Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0188

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1984.
    Hermann Witte κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Υπάλληλος - Χορήγηση επιδόματος αποδημίας.
    Υπόθεση 188/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1984 -03465

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:309

    Στην υπόθεση 188/83

    Hermann Witte, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Olm, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενος από τον Vietor Biel, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με αντίκλητο τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο του, 18 A, rue des Glacis,

    προσφεύγων,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον Manfred Peter, προϊστάμενο του τμήματος διοικητικών νομικών υποθέσεων, επικουρούμενο από τον Alex Bonn, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με αντίκλητο τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο του, 22, Côte d'Eich,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας κατά την έννοια του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους Κ. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και Y. Galmot, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    Περιστατικά

    Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως εξής:

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    1.

    Η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που αφορά την υπό κρίση υπόθεση, έχει ως εξής:

    «Το επίδομα αποδημίας, ίσο προς 16% του αθροίσματος του βασικού μισθού, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου που καταβάλλονται στον υπάλληλο, χορηγείται:

    α)

    στον υπάλληλο

    ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, και

    ο οποίος, επί πέντε έτη λήγοντα έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους ...

    β)

    ...»

    2.

    Ο προσφεύγων, γερμανός υπήκοος που δεν έφερε ποτέ την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου, είναι υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (βαθμός Λ 7) από τις 17 Μαΐου 1982. Υπό την ιδιότητά του αυτή είναι τοποθετημένος στο Λουξεμβούργο.

    Η διαφορά αναφέρεται κατ αυσία στο ζήτημα κατά πόσον ο προσφεύγων πληροί την προϋπόθεση που ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος Ια, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να μην είχε δηλαδή κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, εν προκειμένω μεταξύ 17 Νοεμβρίου 1976 και 17 Νοεμβρίου 1981, «μόνιμη διαμονή» και να μην «άσκησε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του» στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

    Τα μη αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς είναι τα ακόλουθα:

    Ο προσφεύγων, γεννηθείς το 1950 στη Γερμανία, ήρθε να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στο Λουξεμβούργο το 1958, όπου φοίτησε στο ευρωπαϊκό σχολείο μέχρι το 1970. Μετά το γάμο του με λουξεμβουρ-γιανή υπήκοο το Σεπτέμβριο 1970, πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Münster (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) από τον Οκτώβριο 1970 μέχρι το Δεκέμβριο 1974. Το Μάρτιο 1975, εγκατέστησε τη συζυγική του κατοικία στο Λουξεμβούργο.

    Από 1ης Μαρτίου 1975 μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 1977, άσκησε τα καθήκοντα του Rechtsreferendar στη Ρηνανία-Παλατινάτο.

    Η περί διορισμού απόφαση του προέδρου του Oberlandesgericlu Koblenz όριζε σχετικά:

    «... σας διόρισα σήμερα Reclusreferendar. Ταυτοχρόνως, προσλαμβάνεσθε στην υπηρεσία ασκήσεως δικαστών, εισαγγελέων και ανωτέρων υπαλλήλων...»

    Η ίδια απόφαση προσέθετε:

    «Αποδέχομαι την παραίτηση σας από τη λήψη αποζημίωσης των εξόδων μετακόμισης, αποζημίωσης των εξόδων κίνησης και αποζημίωσης λόγω απόστασης για όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης σας, με την εξαίρεση του εισαγωγικού προγράμματος και του προγράμματος με το οποίο περατώνεται η εκπαίδευση αυτή. Κατά τη διάρκεια αυτών των μαθημάτων, μπορείτε να αξιώσετε την απόδοση οικονομικών επιβαρύνσεων μόνο στο μέτρο που υποβληθήκατε σ' αυτές από την Trier και εντεύθεν.»

    Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως Rechtsreferendar, κατά το μέτρο που εμπίπτει στην περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος Ια, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στις εξής θέσεις:

    από 1ης Σεπτεμβρίου 1976 μέχρι τις 31 Νοεμβρίου 1976: άσκηση σε γραφείο δικηγόρου στην Trier

    από 1ης Δεκεμβρίου 1976 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1977: περίοδος άσκησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Λουξεμβούργο

    από 1ης Μαρτίου 1977 μέχρι τις 28 Απριλίου 1977: Referendarlehrgang (εκπαίδευση για Rechtsreferendare) στο Saarburg (Ρηνανία-Παλατινάτο)

    από μέσα Μαΐου 1977 μέχρι το τέλος Αυγούστου 1977: προετοιμασία για την Zweite Juristische Staatsprüfung και συμμετοχή στις εξετάσεις αυτές·

    Σεπτέμβριος 1977: άδεια διακοπών.

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, καθ' όλη τη διάρκεια της εκπλήρωσης των καθηκόντων του Rechtsreferendar, ο προσφεύγων διατήρησε το Λουξεμβούργο ως δηλωμένο τόπο κατοικίας του και προς τούτο είχε τη σχετική άδεια βάσει της απόφασης περί διορισμού που προαναφέρθηκε.

    Στη συνέχεια, από τον Οκτώβριο 1977 μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1979, ο προσφεύγων ήταν χωρίς απασχόληση.

    Την 1η Μαρτίου 1979, προσελήφθη από τη βελγική εταιρία Burroughs στο Λουξεμβούργο, όπου εργάστηκε μέχρι τις 15 Μαΐου 1982, δηλαδή μέχρι το χρόνο του διορισμού του ως δοκίμου υπαλλήλου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    Στις 14 Ιουλίου 1982, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, περί χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας, η οποία και απορρίφθηκε σιωπηρώς.

    Με επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 1983, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης κατά της απορρίψεως της αίτησης του.

    Η ένσταση απορρίφθηκε με έγγραφο του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 1983.

    3.

    Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 1983.

    Το Δικαστήριο, τρίτο τμήμα, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την υπό κρίση προσφυγή παραδεκτή

    να αποφανθεί, εφόσον κρίνει αναγκαίο, ότι η σιωπηρή απόρριψη της διοικητικής του ένστασης είναι αβάσιμη,

    να δεχτεί ότι, αντίθετα, ο προσφεύγων συγκεντρώνει τις νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος ·

    να υποχρεώσει, συνεπώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει στον προσφεύγοντα το επίδομα αποδημίας από του χρόνου αναλήψεως των καθηκόντων του'

    όσον αφορά ενδεχόμενους τόκους, να αποφασίσει το Δικαστήριο ό,τι κρίνει δίκαιο και εύλογο·

    εν πάση περιπτώσει να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    να σημειώσει ότι δεν προτίθεται να αμφισβητήσει το παραδεκτό της προσφυγής

    να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη και να την απορρίψει

    ως προς τα δικαστικά έξοδα να αποφασίσει σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις του οργανισμού του.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Το παραδεκτό της προσφυγής δεν αμφισβητείται. Οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα επί της ουσίας της διαφοράς συνοψίζονται ως εξής:

    1. Πραγματικοί ιοχυριομοί

    α)

    Ο προσφεύγων παρατηρεί ότι άσκησε την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα (του Rechtsreferendar) στη Γερμανία από την έναρξη της περιόδου αναφοράς (17 Νοεμβρίου 1976) μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 1977. Η απασχόληση την οποία άσκησε στο Λουξεμβούργο από 1ης Μαρτίου 1979 μέχρι το τέλος της περιόδου αναφοράς (17 Νοεμβρίου 1981) ήταν απλώς ευκαιριακή εργασία, η οποία δεν αντιστοιχούσε στη νομική του κατάρτιση και δεν μπορεί κατά συνέπεια να χαρακτηριστεί ως «κύρια επαγγελματική δραστηριότητα».

    Όσον αφορά τον τόπο διαμονής του κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, διή-νυσε περίπου 21 μήνες πραγματικής διαμονής στο Λουξεμβούργο έναντι 39 μηνών ασταθούς διαμονής, κατά τη διάρκεια των οποίων είτε εργαζόταν στη Γερμανία είτε βρισκόταν σε αναζήτηση εργασίας.

