EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CC0407

Κοινές προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini της 26ης Απριλίου 1988.
3 Glocken GmbH και Gertraud Kritzinger κατά USL Centro-Sud και Provincia autonoma του Bolzano.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura di Bolzano - Ιταλία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ζυμαρικά - Υποχρέωση χρησιμοποιήσεως αποκλειστικά σκληρού σίτου.
Υπόθεση 407/85.
Ποινική δίκη κατά G.Zoni.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura di Milano - Ιταλία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ζυμαρικά - Υποχρέωση χρησιμοποιήσεως αποκλειστικά σκληρού σίτου.
Υπόθεση 90/86.

Συλλογή της Νομολογίας 1988 -04233

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:197

61985C0407

ΚΟΙΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ MANCINI ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1988. - DREI CLOCKEN GMBH ΚΑΙ KRITZINGER ΚΑΤΑ U. S. L. CONTRO-SUD ΚΑΙ PROVINCIA AUTONOMA ΤΟΥ BOLZANO. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ PRETURA ΤΟΥ BOLZANO (ΙΤΑΛΙΑ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΖΥΜΑΡΙΚΑ - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΩΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΣΙΤΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 407/85. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ GIORGIO ZONI. - ΥΠΟΘΕΣΗ 90/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 04233
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00567
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00577


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Με Διάταξη της 31ης Οκτωβρίου 1985 ο Pretore του Bolzano υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της γερμανικής εταιρίας 3 Glocken GmbH και Gertraud Kritzinger, αφενός, και Provincia autonoma του Bolzano, αφετέρου, λόγω παραβάσεως εκ μέρους των πρώτων ορισμένων ιταλικών διατάξεων περί εμπορίας των ζυμαρικών, τα ακόλουθα ερωτήματα:

α) 'Εχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ απαγόρευση μέτρων αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς την έννοια ότι αποκλείει, σε περίπτωση εισαγωγής ζυμαρικών, την εφαρμογή των ιταλικών διατάξεων περί τροφίμων, σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύεται η χρησιμοποίηση αλεύρου από μαλακό σίτο για την παρασκευή ζυμαρικών, όταν τα εισαγόμενα έχουν παρασκευαστεί νομίμως και διατεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;

β) Πρέπει, κατόπιν αυτού, η προβλεπόμενη στο άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ απαγόρευση αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένων περιορισμών να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή των αναφερθεισών εθνικών διατάξεων;"

Στις 19 Μαρτίου 1986 ο Pretore του Μιλάνου, ο οποίος επελήφθη παρόμοιας παραβάσεως την οποία αμφισβητεί ο κατηγορούμενος Giorgio Zoni, έθεσε ανάλογο ζήτημα, το οποίο όμως διατύπωσε αντίστροφα. Συγκεκριμένα, ο Pretore ερωτά:

"'Εχουν τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ την έννοια ότι πρέπει να λογίζεται ως νόμιμη η επιβαλλόμενη νομοθετικώς σε κράτος μέλος υποχρέωση χρησιμοποιήσεως αποκλειστικά σκληρού σίτου κατά την παρασκευή αφυδατωμένων ζυμαρικών που προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριο στο εσωτερικό του εν λόγω κράτους μέλους, όταν διαπιστώνεται και αποδεικνύεται ότι η υποχρέωση αυτή:

α) επιβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την προστασία των ανώτερης ποιότητας ζυμαρικών που παρασκευάζονται αποκλειστικά από σκληρό σίτο,

β) δεν συνεπάγεται καμιά δυσμενή διάκριση σε βάρος των προϊόντων που εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και που προέρχονται από τα λοιπά κράτη μέλη, αλλ' ούτε και έναντι των κοινοτικών παραγωγών των ιδίων προϊόντων, δεδομένου ότι και οι ημεδαποί παρασκευαστές υπόκεινται στους αυτούς περιορισμούς, και

γ) δεν επιβλήθηκε από λόγους προστατευτισμού υπέρ του εθνικού προϊόντος και σε βάρος του κοινοτικού που εμφανίζει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα;"

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία (στο πλαίσιο των υποθέσεων 407/85 και 90/86), γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγουσες (3 Glocken, Kritzinger) και ο κατηγορούμενος (Zoni) των κυρίων δικών, η Provincia autonoma του Bolzano, καθής της κύριας δίκης ενώπιον του Pretore του Bolzano, οι εννέα ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής ζυμαρικών, οι τέσσερις ενώσεις βιομηχανιών ζυμαρικών, μία από τις οποίες (η διεθνής Durum Club) με την εταιρία Fratelli Barilla SpA (εφεξής: Unipi και λοιποί), οι εθνικές συνομοσπονδίες Confederazioni nazionali dei coltivatori diretti, Confederazione italiana coltivatori και Confederazione generale dell' agricoltura, που παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγουσες στη δίκη ενώπιον του Pretore του Μιλάνου, η γαλλική, η ιταλική και η ολλανδική κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προστέθηκε και η ελληνική κυβέρνηση η οποία παρενέβη, ενώ η Provincia autonoma του Bolzano δεν εκπροσωπήθηκε.

2. Η ταυτότητα των ερωτημάτων που υπέβαλαν τα δύο δικαστήρια με αναγκάζει να τα εξετάσω από κοινού. Πάντως, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να προτάξω ορισμένες παρατηρήσεις που αποβλέπουν αφενός μεν στο να απαλλάξουν τις υπό κρίση διαφορές από την ασημαντότητα που τις προσδίδουν ορισμένοι παρατηρητές, αφετέρου δε στο να εντοπιστούν οι οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις της πραγματικής καταστάσεως που θα προκύψει από την απόφασή σας.

Θα είμαι σύντομος στην περιγραφή της παραπάνω καταστάσεως. Η τύχη επέλεξε το Bolzano για να ελεγχθεί εκεί το κατά πόσο συμβιβάζεται προς το άρθρο 30 της Συνθήκης της Ρώμης η ιταλική ρύθμιση περί ζυμαρικών σε μια ακατάλληλη σχεδόν στιγμή: συγκεκριμένα σε μια στιγμή κατά την οποία τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν ως κύριο θέμα τις διαμαρτυρίες των γερμανών ζυθοποιών και καταναλωτών, οι οποίοι αντέδρασαν στην "πρόκληση" της Επιτροπής που τόλμησε να αμφισβητήσει την ανώτερη ποιότητα του εγχώριου ζύθου, προσβάλλοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τις διατάξεις περί καθαρότητας που ανατρέχουν στην εποχή του Λουθήρου. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας υπενθυμίσω την κατάληξη που είχε η υπόθεση αυτή. Με την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 1987 στην υπόθεση 178/84 (Συλλογή 1987, σ. 1193) το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, κατα τη νομολογία του που θεωρείται ήδη παγιωμένη, "απαγορεύοντας τη διάθεση στο εμπόριο ζύθου που παράγεται νομίμως και κυκλοφορεί στα άλλα κράτη μέλη, όταν ο ζύθος αυτός δεν συμφωνεί ... (προς τις διατάξεις του Biersteuergesetz σχετικά με την παρασκευή και ονομασία του προϊόντος αυτού)", η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

Το εγχείρημα στο οποίο αναφέρθηκα είναι συνάρτηση των περιστάσεων αυτών. 'Οσον αφορά τα συμφέροντα που διακυβεύονται και τις εκατέρωθεν αντιλήψεις του κοινού - που ασπάστηκαν πολλοί - ο ζύθος κατέχει στη Γερμανία την ίδια θέση που κατέχουν τα σπαγγέτι στην Ιταλία για του λόγου το αληθές, οι διαμαρτυρίες με τις οποίες οι ιταλοί υποδέχτηκαν τη Διάταξη του Pretore του Bolzano απηχούν προφανώς τις γερμανικές διαμαρτυρίες. Επομένως, η υπόθεση των ζυμαρικών επαναλαμβάνει στην υπόθεση του ζύθου και, μεταφέροντάς την από το εθνικό δικαστικό πλαίσιο στο Λουξεμβούργο, είναι μοιραίο να οδηγεί στο αυτό αποτέλεσμα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι μεταξύ των δύο υποθέσεων υπάρχουν ομοιότητες. Αλλ' υπάρχουν και διαφορές κατά την άποψή μου, οι ομοιότητες δεν νομίζω ότι υπερισχύουν των διαφορών.

Παρατηρώ ότι η προκειμένη περίπτωση αποτελεί προδικαστική παραπομπή για την ερμηνεία ενός κοινοτικού κανόνα, το διαδικαστικό δηλαδή πλαίσιο - είναι περιττό να το εξηγήσω - διαφέρει από εκείνο της υποθέσεως 178/84, κυρίως όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία και τις συνέπειες που συνεπάγεται το δεδικασμένο για τη μία και την άλλη περίπτωση αντίστοιχα. Αλλ' είναι βέβαιον ότι το Δικαστήριο, ακόμη και όταν επιλαμβάνεται βάσει του άρθρου 177, οφείλει να γνωρίζει επί ποίου θέματος αποφαίνεται. Πράγματι, η εφαρμογή της ερμηνευόμενης από το Δικαστήριο διατάξεως εκ μέρους του δικαστηρίου παραπομπής είναι δυνατό να ασκήσει, και ασκεί συχνά, βαθιά μεταρρυθμιστική επίδραση όχι μόνο επί του εξεταζόμενου εθνικού συστήματος αλλά και, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην προκειμένη περίπτωση, επί των συστημάτων των άλλων κρατών μελών ή και επί της κοινοτικής έννομης τάξης.

Συνήθως, εναπόκειται στην Επιτροπή, κατά την εκπλήρωση της αποστολής της που χαρακτηρίζεται ως amicus curiae, να επεξηγήσει για λογαριασμό του Δικαστηρίου το πλαίσιο των νομικών και "μετανομικών" ζητημάτων, σε σχέση με το οποίο το Δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει το συμβιβαστό των αμφισβητούμενων εθνικών διατάξεων προς τις κοινοτικές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αποστολή αυτή έμεινε ουσιαστικά ανεκπλήρωτη. Πράγματι, πριν από μερικές ακόμη εβδομάδες, η Εκτελεστική Επιτροπή γνωστοποίησε ότι δεν "άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ιταλίας, διευκρινίζοντας, πάντως, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και στο πλαίσιο προδικαστικής υποθέσεως" ότι, κατά την άποψή της, η ιταλική απαγόρευση εισαγωγής ζυμαρικών από μαλακό σίτο συνιστά "περιορισμό ασυμβίβαστο προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ" (Agence Europe της 19.3.1988, τεύχος 4747, σ. 11). Τα πράγματα, όμως, δεν συνέβησαν έτσι. Είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι, εκτός του ότι δεν μας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν θέλησε να επιλέξει, όπως στην υπόθεση του ζύθου, τη βασιλικότερη του βασιλέως διαδικασία του άρθρου 169, η Επιτροπή υπήρξε κακός amicus curiae. Στις εξηγήσεις της αρμόζουν συγκεκριμένα οι εξής τρεις χαρακτηρισμοί: αντιφατικές, ανακριβείς και ελλιπείς.

3. Αρχίζω με τις αντιφάσεις. Παρεμβαίνοντας στην υπόθεση 407/85, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι "η πλήρης απόκλιση από την ισχύουσα ρύθμιση" επί του θέματος "στην Ιταλία, Γαλλία και Ελλάδα συνεπάγεται την ως ένα βαθμό υποκατάσταση του σκληρού με το μαλακό σίτο κατά την παρασκευή ζυμαρικών στις χώρες αυτές" και, συνακόλουθα, "αύξηση των εξόδων σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού" για το λόγο αυτόν, η Επιτροπή αντιτίθεται σαφώς "στην πλήρη απόκλιση από την ισχύουσα ρύθμιση για την οποία πρόκειται" εκφράζοντας παράλληλα την ευχή όπως τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εγκαταλείψουν το εν λόγω σχεδιαζόμενο "ριζοσπαστικό μέτρο" (η υπογράμμιση είναι δική μου). Αντίθετα, στην υπόθεση 90/86, η Εκτελεστική Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί υπό την έννοια ότι "το άρθρο 30 ... δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επεκτείνουν και για τα προϊόντα που παρασκευάζονται νομίμως και διατίθενται στο εμπόριο στα άλλα κράτη μέλη την υποχρέωση ... χρησιμοποιήσεως αποκλειστικά σκληρού σίτου κατά την παρασκευή των αφυδατωμένων ζυμαρικών που προορίζονται για το εμπόριο στο εσωτερικό ... των εν λόγω κρατών μελών" .

Δεν μπορεί, όμως, να ισχύουν και τα δύο. 'Η η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα συμμορφώνονται προς την ενδεχόμενη απόφαση του Δικαστηρίου περί ασυμβιβάστου, πλην όμως, ανταποκρινόμενες στην επιθυμία της Επιτροπής, εξακολουθούν να προβλέπουν την υποχρέωση για αποκλειστική χρήση σκληρού σίτου από τους εγχώριους παρασκευαστές. Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι οι τελευταίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους αλλοδαπούς παρασκευαστές ή τους παρασκευαστές που είναι ταυτόχρονα και εισαγωγείς ζυμαρικών από μαλακό σίτο, με συνέπεια να υφίστανται - και να αδυνατούν να πράξουν ο,τιδήποτε - τον ανταγωνισμό των ζυμαρικών αυτών. 'Η αντίθετα, προκειμένου να αποφευχθεί ένα τόσο παράνομο αποτέλεσμα, τα εν λόγω κράτη καταργούν τη σχετική υποχρέωση έναντι όλων των παρασκευαστών: οπότε είμαστε μάρτυρες της "ως ένα βαθμό υποκαταστάσεως" και σταδιακώς του σκληρού από το μαλακό σίτο που προβλέπει - ή, για να εκφραστώ καλύτερα, που απεύχεται - η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της στην πρώτη από τις υποθέσεις που προανέφερα.

Περνώ στις ανακρίβειες. Με τις παρατηρήσεις της στην υπόθεση 407/85, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου 1969 και Φεβρουαρίου 1970 η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και το Κοινοβούλιο απέρριψαν δική της πρόταση οδηγίας για την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών περί ζυμαρικών. Αλλ' η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Παρόλον ότι προτείνονταν ορισμένες τροποποιήσεις και συγκεκριμένα η πρόβλεψη ενός μεταβατικού καθεστώτος, το σχέδιο εγκρίθηκε από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή - υπογραμμίζεται - και επειδή "οι μέχρι σήμερα γνωστές ποικιλίες σκληρού σίτου καθιστούν δυνατή την παρασκευή ζυμαρικών, τα τεχνικά και οργανοληπτικά γνωρίσματα των οποίων αναγνωρίζονται ως ανώτερης ποιότητας" (γνώμη της 25ης Ιουνίου 1969, GU C 100, σ. 11, δεύτερη αιτιολογική σκέψη). Αντίθετα, το Κοινοβούλιο εξέφρασε αρνητική άποψη, αλλά - και αυτό είναι που έχει σημασία - περιορίστηκε σε εκτίμηση της "παρούσας μορφής" του σχεδίου και "επέμεινε" στη βελτίωση του κειμένου (ψήφισμα της 2ας Φεβρουαρίου 1970, GU C 25, σ. 14). Κατά συνέπεια, η ευθύνη για την παράλειψη θεσπίσεως σχετικής οδηγίας, η οποία θα επέλυε το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, δεν μπορεί να βαρύνει άλλα όργανα, ενώ, αντίθετα, γίνεται δεκτό, όπως θα δούμε στη συνέχεια (σημείο 10), η σε κάποια στιγμή εγκατάλειψη του εγχειρήματος οφείλεται στην Επιτροπή.

Επίσης, σε άλλο χωρίο των παρατηρήσεών της, η Εκτελεστική Επιτροπή μας πληροφορεί ότι οι υπηρεσίες της επανεξετάζουν "το ενδεχόμενο υποβολής (νέας) προτάσεως κοινοτικής ρυθμίσεως", ενόψει της αυτάρκειας της Κοινότητας στον τομέα του σκληρού σίτου ύστερα από την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις της Επιτροπής για την κατάσταση της γεωργίας στην Κοινότητα, η τελευταία κατέστη, όσον αφορά το σκληρό σίτο, αυτάρκης ήδη από το 1980-1981. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι κατά το έτος 1985-1986 (για το οποίο διαθέτουμε και τα τελευταία στατιστικά στοιχεία) ο βαθμός αυτάρκειας ως προς τον εφοδιασμό με το σχετικό προϊόν ανήλθε σε 122 %, αφού άγγιξε το ανώτατο όριο του 133 % το 1984-1985 (σε χρόνο δηλαδή που προηγήθηκε της προσχωρήσεως των δύο κρατών της Ιβηρικής Χερσονήσου).

