυφθεί επί του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών για το μήνα Οκτώβριο 1984, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά αναφέρονται στα εν λόγω εκκαθαριστικά σημειώματα συνήθως με καθυστέρηση.

β ) Επί της ουσίας

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η μόνη απόφαση περί μεταβολής του τόπου υπηρεσίας παρέχει στον υπάλληλο το δικαίωμα επί της ημερήσιας αποζημίωσης, χωρίς να οφείλει να προσκομίσει την υλική απόδειξη μεταβολής της κατοικίας του. Η άρνηση να του χορηγηθεί η αποζημίωση χωρίς προσαγωγή δικαιολογητικών στοιχείων, των οποίων η φύση απομένει να καθοριστεί, είναι αντίθετη προς τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και παράνομη.

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης χορηγεί την αποζημίωση στον υπάλληλο ο οποίος δικαιολογεί ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει κατοικία για να έχει την κατοικία του στον τόπο υπηρεσίας, σύμφωνα με την υποχρέωση του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Επομένως, η μόνη αλλαγή του τόπου υπηρεσίας δικαιολογεί ότι οφείλει να αλλάξει κατοικία.

Το Κοινοβούλιο, χορηγώντας του αυτομάτως την αποζημίωση κατά το διορισμό του και την τοποθέτηση του στο Λουξεμβούργο, αναγνώρισε ότι μετέφερε την κατοικία του στο Λουξεμβούργο, όπου εγκαταστάθηκε στην κατοικία φίλου ενώ μετέβαινε τα Σαββατοκύριακα στις Βρυξέλλες στη συζυγική εστία. Η μεταβολή του τόπου υπηρεσίας προκάλεσε εκ νέου μεταφορά κατοικίας, παρέχουσα κατά τον ίδιο τρόπο δικαίωμα επί της ημερήσιας αποζημίωσης.

Ο προσφεύγων αμφισβητεί την άποψη του Κοινοβουλίου, κατά την οποία η μεταβολή του τόπου υπηρεσίας δεν παρέχει δικαίωμα επί της αποζημιώσεως αν η μετάθεση δεν προκαλεί στον υπάλληλο ούτε ενοχλήσεις ούτε έξοδα. Αυτή η ερμηνεία δικαιολογείται για την αποζημίωση εγκαταστάσεως δυνάμει του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που εξαρτά την καταβολή της από την προσαγωγή εγγράφων που δικαιολογούν την εγκατάσταση στον τόπο υπηρεσίας και αποκλείει τον υπάλληλο που έχει τοποθετηθεί στον τόπο όπου κατοικεί η οικογένεια του. Αυτό δεν συμβαίνει με την ημερήσια αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 10 του εν λόγω παραρτήματος.

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η άποψη του προσφεύγοντος είναι αντίθετη τόσο προς το γράμμα όσο και ως προς το πνεύμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Από το γράμμα της διατάξεως διαφαίνεται σαφώς ότι ημερήσια αποζημίωση χορηγείται στον υπάλληλο « ο οποίος δικαιολογεί ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει κατοικία». Επομένως, ο υπάλληλος οφείλει να προσκομίσει την απόδειξη ότι υποχρεώθηκε να προβεί σε τέτοια αλλαγή. Αυτό δεν συμβαίνει με την περίπτωση του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι το αντίθετο προκύπτει από τις ίδιες τις ενδείξεις του.

Η τακτική του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη χορήγηση της ημερήσιας αποζημίωσης είναι σύμφωνη με το κείμενο της διατάξεως. Πάντοτε καταρχήν ζητούνται έγγραφα που δικαιολογούν την πραγματική αλλαγή της κατοικίας. Μόνον όταν ο τόπος προσλήψεως και ο τόπος υπηρεσίας βρίσκονται μεταξύ τους σε τέτοια απόσταση ώστε η ανάγκη αλλαγής της κατοικίας είναι πρόδηλη, απαλλάσσεται ο υπάλληλος της υποχρεώσεως να προσκομίσει δικαιολογητικά. Αυτή ήταν η περίπτωση του προσφεύγοντος κατά το διορισμό του. Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις που ο υπάλληλος κανονικά απαλλάσσεται της υποχρεώσεως προσκομίσεως δικαιολογητικών, τέτοια στοιχεία απαιτούνται όταν η κατάσταση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου είναι τέτοια ώστε να είναι δυνατή αμφιβολία ως προς την πραγματική αλλαγή κατοικίας.