    Ειδικότερα, διέμεινε εκτός Λουξεμβούργου κατά τις εξής χρονικές περιόδους και στους εξής τόπους:

    από 17 Νοεμβρίου μέχρι τέλος Νοεμβρίου 1976 και από 1ης Μαρτίου 1977 μέχρι 28 Απριλίου 1977, διέμεινε στο Perl-Nennig (κατατέθηκε σχετική βεβαίωση του εκμισθωτή)'

    από μέσα Μαΐου 1977 μέχρι τέλος Αυγούστου 1977 (με την εξαίρεση δύο εβδομάδων) και από το Νοέμβριο ή Δεκέμβριο 1977 μέχρι τέλος Φεβρουαρίου 1978, ζούσε σε ένα θείο του στο Mainz (κατατέθηκε σχετική βεβαίωση του εν λόγω 9είου του). Κατά τις δύο εβδομάδες που προαναφέρθηκαν διέμεινε σε ξενοδοχείο στο Koblenz

    το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 1977, πέρασε τις διακοπές του στη νότια Ευρώπη'

    από το Μάρτιο 1978 μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου 1979, έκανε το γύρο της Γερμανίας για να βρει εργασία.

    Ο προσφεύγων προσδέτει ότι ο Rechtsreferendar είναι δημόσιος υπάλληλος κατά την έννοια του γερμανικού δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου. Σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, ο προσφεύγων ήταν υποχρεωμένος να έχει τη μόνιμη κατοικία του («ständiger Wohnsitz») στη Γερμανία. Ο πρόεδρος του Oberlandesgericht του επέτρεψε όμως να διατηρήσει τη διαμονή του στο Λουξεμβούργο.

    β)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρατηρεί, όσον αφορά την επαγγελματική ζωή του προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς ότι αυτός

    έφερε την ιδιότητα του Reclusreferendar επί 10 μήνες και μισό (από 17 Νοεμβρίου 1976 μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου 1977)·

    παρέμεινε χωρίς απασχόληση επί 17 μήνες και πλέον (από Οκτώβριο 1977 μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου 1979)·

    υπήρξε ιδιωτικός υπάλληλος στο Λουξεμβούργο επί 33 μήνες (από 1ης Μαρτίου 1979 μέχρι 17 Νοεμβρίου 1981).

    Όσον αφορά δε τον τόπο όπου ο προσφεύγων είχε τη «μόνιμη διαμονή» του, από τον ατομικό του φάκελο προκύπτει ότι ήταν κάτοικος Λουξεμβρούργου από το Μάρτιο 1975 χωρίς διακοπή.

    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διοικητική του ένσταση, διέμεινε στη Γερμανία μόνο επί εννέα μήνες από την περίοδο αναφοράς, ήτοι:

    από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι τέλος Νοεμβρίου 1976 στην Trier

    από 1ης Μαρτίου 1977 μέχρι τις 28 Απριλίου 1977 στο Saarburg

    από μέσα Μαίου 1977 μέχρι τέλος Αυγούστου 1977 στο Koblenz·

    από Δεκέμβριο 1977 μέχρι τέλος Φεβρουαρίου 1978 στο Mainz.

    Ο πρόσκαιρος χαρακτήρας των διαμονών αυτών, και αν ακόμη θεωρηθούν αποδεδειγμένες, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο προσφεύγων διέμενε στη Γερμανία είτε σε συγγενικό του πρόσωπο είτε σε ξενοδοχείο.

    2. Νομικοί ισχυρισμοί

    α)

    Ο προσφεύγων διατείνεται κατ' αρχάς ότι οι δύο προϋποθέσεις, τις οποίες ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος Ια, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας, δηλαδή ο ενδιαφερόμενος να μην «είχε μόνιμη διαμονή» και να μην «άσκησε ... την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του» στο έδαφος της χώρας όπου υπηρετεί, είναι διαζευκτικές και όχι σωρευτικές. Αυτό προκύπτει σαφώς από το γαλλικό και το αγγλικό κείμενο και επίσης, ίσως, από το γερμανικό.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, πάντως, και οι δύο προϋποθέσεις πληρούνται.

