Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CC0182

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 4ης Οκτωβρίου 1984.
    Robert Fearon & Company Limited κατά Irish Land Commission.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Supreme Court - Ιρλανδία.
    Εθνικοί περιορισμοί στην κατοχή γαιών.
    Υπόθεση 182/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1984 -03677

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:305

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ MARCO DARMON

    ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 4 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1984 ( 1 )

    ΚΫΡΙΕ ΠΡΌΕΔΡΕ,

    ΚΫΡΙΟΙ ΔΙΚΑΣΤΈΣ,

    1. 

    Τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως η οποία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από το Supreme Court του Δουβλίνου, είναι τα εξής:

    Η εταιρία Fearon and Co. Ltd, στο εξής Fearon, που έχει συσταθεί κατά το ιρλανδικό δίκαιο έχει στην κυριότητα της μια γεωργική εκμετάλλευση στην κομητεία του Caven, στην Ιρλανδία. Στην εταιρία αυτή συμμετέχουν πέντε μέτοχοι που είναι 6ρε-ταννοί υπήκοοι. Οι τέσσερις από αυτούς διαμένουν στην Αγγλία, ενώ ο πέμπτος, ο οποίος έχει ταυτόχρονα και την ιρλανδική ιθαγένεια, διαμένει μεν στην Ιρλανδία, αλλά σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών μιλίων από τη γεωργική εκμετάλλευση.

    Ο τόπος διαμονής των μετόχων έχει εξαιρετική σημασία στην προκείμενη περίπτωση. Πράγματι, από το άρθρο 32, τρίτη παράγραφος, του «Land Act» του 1933, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 του «Land Act» του 1965, προκύπτει ότι η Irish Land Commission, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με εξουσίες απαλλοτριώσεως, δεν μπορεί να τις ασκήσει κατά ιδιοκτητών οι οποίοι διαμένουν επί ένα έτος στις γαίες τους ή σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από αυτές, ενώ, διευκρινίζεται, ότι στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης είναι νομικό πρόσωπο, πρέπει κάθε μέτοχος να ανταποκρίνεται σ' αυτό τον όρο διαμονής για το ίδιο χρονικό διάστημα.

    Δεδομένου ότι κανένας από τους μετόχους της εταιρίας Fearon δεν πληρούσε τον όρο αυτό, η Irish Land Commission αποφάσισε να απαλλοτριώσει αναγκαστικά τις γαίες της εταιρίας. Η εταιρία Fearon άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής. Με την ευκαιρία αυτή, το Supreme Court του Δουβλίνου σας υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα:

    «Όταν νόμος κράτους μέλους επιβάλλει όρο, κατά τον οποίο ένα πρόσωπο (εκτός των νομικών προσώπων) που έχει στην κυριότητα του γαίες πρέπει να έχει δια-μείνει στις γαίες αυτές για ορισμένη περίοδο, στην περίπτωση που η κυριότητα των γαιών ανήκει σε νομικό πρόσωπο, πρέπει άραγε να δοθεί στο άρθρο 58η ερμηνεία ότι απαγορεύει την επιβολή όρου, κατά τον οποίο ένα έκαστο από τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα επί των κερδών του νομικού προσώπου πρέπει να έχει διαμείνει στις γαίες κατά τη διάρκεια ανάλογης περιόδου;»

    2. 

    Ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέθεσαν παρατηρήσεις όχι μόνο η αναιρεσείουσα και η αναιρεσίβλητη στην κύρια δίκη, δηλαδή η εταιρεία Fearon και η Irish Land Commission, αλλά, επίσης, και η ιρλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή.

    Η τελευταία, στο τέλος του υπομνήματος της, υποστήριξε, με συντομία, ότι η διάταξη του άρθρου 222 της Συνθήκης αρκεί «μόνη της... για να δικαιολογήσει αρνητική απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο».

    Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου αυτού «η παρούσα συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη». Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση, δεδομένου ότι «το σύστημα απαλλοτρίωσης από τη “Land Commission” και οι διάφοροι σχετικοί όροι. αποτελούν μέρος του καθεστώτος της ιδιοκτησίας στην Ιρλανδία».

    Δεν μπορώ, όσον αφορά το ζήτημα αυτό, να συμμεριστώ την άποψη της Επιτροπής. Η ερμηνεία που δίνει στο άρθρο 222 είναι ασυμβίβαστη με τη διατύπωση του άρθρου 54, 3, ε, το οποίο, όσον αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, ορίζει ότι

    «Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ασκούν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί από τις ανωτέρω διατάξεις, ιδίως:

    ...

    ε)

    με την παροχή της δυνατότητας αποκτήσεως και εκμεταλλεύσεως εγγείου ιδιοκτησίας εντός της επικρατείας κράτους μέλους, σε υπηκόους άλλου κράτους μέλους...».

    Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή αντίκειται σε διάφορες πράξεις του Συμβουλίου και ιδίως στο «Γενικό πρόγραμμα για την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως» με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 1961, το οποίο, ως προς αυτό το θέμα, ορίζει ρητά τη δυνατότητα «αποκτήσεως, εκμεταλλεύσεως ή απαλλοτριώσεως δικαιωμάτων καθώς και κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων» και του οποίου το παράρτημα V αναφέρεται στη γεωργία. Στον τίτλο III, Α j του κειμένου αυτού αναφέρεται ότι πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί οι οποίοι «σε περίπτωση εθνικοποίησης, απαλλοτρίωσης ή επίταξης παρέχουν λιγότερο ευνοϊκό καθεστώς μόνο έναντι των αλλοδαπών...».

    Όπως η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη παρέπεμψε εύστοχα κατά τη δημόσια συνεδρίαση στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti:

    «Όσον αφορά τις κοινοτικές Συνθήκες, θεωρώ ότι ο κανόνας του άρθρου 222 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά τον οποίο η Συνθήκη “δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη”, δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η ατομική ιδιοκτησία προστατεύεται ευρύτερα από το κοινοτικό δίκαιο ή αντίθετα, ότι νοείται περιοριστικά: στην πραγματικότητα με εξαίρεση τα όρια τα οποία θέτουν ρητώς μερικές διατάξεις των Συνθηκών, και κυρίως η Συνθήκη περί ιδρύσεως της ΕΚΑΕ — το παραπάνω άρθρο επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι Συνθήκες δεν θέλησαν να επιβάλουν στα κράτη μέλη ή να εισαγάγουν στην κοινοτική έννομη τάξη καμιά νέα αντίληψη ή ρύθμιση της ιδιοκτησίας» ( 2 ).

    Επομένως, εφόσον το άρθρο 222 δεν μπορεί να ερμηνευτεί με την έννοια ότι το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως ισχυρίζεται η εταιρία Fearon, οι γενικές αυτές αρχές έχουν παραβιασθεί από την προαναφερθείσα ιρλανδική νομοθεσία.

    3. 

    Κατά την εταιρία Fearon, η εν λόγω νομοθεσία εισάγει διακρίσεις, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου. Η εταιρία Fearon προσθέτει ότι η συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν πρέπει να περιορισθεί στην ερμηνεία του άρθρου 58 της Συνθήκης και ότι το Supreme Court, αντί να κρίνει ότι το άρθρο 35 του «Land Act» του 1965 δεν ήταν ασυμβίβαστο με τα άρθρα 40 και 52 της Συνθήκης, όφειλε να παραπέμψει ενώπιον του Δικαστηρίου τα ερωτήματα που τέθηκαν από την αναιρε-σείουσα στην κύρια δίκη σχετικά με τα δύο αυτά άρθρα.

    4. 

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί διακρίσεων η εταιρία Fearon υποστηρίζει ότι το άρθρο 58 επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν στις εταιρίες, όπως ακριβώς τις ορίζει η δεύτερη παράγραφος αυτού του άρθρου, το δικαίωμα εγκατάστασης που το άρθρο 52 αναγνωρίζει στα φυσικά πρόσωπα.

    Μολονότι το άρθρο 35 του «Land Act» του 1965 δεν περιέχει καμία εμφανή διάκριση, εισάγει διακρίσεις από δύο απόψεις:

    λόγω ιθαγενείας, δεδομένου ότι οι συζητήσεις στο Κοινοβούλιο που προηγήθηκαν της ψήφισης του φανερώνουν τη βούληση του νομοθέτη να ευνοήσει προνομιακά τους έχοντες ιρλανδική ιθαγένεια ·

    γενικότερα, εις βάρος των εταιριών, διότι είναι δυσχερέστερο γι' αυτές, σε σύγκριση με τα φυσικά πρόσωπα, ενίοτε μάλιστα αδύνατο, να ανταποκρίνονται για κάθε τους μέτοχο στον όρο της διαμονής, γεγονός που θα τους επέτρεπε να αντιταχθούν στην απαλλοτρίωση.

    Το άρθρο 58 ορίζει στην πρώτη του παράγραφο ότι

    «Οι εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάσταση τους εντός της Κοινότητας εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών μελών.»

    Επομένως θα μπορούσαν να γίνουν δύο παρατηρήσεις:

    1.

    Ερωτάται, όπως πράγματι διερωτάται και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας και η Irish Land Commission, αν στην προκείμενη περίπτωση η αναφορά στο άρθρο 58 είναι εύστοχη' πράγματι, η εταιρία Fearon δεν είναι εταιρία που έχει συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος και επιθυμεί να εγκατασταθεί στην Ιρλανδία, αλλά ιρλανδική εταιρία ήδη εγκατεστημένη στην Ιρλανδία.

    2.

    Το άρθρο 58, με το οποίο τελειώνει το κεφάλαιο II περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, παραπέμπει εμμέσως αλλά ασφαλώς στα προηγούμενα άρθρα και ειδικότερα στο άρθρο 52, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει άλλωστε, και η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού.

