EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0012

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαΐου 1984.
Paul Bähr κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλος - Σύνταξη αναπηρίας.
Υπόθεση 12/83.

Συλλογή της Νομολογίας 1984 -02155

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:182

Στην υπόθεση 12/83,

Paul Bahr, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τον Dieter Rogalla, δικηγόρο στο Amtsgericht του Steinfurt και στο Landgericht του Münster, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Tony Biever, 83, boulevard Grande-Duchesse-Charlotte,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπης των Ευρωπαϊκών Κοινοτητων, εκπροσωπούμενης από τον Jörn Pipkom, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης, της 19ης Οκτωβρίου 1982, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να κινήσει υπέρ του προσφεύγοντος τη διαδικασία χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας κατά το άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Τ. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, και G. Bosco, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: Ρ. VerLoren van Themaat

γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοίκησης

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως εξής:

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Α — Οι εφαρμοστέες διατάξεις

Κατά το άρθρο 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής: κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης), ο υπάλληλος αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία λόγω:

α)

παραίτησης

6)

έκπτωσης

γ)

απομάκρυνσης προς το συμφέρον της υπηρεσίας

δ)

απόλυσης για λόγους υπηρεσιακής ανεπάρκειας

ε)

παύσης

στ)

συνταξιοδότησης και

ζ)

θανάτου.

Στις 4 Δεκεμβρίου 1972 το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό 2530/72 για τη λήψη ειδικών και προσωρινών μέτρων σχετικά με την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων λόγω της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών, καθώς και με την οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία ορισμένων υπαλλήλων των Κοινοτήτων αυτών (ABI. L 272 της 5.12.1972, σ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, τα όργανα των Κοινοτήτων εξουσιοδοτούνται μέχρι τις 30 Ιουνίου 1973 να θεσπίσουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις μέτρα σχετικά με την οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των υπαλλήλων τους με βαθμό Α 1 μέχρι και Α 5.

Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, ο υπάλληλος που υπάγεται στο εν λόγω μέτρο δικαιούται μηνιαία αποζημίωση για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο λήγει εν πάση περιπτώσει με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. Κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υφίσταται το δικαίωμα αποζημίωσης, ο υπάλληλος συνεχίζει να έχει δικαίωμα σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 7, με βάση τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο βαθμό και στο κλιμάκιό του, υπό τον όρο ότι κατά την εν λόγω περίοδο κατέβαλε, μεταξύ άλλων, τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης εισφορές.

Δυνάμει του άρθρου 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 μέχρι 16 του παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος αποκτά δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, που τον θέτει σε αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της σταδιοδρομίας του.

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 1, παράγραφος 1, ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών, ο οποίος στο διάστημα της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη, κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που θεωρείται ως ολική και τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντίστοιχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος, γι' αυτόν το λόγο, υποχρεώνεται να αναστείλει την υπηρεσία του στην Κοινότητα στην οποία υπάγεται, δικαιούται όσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανικανότητα την προβλεπόμενη από το άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων σύνταξη αναπηρίας.»

Β — Πραγματικά περιστατικά

Ο Paul Bähr, προσφεύγων, ο οποίος γεννήθηκε το 1926, ανέλαβε υπηρεσία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Ιανουαρίου 1959 ως μόνιμος υπάλληλος και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι τις 30 Ιουνίου 1973. Τελευταία του θέση ήταν η θέση του κύριου υπαλλήλου διοίκησης με βαθμό A4 της ομάδας εκπροσώπου τύπου της Επιτροπής.

Το 1973, με την ευκαιρία της προσχώρησης τριών νέων κρατών μελών, ο προσφεύγων ζήτησε από την Επιτροπή, με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 1973, την εφαρμογή ως προς αυτόν του προβλεπομένου από το άρθρο 2 του κανονισμού 2530/72 μέτρου για οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία. Το μέτρο εφαρμόστηκε για τον προσφεύγοντα από 1ης Ιουλίου 1973. Για το λόγο αυτόν, ο προσφεύγων εισέπραττε μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1982 την προβλεπόμενη από τον οικείο κανονισμό αποζημίωση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού, ο προσφεύγων συνέχισε να καταβάλλει τις εισφορές του προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης. Από την 1η Νοεμβρίου 1982, ο προσφεύγων λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου.