    Όσον αφορά πρώτον, την έννοια της «μόνιμης διαμονής», αυτή αντιστοιχεί στο «domicile» (κατοικία) στο γαλλικό δίκαιο και στο «ständiger Wohnsitz» στο γερμανικό δίκαιο. Η αλλαγή κατοικίας πραγματοποιείται από το γεγονός της πραγματικής διαμονής σε άλλο τόπο, σε συνδυασμό με την πρόθεση καθορισμού εκεί της κύριας εγκατάστασης.

    Με βάση αυτή την παραδοχή, ο προσφεύγων απέκτησε κατοικία στο Λουξεμβούργο μόνο το χρόνο της πρόσληψης του από την εταιρία Burroughs το Μάρτιο 1979. Αντίθετα, ο λόγος της παρουσίας του στο Λουξεμβούργο πριν από την ημερομηνία αυτή ήταν απλώς ότι αποτελούσε σημείο επαφής μεταξύ αυτού και της συζύγου του, για όσο χρόνο το επαγγελματικό του μέλλον δεν είχε ακόμη ενταχθεί σε μια σταθερή προοπτική.

    Όσον αφορά, δεύτερον, την «κύρια επαγγελματική δραστηριότητα» του, αυτή ήταν η του νομικού, την οποία άσκησε στη Γερμανία. Αντίθετα, η εργασία του στην προαναφερθείσα εταιρία στο Λουξεμβούργο ήταν απλώς παροδική ή ευκαιριακή απο-σχόληση.

    Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι τα καθήκοντα του Rechtsrefendar συνεπάγονται απασχόληση πλήρη, αμειβόμενη με μισθό και κύρια, που έπεται της πανεπιστημιακής νομικής κατάρτισης. Ο Rechtsreferendar φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου κατά την έννοια της γερμανικής νομοθεσίας και λαμβάνει αποδοχές για την εξασφάλιση των προς το ζην του ίδιου και της οικογένειάς του.

    Σύμφωνα με την πάγια διοικητική πρακτική που ίσχυε στο παρελθόν, μια εξάμηνη διακοπή της διαμονής στη χώρα υπηρεσίας κατά την περίοδο αναφοράς θεωρούνταν αρκετή για τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας. Το γεγονός της ανατροπής της πρακτικής αυτής συνιστά άνιση μεταχείριση που εισάγει διακρίσεις.

    6)

    Το Ευρωπαϊκό Koιvoβoύλio, αντίθετα από τον προσφεύγοντα, υποστηρίζει ότι οι δύο προϋποθέσεις που ορίζονται στην επίδικη διάταξη του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποτελούν αρνητικές προϋποθέσεις, καμιά από τις οποίες δεν πρέπει να συντρέχει.

    Όσον αφορά, πρώτον, την προϋπόθεση να μην «είχε μόνιμη διαμονή» στη χώρα υπηρεσίας, από το γαλλικό και από το γερμανικό κείμενο προκύπτει ότι δεν πρόκειται για νομική έννοια αλλά για πραγματική κατάσταση. Πρέπει επομένως να τεθεί το ερώτημα πού πέρασε την ιδιωτική ζωή του ο ενδιαφερόμενος, έξω από τις επαγγελματικές του ασχολίες.

    Η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται στην αιτιολογική 6άση του επιδόματος αποδημίας, το οποίο, αντίθετα από την αποζημίωση εκπατρισμού, αποσκοπεί στην «αντιστάθμιση των ιδιαιτέρων βαρών και μειονεκτημάτων που προκύπτουν από την ανάληψη καθηκόντων στις Κοινότητες για τους υπαλλήλους που για το λόγο αυτό υποχρεώνονται να αλλάξουν τόπο διαμονής» (απόφαση της 20. 2. 1975, Airola, 21/74, Recueil σ. 221).

