Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CC0046

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 28ης Φεβρουαρίου 1985.
    Nordgetreide GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
    Νομισματικά εξισωτικά ποσά - Παράγωγα προϊόντα αραβοσίτου.
    Υπόθεση 46/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -03127

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:92

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    CARL OTTO LENZ

    της 28ης Φεβρουαρίου 1985 ( *1 )

    Κύριεπρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    Και η τρίτη επίσης υπόθεση, επί της οποίας διατυπώνω σήμερα τη γνώμη μου, αφορά προβλήματα της νομισματικής εξίσωσης σχετικά με τη μεταποίηση αραβοσίτου.

    Α. 

    Αυτή τη φορά πρόκειται για την παρασκευή σιμιγδαλιών αραβοσίτου και σιμιγδαλιών που προορίζονται για τη ζυθοποιία των δασμολογικών διακρίσεων 11.02 Α V α 1 και 2 από την προσφεύγουσα και την εξαγωγή αυτών των προϊόντων από τη Γερμανία προς τη Δανία, Μεγάλη Βρετανία και Σουηδία κατά το χρονικό διάστημα από 29 Μαΐου μέχρι 21 Ιουνίου 1979, καθώς και κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Νοεμβρίου 1980 και της 15ης Μαρτίου 1981 πρόκειται επίσης και για τη νομισματική εξίσωση που καταβλήθηκε για το λόγο αυτό στην προσφεύγουσα, η οποία εξίσωση διέπεται αφενός από τον κανονισμό 746/79 ( για έναν τόνο σιμιγδαλιού ανήλθε σε 67,01 DM ), αφετέρου από τον κανονισμό 3013/80 που είναι ήδη γνωστός από τη δίκη 39/84 ( 1 ) ( ο οποίος προέβλεπε για έναν τόνο σιμιγδαλιού για τη ζυθοποιία 50,36 DM και για έναν τόνο άλλου σιμιγδαλιού 56,72 DM ).

    Και εδώ η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα ποσά αυτά είναι σε σχέση με το νομισματικό εξισωτικό ποσό που ισχύει για εισαγόμενο αραβόσιτο υπερβολικά χαμηλά. Ελήφθησαν ως βάση μία εξωπραγματική αλυσίδα παραγωγής και μη ορθοί συντελεστές εκμεταλλεύσεως. Εξάλλου, δεν ελήφθη υπόψη ότι επιχειρήσεις σε χώρες με σκληρό νόμισμα φέρουν τα έξοδα παρασκευής και διαθέσεως στο εθνικό τους νόμισμα. Η ρύθμιση αυτή συνιστά, επομένως, διάκριση σε βάρος των γερμανικών μύλων σε σχέση με τους γάλλους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι κατά την εξαγωγή καταβάλλουν υπερβολικά χαμηλή νομισματική εξίσωση. Εξάλλου, δεν διακρίνει η προσφεύγουσα στους κανονισμούς που τροποποιούν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά την ειδική ρύθμιση για παλαιές συμβάσεις, την οποία θεωρεί ως ενδεδειγμένη ενόψει του γεγονότος ότι συνήθως συνάπτονται συμβάσεις μακροχρόνιας ισχύος.

    Επειδή οι ενστάσεις της κατά των αποφάσεων περί των εξισωτικών ποσών δεν ευδοκίμησαν, προσέφυγε επίσης στο Finanzgericht Hamburg.

