Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0293

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1985.
    Françoise Gravier κατά Ville de Liège.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Liège - Βέλγιο.
    Απαγόρευση των διακρίσεων: πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση.
    Υπόθεση 293/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -00593

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:69

    61983J0293

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 13ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1985. - FRANCOISE GRAVIER ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNAL DE PREMIERE INSTANCE ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ : ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 293/83.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 00593
    Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00283
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00071
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00073


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 . Συνθήκη EOK - Καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής — Επαγγελματική εκπαίδευση — Πρόσβαση στην εκπαίδευση — Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 128 )

    2 . Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Διάκριση λόγω ιθαγένειας — Επαγγελματική εκπαίδευση παρεχόμενη σε κράτος μέλος — Τέλος εγγραφής ή δίδακτρα ( « Minerval » ) που καλούνται να καταβάλλουν μόνο οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών — Απαγορεύονται

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 7 )

    3 . Κοινωνική πολιτική — Κοινή πολιτική στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης — Επαγγελματική εκπαίδευση — Έννοια — Διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων — Περιλαμβάνεται

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 128 )

    Περίληψη


    1 . Ναι μεν η εκπαίδευση και η περί παιδείας πολιτική δεν ανήκουν , άνευ ετέρου , στους τομείς που η Συνθήκη ανέθεσε στην αρμοδιότητα των κοινοτικών οργάνων , πλην όμως η πρόσβαση και η συμμετοχή σε κύκλους εκπαιδεύσεως και μαθητείας , ιδίως όταν πρόκειται για επαγγελματική εκπαίδευση , δεν είναι ξένες προς το κοινοτικό δίκαιο . Από τις διάφορες πράξεις και τα διάφορα προγράμματα που έχει υιοθετήσει το Συμβούλιο σ’ αυτόν τον τομέα προκύπτει ότι η κοινή πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 128 της Συνθήκης καθορίζεται ήδη σταδιακά . H πολιτική αυτή αποτελεί εξάλλου απαραίτητο στοιχείο των δραστηριοτήτων της Κοινότητας , οι στόχοι της οποίας περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων , την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων . Άρα οι όροι πρόσβασης στην επαγγελματική εκπαίδευση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης .

    2 . H επιβολή τελών , δικαιώματος εγγραφής , ή διδάκτρων , ως προϋπόθεσης για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης στους σπουδαστές , υπηκόους άλλων κρατών μελών συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης εφόσον η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές .

    3 . Κάθε μορφή εκπαίδευσης που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή που παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχόλησης περιλαμβάνε- ται στην επαγγελματική εκπαίδευση ανεξαρτήτως της ηλικίας και του επιπέδου καταρτίσεως των μαθητών ή των σπουδαστών , ακόμη δε και αν το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλαμβάνει τμήμα γενικής εκπαιδεύσεως . Κατά συνέπεια , στην επαγγελματική εκπαίδευση περιλαμβάνεται εννοιολογικώς η διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων που παρέχεται από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα καλών τεχνών .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 293/83

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του προέδρου του Tribunal de premiere instance της Λιέγης προς το Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης , με την οποία ζητείται , στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Francoise Gravier

    και

    πόλεως της Λιέγης

    παρισταμένων του

    Βελγικού Δημοσίου και της Γαλλικής Κοινότητας ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 59 της Συνθήκης EOK ,

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με Διάταξη της 23ης Δεκεμβρίου 1983 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους , ο πρόεδρος του Tribunal de premiere instance της Λιέγης υπέβαλε , δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης .

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων με την οποία η Francoise Gravier , σπουδάστρια στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Λιέγης , είχε ζητήσει να διαταχθεί η πόλη της Λιέγης να παύσει να απαιτεί από την αιτούσα την καταβολή των γνωστών ως « minerval » διδάκτρων , τα οποία δεν επιβάλλονται στους σπουδαστές βελγικής ιθαγένειας . H πόλη της Λιέγης προσεπικάλεσε το Βελγικό Δημόσιο ως εκδότη των εγκυκλίων περί υποχρεωτικής καταβολής διδάκτρων , και τη Γαλλική Κοινότητα ως περιφερειακό φορέα στον οποίο υπάγεται η διδασκαλία των Καλών Τεχνών .