'Ερχομαι, τέλος, να εξετάσω τα κενά. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο κανένα στατιστικό στοιχείο είτε για την παραγωγή και το κοινοτικό εμπόριο είτε για τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες ζυμαρικών που παρασκευάζονται αντίστοιχα με σκληρό, μαλακό ή μίγμα σκληρού και μαλακού σίτου αντίθετα, θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουμε αν η κοινοτική παραγωγή ζυμαρικών από μαλακό σίτο αυξήθηκε ή μειώθηκε, ποια κράτη τα παράγουν και αν τα προορίζουν μόνο για εσωτερική κατανάλωση ή και για το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το πράγμα, όμως, δεν σταματά εδώ. Η Επιτροπή παρέλειψε να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου ότι στις 7 Αυγούστου 1987 - τρεις δηλαδή μήνες πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση ενώπιόν του - το Συμβούλιο ενέκρινε τον αποκαλούμενο διακανονισμό ΕΟΚ-ΗΠΑ επί των κοινοτικών εξαγωγών ζυμαρικών στις ΗΠΑ, θέτοντας με τον τρόπο αυτό τέρμα στον εμπορικό πόλεμο που κήρυξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο του 1985 με την επιβολή οικονομικού αποκλεισμού των εν λόγω προϊόντων.

Η αποσιώπηση του στοιχείου αυτού είναι ιδιαίτερα σοβαρή, αν ληφθεί υπόψη ότι ο διακανονισμός αφορούσε τα ζυμαρικά που παράγονται αποκλειστικά από σκληρό σίτο: εφόσον η χωρίς διακρίσεις ελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου ζυμαρικών από μαλακό σίτο συνεπάγεται "την ως ένα βαθμό υποκατάστασή" του από σκληρό σίτο, διερωτάται κανείς αν η συνέπεια αυτή μπορεί να θέσει ζήτημα αθετήσεως των διεθνών υποχρεώσεων που ανέλαβε η ΕΟΚ έναντι του σημαντικότερου εμπορικού της εταίρου. Είναι απορίας άξιο ιδίως, στο πλαίσιο υποθέσεως που έχει ως αντικείμενο τον ιταλικό νόμο περί καθαρότητας. Πράγματι, η Ιταλία - και τη σημαντική αυτή λεπτομέρεια η Επιτροπή θεώρησε ως αλυσιτελή και δεν την ανέφερε - ικανοποιεί το 99,9 % (1987) των αμερικανικών αναγκών σε ευρωπαϊκά ζυμαρικά.

Μια τέταρτη, αλλ' όχι λιγότερο αποφασιστικής σημασίας, παράλειψη καθιστά λιγότερο έγκυρη την ανάλυση της Επιτροπής για την πλέον πρόσφατη κοινοτική πολιτική στο θέμα του σκληρού σίτου. Αλλά, για να κατανοηθεί η σημασία της, είναι αναγκαία μια προκαταρκτική παρατήρηση γενικής φύσεως, η οποία άλλωστε θα αποβεί χρήσιμη και στη συνέχεια.

Η έκθεση του 1987 περιγράφει την κατάσταση της ευρωπαϊκής γεωργίας ως κυριολεκτικά καταστροφική. Αναφέρεται σ' αυτήν ότι κατά τα τελευταία δώδεκα έτη οι δαπάνες του ΕΓΤΠΕ, τμήμα εγγυήσεων, αυξήθηκαν κατά 122 %, ενώ η αύξηση της γεωργικής παραγωγής περιορίστηκε στο 22 %. Συγχρόνως, η πίεση που ασκούν τα πλεονάσματα επί της τιμής κατά την παραγωγή οδήγησε στη μείωση της συνολικής πραγματικής προστιθέμενης αξίας του τομέα, με αποτέλεσμα η θετική επίπτωση από τις μεταφορές πιστώσεων του προϋπολογισμού και την αύξουσα παραγωγικότητα να μην είναι ανάλογη με την ανά έτος αύξησή τους. Πράγματι, αντί να ευνοεί τους γεωργούς, ένα αυξανόμενο ποσοστό από τους πόρους που διατίθενται στη γεωργία μετακυλίεται στους καταναλωτές, στις βιομηχανίες μεταποιήσεως, και υπό μορφή επιστροφών, στις τρίτες χώρες εισαγωγής. Η συνδυασμένη δράση των παραγόντων αυτών - καταλήγει το χωρίο στο οποίο παραπέμπω αυτολεξεί - "ανέβασε το συνολικό ύψος των δημοσίων δαπανών για τη γεωργία ... σε τέτοιο επίπεδο ... που εφεξής ισοδυναμεί κατ' ουσίαν με τα καθαρά έσοδα του τομέα" (σ. 15).

Η κατάσταση που περιγράφηκε παραπάνω ώθησε την Επιτροπή να επιχειρήσει "νέα προσέγγιση" του ζητήματος της γεωργίας, προσέγγιση η οποία μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της περιλαμβάνει "μια πολιτική λιτότητας σε θέματα τιμών". Για το θέμα που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση και κατά τα λεγόμενα της Επιτροπής, η πολιτική αυτή εκφράζεται αφενός μεν με την πρότασή της για προσέγγιση, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 1986-1987, των τιμών παρεμβάσεως του σκληρού και μαλακού σίτου με μείωση της τιμής του πρώτου κατά 4 %, αφετέρου δε με την ευνοϊκή υποδοχή της προτάσεως αυτής εκ μέρους του Συμβουλίου (έκθεση 1987, σσ. 15 και 16). 'Ετσι, ενώ η τιμή του μαλακού σίτου παρέμεινε σταθερή στα 180 περίπου Ecu ανά τόνο, η τιμή του σκληρού σίτου μειώθηκε στα 299,60 Ecu (κανονισμός 1584/86, της 23ης Μαΐου 1986, ΕΕ L 139, σ. 42), για να μειωθεί αργότερα στα 291,59 Ecu (κανονισμός 1901/87, της 2ας Ιουλίου 1987, ΕΕ L 182, σ. 42).

'Ομως - και στο σημείο αυτό η Επιτροπή σιωπά - το Συμβούλιο δεν αρκέστηκε απλώς στην επίτευξη καλύτερης σχέσεως τιμών μεταξύ των δύο τύπων σίτου. Προχώρησε πολύ περισσότερο και συγκεκριμένα, έχοντας κατανοήσει ότι τα εν λόγω μέτρα επρόκειτο να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα επείγοντος χαρακτήρα (και συγκεκριμένα μείωση του εισοδήματος) για ορισμένες κατηγορίες παραγωγών ή για ορισμένες περιοχές, αποφάσισε τη θέσπιση μέτρου προς την αντίθετη κατεύθυνση και με ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ώστε να γίνουν αποδεκτά. 'Οπως είναι γνωστό σε όλους, για το σκληρό σίτο χορηγείται κοινοτική ενίσχυση, στόχος της οποίας είναι "να εγγυηθεί ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο για τους καλλιεργητές των περιοχών ... όπου αυτή η παραγωγή αποτελεί παραδοσιακό και σημαντικό τμήμα της γεωργικής παραγωγής" (κανονισμός 1586/86, της 23ης Μαΐου 1986, ΕΕ L 139, σ. 45). Ο κοινοτικός νομοθέτης αύξησε λοιπόν την ενίσχυση κατά 20 % περίπου, καθορίζοντάς την από 101, 31 Ecu ανά εκτάριο το 1985 (απόφαση 85/329/ΕΟΚ, της 28ης Ιουνίου 1985, ΕΕ L 169, σ. 94) σε 121,80 Ecu το 1987 (κανονισμός 1904/87, της 2ας Ιουλίου 1987, ΕΕ L 182, σ. 47).

Τι να πει κανείς μετά απ' όλ' αυτά; Κατά την άποψή μου, υπήρξε ένα πρώτο αποτέλεσμα. Η υπόθεση των ζυμαρικών είναι πολύ πιο περίπλοκη απ' όσο την εμφανίζουν απλοϊκές συγκρίσεις, χονδροειδείς ανακρίβειες και αινιγματικές αποσιωπήσεις. Τολμώ να πώ: διαφέρει από κάθε άλλη προηγούμενη υπόθεση σε θέματα ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, καθόσον η επίδικη εθνική νομοθεσία αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζει η Κοινότητα εδώ και 20 χρόνια μια σημαντική πτυχή της γεωργικής πολιτικής της και διαδραματίζει ρόλο μεγάλης σημασίας στο πλαίσιο της εξωτερικής εμπορικής δράσεώς της. Είναι προφανές ότι τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω ρύθμιση συμβιβάζεται προς το άρθρο 30 της Συνθήκης είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι, χωρίς να εκτιμηθούν προσεκτικά όλες οι συνέπειες σε εσωτερικό (υπό την διπλή έννοια του εθνικού και του ενδοκοινοτικού) και διεθνές επίπεδο, δεν είναι δυνατό να συναχθεί ούτε το συμπέρασμα ότι υπάρχει ασυμβίβαστο.

4. 'Υστερα από τις γενικές αυτές παρατηρήσεις, νομίζω ότι είναι καιρός να έλθω, στην εξέταση της επίδικης ρυθμίσεως, χωρίς, πάντως, να υπεισέλθω στις πολλαπλές και περίπλοκες λεπτομέρειές της - με αυτές ασχολούνται κατά τρόπο υποδειγματικό οι εκθέσεις για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο νόμος 580 της 4ης Ιουλίου 1967 δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση, όπως το χαρακτήρισε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, απλώς "νόμο-συνταγή", αλλ' εκτενές και οργανικό νομοθέτημα που περιλαμβάνει όλη τη ρύθμιση σχετικά με την "επεξεργασία και εμπορία των σιτηρών, αλεύρων, άρτου και ζυμαρικών". Ειδικότερα, οι κανόνες που διέπουν τα ζυμαρικά παρατίθενται στον τίτλο ΙV, άρθρα 28 μέχρι 36, καθώς και σε μερικές μεταβατικές διατάξεις: το άρθρο 50, το δεύτερο εδάφιο του οποίου περιέχει την απαγόρευση, η οποία αποτέλεσε και το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλαν ο Pretore του Bolzano και ο Pretore του Μιλάνου, καθώς και το άρθρο 51.

Κατά το άρθρο 28, ως "ζυμαρικά ... από σκληρό σίτο" νοούνται τα προϊόντα που λαμβάνονται "λωροτομώντας, προσδίδοντας επιμήκη σχήματα και αφυδατώνοντας τη ζύμη που παρασκευάζεται... αποκλειστικά ... από σιμιγδάλι σκληρού σίτου και νερό". Τα ζυμαρικά με συγκεκριμένη σύσταση και υποχρεωτική ονομασία είναι τα "αφυδατωμένα" ζυμαρικά που ονομάζω "τυποποιημένα" αυτά όμως δεν εξαντλούν το ευρύ φάσμα των ζυμαρικών που παράγονται νομίμως. Ειδικότερα επιτρέπεται η παρασκευή των: α) "paste speciali contenenti vari ingredienti" ((ειδικά ζυμαρικά που περιέχουν διάφορα υλικά)) (άρθρο 30), β) "paste con l' impiego di uova" ((ζυμαρικά που παρασκευάζονται με αυγά)) (άρθρο 31), γ) "paste dietetiche" ((διαιτητικά ζυμαρικά)) (άρθρο 32) και δ) "paste alimentari fresche" ((ρευστά ζυμαρικά)) (άρθρο 33).

Μεταξύ των προϊόντων αυτών, τα δύο πρώτα είναι αφυδατωμένα: τουλάχιστον όσον αφορά την προετοιμασία τους, πρέπει να παρασκευάζονται με σιμιγδάλι από σκληρό σίτο, και διατίθενται στο εμπόριο με την ονομασία "pasta di semola di grano duro" ((ζυμαρικά σιμιγδαλιού από σκληρό σίτο)) περιλαμβάνοντα κατάλογο των συστατικών που προστίθενται (για παράδειγμα σπανάκι ή αγκινάρες: άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο), και "pasta all' uovo" ((ζυμαρικά που περιέχουν αυγά)) (άρθρο 31, δεύτερο εδάφιο). Για την προετοιμασία των άλλων ειδών ζυμαρικών, αντίθετα, επιτρέπεται η χρήση αλεύρων από μαλακό σίτο (άρθρο 33, τρίτο εδάφιο) όσον αφορά τους λόγους της μοναδικής αυτής εξαιρέσεως, η ιταλική κυβέρνηση μας παρέσχε ποικίλες διευκρινίσεις. Η εγκυρότερη, κατά την άποψή μου, είναι εκείνη που στηρίζεται στην πληθώρα των τόπων όπου παρασκευάζονται τα ρευστά ζυμαρικά και στις δυσχέρειες που το γεγονός αυτό συνεπάγεται για τον έλεγχο της περιεκτικότητάς τους σε μαλακό σίτο. Πράγματι, κατά το χρόνο εκδόσεως του νόμου 580, η βιομηχανία αφυδατωμένων ζυμαρικών και το αντίστοιχο δίκτυο διανομής ήσαν ακόμη πολύ περιορισμένα. Στις οικογένειες, στα μαγειρεία της υπαίθρου αλλά και στα εστιατόρια των πόλεων τα ζυμαρικά - προοριζόμενα να καταναλωθούν αυθημερόν - ήταν κυρίως "σπιτίσια" και για τις οικιακές χειροποίητες αυτές παραγωγές εχρησιμοποιείτο το αλεύρι που διετίθετο στην αγορά και που, κυρίως στο Βορρά, δεν προερχόταν πάντοτε από σκληρό σίτο.

"Pasta, tipi di pasta, paste" (ζυμαρικά, τύποι ζυμαρικών, είδη ζυμαρικών): πρόκειται για απλές λέξεις, θα σκεφθεί κανείς που δεν γνωρίζει κατά βάθος την Ιταλία και τη γλώσσα της, για το ίδιο πράγμα. Τα πράγματα όμως δεν έχουν έτσι. Κατά το Dizionario enciclopedico Treccani, ως "ζυμαρικά" νοείται όχι μόνο "η ζύμη από άλευρα, που έχει καταστεί σκληρή και συμπαγής με το κατάλληλο ανακάτωμα", αλλά και η ζύμη από "άλευρα σιτηρών ή σιμιγδάλι, που δεν έχει υποστεί ζύμωση και που, ύστερα από διάφορα στάδια επεξεργασίας και αφυδατώσεως, προσλαμβάνει τη μορφή των διαφόρων τύπων ζυμαρικών". Στην ίδια, πάντως, έγκυρη αυτή πηγή διευκρινίζεται ότι ο όρος "pasta" στον ενικό "έχει κατά κανόνα πολυσήμαντη σημασία, ενώ 'paste" στον πληθυντικό, που χρησιμοποιείται στο εμπόριο, σημαίνει σχεδόν αποκλειστικά ένα πλέγμα διαφόρων τύπων ή ειδών ζυμαρικών".

Με δεδομένες τις διευκρινίσεις αυτές, προτείνω νέα ανάγνωση των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Διαπιστώνω ότι ο όρος "pasta" του άρθρου 28 αποτελεί εμπορική ονομασία γένους, ενώ τα "προϊόντα" για τα οποία γίνεται λόγος στην ίδια διάταξη και τα οποία παρασκευάζονται υποχρεωτικά και αποκλειστικά με "σιμιγδάλι από σκληρό σίτο", καθώς και στον πληθυντικό οι "paste" των άρθρων 30 μέχρι και 33 είναι ονομασίες των τύπων ζυμαρικών, δηλαδή που προσδιορίζουν το υλικό ή τα υλικά με βάση τα οποία παρασκευάζονται. Ας προστεθεί ότι η πρώτη ονομασία τίθεται υποχρεωτικά σε κάθε συσκευασία του προϊόντος αυτού και ακολουθούν πάντα οι δεύτερες. Πράγματι, κατά το άρθρο 35, "η συσκευασία ή το περιτύλιγμα πρέπει να αναγράφουν στην ιταλική γλώσσα την ονομασία και τον τύπο του ζυμαρικού με ανεξίτηλους και απόλυτα ευανάγνωστους χαρακτήρες". Εξάλλου, οι παραπάνω ονομασίες πρέπει να είναι αυτές που προβλέπουν τα άρθρα 28 έως 33, πρέπει να αναγράφονται με τη σειρά και χωρίς να συνοδεύονται από άλλους ποιοτικούς χαρακτηρισμούς ή εικονογραφημένα σύμβολα, ικανά να παραπλανήσουν τον αγοραστή.

'Οσον αφορά ειδικότερα τα αφυδατωμένα ζυμαρικά, απομένει να εξεταστεί ποια είναι από τεχνική άποψη η σημασία λέξεων, όπως "spaghetti", "vermicelli", "bucatini", "maccheroni" "rigatoni", "fusilli", "penne", "linguine", "orecchiette", "malloreddus" κλπ., όρων που δεν αναφέρει ο νόμος. Κατά την άποψή μου, οι όροι αυτοί αποτελούν μερικές από τις αναρίθμητες ονομασίες είδους των σχημάτων που μπορούν να προσλάβουν τα ζυμαρικά και ο λόγος για τον οποίο ο νόμος τους αγνοεί συνίσταται ακριβώς στο ότι - τουλάχιστον στην Ιταλία (αλλά και σε άλλες χώρες όπως θα δούμε στη συνέχεια) - ο αριθμός τους είναι απεριόριστος ή εξαντλείται μόνον εκεί όπου σταματά η φαντασία των παρασκευαστών τους. Συμπερασματικά, ήταν αδύνατο ή κυριολεκτικά επικίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τη σύγχυση που η ρύθμιση αυτή θα συνεπαγόταν για τους καταναλωτές, να επιβληθεί στους παρασκευαστές ζυμαρικών η υποχρέωση να διευκρινίζουν για κάθε είδος ζυμαρικού το υλικό από το οποίο έχει παραχθεί. Κατά τη συλλογιστική του ιταλού νομοθέτη, στην περίπτωση αυτή ήταν προτιμότερη η γενική πληροφόρηση των αγοραστών ως προς τη φύση κάθε προϊόντος, υποχρεώνοντας τους παρασκευαστές να χρησιμοποιούν μόνο την ονομασία-τύπο που είναι κοινή για όλα τα είδη αφυδατωμένων ζυμαρικών: δηλαδή "ζυμαρικά σιμιγδαλιού από σκληρό σίτο" του άρθρου 28.