    Το Finanzgericht — πρόκειται για το τμήμα, το οποίο μας υπέβαλε επίσης την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση 39/84 ( 1 ) — έχει δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς το κύρος όχι μόνο του κανονισμού 3013/80, αλλά και ως προς το κύρος του κανονισμού 746/79. Συνεπώς, με Διάταξη της 6ης Ιανουαρίου 1984 ανέβαλε τη δίκη και σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ υπέβαλε για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως τα ακόλουθα ερωτήματα:

    « 1 )

    Είναι ανίσχυροι οι κανονισμοί ( EO Κ ) 746/79 της 11ης Απριλίου 1979, και 3013/80, της 21ης Νοεμβρίου 1980, της Επιτροπής κατά το μέτρο που καθορίζουν για τα προϊόντα της δασμολογικής διάκρισης 11.02 Α V α ) 1 και 2 ( πληγούρια και σιμιγδάλια αραβοσίτου προοριζόμενα διά την βιομηχανίαν ζυθοποιίας και έτερα) νομισματικά εξισωτικά ποσά ύψους μόνο 67,01 DM, 56,62 DM ή 50,36 DM ανά τόνο;

    2 )

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: ποιες συνέπειες συνάγονται από την ακυρότητα; »

    Β. 

    Σχετικώς, η γνώμη μου έχει ως εξής:

    1.

    Καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αιτίαση ότι οι υπό κρίση ρυθμίσεις δεν περιέχουν ιδιαίτερες διατάξεις για παλαιές συμβάσεις δεν λαμβάνεται υπόψη από το παραπέμπον δικαστήριο. Συνεπώς, μπορεί κατά την εξέταση του κύρους να παραλειφθεί. Επιθυμώ όμως, εντούτοις, να πω ότι αυτά που εξέθεσε σχετικώς η Επιτροπή μου φαίνονται ότι είναι κατατοπιστικά και ότι συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί τίποτε ακολουθώντας τους συλλογισμούς που προέβαλε εν προκειμένω η προσφεύγουσα που θα μπορούσε να δώσει αφορμή για να διαπιστωθεί η έλλειψη κύρους των κανονισμών που ενδιαφέρουν στην παρούσα υπόθεση.

    2.

    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι κατά τον υπολογισμό των νομισματικών εξισωτικών ποσών για προϊόντα μεταποιήσεως — το ανέφερα ήδη κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, δεν ελήφθησαν υπόψη τα έξοδα μεταποιήσεως, στα οποία υποβλήθηκε καταβάλλοντας σκληρό νόμισμα. Φρονεί ότι κατά ορθότερο τρόπο τα έξοδα αυτά, τα οποία επιρρίπτονται στους πωλητές και συνιστούν περίπου το 10 ο/ο των εξόδων για πρώτες ύλες, έπρεπε να υπολογιστούν έτσι ώστε η νομισματική εξίσωση που ισχύει για την πρώτη ύλη να ανέλθει κατά 10 μέχρι 15 ο/ο. Με αυτή τη βάση θα έπρεπε να υπολογιστούν τα ποσά που ισχύουν για τα προϊόντα μεταποιήσεως.

    Αυτό όμως σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό. Καταρχάς πρέπει να αναφερθεί ο κανονισμός 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1971 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 192). Στην τελευταία αιτιολογική σκέψη αυτού του κανονισμού αναφέρεται:

    « τα ποσά που θα θεσπιστούν πρέπει να περιορίζονται στα αυστηρώς απαραίτητα ποσά για την αντιστάθμιση της επιπτώσεως των νομισματικών μέτρων επί των τιμών των προϊόντων βάσεως για τα οποία προβλέπονται μέτρα παρεμβάσεως και ότι πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σ' εκείνες τις περιπτώσεις που η επίπτωση αυτή οδηγεί σε δυσχέρειες ».

    Στην απόφαση επί της υποθέσεως 4/79 ( 2 ) τονίστηκε ότι τα νομισματικά εξισωτικά ποσά δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τα ποσά τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για αντιστάθμιση της επίπτωσης των νομισματικών μέτρων επί των τιμών των προϊόντων βάσεως (σκέψη 18).