    Στην υπό κρίση περίπτωση, ο προσφεύγων είχε «μόνιμη διαμονή» στο Λουξεμβούργο από το χρόνο της εγκατάστασης του πατέρα του στο Λουξεμβούργο, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, και εκεί επίσης εγκατέστησε τη δική του οικογενειακή στέγη μετά το γάμο του.

    Όσον αφορά, αφετέρου, την προβαλλόμενη «κύρια επαγγελματική δραστηριότητα» του προσφεύγοντα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι τα καθήκοντα του Rechtsreferendar δεν συνιστούν πραγματική επαγγελματική απασχόληση, αλλά μάλλον περίοδο αμειβόμενης πρακτικής άσκησης ορισμένης χρονικής διάρκειας, η οποία αποτελεί τμήμα της επαγγελματικής κατάρτισης («Vorbereitungsdienst»).

    Η πρακτική της διοικήσεως στον τομέα αυτό πράγματι άλλαξε, ιδίως κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Φεβρουαρίου 1976, Delvaux, 42/75, Recueil σ. 167. Οι προϊστάμενοι της διοικήσεως των οργάνων, μετά την απόφαση αυτή, τροποποίησαν την προηγούμενη στάση τους κατά τρόπον ώστε «... το ελάχιστο όριο της εξάμηνης απουσίας από τη χώρα υπηρεσίας του ενδιαφερομένου κατά τη διάρκεια της 5ετούς περιόδου ... προ της αναλήψεως υπηρεσίας στις Κοινότητες δεν πρέπει να θεωρείται πλέον ως απόλυτη προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας, αλλά μάλλον ως κατεύθυνση που επιτρέπει στη Διοίκηση να εκτιμήσει αν η δta-μονή ήταν μόνιμη ή όχι».

    IV — Προφορική διαδικασία

    Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 1984.

    Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 1984.

    Σκεπτικό

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 1983, ο Hermann Witte, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τις 17 Μαΐου 1982, υπηρετών υπό την ιδιότητα του αυτή στο Λουξεμβούργο, άσκησε προσφυγή, με την οποία ζητεί τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας που προδλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων.

    2

    Δυνάμει της διατάξεως αυτής, το επίδομα αποδημίας, ίσο προς 16 ο/ο του αθροίσματος του βασικού μισθού και ορισμένων άλλων επιδομάτων, χορηγείται «στον υπάλληλο ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του και ο οποίος, επί πέντε έτη λήγοντα έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του», δηλαδή στην υπό κρίση περίπτωση κατά το χρονικό διάστημα από 17 Νοεμβρίου 1976 μέχρι 17 Νοεμβρίου 1981, «δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγεματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους».

    3

    Θεωρώντας ότι συγκεντρώνει τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας, ο προσφεύγων υπέβαλε διαδοχικά αίτηση χορηγήσεως του επιδόματος αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και, μετά την απόρριψη αυτής της αίτησης, διοικητική ένσταση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Δεδομέμου ότι απορρίφθηκε και η τελευταία, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    4

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο προσφεύγων, γερμανικής ιθαγένειας, που δεν έφερε ποτέ του τη λουξεμβουργιανή ιθαγένεια, ήταν κάτοικος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου από το 1958, δεδομένου ότι ο πατέρας του υπηρετούσε εκεί ως υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Μάρτιο 1975, ο προσφεύγων εγκατέστησε τη συζυγική του κατοικία στο κράτος μέλος αυτό. Κατά την κρίσιμη πενταετία, ήτοι από 17 Νοεμβρίου 1976 μέχρι 17 Νοεμβρίου 1981, άσκησε, μέχρι το Σεπτέμβριο 1977, τα καθήκοντα του Rechtsreferendar στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου διέμεινε για το λόγο αυτό από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι τέλος Νοεμβρίου 1976, από την 1η Μαρτίου μέχρι τις 18 Απριλίου 1977 και από τα μέσα Μαΐου μέχρι τέλος Αυγούστου 1977. Καθ' όλα αυτά τα διαστήματα δαμονής του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, διατήρησε πάντως τη συζυγική του κατοικία στο Λουξεμβούργο.