Δυο λόγια ακόμη για τους σκοπούς του νόμου. Ο πρώτος, για τον οποίο κανείς από τους παρεμβαίνοντες δεν εξέφρασε αμφιβολίες, συνίσταται στη διασφάλιση της ποιότητας των ζυμαρικών και, συνακόλουθα, των συμφερόντων του καταναλωτή: πράγματι, είναι γνωστό ότι μόνο τα ζυμαρικά που παρασκευάζονται με σκληρό σίτο δεν κολλούν στο βράσιμο και σερβίρονται όπως τα προτιμούν οι Ιταλοί: "al dente" (και συνεπώς, όπως έγραφε ο Andre Gide στο Journal, 22 Ιουνίου 1942, "να γλιστρούν και από τις δύο πλευρές του πιρουνιού"). Ο δεύτερος σκοπός είναι κοινωνικός. Το 1967, βούληση του νομοθέτη ήταν να ενθαρρύνει την καλλιέργεια του σκληρού σίτου που αποτελεί για ορισμένες περιοχές του Mezzigiorno τη μοναδική δυνατή παραγωγή. Με άλλα λόγια, υποχρεώνοντας τους παρασκευαστές ζυμαρικών να χρησιμοποιούν αποκλειστικά αυτόν τον τύπο σιτηρού, ο ιταλός νομοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει στον καλλιεργητή τους σταθερή αγορά για τη διάθεσή τους στο εμπόριο και, κατά συνέπεια, ασφαλές εισόδημα. Πρέπει να παρατηρηθεί, συναφώς, ότι ο σκληρός σίτος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή και προορίζεται αποκλειστικώς για τη βιομηχανία ζυμαρικών, εκτός από την παραγωγή ασήμαντων ποσοτήτων couscous (αράπικου σιμιγδαλιού).

5. 'Ετσι, έχοντας φωτίσει τις βασικές πτυχές και τους στόχους της ιταλικής ρυθμίσεως, θεωρώ χρήσιμο να εξετάσω τον αντίκτυπό της επί της ευρωπαϊκής αγοράς και γενικότερα την εξέλιξη που είχε τα τελευταία χρόνια η παραγωγή και το ενδοκοινοτικό εμπόριο των ζυμαρικών από σκληρό σίτο. Προς τούτο θα κάνω χρήση των εγγράφων που κατέθεσε η Unipi (παραρτήματα 5, 10, 17) και των ετήσιων δημοσιεύσεων του instituto centrale di statistica italiano (Istat) (( Ιταλικής Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας)).

Τρεις κατηγορίες στοιχείων νομίζω ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πρώτη κατηγορία αφορά μόνο το έτος 1985. Κατά το έτος αυτό: πρώτον, η κοινοτική παραγωγή ζυμαρικών (γενικώς) ανήλθε σε 2 316 000 τόνους, από τους οποίους το 71 % (1 650 000 τόνοι) παρασκευάστηκαν στην Ιταλία, β) μεταξύ των κρατών μελών που δεν διαθέτουν ανάλογους με τον ιταλικό νόμους περί καθαρότητας, η Γερμανία παράγει 209 000 τόνους, η Ολλανδία 32 000 και το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο 22.000 τόνους, και γ) τα παραπάνω τέσσερα κράτη εισήγαγαν από την ιταλική χερσόνησο 278 692, 37 441 και 75 758 μετρικούς στατήρες ζυμαρικών από σκληρό σίτο αντίστοιχα. Η δεύτερη κατηγορία στοιχείων αφορά το χρονικό διάστημα 1967-1987: ενώ κατά το πρώτο ήμισυ, δηλαδή μέχρι το 1976, οι ετήσιες εξαγωγές ζυμαρικών του υπό εξέταση τύπου από την Ιταλία προς την υπόλοιπη κοινή αγορά αυξήθηκαν από 102 182 σε 684 808 μετρικούς στατήρες, κατά το δεύτερο ήμισυ έφτασαν στο 1 680 686 στατήρες. Με άλλα λόγια, κατά την πρώτη εικοσαετία εφαρμογής του νόμου 580, η ποσότητα ζυμαρικών από σιμιγδάλι που εξήγαγε η Ιταλία στην ΕΟΚ αυξήθηκε κατά 1 645 %.

Τέλος, ας εξετάσουμε τον πίνακα εξαγωγών ζυμαρικών από την Ιταλία προς τα τέσσερα κράτη μέλη που προανέφερα κατά το έτη 1981 και 1987:

(σε στατήρες)

------------------------------------

Ζυμαρικά που Ζυμαρικά που δεν Μη κατονομαζόμενα

περιέχουν αυγό περιέχουν άλευρο ζυμαρικά από μαλακό σίτο ------------------------------------

Κλάση του (1902/19.00) (1902/19.10) (1902/19.90)

κοινού δασμολογίου ------------------------------------Βέλγιο/ Λουξεμβούργο 1981 7 650,66 78 308,61 4 361,80

1987 12 411,85 109 021,63 11 849,29

Κάτω Χώρες 1981 984,70 26 368,28 7 194,52

1987 9 361,28 43 440,32 40 110,54

Ομοσπονδιακή 1981 210 408,60 236 001,89 28 833,09

Δημοκρατία 1987 179 435,28 372 712,28 30 623,37

της Γερμανίας ------------------------------------Σύνολο 1981 219 043,96 340 678,78 40 389,41

1987 201 208,41 525 174,23 82 583,20

------------------------------------

Εκείνο που παρατηρείται είναι ότι, ενώ οι εξαγωγές ζυμαρικών που περιέχουν αυγό (για την παρασκευή των οποίων δεν γνωρίζουμε αν χρησιμοποιήθηκε και μαλακός σίτος) σημειώνουν μείωση που οφείλεται κυρίως στη Γερμανία, οι εξαγωγές ζυμαρικών από σκληρό σίτο αυξάνουν παντού και σημαντικά. Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Από τους παρεμβαίνοντες, οι ενώσεις των ιταλών παραγωγών ζυμαρικών το αποδίδουν στην ανώτερη ποιότητα του προϊόντος μας ενώ η κυβέρνηση της Χάγης τους απαντά ότι, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, η ποιότητα είναι "υποκειμενική έννοια για την οποία μπορεί να υφίστανται και (στην πραγματικότητα) υφίστανται διαφορετικές αντιλήψεις" σε κάθε κράτος μέλος. Για παράδειγμα, είναι πασίγνωστο ότι η προτίμηση του "βόρειου" καταναλωτή στρέφεται προς τα ζυμαρικά από μαλακό σίτο.

Στηριζόμενη σε χιλιετή πείρα - de gustibus non est disputandum - η παρατήρηση των Κάτω Χωρών είναι εύστοχη. Πάντως, οι αριθμοί που προανέφερα αποδεικνύουν ότι οι γευστικές προτιμήσεις (ακόμη και σε λαϊκό επίπεδο, και ειδικότερα στο επίπεδο των ολλανδών καταναλωτών) επιδέχονται μεταστροφή. Συμπερασματικά, δεν αμφισβητείται ότι τα ζυμαρικά από σκληρό σίτο κατακτούν ολόκληρη την Ευρώπη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, ο κοινοτικός νομοθέτης θέσπισε διατάξεις που προβάλλουν, αν όχι την ανώτερη ποιότητα, οπωσδήποτε όμως την ουσιαστική διάκριση των εν λόγω ζυμαρικών από εκείνα που παρασκευάζονται με μαλακό σίτο. Εννοώ τα κριτήρια που καθόρισε η Επιτροπή για την καταβολή της ενισχύσεως υπέρ του σκληρού σίτου και τον καθορισμό της τιμής παρεμβάσεως για τον άλλο τύπο σιτηρού.

Συγκεκριμένα, αφενός μεν προβλέπεται ότι για να λάβει κοινοτική ενίσχυση, το durum πρέπει "να έχει ποιοτικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά αποδεικνύοντα ότι τα ζυμαρικά που παράγονται από τη μεταποίησή του δεν παρουσιάζουν την ιδιότητα να κολλούν όταν μαγειρεύονται" (κανονισμός 2835/77, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/019, σ. 206), αφετέρου δε ότι η παρέμβαση χωρεί μόνον εφόσον "η ζύμη που λαμβάνεται από τον εν λόγω (μαλακό) σίτο δεν κολλά κατά την μηχανική κατεργασία" (κανονισμός 1580/86, της 23ης Μαΐου 1986, ΕΕ L 139, σ. 34).

Κατ' εμέ, πρόκειται για διατάξεις με ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, όσον αφορά το σκληρό σίτο, η χορήγηση της ενισχύσεως εξαρτάται από "γαστρονομικής φύσεως" προϋπόθεση που ανάγεται ευθέως στην επιλογή του καταναλωτή: μεταξύ πρώτης ύλης και χαρακτηριστικού γνωρίσματος του τελικού προϊόντος υφίσταται στενότατη σχέση που επιτρέπει έτσι τη διάκριση των ζυμαρικών από σκληρό σίτο όχι μόνον από εκείνα που παρασκευάζονται με μαλακό σίτο αλλά και από τα προερχόμενα από προσμίξεις και, γιατί όχι, από εκείνα που, παρόλον ότι παρασκευάστηκαν με durum, εντούτοις έχουν την ιδιότητα να κολλούν όταν μαγειρεύονται (στο νου μου έρχεται ο σκληρός σίτος που καλλιεργείται σε ορισμένες περιοχές, όπως εκείνες της κεντρικής Ευρώπης, που δεν ευνοούν λόγω κλιματολογικών συνθηκών την ανάπτυξη του οικείου τύπου σιτηρών). Αντιθέτως, στην περίπτωση του μαλακού σίτου, η προϋποτιθέμενη ιδιότητά του να μην κολλά όταν μαγειρεύεται συνδέεται με το στάδιο της βιομηχανικής επεξεργασίας των ζυμαρικών και, συνεπώς, δεν έχει καμία σχέση με την ανθρώπινη κατανάλωση.

6. Οι αναφορές που έκανα προ ολίγου στην ενίσχυση και στην τιμή παρεμβάσεως για το σκληρό και μαλακό σίτο με επαναφέρουν στο θέμα της κοινοτικής πολιτικής και των κανόνων περί κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα των σιτηρών. Συνοπτικά και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ελέχθησαν συναφώς με τις εκθέσεις για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η κατάσταση του σκληρού σίτου, όπως εμφανίζεται σήμερα στην Κοινότητα, μπορεί να περιγραφεί ως ακολούθως

α) Εδώ και μερικά έτη υπάρχει αυτάρκεια στον εφοδιασμό, ενώ περίπου το 75 % της παραγωγής συγκεντρώνεται στην κεντρική και μεσημβρινή Ιταλία.

β) Οι πωλούμενες στην παρέμβαση ποσότητες είναι σημαντικές και αυξάνουν συνεχώς (από 588 000 τόνους κατά το 1985-1986 ανήλθαν σε 668 000 τόνους το 1986-1987 αλλά για την πληρότητα του πράγματος υπενθυμίζω ότι κατά το παρελθόν έτος, η αντίστοιχη ποσότητα μαλακού σίτου ανήλθε σε 1 690 000 τόνους).

γ) Παρόλον ότι η προσφορά σκληρού σίτου είναι πλεονασματική, συνεχώς αυξάνουν οι εισαγωγές του σίτου αυτού από τρίτες χώρες και κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά την Επιτροπή, υπεύθυνοι του φαινομένου είναι, αφενός, τα κράτη μέλη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, και αφετέρου οι ιταλοί παρασκευαστές ζυμαρικών. Τα πρώτα, που είναι απόλυτα γνωστό ότι δεν παράγουν durum ή παράγουν ελάχιστα, προτιμούν να εφοδιάζονται με το προϊόν αυτό από μη ευρωπαϊκές αγορές οι δεύτεροι τον αγοράζουν όχι λόγω ελλείψεως πρώτης ύλης, αλλ' αποκλειστικώς για λόγους ποιότητας. Πράγματι, φαίνεται ότι το αμερικανικό προϊόν, αναμεμιγμένο με ευρωπαϊκό σκληρό σίτο, προσδίδει στα ζυμαρικά "ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όσον αφορά την εμφάνισή τους (ειδικά στο χρώμα) που απαιτούν οι καταναλωτές ... (και που είναι αδύνατον να επιτευχθούν) με την προσθήκη χρωστικών ή πρόσθετων ουσιών απαγορευόμενων από το νόμο" (απάντηση της Επιτροπής σε ερώτηση του Δικαστηρίου, σ. 2).

Οφείλω να προσθέσω ότι τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία συνοδεύονται από μία παρατήρηση και μία παράλειψη που εγείρουν εκ νέου αμφιβολίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει το ρόλο του ο amicus curiae. Πράγματι, η Επιτροπή ανησυχεί μήπως οι εισαγωγές εκ μέρους των ιταλών παρασκευαστών θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των γεωργών που απασχολούνται στον τομέα αυτό, τη στιγμή που είναι προφανές ότι, απηχώντας "αποκλειστικά" μια αισθητική ανάγκη, η ανταγωνιστική ικανότητά τους στην κοινοτική παραγωγή είναι ανύπαρκτη. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν κάνει λόγο για τα αίτια που ωθούν τις βόρειες χώρες να εισάγουν σκληρό σίτο από χώρες εκτός της Ευρώπης, ούτε εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η Κοινότητα δεν θεσπίζει μέτρα ικανά να περιορίσουν ή, τουλάχιστον, να θέσουν υπό έλεγχο τα εν λόγω εμπορικά ρεύματα.

δ) Οι αποφάσεις για την προοδευτική μείωση της διαφοράς μεταξύ των τιμών παρεμβάσεως των δύο τύπων σίτου και για τη θέσπιση αυστηρότερων κριτηρίων χορηγήσεως στο durum (ιδιότητα του ζυμαρικού να μη κολλά όταν μαγειρεύεται) της ενισχύσεως αποβλέπουν κυρίως στη μη "επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων (με σκληρό σίτο προς) το βορρά (της Κοινότητας)... σε βάρος του μαλακού σίτου" (παρατηρήσεις της Επιτροπής στην υπόθεση 407/85). Αλλ' όπως γνωρίζουμε, το Συμβούλιο προέβλεψε ακόμη και την αύξηση της ενισχύσεως είναι προφανές ότι, παρεμβαίνοντας σε μία κατάσταση αγοράς που διακρίνεται από πλεονασματική προσφορά του εν λόγω προϊόντος, το μέτρο αυτό επιβλήθηκε αποκλειστικά για λόγους κοινωνικής πολιτικής. Για να εκφραστώ διαφορετικά, η ενίσχυση, η οποία θεσπίστηκε για να τονώσει μια παραγωγή με χρόνιο έλλειμμα, ικανοποιεί σήμερα μια επιτακτική ανάγκη που είναι συγχρόνως ετερόκλιτη και έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων αναγκών που διέπουν τη δράση της Κοινότητας στον τομέα: την ανάγκη διασφαλίσεως πάση θυσία, υπέρ των γεωργών της νότιας Ευρώπης, ενός δίκαιου επιπέδου ζωής. Αυτό όμως συνεπάγεται ότι, παρ' όλη την τρομερή εμπορική ανάπτυξη που σημείωσε τα τελευταία είκοσι χρόνια η βιομηχανία ζυμαρικών, δεν αποτελεί ακόμα για τους παραπάνω γεωργούς επαρκώς σταθερή και επικερδή αγορά.

Ενόψει των δεδομένων αυτών, έρχομαι να εξετάσω τις συνέπειες που κατά την Επιτροπή έχει η ενδεχόμενη αναθεώρηση των εθνικών νομοθεσιών περί καθαρότητας στις σχέσεις durum-ζυμαρικών και στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Καταρχάς, η Επιτροπή δέχεται ότι η απαγόρευση εμπορίας ζυμαρικών από μαλακό σίτο ενέχει κάποια σημασία τόσο για τη διάθεση της παραγωγής σκληρού σίτου (συνεπώς δε και για τους παραγωγούς), όσο κυρίως και για τις δαπάνες που βαρύνουν την κοινή οργάνωση σιτηρών. Στην πραγματικότητα, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, "εφόσον η μείωση της καταναλώσεως σκληρού σίτου δεν γίνεται σε βάρος των εισαγωγών, το τμήμα της κοινοτικής παραγωγής που δεν χρησιμοποιείται πρέπει να εξάγεται προς τις τρίτες χώρες (ή) μέσω των αποθεμάτων παρεμβάσεων (ή) απευθείας από την αγορά. Πρέπει, πάντως, να λαμβάνεται υπόψη ότι οι δυνατότητες διαθέσεως στην παγκόσμια αγορά είναι πολύ περιορισμένες. Σε περίπτωση πωλήσεως στην εν λόγω αγορά, το σχετικό κόστος που βαρύνει τον προϋπολογισμό, υπολογιζόμενο με βάση τις δαπάνες λόγω παρεμβάσεως και εξαγωγής για την οικονομική χρήση 1985, εκτιμάται σε 39 περίπου εκατομμύρια Ecu (εφόσον γινόταν δεκτό) ποσοστό 10 % μαλακού σίτου στα ζυμαρικά και σε 195 περίπου εκατομμύρια Ecu σε περίπτωση περιεκτικότητας 50 % μαλακού σίτου στα ζυμαρικά" (προαναφερθείσες παρατηρήσεις, σ. 9).