Με έγγραφο της 27ης Ιουλίου 1981, ο προσφεύγων ζήτησε από την Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία περί αναγνωρίσεως αναπηρίας, σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, λόγω της καταστάσεως της υγείας του. Την αίτηση του στήριξε στο γεγονός ότι το 1967 υπέστη έμφραγμα, το οποίο οφειλόταν σε υπερκόπωση από το φόρτο εργασίας του και το οποίο είχε 6ε6αιώσει ιατρός. Το 1980 υπέστη και νέο έμφραγμα, οπότε κατέστη πλέον ανίκανος προς εργασία και βρίσκεται υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση. Κατ' αυτόν, η Επιτροπή όφειλε να συγκαλέσει την επιτροπή αναπηρίας, προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση αναπηρίας του.

Με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1981, η Επιτροπή γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι η διαδικασία αυτή ήταν αδύνατο πλέον να κινηθεί, δεδομένου ότι είχε αποχωρήσει οριστικά από την υπηρεσία στην Επιτροπή την 1η Ιουλίου 1973. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Απαντώντας σε διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος, της 21ης Μαΐου 1982, η Επιτροπή του γνωστοποίησε στις 19 Οκτωβρίου 1982 ότι της ήταν αδύνατο να δώσει ευνοϊκή συνέχεια στο αίτημά του, επικαλούμενη κατ' ουσία την επιχειρηματολογία που είχε προβάλει με την απόφαση της της 7ης Σεπτεμβρίου 1981.

Γ — Διαδικασία

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Ιανουαρίου 1983, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της άρνησης της Επιτροπής να κινήσει ως προς αυτόν τη διαδικασία περί αναγνωρίσεως αναπηρίας, όπως προβλέπει το άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Ο προσφενύγωνζψεί από το Δικαστήριο:

1.

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 1982

2.

να αναγνωρίσει στον προσφεύγοντα το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας, το οποίο απορρέει από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά 70 ο/ο από την 1η Ιουλίου 1973 ή επικουρικά από τις 10 Φεβρουαρίου 1980, καθώς και

3.

επικουρικά, να υποχρεώσει την Επιτροπή να κινήσει τις κατάλληλες διαδικασίες που προβλέπονται από το υπαλληλικό δίκαιο, ώστε να αναγνωριστεί στον προσφεύγοντα το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας, το οποίο απορρέει από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά 70 ο/ο του βασικού του μισθού από την 1η Ιουλίου 1973 ή επικουρικά από τις 10 Φεβρουαρίου 1980

4.

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή, καυής, ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να απορρίψει το υπ' αριθμό 2 αίτημα ως απαράδεκτο

2.

να απορρίψει το υπ' αριθμό 3 αίτημα ως απαράδεκτο, στο μέτρο που αφορά την κίνηση της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας που επήλθε πριν από τις 10 Φεβρουαρίου 1980

3.

κατά τα λοιπά να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη

4.

επικουρικά, να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή στο σύνολο της και

5.

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Προς υποστήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται καταρχάς ότι έπρεπε να είχε τεθεί σε κατάσταση αναπηρίας πριν από την εφαρμογή του κανονισμού 2530/72. Ήταν ήδη σοβαρά ασθενής από πολλά έτη λόγω εμφράγματος που υπέστη το 1967. Πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του, περί της επισφαλούς καταστάσεως της υγείας του, είχε αποσταλεί κατά τον υπό κρίση χρόνο στις διοικητικές υπηρεσίες της Επιτροπής. Συνεπώς, κατά τον προσφεύγοντα, κατά τις συζητήσεις σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 2530/72, η Επιτροπή όφειλε, στο πλαίσιο της υποχρέωσης της μέριμνας, να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ενδεχόμενο κίνησης της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας, σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πράγματι, η ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής, τα υπηρεσιακά καθήκοντα της οποίας περιλαμβάνουν ετήσια εξέταση της υγείας των υπαλλήλων, όφειλε να εξακριβώσει με την ευκαιρία αυτή την ανικανότητά του προς εργασία. Πάντως, η κατάσταση της υγείας του δεν είχε προσελκύσει την προσοχή κατά τον υπό κρίση χρόνο, επειδή η καθής δεν του είχε παράσχει την αναγκαία αρωγή.

Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η καθής είχε την υποχρέωση να κινήσει την ίδια διαδικασία περί αναγνωρίσεως αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εισέπραττε αποζημίωση σύμφωνα με τον κανονισμό 2530/72. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και συγκεκριμένα στις 9 Φεβρουαρίου 1980 υπέστη δεύτερο έμφραγμα. Έκτοτε είναι ανίκανος για οιαδήποτε εργασία. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, η κατάσταση του θα έπρεπε να ωθήσει την καθής να εφαρμόσει τις οικείες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πράγματι, το άρ9ρο 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αναγνωρίζει ότι υπάλληλοι που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους και οι οποίοι δεν ασκούν πλέον υπηρεσιακά καθήκοντα, μπορούν να υπαχθούν και στο καθεστώς διαρκούς αναπηρίας για όσο χρονικό διάστημα αποκτούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Αυτό συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η αναφορά στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που γίνεται με τον κανονισμό 2530/72 σημαίνει ότι οι δικαιούχοι, τους οποίους αφορά ο κανονισμός αυτός, υπόκεινται σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που υφίστανται σε παρόμοια κατάσταση για τους υπαλλήλους που εξακολουθούν να υπηρετούν. Ο προσφεύγων θεωρεί, λοιπόν, ότι η απόφαση της καθής, της 19ης Οκτωβρίου 1982, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 2530/72, καθώς και του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθής, παρατηρεί καταρχάς ότι ο προσφεύγων είχε περιοριστεί κατά τη διοικητική διαδικασία να ζητήσει την κίνηση της διαδικασίας προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση αναπηρίας του. Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει διαφορετικό σκοπό, ζητώντας κυρίως την αναγνώριση δικαιώματος για σύνταξη αναπηρίας αναδρομικά από 1ης Ιουλίου 1973. Το αίτημα αυτό που προβάλλεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής είναι προφανώς απαράδεκτο λόγω παραβάσεως του άρθρου 91 το κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων.

Στη συνέχεια η Επιτροπή εκφράζει την ίδια άποψη και αναφορικά με το επικουρικό αίτημα του προσφεύγοντος, εφόσον με αυτό επιδιώκεται η κίνηση της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας αναδρομικά από 1ης Ιουλίου 1973. Το εν λόγω αίτημα δεν είχε υποβληθεί κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και επομένως πρέπει να θεωρηθεί ως απαράδεκτο για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ίδιος ο προσφεύγων με τη διοικητική του ένσταση της 21ης Μαΐου 1982 είχε δηλώσει ότι κατέστη «ανίκανος προς εργασία» από τις 9 Φεβρουαρίου 1980. Σχετικώς, η Επιτροπή προσθέτει ότι ο προσφεύγων δεν είχε περαιτέρω ισχυριστεί, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της, επειδή δεν κίνησε πριν από την 1η Ιουλίου 1973 τη διαδικασία περί αναγνωρίσεως αναπηρίας. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο προσφεύγων σχετικά με τις προγενέστερες από αυτή την ημερομηνία περιστάσεις δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Ενόψει των παρατηρήσεων αυτών, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι παραδεκτό μόνο το αίτημα για την κίνηση της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας λόγω της ανικανότητας του προσφεύγοντος προς εργασία που υφίσταται από τις 9 Φεβρουαρίου 1980.