    5

    Αφού στη συνέχεια παρέμεινε χωρίς απασχόληση από τον Οκτώβριο 1977 μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1979, ο προσφεύγων διέμεινε και πάλι με την οικογένειά του στο Λουξεμβούργο, πλην χρονικού διαστήματος τριών ή τεσσάρων μηνών, ήτοι από το Νοέμβριο/Δεκέμβριο 1977 μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1978, κατά το οποίο διέμεινε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς αναζήτηση απασχόλησης. Τέλος, από την 1η Μαρτίου 1979 μέχρι τις 17 Νοεμβρίου 1981, πέρας της περιόδου αναφοράς, εργάστηκε σε ιδιωτική επιχείρηση στο Λουξεμβούργο και διέμεινε στο κράτος αυτό με την οικογένειά του.

    6

    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Κοινοβούλιο, αρνούμενο να του χορηγήσει το επίδομα αποδημίας, παρέβη τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστάσης των υπαλλήλων. Οι προϋποθέσεις, τις οποίες ορίζει η επίδικη διάταξη του κανονισμού, να μην είχε δηλαδή μόνιμη διαμονή και να μην άσκησε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του στο έδαφος της χώρας όπου υπηρετεί, είναι προϋποθέσεις διαζευκτικές, από τις οποίες αρκεί ο ενδιαφερόμενος να συγκεντρώνει τη μία για να λάβει το επίδομα. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων συγκεντρώνει και τη μία και την άλλη προϋπόθεση.

    7

    Κατά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντιθέτως, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει να μη βρίσκεται σε καμιά από τις δύο καταστάσεις που αναφέρει η επίδικη διάταξη. Ο προσφεύγων όμως, και είχε μόνιμη διαμονή, και άσκησε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο.

    8

    Όπως προκύπτει τόσο από τη διατύπωση της επίδικης διάταξης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στις διάφορες γλώσσες, όσο και από το σκοπό της, το επίδομα αποδημίας πρέπει να χορηγείται μόνο όταν διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει καμιά από τις καταστάσεις που αναφέρει. Όπως έκρινε το Δικαστήριο κατ' επανάληψη (βλέπε, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 20. 2. 1975, Airola, 21/74, Recueil σ. 221), το επίδομα αποδημίας αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των ιδιαιτέρων βαρών και μειονεκτημάτων που προκύπτουν από την ανάληψη καθηκόντων στις Κοινότητες για τους υπαλλήλους που για το λόγο αυτό υποχρεώνονται να αλλάξουν τόπο διαμονής. Ο προσφεύγων μπορεί, επομένως, να αξιώσει τη χορήγηση του επιδόματος αυτού μόνον αν ούτε είχε μόνιμη διαμονή ούτε άσκησε, κατά συνήθη τρόπο, την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στο έδαφος του Λουξεμβούργου.

    9

    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων ήταν κάτοικος Λουξεμβούργου καθ' όλη την περίοδο αναφοράς και ότι δεν διέκοψε τη διαμονή του στο κράτος αυτό παρά μόνο επί ορισμένα σύντομα χρονικά διαστήματα, το μεγαλύτερο των οποίων ήταν τριών ή τεσσάρων μηνών, το δε σύνολο δεν υπερέβαινε τους εννέα ως δέκα μήνες.

    10

    Ο πρόσκαιρος χαρακτήρας των διαμονών αυτών εκτός του εδάφους του Λουξεμβούργου καθίσταται ακόμη εμφανέστερος από το γεγονός ότι κατ' αυτές ο προσφεύγων διέμενε είτε σε συγγενικό του πρόσωπο είτε σε ξενοδοχείο και ότι δεν συνοδευόταν από τη σύζυγο του. Τούτο προκύπτει από τις βεβαιώσεις που προσκόμισε ο ίδιος ο προσφεύγων, καθώς και από την απόφαση του προέδρου του Oberlandesgericht Koblenz περί διορισμού του ως Rechtsreferendar, από την οποία εμφαίνεται ότι ο προσφεύγων είχε παραιτηθεί από την αποζημίωση των εξόδων μετακόμισης, το επίδομα κίνησης και την αποζημίωση λόγω απόστασης, για όλη τη διάρκεια της απασχόλησης αυτής, με την εξαίρεση της διάρκειας ορισμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων που οργανώθηκαν στο πλαίσιο της επαγγελματικής αυτής δραστηριότητας.