    Περαιτέρω, αναφέρεται ότι ως προς τα προϊόντα μεταποιήσεως ο όρος « επίπτωση » επιτρέπει απλώς και μόνο να ληφθούν υπόψη οι επιδράσεις των νομισματικών εξισωτικών ποσών για το κύριο προϊόν επί της τιμής των δευτερευόντων προϊόντων ( σκέψη 21 ).

    Περαιτέρω, στην απόφαση 145/79 ( 3 ) έγινε δεκτό ότι κατά τον υπολογισμό των εξισωτικών ποσών για προϊόντα μεταποιήσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση ορισμένου κλάδου παραγωγής. Σχετικώς τονίστηκε επίσης ότι κατά την εκτίμηση της επίπτωσης των εξισωτικών ποσών για τα βασικά προϊόντα επί της τιμής των προϊόντων μεταποιήσεως δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που είναι εν προκειμένω άσχετοι ( σκέψη 24 ).

    Συνεπώς, ούτε δικαιολογείται ασφαλώς να λαμβάνεται υπόψη αν ανέκυψαν ή όχι έξοδα μεταποιήσεως σε σκληρό νόμισμα.

    3.

    Καθόσον πρόκειται για το κύρος του κανονισμού 746/79, επιχείρησε η προσφεύγουσα να καταδείξει βάσει υπολογισμών ότι εν προκειμένω δικαιολογούνται σοβαρές αμφιβολίες. Πράγματι, αν ληφθούν ως βάση οι συνέπειες μεταποιήσεως που επικρατούν στη Γερμανία και στις χώρες της Benelux, τότε καταφαίνεται ότι για τα προϊόντα μεταποιήσεως — βάσει της νομισματικής εξίσωσης για τον αραβόσιτο — καθορίστηκε υπερβολικά χαμηλή νομισματική εξίσωση κατά 1,17 DM/t.

    Ανεξάρτητα από το ζήτημα αν πρέπει να θεωρηθεί ως ορθή η αλυσίδα μεταποιήσεως που ελήφθη ως βάση από την Επιτροπή, κατά την οποία δεν προκύπτει τέτοια αρνητική διαφορά, θα μπορούσε να θεωρηθεί εν προκειμένω δικαιολογημένη η εκτίμηση ότι ενόψει ενός ποσού, όπως το υπολογίζει η προσφεύγουσα, πρόκειται πράγματι για ασήμαντη απόκλιση, η οποία δύσκολα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεων στο πλαίσιο της ρύθμισης ενός τόσο πολύπλοκου θέματος.

    Επιπλέον, ως προς την εκτίμηση των απόψεων της προσφεύγουσας έχουν σημασία και οι επόμενες σκέψεις:

    — δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα νομισματικά εξισωτικά ποσά για προϊόντα μεταποιήσεως κατά το χρόνο της έκδοσης του εν προκειμένω υπό κρίση κανονισμού (Απρίλιο 1979) υπολογίστηκαν βάσει της τιμής παρεμβάσεως για τον αραβόσιτο χωρίς αφαίρεση της επιστροφής λόγω παραγωγής ( η οποία όμως είναι αναγκαία μετά τα όσα διαπιστώθηκαν με την απόφαση στην υπόθεση 145/79 ( 4 ). Η προσφεύγουσα, όμως, δεν κατέδειξε πώς έπρεπε να είναι ο συγκριτικός υπολογισμός τους βάσει αυτής της αναγκαίας διόρθωσης (κατά την οποία τα νομισματικά εξισωτικά ποσά μειώνονται ) ιδίως δε δεν κατέδειξε ότι κατ' αυτό τον τρόπο προκύπτει αρνητική διαφορά σε βάρος των γερμανών μεταποιητών