Ως προς το σκοπό της ημερήσιας αποζημίωσης, όπως προκύπτει από τη νομολογία (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974, 148/73, Rec. σ. 81 ) η αποζημίωση προορίζεται να αποζημιώσει τον υπάλληλο για τα έξοδα που προκαλεί η αλλαγή του τόπου υπηρεσίας. Επίσης, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, κατά το οποίο η αποζημίωση σε καμιά περίπτωση δεν χορηγείται πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος πραγματοποίησε τη μετακόμιση του, αποδεικνύει ότι η αποζημίωση δεν χορηγείται αυτομάτως, αλλά αποβλέπει στο να αντιμετωπίσει κατάσταση πραγματικά υφιστάμενη κατόπιν πραγματικής αλλαγής κατοικίας. Αυτό δεν συμβαίνει με τον προσφεύγοντα, ο οποίο είχε πάντοτε την οικογενειακή του στέγη στις Βρυξέλλες και ο οποίος δεν υπέστη καμία ζημία λόγω της μεταβολής του τόπου υπηρεσίας, εγκαταλείποντας απλώς το κατάλυμα του στο Λουξεμβούργο.

Τέλος, το Κοινοβούλιο τονίζει ότι ο προσφεύγων πράγματι εργάστηκε πολύ λίγο στο Λουξεμβούργο και ότι το ζήτημα της κατοικίας του στο Λουξεμβούργο, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, πρέπει να εξεταστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία.

Ο. Due

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

In alto

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (Δεύτερο τμήμα)

της 5ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 280/85,

Π. Μουζουράκης, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επικουρούμενος και εκπροσωπούμενος από τον V. Biel, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον προαναφερθέντα δικηγόρο 18 A, rue des Glacis,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους F. Pasetti-Bombardella, jurisconsulte, και Peter, προϊστάμενο τμήματος, επικουρούμενους από τον Α. Bonn, δικηγόρο Λουξεμβούργου με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον προαναφερθέντα δικηγόρο 22, Côte D' Eich,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος με την οποία ζητούσε την αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας και της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση χορηγήσεως ημερήσιας αποζημίωσης προς τον προσφεύγοντα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δεύτερο τμήμα)

συγκείμενο από τους Τ. F. Ο' Higgins, πρόεδρο τμήματος, Ο. Due και Κ. Bahlmann, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. L. da Cruz Vilaça

γραμματέας: S. Hackspiel, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 21ης Οκτωβρίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 9ης Δεκεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1985, ο Παναγιώτης Μουζουράκης, διερμηνέας με το βαθμό LA 7, κλιμάκιο 1, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, άσκησε προσφυγή με την οποία, στην ουσία, ζητεί, αφενός, αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας σε συνάρτηση με την προγενέστερη της προσλήψεως του επαγγελματική πείρα και, αφετέρου, την καταβολή ημερήσιας αποζημίωσης με την ευκαιρία της τοποθετήσεώς του στις Βρυξέλλες.

2

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται τα πραγματικά περιστατικά, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Επί του αιτήματος αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας

3

Κατά το άρθρο 32, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως (στο εξής: ο κανονισμός), ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου αυτού άρθρου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ( στο εξής: ΑΔΑ) δύναται, εντούτοις, να του αναγνωρίσει χρόνο προϋπηρεσίας σ' αυτό το βαθμό «προκειμένου να λάβει υπόψη την κατάρτιση και την ειδική επαγγελματική πείρα του ενδιαφερόμενου ». Το Κοινοβούλιο, ως ΑΔΑ, θέσπισε « εσωτερικές οδηγίες σχετικές με τα εφαρμοστέα στην κατάταξη κριτήρια κατά την πρόσληψη » τα οποία προβλέπουν ότι μια τέτοια αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας πρέπει να δικαιολογείται από ειδική επαγγελματική πείρα « σε σχέση με τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στην προς πλήρωση θέση » και που απαιτούν, για την αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας στους βαθμούς Α 7 και LA 7, επαγγελματική πείρα τουλάχιστον δύο ετών.