    Η παράγραφος αυτή έχει ως εξής:

    «Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει τη ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσης συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.»

    Κατά συνέπεια, όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή, το πρόβλημα είναι το εξής: εφόσον βρετανοί υπήκοοι έχουν ασκήσει το δικαίωμα εγκαταστάσεως στην Ιρλανδία, δυνάμει του άρθρου 52, ως μέτοχοι ιρλανδικής εταιρίας, είναι δυνατό να ισχύει γι' αυτούς, ενόψει των σχετικών με το δικαίωμα εγκαταστάσεως διατάξεων της Συνθήκης, ο όρος της διαμονής; Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

    Πράγματι, το άρθρο 52 ορίζει ότι όλοι οι υπήκοοι ενός κράτους μέλους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα εγκαταστάσεως σε ένα άλλο κράτος μέλος πρέπει να τυγχάνουν της ιδίας μεταχειρίσεως με τους υπηκόους του κράτους αυτού. Η προϋπόθεση όμως της διαμονής, η οποία επιτρέπει να αποφευχθεί ο κίνδυνος αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, απαιτείται τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τους μετόχους νομικού προσώπου, αδιακρίτως ιθαγενείας. Επομένως, στο κείμενο του Land Act δεν υπάρχει καμία τέτοιου είδους διάκριση. Ούτε, επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι υφίσταται πρακτική που να δημιουργεί διακρίσεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό οι αλλοδαποί μέτοχοι να απαιτούν να τύχουν του ευεργετήματος μιας αντίστροφης διάκρισης η οποία θα τους απήλλασσε από αυτή την προϋπόθεση.

    Ούτε υπάρχει lato sensu διάκριση έναντι των νομικών προσώπων.

    Ασφαλώς, είναι δυσκολότερο για ένα νομικό πρόσωπο, σε σύγκριση με ένα φυσικό, να ανταποκριθεί στον όρο της διαμονής, δεδομένου ότι ο όρος αυτός πρέπει να πληρούται από όλα τα μέλη του. Αλλά, η δυσκολία αυτή, που αναμφίβολα αυξάνει με τον αριθμό των μετόχων, οφείλεται στη φύση του νομικού προσώπου και όχι σε οποιαδήποτε διάκριση εις βάρος των εταιριών.

    Αντίστροφη λύση, δηλαδή η απαλλαγή του νομικού προσώπου από τον όρο διαμονής, θα είχε δύο μειονεκτήματα:

    να επιτρέπεται στα φυσικά πρόσωπα με τη σύσταση μιας εταιρίας, να διαφεύγουν δολίως από τους κινδύνους που συνδέονται άρρηκτα με την έλλειψη διαμονής,

    να γίνεται, σε βάρος των φυσικών προσώπων και υπέρ των εταιριών, διάκριση αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 58 της Συνθήκης.

    5. 

    Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί παραβιάσεως των αρχών της αναλογικότητας και της ασφάλειας του δικαίου, ούτε αυτοί επίσης φαίνονται αρκετά βάσιμοι. Πράγματι, δεν είναι δυνατό οι αρχές αυτές να ερμηνευτούν με την έννοια ότι απαγορεύουν στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει με τρόπο που να μη δημιουργούνται διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, διατάξεις περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως οι διατάξεις του άρθρου 35 του «Land Act» του 1965.

    6. 

    Απομένει η αναφορά στο άρθρο 40.

    Το άρθρο αυτό αφορά την κοινή αγροτική πολιτική. Δεν περιλαμβάνει κανένα κανόνα και δεν έδωσε αφορμή' για τη λήψη κανενός μέτρου που να μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί η αναιρεσείουσα στην κύρια δίκη, δεδομένου, άλλωστε, ότι η ίδια αναγνωρίζει «την έλλειψη», ως προς το θέμα αυτό «ρητής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου».

    7. 

    Κατά συνέπεια, προτείνω το Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    όταν ένας νόμος κράτους μέλους επιβάλει ως όρο ότι ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει στην κυριότητα του γαίες, πρέπει, προκειμένου να αποφύγει την αναγκαστική απαλλοτρίωση τους, να έχει διαμείνει στις γαίες αυτές, ή τουλάχιστον σε μια ορισμένη απόσταση από αυτές, για ορισμένη περίοδο, ούτε το άρθρο 58 ούτε καμιά άλλη διάταξη της Συνθήκης απαγορεύουν, όταν η κυριότητα των γαιών αυτών ανήκει σε νομικό πρόσωπο, να απαιτείται, ο εν λόγω όρος να πληρούται από όλα τα μέλη αυτής της εταιρίας.


    ( 1 ) Μετάφραση από τα γαλλικά.

    ( 2 ) Προτάσεις στην υπ68εση 44/79, Hauer κατά Land Rheinland-Pfalz [1979] ECR σ. 3759-3760.

    Top