Νομίζω ότι πρόκειται για αριθμούς ικανούς να θορυβήσουν ακόμη και τον Υπουργό Οικονομικών της Γής της Επαγγελίας. Λησμονώντας τις προτάσεις περί εξυγιάνσεως που περιελάμβανε η έκθεση του 1987 (σημείο 3 ανωτέρω), η Εκτελεστική Επιτροπή σπεύδει αντίθετα να παρατηρήσει ότι οι παραγωγοί σκληρού σίτου δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από την κατάργηση της επίδικης απαγορεύσεως, εφόσον γι' αυτούς θα προνοήσει ούτως ή άλλως η κοινή οργάνωση με τη χορήγηση ενισχύσεως και εφόσον οι υπηρεσίες της Επιτροπής επεξεργάζονται προτάσεις νομοθετικού περιεχομένου και νέα διαρθρωτικά μέτρα. Πάντως, προστίθεται ότι τα μέτρα αυτά δεν πρόκειται να ληφθούν σύντομα. Για το λόγο αυτόν ενδείκνυται τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να συνεχίσουν, εν αναμονή της λήψεως των μέτρων αυτών, να απαιτούν από τους εγχώριους παραγωγούς ζυμαρικών την τήρηση των κανόνων καθαρότητας.

'Εχω ήδη εξηγήσει ποιες αντιφάσεις υποκρύπτει αυτή η συλλογιστική. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω τώρα ότι είναι αποκαλυπτική μιας εκπληκτικής αφελείας: έχοντας επίγνωση των δυσχερειών που διατρέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει, η Επιτροπή επικαλείται την εφαρμογή του άρθρου 30, ελπίζοντας στη συνέχεια ότι κάποιος άγιος - ταχεία έγκριση εκ μέρους του Συμβουλίου και ευμενής αποδοχή εκ μέρους των κρατών μελών - θα παρέμβει για να της βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Αλλά τα πράγματα διεθνώς εξελίσσονται διαφορετικά. Εκείνο που έχει σημασία στις περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη δεν είναι οι καλές προθέσεις: είναι οι νόμοι της αγοράς και του ανταγωνισμού, κυρίως όταν το προϊόν που πρόκειται να ελευθερωθεί είναι ευρείας καθημερινής καταναλώσεως και η πραγματική φύση των συστατικών στοιχείων του μπορεί εύκολα να παραπλανήσει τον αγοραστή.

Ας μη πνιγόμαστε, λοιπόν, σε μια κουταλιά νερό. Αν το κοινοτικό εμπόριο των ζυμαρικών ελευθερωνόταν, θα είχαμε αφενός μεν σημαντικά φαινόμενα πλεονασμάτων και, συνακόλουθα, πολύ σημαντικότερες δαπάνες για τα κοινοτικά ταμεία, αφετέρου δε την εξαφάνιση από τις μεσημβρινές περιοχές που παράγουν το μεγαλύτερο τμήμα του ευρωπαϊκού durum, της μοναδικής δυνατότητας εμπορικής διαθέσεώς του στην οποία μπορούν να υπολογίζουν οι καλλιεργητές. Η τελευταία αυτή συνέπεια είναι αποφασιστικής σημασίας: η κοινοτική πολιτική για το σκληρό σίτο, που χάραξε και ανέπτυξε το Συμβούλιο με βάση τη στενή οικονομική αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζει τη σχέση durum-ζυμαρικών, θα επηρεαζόταν μέχρις αναστατώσεως, όπως συμβαίνει ύστερα από ξαφνικό και καταστροφικό σεισμό.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν αρνούμαι ότι μια απόφαση τόσο σημαντική - ικανή, επαναλαμβάνω, να αναστατώσει τη λειτουργία ενός κοινού γεωργοεμπορικού τομέα, ενός τομέα που επιπλέον γνώρισε κατά τα έτη της συνυπάρξεως μεταξύ των εθνικών νόμων καθαρότητας και των κοινοτικών κανόνων το φαινόμενο η ΕΟΚ να μεταβάλλεται από εισαγωγέας σε καθαρό εξαγωγέα σκληρού σίτου - είναι δικαιολογημένη στο βαθμό που πρόκειται για υπέρτερες αξίες. Εντούτοις, νομίζω ότι δεν μπορεί όπως θα επιθυμούσε η Επιτροπή, να "ακολουθείται" ή να "συνοδεύεται" απλώς και μόνο από διατάξεις προσαρμογής ή στηρίξεως. Απόφαση του είδους αυτού πρέπει να προηγείται μιας μεγαλόπνοης νομοθετικής μεταρρυθμίσεως ή να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας μεταρρυθμίσεως που να είναι σε θέση να εξισορροπεί το σύνολο των συμφερόντων που διακυβεύονται στην αγορά του σίτου. Στη συνέχεια θα εξετάσω με ποιο τρόπο και με ποιο περιεχόμενο.

7. Στην κοινοτική πολιτική και ρύθμιση των θεμάτων σκληρού σίτου εντάσσεται και η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ ΕΟΚ και Ηνωμένων Πολιτειών για τις κοινοτικές εξαγωγές ζυμαρικών προς τη χώρα αυτή. Το γεγονός ανάγεται στο 1985. Για λόγους που είναι περιττό να εξεταστούν εδώ, οι αμερικανοί αποφάσισαν να επιβάλουν, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει στα πλαίσια της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GΑΤΤ), πρόσθετους δασμούς στις εισαγωγές ευρωπαϊκών ζυμαρικών "εκτιμώντας ότι τα μέτρα αυτά προκαλούν (σημαντική) ζημία στους ενδιαφερόμενους κοινοτικούς παραγωγούς" (δηλαδή στους καλλιεργητές σκληρού σίτου και στις βιομηχανίες ζυμαρικών), το Συμβούλιο αντέδρασε, αυξάνοντας τους δασμούς που εφαρμόζονται στις αμερικανικές εξαγωγές εσπεριδοειδών και καρυδιών (κανονισμός 3068/85, της 27ης Ιουνίου 1985, ΕΕ L 292, σ. 1). Οι διαπραγματεύσεις υπερέβησαν σε διάρκεια το ένα έτος και ήταν πολύ δύσκολες. Τελικά, έχοντας την πρόθεση να θέσουν τέρμα σε μια επικίνδυνη για όλους διένεξη και προκειμένου "να αποφευχθεί νέα σύγκρουση ... σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή για το παγκόσμιο σύστημα ανταλλαγών", τα ενδιαφερόμενα μέρη συνήψαν το διακανονισμό της 15ης Σεπτεμβρίου 1987 (ΕΕ L 275 της 29.9.1987, σ. 38).

Συνοπτικά η συμφωνία προβλέπει ότι η Κοινότητα εξάγει προς τις Ηνωμένες Πολιτείες το 50 % των ζυμαρικών στο πλαίσιο του επονομαζόμενου καθεστώτος "ενεργητικής τελειοποιήσεως" (κανονισμός 1999/85, της 16ης Ιουλίου 1985, ΕΕ L 188, σ. 1), χωρίς να καταβάλλονται επιστροφές αντίστοιχη ποσότητα αμερικανικού σκληρού σίτου εισάγεται στην Ευρώπη αδασμολόγητη στα πλαίσια ενός συμψηφισμού. Το υπολοιπόμενο 50 % εξάγεται στην υπερατλαντική αυτή χώρα με μειωμένο ποσοστό (27,5 %) επιστροφών που τα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να επανεξετάσουν σε συνάρτηση με τα απορρέοντα από τις ρήτρες περί ενεργητικής τελειοποιήσεως (άρθρα 1 μέχρι 5) αποτελέσματα. Τέλος, "εάν οποιοδήποτε από τα δύο μέρη προβεί σε ενέργεια υπονομευτική του αποτελέσματος ή της εφαρμογής (του) διακανονισμού ή εάν δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την (ορθή) εφαρμογή του, το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει το διακανονισμό" (άρθρο 11).

Πάντως, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν οι αμερικανοί εταίροι μας θεωρούν ως μέτρο ικανό να "υπονομεύσει το αποτέλεσμα ή την εφαρμογή" της συμφωνίας την χωρίς διακρίσεις ελευθέρωση του κοινοτικού εμπορίου των ζυμαρικών. Αλλά η κοινή λογική με ωθεί στο συμπέρασμα ότι, αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν στις αντίστοιχες χώρες τους τον ανταγωνισμό των ζυμαρικών από μαλακό σίτο που κυκλοφορούν απλώς και μόνο με τις προβλεπόμενες από την οδηγία περί επισημάνσεως προϋποθέσεις, οι ευρωπαίοι παραγωγοί ζυμαρικών από σκληρό σίτο δεν θα παρέμεναν άπρακτοι ούτε νομίζω ότι είναι παράλογο να υποτεθεί ότι η πρώτη τους αντίδραση θα συνίστατο στη μείωση του κόστους παραγωγής, αποκλείοντας ή μειώνοντας τη χρήση του αμερικανικού durum, ενός δηλαδή συστατικού, ο αποκλειστικός σκοπός του οποίου συνίσταται στο να προσδίδει ορισμένο χρώμα στα ζυμαρικά. Εξάλλου, είναι βέβαιον ότι δεν θα σταματούσαν τις εξαγωγές τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και υπό την έννοια αυτή η Κοινότητα θα κατηγορούνταν προφανώς για μη εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών της λόγω τροποποιήσεως των αμφοτεροβαρούς χαρακτήρα όρων στους οποίους επικεντρώνεται ο διακανονισμός.

Ας μου επιτραπεί μία τελευταία αλλ' όχι και αμελητέα, όπως προανέφερα στο σημείο 3, παρατήρηση κατά τα έτη 1986 και 1987 οι κοινοτικές εξαγωγές ζυμαρικών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν αντίστοιχα σε 534 680 και 602 770 μετρικούς στατήρες απ' αυτούς οι 526 992 και 600 021 ήταν made in Italy.

8. Στη συνέχεια προτίθεμαι να εξετάσω ορισμένες πτυχές της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1979, που προανέφερα, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την επισήμανση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33). Διευκρινίζω εξ αρχής ότι το ζήτημα έχει μεγάλη σημασία. Πράγματι, οι κανόνες που περιέχει η πηγή αυτή δικαίου και εγγυώνται στους αγοραστές τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση της φύσεως και της συνθέσεως των επίδικων τροφίμων αποδείχθηκαν καθοριστικοί από δύο απόψεις: αφενός, με βάση τους κανόνες αυτούς το Δικαστήριο επέλυσε όλες τις πρόσφατες υποθέσεις όπου ετίθετο θέμα συμβιβαστού των εθνικών νομοθεσιών προς το κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά την ονομασία των τροφίμων, νομοθεσιών που παρεμπόδιζαν την κυκλοφορία ανάλογων προϊόντων που διατίθενται νομίμως στο εμπόριο σε άλλα κράτη μέλη αφετέρου, οι κανόνες αυτοί επέτρεψαν στην Επιτροπή να ισχυριστεί ότι, στο βαθμό που παρέχεται στους καταναλωτές επαρκής προστασία, η εναρμόνιση των εθνικών ρυθμίσεων σε θέματα συνθέσεως και παραγωγής τροφίμων εφεξής είναι αναγκαία μόνο για λόγους προστασίας της υγείας. Ειδικότερα, περιττεύει νέα ρύθμιση σχετικά με τα ζυμαρικά, αν η οικεία οδηγία επιβάλλει όντως υποχρέωση ενημερώσεως του καταναλωτή ως προς τη φύση των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του προϊόντος και που απαριθμούνται στην επισήμανση ((κοινοποίηση της 19ης Μαρτίου 1979, CΟΜ(79) 128 τελικό προς το Συμβούλιο)).

Η άποψη πάντως αυτή δεν με πείθει. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη, η επίδικη πράξη έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη "θέσπιση των κοινοτικών κανόνων, γενικού και οριζόντιου χαρακτήρα, που θα εφαρμόζονται στο σύνολο των τροφίμων που διατίθενται στο εμπόριο" αντίθετα, "οι κανόνες ειδικού και κάθετου χαρακτήρα, που θα αφορούν μόνο μερικά ... τρόφιμα πρέπει να θεσπιστούν στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τα προϊόντα αυτά" (τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη). 'Οσον αφορά το στόχο που προσδιορίστηκε, ο κοινός κανόνας γενικής εφαρμογής προβλέπει ότι "η επισήμανση και οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους πραγματοποιείται δεν πρέπει ... να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να οδηγούν σε πλάνη τον αγοραστή, ιδίως ... ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου και ιδίως τη φύση, την ταυτότητα, τις ιδιότητες, τη σύνθεση ... (και) τον τρόπο παρασκευής" (άρθρο 2). Οι ίδιοι περιορισμοί εφαρμόζονται επίσης "στην παρουσίαση των τροφίμων και ιδίως στο σχήμα ή στην όψη που δίνεται σ' αυτά ή στη συσκευασία τους, στο υλικό συσκευασίας που χρησιμοποιήθηκε, στον τρόπο που είναι τοποθετημένα καθώς επίσης και στο χώρο εκθέσεώς τους" (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Μεταξύ των ενδείξεων που περιέχει υποχρεωτικά η επισήμανση των τροφίμων περιλαμβάνεται καταρχάς η ονομασία πωλήσεως και ο κατάλογος των συστατικών (άρθρο 3). Ονομασία πωλήσεως ενός τροφίμου είναι "η ονομασία που προβλέπεται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που εφαρμόζονται σ' αυτό ... ή μια περιγραφή του προϊόντος ... αρκετά ακριβής, για να μπορεί ο αγοραστής να πληροφορείται την πραγματική του φύση και να το διακρίνει από προϊόντα με τα οποία θα μπορούσε να το συγχέει" (άρθρο 5, παράγραφος 1). Εξάλλου, τα συστατικά των τροφίμων απαριθμούνται ένα προς ένα "κατά σειρά ελαττούμενης περιεκτικότητος ως προς το βάρος κατά τη στιγμή της χρησιμοποιήσεώς τους" ((άρθρο 6, παράγραφος 5, περίπτωση α) )). Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται, όπως διευκρινίζεται με την παράγραφο 2, στοιχείο γ), για τα προϊόντα που αποτελούνται "από ένα και μόνο συστατικό".

Πρόκειται για ένα πρώτο στοιχείο κατά της θέσεως που προτείνει η Εκτελεστική Επιτροπή με την ανακοίνωση του 1979. Πράγματι, η παράγραφος 2 ισχύει για όλα τα είδη σπαγκέτων, ανεξάρτητα από το αν παρασκευάζονται με σκληρό, μαλακό σίτο ή από σόγια. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε η οδηγία απέχει πολύ, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένους τύπους ζυμαρικών, από το να παρέχει προστασία στον καταναλωτή. Αντιθέτως, υπάρχει κίνδυνος να του δημιουργεί αβεβαιότητα ή να τον αφήνει στην κυριολεξία έκθετο έναντι απάτης ως προς τη φύση και την ταυτότητα του προϊόντος. 'Ερχεται στο νου για παράδειγμα ο van Dijk που, όπως διευκρίνισε η κυβέρνηση της Χάγης, προτιμά τα ζυμαρικά που παρασκευάζονται από μαλακό σίτο: η συσκευασία ιταλικών ζυμαρικών που παρασκευάζονται αποκλειστικά από σκληρό σίτο συνάδει προς την κοινοτική ρύθμιση όταν φέρει στην κύρια όψη της την ονομασία πωλήσεως "spaghetti" ή "vermicelli", χωρίς καμία άλλη ένδειξη, πλην όμως προδίδει τις προσδοκίες του κυρίου van Dijk, εκτός και αν πρόκειται για ειδικό.

Αυτός είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο το ίδιο άρθρο 6 ορίζει στην παράγραφο 6 ότι "οι κοινοτικές διατάξεις και, ελλείψει αυτών, οι εθνικές διατάξεις είναι δυνατό να προβλέπουν ότι σε ορισμένα τρόφιμα η ένδειξη ενός ή περισσοτέρων καθορισμένων συστατικών θα συνοδεύει την ονομασία πωλήσεως" (η υπογράμμιση είναι δική μου). Πάντως, παραμένει το γεγονός ότι η ευχέρεια ("είναι δυνατό") δεν σημαίνει υποχρέωση, ενώ αντίθετα ο σχετικός τομέας απαιτεί την επιβολή υποχρεώσεων - μιας δηλαδή συγκεκριμένης και αυστηρής κοινοτικής ρυθμίσεως σχετικά με τις ονομασίες - αν επιδιώκεται η ελεύθερη κυκλοφορία εντός της κοινής αγοράς προϊόντων που είναι ομοειδή και συγχρόνως διαφέρουν, όπως είναι τα ζυμαρικά από σκληρό και μαλακό σίτο, χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα των καταναλωτών ή άλλες επιτακτικές ανάγκες εσωτερικού ή διεθνούς χαρακτήρα. Εξάλλου, σε άλλους τομείς και για την αντιμετώπιση ανάλογων ζητημάτων, θεσπίστηκε ήδη ανάλογη ρύθμιση. Αναφέρομαι ειδικότερα σε ένα ευρωπαϊκό προϊόν τόσο γνωστό όσο και τα ιταλικά ζυμαρικά: το γαλλικό καμπανίτη οίνο.