    11

    Οι απουσίες αυτές από τη χώρα του τόπου υπηρεσίας, σποραδικές και σύντομης διάρκειας, οι οποίες, επιπλέον, δεν χαρακτηρίζονταν από τη βούληση του ενδιαφερομένου να εγκαταστήσει το μόνιμο κέντρο των ενδιαφερόντων του σε άλλο κράτος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανές να αφαιρέσουν από τη διαμονή του προσφεύγοντος στο κράτος του τόπου υπηρεσίας του το μόνιμο χαρακτήρα της, κατά την έννοια της επίδικης διάταξης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

    12

    Εφόσον, επομένως, ο προσφεύγων είχε, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, μόνιμη διαμονή στο έδαφος του Λουξεμβούργου, το επιχείρημα που στηρίζεται στην παράβαση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί και το ζήτημα κατά πόσον ο προσφεύγων άσκησε, κατά συνήθη τρόπο κατά την ίδια χρονική περίοδο, την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στο κράτος αυτό.

    13

    Ο προσφεύγων επικαλείται, δεύτερον, προς στήριξη της προσφυγής του, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Τα κοινοτικά όργανα, κατά πάγια διοικητική πρακτική, εφάρμοσαν την επίδικη διάταξη του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρούν μια εξάμηνη απουσία από τη χώρα του τόπου υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, αρκετή για την απόκτηση του δικαιώματος λήψεως του επιδόματος αποδημίας. Αποτελεί, εξάλλου, πάγια πρακτική τα μέλη της οικογενείας υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα οποία τους ακολούθησαν στο κράτος του τόπου υπηρεσίας τους, να λογίζεται ότι δεν διέμειναν στο κράτος αυτό, όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας.

    14

    Επ' αυτού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διευκρίνισε κατά τη διάρκεια της δίκης ότι ναι μεν οι διοικήσεις των κοινοτικών οργάνων είχαν συμφωνήσει το 1974 όπ το επίδομα αποδημίας έπρεπε να χορηγείται όταν υπήρχε συνεχής απουσία από το κράτος του τόπου υπηρεσίας έξι μηνών τουλάχιστον από τα πέντε κρίσιμα έτη, η πρακτική αυτή όμως μεταβλήθηκε το 1977 για χάρη προσέγγισης πιο ελαστικής και καλύτερα προσαρμοσμένης στις ιδιομορφίες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Εξάλλου, η πρακτική, βάσει της οποίας ο σύζυγος και τα τέκνα ηλικίας κάτω των 18 ετών των υπαλλήλων διεθνών οργανισμών εξομοιώνονταν προς τους ίδιους τους υπαλλήλους, όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας, εγκαταλείφθηκε το 1981, κατόπιν εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

    15

    Πέρα από το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου, δεν μπορεί, υπό τις συνθήκες της προκειμένης περιπτώσεως, να συναχθεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αρνούμενο τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας στον προσφεύγοντα, απέστη από διοικητική πρακτική που ήταν ακόμη εν ισχύι κατά το χρόνο της προσβαλλόμενης πράξης. Επομένως, ούτε το επιχείρημα που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να γίνει δεκτό.

    16

    Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    17

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα.

    18

    Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

     

    Κακούρης

    Everting

    Galmot

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Οκτωβρίου 1984.

    Κατ' εντολή

    του γραμματέα

    Η. Α. Rühl

    Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    Ο πρόεδρος του τρίτον τμήματος

    Κ. Κακούρης

    Top