    3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στο Βέλγιο , δυνάμει του άρθρου 12 του νόμου της 29ης Μα ΐου 1959 περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων της νομοθεσίας περί εκπαιδεύσεως ( Moniteur Belge της 19ης Ιουνίου 1959 ), η στοιχειώδης και η μέση εκπαίδευση παρέχονται δωρεάν στα δημόσια και στα επιδοτούμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα , και ότι τα ιδρύματα ανωτέρας ή ανωτάτης εκπαιδεύσεως μπορούν να εισπράττουν χαμηλά μόνο τέλη εγγραφής που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών τους υπηρεσιών . Ωστόσο , κατά παρέκκλιση από το εν λόγω άρθρο 12 , οι νόμοι που περιέχουν τον προϋπολογισμό της εθνικής παιδείας επιτρέπουν κάθε χρόνο , αρχής γενομένης από το σχολικό έτος 1976-1977 , στον υπουργό να επιβάλει « δίδακτρα για τους αλλοδαπούς μαθητές και σπουδαστές οι γονείς των οποίων δεν είναι κάτοικοι Βελγίου και οι οποίοι φοιτούν σε κρατικό ή επιδοτούμενο από το κράτος εκπαιδευτικό ίδρυμα προσχολικής , σχολικής , ειδικής , μέσης , ανωτάτης εκπαιδεύσεως βραχέος ή μακρού τύπου καθώς επίσης και τεχνικής εκπαιδεύσεως δευτέρου και τρίτου βαθμού » .

    4 Βάσει της προαναφερθείσας διάταξης — εν προκειμένω του άρθρου 15 του νόμου περί του προϋπολογισμού για το έτος 1983 — ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας επέβαλε , με την από 30 Ιουνίου 1983 εγκύκλιο υπ’ αριθ . 83.24 G ( Moniteur belge της 3ης Φεβρουαρίου 1984 ), « για το έτος 1983-1984 , όπως και για τα προηγούμενα έτη , δίδακτρα ... στους μαθητές και σπουδαστές που δεν έχουν τη βελγική ιθαγένεια , οι οποίοι φοιτούν σε ίδρυμα καλλιτεχνικής εκπαιδεύσεως που λειτουργεί πλήρως και οργανώνεται ή επιδοτείται από το κράτος » . Κατά την εν λόγω εγκύκλιο , της υποχρεώσεως καταβολής διδάκτρων απαλλάσσονται , μεταξύ άλλων , οι σπουδαστές των οποίων ο ένας από τους γονείς έχει τη βελγική ιθαγένεια , οι σπουδαστές που έχουν την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου και οι σπουδαστές των οποίων ο πατέρας ή η μητέρα διαμένει στο Βέλγιο όπου και ασκεί κύρια επαγγελματική δραστηριότητα ή πραγματοποιεί άλλα έσοδα ή εισπράττει σύνταξη και φορολογείται σ’ αυτή τη χώρα .

    5 H αιτούσα στην κύρια δίκη , Gravier , γαλλικής ιθαγένειας , της οποίας οι γονείς διαμένουν στη Γαλλία ήλθε το 1982 στο Βέλγιο για να σπουδάσει την τέχνη των εικονογραφημένων κειμένων στο πλαίσιο κύκλου ανωτάτων σπουδών καλών τεχνών τετραετούς διάρκειας , στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Λιέγης . Για το ακαδημαϊκό έτος 1982-1983 ζήτησε να απαλλαγεί της καταβολής των διδάκτρων , ποσού 24 622 βελγικών φράγκων που προβλέπονται για τους αλλοδαπούς σπουδαστές οι οποίοι πραγματοποιούν ανώτατες σπουδές καλών τεχνών . Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 1983 η Βασιλική Ακαδημία την πληροφόρησε ότι η αίτηση απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι « όλοι οι αλλοδαποί σπουδαστές οφείλουν να γνωρίζουν ότι η εκπαίδευση δεν παρέχεται δωρεάν και να προβλέπουν την καταβολή διδάκτρων » .