9. 'Οσον αφορά τον καμπανίτη, στην πραγματικότητα υφίσταται κοινοτική πράξη - ο κανονισμός 3309/85 του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 1985, ΕΕ L 320, σ. 9 - που παρέχει στον καταναλωτή την ευχέρεια να μη συγχέει τον εν λόγω οίνο με τους αφρώδεις οίνους που παράγονται ακολουθώντας την ίδια μέθοδο αλλά σε άλλες περιοχές της Κοινότητας, διαφορετικές από την ομώνυμη περιοχή της Γαλλίας (Καμπανία). Οι ειδικοί κατανόησαν ότι, όσον αφορά τις ονομασίες των εν λόγω ποτών, έπρεπε να γίνει διάκριση "μεταξύ των υποχρεωτικών ενδείξεων που είναι απαραίτητες για να χαρακτηριστεί το προϊόν ως αφρώδης οίνος ... και των προαιρετικών ενδείξεων που έχουν ως σκοπό ... να το διακρίνουν από τα άλλα ανάλογα ανταγωνιστικά προϊόντα στην αγορά" (τρίτη αιτιολογική σκέψη). Προς το σκοπό αυτό, απαγορεύθηκε στους εκτός της Καμπανίας παραγωγούς να αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στην επονομαζόμενη "μέθοδο Καμπανίας" μέθοδο επεξεργασίας, έστω και αν ακόμη η ένδειξη αυτή χρησιμοποιείται από καιρό και ρυθμίζεται μάλιστα σε ορισμένα κράτη μέλη (Ιταλία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας). Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι, ακριβώς για τον τελευταίο αυτό λόγο, η απαγόρευση θα αρχίσει να ισχύει από το 1994, μετά τη λήξη δηλαδή της περιόδου που αντιστοιχεί σε "οκτώ αμπελουργικές περιόδους" (άρθρο 6, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο).

'Ενα περίπου μήνα μετά την έκδοση του κανονισμού, μια γερμανική εταιρία αφρωδών οίνων (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987 στην υπόθεση 26/86, Deutz κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 941) προσέβαλε τη διάταξη που μόλις προανέφερα ως "εισάγουσα δυσμενή διάκριση". Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα στη διαδικασία προς υποστήριξη του Συμβουλίου, επιδίωξε να υπεραμυνθεί της διατάξεως, ισχυριζόμενη ότι (βλέπε το γαλλικό κείμενο) "αποβαίνει δυσχερής η επίτευξη συμφωνίας ώστε να επιτρέπεται σε μεγάλο αριθμό παραγωγών αφρώδους οίνου της Κοινότητας να χρησιμοποιεί (την ένδειξη) 'μέθοδος Καμπανίας' ... 'Ετσι, μολονότι ... η χρησιμοποίηση του όρου (αυτού) ... δεν προσέκρουε μέχρι σήμερα σε εμπόδια νομικής φύσεως, ικανοί λόγοι γενικού συμφέροντος συνηγορούν υπέρ της απαγορεύσεως από το 1994" (υπόμνημα της παρεμβαίνουσας, σ. 9, η υπογράμμιση είναι δική μου).

Πρόκειται για διφορούμενες εκφράσεις στο βαθμό που δεν καθιστούν κατανοητό να υποτεθεί αν γίνεται αναφορά στους "λόγους γενικού συμφέροντος" για να δικαιολογηθεί η απαγόρευση αναγραφής της ενδείξεως "μέθοδος Καμπανίας" ή για να δοθούν διευκρινίσεις όσον αφορά την έναρξη ισχύος της διατάξεως αυτής μετά τη λήξη μιας μακράς μεταβατικής περιόδου. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι η προθεσμία αυτή ικανοποιούσε τη διττή ανάγκη διαθέσεως των αφρωδών οίνων που έφεραν ήδη ως επισήμανση τις απαγορευμένες ενδείξεις και να εθίσουν τους αγοραστές στις νέες ονομασίες. 'Οσον αφορά δε την απαγόρευση, οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή της είναι τρεις: να αποτραπεί, όπως έχω ήδη πεί, η παραπλάνηση των καταναλωτών, να προστατευθούν οι οινοκαλλιεργητές της Καμπανίας και να διασφαλιστεί - βλέπε ένατη αιτιολογική σκέψη - η τήρηση "των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών σε θέματα προστασίας των ονομασιών προελεύσεως ή των ενδείξεων γεωγραφικής προελεύσεως των οίνων".

Δυστυχώς, ούτε το Συμβούλιο ούτε η Επιτροπή διευκρίνισαν στο πλαίσιο της υποθέσεως 26/86 το περιεχόμενο των εν λόγω "υποχρεώσεων", αλλ' ούτε και εγώ κατάφερα να ανεύρω κάποιο ίχνος στην ισχύουσα νομοθεσία. Αλλά το περιεχόμενο αυτό δεν ενδιαφέρει τους σκοπούς μας. Αντίθετα, εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι η Κοινότητα επικαλείται τις διεθνείς της υποχρεώσεις για να υπερκεράσει τις γενικές διατάξεις μιας "οριζόντιας" οδηγίας, όπως είναι η πράξη της 18ης Δεκεμβρίου 1979, και να θεσπίσει ρύθμιση στηριζόμενη σε μια ειδική και πολύ αυστηρή απαγόρευση. Πράγματι, είναι γνωστό ότι ανάλογες υποχρεώσεις ισχύουν και για τον τομέα μας και, μολονότι αληθεύει ότι δεν αφορούν τουλάχιστον ευθέως την ονομασία των ζυμαρικών, γεγονός παραμένει ότι η ύπαρξή τους και οι λόγοι για τους οποίους αναλήφθηκαν θα έπρεπε να αναγκάσουν τον νομοθέτη των Βρυξελλών να πραγματοποιήσει, mutatis mutandis, ανάλογο ποιοτικό άλμα.

Ο λόγος είναι προφανής. 'Οπως εξήγησα ήδη, το ενδεχόμενο καταργήσεως των νόμων περί καθαρότητας μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις επί του κοινοτικού εμπορίου (συγκεκριμένα του ιταλικού) από και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να τροποποιήσει σε σημαντικό βαθμό τον σημερινό συσχετισμό μεταξύ ζυμαρικών από σκληρό σίτο και ζυμαρικών από μαλακό σίτο, όσον αφορά τον ανταγωνισμό με την πρόσθετη συνέπεια της δυναμιτίσεως - ή τουλάχιστον, όπως θα έλεγε ο Foster Dulles, της υποβολής της σε μια "agonizing reappraisal" ((δραματική επανεκτίμηση)) - μιας συμφωνίας που η ΕΟΚ επέβαλε στους αμερικανούς προκειμένου να υπερασπιστεί τους παραγωγούς σκληρού σίτου και ζυμαρικών. Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να αποφευχθεί παρόμοια καταστροφή αν όχι με τη ρύθμιση του συνόλου του τομέα των ζυμαρικών, από την πρώτη ύλη μέχρι το τελικό προϊόν, μέσω κανόνων ικανών να εξισορροπήσουν την προστασία των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών και των καταναλωτών, αφενός, και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, αφετέρου;

Μπορεί να αντιταχθεί ότι είναι αδύνατη η σύγκριση μεταξύ ζυμαρικών και αφρωδών οίνων ή των ζητημάτων που ανακύπτουν στην πράξη ως προς την ονομασία τους. Στην υπόθεση 26/86, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η "μέθοδος Καμπανίας" είναι ονομασία γεωγραφικής προελεύσεως, ενώ τα "spaghetti" δεν είναι. Επιπλέον: ο όρος "spaghetti", όπως διευκρίνισε η Επιτροπή παρεμβαίνοντας στην υπόθεση Zoni, είναι τρέχων όρος της γερμανικής γλώσσας και κατά συνέπεια δεν υποβάλλει την ιδέα ότι πρόκειται για προϊόν ιταλικής καταγωγής. Εύκολα μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι: α) κατά την έννοια του κανονισμού 3309/85, η "μέθοδος Καμπανίας" δεν αποτελεί ονομασία προελεύσεως, αλλά "μνεία της μεθόδου παρασκευής" των αφρωδών οίνων και β) ο ιταλικότατος όρος "spaghetti" κατέστη δόκιμος όρος του γερμανικού λεξιλογίου για να ληφθεί και από τις άλλες κοινοτικές γλώσσες απλώς και μόνο επειδή, όπως και η "champagne" ((καμπανίτης οίνος)), εκφράζει μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται μετάφραση. Εξάλλου, είμαι πεπεισμένος ότι, διαβάζοντας τον όρο που αναγράφεται σε οποιαδήποτε συσκευασία ζυμαρικών, οι Schmidt και van Dijk δεν τον συνδέουν προς την εικόνα μιας "Bierstube" ή ενός ανεμόμυλου, αλλά μάλλον με τη φασαρία ενός ρωμαϊκού οινομαγειρείου ή με τον ήχο μιας κιθάρας και με θέα το Βεζούβιο στο βάθος.

Εν πάση περιπτώσει, δεν προτίθεμαι να επεκταθώ σε ένα συζητήσιμο και σχεδόν ανεπίκαιρο θέμα για να ολοκληρώσω όσον αφορά το σημείο αυτό, προέχει αντίθετα να υπογραμμίσω δύο γεγονότα: α) όσον αφορά την ονομασία των αφρωδών οίνων, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανειλημμένες διεθνείς υποχρεώσεις της ΕΟΚ, το Συμβούλιο υποκατέστησε τα κράτη μέλη, αποφασίζοντας τον οριστικό αποκλεισμό από την κοινή αγορά των αφρωδών οίνων που παράγονται με τη "μέθοδο Καμπανίας" και τη συνακόλουθη απαγόρευση χρήσεως της ενδείξεως αυτής εκ μέρους πολλών κοινοτικών παραγωγών που το πράττουν κατά παράδοση, β) λαμβάνοντας την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο έκρινε απαραίτητο να παραχωρήσει στους εθνικούς νομοθέτες μακρά προθεσμία για να τροποποιήσουν τις συναφείς διατάξεις τους.

Στην παρούσα υπόθεση, πάντως, η Επιτροπή επιδιώκει την άμεση επίτευξη του αντίθετου αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, επιδιώκει την ελευθέρωση δύο οικονομικών δραστηριοτήτων (παραγωγή και εμπόριο των ζυμαρικών), που διέπονται από εθνικές διατάξεις περί καθαρότητας, τις οποίες η Κοινότητα αποδέχεται από εικοσαετία, και, ακόμη σημαντικότερο, προτίθεται να το πράξει χωρίς τη θέσπιση των αναγκαίων αντιμέτρων προκειμένου α) να προστατεύσει τους καταναλωτές, τους καλλιεργητές σκληρού σίτου και τους παραγωγούς ζυμαρικών που χρησιμοποιούν αποκλειστικά αυτόν τον τύπο σιτηρών, β) να αποτρέψει το ενδεχόμενο όπως οικονομικοί πόροι των Κοινοτήτων εξανεμίζονται από τους αντικτύπους της μεταρρυθμίσεως και γ) να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανεξάρτητα από τα αίτια, δύσκολα μπορεί να διανοηθεί κανείς μια κατευθυντήρια γραμμή περισσότερο απομακρυσμένη από την πολιτική που ακολουθήθηκε στην περίπτωση των αφρωδών οίνων.

10. Προτού ολοκληρώσω τα όσα ανέπτυξα μέχρις εδώ, απομένει προς εξέταση ένα επιχείρημα συνδεόμενο προς εκείνο που μόλις εξέτασα: το περιεχόμενο και η τύχη της προτάσεως οδηγίας περί ζυμαρικών που υπέβαλε η Επιτροπή στις 7 Νοεμβρίου 1968 (GU C 136, σ. 16).

Υπενθυμίζω ότι η πρωτοβουλία αυτή ήταν απόρροια ενός μοναδικού και συγκεκριμένου λόγου: των αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα συνθέσεως, ονομασίας, επισημάνσεως και συσκευασίας των ζυμαρικών που - όπως ισχυρίζεται η Εκτελεστική Επιτροπή στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη - "παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία (των εν λόγω προϊόντων επειδή) δημιουργούν (στην αγορά) προϋποθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού". Κατά συνέπεια, η εναρμόνισή τους ήταν αναγκαία. Προς το σκοπό αυτό καθορίστηκαν δύο κριτήρια - "η φύση και η ποιότητα των σιμιγδαλιών" και "η επιλογή των διαφορετικών ονομασιών ανάλογα με τη σύνθεση των ζυμαρικών" - βάσει των οποίων η Επιτροπή πρότεινε τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας μόνο των ζυμαρικών τα οποία παρασκευάζονται από σκληρό σίτο και στα οποία δόθηκαν πέντε ονομασίες ("ζυμαρικά ανώτερης ποιότητας", "ζυμαρικά" κλπ.). Αντίθετα, τα λοιπά ζυμαρικά μπορούσαν να παρασκευαστούν και να διατεθούν στο εμπόριο, αλλ' όμως αποκλειστικά στο εσωτερικό των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

'Οπως έχω ήδη επισημάνει στο σημείο 3, η πρόταση εγκρίθηκε από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η οποία άλλωστε πρότεινε στην Επιτροπή τη θέσπιση μεταβατικού καθεστώτος, περιέχοντος "κανόνες ως προς την ονομασία και την επισήμανση, προκειμένου να διασφαλίζεται στον καταναλωτή ορθή ενημέρωση", αλλ' απορρίφθηκε από το Κοινοβούλιο. Η Συνέλευση δικαιολόγησε την απόφασή της, παρατηρώντας ότι το σχέδιο δεν έλαβε υπόψη ούτε το ουσιώδες στοιχείο που συνίσταται στην προστασία των αγοραστών, ούτε τις γευστικές προτιμήσεις των λαϊκών στρωμάτων που καταναλώνουν ζυμαρικά παρασκευαζόμενα αποκλειστικά από μαλακό σίτο. Η Νομική Επιτροπή του Κοινοβουλίου υπερθεμάτισε, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι από το υποβληθέν κείμενο δεν προέκυπτε σαφώς αν, εκτός από τις πέντε ονομασίες που προανέφερα, προστατεύονταν και "οι συνήθεις ονομασίες του εμπορίου όπως σπαγγέτι, μακαρόνια, ζυμαρικά για σούπες και λοιπά". Κατόπιν αυτού, η Νομική Επιτροπή του Κοινοβουλίου συνέστησε στην Επιτροπή να διευκρινίσει το σημείο αυτό "και ενδεχομένως να επιφέρει αλλαγές στη διατύπωση (του)".

Την απόρριψη αυτή καθώς και τη συνακόλουθη απόρριψη εκ μέρους του Συμβουλίου (Νοέμβριος του 1970) ακολούθησαν εννέα έτη σιωπής απ' αυτήν εξήλθε η Επιτροπή (Μάρτιο, του 1979) για να αποσύρει την πρότασή της, διαπιστώνοντας "ότι η εξεύρεση λύσεως ήταν ανέφικτη (ειδικά) όσον αφορά την επιλογή πρώτων υλών" (παρατηρήσεις στην υπόθεση 407/85, σ. 6). Με την ανακοίνωσή του, το θεσμικό αυτό όργανο διευκρίνισε επιπλέον ότι "(εν πάση περιπτώσει) ο τομέας των ζυμαρικών ... διέπεται από τις νέες διατάξεις σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων εν γένει. Με βάση τις διατάξεις αυτές, τα ζυμαρικά ... που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή πρέπει ... να περιλαμβάνουν κατάλογο των συστατικών που θα καθιστά δυνατό στον αγοραστή να γνωρίζει τη φύση των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών". Το επιχείρημα αυτό είναι γνωστό και ήδη έχω τονίσει τη σαθρότητά του. Πρέπει, πάντως, να προστεθεί εν προκειμένω ότι, προβάλλοντάς το, η Εκτελεστική Επιτροπή λησμόνησε όχι μόνο το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ ((σύμφωνα με την οποία, όπως γνωρίζει το Δικαστήριο, η ένδειξη των συστατικών δεν είναι υποχρεωτική εφόσον τα προϊόντα αποτελούνται από "ένα (μόνο) συστατικό")), αλλά και την κριτική που άσκησε η Νομική Επιτροπή του Κοινοβουλίου όσον αφορά τις "συνήθεις ονομασίες των ζυμαρικών" και ούτε λίγο ούτε πολύ και το ίδιο το κείμενο του παλιού της σχεδίου.