    — η προσφεύγουσα, περαιτέρω, δεν έλαβε υπόψη της στο συγκριτικό της υπολογισμό τα φύτρα σπερμάτων αραβοσίτου που προκύπτουν κατά τη μεταποίηση και τα εξισωτικά νομισματικά ποσά που ισχύουν σχετικώς. Ότι αυτό δεν τίθεται υπό κρίση κατέδειξα ήδη στις προτάσεις επί της υποθέσεως 39/84 ( 5 ). Αν όμως ληφθούν υπόψη τα νομισματικά εξισωτικά ποσά για φύτρα σπερμάτων (και μάλιστα ακόμη και στην μικρότερη έκταση που πρόσφατα δέχτηκε η Επιτροπή), τότε δεν πρέπει να προκύψει αρνητικό ποσό διαφοράς, όπως το εννοεί η προσφεύγουσα·

    — τέλος, η προσφεύγουσα λαμβάνει ως βάση κατά τον υπολογισμό της ένα σχετικά υψηλό μέρος αλεύρου [της δασμολογικής διάκρισης 23.02 Α Ι β )] και ένα ελάχιστο μέρος πιτύρων [της δασμολογικής διάκρισης 23.02 Αία)]. Αν αυτό αντιπαρατεθεί με τα αποτελέσματα της έρευνας της Επιτροπής επί των συνεπειών της γερμανικής παραγωγής (αναφέρομαι στην απάντηση της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν εν προκειμένω από την προσφεύγουσα ) τότε ο υπολογισμός της προσφεύγουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στα πράγματα, επειδή σύμφωνα με αυτόν εμπίπτει, όσον αφορά τους γερμανούς μεταποιητές, στη δασμολογική διάκριση 23.02 Αία) μόνο άλευρος για ζωοτροφές — και μάλιστα σε σχετικά μεγάλη έκταση.

    Συνεπώς, δεν απομένει παρά το συμπέρασμα ότι τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ του ότι ο κανονισμός 746/79 πρέπει να κηρυχθεί άκυρος για τους λόγους που ανέφερε η προσφεύγουσα. Το γεγονός, εντούτοις, ότι ο κανονισμός (σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία) πρέπει να θεωρηθεί άκυρος, επειδή έλαβε ως βάση για τα προϊόντα μεταποιήσεως την τιμή παρεμβάσεως για αραβόσιτο — χωρίς αφαίρεση της επιστροφής λόγω παραγωγής — δεν μπορεί να έχει σημασία για την προσφεύγουσα, επειδή έτσι — ύστερα από ανάλογη διόρθωση των νομισματικών εξισωτικών ποσών — δεν θεμελιώνεται καμία αξίωση για πρόσθετες πληρωμές, αντιθέτως μάλιστα συνάγεται κατά αυτόν τον τρόπο ελάχιστο νομισματικό εξισωτικό ποσό για σιμιγδάλι αραβοσίτου.

    4.

    Όσον αφορά τον κανονιομό 3013/80, η προσφεύγουσα, για να καταδείξει την ελαττωματικότητα του, έκανε δύο ειδών υπολογισμούς. Επειδή καθορίστηκαν για προϊόντα μεταποιήσεως υπερβολικά μικρά νομισματικά εξισωτικά ποσά σε σχέση με τα ποσά που ίσχυαν για τον αραβόσιτο, συνάγεται, αν γίνουν δεκτά τα αποτελέσματα μεταποιήσεως των γαλλικών μύλων, τα οποία εξετέθησαν στην υπόθεση 4/79 ( 6 ) τα οποία αποτελέσματα έλαβε σαφώς ως βάση και το Δικαστήριο ) για τους γερμανικούς μύλους ως προς το σιμιγδάλι για ζυθοποιία ζημία ύψους 7,40 DM/t και ως προς τα λοιπά σιμιγδάλια ζημία ύψους 1,14 DM/t. Αν όμως ληφθεί υπόψη η αλυσίδα παραγωγής των μύλων στη Γερμανία και στις χώρες της Benelux (η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως η σπουδαιότερη στην Κοινότητα), τότε η διαφορά σε βάρος των γερμανικών μύλων ως προς το σιμιγδάλι για ζυθοποιία ανέρχεται μάλιστα σε 12,05 DM/t και ως προς τα άλλα σιμιγδάλια σε 5,79 DM/t.