    6 Μετά την απόρριψη της αιτήσεώς της , η Gravier κλήθηκε να καταβάλει τα δίδακτρα για τα ακαδημαϊκά έτη 1982-1983 και 1983-1984 . Δεδομένου όμως ότι δεν κατέβαλε εμπροθέσμως τα ποσά που της ζητήθηκαν , δεν έγινε δεκτή η εγγραφή της για το έτος 1983-1984 . Έτσι δεν παρατάθηκε η άδεια διαμονής της στο Βέλγιο . Υπό τις συνθήκες αυτές προσέφυγε στον πρόεδρο του Tribunal de premiere instance της Λιέγης ζητώντας την απαλλαγή της από την καταβολή των διδάκτρων καθώς και τη χορήγηση κάθε αναγκαίας βεβαίωσης για την παράταση της διαμονής της στο Βέλγιο .

    7 Κατά τη διαδικασία ενώπιον του προέδρου του εν λόγω δικαστηρίου , η αιτούσα αμφισβήτησε το κύρος των υπουργικών εγκυκλίων περί επιβολής των επιδίκων διδάκτρων . Υποστήριξε ότι δεν μπορεί να της επιβληθεί η υποχρέωση καταβολής διδάκτρων που δεν επιβάλλονται στους βέλγους υπηκόους δεδομένου , αφενός , ότι η υποχρέωση αυτή συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης και , αφετέρου , ότι οι υπήκοοι ενός κράτους μέλους που έρχονται στο Βέλγιο για να πραγματοποιήσουν σπουδές είναι ελεύθεροι να το πράξουν ως αποδέκτες υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης .

    8 H πόλη της Λιέγης , καθής στην κύρια δίκη , φρόντισε να χορηγηθεί προσωρινή βεβαίωση εγγραφής στην αιτούσα που μπόρεσε έτσι να τακτοποιήσει το θέμα της διαμονής της στο Βέλγιο . Κατά τα λοιπά η πόλη της Λιέγης θεώρησε ότι το Βελγικό Δημόσιο και η Γαλλική Κοινότητα , που προσεπικλήθηκαν , όφειλαν να δώσουν εξηγήσεις επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν σχετικά με τις εγκυκλίους περί καταβολής των διδάκτρων .

    9 Το δικαστήριο που επελήφθη της διαφοράς , αφού δέχτηκε ότι υπάρχει επείγον , έκρινε ότι ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου και ότι πρέπει να αναβάλει να αποφανθεί οριστικώς μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων :

    « 1 ) Συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο να θεωρείται ότι οι υπήκοοι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος με μόνο σκοπό την τακτική παρακολούθηση μαθημάτων σε ίδρυμα όπου διδάσκονται μαθήματα που αφορούν ιδίως την επαγγελματική εκπαίδευση , εμπίπτουν , όσον αφορά τις σχέσεις τους με το ίδρυμα αυτό , στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της Συνθήκης της Ρώμης της 25ης Μαρτίου 1957 ;

    2 ) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων θα κριθεί αν η διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης της Ρώμης ; »