Πράγματι, ας αναγνώσουμε το άρθρο 5 του σχεδίου αυτού. Τα κράτη μέλη - ορίζεται στην πρώτη παράγραφο - "θεσπίζουν όλες τις ενδεδειγμένες διατάξεις ώστε τα απαριθμούμενα στο παράρτημα προϊόντα να μπορούν να τεθούν στο εμπόριο μόνον εφόσον στη συσκευασία τους αναγράφονται οι ακόλουθες ευκρινείς, ευανάγνωστες και ανεξίτηλες ενδείξεις: η ονομασία που επιφυλάσσεται στα οικεία προϊόντα (όπως "ζυμαρικά ανώτερης ποιότητας", που προφανώς παρασκευάζονται και συσκευάζονται αποκλειστικά από σκληρό σίτο), ακολουθούμενη ή όχι από την ένδειξη του τύπου (για παράδειγμα spaghetti ή vermicelli), αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη, με χαρακτήρες διαστάσεων τουλάχιστον ίσων προς τις λοιπές ενδείξεις". Τα εν λόγω κράτη - συνεχίζεται στην παράγραφο 2 - "μπορούν να απαγορεύσουν την εμπορία των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα, εφόσον δεν ... αναγράφονται σε μία από τις δύο κύριες όψεις της συσκευασίας οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1, στοιχείο α), υποχρεωτικές ενδείξεις" (η υπογράμμιση είναι δική μου).

'Οπως φαίνεται, η Επιτροπή του 1968 είχε κατανοήσει, τουλάχιστον in nuce, ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο των ζυμαρικών περιλαμβάνει μια δημόσιου χαρακτήρα προϋπόθεση: την ονομασία γένους "ζυμαρικά ανώτερης ποιότητας" (η οποία υποδεικνύει τη χρήση του σκληρού σίτου ως πρώτης ύλης) και την ονομασία είδους "spaghetti" ή "vermicelli" (αφορώσα τον τύπο των ζυμαρικών) που πρέπει αμφότερες να εμφαίνονται επί της συσκευασίας. Και κάτι ακόμη. Η Επιτροπή απαιτούσε οι υποχρεωτικές αυτές ενδείξεις να τίθενται στην πλέον ευδιάκριτη πλευρά της συσκευασίας, επιτρέποντας στις εθνικές αρχές να απαγορεύουν την εισαγωγή προϊόντων που ναι μεν πληρούν τις απαιτούμενες κοινοτικές προϋποθέσεις σε θέματα συνθέσεως, χωρίς όμως την προαναφερθείσα παρουσίαση. Αντίθετα, η Επιτροπή του 1987 δεν συμπεριέλαβε ή λησμόνησε όλα τα παραπάνω. Αλλά - όπως θα γίνει αντιληπτό εντός ολίγου - πρόκειται για ζήτημα αποφασιστικής σημασίας στο οποίο θα πρέπει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, να στηριχθεί η απάντηση του Δικαστηρίου προς τους δύο παραπέμποντες δικαστές.

11. Προτού εισέλθω στην εξέταση της ουσίας, ας μου επιτραπεί μία προκαταρκτική παρατήρηση. Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο οφείλονται στο γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχου των πόλεων Bolzano και Milano διαπίστωσαν ότι τα εμπορικά καταστήματα της Kritzinger και του Zoni διέθεταν ζυμαρικά εισαγόμενα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αλλά παρασκευασμένα από μίγμα μαλακού σίτου και ..., τα οποία, συνεπώς, δεν μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο στην Ιταλία σύμφωνα με το νόμο 580. 'Οπως προκύπτει από τους φακέλους των δύο υποθέσεων, τα ζυμαρικά της εταιρίας 3 Glocken (υπόθεση 407/85) διατίθενται σε σακούλες από διαφανές και άχρωμο υλικό. Στην εμπρόσθια πλευρά αναγράφεται στη γερμανική και ιταλική γλώσσα η ένδειξη "Nudelmeister' s Nudeln aus Weichweizen + Hartweizen/Pasta di grano tenero + grano duro" αναγράφονται επίσης το καθαρό βάρος, η διάρκεια βρασίματος, το όνομα και η έδρα του παρασκευαστή. Στην οπίσθια πλευρά παρατίθεται κατάλογος των συστατικών. Κατα τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, η παρουσίαση αυτή πληροί τις διατάξεις της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ.

Αντίθετα, η επισήμανση που τέθηκε υπόψη του Pretore του Μιλάνου (υπόθεση 90/86) διατυπώνεται αποκλειστικά στη γερμανική γλώσσα με την ένδειξη "Attraktiv und preiswert. Frischei-Teigwaren. Spaghetti mit hohem Eigehalt" (ενδιαφέρον και σε ελκυστική τιμή. Ζυμαρικά από φρέσκα αυγά. Σπαγγέτι μεγάλης περιεκτικότητας σε αυγό). Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συσκευασία αυτή δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία 79/112/ΕΟΚ: συγκεκριμένα, η γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένη η επισήμανση δεν "είναι εύκολα κατανοητή από τους αγοραστές του Μιλάνου" και "ο κατάλογος των συστατικών που αρκείται στην ένδειξη "άλευρα από σίτο και φρέσκα αυγά" μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής για την πληροφόρηση του καταναλωτικού κοινού όσον αφορά τη φύση του προϊόντος σε μια χώρα όπου τα αφυδατωμένα ζυμαρικά παρασκευάζονται αποκλειστικά από σκληρό σίτο". Πάντως, δεν είναι γνωστό αν η ένδειξη "ζυμαρικά από φρέσκα αυγά" - και υπογραμμίζω "φρέσκα" - είναι σύμφωνη προς τις γερμανικές διατάξεις περί της ονομασίας των ζυμαρικών.

12. 'Ετσι, φθάνουμε στην ουσία της υποθέσεως. Ας μου επιτραπεί, ευθύς εξαρχής, να πώ ότι οι Gertraud Kritzinger, 3 Glocken, Giorgio Zoni, η ολλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή προτείνουν στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα των δύο εθνικών δικαστών: δυνάμει του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλουν την υποχρέωση αποκλειστικής χρήσεως σκληρού σίτου κατά την παρασκευή των αφυδατωμένων ζυμαρικών που προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριό τους, έστω και αν η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των ανώτερης ποιότητας ζυμαρικών από σκληρό σίτο, δεν εισάγει δυσμενή μεταχείριση και δεν επιδιώκει την επίτευξη στόχων προστατευτικού χαρακτήρα. Η Provincia autonoma di Bolzano, η πολιτική αγωγή στην ενώπιον του Pretore του Μιλάνου δίκη, η ιταλική, η γαλλική και η ελληνική κυβέρνηση διατύπωσαν αντίθετη άποψη. Κατ' αυτές, η επιτακτική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών και της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν αντίκειται προς το άρθρο 30.

Νομίζω ότι και τα δύο συμπεράσματα προσκρούουν σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Το πρώτο στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή ικανοποιείται ήδη με τις διατάξεις της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ: στην πραγματικότητα, οι διατάξεις αυτές προσφέρουν στον ιταλό αγοραστή όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που του είναι απαραίτητα, χωρίς να παρεμποδίζουν, όπως συμβαίνει αντίθετα με το νόμο 580, την κυκλοφορία των ζυμαρικών που παρασκευάζονται νομίμως σε άλλα κράτη, αλλά με διαφορετικές μεθόδους από εκείνη που επιβάλλεται στην Ιταλία. Είναι όμως βάσιμο το επιχείρημα αυτό;

Γνωρίζουμε ότι η ουσία του ζητήματος έγκειται στον καθορισμό των ονομασιών που είναι απαραίτητες για τον καταναλωτή, ώστε ο τελευταίος να εντοπίζει με ευκολία την ταυτότητα και τη φύση των ζυμαρικών που κυκλοφορούν στην αγορά επ' αυτού δε είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1980 στην υπόθεση 27/80, Fietje, Racc. 1980, σ. 3839: "όταν εθνική ρύθμιση που αφορά συγκεκριμένο προϊόν περιλαμβάνει την υποχρέωση χρησιμοποιήσεως αρκούντως επακριβούς ονομασίας, ώστε να δύναται ο αγοραστής να λαμβάνει γνώση της φύσεως προϊόντος και να το διακρίνει από εκείνα με τα οποία θα μπορούσε να το συγχέει, ενδέχεται να παρίσταται αναγκαία, για αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, η επέκταση της υποχρεώσεως ... στα εισαγόμενα προϊόντα, έστω και αν αυτό (συνεπάγεται) την αλλαγή των αρχικών επισημάνσεων ορισμένων (από αυτά)... Πάντως, παύει πλέον να υφίσταται ανάγκη παροχής της εν λόγω προστασίας, όταν οι αναγραφόμενες ενδείξεις στην αρχική επισήμανση του εισαγόμενου προϊόντος έχουν περιεχόμενο πληροφοριακού χαρακτήρα σχετικά με τη φύση (του) ..., που να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ίδιες πληροφορίες και να είναι εξίσου κατανοητό για τους καταναλωτές της χώρας εισαγωγής" (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Το σημείο ακριβώς αυτό είναι που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Για να εκφραστώ με τους όρους που προανέφερα, η δυσκολία της εξεταζομένης περιπτώσεως συνίσταται στην απόδειξη αυτού που προεξοφλούν οι πολέμιοι του νόμου 580: πρόκειται δηλαδή για το ερώτημα αν η οδηγία 79/112/ΕΟΚ διασφαλίζει κατά τρόπο αποτελεσματικό για τους ιταλούς και κοινοτικούς καταναλωτές ένα "περιεχόμενο πληροφοριακού χαρακτήρα" ως προς τη φύση και την ταυτότητα του προϊόντος, ώστε να τους καθιστά δυνατό να επιλέγουν μεταξύ των ζυμαρικών διαφορετικής συνθέσεως με απόλυτη επίγνωση. 'Οπως προκύπτει από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα στο σημείο 8, και όπως θα φανεί καλύτερα στη συνέχεια, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.

Στους υποστηρικτές των ιταλικών διατάξεων προσάπτεται περαιτέρω ακόμη βαρύτερη πλάνη: ότι εκκινούν από την αντίληψη ότι τα ζυμαρικά από σκληρό σίτο είναι ανώτερης ποιότητας και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να προστατεύονται ακόμη και σε κοινοτικό επίπεδο με το μοναδικό μέσο που είναι κατάλληλο προς το σκοπό αυτό και συγκεκριμένα απαγορεύοντας τη χρησιμοποίηση διαφορετικών σιτηρών. Βέβαια από κοινωνική και οικονομική άποψη τα επίπεδα στα οποία έφθασε το διεθνές εμπόριο ζυμαρικών από σκληρό σίτο προσδίδουν στην άποψη αυτή μια αναμφισβήτητη χροιά αληθείας. Αλλ' ο δικαστής κρίνει με βάση κανόνες δικαίου και κατ' αυτόν, ενόσω το κοινοτικό δίκαιο δεν καθιερώνει την υπεροχή των εν λόγω ζυμαρικών, και στα υπόλοιπα πρέπει να παρέχεται ίση μεταχείριση και ελεύθερη κυκλοφορία.

Αν οι παρατηρήσεις αυτές είναι ορθές, νομίζω ότι περιττεύει να εξηγήσω τα προβληθέντα επιχειρήματα για να αποδείξω το συμβιβαστό του νόμου 580 προς την κοινοτική ρύθμιση. Πράγματι, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση της γερμανικής μπύρας τα έθεσε σε αχρησία. 'Η καλύτερα τα κατέρριψε όλα εκτός από ένα: εκείνο που συνηγορεί υπέρ του προαναφερθέντος νόμου, εμφανίζοντας τον τελευταίο ως ουσιώδη για την κοινή πολιτική του σκληρού σίτου. Λέγεται ότι η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως άλλων σιτηρών ανταποκρίνεται σε επιτακτική ανάγκη κοινοτικού χαρακτήρα και η κατάργησή της θα εκμηδένιζε κάθε πρόοδο που επιτεύχθηκε από την Κοινότητα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, τόσο όσον αφορά την παραγωγή του durum όσο και υπέρ των γεωργών που τον καλλιεργούν. Εξάλλου, από οικονομική άποψη, η κατάργηση μιας ασφαλούς εμπορικής αγοράς για τον επίδικο τύπο σιτηρού σημαίνει σημαντική αύξηση των πλεονασμάτων, το κόστος απορροφήσεως των οποίων βαρύνει τους πόρους της Κοινότητας.

'Οπως προανέφερα, πρόκειται για σκέψεις απόλυτης αποδοχής που επιπλέον συμμερίζονται και οι ειδικοί της Επιτροπής αλλ' αποκλείεται να είναι αρκετές, ώστε να καθιστούν την υποχρέωση περί καθαρότητας συμβιβαστή προς την αρχή του άρθρου 30. Ως προς τα πλεονάσματα ειδικότερα, ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο, απαντώντας σε ανάλογο ισχυρισμό της γαλλικής κυβερνήσεως με αντικείμενο υποκατάστατα του γάλακτος, έκρινε ότι: "... τα γαλακτοκομικά προϊόντα υπόκεινται σε κοινή οργάνωση αγοράς, σκοπός της οποίας είναι η σταθεροποίηση της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων με τη χρησιμοποίηση, ιδίως, μέτρων παρεμβάσεως. 'Οπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον η Κοινότητα έχει ιδρύσει σε ορισμένο τομέα κοινή οργάνωση αγοράς, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη κάθε μονομερούς μέτρου που εμπίπτει, εκ του λόγου αυτού, στην αρμοδιότητα της Κοινότητας. Εναπόκειται, συνεπώς, στην Κοινότητα, και όχι στα κράτη μέλη, η αναζήτηση λύσεως στο πρόβλημα αυτό στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής" (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988 στην υπόθεση 216/84, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1988, σ. 793, σκέψη 18 η υπογράμμιση είναι δική μου).

Αν και ανεπαρκές για το λόγο που προβλήθηκε, το επιχείρημα που ανάγεται στην ποιοτική υπεροχή των ζυμαρικών που παρασκευάζονται με durum μπορεί πάντως να φανεί χρήσιμο για άλλο σκοπό συγκεκριμένα, μπορεί να καταστήσει σαφές ότι, αν έχει πράγματι την πρόθεση να ελευθερώσει το εμπόριο των ζυμαρικών, η Κοινότητα οφείλει να καθορίσει τις νομικές προϋποθέσεις ενός καθεστώτος ικανού να προστατεύσει την ονομασία και την παρουσίαση των εν λόγω προϊόντων. Πράγματι, δυνάμει των κανόνων αυτών οι κοινοτικοί καταναλωτές θα μπορούν να συνεχίσουν να προτιμούν τα ζυμαρικά από σκληρό σίτο όλοι οι καταναλωτές, περιλαμβανομένων συνεπώς και των καταναλωτών του Βορρά, είναι για προφανείς λόγους λιγότερο προετοιμασμένοι να αναγνωρίζουν τα παραπάνω ζυμαρικά, παρόλον ότι αποδείχθηκε ότι προσανατολίζονται όλο και περισσότερο προς αυτά.

13. Αναφέρθηκα ήδη στην απόφαση για την μπύρα και με βάση αυτήν, έστω και για το μοναδικό λόγο ότι αποτελεί αριστοτεχνική σύνθεση της νομολογίας του Δικαστηρίου στο συγκεκριμένο θέμα, προτίθεμαι να κατευθύνω τη συζήτηση που θα με οδηγήσει να προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει απάντηση στα ερωτήματα των a quibus δικαστών. Θα ενθυμείται το Δικαστήριο ότι η γερμανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι η υποχρέωση καθαρότητας που επιβάλει το άρθρο 10 του Biersteuergesetz είναι απαραίτητη για την εσωτερική κατανάλωση, επειδή, κατά την αντίληψη του εγχώριου καταναλωτικού κοινού, η ονομασία "Bier" συνδέεται αναπόσπαστα με την εικόνα ενός ποτού που παρασκευάζεται αποκλειστικά με τα συστατικά που τάσσει ο νόμος αξίζει τον κόπο να παραθέσω αυτούσιο το χωρίο της αποφάσεως που αποτελεί και την απάντηση του Δικαστηρίου στο συγκεκριμένο θέμα:

"Πρώτον, οι παραστάσεις των καταναλωτών που ποικίλλουν ενδεχομένως, από το ένα κράτος μέλος στο άλλο μπορούν επίσης να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου σε ένα και το αυτό κράτος μέλος. Η ίδρυση της κοινής αγοράς είναι άλλωστε ένας από τους κύριους παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν σ' αυτή την εξέλιξη. 'Ενα σύστημα προστασίας των καταναλωτών από την εξαπάτηση επιτρέπει να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη αυτή, ενώ μια ρύθμιση όπως αυτή του Biersteuergesetz την εμποδίζει. 'Οπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο σε άλλο πλαίσιο, οι νομοθεσίες των κρατών μελών δεν πρέπει 'να ευνοούν την αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων καταναλωτικών συνηθειών και τη σταθεροποίηση των πλεονεκτημάτων που έχουν αποκτήσει οι εθνικές βιομηχανίες οι οποίες ασχολούνται με την ικανοποίησή τους' .