    Η Επιτροπή, η οποία τόνισε ότι κατά τη θέσπιση του κανονισμού 3013/80 δεν έλαβε πλέον ως βάση τα γαλλικά αποτελέσματα παραγωγής, αλλά άλλα μεγέθη που συνήγαγε υπό το φως της απόφασης 4/79 ( 6 ) παραδέχθηκε εν προκειμένω απλώς ότι ως προς το σιμιγδάλι για ζυθοποιία προκύπτει ορισμένη ζημία για τους γερμανικούς μύλους (δηλαδή, όσον αφορά όλα μαζί τα προϊόντα μεταποιήσεως, νομισματική εξίσωση χαμηλότερη κατά 3,11 DM/t από ό, τι σε σχέση με τον αραβόσιτο ). Για άλλα σιμιγδάλια δεν θεώρησε σκόπιμο να προβεί σε υπολογισμό, προφανώς επειδή είχε τη γνώμη ότι ενόψει του υψηλότερου νομισματικού εξισωτικού ποσού που ισχύει για το σιμιγδάλι καμία ζημία δεν μπορεί να προκύψει εν προκειμένω για τους μεταποιητές χωρών με σκληρό νόμισμα.

    α)

    Αν σ' αυτή την αλληλουχία ληφθούν καταρχάς ως βάση απλώς τα γεγονότα που ανέφερε η Επιτροπή, τότε και στην προκειμένη περίπτωση δεν απομένει τίποτε άλλο από το να κηρυχθεί ο κανονισμός 3013/80 άκυρος, καθόσο καθόρισε νομισματικά εξισωτικά ποσά για σιμιγδάλι που προορίζεται για τη ζυθοποιία.

    Αν και προφανώς δεν μπορεί να αναμένεται πλήρης αντιστοιχία των νομισματικών εξισωτικών ποσών για προϊόντα μεταποιήσεως και του νομισματικού εξισωτικού ποσού που ισχύει για το προϊόν βάσεως, δεν μπορεί η απόκλιση κατά 4,3o/ο του νομισματικού εξισωτικού ποσού που καθορίστηκε για τον αραβόσιτο να θεωρηθεί ελάχιστη και συνεπώς ασήμαντη. Αυτό ιδίως — όπως αναπτύχθηκε λεπτομερώς στις προτάσεις 39/84 ( 7 ) — αν πρέπει σ' αυτό να προσυπολογιστεί σχετικώς αντίστοιχο όφελος των μεταποιητών χωρών ασθενούς νομίσματος, οι οποίοι έτσι διαθέτουν συνολικά στις αγορές τρίτων χωρών σημαντικότατα προωθημένες θέσεις από άποψη ανταγωνισμού.

    Βεβαίως, η Επιτροπή προσπάθησε και στην παρούσα διαδικασία να στηριχτεί στην ιδέα μιας σφαιρικής εξίσωσης, αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό ακριβώς λόγω των γενικότερων εκτιμήσεων αρχής που εξετέθησαν. Η Επιτροπή, εξάλλου, δεν στηρίζεται εδώ, όπως στην δίκη 39/84 ( 7 ) τον κανονισμό 1372/83 της 19ης Μαΐου 1981 ( ΕΕ L 138 της 25. 5.1981 ), αλλά αναφέρεται στο ότι κατά την εξαγωγή σε τρίτες χώρες, επειδή εδώ δεν μπορεί να αφαιρεθεί η επιστροφή λόγω παραγωγής από την τιμή παρεμβάσεως για αραβόσιτο, ισχύει υψηλότερο νομισματικό εξισωτικό ποσό για σιμιγδάλι, λόγω δε αυτού το άθροισμα όλων των νομισματικών εξισωτικών ποσών επί προϊόντων μεταποιήσεως υπερβαίνει το νομισματικό εξισωτικό ποσό για αραβόσιτο κατά 3,15DM/t.