    10 Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής , το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η άποψη κατά την οποία η εγγραφή σε ίδρυμα όπως η Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλεως της Λιέγης πρέπει να είναι δωρεάν και για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών , δεδομένου ότι είναι δωρεάν για τους Βέλγους , δεν μπορεί να γίνει δεκτή , παρά μόνο αν η αιτούσα , η οποία ήλθε στο Βέλγιο αποκλειστικά για να πραγματοποιήσει σπουδές , μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις της Συνθήκης EOK . Αφού διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει ομόφωνη απάντηση στο ερώτημα αν οι σπουδαστές πρέπει να θεωρηθούν ως αποδέκτες υπηρεσιών , η Διάταξη περί παραπομπής διευκρινίζει ότι , ακόμη και στην περίπτωση αρνητικής απαντήσεως , δεν μπορεί να συναχθεί ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι ξένη προς το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης . Πράγματι , όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1983 ( Forcheri , 152/82 , Συλλογή , σ . 2323 ), υπό ορισμένες περιστάσεις , η εξάρτηση της προσβάσεως στην επαγγελματική εκπαίδευση των υπηκόων των άλλων κρατών μελών από την καταβολή διδάκτρων που δεν υποχρεούνται να καταβάλουν οι ημεδαποί μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης .

    11 Δεδομένου ότι σ’ αυτή την ανάλυση στηρίζονται τα υποβληθέντα ερωτήματα , πρέπει να εξεταστεί , πρώτο , αν η θέσπιση της υποχρεώσεως καταβολής διδάκτρων , όπως αυτά στα οποία αναφέρεται η Διάταξη περί παραπομπής , συνιστά ή όχι « διάκριση λόγω ιθαγενείας » κατά την έννοια του άρθρου 7 της Συνθήκης .

    12 Το Βελγικό Δημόσιο και η Γαλλική Κοινότητα παρατήρησαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η απαίτηση έναντι των αλλοδαπών σπουδαστών να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης εξηγείται , στο Βέλγιο , λόγω της δυσαναλογίας που παρατηρείται από το 1976 μεταξύ του αριθμού των αλλοδαπών σπουδαστών οι οποίοι πραγματοποιούν σπουδές στο Βέλγιο και του αριθμού των βέλγων σπουδαστών που διαμένουν στο εξωτερικό . Λόγω του ότι η δυσαναλογία αυτή είχε σοβαρές συνέπειες για τον προϋπολογισμό στον τομέα της εθνικής παιδείας , η Βελγική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να ζητήσει από τους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών , οι οποίοι κατά κανόνα δεν καταβάλλουν φόρους στο Βέλγιο , να συμμετάσχουν κατ’ αναλογία στην κάλυψη των εξόδων της εκπαίδευσης . H συμμετοχή αυτή δεν συνιστά διάκριση αλλά αντιθέτως εξισώνει τους αλλοδαπούς σπουδαστές με τους βέλγους υπήκοους .

    13 H Επιτροπή παρέσχε αριθμητικά στοιχεία στο Δικαστήριο από τα οποία προκύπτει ότι η κινητικότητα των σπουδαστών εντός της Κοινότητας αποτελεί μεν φαινόμενο περιορισμένης εκτάσεως , το Βέλγιο όμως είναι το κράτος μέλος με το υψηλότερο ποσοστό σπουδαστών υπηκόων άλλων κρατών μελών σε σχέση με το συνολικό αριθμό σπουδαστών . Από τα παρασχεθέντα στοιχεία προκύπτει επίσης ότι το Βέλγιο είναι το μόνο κράτος μέλος που επιβάλλει δίδακτρα στους αλλοδαπούς σπουδαστές ενώ η Ελλάδα αξιώνει την καταβολή παρόμοιων διδάκτρων , για λόγους αμοιβαιότητας , από τους βέλγους σπουδαστές που εγγράφονται σε ελληνικά πανεπιστήμια . H Επιτροπή φρονεί εξάλλου ότι η επιβολή των επιδίκων διδάκτρων συνιστά διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των βέλγων σπουδαστών ανεξαρτήτως του αν οι γονείς τους ή οι ίδιοι καταβάλλουν ή όχι φόρους στο Βέλγιο και των υπηκόων των άλλων κρατών μελών , διαφορετική μεταχείριση με βάση την ιθαγένεια των σπουδαστών .