Δεύτερον, στα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας οι αντίστοιχες της γερμανικής ονομασίας 'Bier' (ζύθος) ονομασίες είναι γενικής φύσεως και χαρακτηρίζουν το ποτό που παρασκευάζεται δια ζυμώσεως από βύνη κριθής είτε αποκλειστικά είτε σε συνδυασμό με όρυζα ή αραβόσιτο. Το ίδιο ισχύει και στο κοινοτικό δίκαιο, όπως προκύπτει από την κλάση 22.03 του κοινού δασμολογίου...

Επομένως, η γερμανική ονομασία 'Bier' (ζύθος) και οι αντίστοιχες ονομασίες στις γλώσσες των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για το ζύθο που παρασκευάζεται σύμφωνα με τους ισχύοντες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κανόνες.

Βεβαίως είναι θεμιτή η πρόθεση να δοθεί στους καταναλωτές, οι οποίοι αποδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο ζύθο που παρασκευάζεται από συγκεκριμένες πρώτες ύλες, η δυνατότητα να επιλέγουν με γνώμονα αυτό το στοιχείο. 'Οπως όμως έχει κρίνει ήδη το Δικαστήριο, η δυνατότητα αυτή μπορεί να δοθεί με μέσα που δεν εμποδίζουν την εισαγωγή προϊόντων τα οποία παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως δε 'με την υποχρεωτική επικόλληση κατάλληλης επιγραφής εμφαίνουσας τη φύση του πωλουμένου προϊόντος' . 'Κατ' αυτό τον τρόπο' , δηλαδή με την ένδειξη των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή του ζύθου, 'θα επιτρεπόταν στον καταναλωτή να προβαίνει πράγματι στην εκλογή του με πλήρη επίγνωση και θα εξασφαλιζόταν έτσι η διαφάνεια των εμπορικών συναλλαγών και των προσφορών στο κοινό' .

Αντίθετα προς ό,τι υποστήριξε η γερμανική κυβέρνηση, παρόμοιο σύστημα ενημερώσεως μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ακόμα και για προϊόν το οποίο, όπως ο ζύθος, δεν διανέμεται υποχρεωτικά στους καταναλωτές σε φιάλες ή σε κυτία που μπορούν να φέρουν τις κατάλληλες ενδείξεις. Αυτό επιβεβαιώνεται και πάλι από την ίδια τη γερμανική ρύθμιση που προβλέπει σύστημα ενημερώσεως του καταναλωτή για ορισμένους τύπους ζύθου, ακόμη και όταν πωλούνται από βαρέλι. Στην περίπτωση αυτή οι απαιτούμενες ενδείξεις πρέπει να αναγράφονται στα βαρέλια ή στους μηχανισμούς αντλήσεως" (σκέψεις 32 έως 36, η υπογράμμιση είναι δική μου).

Από το χωρίο αυτό δύο είναι, νομίζω, τα στοιχεία που αξίζει να υπογραμμιστούν. Καταρχάς, για το Δικαστήριο η γερμανική ονομασία "Bier" και οι αντίστοιχες ονομασίες στις γλώσσες των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για δεδομένο τύπο μπύρας. Επιπλέον, πριν προχωρήσουν στην ελευθέρωση της γερμανικής αγοράς μπύρας, οι δικαστές μερίμνησαν να ελέγξουν ενδελεχώς αν οι παρεχόμενες στον καταναλωτή πληροφορίες ήταν πράγματι κατάλληλες. Μπορεί, λοιπόν, να ειπωθεί ότι τα ίδια συμπεράσματα - ότι δηλαδή ο όρος "pasta" ((ζυμαρικά)) συνιστά ονομασία γένους και ότι ο αγοραστής προστατεύεται αποτελεσματικά - ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση; Η Επιτροπή απαντά καταφατικά. Ισχυρίζεται ενώπιόν σας ότι, για να μην υπάρχει κίνδυνος παραπλανήσεως των καταναλωτών, αρκεί στη συσκευασία του προϊόντος να αναγράφεται η ταυτότητά του "pasta" (ζυμαρικά) και τα συστατικά με τα οποία παρασκευάστηκε (σκληρός, μαλακός σίτος κλπ.). Αντίθετα, η απάντησή μου είναι αρνητική. Συγκεκριμένα, είμαι της γνώμης ότι το όλο ζήτημα δεν χωρεί αμφιβολία ότι συνάδει προς την οδηγία 79/112/ΕΟΚ, αλλά δεν είναι αρκετό για να προστατεύσει τον καταναλωτή.

Ας εξετάσουμε το γιατί. Καταρχάς, πρέπει να επαναλάβω ότι τα ζυμαρικά από σκληρό σίτο και τα ζυμαρικά από μαλακό σίτο είναι διαφορετικά προϊόντα. Και αυτό, προφανώς, λόγω της φύσεώς τους. Αλλά και για εμπορικούς λόγους ισχύει αυτό, αν αληθεύει ότι: α) το κοινό δασμολόγιο τα κατατάσσει σε διαφορετικές διακρίσεις, β) στη σχέση πρώτη ύλη-τελικό προϊόν, τα πρώτα αποτελούν το βασικό κριτήριο (η ιδιότητά τους να μη κολλούν στο βράσιμο) δυνάμει του οποίου χορηγείται ενίσχυση, ενώ τα δεύτερα αποτελούν τη νομική βάση που αποτελεί προϋπόθεση (ιδιότητά τους να μην κολλούν κατά τη μηχανική επεξεργασία τους) για τον καθορισμό της τιμής παρεμβάσεως, και γ) μόνο τα ζυμαρικά από σκληρό σίτο προστατεύονται στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων ΕΟΚ-Ηνωμένων Πολιτειών.

Με τα δεδομένα αυτά, επανέρχομαι στις κατευθυντήριες γραμμές του ιταλικού συστήματος, για να τις κατατάξω σε τρεις κατηγορίες: α) "pasta di semola di grano duro" (ζυμαρικά σιμιγδαλιού από σκληρό σίτο) είναι υποχρεωτική ονομασία που δίδεται αποκλειστικά στα παραγόμενα απο το παραπάνω σιτηρό προϊόντα και είναι γενικής φύσεως η ονομασία αυτή πρέπει περαιτέρω να αναγράφεται στη συσκευασία, ανεξάρτητα από το σχήμα των ζυμαρικών που περιέχει, β) η κατ' αυτό τον τρόπο οριζόμενη επισήμανση εγγυάται την απαραίτητη σαφήνεια ως προς την ταυτότητα (ζυμαρικά) και τη φύση (σιμιγδάλι σκληρού σίτου) του προϊόντος, αλλά παρέχει πλήρη ελευθερία στους παρασκευαστές να προσδίδουν ποικίλα ονόματα (spaghetti, vermicelli κλπ.) όσον αφορά το σχήμα των ζυμαρικών που διαθέτουν στο εμπόριο, και γ) οι παρασκευαστές διαθέτουν την ελευθερία αυτή προς αποφυγή συγχύσεων στις οποίες θα οδηγούσε η υποχρέωση λεπτομερούς αναγραφής για κάθε τύπο των συστατικών που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παρασκευή του (για παράδειγμα spaghetti από σιμιγδάλι σκληρού σίτου, spaghetti με αυγά, spaghetti από σιμιγδάλι σκληρού σίτου με σπανάκι και λοιπά). "Spaghetti", "vermicelli" κλπ. είναι συνεπώς ενδείξεις είδους και διαφέρουν από την ένδειξη "pasta di semola di grano duro" (ζυμαρικά από σιμιγδάλι σκληρού σίτου) και υποδηλώνουν το σχήμα των ζυμαρικών χωρίς να αναφέρονται σε καμιά περίπτωση στη φύση τους.

Η σαφής αυτή διάκριση μεταξύ της ονομασίας "pasta" και των ενδεικτικών περιγραφών των εκατό ή χιλίων σχημάτων τους ισχύει μόνο, απ' όσα γνωρίζω, στην Ιταλία. Στον υπόλοιπο κόσμο, μολονότι ο όρος "pasta" εξακολουθεί να αποτελεί ονομασία γένους, ο όρος "spaghetti" δεν αποτελεί πλέον ονομασία είδους αντίθετα, όπως υπογραμμίζει η ολλανδική κυβέρνηση (παρατηρήσεις στην υπόθεση Zoni, σ.5), ο όρος αυτός - και μαζί με αυτόν ίσως και ο όρος "maccheroni" - εξελίχθηκε σε συνώνυμο των ζυμαρικών ή, ακόμη καλύτερα, απέκτησε με αντονομασία και τη σημασία ζυμαρικό. Κατά την άποψή μου, από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο όρος "spaghetti" (ή "maccheroni") δεν μπορεί να αναχθεί στο επίπεδο της ονομασίας ορισμένων απόλυτα συγκεκριμένων προϊόντων όπως η γιαούρτη ή, για να αναφέρω δύο προϊόντα τα οποία θα απασχολήσουν το Δικαστήριο στο άμεσο μέλλον, λουκάνικο και "Edam". Πράγματι, το "Edam" δεν είναι συνώνυμο του τυριού ούτε και στη μικρή πόλη από την οποία προέρχεται ή στη γνωστή αγορά του Alkmaar.

Κάνετε τον ακόλουθο πειραματισμό: ρωτήστε τον μέσο κοινοτικό καταναλωτή τι είναι τυρί μπορείτε να στοιχηματίσετε ότι η απάντηση που θα σας δοθεί δεν θα είναι "Edam". Αμέσως μετά ρωτήστε τι είναι ζυμαρικά: η πιθανότητα να σας απαντήσουν "spaghetti" είναι πάρα πολύ μεγάλη (ενώ, επαναλαμβάνω, στη Νεάπολη και στο Μιλάνο ένας τυχαίος διαβάτης θα σας απαριθμούσε τουλάχιστον μια δωδεκάδα ονομάτων). Εξάλλου, η κλάση 1902 του κοινού δασμολογίου ανέκαθεν ήταν διατυπωμένη ως εξής: "ζυμαρικά ... όπως τα spaghetti, μακαρόνια, νούγες, λαζάνια, νιόκι, ραβιόλια, κανελλόνια". Και ας μη μου αντιτάξει κανείς ότι ο παραπάνω κατάλογος αναφέρει εντελώς τυχαίως πρώτα στη σειρά των ζυμαρικών τα σπαγγέτι και τα μακαρόνια!

Τελικά, μπορεί να ειπωθεί ότι, αντίθετα προς το "ζύθο", η "pasta" ((ζυμαρικά)) αποτελεί ονομασία γένους, πλην όμως δεν έχει την ίδια σημασία γενικής φύσεως σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας. Στην Ιταλία, ο όρος υποδηλώνει κυρίως τη σύνθεση των διαφόρων ζυμαρικών που παράγονται με παραδοσιακό τρόπο εκτός Ιταλίας, και αυτό είναι το επίμαχο σημείο, σημαίνει επιπλέον ένα επίμηκες τρόφιμο λεπτό και συμπαγές (spaghetti) ή, ενίοτε, το προϊόν που έχει τη μορφή κυλινδρικών τρυπητών ζυμαρικών, το μήκος και το πάχος των οποίων ποικίλλει (μακαρόνια). Αντίστροφα, ενώ στην Ιταλία οι όροι "spaghetti" ή "maccheroni" αποτελούν ενδείξεις είδους που υποδηλώνουν αμφότερες τους ποικίλους τρόπους παρουσιάσεως των ζυμαρικών, εκτός Ιταλίας αποτελούν ονομασίες γένους συνήθους χρήσεως.

14. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε στο τμήμα "ζυμαρικά" μιας υπεραγοράς του Λουξεμβούργου (όπου, πρέπει να λεχθεί εν παρόδω και μεταφορικά, θα έπρεπε να μας είχε οδηγήσει η Επιτροπή αλλ' όπως γνωρίζουμε ήδη από την παρούσα δίκη η Επιτροπή, όπως και ο ψαράς Santiago στο έργο του Hemingway "Ο γέρος και η θάλασσα", συχνά "αποκοιμήθηκε, βλέποντας λιοντάρια στο όνειρό" της). Εκτίθενται ενώπιόν μας τέσσερα πακέτα ζυμαρικών, η θεατή πλευρά των οποίων είναι η ακόλουθη (1).

Τα τέσσερα πακέτα έχουν παρασκευαστεί κατά σειρά στην Ιταλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία και την Ελβετία και, όπως θα παρατηρήσετε, φέρουν την απόλυτα ευανάγνωστη ένδειξη "spaghetti". Από τι όμως έχουν παρασκευαστεί τα σπαγγέτι αυτά; Μόνον η εμπρόσθια πλευρά του τελευταίου μας εξηγεί κάπως συγκεκριμένα το σημείο αυτό και μάλιστα σε τρεις γλώσσες, δύο από τις οποίες ομιλούνται στο Μεγάλο Δουκάτο, οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή του προϊόντος που περιέχει το πακέτο είναι "πλήρης" σίτος (επίθετο που είναι εξάλλου ελάχιστα σαφές) και σόγια. Τα υπόλοιπα πακέτα - εκτός από το πρώτο στο οποίο αναγράφεται η ένδειξη "pasta di semola di grano duro" αλλά μόνο στην ιταλική γλώσσα - δεν αναφέρουν λέξη. Πρέπει να ανατρέξει κανείς στις ενδείξεις που αναγράφονται με μικροσκοπικούς χαρακτήρες στην οπίσθια όψη για να πληροφορηθεί περισσότερα έτσι πληροφορούμαστε ότι το δεύτερο πακέτο παρασκευάστηκε απο σκληρό σίτο και το τρίτο από μίγμα σκληρού και μαλακού σίτου με την προσθήκη 150 γραμμαρίων αυγών ανά χιλιόγραμμο - εξυπακούεται "νωπών".

Απ' όσα ελέχθησαν στο σημείο 8, όλα τα πακέτα που εξετάσαμε αναλυτικά συγκεντρώνουν από απόψεως εμφανίσεως τις προϋποθέσεις της οριζόντιας οδηγίας 79/112/ΕΟΚ με προσεκτική, λοιπόν, ανάγνωση, ο λουξεμβούργιος καταναλωτής (και είναι να τον συμπονεί κανείς) θα έπρεπε να είναι σε θέση να επιλέξει τα ζυμαρικά ή, καλύτερα, τα σπαγγέτι που προτιμά. Πλην όμως - και εδώ συνίσταται η δυσκολία - θα ίσχυε το ίδιο για τους ιταλούς, γάλλους και έλληνες αγοραστές; η Επιτροπή απάντησε αρνητικά στην υπόθεση Zoni. Με δεδομένο ότι στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα τα αφυδατωμένα ζυμαρικά παρασκευάζονται αποκλειστικά απο άλευρα σκληρού σίτου, επισημάνσεις όπως αυτές του δεύτερου και τρίτου πακέτου είναι ασφαλώς "ανεπαρκείς" για την ενημέρωση του καταναλωτή όσον αφορά τα συστατικά και τη φύση των αντίστοιχων προϊόντων (σημείο 11 ανωτέρω).

Τελικά, είναι εύκολο να ειπωθεί: ca suffit ((αρκεί)) η κατάλληλη επισήμανση. Στην πράξη όμως, όπως τονίστηκε προ ολίγου, το καθημερινό εμπόριο ζυμαρικών θέτει προβλήματα, τα οποία οι καθοριζόμενες με την οδηγία επισημάνσεις δεν είναι καθόλου σε θέση να επιλύσουν. 'Ετσι, έρχεται πάλι στο νου η παρατήρηση της Νομικής Επιτροπής του Κοινοβουλίου που πρότεινε στους ειδικούς των Βρυξελλών να ρυθμίσουν και τις "ονομασίες που είναι συνήθους χρήσεως στο εμπόριο, όπως σπαγγέτι ή μακαρόνια". Αλλ' εκείνο κυρίως που αποκτά επικαιρότητα είναι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προτάσεως οδηγίας περί ζυμαρικών. Το Δικαστήριο θα ενθυμείται το περιεχόμενό του: "Εφόσον οι υποχρεωτικές ενδείξεις (δηλαδή οι κατ' αποκλειστικότητα ονομασίες και οι ενδείξεις των σχημάτων των ζυμαρικών) δεν παρατίθενται στις ... εθνικές γλώσσες", τα κράτη μέλη "έχουν τη δυνατότητα να απαγορεύουν το εμπόριο των προϊόντων" που αφορούν.

15. Μερικοί θα αντιτάξουν ότι τα παραπάνω ζητήματα επιδέχονται λύση, χωρίς παράλληλα να είναι υποχρεωμένο το Συμβούλιο να προβεί σε ευρεία μεταρρύθμιση: για την ακρίβεια, ο ιταλός νομοθέτης θα μπορούσε, μετά την κατάργηση της ισχύουσας υποχρεώσεως για καθαρότητα που παρεμποδίζει τις εισαγωγές ζυμαρικών από μαλακό σίτο, να επιβάλει, για λόγους προστασίας των ιταλών καταναλωτών σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι το πράττει η οδηγία 79/112/ΕΟΚ, στους κοινοτικούς παρασκευαστές σπαγγέτων την υποχρέωση αναγραφής στην κύρια πλευρά της συσκευασίας της ονομασίας "pasta di farina di grano tenero" (ζυμαρικά από άλευρα μαλακού σίτου). Πάντως, αμφιβάλλω αν παρόμοιο τέχνασμα είναι αρκετό, όπως διευκρινίζεται με την απόφαση στην υπόθεση του ζύθου, να καθιερώσει ένα "σύστημα ενημερώσεως", ικανό να "λειτουργήσει άψογα".