    Επιπλέον, πρέπει να αντιταχθεί στην Επιτροπή ότι δεν κατέδειξε καμία αντιστοιχία για τις χώρες με ασθενές νόμισμα και, ιδίως, ότι από τις χώρες αυτές διενεργούνται πράγματι εξαγωγές προς τρίτες χώρες σε έκταση που αντισταθμίζει το όφελος που ως γνωστόν υφίσταται στο κοινοτικό εμπόριο ως προς την νομισματική εξίσωση.

    β )

    Ύστερα από όσα προέκυψαν από τη διαδικασία πρέπει, περαιτέρω, να τεθεί το ερώτημα αν πρέπει να ασκηθεί επιπλέον κριτική ως προς τον υπολογισμό των νομισματικών εξισωτικών ποσών για σιμιγδάλι που προορίζεται για τη ζυθοποιία (επειδή πράγματι η βλάβη που υφίστανται οι γερμανικοί μύλοι είναι ενδεχομένως μεγαλύτερη από ό, τι παραδέχθηκε η Επιτροπή) και αν υπολογίστηκαν υπερβολικά τα καθορισθέντα για άλλα σιμιγδάλια νομισματικά εξισωτικά ποσά, για τα οποία η Επιτροπή δεν έκανε κανένα υπολογισμό — σε σχέση με το νομισματικό εξισωτικό ποσό για το αρχικό προϊόν.

    Κατά την άποψη της προσφεύγουσας αυτό συμβαίνει ως γνωστό, επειδή — όπως νομίζει — η Επιτροπή έλαβε ως βάση αποτελέσματα παραγωγής που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κατ' αυτή, θα ήταν ορθότερο να ελαμβάνετο υπόψη ότι για φύτρα αραβοσίτου δεν υφίσταται αγορά ( για το λόγο δε αυτό θα έπρεπε να υποστούν από την προσφεύγουσα περαιτέρω μεταποίηση), δηλαδή θα έπρεπε να απαλειφθούν τα νομισματικά εξισωτικά ποσά για φύτρα από το συγκριτικό υπολογισμό. Επιπλέον, η Επιτροπή θα έπρεπε επίσης να συναγάγει με διαφορετικό τρόπο τα αποτελέσματα παραγωγής· θα έπρεπε συνεπώς να ερευνήσει όχι απλώς τις μέσες αξίες που προκύπτουν από τα στοιχεία που έδωσαν οι επιχειρήσεις των διαφόρων χωρών μελών, αλλά θα έπρεπε να προβεί σε μία αξιολόγηση σύμφωνα με τις δυνατότητες αλέσεως, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια ότι οι μοντέρνες μέθοδοι μεταποιήσεως που υφίστανται στη Γερμανία και το Βέλγιο — επειδή εδώ απαντώνται οι μεγαλύτερες δυνατότητες αλέσεως — θα αποκτούσαν ιδιαίτερη σημασία.

    Εν προκειμένω πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να σημειωθεί ακόμη και το εξής:

    αα)

    Όσον αφορά τα φύτρα αραβοσίτου, παραπέμπω καταρχήν στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως 39/84 ( 8 ). Πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σχετικώς αγορά και διακρατικό εμπόριο, καίτοι μικρής μόνο εκτάσεως — σε σύγκριση με τη συνολική παραγωγή. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία, επειδή εν προκειμένω είναι σημαντικό για την Επιτροπή το ότι σε περίπτωση ελλείψεως νομισματικών εξισωτικών ποσών για φύτρα αραβοσίτου η συνέπεια θα ήταν σημαντική αύξηση των εξαγωγών από τις χώρες με ασθενές νόμισμα και, συνεπώς, διατάραξη της αγοράς. Από αυτή την άποψη η Επιτροπή διαθέτει αναμφίβολα, σύμφωνα με τη νομολογία, πεδίο εκτιμήσεως δεν αποδείχτηκε δε ότι η Επιτροπή έκανε σχετικώς πεπλανημένη χρήση.

