Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0060

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1986.
    M. E. S. Luijten κατά Raad van Arbeid.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van Beroep 's-Hertogenbosch - Κάτω Χώρες.
    Κοινωνική ασφάλιση διακινούμενων εργαζομένων - Οικογενειακά επιδόματα.
    Υπόθεση 60/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02365

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:307

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 10ης Ιουλίου 1986 ( *1 )

    Στην υπόθεση 60/85,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch (Κάτω Χώρες), προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί στην κύρια δίκη ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Μ. Ε. S. Luijten, συζύγου Vermoolen,

    και

    Raad van Arbeid της Breda,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως επεκτάθηκε επί των μη μισθωτών με τον κανονισμό 1390/81 του Συμβουλίου (ΕΕ L 143, σ. 1 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα )

    συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος, Υ. Galmot και Κ. Κακούρη, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Griesmar, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, και τον F. Herbert, δικηγόρο,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    ( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

    Σκεπτικό

    1

    Με Διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Μαρτίου 1985, το Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, initio και υπό στοιχείο β), του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως επεκτάθηκε επί των μη μισθωτών με τον κανονισμό 1390/81 του Συμβουλίου ( ΕΕ L 143, σ. 1 ).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Luijten, συζύγου Vermoolen (εφεξής: προσφεύγουσα στην κύρια δίκη) και του Raad van Arbeid της Breda, οργανισμού αρμόδιου επί θεμάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (εφεξής: καθού στην κύρια δίκη ). Όπως προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής και από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, ολλανδή υπήκοος, κατοικούσε στις Κάτω Χώρες μαζί με το σύζυγό της ο οποίος, από τον Ιούλιο του 1982 μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1983 εργάστηκε ως ανεξάρτητος εστιάτορας στο Βέλγιο, ενώ εξακολουθούσε να κατοικεί στις Κάτω Χώρες. Μετά τη γέννηση του άρρενος τέκνου της, το Φεβρουάριο 1983, χορηγήθηκε εκ μέρους του καθού στην κύρια δίκη, στην προσφεύγουσα στην κύρια δίκη το οικογενειακό επίδομα για το δεύτερο τρίμηνο του 1983, στη συνέχεια όμως το καθού ζήτησε την επιστροφή του σχετικού επιδόματος, λόγω του ότι κατά την 1η Απριλίου 1983 η προσφεύγουσα δεν ήταν ασφαλισμένη βάσει του Algemene Kinderbijslagwet ( ολλανδικού νόμου περί του γενικού συστήματος οικογενειακών επιδομάτων, εφεξής: AKW). Ο λόγος που προέβαλε το καθού ήταν ότι, καίτοι ο σύζυγος της προσφεύγουσας, ο οποίος κατοικούσε στις Κάτω Χώρες, δεν αποκλειόταν, σύμφωνα με τον AKW, της ασφαλίσεως, ήταν, εντούτοις, ασφαλισμένος στο Βέλγιο στο Institut national d'assurances sociales pour les travailleurs indépendants (εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων για τους εργαζόμενους που ασκούν μη μισθωτή δραστηριότητα, πράγμα που του παρείχε δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων αυτού του κράτους μέλους.

    3

    Ενόψει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, το Raad van Beroep έκρινε ότι η απάντηση που έπρεπε να δοθεί στο ερώτημα αν κακώς χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα οικογενειακά επιδόματα για το δεύτερο τρίμηνο του 1983, εξαρτάται από το ζήτημα αν, κατά την ημερομηνία της 1ης Απριλίου 1983, ο σύζυγος της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη ήταν ή όχι ασφαλισμένος βάσει του AKW. Το Raad van Beroep δέχτηκε συναφώς ότι, καίτοι καμιά διάταξη της ολλανδικής νομοθεσίας δεν απέκλειε το σύζυγο της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη από την ασφάλιση αυτή, ωστόσο, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο β), του κανονισμού 1408/71, έπρεπε, στην περίπτωση του, να εφαρμοστεί μόνο η βελγική νομοθεσία.