Όσον αφορά το βάσιμο της προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μόνον οι υπάλληλοι που βρίσκονται σε μια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θέσεις μπορούν να ζητήσουν τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας. Προς στήριξη της άποψης αυτής, η Επιτροπή παραπέμπει στο άρθρο 13 του παραρτήματος VIII που στηρίζεται στο ενδεχόμενο ο υπάλληλος που έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία, η οποία είναι ολική, να είναι αναγκασμένος για το λόγο αυτό να παύσει να ασκεί τα καθήκοντα του. 'Ετσι, το εν λόγω άρθρο δημιουργεί σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαπίστωσης της αναπηρίας και της παύσης άσκησης των καθηκόντων. Πάντως, ο προσφεύγων είχε ήδη παύσει οριστικά να ασκεί τα καθήκοντά του λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 2530/72. 'Αρα, δεν ήταν δυνατό από το 1973 να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 13, που προαναφέρθηκε, ούτε, κατά συνέπεια, να αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης αναπηρίας.

Κατά την Επιτροπή, ο προσφεύγων κακώς υποστηρίζει ότι είναι δυνατό να συναγάγει ότι το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνιστά υπέρ αυτού ευεργετική διάταξη λόγω του ότι εφαρμόζεται στους υπαλλήλους κατά το χρονικό διάστημα που αποκτούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Το κριτήριο αυτό δεν επέτρεπε να υπαχθούν στην κατηγορία των δικαιούμενων σύνταξη αναπηρίας υπαλλήλων πρόσωπα, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν είναι πλέον υπάλληλοι.

Τέλος η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η υποχρέωση αρωγής, την οποία επικαλείται ο προσφεύγων, δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στην προκειμένη περίπτωση. Η υποχρέωση αυτή υποχρεώνει ασφαλώς τα όργανα να εξασφαλίζουν υπέρ των υπαλλήλων την υλοποίηση των δικαιωμάτων που τους παρέχει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης, αλλά δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται υπέρ του υπαλλήλου χορήγηση σύνταξης που δεν προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης.

IV — Προφορική διαδικασία

Κατά τη συνεδρίαση της 9ης Φεβρουρίου 1984, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 1984.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Ιανουαρίου 1983, ο Paul Bähr, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 1982, με την οποία δεν του χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας, καθώς και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του χορηγήσει την εν λόγω σύνταξη από 1ης Ιουλίου 1973 ή επικουρικά από 10ης Φεβρουαρίου 1980.

2

Ο προσφεύγων, ο οποίος ανέλαβε υπηρεσία στην Επιτροπή ως μόνιμος υπάλληλος από την 1η Ιανουαρίου 1959, άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι τις 30 Ιουνίου 1973, οπότε αποχώρησε από την υπηρεσία ως κύριος υπάλληλος διοίκησης με βαθμό Α 4. Δυνάμει του κανονισμού 2530/72 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1972, για τη λήψη ειδικών και προσωρινών μέτρων σχετικά με την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων λόγω της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών, καθώς και με την οριστική αποχώρηση από την υπηρεσία ορισμένων υπαλλήλων των Κοινοτήτων αυτών (ABI. L 272, σ. 1) και μετά από αίτηση του, η Επιτροπή εφήρμοσε ως προς αυτόν από 1ης Ιουλίου 1973 το μέτρο της οριστικής αποχώρησης από την υπηρεσία.

3

Μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, χορηγούνταν στον προσφεύγοντα η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 2530/72 αποζημίωση μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1982. Από την 1η Νοεμβρίου 1982 έλαβε σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου. Πάντως, ο προσφεύγων θεωρεί ότι δικαιούται σύνταξη αναπηρίας από την ημερομηνία της εξόδου του από την υπηρεσία ή εν πάση περιπτώσει από τις 10 Φεβρουαρίου 1980, ημερομηνία κατά την οποία υπέστη έμφραγμα που τον κατέστησε ανίκανο προς εργασία.