    Καθόσον όμως η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη θεωρεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ φυτρών, τα οποία προκύπτουν κατά την παρασκευή σιμιγδαλιού ( αποτελούν περίπου το 1/5 της συνολικής παραγωγής) και αυτών που προκύπτουν κατά την παρασκευή αμύλου, τα οποία προτιμώνται από τους αγοραστές, επειδή — καθόσον λαμβάνονται με διαδικασία σε ύγρανση — είναι καλύτερης ποιότητας· και αυτή όμως η άποψη δύσκολα μπορεί να υιοθετηθεί. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται πράγματι για εμπορεύματα της ίδιας δασμολογικής διάκρισης τα οποία προφανώς δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν χωριστά. Εξάλλου, είναι αμφίβολο αν μπορούν εύκολα να παραχθούν μείγματα, που μπορούν να καταστήσουν δυνατή την παράκαμψη μιας ρύθμισης διαφοροποιήσεως,

    ββ)

    Καθόσον κατά τα λοιπά η συζήτηση αφορά τα αποτελέσματα παραγωγής κατά την παρασκευή σιμιγδαλιού, ειπώθηκε ότι — και η προσφεύγουσα επίσης το παραδέχθηκε — τα αποτελέσματα αυτά είναι σημαντικώς διαφορετικά στις διάφορες χώρες (πρβλ. σχετικώς τον κατάλογτ που προσεκόμισε η Επιτροπή με την απάντησι, στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου). Συνεπώς, δεν αποτελούσε καθόλου εύκολο πρόβλημα για την Επιτροπή να τα λάβει υπόψη στο πλαίσιο της νομισματικής εξίσωσης. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω εφαρμόζεται η ιδέα της κατ' αποκοπήν εκτίμησης που έχει τονιστεί στη νομολογία, η δε Επιτροπή διαθέτει αντίστοιχο πεδίο εκτιμήσεως. Το ότι όμως στο δύσκολο αυτό ζήτημα προσπάθησε απλώς να ανεύρει μέσες αξίες και δεν επιχείρησε να προβεί σε αξιολόγηση σύμφωνα με τις ικανότητες παραγωγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία ως ουσιώδης πλάνη εκτιμήσεως. Αυτό ενισχύεται, επιπλέον, από τη διαπίστωση ότι δεν γίνεται αντιληπτό πώς μία αξιολόγηση βάσει του πίνακα που κατάρτισε η Επιτροπή ( τα μεγέθη του οποίου — όσον αφορά τη Γερμανία και το Βέλγιο — δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα ) θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ της παραδοχής των αποτελεσμάτων παραγωγής που υποστηρίζει η προσφεύγουσα (υψηλό μέρος αλεύρου και χαμηλό μέρος πιτύρων) από τον πίνακα όμως μπορεί να συναχθεί για τους γερμανούς και βέλγους μεταποιητές ότι ως προς αυτούς δεν προκύπτει καθόλου άλευρο και ότι πρέπει να ληφθεί ως βάση ένα πολύ υψηλό μέρος αλεύρου για ζωοτροφές της δασμολογικής διάκρισης 23.02 Αία).

    γγ)

    Συνεπώς, βάσει των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν διακρίνεται κανένας λόγος επικρίσεως των καθορισθέντων για άλλα σιμιγδάλια νομισματικών εξισωτικών ποσών και ότι — όσον αφορά την έκταση της βλάβης των μεταποιητών από χώρες με ισχυρό νόμισμα ως προς το σιμιγδάλι για ζυθοποιία — δεν υφίσταται κανένας λόγος να ληφθεί ως βάση μεγαλύτερο μέγεθος από αυτό που υπολόγισε η Επιτροπή. Συνεπώς, μπορεί να γίνει δεκτή η ακυρότητα του κανονισμού 3013/80, μόνο καθόσον αφορά τον καθορισμό νομισματικών εξισωτικών ποσών για σιμιγδάλι που προορίζεται για τη ζυθοποιία.