    4

    Υπ' αυτές τις συνθήκες, το Raad van Beroep υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Ο προσδιορισμός, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, initio και υπό στοιχείο β), του κανονισμού 1408/71, της νομοθεσίας ορισμένου κράτους μέλους ως εφαρμοστέας σε εργαζόμενο που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα συνεπάγεται ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα, εκ μόνου του αποτελέσματος του εθνικού δικαίου άλλου κράτους μέλους, ως ασφαλισμένος δυνάμει της σχετικής περί οικογενειακών επιδομάτων νομοθεσίας του άλλου αυτού κράτους μέλους, με συνέπεια ο ίδιος ή η σύζυγος του να στερηθεί, βάσει του κοινοτικού δικαίου, οιουδήποτε δικαιώματος επί οικογενειακών επιδομάτων, τα οποία ο ίδιος ή η σύζυγος του μπορεί να προβάλλει εκ μόνου του αποτελέσματος της εθνικής νομοθεσίας του προαναφερθέντος άλλου κράτους μέλους; »

    5

    Η ολλανδική κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο κανονισμός 1408/71 προβλέπει ρητώς στον τίτλο ΙΙ, άρθρο 13, παράγραφος 1, ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 14γ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους, και ότι η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙ, πράγμα που επικύρωσε και το Δικαστήριο με την απόφαση του της 23ης Σεπτεμβρίου 1982 (G. Τ. Kuijpers, 267/81, Συλλογή σ. 3027). Τη διάταξη αυτή επεξέτεινε ο κανονισμός 1390/81 και επί των μη μισθωτών, τροποποιώντας κατά την έννοια αυτή το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71.

    6

    Κατά την ολλανδική κυβέρνηση, η λεγόμενη αρχή των κεκτημένων βάσει εθνικής νομοθεσίας δικαιωμάτων, τα οποία δεν μπορούν να θιγούν από το κοινοτικό δίκαιο, δεν αφορά παρά δικαιώματα που έχουν κτηθεί δυνάμει νομοθεσίας εφαρμοστέας κατά τον τίτλο II του κανονισμού 1408/71 και όχι δυνάμει νομοθεσίας μη καθοριζόμενης από τον εν λόγω τίτλο II.

    7

    Έτσι, η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο καθορισμός, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, initio και υπό στοιχείο β ), της νομοθεσίας κράτους μέλους ως εφαρμοστέας επί μη μισθωτού, έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί ο εν λόγω εργαζόμενος να θεωρείται ταυτόχρονα, δυνάμει του μόνου εθνικού δικαίου άλλου κράτους μέλους, ως ασφαλισμένος δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου περί οικογενειακών επιδομάτων.

    8

    Η Επιτροπή αναφέρεται στο στόχο των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 1408/71 υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος αυτός συνίσταται στο να αποφεύγεται, με τον αποκλεισμό της ταυτόχρονης εφαρμογής άλλης εκτός της καθοριζόμενης υπό των διατάξεων αυτών εθνικής νομοθεσίας, η σώρευση εφαρμογής εθνικών νομοθεσιών.

    9

    Όσον αφορά το ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ των κεκτημένων βάσει του εθνικού δικαίου δικαιωμάτων και των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή τονίζει ότι η αρχή των κεκτημένων επί εθνικού επιπέδου δικαιωμάτων δεν έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο παρά μόνο όσον αφορά τους κανόνες ουσιαστικού συντονισμού που περιέχονται στους τίτλους Ι και III του κανονισμού 1408/71. Ισχυρίζεται ότι σύγκρουση με κεκτημένα βάσει του εθνικού δικαίου δικαιώματα αποκλείεται. πράγματι, μια τέτοια σύγκρουση δεν είναι δυνατή παρά μόνο στην περίπτωση που θα είχε εφαρμογή ο οικείος εθνικός νόμος, πράγμα που εξαρτάται ακριβώς από τον κανόνα περί παραπομπής, ο οποίος αποτελεί πάντοτε τον κανόνα του τίτλου II του κοινοτικού κανονισμού.

    10

    'Ετσι, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν νοείται προσβολή δικαιωμάτων που έχουν κτηθεί κατ' εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας παρά μόνο αν γίνει σύγκριση της έννομης κατάστασης του ενδιαφερόμενου σε περίπτωση εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού με την έννομη κατάσταση στην οποία αυτός θα βρισκόταν αν δεν υφίστατο ο κανονισμός αυτός. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ουδέποτε το Δικαστήριο δέχτηκε μια τέτοια άποψη. Ο κανονισμός 1408/71, που εκδόθηκε για να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, όντως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου των κανόνων το οποίο, σε κάθε κράτος μέλος, συνδυάζει διατάξεις του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου. Η σχετική με τα κεκτημένα δικαιώματα νομολογία έχει ως μόνη συνέπεια το ότι ο δυνάμενος να προβάλει δικαιώματα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία χωρίς να υποχρεούται να επικαλεστεί το κοινοτικό δίκαιο (παραδείγματος χάρη, χωρίς συνυπολογισμό ή χωρίς εξουδετέρωση απαιτήσεων ιθαγένειας ή διαμονής ) δεν μπορεί να στερηθεί των δικαιωμάτων του λόγω των αποτελεσμάτων του κοινοτικού δικαίου.