    14 Σχετικώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι , όπως προκύπτει από τη βελγική νομοθεσία και από την ακολουθούμενη πρακτική στον τομέα της επιβολής των διδάκτρων , που προ εκτέθηκαν , τα έξοδα της ανώτατης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης δεν μετακυλίονται στους σπουδαστές που έχουν τη βελγική ιθαγένεια ενώ οι αλλοδαποί σπουδαστές υποχρεούνται να καλύπτουν μέρος αυτών των εξόδων . Επομένως , η άνιση μεταχείριση στηρίζεται στην ιθαγένεια και τούτο δεν επηρεάζεται από το ότι υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις στη διάκριση μεταξύ βέλγων και αλλοδαπών σπουδαστών , οι οποίες εξαρτώνται άλλοτε μεν από την ιθαγένεια , όπως συμβαίνει με το ειδικό καθεστώς των σπουδαστών από το Λουξεμβούργο , άλλοτε δε από άλλα κριτήρια όπως το γεγονός ότι κάποιος από τους γονείς διαμένει στο Βέλγιο όπου και φορολογείται .

    15 Αυτή η άνιση μεταχείριση με βάση την ιθαγένεια πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της .

    16 H Βρετανική και η Δανική Κυβέρνηση εξέφρασαν τις ανησυχίες τους ως προς αυτό το σημείο . Οι εν λόγω κυβερνήσεις φρονούν ότι η υπό κρίση υπόθεση εγείρει ζητήματα αρχής , η σημασία των οποίων υπερκαλύπτει το πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το βελγικό δικαστήριο . Αφού αμφισβήτησαν την άποψη ότι εκείνος που επιθυμεί να πραγματοποιήσει σπουδές σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποδέκτης υπηρεσιών , ισχυρίζονται ότι το άρθρο 7 της Συνθήκης δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιφυλάσσουν στους ημεδαπούς ευνοϊκότερη μεταχείριση στον τομέα της εκπαίδευσης , ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση , τις υποτροφίες και τα επιδόματα σπουδών , τις άλλες διευκολύνσεις κοινωνικού χαρακτήρα που παρέχονται στους σπουδαστές και τη συμμετοχή των τελευταίων στις δαπάνες της εκπαίδευσης . Όλα τα κράτη μέλη έχουν , ως προς αυτά τα σημεία , ιδιαίτερες ευθύνες έναντι των ιδίων υπηκόων .

    17 Αντιθέτως , η Επιτροπή υποστηρίζει κυρίως την άποψη ότι η επιβολή διδάκτρων στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 59 της Συνθήκης εφόσον δεν ισχύει και για τους ημεδαπούς σπουδαστές . Επικουρικώς μόνο υποστηρίζει ότι η επιβολή αυτή συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που αντιβαίνει στο άρθρο 7 της Συνθήκης . Πράγματι η συμμετοχή σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης καλύπτεται από τις διατάξεις των άρθρων 48 , 52 , 59 και 128 της Συνθήκης , άρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της .

    18 Ενώπιον αυτής της διαστάσεως των απόψεων πρέπει να διευκρινιστεί , πρώτο , η φύση του προβλήματος που ανακύπτει . Κατ’ αρχάς τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν αφορούν την οργάνωση της εκπαίδευσης ούτε καν τη χρηματοδότησή της αλλά το γεγονός ότι ορθώνεται οικονομικό φράγμα στην πρόσβαση στην εκπαίδευση των αλλοδαπών σπουδαστών και μόνο . Δεύτερον , πρόκειται για ειδική μορφή εκπαιδεύσεως που χαρακτηρίζεται ως « επαγγελματική εκπαίδευση » στο πρώτο ερώτημα και « διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων » στο δεύτερο .