4

Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει καταρχάς ότι το 1967 είχε ήδη υποστεί ένα πρώτο έμφραγμα, το οποίο, σύμφωνα με βεβαίωση του θεράποντος ιατρού, που φέρει ημερομηνία 24 Μαρτίου 1967, οφειλόταν σε υπερκόπωση και λόγω του οποίου δεν μπορούσε πλέον ο προσφεύγων να εργάζεται υπερβολικά. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει, επ' ευκαιρία των συζητήσεων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 2530/72, το ενδεχόμενο κίνησης της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας, σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η Επιτροπή, μη έχοντας αναλάβει οιαδήποτε πρωτοβουλία κατά τον υπό κρίση χρόνο, παρέβη την υποχρέωση μέριμνας που υπέχει έναντι των υπαλλήλων της.

5

Στη συνέχεια, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ένα δεύτερο έμφραγμα, που συνέβη το 1980, τον κατέστησε ανίκανο προς εργασία λόγω της έκτοτε εξαιρετικά επισφαλούς καταστάσεως της υγείας του. Συνεπώς δεν χωρεί αμφιβολία ότι, κατά το χρονικό αυτό σημείο, ο προσφεύγων ήταν ηλικίας κάτω των 65 ετών και είχε προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που τον καθιστούσε ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντίστοιχων προς θέση της σταδιοδρομίας του, πράγμα που, σύμφωνα με το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του παρείχε δικαίωμα σύνταξης αναπηρίας, εφόσον υπέβαλε σχετική αίτηση εντός του χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησε συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος, συνέτρεχε η τελευταία αυτή προϋπόθεση λόγω του ότι εξακολουθούσε, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 2530/72, να καταβάλλει τις εισφορές του προκειμένου να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

6

Λόγω αρνήσεως της Επιτροπής να συγκαλέσει την επιτροπή αναπηρίας μετά από σχετική αίτηση του προσφεύγοντος, ο τελευταίος υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω αρνήσεως. Μετά από την απόρριψη της διοικητικής αυτής ένστασης, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

7

Η Επιτροπή επικαλέστηκε το απαράδεκτο της προσφυγής, καθόσον επιδιώκεται η χορήγηση στον προσφεύγοντα σύνταξης αναπηρίας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αρμόδια να αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτό είναι μόνο η επιτροπή αναπηρίας. Επειδή ο λόγος απαραδέκτου δεν θα έχει πλέον αντικείμενο, αν δεν γίνει δεκτό το αίτημα για ακύρωση, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το βάσιμο της προσφυγής.

8

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τα γεγονότα, όπως τα εξέθεσε ο προσφεύγων, θεωρεί όμως ότι αυτό τούτο το γράμμα του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν επιτρέπει τη χορήγηση στον προσφεύγοντα σύνταξης αναπηρίας.

9

Καταρχάς, υπογραμμίζει ότι ο προσφεύγων δεν είχε ζητήσει τη σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας κατά το 1967, όταν υπέστη το πρώτο έμφραγμα, ούτε το 1973, όταν αποχώρησε από την υπηρεσία. Αντίθετα, ο προσφεύγων επανήλθε στην εργασία μετά την ασθένεια του του 1967 και εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντα του μέχρις ότου ο ίδιος ζήτησε, το 1973, να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 2530/72. Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε κανένα λόγο να συγκαλέσει την επιτροπή αναπηρίας.

10

Στη συνέχεια, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στηρίζονται στην αντίληψη που εκφράζει το άρθρο 53 ότι ο υπάλληλος, τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας αναγνωρίζει ότι περιήλθε σε κατάσταση διαρκούς αναπηρίας, αποχωρεί από την υπηρεσία και συνταξιοδοτείται' κατά συνέπεια η διαδικασία περί αναγνωρίσεως αναπηρίας δεν ήταν δυνατό να αφορά υπάλληλο, ο οποίος είχε ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία. Την ίδια αντίληψη εκφράζει και το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII, διάταξη, στην οποία ο προσφεύγων στηρίζει την επιχειρηματολογία του, δεδομένου ότι η σύνταξη αναπηρίας, που προβλέπεται σχετικά, αναγνωρίζεται από την επιτροπή αναπηρίας μόνο στον υπάλληλο, ο οποίος περιήλθε σε κατάσταση διαρκούς αναπηρίας που κρίνεται ολική και τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντίστοιχων προς θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος «για το λόγο αυτόν, υποχρεώνεται να αναστείλει την υπηρεσία του» στις Κοινότητες.