4

Ο προσφεύγων ομολογεί ότι κατά την πρόσληψη του δεν διέθετε επαγγελματική διετή πείρα ως διερμηνέας. Υποστηρίζει ωστόσο ότι πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η κατάρτιση του και η επαγγελματική του πείρα ως φυσικού, δεδομένου ότι οι γνώσεις του στη φυσική του χρησίμευσαν πολύ κατά τη διερμηνεία στις συγκεντρώσεις επιστημονικής ή τεχνικής φύσεως. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι μόνον η επαγγελματική πείρα που αφορά τον τομέα της διερμηνείας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδική σε συνάρτηση με τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση του.

5

Κατά πάγια νομολογία ( βλέπε κυρίως τις αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1983, Blomefield κατά Επιτροπής, 190/82, Συλλογή 1983, σ. 3981, και της 12ης Ιουλίου 1984, Αγγελίδης κατά Επιτροπής, 17/83, Συλλογή 1984, σ. 2907) πρέπει να αναγνωριστεί στην αρμόδια αρχή διακριτική ευχέρεια από όλες τις απόψεις που μπορούν να έχουν σημασία για την αναγνώριση προηγούμενης πείρας όσον αφορά τόσο τη φύση και τη διάρκειά της όσο και τη σχέση, λίγο ώς πολύ στενή, που μπορεί να εμφανίζει με τις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης.

6

Με την ίδια αυτή νομολογία ( βλέπε ιδίως τις αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1974, Louwage και λοιποί κατά Επιτροπής, 148/73, Rec. 1974, σ. 81, και της 1ης Δεκεμβρίου 1983, Blomefield, προαναφερθείσα), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η διοίκηση, θεσπίζοντας εσωτερικές οδηγίες μπορεί να επιβάλει στον εαυτό της ενδεικτικούς κανόνες συμπεριφοράς από τους οποίους δεν μπορεί να αποκλίνει χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, οι οποίοι όμως δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 32 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

7

Είναι αληθές ότι επαγγελματική πείρα στον επιστημονικό τομέα, όπως άλλωστε και σε πολλούς άλλους τομείς, μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διερμηνεία σε ειδικές συγκεντρώσεις. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου περί θέσεως διερμηνέως σε γενική υπηρεσία, το Κοινοβούλιο δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας θεωρώντας ότι μόνο η επαγγελματική πείρα που αφορά τον τομέα της διερμηνείας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδική « σε σχέση με τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στην προς πλήρωση θέση » όπως προβλέπεται στις προαναφερθείσες εσωτερικές οδηγίες.

8

Από αυτό έπεται ότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας σε συνάρτηση με την επαγγελματική του πείρα δεν είναι βάσιμο.

Επί του αιτήματος καταβολής της ημερήσιας αποζημίωσης

9

Κατά το άρθρο 20 του κανονισμού, ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο της υπηρεσίας του ή σε τόση απόσταση από τον τελευταίο, ώστε να μην παρεμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Το άρθρο 10 του παραρτήματος VII του κανονισμού χορηγεί στον υπάλληλο, ο οποίος δικαιολογεί ότι υποχρεώθηκε να μεταβάλει κατοικία για να εκπληρώσει αυτή του την υποχρέωση, το δικαίωμα επί ημερήσιας αποζημίωσης μέχρι της ημερομηνίας κατά την οποία πραγματοποιεί τη μετακόμιση του. Αυτή η αποζημίωση, της οποίας η διάρκεια δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένα όρια, αποβλέπει στο να συμψηφίσει τα έξοδα και τις ενοχλήσεις που προκαλούνται στον υπάλληλο από την ανάγκη να μετακινηθεί ή να εγκατασταθεί προσωρινώς στον τόπο τοποθετήσεώς του διατηρώντας, επίσης προσωρινώς, την κατοικία του στον τόπο της προσλήψεως του ή της προηγούμενης τοποθετήσεώς του.