    19 Το πρώτο συμπέρασμα που επιβάλλεται σχετικώς είναι ότι ναι μεν η εκπαίδευση και η περί παιδείας πολιτική δεν ανήκουν άνευ ετέρου στους τομείς που η Συνθήκη ανέθεσε στην αρμοδιότητα των κοινοτικών οργάνων , πλην όμως η πρόσβαση και η συμμετοχή σε κύκλους εκπαιδεύσεως και μαθητείας , ιδίως όταν πρόκειται για επαγγελματική εκπαίδευση , δεν είναι ξένες προς το κοινοτικό δίκαιο .

    20 Έτσι το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου , της 15ης Οκτωβρίου 1968 , περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος ( EE ειδ . έκδ . 05/001 , σ . 33 ), προβλέπει ότι ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους που ασκεί τις δραστηριότητές του σε άλλο κράτος μέλος δικαιούται , εξίσου όπως και οι ημεδαποί εργαζόμενοι και υπό τους αυτούς όρους , να φοιτά στις επαγγελματικές σχολές και στα κέντρα επαναπροσαρμογής ή επανεκπαιδεύσεως . O ίδιος κανονισμός εξασφαλίζει , στο άρθρο 12 , τη συμμετοχή σε μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως , μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς για τα τέκνα των υπηκόων ενός κράτους μέλους που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος μέλος .

    21 Όσον αφορά ειδικότερα την επαγγελματική εκπαίδευση , το άρθρο 128 της Συνθήκης προβλέπει ότι το Συμβούλιο θεσπίζει τις γενικές αρχές για την εφαρμογή κοινής πολιτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ικανής να συμβάλει στην αρμονική ανάπτυξη τόσο των εθνικών οικονομιών όσο και της κοινής αγοράς . H απόφαση 63/266 του Συμβουλίου , της 2ας Απριλίου 1963 , που θεσπίζει αυτές τις γενικές αρχές ( EE ειδ . έκδ . 05/001 , σ . 12 ), περιλαμβάνει μια πρώτη αρχή κατά την οποία « οι γενικές αρχές πρέπει να επιτρέπουν στον καθένα να λαμβάνει την προσήκουσα κατάρτιση με ελεύθερη επιλογή του επαγγέλματος , του ιδρύματος και του τόπου καταρτίσεως καθώς και του τόπου εργασίας » .

    22 H ιδιαίτερη προσοχή με την οποία αντιμετωπίζουν τα όργανα της Κοινότητας τα προβλήματα της προσβάσεως στην επαγγελματική εκπαίδευση και της βελτιώσεώς της σε ολόκληρη την Κοινότητα προκύπτει επιπλέον από τις « γενικές κατευθύνσεις » που θέσπισε το Συμβούλιο το 1971 για την εκπόνηση προγράμματος δράσεως στο κοινοτικό επίπεδο , στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης ( JO C 81 , σ . 5 ), από το ψήφισμα του Συμβουλίου και των Υπουργών Εθνικής Παιδείας που συνήλθαν στις 13 Δεκεμβρίου 1976 στο πλαίσιο αυτού του οργάνου , περί λήψεως μέτρων προς βελτίωση της προετοιμασίας των νέων για την επαγγελματική δραστηριότητα και διευκόλυνση της μεταβάσεώς τους από το στάδιο της εκπαίδευσης στην ενεργό ζωή ( JO C 308 , σ . 1 ) καθώς και από το ψήφισμα του Συμβουλίου , της 11ης Ιουλίου 1983 , που προβλέπει τα της πολιτικής στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τη δεκαετία 1980 ( EE C 193 , σ . 2 ).

    23 ´Ηδη λοιπόν η κοινή πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 128 της Συνθήκης καθορίζεται σταδιακά . H πολιτική αυτή αποτελεί εξάλλου απαραίτητο στοιχείο των δραστηριοτήτων της Κοινότητας , οι στόχοι της οποίας περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων , την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων .

    24 Συγκεκριμένα , η πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση είναι ικανή να προωθήσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε ολόκληρη την Κοινότητα επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν τυπικά προσόντα στο κράτος μέλος όπου προτίθενται να ασκήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα και δίνοντάς τους την ευκαιρία να ολοκληρώσουν τη μόρφωσή τους και να αναπτύξουν τις ιδιαίτερές τους ικανότητες στο κράτος μέλος εκείνο στο οποίο η επαγγελματική εκπαίδευση περιλαμβάνει την κατάλληλη ειδικότητα .

    25 Απ’ όλες τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι οι όροι προσβάσεως στην επαγγελματική εκπαίδευση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης .

    26 Επομένως στο πρώτο ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι η επιβολή τελών , δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων , ως προϋπόθεσης για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης εφόσον η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές .

    27 Με το δεύτερο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά περαιτέρω ποια είναι τα κριτήρια , βάσει των οποίων θα κριθεί αν η διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων υπάγεται στην επαγγελματική εκπαίδευση .

    28 Σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση 63/266 , οι γενικές αρχές για την εφαρμογή κοινής επαγγελματικής καταρτίσεως αφορούν « την κατάρτιση των νέων και ενηλίκων ατόμων που δύνανται να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα ή που ήδη την ασκούν μέχρι του επιπέδου των μεσαίων στελεχών » . H κοινή αυτή πολιτική πρέπει να παρέχει « τη δυνατότητα στον καθένα να αποκτήσει τις γνώσεις και τις τεχνικές ικανότητες που είναι αναγκαίες για την άσκηση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητος και να φθάσει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο καταρτίσεως ευνοώντας συγχρόνως , όσον αφορά ειδικότερα τους νέους , την πνευματική και ηθική ανάπτυξη , την πολιτική αγωγή και τη φυσική ανάπτυξη » .

    29 Οι προαναφερθείσες γενικές κατευθύνσεις που θέσπισε το Συμβούλιο το 1971 αναφέρουν ότι στόχος της επαγγελματικής εκπαίδευσης πρέπει να είναι « η παροχή σε όλους τους πολίτες των μέσων εκπαιδεύσεως , τελειοποιήσεως και συνεχούς καταρτίσεως γενικού και επαγγελματικού χαρακτήρα που είναι ικανά να επιτρέψουν στον καθένα να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να σταδιοδρομήσει επαγγελματικώς σε μια οικονομία , οι ανάγκες της οποίας εξελίσσονται συνεχώς » .

    30 Από τα κείμενα αυτά προκύπτει ότι κάθε μορφή εκπαίδευσης που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή που παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχόλησης περιλαμβάνεται στην επαγγελματική εκπαίδευση ανεξαρτήτως της ηλικίας και του επιπέδου καταρτίσεως των μαθητών ή των σπουδαστών , ακόμη και αν το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλαμβάνει τμήμα γενικής εκπαιδεύσεως .

    31 Κατά συνέπεια , στο δεύτερο ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι στην επαγγελματική εκπαίδευση περιλαμβάνεται εννοιολογικώς η διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων που παρέχεται από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα καλών τεχνών εφόσον η διδασκαλία αυτή προετοιμάζει το σπουδαστή για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή του παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχόλησης .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βρετανική και η Δανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή , που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο , δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε , με Διάταξη της 23ης Δεκεμβρίου 1983 , ο πρόεδρος του Tribunal de premiere instance της Λιέγης αποφαίνεται :

    1 ) H επιβολή τελών , δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων , ως προϋπόθεσης για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης εφόσον η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές .

    2 ) Στην επαγγελματική εκπαίδευση περιλαμβάνεται εννοιολογικώς η διδασκαλία της τέχνης των εικονογραφημένων κειμένων που παρέχεται από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα καλών τεχνών εφόσον η διδασκαλία αυτή προετοιμάζει το σπουδαστή για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή του παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της εν λόγω απασχόλησης .

    Top