11

Για την εφαρμογή του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII στην υπό κρίση περίπτωση, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο υποθετικών περιπτώσεων που ανέφερε ο προσφεύγων: της περίπτωσης, κατά την οποία η σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας ήταν απαραίτητη κατά τη στιγμή της αποχώρησης από την υπηρεσία, το 1973, και της περίπτωσης, κατά την οποία η σύγκληση αυτή έπρεπε να είχε γίνει μετά τη δεύτερη καρδιακή κρίση του προσφεύγοντος το 1980.

12

Όσον αφορά την τελευταία περίπτωση, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 78 το κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες οι υπάλληλοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας, μόνον ο υπάλληλος που υποχρεώνεται να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων του λόγω της αδυναμίας, στην οποία βρίσκεται να συνεχίσει να τα ασκεί, συνεπεία της κατάστασης αναπηρίας του, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας.

13

Από την προηγούμενη σκέψη έπεται ότι ο υπάλληλος, ο οποίος έπαυσε οριστικά να ασκεί τα καθήκοντα του από ετών και ο οποίος προσβλήθηκε από ασθένεια που θα τον καθιστούσε ανίκανο να ασκεί τα καθήκοντα του, εφόσον τα ασκούσε ακόμη, δεν δικαιούται για το λόγο αυτό και μόνο να ζητήσει την κίνηση της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως αναπηρίας.

14

Πάντως, η διαπίστωση αυτή δεν είναι ικανή να επιλύσει το άλλο ζήτημα που ανέκυψε στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς και που συνίσταται στο αν η Επιτροπή παρέβη μία από τις υποχρεώσεις της έναντι ενός από τους πρώην υπαλλήλους της, ο οποίος έχει περιέλθει σε κατάσταση διαρκούς και ολικής αναπηρίας, επειδή δεν συνεκάλεσε την επιτροπή αναπηρίας, τη στιγμή κατά την οποία ο προσφεύγων γνωστοποίησε την πρόθεση του να αποχωρήσει από την υπηρεσία. Είναι βέβαιο ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο προσφεύγων είχε ήδη υποστεί το πρώτο έμφραγμα· η πείρα δε αποδεικνύει ότι οι κίνδυνοι δεύτερης καρδιακής κρίσεως είναι αισθητά μεγαλύτεροι μετά από ένα τέτοιο περιστατικό.

15

Ενόψει της καταστάσεως αυτής, έπρεπε η Επιτροπή να εξακριβώσει αν κατά τη στιγμή, κατά την οποία ο προσφεύγων εκδήλωσε τη βούληση του να αποχωρήσει από την υπηρεσία, η κατάσταση της υγείας του θα του επέτρεπε να εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντα του σε περίπτωση που θα επέλεγε την παραμονή του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων.

16

Εντούτοις, παρόμοιες περιστάσεις τότε μόνο είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξεταστεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης όταν αποδεικνύεται ότι η κατάσταση αναπηρίας, στην οποία τελικά περιήλθε ο υπάλληλος, συνδέεται επευθείας και αμέσως με την κατάσταση της υγείας του κατά το χρόνο της αποχώρησης του από την υπηρεσία. Η σχέση αυτή δεν προκύπτει από το απλό γεγονός ότι την πρώτη καρδιακή κρίση ακολούθησε δεύτερη, ιδίως όταν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών.

17

Ο προσφεύγων όφειλε να αποδείξει ότι συντρέχει παρόμοια σχέση, πράγμα που δεν έγινε.

18

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφυγή είναι απορριπτέα.

Επί των δικαστικών εξόδων

19

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Mackenzie Stuart

Koopmans

Bosco

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 17 Μαΐου 1984.

Κατ' εντολή

του γραμματέα

Η. Α. Rühi

Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

Τ. Koopmans

Top