    11

    Επομένως, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 απορρέει ότι, όταν, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει θεσπίσει ο κοινοτικός νομοθέτης, αναγνωρίζεται ως εφαρμοστέα η νομοθεσία ενός κράτους μέλους, κάθε ταυτόχρονη εφαρμογή της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους αποκλείεται.

    12

    Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του τίτλου II των κανονισμών 3 και 1408/71, που καθορίζουν την εφαρμοστέα επί των διακινούμενων εντός της Κοινότητας εργαζομένων νομοθεσία, αποσκοπούν στο να υπόκεινται οι ενδιαφερόμενοι στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός και μόνο κράτους μέλους, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι σωρεύσεις εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι εξ αυτών δυνάμενες να προκύψουν περιπλοκές.

    13

    Η αρχή αυτή, που εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο υπό το κράτος του κανονισμού 3, εκφράζεται από τον τίτλο ΙΙ, περί του « προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας », του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του οποίου, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1390/81, ορίζει ότι « τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους » και ότι η νομοθεσία αυτή « προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου ».

    14

    Πράγματι, οι διατάξεις του τίτλου αυτού II αποτελούν ένα σύστημα κανόνων άρσεως συγκρούσεως, η αρτιότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα να έχει αφαιρεθεί από το νομοθέτη κάθε κράτους μέλους η εξουσία προσδιορισμού της έκτασης και των προϋποθέσεων εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ' αυτή και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους. Πράγματι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της23ης Σεπτεμβρίου 1982 ( G. Τ. Kuijpers, που προαναφέρθηκε, και G. F. Koks, 275/81, Συλλογή σ. 3013 ) « τα κράτη μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν το μέτρο κατά το οποίο εφαρμόζεται η δική τους νομοθεσία ή η νομοθεσία ενός άλλου κράτους μέλους » όντας « υποχρεωμένα να τηρούν τις ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου » ( βλέπε απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, Ten Holder, 302/84, Συλλογή 1986, σ. 1821 ).

    15

    Ο κανόνας αυτός δεν αντιφάσκει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε ιδίως την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1975, Petrani, 24/75, Jurispr. σ. 1149) κατά την οποία η εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να έχει ως επακόλουθο την απώλεια δικαιωμάτων που έχουν κτηθεί αποκλειστικά κατ' εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας. Πράγματι, η αρχή αυτή αφορά όχι τους κανόνες που αποσκοπούν στον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, αλλά τους κοινοτικούς κανόνες που αφορούν τη σώρευση παροχών, οι οποίες προβλέπονται από διάφορες εθνικές νομοθεσίες. Επομένως, δεν μπορεί η εν λόγω αρχή να έχει ως αποτέλεσμα, αντιφάσκοντας προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο ενδιαφερόμενος να είναι ασφαλισμένος, για την ίδια περίοδο, δυνάμει των διατάξεων νομοθεσιών περισσότερων του ενός κρατών μελών.

    16

    Επομένως, στο ερώτημα του Raad van Beroep πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, initio και υπό στοιχείο β), του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1390/81 του Συμβουλίου, καθορισμός της νομοθεσίας κράτους μέλους ως εφαρμοστέας επί εργαζομένου που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή επί του εν λόγω εργαζομένου μόνο η νομοθεσία αυτή.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    17

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ολλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 1985, το Raad van Beroep, αποφαίνεται:

     

    Ο δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, initio και υπό στοιχείο β), του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1390/81 του Συμβουλίου, καθορισμός της νομοθεσίας κράτους μέλους ως εφαρμοστέας επί εργαζομένου που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή επί του εν λόγω εργαζομένου μόνο η νομοθεσία αυτή.

     

    Everling

    Galmot

    Κακούρης

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 1986.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

    U. Everling


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top