10

'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο προσφεύγων, αφού πέτυχε σε διαγωνισμό, δέχτηκε την πρόταση του Κοινοβουλίου να προσληφθεί από την 1η Οκτωβρίου 1983 ως δόκιμος διερμηνέας τοποθετούμενος στο Λουξεμβούργο. Στην επιστολή του με την οποία αποδέχτηκε την εν λόγω πρόταση, ο προσφεύγων τόνισε εντούτοις την προτίμηση του για τοποθέτηση στις Βρυξέλλες όπου διέμενε με τη σύζυγο του που εργαζόταν ως υπάλληλος στο Συμβούλιο. Αφού τοποθετήθηκε αρχικά στο Λουξεμβούργο, εργάστηκε σ' αυτό τον τόπο, καταρχήν ως δόκιμος, περαιτέρω ως μόνιμος διερμηνέας, μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1984, οπότε πέτυχε την τοποθέτηση του στις Βρυξέλλες. Κατά τη διάρκεια των περιόδων απασχολήσεως του στο Λουξεμβούργο, εγκαταστάθηκε σε κατοικία φίλου διατηρώντας τη συζυγική του στέγη στις Βρυξέλλες. Δεδομένου ότι ουδέποτε μετακόμισε από τις Βρυξέλλες στο Λουξεμβούργο, εισέπραξε την ημερήσια αποζημίωση κατά την ανωτάτη προβλεπόμενη από τον κανονισμό διάρκεια, ήτοι επί δέκα μήνες.

11

Λαμβανομένων υπόψη αυτών των περιστάσεων, το αίτημα του προσφεύγοντος που αποβλέπει στην καταβολή ημερήσιας αποζημίωσης για δεύτερη φορά είναι τελείως αναιτιολόγητο. Αφού διατήρησε την κατοικία του στις Βρυξέλλες, ουδόλως υποχρεώθηκε να αλλάξει κατοικία λόγω του διορισμού του σ' αυτό τον τόπο εργασίας και μάλιστα του είναι φυσικώς αδύνατο να πραγματοποιήσει μετακόμιση σ' αυτή την πόλη. Η ίδια η διατύπωση του προαναφερθέντος άρθρου 10 έπρεπε, επομένως, να επαρκέσει για να επισημανθεί στον προσφεύγοντα ότι η υπηρεσιακή του κατάσταση ήταν τελείως ξένη προς το πεδίο εφαρμογής αυτής της διατάξεως.

12

Το αίτημα δεν δικαιολογείται επίσης και σε σχέση με το σκοπό της ημερήσιας αποζημίωσης. Ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να αποδείξει ποια έξοδα ή ποιες ενοχλήσεις προκάλεσε η τοποθέτηση του στις Βρυξέλλες, την οποία ο ίδιος θέλησε για να διατηρήσει την εστία του σ' αυτή την πόλη.

13

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί καταβολής ημερήσιας αποζημίωσης είναι προδήλως αβάσιμο.

14

Δεδομένου ότι πρέπει να απορριφθούν τα δύο αιτήματα ως αβάσιμα, δεν παρίσταται ανάγκη για το Δικαστήριο να προβεί στην εξέταση των προβλημάτων παραδεκτού που ήγειρε το Κοινοβούλιο.

Επί των δικαστικών εξόδων

15

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν. Δεδομένου ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε ρητώς την εφαρμογή αυτού του τελευταίου άρθρου, δεν υφίσταται λόγος να εξεταστεί το αν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, τμήμα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε αυτό το θεσμικό όργανο θα έπρεπε ωστόσο να βαρύνουν τον προσφεύγοντα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

 

Ο' Higgins

Due

Bahlmann

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος

Τ. F. O'Higgins


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

In alto