    5.

    Και με την παρούσα διαδικασία επίσης συνδέεται το ζήτημα ποιες συνέπειες συνάγονται από την ακυρότητα αυτού του κανονισμού.

    Σχετικώς παραπέμπω απλώς στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως 39/84 ( 9 ). Δηλαδή: το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί — κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 174 της Συνθήκης ΕΟΚ — ότι η ακυρότητα πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται από την έκδοση της απόφασης επί της προκειμένης υποθέσεως. Εξαίρεση από αυτό επιτρέπεται μόνο εφόσον οι ενδιαφερόμενοι εγκαίρως πριν από την έκδοση της απόφασης άσκησαν ένδικο βοήθημα κατά των εντολών πληρωμής, οι οποίες εκδόθηκαν βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού, πράγμα που προφανώς συμβαίνει με την προσφεύγουσα.

    Γ. 

    Σύμφωνα με τα παραπάνω, στο ερώτημα του Finanzgericht Hamburg πρέπει να δοθεί απάντηση ως εξής:

    1 )

    Κατά τη διαδικασία δεν προέκυψε κανένα στοιχείο για να γίνει δεκτή η ακυρότητα του κανονισμού 746/79, καθόσον δεν καθορίστηκε για προϊόντα των δασμολογικών διακρίσεων 11.02 Α V α) 1 και 2 υψηλότερο νομισματικό εξισωτικό ποσό από αυτό που προβλέπεται στον κανονισμό αυτό.

    2 )

    Ο κανονισμός 3013/80 είναι άκυρος καθόσον καθορίστηκε με αυτόν νομισματικό εξισωτικό ποσό για προϊόντα της δασμολογικής διάκρισης 11.02 Α V α) 1.

    3 )

    Η διαπιστωθείσα ακυρότητα δεν παρέχει δικαίωμα αμφισβητήσεως της επιβολής ή πληρωμής νομισματικών εξισωτικών ποσών βάσει του εν λόγω κανονισμού από τις εθνικές αρχές για το πριν από την έκδοση της απόφασης χρονικό διάστημα στην προκειμένη υπόθεση, εκτός αν πριν από την έκδοση της απόφασης ασκήθηκαν εγκαίρως ένδικα βοηθήματα κατά των εντολών πληρωμής.


    ( *1 ) Μετάφραση από τα γερμανικά.

    ( 1 ) Υπόθεση 39/84, Maizena GmbH κ.ά. κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1985, σ. 2115.

    ( 2 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση 4/79, Société coopérative « Providence agricole de la Champagne » κατά Office national interprofessionnel des céréales, Slg. 1980, α 2823.

    ( 3 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση 145/79, SA Roquette Frères κατά γαλλικού κράτους, Sig. 1980, σ. 2917.

    ( 4 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση 145/79, SA Roquette Frères κατά γαλλικού κράτους, Sig. 1980, σ. 2917.

    ( 5 ) Υπόθεση 39/84, Maizena GmbH κ.ά. κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1985, σ. 2115.

    ( 6 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση 4/79, Société coopérative « Providence agricole de la Champagne » κατά Office national interprofessionnel des céréales, Slg. 1980, σ. 2823.

    ( 7 ) Υπόθεση 39/84, Maizena GmbH κ.ά. κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1985, σ. 2115.

    ( 8 ) Υπόθεση 39/84, Maizena GmbH κ.ά. κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1985, σ. 2115.

    ( 9 ) Υπόθεση 39/84, Maizena GmbH κ.ά. κατά Hauplzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1985, σ. 2115.

    Top