Επαναλαμβάνω ότι η δυσκολία έγκειται στη χρήση της ονομασίας "spaghetti". Για όποιον αγοράζει και καταναλώνει από ετών (στην περιοχή όμως του Mezzogiorno ανέκαθεν) μόνο σπαγγέτι από σκληρό σίτο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η φράση "pasta di grano tenero" παρέχει επαρκή ενημέρωση ενόσω πάνω από τη φράση αυτή διακρίνεται με πηχιαίους χαρακτήρες η λέξη spaghetti. Ασφαλώς, ο συνήθης καταναλωτής καμπανίτη οίνου, στον οποίο προσφέρεται φιάλη από "vin mousseux - methode champenoise" ((αφρώδους οίνου που έχει παραχθεί σύμφωνα με τη μέθοδο της Καμπανίας)), είναι περισσότερο ενημερωμένος απ' όσο θα ήταν ο συνήθης καταναλωτής σπαγγέτων στην προαναφερθείσα περίπτωση όπως, όμως, είναι γνωστό, η Επιτροπή του παρέσχε τόση προστασία, ώστε να απαγορεύσει τη χρήση της εν λόγω ενδείξεως. Τελικά, μπορεί να πεί κανείς, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να περιπέσει σε υπερβολές, η αναγνώριση υπέρ των μη ιταλών παρασκευαστών της δυνατότητας να χρησιμοποιούν την ίδια ειδική ονομασία (spaghetti) για προϊόντα που παρασκευάζονται από διαφορετικά άλευρα, θα σήμαινε ότι οι εγχώριοι αγοραστές διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο εξαπατήσεως και οι εθνικοί παρασκευαστές εκτίθενται σε κάποιο όχι ευκαταφρόνητο είδος αθέμιτου ανταγωνισμού.

Συμπέρασμα; Πιστεύω ότι στον ιταλό (ή γάλλο ή έλληνα) νομοθέτη που προτίθεται να καθιερώσει ένα πράγματι τέλειο σύστημα ενημερώσεως διανοίγεται μόνο μια οδός: η επιβολή στους αλλοδαπούς παρασκευαστές της υποχρεώσεως να χρησιμοποιούν την ονομασία "spaghetti di grano tenero" (ή "vermicelli di grano tenero" κλπ.) που θα πρέπει να αναγράφεται πάντοτε και αποκλειστικά στην κύρια πλευρά της συσκευασίας. Αλλά είναι θεμιτή μια διάταξη του είδους αυτού; και επ' αυτού η απάντησή μου είναι αρνητική. Αν η πρώτη λύση είναι υπερβολικά εύκαμπτη, η δεύτερη είναι υπερβολικά αυστηρή, φοβούμαι δε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος.

Εξηγούμαι με ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι ένας ολλανδός παρασκευαστής παράγει μόνο ζυμαρικά από μαλακό σίτο. Δεδομένου ότι ο όρος "spaghetti" είναι κατανοήσιμος σε όλη την Κοινότητα, η επιχείρηση θα έχει προφανώς συμφέρον να αναγράφει στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας μόνο την ένδειξη αυτή και να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το οπίσθιο για την αναγραφή του καταλόγου των συστατικών, παρατιθέμενων στις διάφορες γλώσσες πράγματι, ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, η επιχείρηση χρησιμοποιεί ένα μόνο τύπο συσκευασίας για το κοινοτικό εμπόριο, με συνέπεια μεγάλη εξοικονόμηση δαπάνης. Πλήν όμως, σύμφωνα με την υποτιθέμενη αυτή ρύθμιση, παρόμοια παρουσίαση δεν θα ήταν επαρκής και ο παρασκευαστής ζυμαρικών θα όφειλε να επιφέρει αλλαγές για τις εξαγωγές προς την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα, προσθέτοντας τις ενδείξεις "spaghetti di grano tenero", "spaghetti de ble tendre" και "σπαγγέτι από μαλακό σιτάρι".

Με τα δεδομένα αυτά, ας αναγνώσουμε τη σκέψη 15 της προαναφερθείσας απόφασης στην υπόθεση Fietje: η επέκταση εθνικής διατάξεως "με την οποία απαγορεύεται η πώληση οινοπνευματωδών ποτών, η ταυτότητα των οποίων καθορίζεται με ονομασία που διαφέρει από την επιβαλλόμενη με την εθνική νομοθεσία, στα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη ποτά" και κατά τρόπο που καθιστά "αναγκαία αλλαγή της επισημάνσεως με την οποία το εισαγόμενο ποτό διατίθεται νομίμως στο εμπόριο στο κράτος μέλος εξαγωγής, πρέπει να λογίζεται ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος ... στο βαθμό που οι ενδείξεις που φέρει η αρχική επισήμανση έχουν για τον καταναλωτή, όσον αφορά την φύση του επίδικου προϊόντος, ενημερωτικό περιεχόμενο ισοδύναμο προς εκείνο της νομίμως επιβαλλόμενης ονομασίας" (η υπογράμμιση είναι δική μου). Στο παράδειγμά μου η ενημέρωση ως προς το περιεχόμενο που μπορεί να αναγνωστεί στην οπίσθια πλευρά της συσκευασίας δεν χωρεί αμφιβολία ότι αντιστοιχεί σε ό,τι καθορίζουν οι ιταλικές, γαλλικές ή ελληνικές διατάξεις σχετικά με την παρουσίαση των ζυμαρικών. Κατά συνέπεια, αν ο ολλανδός παρασκευαστής ήταν υποχρεωμένος να τροποποιήσει την επισήμανση "spaghetti" σε "σπαγγέτι από μαλακό σίτο", θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος να επικαλεστεί το άρθρο 30 της Συνθήκης.

16. Νομίζω ότι στο σημείο που φθάσαμε ένα είναι προφανώς το συμπέρασμα: ότι πλάγια εθνικά μέσα δεν μπορούν να προταθούν και διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν ούτε λίγο ούτε πολύ ως κακόπιστα. Πράγματι, το να ελευθερώνεται το κοινοτικό εμπόριο ζυμαρικών και να εγκαταλείπεται στη συνέχεια στα χέρια των κρατών μελών όχι μόνο φέρει τα νομοθετικά τους όργανα σε αδυναμία να επινοήσουν μέτρα ικανά να προστατεύσουν προσηκόντως τα συμφέροντα των παραγωγών και των καταναλωτών, αλλ' ένας τόσο άστοχος χειρισμός θα επέφερε και χειρότερα αποτελέσματα: θα ωθούσε τους διαφόρους παραγωγούς ζυμαρικών, οι οποίοι θα έχουν συνείδηση της δυνατότητας να κάνουν χρήση αλυσιτελών κανόνων ονομασίας και παρουσιάσεως, να κατακτήσουν νέες αγορές παρασκευάζοντας ολοένα και φθηνότερα προϊόντα, αλλά ολοένα και περισσότερο ασαφή ως προς την ταυτότητα και τη φύση τους.

Ενόψει της προοπτικής που διαγράφεται έτσι, η μόνη διέξοδος που νομίζω ότι είναι εφικτή αναφέρεται στην απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988: η προσπάθεια εξευρέσεως λύσεως εναπόκειται "στην Κοινότητα και όχι στα κράτη μέλη". Με άλλους λόγους, εάν επιδιώκει την πραγμάτωση της ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των ζυμαρικών που παρασκευάζονται στα διάφορα κράτη μέλη, αποφεύγοντας συγχρόνως τα προαναφερθέντα μειονεκτήματα, η Κοινότητα οφείλει να παρέμβει η ίδια και οφείλει να το πράξει με το μηχανισμό εκείνο, ο οποίος ίσως δεν είναι ο απλούστερος ούτε ο ταχύτερος, αλλ' ασφαλώς είναι ο περισσότερο προσαρμοσμένος προς το σκοπό μας και που η Συνθήκη θέτει στη διάθεσή της: την οδηγία. Εξάλλου, το ίδιο το Δικαστήριο πρότεινε την έκδοση οδηγίας στο συγκεκριμένο τομέα των ζυμαρικών για την επίλυση ζητημάτων που δεν απέχουν πολύ από εκείνα που εξετάζουμε στην προκειμένη περίπτωση. Αναφέρομαι στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 197 μέχρι 200, 243, 245 και 247/80, Ludwigshafener Walzmuehle Erling KG και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3211: στη σκέψη 54 γίνεται δεκτό ότι "μόνο η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών είναι ικανή να άρει τη δυσχέρεια ..." που επισημάνθηκε.

Τι περιεχόμενο θα έπρεπε να έχει η πράξη αυτή; Ας στραφούμε προς την αμερικανική εμπειρία. Δυνάμει του Federal Food, Drug and Cosmetic Act, η Food and Drug Administration θέσπισε το 1964 σειρά διατάξεων για τα "macaroni and noodle products". Αφού προηγουμένως ορίζεται στο στοιχείο α) ότι: "Macaroni products (δηλαδή τα ζυμαρικά) are the class of food each of which is prepared by drying formed units of dough made from semolina, durum floor, farina, floor or any combination of two or more of these, with water and with or without one or more of the optional ingredients ...", το άρθρο 16, παράγραφος 1, ορίζει υπό στοιχεία β), γ) και δ) τις ονομασίες και τα κριτήρια ταυτότητας ορισμένων χαρακτηριστικών σχημάτων: "The name of each food for which a definition and standard of identity is prescribed" - όπως ορίζεται στο στοιχείο ε) - "is 'Macaroni Product' or alternatively the name is 'Macaroni' , 'Spaghetti' or 'Vermicelli' as the case may be." Τελικά, τα άρθρα 16, παράγραφοι 2 μέχρι 5, ορίζουν κατά σειρά τα "Milk macaroni", "Whole wheat macaroni", "Wheat and soy macaroni" και "Vegetable macaroni". Σύμφωνα με το σχήμα και το υλικό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τους, καθένα από τα προϊόντα αυτά φέρει υποχρεωτικά ονομασία όπως "Whole wheat spaghetti", "Wheat and soy spaghetti", "Spinach spaghetti" κλπ.

Είναι πασίδηλον ότι πρόκειται για ρύθμιση με την οποία αποδίδεται εξαιρετική προσοχή στα συμφέροντα των αγοραστών και ο κοινοτικός νομοθέτης καλά θα έκανε να τη μιμηθεί. Πάντως, θα ήμουν ικανοποιημένος έστω και αν αρκούνταν να ρυθμίσει τις ονομασίες φυσικά, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις προϋποθέσεις που ισχύουν στις επί μέρους εθνικές αγορές και τις νομοθεσίες που τις διέπουν, αλλά και άλλους παράγοντες - γεωργική πολιτική, εμπορική πολιτική, προστασία των καταναλωτών και των καλλιεργητών σκληρού σίτου - παράγοντες στους οποίους στάθηκα στις προηγούμενες σελίδες. Θα ήμουν ικανοποιημένος από μια λύση του είδους αυτού για πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων και η δυνατότητα που προσφέρει ώστε να διαπιστωθεί αν νόμος όπως ο 580 συμβιβάζεται ή όχι προς το άρθρο 30 της Συνθήκης - η οποία σε πλαίσιο όπως το δικό μας δεν είναι η εσχάτη αλλά η πρώτη.

17. Πράγματι, επί του παρόντος το ερώτημα που θέτουν ενώπιόν σας οι a quibus δικαστές δεν επιδέχεται σαφή απάντηση ή επιδέχεται μεν αλλά μόνο για εκείνους που είναι διατεθειμένοι να συμβιώσουν με μια εν πάση περιπτώσει μη ικανοποιητική κατάσταση. Ας δούμε κατά πρόσωπο τις συνέπειες των λύσεων που μας προτείνονται. Η απόφαση επί του συμβιβαστού θα έθετε σε κίνδυνο, κατά τρόπο ίσως οριστικό, την κυκλοφορία των ζυμαρικών που παράγονται νομίμως σε οκτώ από τα δώδεκα κράτη μέλη και για το λόγο αυτό θα απειλούσε την "ανθεκτικότητα" ενός από τα θεμέλια του κοινοτικού οικοδομήματος. Εξάλλου, η απόφαση επί του ασυμβιβάστου: α) θα εγκατέλειπε χωρίς την ενδεδειγμένη υπεράσπιση όχι μόνο τον ιταλό καταναλωτή ζυμαρικών από σκληρό σίτο, αλλά και τον κοινοτικό αγοραστή σπαγγέτων που έχουν παρασκευαστεί με τους πλέον ποικίλους τρόπους , β) θα επιβράβευε και θα ενθάρρυνε την απραξία του νομοθέτη των Βρυξελλών, συγκαλύπτοντας την έπαρσή του ότι επέλυσε διά παντός το ζήτημα με τους οριζόντιους και γενικής φύσεως κανόνες της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ, και γ) θα αλλοίωνε στην πράξη, και μάλιστα ανεπανόρθωτα, τις προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται η κοινοτική πολιτική για το σκληρό σίτο και ο διακανονισμός μεταξύ ΕΟΚ και Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την παραγωγή και το εμπόριο ζυμαρικών που παρασκευάζονται από το σιτηρό αυτό.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Η γραμμή πλεύσεως προς την οποία στρέφεται η προτίμησή μου συνίσταται συγκεκριμένα στην επίτευξη ενός συμβιβασμού και, όπως η περίφημη Διάταξη της 29ης Μαΐου 1974 του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στηρίζεται σε ένα χρονικό σύνδεσμο: "ενόσω". 'Εχει ως αφετηρία έναν προφανή συλλογισμό: αν τα εξαγόμενα από την Ιταλία προς τις βόρειες περιοχές της Κοινότητας ζυμαρικά από σκληρό σίτο αυξήθηκαν σε μία εικοσαετία από 102 000 μετρικούς στατήρες ετησίως σε 1 680 000, είναι αδύνατο να μη γίνει δεκτό ότι, παρ' όλη την ευχέρεια που έχουν να επιλέγουν μεταξύ ζυμαρικών διαφορετικής φύσεως και συνθέσεως, οι βέλγοι, λουξεμβούργιοι, ολλανδοί, γερμανοί, καθώς επίσης βρετανοί, ιρλανδοί και δανοί καταναλωτές προσανατολίστηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα προς το εν λόγω είδος διατροφής. Προς αυτούς, λοιπόν, κυρίως οφείλουμε να διασφαλίσουμε, για να επαναλάβω και πάλι τη διατύπωση της αποφάσεως για την μπύρα, "ένα σύστημα πληροφόρησης ... (που μπορεί) κάλλιστα να λειτουργήσει". 'Ετσι, διατηρώντας - μόνον όμως προσωρινά - την παρούσα κατάσταση της αγοράς, θα παράσχουμε στους βορειοευρωπαίους αγοραστές τη δυνατότητα να συνεχίσουν να επιλέγουν τα ζυμαρικά που προτιμούν, ενώ οι ιταλοί, έλληνες και γάλλοι δεν θα διατρέχουν τον κίνδυνο - λόγω των ασαφών και ανεπαρκών πληροφοριακών στοιχείων που παρέχονται με την επισήμανση των εισαγόμενων προϊόντων - να προβαίνουν σε αγορές αντίθετες προς τις προτιμήσεις τους.

"Last but not least", η διατήρηση του ισχύοντος νομικού και οικονομικού καθεστώτος θα διασφαλίσει και τη διατήρηση των προϋποθέσεων βάσει των οποίων το Συμβούλιο αποφάσισε να αναθεωρήσει την πολιτική του σε θέματα σιτηρών και μπόρεσε να συνάψει εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες που παρέχει προστασία στα ζυμαρικά από σκληρό σίτο. Επαναλαμβάνω "Not least". Πράγματι, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 39, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, "κατά την εκπόνηση της κοινής γεωργικής πολιτικής ... λαμβάνεται υπόψη: ... β) η ανάγκη βαθμιαίας εφαρμογής των καταλλήλων προσαρμογών γ) το γεγονός ότι στα κράτη μέλη η γεωργία αποτελεί ένα τομέα στενά συνδεδεμένο με το σύνολο της οικονομίας" (η υπογράμμιση είναι δική μου) και ας μη λησμονούμε ότι η υποχρέωση αυτή δεσμεύει εξίσου το νομοθέτη και το δικαστή.

18. Ενόψει των παρατηρήσεων που προηγήθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσαν ο Pretore του Bolzano και ο Pretore του Μιλάνου με Διατάξεις της 31ης Οκτωβρίου 1985 και 19ης Μαρτίου 1986 αντίστοιχα:

"Ενόσω η Κοινότητα δεν θεσπίζει ρύθμιση σχετικά με την παραγωγή και/ή την ονομασία των ζυμαρικών με την οποία να λαμβάνεται ιδίως υπόψη η επιτακτική ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν είναι αντίθετο προς την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους που επιβάλλει την υποχρέωση αποκλειστικής χρήσεως του σκληρού σίτου για την παρασκευή των ζυμαρικών που προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριο εντός του εν λόγω κράτος."

(*) Μετάφραση από τα ιταλικά.

(1) Στο σημείο αυτό του πολυγραφημένου κειμένου των προτάσεων παρετίθετο φωτογραφία των τεσσάρων συσκευασιών για τις οποίες, για τεχνικούς λόγους, στάθηκε αδύνατη η εκτύπωση.

Top